Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης περισσότερων δικαστικών αποφάσεων, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί χωριστές εφέσεις (ΔΕφΑθ)

Next: ΑΠ 1347/2012 - Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή ερημοδικίας, η ερήμην εφετειακή απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση αφότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης.
$
0
0


Α. Διοικ. Εφετείο Αθηνών , αριθ. αποφ. Ν31/2018 (1ο Μονομελές) 
Ενόψει του ότι πρόκειται  για πρωτόδικες αποφάσεις με το ίδιο φορολογικό αντικείμενο,..παραδεκτώς ζητείται με την ίδια αίτηση η αναστολή εκτέλεσης αυτών, εφόσον οι ασκηθείσες κατ’ αυτών εφέσεις είναι συναφείς.
(Όμοια  κρίση σε:  Ν112/2018 (18ο Μονομελές) )
Β. Διοικ. Εφετείο Αθηνών , αριθ. αποφ. Ν13/2017 (19ο Μονομελές) (Αντίθετη κρίση )
Δεν είναι δυνατή η σώρευση στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής εκτέλεσης αιτημάτων για την αναστολή διαφορετικών οριστικών αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί αυτοτελείς εφέσεις. Τούτο διότι, με τις διατάξεις του Κ.Δ.Δ. που αφορούν στην προσωρινή δικαστική προστασία, δεν ρυθμίζεται περίπτωση συνάφειας μεταξύ διαφορετικών, προσβαλλομένων με έφεση δικαστικών αποφάσεων, ούτε γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 122 παρ 2 του ανωτέρω Κώδικα, για αναλογική εφαρμογή αυτών. ( βλ. Δ.Ε.Α. Ν34/2017, Ν58/2015 κ.α.) (adjustice.gr)

ΑΠ 1347/2012 - Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή ερημοδικίας, η ερήμην εφετειακή απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση αφότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης.

$
0
0

Απόφαση 1347 / 2012    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1347/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥA2'Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες. ...

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Τoυ αναιρεσείοντος: Π. Χ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σιακούλη.
Της αναιρεσιβλήτου: Ι. χήρας Μ. Ζ., το γένος Γ. Χ., κατοίκου ..., και 2. Δ. συζ. Δ. Τ., το γένος Γ. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-1996 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2006 του ίδιου Δικαστηρίου, 335/2008 και 2709/2009 μετ'ανακοπή ερημοδικίας του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά o αναιρεσείων με την από 25-2-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου ανέγνωσε την από 6-10-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 553 παρ.1 εδάφιο α'ΚΠολΔ, "αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση". Κατά δε το επόμενο άρθρο 554, "αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην απόφασης, κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή ερημοδικίας, η ερήμην εφετειακή απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση αφότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση. Όσο η δίκη επί της ως άνω ανακοπής εκκρεμεί, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη ή αναστολή της προθεσμίας αναίρεσης κατά της ερήμην εφετειακής απόφασης, αφού αυτή δεν είναι τότε ακόμη δεκτική αναίρεσης (Ολομ.ΑΠ 11/1998, ΑΠ 654/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την υπ'αριθμ. 335/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε, ερήμην του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, ως ανυποστήρικτη, έφεση αυτού κατά της υπ'αριθμ. 7/2006 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος. Κατά της ανωτέρω ερήμην απόφασης του Εφετείου, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε εμπροθέσμως ανακοπή ερημοδικίας, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 2790/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Συνεπώς, νομίμως η ασκηθείσα αναίρεση πλήττει τόσο την υπ'αριθ. 2790/2009 απόφαση όσο και την συμπροσβαλλόμενη ερήμην του αναιρεσείοντος εκδοθείσα 335/2008 απόφαση, αφού δεν πέρασε η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής (δεδομένου ότι όπως συνομολογείται εκατέρωθεν η απορριπτική της ανακοπής απόφαση επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 29-1-2010), στην οποία, λόγω της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος στην κατ'έφεση δίκη, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε η πρωτόδικη, τα επικαλούμενα σφάλματα της οποίας παραδεκτά προβάλλονται ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλόμενους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανώτερη βία, έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία, είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξειδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Τέτοιο γεγονός δικονομικής ανώτερης βίας αποτελεί για τον διάδικο που ερημοδικάσθηκε και η αιφνίδια ασθένεια, πριν τη διεξαγωγή της δίκης, του πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπό την προϋπόθεση ότι ο διάδικος, αν και επέδειξε την ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή για τις υποθέσεις του, δεν πληροφορήθηκε εγκαίρως την ασθένεια αυτή, ώστε να αναθέσει την υπόθεση του σε άλλον. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με τον λόγο αυτό προσβάλλεται και η απόφαση, η οποία, κατ'αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ανακοπή ερημοδικίας, αν προσάπτεται σ'αυτή, ότι παρά τον νόμο δε δέχτηκε ότι ήταν άκυρη η ερημοδικία, διότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του διαδίκου, που ερημοδικάσθηκε, λόγος ανώτερης βίας (ΑΠ 1260/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την από 29-4-2008 ανακοπή ερημοδικίας, ζήτησε να εξαφανισθεί η 335/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε ερήμην του και απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του κατά της υπ'αριθμ. 7/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, προβάλλοντας ακυρότητα της ερημοδικίας, διότι συνέτρεχε λόγος ανώτερης βίας. Ειδικότερα ο ανακόπτων προέβαλε με την ανακοπή του, ότι η ερημοδικία του, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, το οποίο υπέβαλε ο εμφανισθείς δικηγόρος ...., χωρίς να καταθέσει προτάσεις, οφειλόταν σε ανώτερη βία, διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Καραμανλής, ο οποίος και επρόκειτο να τον εκπροσωπήσει στην κατ'έφεση δίκη, ασθένησε αιφνίδια την παραμονή της συζητήσεως της εφέσεως (22-11-2007). Το Εφετείο απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την ανακοπή, δεχόμενο ότι η επικληθείσα ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος (οσφυοϊσχυαλγία με επίμονα ριζίτικα ενοχλήματα, για την οποία του συνεστήθη αναρρωτική άδεια για τέσσερες ημέρες ήτοι από 22-11-2007 έως 25-11-2007), προς απόδειξη της οποίας προσκόμισε ο τελευταίος την από 22-11-2007 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Χαλκιδικής Πολυγύρου-Κέντρο Υγείας Ν. Μουδανιών Α. Κ., δεν συνιστά ανώτερη βία, "διότι στην ως άνω ιατρική βεβαίωση, η οποία αποτελεί το μοναδικό προσκομιζόμενο αποδεικτικόν μέσον, αναφέρεται ως πάθηση η οσφυοϊσχυαλγία με επίμονα ριζίτικα ενοχλήματα και όχι ευρήματα ενώ συνεστήθη αναρρωτική άδεια τεσσάρων ημερών, χωρίς συγχρόνως τη σύσταση να παραμείνει κλινήρης και να λάβει ανάλογη φαρμακευτική αγωγή με τη λήψη αναλγητικών φαρμάκων ή να εισαχθεί στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της ασθένειας του και την υποβολή σε παρακλινικό εργαστηριακό έλεγχο". Δέχθηκε επίσης το Εφετείο, ότι "ενόψει του γεγονότος ότι ήδη ο άνω δικηγόρος ...... ειδοποίησε (όπως άλλωστε είχε την ευχέρεια και έγκαιρα) τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Δελερή, για να εκπροσωπήσει τον ανακόπτοντα στη συζήτηση της έφεσης με αίτημα τη σύντομη αναβολή της δίκης, δεν πιθανολογήθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του ανωτέρω πληρεξουσίου καθιστούσε αδύνατη από την πλευρά του τη σύνταξη προτάσεων, οι οποίες μάλιστα για τον ανακόπτοντα μπορούσαν χωρίς βλάβη του να είναι έστω και τυπικές, ώστε σε περίπτωση που απέρριπτε το Δικαστήριο το αίτημα αναβολής, όπως και έγινε, να τις καταθέσει ο δεύτερος στο Γραμματέα της έδρας ..., ο οποίος υπέβαλε απλώς αίτημα αναβολής της δίκης, χωρίς συγχρόνως να επικαλεσθεί ασθένεια του δικηγόρου ..... για την υποστήριξη του αιτήματος αναβολής και επιπλέον δεν ήταν εφοδιασμένος με την ως άνω ιατρική βεβαίωση, μολονότι αυτή συνετάγη την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της έφεσης ...". Και τέλος δέχθηκε το Εφετείο, ότι, ενόψει της μικρής απόστασης μεταξύ ....-Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων δεν ανέφερε στην ανακοπή του ότι για οποιοδήποτε λόγο κωλυόταν ο ίδιος ή κάποιο άτομο από το περιβάλλον του να παραδώσουν στον δικηγόρο ... τις προτάσεις και το σχετικό αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης. Έτσι που έκρινε, το δικαστήριο της ουσίας και απέρριψε την ανακοπή, κατ'εκτίμηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κήρυξης ακυρότητας, όπως με τον πρώτο λόγο, κατ'ορθή υπαγωγή και χαρακτηρισμό των αιτιάσεων του, προβάλλει ο αναιρεσείων, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι 1) και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Εξάλλου, διέλαβε στην απόφαση του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την μη συνδρομή εν προκειμένω των περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως σχετικά με την έννοια της ανώτερης βίας, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλης ειδικότερης αιτιολογίας. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Ο από το αρθρ. 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπράττει διαγνωστικό λάθος και αποδίδει σε ορισμένο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό, με αποτέλεσμα εξ αιτίας του σφάλματος αυτού να καταλήγει σε συμπέρασμα τελείως διαφορετικό από αυτό που προκύπτει από το έγγραφο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του πραγματικού γεγονότος για την απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο. Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος, όταν το δικαστήριο εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο και όπως πραγματικά είναι το αληθινό περιεχόμενο του, έστω και κατά πλημμελή τρόπο, πείθεται για την ύπαρξη όλου ή μέρους των πραγματικών γεγονότων, προς απόδειξη των οποίων προσκομίζεται το έγγραφο, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου, η οποία, σύμφωνα με τον κανόνα που διατυπώνεται στο αρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολομ.ΑΠ 2/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ'αριθμ. .../1991 συμβολαίου, δυνάμει του οποίου η δωρήτρια μητέρα του αναιρεσείοντος προέβη σε ανάκληση της γενόμενης προς αυτόν δωρεάς, με το να δεχθεί ότι "το γεγονός ότι στο υπ'αριθμ. .../24-9-1991 συμβόλαιο αναγράφηκε ως λόγος ανάκλησης η αχάριστη διαγωγή του δωρεοδόχου, παρότι η δωρεά αιτία θανάτου ανακαλείται ελεύθερα, δεν αναιρεί το χαρακτήρα της δωρεάς ως αιτία θανάτου", ενώ, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στο ανωτέρω συμβόλαιο περιέχεται ρητή δήλωση της δωρήτριας μητέρας του περί ανακλήσεως της δωρεάς για συγκεκριμένους λόγους αχαριστίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι πρόκειται για δωρεά εν ζωή, ανακαλούμενη για συγκεκριμένους λόγους και όχι για δωρεά αιτία θανάτου, η οποία ανακαλείται ελεύθερα, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οδηγήθηκε σε συμπέρασμα εντελώς διαφορετικό από εκείνο που έπρεπε να καταλήξει. Ο λόγος αυτός είναι διττώς απαράδεκτος, αφενός μεν διότι αναφέρεται στην εκτίμηση από το δικαστήριο του περιεχομένου του εγγράφου και όχι σε διαγνωστικό λάθος και αφετέρου, διότι το ανωτέρω έγγραφο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, συνεκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως έγγραφα και μάρτυρες, χωρίς να εξαίρεται η ιδιαίτερη αποδεικτική του σημασία για το ουσιώδες αποδεικτέο θέμα της σύγχρονης με την κατάρτιση του συμβολαίου παράδοσης της νομής και κατοχής των δωρηθέντων στον αναιρεσείοντα δωρεοδόχο, η οποία και μόνο, σε περίπτωση που λάβει χώρα, αναιρεί το χαρακτήρα της δωρεάς ως αιτία θανάτου, τοιαύτης.
Όπως προκύπτει από την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το δίκασαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του ότι πρόκειται περί δωρεάς αιτία θανάτου και όχι δωρεάς εν ζωή, διότι την απόλαυση των δωρηθέντων στον αναιρεσείοντα ακινήτων, βάσει των αποδειχθέντων περιστατικών, είχε η δωρήτρια μητέρα του, αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στην απόφαση (καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα) και όχι χωρίς απόδειξη. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 2032 ΑΚ, "αν δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση αν προαποβιώσει ο δωρητής ή αν πεθάνουν συγχρόνως και οι δυο συμβαλλόμενοι, χωρίς να έχει στο μεταξύ ο δωρεοδόχος την απόλαυση των αντικειμένων που δωρίζονται (δωρεά αιτία θανάτου), εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά". Στην έννοια της απόλαυσης των αντικειμένων που δωρίζονται, περιλαμβάνεται η νομή και τα εξ αυτής σαφώς απορρέοντα ωφελήματα και η κάρπωση των δωρουμένων αντικειμένων. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να αποδείξει, κατά παραδοχή των αποτελούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών, ότι έλαβε την νομή των δωρηθέντων σ'αυτόν από την μητέρα του ακινήτων, αμέσως μετά την κατάρτιση του υπ'αριθμ. .../1979 συμβολαίου σύστασης δωρεάς αιτία θανάτου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη και ο περί του αντιθέτου τελευταίος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο, κατ'επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι ως απόλαυση των δωρηθέντων "πρέπει να νοηθεί η παροχή των ωφελημάτων αυτών, δηλαδή των καρπών αυτών", περιστατικό για το οποίο δεν διατάχθηκε απόδειξη, είναι αβάσιμος.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με παράλληλη καταδίκη του αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση του Π. Χ., για αναίρεση των υπ'αριθμ. 2790/2009 και 335/2008 αποφάσεων του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουλίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Άρειος Πάγος - Πλήρης Ολομέλεια 16/2015 Επίδομα 176 ευρώ - Ενιαίο μισθολόγιο - Η παροχή των 176 ευρώ δεν συνιστά προβλεπόμενη εκ του νόμου ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, εξομοιούμενη με μισθό, με μόνη...

Previous: ΑΠ 1347/2012 - Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή ερημοδικίας, η ερήμην εφετειακή απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση αφότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης.
$
0
0

Άρειος Πάγος - Πλήρης Ολομέλεια 16/2015
κλικ εδώ!!!!    
Επίδομα 176 ευρώ - Ενιαίο μισθολόγιο - Η παροχή των 176 ευρώ δεν συνιστά προβλεπόμενη εκ του νόμου ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, εξομοιούμενη με μισθό, με μόνη προϋπόθεση την υπαγωγή αυτών στο ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της...
Δημόσιας Διοίκησης, αλλά αποτελεί ειδική παροχή μη εξομοιούμενη με μισθό και παρέχεται, εάν η Διοίκηση ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια, μετά συνεκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας να εκδώσει κανονιστική πράξη, για επέκταση της χορήγησης της παροχής αυτής σε υπαλλήλους, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002, μία των οποίων είναι να μη λαμβάνει ο υπάλληλος άλλες πρόσθετες παροχές, ίσες ή ανώτερες του ποσού των 176 ευρώ.........

Εξι αναλυτικοί πίνακες για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Next: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ - ΕιρΛιβαδ 45/2013 [Διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου σωματείου] (παρατ. Β. Τσούμας) Περίληψη: Σε περίπτωση που ελλείπουν τα προς τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών, αλλά διορίζεται νέα προσωρινή διοίκηση, διότι έτσι αποτρέπεται ο σχηματισμός μικτής διοίκησης, η οποία κατά κανόνα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων του νομικού προσώπου. Διατάξεις: άρθρα 69, 83, 101, 281 ΑΚ - 16363/2011 ΜΟΝΠΡΩΤΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) - ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ( Εκουσία Δικαιοδοσία ) ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΔIOIKHTIKOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
$
0
0

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

                                              ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
                                                                                            16/12/2015

Εξι αναλυτικοί πίνακες για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας....


Για την πληρέστερη ενημέρωσή σας σχετικά με τις ρυθμίσεις του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναρτώνται έξι αναλυτικοί πίνακες με ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα και συνοπτικές πληροφορίες διεξαγωγής της πολιτικής δίκης.
Την σύνταξη των πινάκων αυτών, επιμελήθηκε ο Δικηγόρος, Δ.Ν, Βασίλειος Α. Χατζηιωάννου, Λέκτορας της Πολιτικής  Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και μέλος της συντακτικής ομάδας του Νομικού Βήματος, τον οποίο και ευχαριστεί ιδιαίτερα ο ΔΣΑ.
Στους πίνακες περιλαμβάνονται πίνακες με ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα για την τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, για την δυνητική διαδικασία εξέτασης μαρτύρων με πράξη του δικαστηρίου περί επανάληψης της συζήτησης, καθώς και πίνακας με συνοπτικές πληροφορίες για τις αναδιαμορφωμένες ειδικές διαδικασίες. Ακολουθούν πίνακες με χρονοδιαγράμματα της πρωτοβάθμιας δίκης περί την εκτέλεση για τις χρηματικές απαιτήσεις πριν και μετά τον πλειστηριασμό, καθώς και πίνακας για τα ισχύοντα μετά το ν. 4335/2015 ένδικα βοηθήματα αναστολών.
Στο παραπάνω συνημμένο αρχείο μπορείτε να δείτε τους πίνακες για τον νέο ΚΠολΔ
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)[1]
ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων
Διαδικαστική πράξη
Ενδεικτική ημερομηνία
[εναγόμενος/-οι με διαμονή στην Ελλάδα ]
Ενδεικτική ημερομηνία
[εναγόμενος/- οι με διαμονή στο εξωτερικό ή άγνωστης διαμονής]

Κατάθεση αγωγής


1.3.2016
1.3.2016

Επίδοση αγωγής


(το αργότερο μέχρι) 31.3.2016
[εντός 30 ημερών – νέο 215 § 2 εδ. πρώτο ΚΠολΔ]
(μέχρι) 30.4.2016
[εντός 60 ημερών - νέο 215 § 2 ΚΠολΔ]

Άσκηση [κατάθεση + επίδοση] παρέμβασης/προσεπίκλησης/ανακοίνωσης/ ανταγωγής

30.4.2016
[εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής – νέο 238 § 1 εδ. πρώτο ΚΠολΔ] 
30.5.2016
[εντός 90 ημερών από την κατάθεση της αγωγής – νέο 238 §1 εδ. δεύτερο]

Παρέμβαση [του προσεπικαλούμενου] μετά από την ως άνω προσεπίκληση ή ανακοίνωση

30.5.2016
[εντός 90 ημερών από την κατάθεση της αγωγής – νέο 238 § 1 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ]
29.6.2016
[εντός 120 ημερών από την κατάθεση της αγωγής – νέο 238 §1 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ]

Κατάθεση προτάσεων, αποδείξεων, διαδικαστικών εγγράφων, πληρεξουσίων (για όλα ανεξαιρέτως τα ένδικα βοηθήματα)

9.6.2016
[εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής- 237 § 1 εδ. πρώτο ΚΠολΔ]
29.7.2016
[εντός 130 ημερών από την κατάθεση της αγωγής- νέο 237 § 1 εδ. τέταρτο ΚΠολΔ]

Ματαίωση συζήτησης

Εφόσον οι διάδικοι δεν καταθέσουν προτάσεις (νέο άρθ. 260 § 2 εδ. πρώτο ΚΠολΔ)

Κλήση νέας συζήτησης εντός εξήντα ημερών από τη ματαίωση, άλλως η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (νέο άρθ. 260 § 2 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)

(σ.σ. Υποκατάστατο συναινετικής αναβολής.   Η αναβολή ως θεσμός και το μονομερές σχετικό αίτημα καταργείται – νέο άρθ. 237 § 4 τελευταίο εδάφιο ΚΠολΔ )



Ομοίως

Κατάθεση προσθήκης στις προτάσεις και (νέων) αποδείξεων προς αντίκρουση προτάσεων αντιδίκου [κλείσιμο φακέλου υπόθεσης]

24.6.2016
[εντός 15 ημερών από την προηγούμενη προθεσμία – 237 §2 ΚΠολΔ]
13.8.2016
[εντός δεκαπέντε ημερών από την προηγούμενη προθεσμία-νέο 237 § 2 εδ. πρώτο ΚΠολΔ]
Σημ: ενώ η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων (237 §1) αναστέλλεται, η εν λόγω προθεσμία τυπικώς δεν αναστέλλεται την περίοδο 1-31.8 (νέο 147 § 2 ΚΠολΔ)

Ορισμός δικαστή ή σύνθεσης δικαστηρίου
(νέο 237 § 4 εδ. πρώτο ΚΠολΔ)

Μέχρι 9.7.2016

[μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστή]
28.8.2016
Ομοίως


Ορισμός δικασίμου

Δικάσιμος μέχρι 8.8.2016
ή στον απολύτως αναγκαίο χρόνο [λογικά η πρώτη διαθέσιμη μετά την έναρξη του δικαστικού έτους]
(νέο 237 § 4 εδ. τρίτο και τέταρτο ΚΠολΔ)

Μη υποχρεωτική παράσταση συνηγόρων/
Δεν εξετάζονται μάρτυρες
(νέο 237 § 4 εδ. έβδομο ΚΠολΔ)

Εξαιρετική ανάγκη παράστασης πληρεξουσίων δικηγόρων κατά τη συζήτηση: (α) [ύστατη ημερομηνία κατάθεσης δικαστικού ενσήμου, νέο 237 § 1 εδ. τρίτο,] (β) παραίτηση από το δικαίωμα αγωγής, (γ) δικαστικός συμβιβασμός και (δ) βίαιη διακοπή της δίκης [βλ. ΑιτΕ ν. 4335/2015, ΚΝοΒ2015, 760 επ., 764 (υπό 3.3.)]

Κλήτευση θεωρείται η εγγραφή στο πινάκιο ή
η αποστολή ηλεκτρονικού μνμ από τη γραμματεία [πρέπει να παρακολουθούν οι διάδικοι το πινάκιο]
(νέο 237 § 4 εδ. πέμπτο και έκτο ΚΠολΔ)


Δικάσιμος μέχρι 27.9.2016
ή στον απολύτως αναγκαίο χρόνο


Ομοίως

Έκδοση οριστικής απόφασης
(νέο 237 § 5 ΚΠολΔ)


Εντός οκταμήνου από τη συζήτηση  (307 ΚΠολΔ)

Ομοίως




ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Έκδοση πράξης για επανάληψη της συζήτησης [εξέταση μαρτύρων]
Διαδικαστική πράξη
Ενδεικτική ημερομηνία

Πράξη επανάληψης της συζήτησης από τον δικαστή [Ειρ/ΜΠρ] ή τον πρόεδρο του ΠολΠρ
(νέο 237 § 6 εδ. πρώτο σε συνδ. με νέο 254 § 1 ΚΠολΔ)


Όχι νωρίτερα από 15 ημέρες από την πράξη Ορισμός τόπου, ημέρας και ώρας


Γνωστοποίηση στους διαδίκους
(νέο 237 § 6 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)
Καταχώρηση πράξης σε ειδικό βιβλίο, που λογίζεται ως κλήτευση όλων των διαδίκων
(αναγκαία η παρακολούθησή του από τους δικηγόρους)
ή με ηλεκτρονικό μνμ από τον γραμματέα


Διεξαγωγή επαναληπτικής συζήτησης
Εξέταση μάρτυρα
Ενώπιον του δικαστή (Ειρ/ΜΠρ) και του εισηγητή (ΠολΠρ)

Τήρηση μαγνητοφωνημένων πρακτικών ;
(256 § 3 ΚΠολΔ)


Προσθήκη
(νέο 237 § 7 εδ. πρώτο ΚΠολΔ)

Μέσα σε οκτώ εργάσιμες ημέρες από την διεξαγωγή της επαναληπτικής συζήτησης

Περιορισμένο αντικείμενο: αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων

[+ «προνομιακοί» (αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι) ισχυρισμοί που δεν προβλήθηκαν μέχρι το κλείσιμο του φακέλου]


Έκδοση οριστικής απόφασης
(νέο 237 § 5 ΚΠολΔ)

Εντός οκταμήνου από τη λήξη της επαναληπτικής συζήτησης  (307 ΚΠολΔ)





ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ (νέα 591 επ. ΚΠολΔ)
Ενσωμάτωση σε τρεις βασικές διαδικασίες - κορμούς(α) Διαφορές οικογενειακού δικαίου (νέο 592 § 1-3 ΚΠολΔ)
(β) Περιουσιακές διαφορές (νέο 614 §§ 1-8 ΚΠολΔ)
(γ) Διαταγές (διαταγή πληρωμής – νέο 623 επ., διαταγή απόδοσης μισθίου – νέο 637 επ. ΚΠολΔ)
Προσδιορισμός δικασίμου με την κατάθεση της αγωγής
διατήρηση παλιού συστήματος

Με αφετηρία την δικάσιμο ξεκινά ο υπολογισμός των προθεσμιών. Υπολογισμός «προς τα πίσω» [αντίθετα με τη νέα τακτική διαδικασία]
Προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων πριν τη συζήτηση της αγωγής ή της ανακοπής
τριάντα (30) ημέρες (αν ο κλητευόμενος διάδικος διαμένει στην Ελλάδα) ή
εξήντα (60) ημέρες (αν ο κλητευόμενος διάδικος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής)  (νέο 591 § 1 περ. α’ ΚΠολΔ)
Προθεσμία άσκησης λοιπών ενδίκων βοηθημάτων στο πλαίσιο της ανοιγείσης δίκης με την αγωγή   (παρέμβαση, προσεπίκληση και ανακοίνωση)
τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης.
(νέο 591 § 1 περ. β’ εδ. πρώτο ΚΠολΔ)
Προθεσμία άσκησης παρέμβασης προσεπικαλούμενου μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτηση (νέο 591 § 1 περ. β’ εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)
Κατάθεση προτάσεων και αποδείξεων και προσθήκης
διατήρηση παλιού συστήματος
(προτάσεις κατά τη συζήτηση και προσθήκη την 12ηώρα της 3ηςεργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση) (νέο 591 §1 περ. γ’ και στ’ ΚΠολΔ)
Ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης, αναψηλάφησης και ανακοπής
ασκούνται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται μόνο με αυτοτελές δικόγραφο (πρβλ. και νέο 268 ΚΠολΔ) κι επιδίδονται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης (υποχρεωτικός προσδιορισμός κοινής δικασίμου λόγω συνάφειας) (νέο 591 §1 περ. γ’ και στ’ ΚΠολΔ και για την ανακοπή νέο άρθ. 585 § 2 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)




ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ - ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ
Διαδικαστική πράξη
Ενδεικτική ημερομηνία
Ολοκλήρωση κατάσχεσης
1.3.2016
Προθεσμία άσκησης ανακοπής
[45 ημέρες: νέο 934 § 1 περ. α’ ΚΠολΔ]

 15.4.2016
 (σ.σ. Τίθεται ως παράδειγμα η ύστατη νόμιμη προθεσμία, λογίζεται η ίδια η ημέρα ως ημερομηνία κατάθεσης κι επίδοσης)
Ημερομηνία συζήτησης
[60 ημέρες από την κατάθεση: νέο 933 § 2 ΚΠολΔ]
μέχρι τις 14.6.2016

Κλήτευση καθ’ ου η ανακοπή
[20 ημέρες πριν τη συζήτηση: νέο 933 § 2 ΚΠολΔ]
Μέχρι τις 25.5.2016

Επίδοση πρόσθετων λόγων ανακοπής στον καθ’ ου
[8 ημέρες πριν τη συζήτηση: νέο 933 § 1 εδ. τρίτο ΚΠολΔ]
5.6.2016 (Κυριακή)
= 3.6.2016

Έκδοση απόφασης
[Μέσα σε 60 ημέρες από τη συζήτηση: νέο 933 § 6 ΚΠολΔ]
Μέχρι 14.8.2016

Ημερομηνία πλειστηριασμού
«επτά μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημέρα αυτή»
[νέο άρθ. 954 § 2 περ. ε’ εδ. πρώτο ΚΠολΔ: κινητά
νέο 993 § 2 εδ. πρώτο ΚΠολΔ: ακίνητα]
2.10.2016, όχι αργότερα από την 2.11.2016
 σ.σ.: στην πραγματικότητα ορίζεται η πρώτη (ή οποιαδήποτε επόμενη) Τετάρτη του έβδομου μήνα μετά την κατάσχεση [νέο 959 § 2 εδ. πρώτο ΚΠολΔ]




ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ- ΣΤΑΔΙΟ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ
Διαδικαστική πράξη
Ενδεικτική ημερομηνία
πλειστηριασμού κινητών
Ενδεικτική ημερομηνία
πλειστηριασμού ακινήτων
Ολοκλήρωση πλειστηριασμού [για κινητά]
Μεταγραφή περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης
[για ακίνητα]
5.10.2016
5.10.2016
Προθεσμία άσκησης ανακοπής
[νέο 934 § 1 περ. β’ ΚΠολΔ]
4.11.2016

4.12.2016

Ημερομηνία συζήτησης
[νέο 933 § 2 ΚΠολΔ]
3.1.2017

2.2.2017

Κλήτευση καθ’ ου η ανακοπή
[νέο 933 § 2 ΚΠολΔ]
13.12.2016

12.1.2017

Επίδοση πρόσθετων λόγων ανακοπής στον καθ’ ου
[νέο 933 § 1 εδ. τρίτο ΚΠολΔ]
23.12.2016 [Παρασκευή]
[αντί Κυριακή 25.12]

24.1.2016

Έκδοση απόφασης
[νέο 933 § 6 ΚΠολΔ]
 4.3.2017

3.4.2017

Άσκηση αγωγής διεκδίκησης του πράγματος μετά τον πλειστηριασμό [1020 ΚΠολΔ]
6.10.2017

6. 10. 2021





ΕΚΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ
Είδος εκτελεστού τίτλου
Διαδικασία και δικαστήριο αναστολής

Τελεσίδικη απόφαση
[πρβλ. νέο 937 § 1 περ. β’ εδ. τρίτο ΚΠολΔ]
Ο Άρειος Πάγος (565 ΚΠολΔ) ή το δικαστήριο της αναψηλάφησης (νέο 546 ΚΠολΔ)

Προσωρινώς εκτελεστή (οριστική ) απόφαση
[πρβλ. νέο 937 § 1 περ. β’ εδ. τρίτο ΚΠολΔ]
Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση [μέχρι τη συζήτηση ασκηθείσης ανακοπής ερημοδικίας ή έφεσης](912 ΚΠολΔ), το δικαστήριο της έφεσης ή της ανακοπής ερημοδικίας [από τη συζήτηση του ένδικου μέσου και εφεξής](913 ΚΠολΔ)

Διαταγή απόδοσης μισθίου
Το δικαστήριο που εξέδωσε την διαταγή (νέο 643 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)

Διαταγή πληρωμής χωρίς δεδικασμένο 
Δικαστήριο του δικαστή που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής (νέο 632 § 3  εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)

Διαταγή πληρωμής με ισχύ δεδικασμένου
Δεν υπάρχει δικαίωμα αναστολής (νέο 633 § 2 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ)
Εξαιρετικώς: διαδικασία αναστολής στο πλαίσιο αναψηλάφησης [νέο 546 ΚΠολΔ]

Διαιτητική απόφαση
Από το αρμόδιο δικαστήριο [Εφετείο] (899 § 3, νέο 901 § 3 ΚΠολΔ)

Απόφαση ασφαλιστικών μέτρων
Το ΜΠρ του τόπου της εκτέλεσης, άλλως [σε όλως επείγουσες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ΜΠρ] το ειρηνοδικείο [702 § 2 ΚΠολΔ]
Οποιοσδήποτε εκτελεστός τίτλος για άμεση εκτέλεση [παράδοση ή απόδοση πράγματος]Αίτηση αναστολή από το δικαστήριο της ανακοπής (νέο 937 § 1 περ. γ’ ΚΠολΔ)
ΠλειστηριασμόςΑναστολή (937 § 1 περ. β’ εδ. πέμπτο και έκτο, 1000 ΚΠολΔ)
(α) Συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλοδαπός  [κηρυχθείς] εκτελεστός τίτλος, πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού, λοιπές δικαστικές πράξεις.
(β) Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει οποιουδήποτε τίτλου εις χείρας τρίτου (982 επ. ΚΠολΔ) και σε πράγμα τρίτου (936 ΚΠολΔ)

Δεν προβλέπεται ιδιαίτερη διαδικασία αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης



[1]Του Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου, Δικηγόρου - Δ.Ν., Λέκτορα Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, μέλους της συντακτικής ομάδας του «Νομικού Βήματος

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ - ΕιρΛιβαδ 45/2013 [Διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου σωματείου] (παρατ. Β. Τσούμας) Περίληψη: Σε περίπτωση που ελλείπουν τα προς τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών, αλλά διορίζεται νέα προσωρινή διοίκηση, διότι έτσι αποτρέπεται ο σχηματισμός μικτής διοίκησης, η οποία κατά κανόνα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων του νομικού προσώπου. Διατάξεις: άρθρα 69, 83, 101, 281 ΑΚ - 16363/2011 ΜΟΝΠΡΩΤΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) - ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ( Εκουσία Δικαιοδοσία ) ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΔIOIKHTIKOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

$
0
0
 

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
(Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας)..

ΑΙΤΗΣΗ

Γ.Β.Α. κατοίκου …………., οδός ………, αρ. ….

 ΚΑΤΑ

Του σωματείου υπό την επωνυμία ……….. που εδρεύει στην Αθήνα (……..) και εκπροσωπείται νομίμως.


     Είμαι τακτικό και ταμειακά εντάξει μέλος του ανωτέρω σωματείου που λειτουργεί νόμιμα (αριθμός αποφάσεως αναγνωρίσεως ………. αριθμός εγγραφής στα βιβλία σωματείων του πρωτοδικείου Αθηνών …..).
     Επειδή υπάρχει έλλειψη διοικήσεώς του διότι πέντε (5) μέλη της διοικήσεως του σωματείου υπέβαλαν από …. την παραίτησή τους και τα υπολειπόμενα μέλη δεν αρκούν για τον σχηματισμό απαρτίας.
     Επειδή έχω έννομο συμφέρον και δικαιούμαι να ζητήσω το διορισμό προσωρινής διοικήσεώς του (άρθρ. 69 ΑΚ, 786ΚΠολΔ) από πέντε τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη (όπως προβλέπεται και από το καταστατικό), με ειδική εντολή να συγκαλέσει τα μέλη του σωματείου σε τακτική συνέλευση μέσα σε χρονικό διάστημα ενός εξάμηνου και με θέμα ημερησίας διατάξεως την διενέργεια αρχαιρεσιών για την ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου, καθώς επίσης και τα υπόλοιπα όργανά του.
     Επειδή προτείνω ως τακτικά μεν μέλη τους 1) ……. 2) …….. 3) ..,  ως αναπληρωματικά δε τους 1) ……. 2) …….

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

     και όσους άλλους θα προσθέσω κατά τη συζήτηση της προκείμενης αιτήσεώς μου.

ΖΗΤΩ

     Να γίνει αυτή δεκτή η παρούσα αίτησή μου. Να διορισθεί προσωρινή διοίκηση του ανωτέρω σωματείου, η οποία να αποτελείται από τα πρόσωπα που προτείνω στο ιστορικό της αιτήσεώς μου, και με σκοπό τη σύγκληση συνελεύσεως σε χρονικό διάστημα ενός εξάμηνου για τη διενέργεια αρχαιρεσιών προς ανάδειξη των καταστατικών οργάνων και τακτικών μελών του διοικητικού του συμβουλίου.
     Να διαταχθούν τα μέλη της σημερινής διοικήσεως 1) ……. 2) …… και 3) …….. να παραδώσουν στη διορισθησόμενη προσωρινή διοίκηση το ταμείο και το αρχείο του σωματείου, σε περίπτωση δε αρνήσεώς τους να υποχρεωθούν προς τούτο με την απειλή της καταβολής χρηματικής ποινής εκατό χιλιάδων (100.000) σε βάρος τους και υπέρ του σωματείου και με προσωρινή κράτηση. Και Να καταδικασθεί το σωματείο στη δικαστική μου δαπάνη.


                                  Αθήνα, …./…/….
                                  Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
 

ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://www.opengov.gr/cultureathl/?p=6411
ΕιρΛιβαδ 45/2013 [Διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου σωματείου] (παρατ. Β. Τσούμας)..

Περίληψη: Σε περίπτωση που ελλείπουν τα προς τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών, αλλά διορίζεται νέα προσωρινή διοίκηση, διότι έτσι αποτρέπεται ο σχηματισμός μικτής διοίκησης, η οποία κατά κανόνα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων του νομικού προσώπου.
Διατάξεις: άρθρα 69, 83, 101, 281 ΑΚ
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, η οποία, όπως προκύπτει από τη γενικότητά της, εφαρμόζεται και στα σωματεία, προσωρινή διοίκηση σε νομικό πρόσωπο μπορεί να διορισθεί από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μόνον 1) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση ή 2) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου (πρβλ. και ΑΠ Ολ 18/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των περιπτώσεων που οδηγούν σε έλλειψη διοίκησης νομικού προσώπου είναι και η παραίτηση από την ιδιότητα του μέλους της διοίκησης (ΑΠ 1601/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 938/2000 ΕλλΔνη 2000,1423, ΜΠρΒολ 68/2009, Δ 2009,409). Ο διορισμός προσωρινής διοίκησης γίνεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, από το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα του το σωματείο, σύμφωνα με το άρθρο 786 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολ 18/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το Δικαστήριο, κατά την κρίση του για διορισμό προσωρινής διοίκησης, δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις που υποβάλλουν ενδεικτικώς οι διάδικοι αναφορικά με τα κατάλληλα για να διοριστούν πρόσωπα, αλλά αποφαίνεται ελεύθερα, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη του και την καταλληλότητα των διορισθησομένων (ΑΠ 854/1998 ΕλλΔνη 1999,79, ΜΠρΘεσ 11439/2001, ΔΕΕ 2001,616).
Έλλειψη διοίκησης του νομικού προσώπου και συνεπώς ανάγκη διορισμού από το δικαστήριο προσωρινής διοίκησης, υπάρχει και όταν συμβεί παραίτηση από την ιδιότητά τους ως μελών τόσων προσώπων, ώστε τα εναπομείναντα, μαζί με τα νομίμως ανακηρυχθέντα και υπάρχοντα αναπληρωματικά, δεν συμπληρώνουν τον απαιτούμενο από το καταστατικό συνολικό αριθμό μελών. Μόνη η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας από τα μη παραιτηθέντα μέλη δεν καλύπτει την έλλειψη διοίκησης, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στο καταστατικό, διότι τούτο προϋποθέτει πλήρη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να έχει την προβλεπόμενη από το καταστατικό πλήρη σύνθεση (ΑΠ 538/1998 ΕλλΔνη 1998, ΑΠ 1430/1987 ΕΕΝ 1988,768, ΕφΑθ 2326/2004 , ΔΕΕ 2004,912, ΜΕφΑθ 1829/2012 δημ. στην ΤΝΠ NOMOΣ, ΕφΑθ 5102/2001 , ΕπισκΕΔ 2001,773, ΕφΑθ 938/2000 ΕλλΔνη 2000, ΕφΑθ 4282/1998 ΕλλΔνη 1999, ΕφΠατρ 455/1994 ΕΕμπΔ 1994,592, ΕφΑθ 9651/1992 , ΕλλΔνη 1995,211).
Κατά την κρατούσα στη νομολογία και υιοθετούμενη από το παρόν Δικαστήριο ως ορθή άποψη, σε περίπτωση που ελλείπουν τα προς τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, δε διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών, αλλά νέα προσωρινή διοίκηση. Και τούτο, διότι η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ δεν προβλέπει τη δυνατότητα διορισμού μελών της διοίκησης του νομικού προσώπου, ώστε να σχηματίζεται μικτή διοίκηση από διορισμένα και τακτικά μέλη. Η πιο πάνω διάταξη αναφέρεται ρητά στο διορισμό προσωρινής διοικήσεως και έχει την έννοια ότι σε περίπτωση που ελλείψουν τα προς διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους δεν διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών αλλά διορίζεται νέα προσωρινή διοίκηση, διότι έτσι αποτρέπεται ο σχηματισμός μικτής διοικήσεως, η οποία κατά κανόνα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων του νομικού προσώπου (ΑΠ 854/1998 NoΒ 2000, ΑΠ 1430/1987 ΕΕργΔ 46, 865, ΜΕφΑθ 1829/2012 δημ. στην ΤΝΠ NOMOΣ, ΕφΑθ 4282/1998 ΕλλΔνη 1999,421, ΕφΠειρ 285/1997 ΕλλΔνη 1997,1664, ΕφΑθ 9651/1992 ΕλλΔνη 1995,211, ΕφΘεσ 3570/1990 ΕλλΔνη 32,1310, Ασπρογέρακας-Γρίβας, Έλλειψις διοικήσεως νομικού προσώπου, παρ. 20, Α. Κρητικός, Δίκαιο σωματείων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, 1982, σελ. 384 επ., 390, 391, Ι. Καρακατσάνης, ΕρμΑΚ άρθρο 92 αρ. 33, αντιστοίχως· βλ. αντιθέτως ΕφΠατρ 455/1994 ΕΕμπΔ 1994,582, ΕφΑθ 2424/1991 ΕλλΔνη 34,617).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι δυνάμει της υπ’ αρ. 195/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «...» και καταχωρήθηκε στα οικεία ειδικά βιβλία καταχώρησης σωματείων του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς με αύξοντα αριθμό 2/31.1.2013, στο οποίο οι αιτούντες είναι μέλη. Ότι παρά το γεγονός ότι το καταστατικό του ως άνω συλλόγου δεν είχε εγγραφεί στο ειδικό βιβλίο καταχώρησης απλών σωματείων του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και δεν είχε αποκτήσει κατ’ άρθρο 83 ΑΚ νομική προσωπικότητα, εν τούτοις εκηρύχθησαν εκλογές προς ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες διενεργήθηκαν στις 25.11.2012 και εξελέγησαν τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι, λόγω διαδοχικών παραιτήσεων των εκλεγέντων τακτικών και αναπληρωματικών μελών της διοικήσεως του σωματείου, ελλείπουν τα μέλη που απαιτούνται από το καταστατικό για την διοίκησή του. Ενόψει τούτων, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ζητούν το διορισμό προσωρινού διοικητικού συμβουλίου του ως άνω συλλόγου, αποτελούμενο από τα πρόσωπα που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτησή τους, προκειμένου το προσωρινό ΔΣ να συγκαλέσει γενική συνέλευση των μελών του για την εκλογή νέου πενταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου του συλλόγου μετά των αναπληρωματικών μελών αυτού, ως και Εξελεγκτικής Επιτροπής και να επιμεληθεί των υποθέσεων που έχουν επείγοντα χαρακτήρα.
Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 740 παρ. 1, 786 παρ. 1 ΚΠολΔ) και παραδεκτώς κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 781 ΚΠολΔ). Περαιτέρω είναι νόμω βάσιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 69 ΑΚ, 786 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι καθ’ ων η αίτηση, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση αίτησης με τον ισχυρισμό ότι σε περίπτωση που οι αιτούντες ήθελαν να προσβάλουν την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, η εκλογή των μελών του Δ.Σ. που αναδείχθηκαν από τις εκλογές της 25ης Νοεμβρίου 2012, είναι άκυρη, αφού κατά το παραπάνω διάστημα ο σύλλογος δεν είχε καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και δεν είχε αποκτήσει νομική προσωπικότητα, θα έπρεπε να ασκήσουν αγωγή κατά το άρθρο 101 ΑΚ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, τα αποτελέσματά της δε επέρχονται με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Η εν λόγω ένσταση κρίνεται απορριπτέα, διότι οι αιτούντες δε ζητούν την ακύρωση της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης αλλά το διορισμό προσωρινής διοίκησης, καθώς λόγω διαδοχικών παραιτήσεων των μελών του ΔΣ δεν υφίσταται ο προβλεπόμενος από το καταστατικό αριθμός μελών και τα εναπομείναντα μέλη δεν συνιστούν πλήρη συγκρότηση της διοίκησης του συλλόγου.
Προέβαλαν, επίσης, οι καθ’ ων ένσταση καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αίτησης και απαραδέκτου αυτής, διότι δεν υπάρχει έλλειψη προσώπων που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ούτε υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων αυτών και του συλλόγου. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση αυτή δεν είναι νόμιμη, διότι το πραγματικό περιστατικό που επικαλούνται οι καθ'ων η αίτηση (μη υπάρχουσα έλλειψη προσώπων), δεν δύναται αντικειμενικά να θεμελιώνει την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εφόσον, με την επίκληση αυτού και μόνο αμφισβητείται η νομιμότητα του δικαιώματος, εάν δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται κατά νόμον ο διορισμός από το δικαστήριο προσωρινής διοίκησης στο σύλλογο, η οποία όμως δεν συνιστά καθ’ εαυτή κατάχρηση δικαιώματος. Επομένως η ένσταση αυτή των καθ’ων είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος των αιτούντων και την ανωμοτί εξέταση της δεύτερης των καθ’ ων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται, μερικά εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω χωρίς ωστόσο να παραλειφθεί κάποιο από την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αρ. 195/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «...». Ο εν λόγω σύλλογος καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία καταχώρησης απλών σωματείων του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς με αύξοντα αριθμό .../2013. Οι αιτούντες είναι μέλη του ως άνω συλλόγου και δη οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, πέμπτη και ένατος εξ αυτών τυγχάνουν ιδρυτικά μέλη αυτού. Βάσει του άρθρου 12 του καταστατικού, «ο σύλλογος διοικείται από ένα πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο που εκλέγεται από την τακτική Γενική Συνέλευση κάθε Οκτώβρη ύστερα από μυστική και με ψηφοδέλτιο ψηφοφορία. Η θητεία του διοικητικού συμβουλίου είναι διετής αλλά παρατείνεται αυτοδίκαια σε περίπτωση που δεν συγκληθεί τακτική Γενική Συνέλευση για ανάδειξη νέας διοίκησης μέχρι την ημερομηνία που θα συγκληθεί. Μαζί με τα τακτικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγονται τα τρία αναπληρωματικά μέλη με τη σειρά επιτυχίας τους». Κατά τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης αρχαιρεσιών του ανωτέρου συλλόγου που έλαβε χώρα στις 25 Νοεμβρίου 2012, εξελέγη τακτικό πενταμελές ΔΣ αυτού, αποτελούμενο από τους Γ. Χ., Χ. Μ., Κ. Π., Β. Γ. και Β. Μ. και τρία αναπληρωματικά μέλη, ήτοι τους Σ. Γ., Ν. Γ. και Μ. Α.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 26.1.2013 παραιτήθηκαν τα τακτικά μέλη Β. Γ. και Β. Μ. και στις 5.2.2013 παραιτήθηκαν όλα τα αναπληρωματικά μέλη, με συνέπεια να μη σχηματίζεται από τα εναπομείναντα τρία τακτικά μέλη το προβλεπόμενο από το άρθρο 12 του καταστατικού πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Επομένως, εν προκειμένω, υπάρχει έλλειψη διοίκησης του ανωτέρω συλλόγου, η δυνατότητα δε σχηματισμού απαρτίας από τα μη παραιτηθέντα μέλη δεν καλύπτει την έλλειψη διοίκησης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού τα μέλη αυτά δε συμπληρώνουν το συνολικό αριθμό που απαιτείται από το καταστατικό για τη συγκρότηση της διοίκησης του νομικού προσώπου. Επιβάλλεται δε ο διορισμός προσωρινής διοίκησης αυτού από το Δικαστήριο με σκοπό τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης για την εκλογή νέου πενταμελούς ΔΣ και τριών αναπληρωματικών μελών του ΔΣ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό του συλλόγου. Ως προς τα πρόσωπα που κρίνονται κατάλληλα ως μέλη της προσωρινής διοίκησης του εν λόγω σωματείου είναι οι: 1. Β. Γ., 2. Β. Μ., 3. Ν. Γ., 4. Σ. Γ. και 5. Μ. Α., οι οποίοι προτείνονται από τους αιτούντες και κρίνονται ότι παρέχουν τις εγγυήσεις ότι θα εκτελέσουν με τον προσήκοντα τρόπο και με επιμέλεια τα καθήκοντα που τους ανατίθενται για το περιορισμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται με την παρούσα απόφαση, καθώς οι δύο πρώτοι είχαν εκλεγεί τακτικά μέλη της απερχόμενης διοίκησης, ενώ οι τρεις τελευταίοι εξ αυτών υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του συλλόγου, είχαν δε εκλεγεί αναπληρωματικά μέλη της απερχόμενης διοίκησης. Η προσωρινή διοίκηση διορίζεται με σκοπό να συγκαλέσει Γενική Συνέλευση των μελών του σωματείου για την εκλογή διοικήσεως του συλλόγου, εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας, και να επιμεληθεί των πάσης φύσεως επειγουσών υποθέσεων του σωματείου για το αυτό χρονικό διάστημα. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει του προφανούς εννόμου συμφέροντος των αιτούντων μελών του συλλόγου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, το οποίο υπέβαλαν με τις προτάσεις τους, σε βάρος των καθ’ ων λόγω της ήττας τους (άρθρο 741 και 176 ΚΠολΔ), καθ’ όσον όταν η διαδικασία διεξάγεται με αντιδικία, εφαρμογή στην εκουσία δικαιοδοσία για την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα έχουν οι γενικές διατάξεις (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, 1996, άρθρο 746 αρ. 1 και 3, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), ΚΠολΔ II, άρθρο 746, αρ. 1). [...]
Παρατηρήσεις
Η σχολιαζομένη απόφαση ακολουθεί την κρατούσα άποψη στην Επιστήμη, κατά την οποία, με την εκδιδομένη δικαστική απόφαση διορίζεται πλήρες προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο και όχι ίσος αριθμός προς τα ελλείποντα τακτικά μέλη εις αντικατάσταση των ελλειπόντων, οπότε τα εναπομείναντα μέλη εκπίπτουν του αξιώματός τους, διότι αφ’ ενός μεν ο νόμος δεν προβλέπει δυνατότητα μεικτής προσωρινής διοικήσεως στα νομικά πρόσωπα με τη συνύπαρξη των εκλεγμένων συμβούλων με τους διορισμένους προσωρινούς (ΕφΑθ 1145/1970 Αρμ 24,922, ΕφΘεσ 671/1969 ΝοΒ 17,1122), αφ’ ετέρου δε η συνύπαρξη αυτή θα απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων του σωματείου, αφού θα ανέκυπτε πιθανώς πρόβλημα συνεργασίας στους κόλπους της νέας διοικήσεως (βλ. Τσούμα, Νομικά πρόσωπα κ.λπ., έκδ. 2009, σελ. 67 επ.). Κατ’ άλλες, μη ακολουθουμένες πλέον απόψεις, είτε θα μπορούσε να διορισθεί προσωρινή διοίκηση με την αντικατάσταση μόνον όσων συμβούλων ελλείπουν, είτε δεν υπάρχει λόγος τέτοιου διορισμού όταν οι εναπομένοντες τακτικοί είναι αρκετοί για τη συγκρότηση απαρτίας προς λήψη νομίμων αποφάσεων (Ασπρογέρακας-Γρίβας, Έλλειψις διοικήσεως νομικών προσώπων, έκδ. 1982, 84, 93 επ.).
Εξ άλλου, ορθώς εκρίθη από το Ειρηνοδικείο Λιβαδειάς ότι ο δικαστής δεν δεσμεύεται να διορίσει προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιιο από τα προτεινόμενα στη σχετική αίτηση πρόσωπα, αλλά διατηρεί το δικαίωμα να επιλέγει αυτά που κατά την μη ελεγχομένη αναιρετικώς κρίση του είναι τα πιο κατάλληλα (ΑΠ 854/1998 ΕλλΔνη 40,118), όπως εκείνα που είχαν εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση στις αρχαιρεσίες του σωματείου, ως τακτικά ή αναπληρωματικά της απελθούσας διοικήσεως.

+++++++++++++++

16363/2011 ΜΟΝΠΡΩΤΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

ΒΑΣΙΛΟΓΕΩΡΓΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ - ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ | 24/06/2011

Αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης σωματείου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου που εδρεύει στο σωματείο – Σύγκληση γ.σ. των μελών του σωματείου για εκλογή νέας διοίκησης με απόφαση του δ.σ. σε χρονικό σημείο που είχε λήξει η θητεία του – Τρόπος πρόσκλησης των μελών για τη γ.σ. - Ακυρότητα απόφασης γ.σ. – Αποσβεστική προθεσμία προσβολής του κύρους της απόφασης της γ.σ. Δικηγόρος : Α. Στεργιάδης
Το άρθρο 69 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου συμπεριλαμβανομένων των σωματείων. Στην έλλειψη διοίκησης που δικαιολογεί την εφαρμογή του περιλαμβάνεται και η λήξη της θητείας της διοίκησης του σωματείου, εφόσον η απελθούσα διοίκηση δεν είχε συγκαλέσει εμπρόθεσμα τη γενική συνέλευση προς εκλογή νέας διοίκησης. Οι άκυρες ή ακυρώσιμες κατά τους ορισμούς του 101 ΑΚ αποφάσεις γ.σ. παράγουν κανονικά τα αποτελέσματά τους μέχρι να ακυρωθούν τελεσίδικα με διαπλαστική δικαστική απόφαση μετά από σχετική αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, η οποία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, χωρίς η ακυρότητα αυτή να μπορεί να προβληθεί στο ενδιάμεσο με ένσταση ή να εξεταστεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο άλλης δίκης, εκτός εάν τα μέλη κληθούν σε γ.σ. χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων και από αναρμόδια πρόσωπα ή όργανα ή εάν η συνέλευση δεν συγκροτήθηκε από πρόσωπα που είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν σε αυτή, οπότε λογίζεται ως νομικά ανύπαρκτη (ανυπόστατη). Η επίκληση του 101 ΑΚ προϋποθέτει απόφαση γ.σ. που συγκλήθηκε μεν με νόμιμο τρόπο είναι όμως αντίθετη σε διάταξη του νόμου ή του καταστατικού. Περαιτέρω, η διοίκηση σωματείου που συγκαλεί γ.σ. πρέπει να είναι ενεργός, κρίσιμο χρονικό σημείο για την παραπάνω κρίση είναι η ημεροχρονολογία που αποφασίζει το αρμόδιο όργανο τη σύγκληση της γ.σ., είναι δε αδιάφορο, αν στο επόμενο διάστημα εξέλιπε η διοίκηση λόγω λχ λήξης της θητείας της. Τότε μόνο μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα από την έκλειψη της διοίκησης, όταν κατά το καταστατικό του σωματείου ο πρόεδρος του δ.σ. διευθύνει και τις εργασίες της συνέλευσης του ν.π, ωστόσο ακόμα και τότε, η απόφαση θεωρείται ακυρώσιμη και όχι απολύτως άκυρη ή ανυπόστατη. Ο τύπος της πρόσκλησης των μελών του σωματείου προκειμένου να συμμετάσχουν στη γ.σ. που έχει συγκληθεί προβλέπεται από το καταστατικό του ν.π., εν τούτοις, η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να επιλέξει τον καταστατικό τύπο και η ανταυτού επιλογή εκείνου που έχει επικρατήσει παγίως στην πρακτική του συγκεκριμένου σωματείου, δεν δημιουργεί αυτοδίκαιη ακυρότητα, υπό την προϋπόθεση ότι εγγυάται τουλάχιστον εξίσου την πληροφόρηση των μελών, ακόμα και αν τυπικώς παραβιάζεται το καταστατικό. Προκειμένου για επαγγελματικό σωματείο το οποίο υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 1712/1987, όπως ισχύει τροποποιημένος από τους νόμους 1746/1988 και 2082/1992, κατά τη ρητή πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 7 του ανωτέρω νόμου, η αγωγή για την ακύρωση αποφάσεων της γ.σ. οι οποίες αντιβαίνουν στο νόμο ή το καταστατικό του σωματείου ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών από τη λήψη της απόφασης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου εδρεύει η επαγγελματική οργάνωση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για διορισμό προσωρινής διοίκησης σε σωματείο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κατ’ άρθρο 284 ΚΠολΔ το κύρος και τη νομιμότητα της απόφασης της γ.σ. του σωματείου σε κάθε περίπτωση διότι ο παρεμπίπτων έλεγχος καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις απολύτης ακυρότητας (παρανομίας περιεχομένου, αντίθεση στα χρηστά ήθη) και ανυπόστατου και δεν περιλαμβάνει τις λοιπές περιπτώσεις αντίθεσης στο νόμο και στο καταστατικό (ακυρωσία) ακόμα και όταν παραβιάζονται διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθότι μια τέτοια έρευνα προϋποθέτει την ύπαρξη ακυρωτικής αγωγής κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 1712/1987 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ, η οποία καλείται σε συμπληρωματική εφαρμογή κατά την παρ. 3 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου. Κρίση ότι η τοιχοκόλληση ανακοίνωσης για την επερχόμενη γ.σ. έξωθεν του γραφείου του σωματείου και η δημοσίευσή της στον τοπικό τύπο δεν διασφαλίζει την πληροφόρηση των μελών στο ίδιο μέτρο τουλάχιστον, με τον προβλεπόμενο στο καταστατικό του σωματείου τρόπο (αποστολή ατομικών προσκλήσεων). 
++++++++++++++++
ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
( Εκουσία Δικαιοδοσία )
ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΗΣ
ΔIOIKHTIKOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου – Δευτεροβάθμιου Αθλητικού Σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (ΕΠΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ)», που εδρεύει στο Βόλο και εκπροσωπείται νόμιμα
ΚΑΤΑ
Του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου – Τριτοβάθμιου Αθλητικού Σωματείου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ-ΕΠΟ» , που εδρεύει στην Αθήνα, στο Πάρκο Γουδί και εκπροσωπείται νόμιμα
Του Γεωργίου ΓΚΙΡΤΖΙΚΗ ,Προέδρου του Δ.Σ. της ΕΠΟ
Tου Ευάγγελου Τοπoλιάτη ,Αναπληρωτή Προέδρου του Δ.Σ. της ΕΠΟ
Του Γεωργίου Μποροβήλου, Α’ Αντιπροέδρου
Του Ευάγγελου Μαζαράκη ,Β’ Αντιπροέδρου
Του Παναγιώτη Δημητρίου, Γ’ Αντιπροέδρου
Του Χρήστου Καραβασίλη , Ταμία
Του Κωνσταντίνου Γκίτσιου , Αναπληρωτή Ταμία
Του Γεωργίου Βούρβαχη ,
Του Αργυρίου Βούλγαρη,
Του Δαμιανού Γαβριηλίδη,
Του Γεωργίου Καραμελίδη,
Του Ιωάννη Οικονομίδη,
Του Ιωάννη Παπακωνσταντίνου,
Του Ανδρέα Προβατά,
Του Νικολάου Προύντζου
Του Αριστείδη Σταθόπουλου,
Του Μιχαήλ Τζανόπουλου,
Του Ιάκωβου Αγγελίδη , εκπροσώπου της SL
Tου Δημήτριου Αγραφιώτη , εκπροσώπου της SL
Του Ιωάννη Κομπότη ,εκπροσώπου της SL
Του Σπύρου Καλογιάννη, εκπροσώπου της Β’-Γ’
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΛΟΓΟΙ ΕΚΠΤΩΣΗΣ

Το αιτούν νομικό πρόσωπο είμαι δευτεροβάθμιο σωματείο με μέλη πρωτοβάθμια ερασιτεχνικά σωματεία του αντίστοιχου νομού Μαγνησίας. Το σωματείο μας διέπεται από το καταστατικό του , όπως αυτό ισχύει σήμερα με κύριο σκοπό, μεταξύ άλλων , την οργάνωση ,διάδοση , έλεγχο, εποπτεία και εν γένει προαγωγή του αθλήματος του ποδοσφαίρου στο Νομό μας.
Είμαι δε τακτικό ενεργό μέλος του πρώτου των καθ’ ων σωματείου , της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, το οποίο είναι τριτοβάθμιο σωματείο με μέλη τις 53 ερασιτεχνικές Ποδοσφαιρικές Ενώσεις όλης της χώρας, 2 Επαγγελματικές Ενώσεις καθώς και την Ένωση Ποδοσφαίρου Σάλας .
Η ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία διοικείται από είκοσι ένα (21) μέλη , εκ των οποίων (16) εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας , η οποία συνέρχεται ανά τετραετία για την εκλογή διοικητικού συμβουλίου , τέσσερα (4) μέλη υποδεικνύονται από την Επαγγελματική Ένωση-Συνεταιρισμό των ΠΑΕ της Α΄ Εθνική κατηγορίας , δηλαδή την SUPER LEAGUE ΕΛΛΑΔΑ , και ένα (1) μέλος από την Επαγγελματική Ένωση των ΠΑΕ της Β’ και Γ’ Εθνικών Κατηγοριών. Ex officio , ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της SUPERLEAGUE ΕΛΛΑΔΑ , είναι ο Α’ Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Το Δ.Σ. του πρώτου των καθ’ ων, με τα εκλεγέντα μέλη του , δηλαδή από τον δεύτερο των καθ’ ων μέχρι και τον δέκατο έβδομο , με σειρά αποφάσεων , που έχει λάβει από την 6Οκτωβρίου 2012, οπότε διενεργήθηκαν οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου στην πρώτη των καθ’ ων και ειδικότερα από την 10 Οκτωβρίου 2012, όταν και συγκροτήθηκε σε σώμα ,παραβιάζει ρητές διατάξεις τόσο του Καταστατικού και των Κανονισμών , όσο και του Συντάγματος και του Αθλητικού Νόμου 2725/99, όπως ισχύει σήμερα.
Συγκεκριμένα:
ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΩΞΕΩΝ ΚΑΤΑ ΜΕΛΩΝ Δ.Σ. ΚΑΙ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΠΟ
Ως γνωστόν το Δ.Σ. της ΕΠΟ , αν όχι στο σύνολό του, τουλάχιστον στην πλειοψηφία του βαρύνεται πλέον με πλήθος ποινικών διώξεων με πιο βαρύνουσες ασφαλώς τις πρόσφατες ποινικές διώξεις ,που ασκήθηκαν βάσει του άρτι εκδοθέντος πορίσματος του αθλητικού εισαγγελέα κ. Αριστείδη ΚΟΡΕΑ , σύμφωνα με το οποίο μεταξύ των εμπλεκομένων 16 προσώπων συμπεριλαμβάνονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου , Διαιτητές καθώς και μέλη των διαιτητικών οργάνων της ΕΠΟ, φέρονται να βαρύνονται με σωρεία ποινικών αδικημάτων και ιδιαίτερα με το αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης .

Μάλιστα μετά την έκδοση του πορίσματος ΚΟΡΕΑ και των ασκηθεισών ποινικών διώξεων επακολούθησαν οι κλήσεις και τα κατηγορητήρια του ειδικού ανακριτή διαφθοράς κου ΑΝΔΡΕΑΔΗ , σύμφωνα με τα οποία μεταξύ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην «εγκληματική οργάνωση του ποδοσφαίρου» συμπεριλαμβάνονται και πέντε μέλη δικαστές και δικηγόροι των δικαιοδοτικών –διαιτητικών οργάνων της ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης (Λίγκας και ΕΠΟ) , καθώς και οκτώ (8) διαιτητές και μέλη της ΚΕΔ!
Αναλυτικά οι εκκρεμούσες υποθέσεις διαφθοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχουν ως εξής:
α. Υπόθεση στημένων αγώνων (2008 – 2011)
Από τον Ιούνιο του 2011 έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις σε 83 φυσικά πρόσωπα κάποια εκ των οποίων κατέχουν θεσμικά πόστα και σήμερα. Έχει γίνει δίκη με πέντε πρόσωπα του ποδοσφαίρου που καταδικάστηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και έξι αγώνες που κρίθηκαν χειραγωγημένοι. Πρόκειται για τους Μ. Ψωμιάδη, Θ. Μητρόπουλο, Κ. Ριαβόγλου, Π. Αμανατίδη, και Γ. Κωτούλα .Στις 15/4/2015 ήρθε στη δημοσιότητα η πρόταση του Aντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Π. Πούλιου προς το Συμβούλιο Εφετών που αποδίδει κατηγορίες σε 93 πρόσωπα. Το πόρισμα εκτείνεται σε πάνω από 3.000 σελίδες και περιγράφει τρόπο δράσης δύο «εγκληματικών οργανώσεων» που μέσω των επικεφαλής τους χειραγωγούσαν και επομένως γνώριζαν τα αποτελέσματα αγώνων και εκ του ασφαλούς πόνταραν στο στοίχημα αποκομίζοντας οικονομικά οφέλη. Συνολικά ο εισαγγελέας εφετών χαρακτηρίζει χειραγωγημένους 51 αγώνες της περιόδου 2008 – 2011.
Μεταξύ άλλων κατηγορίες αποδίδονται:
Α) Στον πρόεδρο της Σούπερ Λίγκας και Α’ αντιπρόεδρο της ΕΠΟ, Γιώργο Μποροβήλο ο οποίος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες α) της δωροδοκίας – δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αθλητικού ποδοσφαιρικού αγώνα, από κοινού, κατά συρροή, και β) του παρανόμου στοιχήματος κατ΄ εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 16/2/2011 έως 12/3/2011, όσον αφορά στους χειραγωγημένους αγώνες.
Β) Στον εκ των μεγαλομετόχων του Αστέρα Τρίπολης, Δημήτρη Μπάκου, ο οποίος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της δωροδοκίας – δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αθλητικού ποδοσφαιρικού αγώνα από κοινού, κατά συρροή, και β) του παρανόμου στοιχήματος (συμμετοχή σε παράνομο στοίχημα μέσω παρενθέτων προσώπων δια διαδικτύου), κατ΄ εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 16/2/2011 έως 12/3/2011.
Γ) Στον πρόεδρο του Πανθρακικού και αναπληρωτή πρόεδρο της Σούπερ Λίγκας, Δημήτρη Τσελέπη, ο οποίος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της δωροδοκίας – δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αθλητικού (ποδοσφαιρικού) αγώνος και της συμμετοχής σε παράνομο στοίχημα κατ΄ εξακολούθηση, αναφορικά με τον παράνομο στοιχηματισμό.
Δ) Στον μεγαλομέτοχο του Λεβαδειακού και μέλος του ΔΣ της ΕΠΟ, Ιωάννη Κομπότη , ο οποίος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της δωροδοκίας, για αλλοίωση αποτελέσματος αθλητικού (ποδοσφαιρικού) αγώνος, η οποία φέρεται, ότι τελέσθηκε απ΄ αυτόν και της συμμετοχής σε παράνομο στοίχημα, κατ΄ εξακολούθηση.
β. Υπόθεση «στημένων πινάκων διαιτησίας» – «εγκληματική οργάνωση»
Η υπόθεση βρίσκεται στον ανακριτή διαφθοράς Γ. Αυγέρη ο οποίος έχει απαγγείλει κατηγορίες σε 26 πρόσωπα που είναι:
1.Γιώργος Βλάσσης (πρώην μέλος επιτροπής εφέσεων και Τακτικού ΔιαιτητικούΔικαστηρίου)
2.Μαρία Αναστασάκη (δικηγόρος, μέλος επιτροπής εφέσεων)
3.Ελευθέριος Ζάμπρας (πρώην πρόεδρος Πειθαρχικής Επιτροπής Football League)
4. Χαρίλαος Ζυγογιάννης (πρώην μέλος Πειθαρχικής επιτροπής Football League)
5.Ιωάννα Παντελοπουλου (δικηγόρος, μέλος Πειθαρχικής επιτροπής Football League)
6.Γιάννης Κομπότης (μεγαλομέτοχος Λεβαδειακού, μέλος ΔΣ ΕΠΟ)
7.Γιάννης Κάμπαξης (διαιτητής Σούπερ Λιγκ)
8.Κώστας Ιωαννίδης (διαιτητής Σούπερ Λιγκ)
9.Απόστολος Αμπάρκιολης (διαιτητής Σούπερ Λιγκ)
10.ΗΛΙΑΣ ΣΠΑΘΑΣ (ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ Σούπερ Λιγκ)
11.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ Σούπερ Λιγκ)
12.ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΧΟΣ (ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ Διαιτητής Σούπερ Λιγκ)
13.ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΑΡΗΣ (ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ)
14. Γιώργος Δούρος (πρώην μέλος ΚΕΔ, παρατηρητής διαιτησίας Σούπερ Λιγκ)
15. Θανάσης Μπριάκος (πρώην μέλος ΚΕΔ, παρατηρητής διαιτησίας Σούπερ Λιγκ)
16.Γιώργος Σαρρής (πρώην πρόεδρος ΕΠΟ και ΚΕΔ/ΕΠΟ)
17.ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ (ΤΕΧΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΑΤΡΟΜΗΤΟΥ)
18.Θόδωρος Κουρίδης (πρώην νομικός σύμβουλος ΕΠΟ και πρώην πρόεδρος της ΕΙΜ/ΕΠΟ)
19. Αριστείδης Σταθόπουλος (μέλος ΔΣ ΕΠΟ ΚΑΙ πρώην Πρόεδρος της ΕΙΜ/ ΕΠΟ)
20.Γιάννης Παπακωνσταντίνου (μέλος ΔΣ ΕΠΟ)
21.Βαγγέλης Μαρινάκης (πρόεδρος ΠΑΕ Ολυμπιακός)
22.ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (εκτελεστικός διευθυντής ΕΠΟ)
23.ΧΡΗΣΤΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (αναπληρωτής γενικός διευθυντής ΕΠΟ)
24.ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΥΝΤΖΟΣ ( μέλος ΔΣ ΕΠΟ)
25.Γιώργος Αρβανιτίδης ( Πρώην πρόεδρος ΠΑΕ Βέροια )
26. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ ( Πρόεδρος ΠΑΕ Ατρόμητου )

( Υποσημείωση : Με μαύρο όσοι μέχρι σήμερα απολογήθηκαν και τους επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι. )
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν κατά περίπτωση είναι οι εξής:
– Συγκρότηση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης.
– Απάτη κατά συναυτουργία, κατ’ εξακολούθηση, συνήθεια και επάγγελμα σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος για τη χειραγώγηση αγώνων.
– Απόπειρα εκβίασης κατά συναυτουργία και κατ’ έξακολούθηση με απειλή βλάβης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος. Η κατηγορία αφορά την έκρηξη στο φούρνο του διαιτητή Πέτρου Κωνσταντινέα το 2012.
– Δωροδοκία και δωροληψία κατ’ επάγγελμα και συνήθεια για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα που περιλαμβάνεται σε στοιχηματικές δραστηριότητες σε βαθμό πλημμελήματος κατά παράβαση του άρθρου 132 του αθλητικού νόμου που αφορά την προσυνεννόηση αγώνων.
Για συγκρότηση, διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση κατηγορούνται οι Μαρινάκης, Σαρρής, Κουρίδης και Σταθόπουλος.
Για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατηγορούνται οι Προύντζος, Παπακωνσταντίνου, Μπριάκος, Δούρος, Υφαντής, Παπανικολάου
γ. Υπόθεση πλαστών φορολογικών και ασφαλιστικών ενημεροτήτων
Η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας που διενεργεί ο εισαγγελέας Χάρης Λακαφώσης.
Έχουν κληθεί να καταθέσουν ανωμοτί ο πρόεδρος της ΕΠΟ, Γιώργος Γκιρτζίκης οι τρεις πρώην πρόεδροι της ομοσπονδίας Γιώργος Σαρρής Σοφοκλής Πιλάβιος και Βασίλης Γκαγκάτσης, ο πρώην νομικός σύμβουλος Θεόδωρος Κουρίδης και το μέλος του ΔΣ της ΕΠΟ, Άρης Σταθόπουλος ( και οι δύο πρώην Πρόεδροι Επιτροπής Ιδιότητας και Μετεγγραφών της ΕΠΟ! ).
Τα αδικήματα που διερευνώνται είναι η πλαστογραφία μετά χρήσεως και η απάτη
Η ύπαρξη πλαστών ενημεροτήτων αποτελεί παραδοχή της ΕΠΟ και οδήγησε στην καταστρατήγηση των όρων ισονομίας και διεξαγωγής των πρωταθλημάτων , ενώ δεκάδες ποδοσφαιριστών έχασαν τα συμβόλαια τους!
δ. Υπόθεση «κάρτα υγείας»
Η επίκουρη οικονομική εισαγγελέας Αγγελική Κουρινιώτη έχει ασκήσει ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για την «κάρτα υγείας» σε 31 φυσικά πρόσωπα, εκ των οποίων τα 23 είναι ή υπήρξαν μέλη του ΔΣ της ΕΠΟ, με βάση το άρθρο 390 του ποινικού κώδικα.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που κατηγορούνται είναι ο πρόεδρος της ΕΠΟ Γ. Γκιρτζίκης και άλλα έξι πρόσωπα που είναι μέλη του σημερινού ΔΣ της ΕΠΟ. Η κατηγορία είναι απιστία σε βάρος της περιουσίας της ΕΠΟ η οποία υπέστη ζημία 29 εκατομμυρίων ευρώ. Η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια ειδικής τακτικής ανακρίτριας.
ε. Υπόθεση ψευδορκίας στη δίκη για τους στημένους αγώνες
Η αντεισαγγελέας Εφετών Βιργινία Σακελλαροπούλου, διενεργεί προκαταρκτική έρευνα για να διαπιστώσει αν διαπράχθηκε το αδίκημα της ψευδορκίας από παράγοντες της ΕΠΟ στη δίκη για τους στημένους αγώνες που έγινε το Φθινόπωρο του 2013 στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών . Παράλληλα διερευνά α) αν υπάρχει περίπτωση απιστίας στα χρήματα που λαμβάνει η ΕΠΟ από την UEFA για τη δράση του «υπεύθυνου ακεραιότητας» ο οποίος είναι επιφορτισμένος για την καταπολέμηση των στημένων αγώνων και β) αν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απιστίας σε βάρος της ΕΠΟ από δραστηριότητες ή παραλείψεις μελών της.
στ. Σημειωτέον ότι μόλις την 27-5-2015 ανακοινώθηκε η σύλληψη 15 στελεχών της προστάτιδας της ΕΠΟ FIFA για οικονομικά σκάνδαλα κατόπιν έρευνας της INTERPOL και του FBI , όμως κανείς δεν επικαλέστηκε ενώπιον των Ελβετικών Δικαστηρίων το αυτοδιοίκητο για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες!
ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ
Όπως αποδεικνύεται από το σχετικό πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ΕΠΟ ΔΕΝ ΔΙΕΘΕΤΕ ΝΟΜΙΜΟ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν.2725/99 ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ , τουλάχιστον από το 2012 και εντεύθεν οπότε και ενεκρίθησαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι τότε τροποποιήσεις του , παρότι μετά τις αποφάσεις των Γ.Σ. της ΕΠΟ το καταστατικό της επανατροποποιήθηκε και τον Ιούνιο του 2013 και τον Ιούνιο του 2014!!!

ΜΑΛΙΣΤΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 2013 Η ΕΠΟ ΥΠΕΒΑΛΛΕ ΑΙΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ ΤΕΛΙΚΑ ΤΗΝ ΑΠΕΣΥΡΕ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΕΠΕΙΔΗ ΦΟΒΗΘΗΚΕ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ, ΕΝΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 2014 , Η ΕΠΟ ΝΑΙ ΜΕΝ ΥΠΕΒΑΛΛΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΑΥΤΗ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 62/2015 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΠΕΡΡΙΨΕ!
Σημειωτέον ότι μετά την δημοσιοποίηση αυτών των παραλείψεων η ΕΠΟ έσπευσε να επανυποβάλλει την ίδια αίτηση επί της ίδιας απόφασης της Γ.Σ. και αφού σκανδαλωδώς επελήφθη ακαριαία ο Ειρηνοδίκης κος ΣΙΓΟΥΡΑΚΟΣ , που εξέδωσε εντός 10 ημερών την υπ’ αριθμ. 209/2015 απόφαση , ενώ σε όλες τις υποθέσεις έγκρισης καταστατικών χρειάζεται 10 ημέρες μόνο για να γίνει χρέωση σε εισηγητή και 30 ημέρες για να εκδοθεί απόφαση ! Παρά την περίεργη έγκριση όμως εξακολουθεί να υπάρχει νομικό θέμα με τις επί διετία διαπραχθείσες παράνομες πράξεις και παραλείψεις.
Παρόλα αυτά όλο αυτό το διάστημα η διοίκηση και η νομική υπηρεσία της ΕΠΟ με δόλο παραπλανούσαν την Πολιτεία, τις ενώσεις , τις λίγκες, τους φιλάθλους και τον τύπο ότι δήθεν είχε καταθέσει αίτηση αλλά το Δικαστήριο καθυστερούσε επί μήνες να αποφασίσει…
Παρόλα αυτά η ΕΠΟ εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει στους κανονισμούς της διατάξεις που απαγορεύουν την προσφυγή στα Τακτικά Δικαστήρια κατά παράβασιν του άρθρου 20 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πλήθος αποφάσεων.
( Και βέβαια στην περίπτωση αυτή , δεν μπορεί να επικαλεσθεί κανείς ούτε την εξαίρεση του άρθρου 29 απρ. 12 Ν.3479/2006, αφού Η ΠΑΡΟΧΗ ΕΝΝΟΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ , ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΘΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ» .(βλ. Ανδρέα ΜΑΛΑΤΟ, Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου, Θεωρητική και Ερμηνευτική προσέγγιση της αθλητικής νομοθεσίας , σελ.419 , Εκδ. Σάκκουλα ,2010 )
Επομένως το επανατροποποιημένο καταστατικό της ΕΠΟ ισχύει , λειτουργεί και εφαρμόζεται από το 2012 μέχρι σήμερα ελέω αυτοδιοίκητου , DE FACTO και όχι DE JURE !!!
( « Η ΕΠΟ ΕΧΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΤΑΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ , ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 ΠΑΡ.12 ΤΟΥ Ν. 3479/2006, Η ΟΠΟΙΑ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ .(βλ. Ανδρέα ΜΑΛΑΤΟ, Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου Θεωρητική και Ερμηνευτική προσέγγιση της αθλητικής νομοθεσίας , σελ.419 , Εκδ. Σάκκουλα , 2010).
Κάθε σωματείο εντός της ελληνικής επικράτειας υποχρεούται εκ του νόμου να υποβάλλει κάθε τροποποίηση του καταστατικού του στο αρμόδιο πλέον Ειρηνοδικείο, προκειμένου να επικυρωθεί και να περιβληθεί το νόμιμο τύπο μετά τις σχετικές διαδικασίες έγκρισης και δημοσίευσης.
Επομένως κάθε τροποποίηση για να ισχύσει χρειάζεται και απόφαση και δημοσίευση, κάτι που η ΕΠΟ , εδώ και χρόνια αποφεύγει όπως «ο διάβολος το λιβάνι» .
Ακόμα και η UEFA και η FIFA αποτελούν αθλητικά σωματεία που λειτουργούν σύμφωνα με τον Ελβετικό Αστικό Κώδικα και υπάγονται στην δικαιοδοσία Ελβετικών Τακτικών Δικαστηρίων!!! , και φυσικά σε καμία περίπτωση οι αποφάσεις τους δεν υπερισχύουν του Συντάγματος.
3 .ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΙΣΧΥΟΝΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ
Με βάση τις αποφάσεις τροποποίησης του Καταστατικού στις ίδιες Γ.Σ. 2013 και 2014 τροποποιήθηκαν ΌΛΟΙ οι κανονισμοί (ΚΑΠ-ΚΙΜΠ-Π.Κ. κλπ) , που διέπουν το ελληνικό ποδόσφαιρο , οι οποίοι όχι μόνο δεν υποβλήθηκαν ουδέποτε προς την ΓΓΑ για να επικυρωθούν από την Πολιτεία κατ’ άρθρο 27 του ν. 2725/99 αλλά αναρτήθηκαν απλά στον διαδικτυακό τόπο της ΕΠΟ , όπως προκύπτει από τα πρακτικά. ( «Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ Ο Ν.3479 ΣΤΗΝ ΕΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ , ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΡΗΤΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ Ή ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΤΟΥ Δ.Σ. Ή ΑΛΛΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ» ).
Η ΕΠΟ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΟ ΝΟΜΙΜΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ, ΤΟΥΣ ΔΕ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ , ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΠ, ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΓΓΑ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟΝ 27Ν.2725/99 (βλ. Ανδρέα ΜΑΛΑΤΟ, Θεωρητική και Ερμηνευτική προσέγγιση της αθλητικής νομοθεσίας , σελ.418).
Πρωτίστως θίγεται η αρχή της νομιμότητας από το γεγονός της μη κατάθεσης προς έγκριση τόσο του καταστατικού στο Ειρηνοδικείο Αθηνών , όσο και των κανονισμών στη ΓΓΑ.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Αρκετές διατάξεις (61-62-64-66-67-68-84 κλπ) του καταστατικού παραβιάζουν ευθέως τη ρυθμιστική αρμοδιότητα της Πολιτείας , όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 παρ.12 του Αθλητικού Νόμου , που καθιερώνει το Αυτοδιοίκητο της ΕΠΟ και ειδικά τις διατάξεις του Ν.2725/99 περί συγκρότησης και λειτουργίας των διαιτητικών και δικαιοδοτικών οργάνων της ΕΠΟ.(«ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ (βλ. Ανδρέα ΜΑΛΑΤΟ, ΣΕΛ. 419)» ).

Τα διαιτητικά δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ που υποτίθεται ότι απονέμουν ποδοσφαιρική δικαιοσύνη συγκροτούνται και λειτουργούν contra legem με συνθέσεις που σαφώς αντίκεινται στις διατάξεις 95επ. του Ν.2725/99 και ως γνωστόν κατά συνέπεια σύμφωνα με αποφάσεις της ΕΕΑ αλλά και των πολιτικών Δικαστηρίων δεν αποτελούν Δικαστήρια και οι αποφάσεις τους δεν παράγουν δεδικασμένο και εκτελεστότητα! ( «ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΕΟΔΕΠ ΣΤΗΝ ΕΠΑΕ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟ» βλ. ο. π. Μαλάτο ).
ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΡΗΤΡΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Μεταξύ των διατάξεων ( 66-67 Καταστατικού- 35ΚΑΠ κλπ. ) που αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Νόμο είναι και αυτή που αφορά την διαιτητική ρήτρα και την απαγόρευση προσφυγής στα Πολιτικά Δικαστήρια , παρότι το Μονομελές Πρωτοδικείο με την υπ’ αριθμ. 2119/2008 απόφαση του ρητά είχε απορρίψει το συγκεκριμένο άρθρο του καταστατικού ΩΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ!!!

Μάλιστα το ίδιο το επονομαζόμενο «ΤΑΚΤΙΚΟ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟ» κρίνει εαυτό αναρμόδιο να δικάσει αιτήσεις ποδοσφαιριστών που ζητούν έκπτωση των μελών του Δ.Σ. λόγω των προσφάτων ποινικών διώξεων , θεωρώντας ως αρμόδιο το Ειρηνοδικείο Αθηνών, το οποίο σε ad hoc υπόθεση με την υπ’ αριθμ. 672/2013 απόφασή του εμμέσως παρέπεμψε την υπόθεση στο ΤΔΔ/ΕΠΟ (κατόπιν σχετικών ενστάσεων της ΕΠΟ). Τελικά και μετά την προσφυγή των ιδίων ποδοσφαιριστών στο ΤΔΔ/ΕΠΟ ,αυτό με την υπ’ αριθμ. 67/2015 απόφαση του έκρινε εαυτό αναρμόδιο , θεωρώντας αποκλειστικά αρμόδιο το Ειρηνοδικείο
Παρόλα αυτά η ΕΠΟ εξακολουθεί να εφαρμόζει το άρθρο 35 του ΚΑΠ κλπ. και να επιβάλλει την πειθαρχική κύρωση της αποβολής σε όποιο μέλος του ασκεί το συνταγματικό δικαίωμα προσφυγής στον φυσικό δικαστή!
CONTRA LEGEM ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Διαπνεόμενοι ακριβώς από το ίδιο πνεύμα και την ίδια λογική και οι «επονομαζόμενοι ποδοσφαιρικοί εισαγγελείς ( ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ- ΚΑΡΡΑΣ, συνταξιούχοι διοικητικοί δικαστές )» , πέραν του ότι συστηματικά αρκούνται στην άσκηση επιλεκτικών πειθαρχικών διώξεων, αρνούνται επιδεικτικά να συνεργασθούν με την Τακτική Ποινική Δικαιοσύνη και τους νόμιμους –πραγματικούς Αθλητικούς Εισαγγελείς , απορρίπτοντας προκλητικά σχετική αίτησή του πληρεξουσίου μας, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα προσβλητικά και αντισυνταγματικά «ως φερόμενο δικηγόρο» των καταγγελλόντων εντολέων του (ΚΑΦΕ- FRIMPONG –MOZZO-MARA κλπ.)

Μάλιστα το συγκεκριμένο όργανο του « Υπευθύνου άσκησης δίωξης ποδοσφαιρικών αδικημάτων» ή (κατά το ποδοσφαιρικώς λεγόμενο) του Ποδοσφαιρικού Εισαγγελέα συστήθηκε , λειτουργεί και συγκροτείται παράνομα , καθώς ούτε προβλέπεται στον Αθλητικό Νόμο , ούτε η σχετική διάταξη του άρθρου 61 του καταστατικού και του άρθρου 35 του Πειθαρχικού Κώδικα υπεβλήθη προς έλεγχο νομιμότητας από την Πολιτεία.
ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΣΗΣ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟ
Ως γνωστόν σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ.3 ν.3262/2004 η ΕΠΟ το αργότερο μέχρι 15-3-2005 , όφειλε να τροποποιήσει δικαστικώς το καταστατικό της , πράγμα που ουδέποτε έπραξε , με αποτέλεσμα σύμφωνα με την ίδια διάταξη, να επιβληθεί από την αθλητική ηγεσία η ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ , πράξη που ανακλήθηκε παράνομα από τον μετέπειτα υφυπουργό κ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ.

Σημειωτέον ότι εξαιτίας της μη υποβολής του Καταστατικού στο Ειρηνοδικείο και των Κανονισμών στην ΓΓΑ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΑΡΘΕΙ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟ , βάσει των ισχυουσών διατάξεων του Αθλητικού Νόμου και θα έπρεπε ήδη ο Υφυπουργός Αθλητισμού να έχει κάνει δεκτή την από 6-4-2014 αίτηση που υπεβλήθη από τον πληρεξούσιο μας και να είχε εκδώσει την αναγκαία διαπιστωτική πράξη ανάκλησης της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης της ΕΠΟ!.
ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ
Παρότι η ΕΕΑ και η ΕΑΘΕΝ της ΓΓΑ έχουν αποφανθεί από το 2008 κρίνοντας ως παράνομες τις επιτροπές Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ λόγω μη συγκρότησής τους με τακτικούς δικαστές και τις αποφάσεις τους ως μη παράγουσες εκτελεστότητα και δεδικασμένο, η ΕΠΟ συνεχίζει να επιτρέπει και την λειτουργία και της ΠΕΕΟΔ/ΕΠΟ και του Διαιτητικού Δικαστηρίου της δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και στην ποδοσφαιρική δικαιοσύνη –και στους ποδοσφαιριστές , προπονητές και φυσικά θίγοντας τις υγιείς ΠΑΕ και ευνοώντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό και στις δύο επαγγελματικές κατηγορίες.

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΜΕ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΔΙΚΑΣΤΕΣ -ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του άρτι ψηφισθέντος αθλητικού νόμου 4326/13-5-2015 η ΕΠΟ εντός 4 μηνών υποχρεούται δια του αρμοδίου οργάνου της να ανασυγκροτήσει όλα τα όργανά της και να αντικαταστήσει τους συνταξιούχους δικαστές ,Εισαγγελείς και Δικηγόρους ΜΕ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ.

Αντ’ αυτού όμως η ποδοσφαιρική δικαιοσύνη και παρότι τα όργανά της έμμεσα ή άμεσα εμπλέκονται στην υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης , όχι μόνο δεν δείχνει διάθεση να προβεί στις διαδικασίες για την εφαρμογή του νέου status αλλά σπεύδει να επιληφθεί υποθέσεων τις οποίες έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις από την Ποινική Δικαιοσύνη , δίνοντας την εντύπωση ότι θέλει να την προκαταλάβει λειτουργώντας ως « κολυμβήθρα του Σιλωαμ».
ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΑΕ ΒΕΡΟΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΠ MADE IN GREECE
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της μεθοδολογίας συγκάλυψης και διανομής «ποδοσφαιρικών συγχωροχαρτίων» αποτελεί η σκανδαλώδης απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής της SUPER LEAGUE , που επιλαμβανόμενη κατόπιν πρωτοφανούς κεραυνοβόλου άσκησης πειθαρχικής δίωξης εκ μέρους του συνήθως κινούμενου σε ρυθμούς χελώνας Ποδοσφαιρικού Εισαγγελέα κ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, αθώωσε την ΠΑΕ ΒΕΡΟΙΑ εφαρμόζοντας ανερυθρίαστα διάταξη του Πειθαρχικού Κώδικα (άρθρο 20)εμπνευσθείσα από τον γνωστό νοσηρό –νομικό εγκέφαλο της ΕΠΟ που φυσικά δεν προβλέπεται από κάποιον διεθνή κανονισμό και απαιτεί την ύπαρξη τριών τουλάχιστον ποδοσφαιριστών που εμπλέκονται σε δωροδοκία για να μπορεί να επιβληθεί η αντίστοιχη τιμωρία!

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΝΟΜΩΝ , ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ –ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΕΠΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ-ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ FIFA
Από την λειτουργία τόσο του Δ.Σ. , όσο και των οργάνων της ΕΠΟ είναι προφανής ότι κατά περίπτωση παραβιάζεται ή εφαρμόζεται τόσο η εσωτερική όσο και η διεθνής νομοθεσία , ενώ είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις που η ΕΠΟ δεν τηρεί το ίδιο το καταστατικό της και τους δικούς της κανονισμούς! , επικαλούμενη συνεχώς το περιβόητο «ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟ».

Άλλωστε μόλις πρόσφατα προσπάθησε ανεπιτυχώς αυτή τη φορά να αρνηθεί το δικαίωμα της Πολιτείας να νομοθετήσει καταγγέλοντάς την στην FIFA, η οποία όμως με σαφές έγγραφό της για πρώτη φορά ευλόγησε τις προσπάθειες της Πολιτείας, ενώ συγχρόνως με το από 21-5-2015 έγγραφο της τελεσιγραφικά ζήτησε επίσημη πληροφόρηση από την ΕΠΟ για την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας και τα ονόματα των εμπλεκομένων προσώπων και συλλόγων στην Ελλάδα!
Η ΕΠΟ είναι προφανές ότι δεν έχει εναρμονιστεί ούτε με το καταστατικό της FIFA , καθώς δεν έχει συγκροτήσει Επιτροπή Δεοντολογίας , Σώμα Επιθεωρητών και Κώδικα Ηθικής.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΠΛΑΣΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΓΑ
Στις 17-11-2014 το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε ότι το ποσόν της έκτακτης επιχορήγησης της ΓΓΑ προς την ΕΠΟ , ύψους 1.434.100 ευρώ δεν μπορεί να εκταμιευτεί διότι η ΕΠΟ δεν είχε φορολογική ενημερότητα λόγω οφειλών .Στις 18-11-2014 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αναφέρει πως η ΕΠΟ δεν ε΄χει ενημερότητα, όμως στις 1-12-2014 η ΕΠΟ προσκόμισε ενημερότητα από την αναρμόδια ΙΖ ΔΟΥ και όχι από την αρμόδια ΙΒ ΔΟΥ, γεγονός που προκάλεσε παρέμβαση της ΓΓΑ , της Βουλής και της Δικαιοσύνης.

ΑΡΝΗΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Με την υπ’ αριθμ. 2026/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών επικυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 31/2014 απόφαση του ΜΠΑ , που αναγνώρισε ως άκυρη την απόφαση του Δ.Σ. της ΕΠΟ με την οποία παρανόμως παραχωρήθηκαν τα τηλεοπτικά δικαιώματα του Κυπέλλου Ελλάδας για την τριετία 2013-2016 στην Κυπριακή Εταιρεία διαμεσολάβησης δικαιωμάτων «MEDIA GOAL LTD» .

Μέχρι στιγμής η ΕΠΟ ποιεί την νήσσαν ..
ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ FIFA
Σύμφωνα με την σχετικό διεθνή Κώδικα (βλ. άρθρα 3-4-5-8-14) , προβλέπεται υποχρέωση των αξιωματούχων των εθνικών ομοσπονδιών για απόλυτη αξιοπιστία , ακεραιότητα, φερεγγυότητα, ενώ ρητά υποχρεώνονται σε αποπομπή όσα πρόσωπα εμπλέκονται ποινικά ή ασκούν ανεπαρκώς τα καθήκοντά και τις ευθύνες τους

Υπάρχουν επίσης ρητές προβλέψεις για σύγκρουση συμφερόντων , προστασία ατομικών δικαιωμάτων , μη αποδοχή δώρων και ωφελημάτων, δωροδοκία, στοιχηματισμό, καθώς και για καθήκον αποκάλυψης και αναφοράς.
Είναι προφανές ότι και αυτόν τον Κώδικα οι αξιωματούχοι της ΕΠΟ τον έχουν καλά κλειδωμένο στα συρτάρια τους! , ενώ απέφυγαν να τηρήσουν το καταστατικό της UEFA και τον κανονισμό Διασυλλογικών Διοργανώσεων μη ενημερώνοντας για την εμπλοκή των ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ –ΑΣΤΕΡΑΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ και ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ σε ποινικές υποθέσεις για ακεραιότητα αγώνων!
ΗΘΙΚΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΕΔ
Στην εκπομπή «Η ΔΙΚΗ ΣΤΟΝ ΣΚΑΙ» της Δευτέρας 25-5-2015 αποκαλύφθηκαν 30 CDs με απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Προέδρου της ΚΕΔ/ΕΠΟ κ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ στις οποίες ξεχειλίζει βόρβορος ηθικών και ποινικών παραπτωμάτων μέσα από μία υποκόσμια φρασεολογία ,που προσβάλλει κάθε υγιή εμπλεκόμενο με το ποδόσφαιρο και δημιουργεί αρνητικά κοινωνικά πρότυπα δηλητηριάζοντας την αθλούμενη νεολαία. (κατά τη σύνταξη του δικογράφου έγινε γνωστή η παραίτηση του κ. Ζωγράφου που προκαλεί νέα τεράστια κρίση στους κόλπους της διαιτησίας , που η παρούσα διοίκηση αδυνατεί υπό το βάρος των αλλεπάλληλων σκανδάλων να διαχειριστεί! )

ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΜΠΡΑΒΩΝ ΑΛΑ …ΚΑΜΟΡΑ
Σύνηθες φαινόμενο των τελευταίων παρακμιακών χρόνων αποτελούν οι επιθέσεις εντεταλμένων μπράβων του ποδοσφαιρικού υποκόσμου κατά παραγόντων , δημοσιογράφων ,διαιτητών ακόμα κι εντός των γραφείων της ΕΠΟ. Μάλιστα ο πληρεξούσιος μας κατέληξε στο νοσοκομείο μετά από επίθεση «φουσκωτών» έξω από τα παλιά γραφεία της ΕΠΟ την 26-4-2010, ενώ θύμα ξυλοδαρμού υπήρξε και ο Ζωγράφος.

Επομένως θα πρέπει με απόφαση του Δικαστηρίου Σας , κατά νόμο αρμόδιο καθ’ υλη και κατά τόπο , τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης των καθ’ ων, να κηρυχθούν έκπτωτα.
Κηρυσσόμενα έκπτωτα τα μέλη δημιουργείται κενό διοίκησης και πρέπει το Δικαστήριό Σας να προχωρήσει στον διορισμό προσωρινής διοίκησης, που να αποτελείται αποκλειστικά από τα προτεινόμενα μέλη , δύο εκ των οποίων υπήρξαν Γενικοί Γραμματείς Αθλητισμού ( ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ – ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ), οι δε υπόλοιποι υπήρξαν καταξιωμένοι διεθνείς ποδοσφαιριστές που αναλαμβάνουν απεριόριστη κοινωνική εκτίμηση και διαπρέπουν σε κοινωνικό –επαγγελματικό επιστημονικό στίβο! (ΚΑΜΑΡΑΣ ως δικηγόρος –ΣΟΥΡΠΗΣ ως γιατρός –ΝΙΚΟΛΑΟΥ ως γιατρός –ΣΤΑΒΛΑΣ ως δικηγόρος κλπ.)
ΕΠΕΙΔΗ είναι προφανές ότι το παρόν Δ.Σ. ενεργώντας στα πλαίσια παράνομων δραστηριοτήτων ουσιαστικά δεν ενδιαφέρονταν ούτε για την τήρηση κανονισμών και αποφάσεων –ούτε για τα συμφέροντα του ποδοσφαίρου αλλά λειτουργεί στα πλαίσια εξυπηρέτησης συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων παραγόντων και ομάδων
ΕΠΕΙΔΗ από την διαμορφωθείσα κατάσταση αποδεικνύεται ότι πλέον οι κρυπτόμενοι πίσω από το αυτοδιοίκητο–διωκόμενοι διοικούντες της ΕΠΟ βρίσκονται σε πραγματική και νομική αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους , τα ατομικά τους συμφέροντα βρίσκονται σε προφανή αντίθεση με τα συμφέροντα του νομικού προσώπου της ΕΠΟ και του ίδιου του ποδοσφαίρου, ενώ ουσιαστικά είναι πλέον αδύνατη η λήψη αποφάσεων επί θεμάτων που πρέπει κατά το νόμο ή κατά το καταστατικό να επιλυθούν από το Δ.Σ. και επομένως συντρέχει περίπτωση πλασματικής έλλειψης τακτικού Δ.Σ. , καθώς ήδη έχουν εκδηλωθεί καθολικές διαφωνίες μεταξύ των μελών , όσο και μεταξύ των ΕΠΣ.
ΕΠΕΙΔΗ έχουμε ως μέλος της ΕΠΟ άμεσο έννομο συμφέρον να ξεκαθαρίσει η αμφιλεγόμενη διοικητική κατάσταση στο νοσηρό ελληνικό ποδόσφαιρο
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και σύμφωνα με ρητές διατάξεις του Καταστατικού της ΕΠΟ , τα μέλη του αιρετού Διοικητικού Συμβουλίου , παραβιάζουν συστηματικά να ασκήσουν τις εκ του Καταστατικού προβλεπόμενες υποχρεώσεις τους, οι αποφάσεις που λαμβάνουν έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του Σωματείου , του οποίου αποτελούν διοίκηση , αφού συστηματικά παραβιάζουν τις προαναφερθείσες διατάξεις του Καταστατικού αυτού , ενώ θα έπρεπε να είναι εκ της θέσεως τους , θεματοφύλακες των συμφερόντων του Νομικού προσώπου , του οποίου αποτελούν την διοίκηση και έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του Σωματείου.
Β. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 786 ΚΠολΔ παρ.1 , «Όταν ζητείται κατά το νόμο να διοριστούν προσωρινή διοίκηση νομικού προσώπου ή εκκαθαριστές νομικού προσώπου ή εταιρείας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα ,αρμόδιο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας , όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο ή η εταιρεία » , ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου «Στην περίπτωση που τα συμφέροντα των προσώπων που αποτελούν τη διοίκηση συγκρούονται προς τα συμφέροντα του νομικού προσώπου καλούνται κατά τη συζήτηση και τα πρόσωπα αυτά»
Κατά την διάταξη του άρθρου 69ΑΚ, αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ή αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, διορίζεται προσωρινή διοίκηση από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και τα σωματεία.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 740 παρ.1 , όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4055/5-3-2012 , 739 και 786 ΚΠολΔ , προκύπτει ότι η αίτηση για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης σωματείου εισάγεται ενώπιον του Ειρηνοδικείου της έδρας του νομικού προσώπου και δικάζεται κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η διαδικασία αυτή είναι η προσήκουσα για την εκδίκαση της αίτησης με το πιο πάνω περιεχόμενο και πρέπει να ακολουθείται από τους ενδιαφερόμενους σε κάθε περίπτωση για λόγους δογματικούς αλλά και πρακτικούς . Η διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας εξασφαλίζει ταχύτητα κυρίως λόγω της απλουστευμένης εξ απόψεως διαδικαστικών τύπων δικαιοδοσίας, αλλά και διότι η προθεσμία της έφεσης και η άσκηση αυτής, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση.
ΕΠΕΙΔΗ μετά τα παραπάνω νομίμως εισάγεται η αίτησή μας , ενώπιον του Δικαστηρίου Σας
ΕΠΕΙΔΗ μετά τα παραπάνω , πλήρως αποδεικνύεται ότι υφίσταται έλλειψη διοίκησης στο πρώτο των καθ’ ων η αίτηση, νομικό πρόσωπο, αφού πλήρως αποδεικνύεται η σύγκρουση συμφερόντων των μελών που απαρτίζουν το Διοικητικό Συμβούλιο του πρώτου των καθ’ ων η αίτηση , με τα συμφέροντα του ίδιου του νομικού προσώπου, δεδομένου ότι τα μέλη έχουν κυριολεκτικά γαντζωθεί από τις πολυθρόνες τους προσπαθώντας μέσα από μεθοδεύσεις κατάχρησης ποδοσφαιρικής εξουσίας να αποφύγουν την βασίμως πιθανολογούμενη ποινική καταδίκη τους
ΕΠΕΙΔΗ έλλειψη μελών Δ.Σ. υπάρχει, όταν αυτά βρίσκονται σε πραγματική ή νομική αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και όταν ενδεικτικά συντρέχουν οι λόγοι της μακράς απουσίας, της άρνησης ή αδιαφορίας για την άσκηση των αναγκαίων πράξεων διοίκησης, δυστροπίας, κακοβουλίας κλπ (Ι. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, σελ. 420) Και πως άραγε να προλάβουν να ασχοληθούν με τα φλέγοντα θέματα της ΕΠΟ, όταν καθημερινά τρέχουν και δεν φτάνουν στην Ευελπίδων:
ΕΠΕΙΔΗ επίσης διορίζεται προσωρινή διοίκηση και όταν συντρέχει περίπτωση πλασματικής έλλειψης τακτικού Δ.Σ. όταν λόγω καθολικών διαφωνιών μεταξύ των μελών είναι αδύνατη η λήψη αποφάσεων επί θεμάτων που την απασχολούν ή πρέπει κατά το νόμο και το καταστατικό να την απασχολούν(ΜΠΡ Αθ 7954/2000 ΕλλΔνη 43, 250 ΑΠ 638/98 ΕλλΔνη 39,1606), και πράγματι ενώ θεωρητικά υπάρχει Δ.Σ. , στην πραγματικότητα η διοικητική εξουσία έχει περιέλθει στα χέρια μιας κάστας μελών και στελεχών, που δουλεύουν μόνο για τα συμφέροντα της εγκληματικής οργάνωσης ,που λειτουργεί στους κόλπους της Ομοσπονδίας ως « κράτος εν κράτει»
ΕΠΕΙΔΗ ο ίδιος λόγος υπάρχει και όταν τα συμφέροντα του Δ.Σ. ή των μελών του συγκρούονται προς τα συμφέροντα του νομικού προσώπου, κάτι που αποδεικνύεται από την εμπλοκή του ιδίου του προέδρου της ΕΠΟ , που ακολούθησε πιστά τα χνάρια των παραιτηθέντων προηγούμενων τριών συγκατηγορούμενων προέδρων
ΕΠΕΙΔΗ σύγκρουση υπάρχει, εκτός των άρθρων 66 και 235 ΣΚ, σε κάθε περίπτωση που τα μέλη του Δ.Σ. έχουν δικά τους ατομικά συμφέροντα που βρίσκονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ν.π. (ΜΠρΑθ 3184/2006, ΝοΒ 2007,2008). Η σύγκρουση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και υπάρχει όταν τα μέλη ασκούν ανταγωνιστική δραστηριότητα ή συμμετέχουν ή συνεργάζονται με ανταγωνιστικό νομικό πρόσωπο (ΜΠρΑθ 7954/2000)
ΕΠΕΙΔΗ ήδη ύστερα από τις αποφάσεις του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι (είτε απαγόρευσης ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο –είτε εξόδου από την χώρα!) στην πλειοψηφία των στελεχών της ΕΠΟ , είναι δεδομένη η δυσλειτουργία των οργάνων και του Δ.Σ. της ΕΠΟ, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι οι κατηγορούμενοι είναι και ο τέως νομικός σύμβουλος ,μαζί με τα ηγετικά διοικητικά στελέχη που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ομοσπονδίας
ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με την Εφ ΑΘ 1829/2012 (ΔΕΕ 12/2012 , ΣΕΛ.1157) υπάρχει έλλειψη διοίκησης όταν λείπουν μέλη της διοίκησης , παρόλο που τα εναπομείναντα μέλη έχουν δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας , οπότε χρειάζεται και ολική αντικατάσταση τους
ΕΠΕΙΔΗ συντρέχει άμεσος κίνδυνος είτε αποβολής του Ελληνικού Ποδοσφαίρου από τις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις-είτε ανάκλησης από την Πολιτεία του πιστοποιητικού αναγνώρισης της πρώτης των καθ’ ων ΕΠΟ και κατεπείγουσα περίπτωση να εκδοθεί απόφαση για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης ,εξαιτίας του γεγονότος ότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα , τα συμφέροντα του νομικού προσώπου της ΕΠΟ , τα οποία συγκρούονται με τα συμφέροντα των μελών που ασκούν τη διοίκηση του, είναι σε κίνδυνο ,αφού τα μέλη του Δ.Σ. της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση συνεχίζουν να λαμβάνουν αποφάσεις του καταστρατηγούν το καταστατικό της
ΕΠΕΙΔΗ με αποφάσεις που παράνομα και αντικαταστατικά έλαβαν τα μέλη του Δ.Σ. της πρώτης των καθ ‘ ων , τις οποίες συνεχίζουν να εφαρμόζουν , με αποτέλεσμα να εκδίδονται παράνομες αποφάσεις από τα αρμόδια όργανα αυτής , κατ’ εντολή και εφαρμογή των όσων παρανόμως αποφάσισαν τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΠΟ , όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Πειθαρχικών Επιτροπών και των Επιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών και (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια) και υφίσταται κίνδυνος από την παραβίαση αυτή του Καταστατικού της ΕΠΟ
ΕΠΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΥΠΟΨΗ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ 13-5-2015 ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟ ΓΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΜΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΑΣ (!!!), μη σεβόμενοι ούτε και αυτήν την απόφαση του τακτικού διαιτητικού δικαστηρίου τους
ΕΠΕΙΔΗ ο Πρόεδρος της αιτούσας από την 27-5-2015 οπότε και δημοσιοποιήθηκαν τα προτεινόμενα ονόματα για την προσωρινή διοίκηση, δέχεται τηλεφωνικές ύβρεις και απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας αυτού και της οικογένειας του, για τις οποίες αυθημερόν κατέθεσε μήνυση κατ’ άγνώστων
ΕΠΕΙΔΗ μετά ταύτα επιβάλλεται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης μεταξύ άλλων όταν υπάρχει έλλειψη διοίκησης λόγω ανάκλησης, έκπτωσης , αδυναμίας ολικής ή μερικής, όπως στην κρινόμενη υπόθεση , όπου ήδη έχει επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο και την διοίκηση του στους 4ο και 22ο των καθ’ ων , απαγόρευση εξόδου από την χώρα στον 15ο των καθ’ ων , ενώ έπεται και συνέχεια .
Σημειωτέον ότι εκτός της αδυναμίας εκπλήρωσης των διοικητικών καθηκόντων του Δ.Σ. , η ΕΠΟ αδυνατεί να εκπληρώσει τους καταστατικού σκοπούς της , καθώς τόσο οι επιτροπές ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης μετά την εμπλοκή 5 δικαστών και δικηγόρων μελών τους στην εγκληματική οργάνωση, όσο και η Επιτροπή Διαιτησίας μετά την εμπλοκή 8 μελών της ΚΕΔ και διαιτητών στην εγκληματική οργάνωση , έχουν καταστεί αφερέγγυες και αναξιόπιστες πλήττοντας και δυσφημώντας το ίδιο το άθλημα.
Ως μέλη δε του προσωρινού διοικητικού Συμβουλίου του πρώτου των καθ’ ων σωματείου προτείνουμε τους εξής:
Γεώργιος ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
Στελιος ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
Χαράλαμπος ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αναστάσιος ΜΠΑΤΖΙΑΚΑΣ
Αριστείδης ΚΑΜΑΡΑΣ
Γεώργιος ΚΟΥΔΑΣ
Φραγκίσκος ΣΟΥΡΠΗΣ
Παναγιώτης ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριάκος ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
Ιωάννης ΒΕΝΟΣ
Κωνσταντινος ΚΟΥΗΣ
Κωνσταντίνος ΑΙΔΙΝΙΟΥ
Σπύρος ΣΤΑΒΛΑΣ
Θωμάς ΜΑΥΡΟΣ
Παντελης ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Γεώργιος ΔΕΔΕΣ
Παναγιώτης ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΟΥΛΟΣ
.Στάθης ΧΑΙΤΑΣ
Βασίλειος ΜΠΛΕΤΣΑΣ
Γεώργιος ΦΑΣΟΛΗΣ
Βασίλειος ΤΣΟΔΡΑΣ
ΕΠΕΙΔΗ , πρέπει για λόγους δεοντολογικούς να διαταχθεί η έκπτωση όλων των μελών του Δ.Σ. , δηλαδή ακόμα και αυτών που δεν διώκονται, καθώς ανέχονται την όλη κατάσταση, χωρίς να έχουν παραιτηθεί ως όφειλαν ηθικά

ΕΠΕΙΔΗ το Δικαστήριό Σας είναι κατά τόπον και καθ’ υλη αρμόδιο κατ’ άρθρο 1εδ.βΚΠολΔ, σύμφωνα και με την ad hoc πρόσφατη νομολογία του ΤΔΔ/ΕΠΟ (67/2015)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος μας
ΖΗΤΑΜΕ
Να γίνει δεκτή η αίτηση μας.
Να κηρυχθούν έκπτωτα τα αναφερόμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ» , για τους αναφερόμενους στο ιστορικό της παρούσης πραγματικούς και νομικούς λόγους.
Να διοριστεί με απόφαση του Δικαστηρίου Σας προσωρινή διοίκηση η οποία θα επιμεληθεί των τρεχουσών υποθέσεων του σωματείου και θα προχωρήσει εντός τεσσάρων μηνών στη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης των μελών της πρώτης των καθ’ ων , για την εκλογή τακτικού Διοικητικού Συμβουλίου.
Να διορισθούν ως μέλη της προσωρινής διοίκησης του σωματείου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ» οι παρακάτω
Γεώργιος ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
Στελιος ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
Χαράλαμπος ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αναστάσιος ΜΠΑΤΖΙΑΚΑΣ
Αριστείδης ΚΑΜΑΡΑΣ
Γεώργιος ΚΟΥΔΑΣ
Φραγκίσκος ΣΟΥΡΠΗΣ
Παναγιώτης ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριάκος ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
Ιωάννης ΒΕΝΟΣ
Κωνσταντινος ΚΟΥΗΣ
Κωνσταντίνος ΑΙΔΙΝΙΟΥ
Σπύρος ΣΤΑΒΛΑΣ
Θωμάς ΜΑΥΡΟΣ
Παντελης ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Γεώργιος ΔΕΔΕΣ
Παναγιώτης ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΟΥΛΟΣ
.Στάθης ΧΑΙΤΑΣ
Βασίλειος ΜΠΛΕΤΣΑΣ
Γεώργιος ΦΑΣΟΛΗΣ
Βασίλειος ΤΣΟΔΡΑΣ
Να καταδικασθούν οι αντίδικοι στη δικαστική δαπάνη μας
πηγή soccerplus.gr




Η τύχη της μίσθωσης σε περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου - Δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης μετά τον πλειστηριασμό μισθωμένου ακινήτου - Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν 4335/2015Σύμφωνα με τα άρθρα 1009 εδ. α’ ΚΠολΔ και 614 εδ. α’ ΑΚ - Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ανάλογα με το είδος της εκτελούμενης απαίτησης ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ/ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ

Previous: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ - ΕιρΛιβαδ 45/2013 [Διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου σωματείου] (παρατ. Β. Τσούμας) Περίληψη: Σε περίπτωση που ελλείπουν τα προς τη διοίκηση του νομικού προσώπου πρόσωπα ή τα υπάρχοντα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν διορίζονται ισάριθμα προσωρινά μέλη σε αντικατάσταση ή αναπλήρωση αυτών, αλλά διορίζεται νέα προσωρινή διοίκηση, διότι έτσι αποτρέπεται ο σχηματισμός μικτής διοίκησης, η οποία κατά κανόνα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων του νομικού προσώπου. Διατάξεις: άρθρα 69, 83, 101, 281 ΑΚ - 16363/2011 ΜΟΝΠΡΩΤΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) - ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ( Εκουσία Δικαιοδοσία ) ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΔIOIKHTIKOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
$
0
0


Δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης μετά τον πλειστηριασμό μισθωμένου ακινήτου

Με τις νέες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται το δικαίωμα καταγγελίαςτης μίσθωσης εκ μέρους του νέου ιδιοκτήτη που θα αποκτήσει το μισθωμένο ακίνητοαπό πλειστηριασμό. Έτσι ενδέχεται να  υπάρχουν δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος του μισθωτή, ο οποίος πιθανότατα αγνοεί τις οφειλές του ιδιοκτήτη του ακινήτου και του κινδύνου πλειστηριασμού.
Στη νέα Πολιτική Δικονομία που ισχύει  (άρθρο 1009 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015) προβλέπεται  ότι αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής  (δηλ. ο νέος ιδιοκτήτης που προκύψει από τον πλειστηριασμό) έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία,

Η τύχη της μίσθωσης σε περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 1009. Τύχη μισθώσεως
Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο..
υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς.
(Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος 1.1.2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν 4335/2015. Βλ. και σημείωση.)
Σημ.:Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν 4335/2015: «Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος-ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΠολΔ) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος.»
ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Άρθρο 614. Εκποίηση του μισθίου
Στη μίσθωση ακινήτου που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αν ο εκμισθωτής κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε τρίτον την κυριότητα του μισθίου ή παραχωρήσει άλλο εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο. Αν το εμπράγματο δικαίωμα που παραχώρησε ο εκμισθωτής στον τρίτο δεν αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο τρίτος έχει υποχρέωση να μην την παρεμποδίσει.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Η τύχη της μίσθωσης σε περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου
Λόγω της οικονομικής κρίσης και της διενέργειας των πλειστηριασμών με ηλεκτρονικό τρόπο πλέον, όλο και περισσότεροι μισθωτές αντιμετωπίζουν έκπληκτοι την πραγματικότητα κύριος-ιδιοκτήτης του ακινήτου που μισθώνουν να είναι πλέον άλλος από εκείνον από τον οποίο μίσθωσαν αρχικά το ακίνητο τους. Τι συμβαίνει όμως σε αυτές τις περιπτώσεις; Παραμένει ισχυρή η μίσθωση; Μπορεί ο νέος κτήτορας-ιδιοκτήτης να τους αποβάλλει από το μίσθιο; Υπάρχουν μέτρα προστασίας του μισθωτή; Ποια τα δικαιώματα του υπερθεματιστή του πλειστηριασμού;
Καταρχάς ο νόμος διακρίνει τις αστικές από τις εμπορικές μισθώσεις.
Α. Περί των αστικών μισθώσεων
Σύμφωνα με τα άρθρα 1009 εδ. α’ ΚΠολΔ και 614 εδ. α’ ΑΚ, σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού μισθίου ακινήτου και μεταβιβάσεως, συνεπεία του πλειστηριασμού, της κυριότητας στον υπερθεματιστή, ο τελευταίος, από τη μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μισθώσεως (ΑΠ 955/1995 ΕΔΠ 1997.50). Με βάση την περίληψη αυτή μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, καθώς και κατ’ εκείνου, ο οποίος νέμεται ή κατέχει το πράγμα, στο όνομα του καθ’ ου η εκτέλεση.
Οι προϋποθέσεις για την  εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 614 ΑΚ είναι οι εξής:
1.Η έγκυρη και ενεργή μίσθωση ακινήτου
2.Η μίσθωση να καταρτίσθηκε από τον πραγματικό κύριο του ακινήτου  (διαφορετικά ο νέος κτήτορας δεν δεσμεύεται από την μίσθωση)
3.  Η απόδειξη της μίσθωσης με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, με μισθωτήριο δηλαδή θεωρημένο από την Εφορία (διαφορετικά ο νέος κτήτορας μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση σύμφωνα με το άρθρο 615 ΑΚ)
4.Ο πλειστηριασμός να έχει διενεργηθεί διαρκούσης της μίσθωσης, η δε μίσθωση να έχει εκτελεστεί, να έχει γίνει δηλαδή παράδοση του μισθίου, όχι μόνο να έχει υπογραφεί συμφωνητικό
Β. Περί των εμπορικών μισθώσεων
Μέχρι την 31.12.2015προστατευόταν σε μεγαλύτερη έκταση ο μισθωτής, καθώς ο νέος κτήτορας-ιδιοκτήτης του ακινήτου, είτε με πλειστηριασμό είχε καταστεί κύριος είτε με αγορά, δεσμευόταν από τους όρους της προϋπάρχουσας μίσθωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 574 επ ΑΚ επέρχεται από το νόμο μεταβίβαση της σχέσης της μίσθωσης στο νέο κτήτορα, ο οποίος υπεισέρχεται στη μισθωτική σχέση και αποκτά τα σχετικά από αυτή δικαιώματα στην έκταση που τα είχε και ο δικαιοπάροχος του εκμισθωτής, ανεξάρτητα από το  αν η μεταβίβαση επέρχεται εκούσια ή κατόπιν αναγκαστικού πλειστηριασμού. Έτσι και ο υπερθεματιστής από την απόκτηση της κυριότητας του μισθίου υπεισέρχεται στη μίσθωση αν ο πλειστηριασμός έγινε σε βάρος του εκμισθωτή κυρίου του μισθίου.
Στη συνέχεια, όμως, λόγω του γεγονότος όμως ότι την εν λόγω προστασία εκμεταλλεύονταν σε μεγάλο βαθμό οφειλέτες των οποίων τα ακίνητα επρόκειτο να εκπλειστηριαστούν, δεσμεύοντάς τα μέσω μισθώσεων, καταδολιεύοντας με αυτό τον τρόπο τον νέο κτήτορα, το νομικό πλαίσιο των εμπορικών μισθώσεων άλλαξε. Ειδικότερα, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87, αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς. Επιπλέον στην παρ.3  άρθρου ένατου του ίδιου άρθρου του νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Κατ’ αυτό τον τρόπο,  η αντικατάσταση του νόμου αυτού που άρχισε να εφαρμόζεται από 1.1.2016  έφερε ριζικές αλλαγές για την τύχη των εμπορικών μισθώσεων σε περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου.
++++++++++++++++++++++++++++



ΠΟΛ.1041/2017 - Δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού

Κοινοποίηση των διατάξεων του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ 87/Α'/23.7.2015), με το οποίο τροποποιήθηκε το όγδοο βιβλίο (Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρα 904 έως 1054) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Π.Δ.503/1985)
ΠΟΛ.1041/20.3.2017
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ. 87/Α'/23.7.2015), με το οποίο τροποποιήθηκε το όγδοο βιβλίο (Αναγκαστική Εκτέλεση, Κεφάλαια 1-9, άρθρα 904 έως 1054) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), για ενημέρωσή σας. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 3 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ιδίου νόμου οι κοινοποιούμενες διατάξεις εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση με την οποία αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ'άρθρο 924 ΚΠολΔ διενεργείται μετά την 1.1.2016. Πριν από την παράθεση των τροποποιήσεων που επιφέρει ο ανωτέρω νόμος στο δίκαιο της (κοινής) αναγκαστικής εκτέλεσης, υπενθυμίζεται η διάταξη του άρθρου 89 του Ν.Δ.356/1974 - Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) στο πεδίο εφαρμογής της είσπραξης των δημοσίων εσόδων σύμφωνα με την οποία «οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος [...]». Για το λόγο αυτό για δική σας διευκόλυνση, μετά την παράθεση των σημαντικότερων μεταβολών που επήλθαν με τις κοινοποιούμενες διατάξεις στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ και πριν ακόμη τη συναφή νομολογία που θα διαμορφωθεί, επιχειρείται αναφορά και των συναφών εξαιρετικών διατάξεων εφαρμοστέων στο δίκαιο της διοικητικής εκτέλεσης κατά τον ΚΕΔΕ. Τέλος, ως προς τη δομή της εγκυκλίου στο πρώτο μέρος αναφέρονται οι σημαντικότερες μεταβολές γενικά, στο δεύτερο μέρος επιχειρείται ανάλυση των κυριότερων τροποποιήσεων κατά θέμα και στο τρίτο μέρος αυτής γίνεται κατ'άρθρο ανάλυση των κυριότερων τροποποιήσεων.
(Α)
ΓΕΝΙΚΑ
Οι κυριότερες μεταβολές που επήλθαν με τις νέες διατάξεις στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και δυνατόν να σχετίζονται με το δίκαιο της διοικητικής εκτέλεσης και τις απορρέουσες από αυτό διαδικασίες είσπραξης απαιτήσεων του Δημοσίου, είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:
Α.1. Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία του πλειστηριασμού (κινητών και ακινήτων) και λοιπά συναφή θέματα, όπως: - υιοθέτηση συστήματος πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος,
- κατάργηση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης επί κινητών και ακινήτων και θέσπισης αντ'αυτής του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης,
- πρόσθετες επιδόσεις αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κινητών και ακινήτων και τήρηση νέων προθεσμιών για τη διενέργεια αυτών,
- υποχρεωτικό πλέον στοιχείο της κατασχετήριας έκθεσης καθώς και του αποσπάσματος αυτής είναι και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των υπέρ ου και καθ'ου η εκτέλεση,
- διαδικτυακή δημοσίευση (ενημέρωση) μέσα από την ιστοσελίδα δημοσιεύσεων του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή.

Α.2.Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού, αναπλειστηριασμού (κινητών και ακινήτων) και λοιπά συναφή θέματα, όπως: - πρόβλεψη διαφορετικού τρόπου πλειοδοσίας (αναβάθμιση γραπτών προσφορών),
- τροποποίηση χρονικού διαστήματος απαγόρευσης διενέργειας πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού από 1 έως 31 Αυγούστου (με εξαίρεση τον πλειστηριασμό πλοίων και αεροσκαφών ή πραγμάτων που πρόκειται να υποστούν φθορά,
- πρόβλεψη περί έντοκης κατάθεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του εκπλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και θεσμοθέτηση αυτής ως ακατάσχετης κ.λπ.,
- διαδικτυακή δημοσίευση (ενημέρωση) μέσα από την ιστοσελίδα δημοσιεύσεων του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων της περίληψης πράξης αναπλειστηριασμού ή της δήλωσης επίσπευσης / συνέχισης πλειστηριασμού από τον ίδιο ή άλλο δανειστή, με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού.

Α.3.Νέος τρόπος προσδιορισμού της αξίας των κατασχεθέντων ακινήτων και καθορισμός της τιμής πρώτης προσφοράς βάσει της εμπορικής αξίας αυτών,
Α.4.Σύντμηση προθεσμίας άσκησης αναγγελίας δανειστών το αργότερο (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό,
Α.5.Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών καθώς και ως προς την είσπραξη / επιστροφή εκπλειστηριάσματος καταταγέντων δανειστών.
(Β)
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
Τροποποιήσεις στις διατυπώσεις της κατάσχεσης και στην προδικασία του πλειστηριασμού
(κινητών και ακινήτων) και λοιπά συναφή θέματα (1)
Β.1.1. Ως προς τις πρόσθετες απαιτούμενες επιδόσεις και τις προθεσμίες επίδοσης του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης ορίζονται:
- επί κινητών και ακινήτων, το διάστημα των πέντε (5) ημερών (αντί οκτώ [8] όπως ίσχυε) από την περάτωση της κατάσχεσης ως ανώτατο χρονικό όριο, εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ'ου η εκτέλεση, όταν αυτός δεν έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση και είναι απών μόλις περατωθεί η κατάσχεση ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου της κατάσχεσης. Η παράλειψη της διατύπωσης αυτής επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης (βλ. παρ. 1 των άρθρων 955 και 995 του ΚΠολΔ).
- επί κινητών, το διάστημα των πέντε (5) ημερών από την περάτωση της κατάσχεσης (αντί οκτώ [8] ημερών όπως ίσχυε) εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου (αντί του Ειρηνοδίκη όπως ίσχυε) του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. Η παράλειψη της διατύπωσης αυτής επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης (βλ παρ. 1 του άρθρου 955 του ΚΠολΔ).
- επί ακινήτων, το διάστημα των πέντε (5) ημερών από την περάτωση της κατάσχεσης (αντί οκτώ [8] ημερών όπως ίσχυε) εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στον τρίτο κύριο ή νομέα και στον οφειλέτη για την περίπτωση που η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου και σε ενυπόθηκο κτήμα, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα (βλ. παρ. 1 και 3 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ)
- επί ακινήτων, το διάστημα των πέντε (5) ημερών από την περάτωση της κατάσχεσης (αντί οκτώ [8] ημερών όπως ίσχυε) εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης και στο Υποθηκοφυλακείο - Κτηματολόγιο (κτηματολογικό γραφείο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο. Η παράλειψη της διατύπωσης αυτής επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης (βλ. παρ. 2 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ)
- επί πλοίων, το διάστημα των τριών (3) ημερών από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση (αντί δύο [2] ημερών όπως ίσχυε) εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στο λιμενάρχη του λιμανιού όπου έγινε η κατάσχεση, στον πλοίαρχο και στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (βλ. παρ. 2 του άρθρου 1011 του ΚΠολΔ)

ΚΕΔΕ
Εξαιρετικά νια τις επιδόσεις που διενεργεί το Δημόσιο στο πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης ισχύουν τα εξής:
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 10 προβλέπεται ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης κινητών παραδίδεται άμεσα με την κατάσχεση στον τυχόν παρόντα οφειλέτη 1 επιδίδεται σε αυτόν εντός τεσσάρων (4) ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, εφόσον αυτός ήταν απών, προθεσμία η οποία παρεκτείνεται για οκτώ (8) ημέρες για αυτούς που κατοικούν εκτός της περιφέρειας του Πρωτοδικείου του τόπου της κατασχέσεως. Αντίστοιχα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 20, το πρόγραμμα πλειστηριασμού κινητών κοινοποιείται στον οφειλέτη τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού.
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 10 προβλέπεται ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης κινητών επιδίδεται εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάσχεση στον Ειρηνοδίκη του τόπου της κατάσχεσης.
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 προβλέπεται ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου επιδίδεται στον οφειλέτη εντός τριών (3) ημερών από το πέρας της κατάσχεσης, προθεσμία η οποία παρεκτείνεται για οκτώ (8) ημέρες για αυτούς που κατοικούν εκτός της περιφέρειας του Πρωτοδικείου του τόπου της κατασχέσεως. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 6 του άρθρου 41, το πρόγραμμα πλειστηριασμού ακινήτου κοινοποιείται και στον οφειλέτη είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού.
- Με την παράγραφο 4 του άρθρου 36 του ΚΕΔΕ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου υπογράφεται και από τον τρίτο κύριο εφόσον είναι παρών. Όπως έχει γίνει δεκτό με τη γνωμοδότηση 712/1993 ΝΣΚ που κοινοποιήθηκε με την ΠΟΛ.1022/1994, οι κοινοποιήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στη διοικητική εκτέλεση, καθόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις αυτής.
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 39 προβλέπεται ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου ή πλοίου επιδίδεται αμελλητί στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή στον τηρούντα το νηολόγιο.
Επισημαίνεται πάντως ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου επιδίδεται στο Κτηματολόγιο (κτηματολογικό γραφείο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο στις περιπτώσεις που λειτουργεί κτηματολόγιο, νια λόγους μάλιστα δημοσίου συμφέροντος η ανωτέρω επίδοση θα πρέπει να διενεργείται εντός του διαστήματος των πέντε (5) ημερών από την κατάσχεση (βλ. παρ. 2 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ)
- Με τις διατάξεις των παραγράφων 2 των άρθρων 48 και 49 προβλέπονται αντίστοιχα ότι αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης πλοίουεπιδίδεται και προς τον λιμενάρχητου λιμένος όπου έγινε η κατάσχεση του πλοίου εντός δύο (2) ημερών από την ημέρα την οποία έγινε η κατάσχεση, ενώ το πρόγραμμα πλειστηριασμού πλοίουεπιδίδεται και προς τον πλοίαρχο, τον λιμενάρχη του λιμένος όπου κατασχέθηκε το πλοίο και προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο
.

Β.1.2. Ως προς το χρόνο κατάθεσης των απαιτούμενων εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. συντέμνονται οι προθεσμίες και ειδικότερα ορίζεται:- επί κινητών, το διάστημα των οκτώ (8) ημερών (αντί δέκα [10] όπως ίσχυε) από την ημέρα της περάτωσης της κατάσχεσης (βλ. παρ. 2 του άρθρου 955 του ΚΠολΔ)
- επί ακινήτων, το διάστημα των δέκα (10) ημερών (αντί δεκαπέντε [15] όπως ίσχυε από την κατάσχεση (βλ. παρ. 4 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ)

ΚΕΔΕ
Εξαιρετικά, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21, της παραγράφου 1 του άρθρου 43 και της παραγράφου 2 των άρθρων 49 και 52 προβλέπεται ότι επί πλειστηριασμού κινητών, ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών, η αποστολή των σχετικών εγγράφων του πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού γίνεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη διεξαγωγή αυτού.

Β.1.3. Ως υποχρεωτικό στοιχείο της κατασχετήριας έκθεσης καθώς και του αποσπάσματος αυτής είναι πλέον και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των υπέρ ου και καθ'ου η εκτέλεση (βλ. παρ. 2 του άρθρου 954 σε συνδυασμό με το άρθρο 117, παρ. 2 του άρθρου 955 και παρ. 4 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ)
Β.1.4. Θεσπίζεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα νια τη διενέργεια του πλειστηριασμού από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης:συγκεκριμένα, η ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά στην κατασχετήρια έκθεση επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή (βλ. περίπτωση (ε) της παραγράφου 2 του άρθρου 954 και παράγραφο 2 του άρθρου 993 του ΚΠολΔ)
ΚΕΔΕ
Εξαιρετικά ως προς το χρόνο διενέργειας πλειστηριασμού κατά τη διοικητική εκτέλεση ισχύουν τα εξής:
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 19 προβλέπεται ότι δύναται να εκδοθεί πρόγραμμα πλειστηριασμού κινητώνμετά την παρέλευση τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάσχεση.
- Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41 προβλέπεται ότι εκδίδεται πρόγραμμα πλειστηριασμού ακινήτων μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση και ορίζεται ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος. Εάν ο πλειστηριασμός δεν διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα που έπαυσε η αναστολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα ανωτέρω. Οι ανωτέρω προθεσμίες δεν τηρούνται, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, που αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σε κάθε περίπτωση η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, δεν επιφέρει ακυρότητα αυτού (ΠΟΛ.1055/2010)
.

Β.1.5. Αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη, μπορεί να είναι και κινητό πράγμα, το οποίο έχει ήδη κατασχεθεί και βρίσκεται στα χέρια του μεσεγγυούχου κατά την έννοια του άρθρου 956 παρ. 1 ΚΠολΔ.
ΚΕΔΕ
Ήδη η ανωτέρω διαδικασία προβλέπεται για το Δημόσιο κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 15, σύμφωνα με το οποίο το Δημόσιο δύναται να επιβάλλει κατάσχεση κινητών πραγμάτων στα χέρια του οφειλέτη, τα οποία έχουν παραδοθεί ήδη σε μεσεγγυούχο ως συνέπεια προηγούμενης κατάσχεσης.

Β.1.6. Καταργείται η περίληψη κατασχετήριας έκθεσης επί κινητών και ακινήτων (βλ. κατάργηση άρθρων 960 και 999 του ΚΠολΔ αντίστοιχα) και αντ'αυτής θεσπίζεται το απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή (βλ. εδάφιο β'της παραγράφου 2 του άρθρου 955 και εδάφιο β'της παρ. 4 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ).
Β.1.7. Καθιερώνεται διαδικτυακή δημοσίευση (ενημέρωση) μέσα από την ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (deltio.tnomik.gr)στις περιπτώσεις των άρθρων 955 και 995 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα οποία, το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης κινητών και ακινήτων αναρτάται επί ποινή ακυρότητας στην ανωτέρω ιστοσελίδα (δημοσιεύσεων πλειστηριασμών) με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή εντός δέκα (10) ή δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάσχεση των κινητών ή ακινήτων αντίστοιχα (βλ. εδάφιο β'της παραγράφου 2 των άρθρων 955 και εδάφιο β'της παραγράφου 4 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, και μετά την κατάργηση των άρθρων 960 και 999 του ΚΠολΔ και το κατ'εξουσιοδότηση, δυνάμει της παραγράφου 11 των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εκδοθέν π.δ.67/17.9.2015 ΦΕΚ/Α', περί της διαδικασίας ηλεκτρονικής δημοσίευσης αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης και περιλήψεων πράξεων και δηλώσεων στην ανωτέρω ιστοσελίδα, καταργείται η πρόβλεψη περί δημοσίευσης σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στον τόπο του πλειστηριασμού.
ΚΕΔΕ
Εξαιρετικά ως προς τους διενεργούμενους κατά τη διοικητική εκτέλεση πλειστηριασμούς ισχύουν τα εξής:
- Με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 20 η περίληψη προγράμματος πλειστηριασμού κινητών δύναται να δημοσιευθεί [...] σε εφημερίδα που εκδίδεται στη Κοινοτική ή Δημοτική περιφέρεια του τόπου πλειστηριασμού ή στην πρωτεύουσα του Νομού.
- Με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου 41 προβλέπεται ότι περίληψη του προγράμματος πλειστηριασμού ακινήτων δημοσιεύεται σε εφημερίδα που εκδίδεται στη Κοινοτική ή Δημοτική περιφέρεια όπου κείται το ακίνητο και αν δεν εκδίδεται εκεί, σε εφημερίδα της πρωτεύουσας της επαρχίας ή του νομού. Αν δεν εκδίδεται εφημερίδα ούτε στην πρωτεύουσα της επαρχίας ή του Νομού δεν απαιτείται δημοσίευση. Επιπροσθέτως, προβλέπεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής δημοσίευσης των περιλήψεων των προγραμμάτων πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων και σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα του Διαδικτύου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κατ'εξουσιοδότηση εκδοθείσας απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με την οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της δυνατότητας ηλεκτρονικής δημοσίευσης των περιλήψεων προγραμμάτων πλειστηριασμού που επισπεύδονται από το Δημόσιο (ΠΟΛ.1210/2014).

Ιδιαιτέρως επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54, κάθε τρίτοςπου επισπεύδει πλειστηριασμό, υποχρεούται, επί ποινή ακυρότητος αυτού, να κοινοποιήσει στον Προϊστάμενο της Δ. Ο.Υ της περιφερείας της κατοικίας και ασκήσεως του επαγγέλματος του οφειλέτου, με δικαστικό επιμελητή, αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού/αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης δέκα ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, προκειμένου περί κινητών, είκοσι δε ημέρες προκειμένου περί ακινήτων.
Β.1.8. Προβλέπεται επίδοση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές (αντί της επίδοσης της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης όπως ίσχυε) καθώς και επίδοση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κινητών στον ενεχυρούχο δανειστή, εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο (βλ. παρ. 3 του άρθρου 995 και το γ'εδάφιο του άρθρου 955 παρ. 2 ΚΠολΔ, αντίστοιχα).
ΚΕΔΕ
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 το πρόγραμμα πλειστηριασμού ακινήτου κοινοποιείται και προς τον τρίτο κύριο, εάν από τα βιβλία μεταγραφών προκύπτει τέτοιος (βλ. και παράγραφο 4 του άρθρου 36 του ΚΕΔΕ και παράγραφο 3 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ ως προς την κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου στον τρίτο κύριο ή νομέα όπως αναλύεται ανωτέρω στην περίπτωση 1.1. περί ΚΕΔΕ).

Β.1.9. Καταργούνται κατηγορίες ακατασχέτων του άρθρου 953 παρ. 3 του ΚΠολΔ
Κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου καταργούνται κατηγορίες ακατάσχετων με αποτέλεσμα να εξαιρούνται πλέον από την κατάσχεση τα πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, και προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία τους.

ΚΕΔΕ
Ήδη το άρθρο 17 του ΚΕΔΕ αναφέρεται σε ακατάσχετα κινητά πράγματα.

Β.1.10. Υιοθετείται και στο δίκαιο της (κοινής) αναγκαστικής εκτέλεσης το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεωνκαι ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες ρυθμίσεις, επιτρέπεται η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος (βλ. παρ. 2 του άρθρου 958 και παρ. 5 του άρθρου 997 του ΚΠολΔ).
ΚΕΔΕ
Ήδη το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεων προβλέπεται και για το Δημόσιο κατά το δίκαιο της διοικητικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 12 (για τα κινητά) και 36 παρ.5 (για τα ακίνητα). Στην περίπτωση αυτή οι εκτελεστικές διαδικασίες βαίνουν παράλληλα και η πρώτη κατακύρωση που θα επιτευχθεί είτε στο πλαίσιο της αναγκαστικής είτε στα πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης ή άλλης διαδικασίας, ματαιώνει τη συνέχιση της διαδικασίας, η οποία με τον τρόπο αυτό καθίσταται ανενεργός

Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού, αναπλειστηριασμού
(κινητών και ακινήτων) και λοιπά συναφή θέματα (2)
Β.2.1. Θεσπίζεται διαφορετικός τρόπος πλειοδοσίας (αναβάθμιση γραπτών προσφορών). Ειδικότερα ο πλειστηριασμός γίνεται μόνο με γραπτές σφραγισμένες προσφορές, ενώ οι προφορικές προσφορές υποβάλλονται μόνο αν οι γραπτές προσφορές είναι ίσες (βλ. παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 959 και παρ. 1 του άρθρου 998 του ΚΠολΔ).
Β.2.2. Μειώνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν μπορεί να διεξαχθεί πλειστηριασμός ή αναπλειστηριασμός, από 1 έως 31 Αυγούστου (αντί από 1 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου όπως ίσχυε), εκτός αν πρόκειται για πράγματα που μπορεί να υποστούν φθορά, καθώς και όταν πρόκειται για πλειστηριασμό πλοίων ή αεροσκαφών (βλ. παρ. 7 του άρθρου 959, παρ. 5 του άρθρου 965 και παρ. 2 και 3 του άρθρου 998 του ΚΠολΔ).
Β.2.3. Προβλέπεται η κατάθεση από κάθε πλειοδότη εγγυοδοσίας ίσης με το 30% (αντί του 100 % αυτής που ίσχυε) της τιμής της πρώτης προσφοράς (βλ. εδάφιο δ', παρ. 1 του άρθρου 965 του ΚΠολΔ).
Β.2.4. Παρέχεται πλέον η δυνατότητα στον υπερθεματιστή να καταβάλει το εκπλειστηρίασμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα (αντί αποκλειστικά μετρητών που ίσχυε) (βλ. εδάφιο α'της παρ. 3 του άρθρου 965  του ΚΠολΔ)
ΚΕΔΕ
Ως προς τους διενεργούμενους κατά τη διοικητική εκτέλεση πλειστηριασμούς
- Εφαρμόζονταν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 17 ν. 3756/2009 (σχετική ΠΟΛ 1055/16-4-2009) σύμφωνα με τις οποίες:
«Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 959, του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 965 και των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάτη καν με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3714/2008, αντίστοιχα, εφαρμόζονται αναλόγως και στους πλειστηριασμούς οι οποίοι διενεργούνται σύμφωνα με το ν.δ 356/1974 (ΚΕΔΕ)».
Με τον παρόντα νόμο (ν. 4335/2015), τα ανωτέρω θέματα ρυθμίζουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 959, του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 965 και των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 998. Συνεπώς, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ και ειδικότερα των άρθρων 21 (προκειμένου περί κινητών) και 42 (προκειμένου περί ακινήτων) που αναφέρονται στον τόπο, χρόνο και διαδικασία πλειστηριασμού αυτών, τροποποιήθηκαν κατά το μέρος αυτών που ρυθμίζεται διαφορετικά με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την έκδοση των σχετικών προγραμμάτων πλειστηριασμού.
- Η απαγόρευση διενέργειας πλειστηριασμών κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου ισχύει και για τους διενεργούμενους κατά τον ΚΕΔΕ πλειστηριασμούς (Γνωμ ΝΣΚ 594/74, ΓνωμΝΣΚ 483/95, ΠΟΛ.1216/95).

Β.2.5. Προβλέπεται η έντοκη κατάθεση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του εκπλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με τους τόκους να προσαυξάνουν το εκπλειστηρίασμα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του (βλ. παρ. 4 του άρθρου 965 του ΚΠολΔ)
Β.2.6. Καταργείται η δημόσια κήρυξη που προβλεπόταν στις καταργηθείσες διατάξεις των άρθρων 963 και 1001 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Β.2.7. Στο πλαίσιο διαδικτυακής (δημοσίευσης) ενημέρωσης μέσα από την ιστοσελίδα δημοσιεύσεωντου Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (deltio.tnomik.gr) καθιερώνεται, επιμελεία του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ανάρτηση:
- στην περίπτωση αναπλειστηριασμού λόγω μη καταβολής του εκπλειστηριάσματος, της περίληψης της πράξης του αναπλειστηριασμού (η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνει το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης) (βλ. εδάφιο θ'της παραγράφου 5 του άρθρου 965 του ΚΠολΔ)
- στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού λόγω ματαίωσης του αρχικού, της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης και της ημέρας του πλειστηριασμού (βλ. εδάφιο γ'της παραγράφου 1 του άρθρου 973 του ΚΠολΔ)
- στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού από άλλον δανειστή, της γνωστοποίησης της δήλωσης επίσπευσης από τον άλλο δανειστή με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (βλ. εδάφιο δ'της παραγράφου 3 του άρθρου 973 του ΚΠολΔ).

ΚΕΔΕ
Ως προς την καθιέρωση της διαδικτυακής ενημέρωσης στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων στην περίπτωση πλειστηριασμού, αναπλειστηριασμού λόγω μη καταβολής του εκπλειστηριάσματος, επίσπευσης πλειστηριασμού λόγω ματαίωσης του αρχικού από τον ίδιο δανειστή ή μετά από δήλωση επίσπευσης από άλλο τρίτο δανειστή, υπενθυμίζεται η υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητας, παντός τρίτου που επισπεύδει πλειστηριασμό να κοινοποιήσει κατ'άρθρο 54 στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ της περιφερείας της κατοικίας και ασκήσεως του επαγγέλματος του οφειλέτου, με δικαστικό επιμελητή, αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού/αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, προκειμένου περί κινητών, είκοσι (20) δε ημέρες προκειμένου περί ακινήτων.

Τρόπος προσδιορισμού της αξίας των κατασχεθέντων ακινήτων
και τιμή πρώτης προσφοράς σύμφωνα με την εμπορική αξία αυτών (3)
Τα κατασχεμένα ακίνητα πλέον εκτιμώνται με βάση την εμπορική αξία αυτών κατά το χρόνο της κατάσχεσης κατ'άρθρο 993 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία ορίζεται και ως τιμή πρώτης προσφοράς κατ'άρθρο 995 παρ. 1 εδάφιο δ'ΚΠολΔ. Πριν την εν λόγω τροποποίηση ίσχυε η κατ'εκτίμηση αξία από το δικαστικό επιμελητή ή τον προσληφθέντα πραγματογνώμονα, η οποία δεν υπολειπόταν της αντικειμενικής αξίας όπου ίσχυε και ο προσδιορισμός της τιμής πρώτης προσφοράς γινόταν στα 2/3 της εκτιμηθείσας αξίας ή στην αντικειμενική αξία αντίστοιχα κατ'άρθρο 993 παρ. 2 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 954, περίπτωση γ'.
Κατ'εφαρμογή της παραγράφου 12 των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 εκδόθηκε το π.δ. 59/2016, με το οποίο καθορίστηκε ο τρόπος προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας αυτής.

ΚΕΔΕ
Εξαιρετικά:
Με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 36 και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 39 ορίζονται αντίστοιχα, ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτωνκατ'εκτίμηση του κατασχόντα ή του πραγματογνώμονα εάν η εκτίμηση αυτών απαιτεί ειδικές γνώσεις και ο προσδιορισμός της τιμής πρώτης προσφοράςστο μισό της εκτιμηθείσας αξίας ή μέχρι και τα 4/5 αυτής ανάλογα με το ύψος οφειλής και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή, όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η τιμή πρώτης προσφοράς, δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης ή κατά το χρόνο έκδοσης του προγράμματος πλειστηριασμού αντίστοιχα.

Σύντμηση προθεσμίας άσκησης αναγγελίας δανειστών (4)
Επήλθε σύντμηση της προθεσμίας για τις αναγγελίες δανειστών με επίδοση τους στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό (αντί της 15ήμερης προθεσμίας μετά τον πλειστηριασμό όπως ίσχυε) ενώ μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση κατ'άρθρο 972 παρ.1 περ. β'ΚΠολΔ.
Με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 3 του ν. 1653/1986, ορίστηκε ότι «3. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 972 αντικαθίσταται ως εξής: "Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το αργότερο σε 15 ημέρες από τον πλειστηριασμό"» και ότι « 5.Οι διατάξεις [..] του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 972 του ΚΠολΔ [..] εφαρμόζονται και στους πλειστηριασμούς οι οποίοι διενεργούνται σύμφωνα με το ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.)». Μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 972 ΚΠολΔ, με το όγδοο άρθρο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 με το οποίο η προθεσμία της αναγγελίας περιορίστηκε στο πενθήμερο πριν από τον πλειστηριασμό, κατά ερμηνευτική προσέγγιση η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 1653/1986 δεν κατέστη ανενεργός και είναι εφαρμοστέα ως προς την παραπομπή στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 972 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετάτην τροποποίησή του με το ν. 4335/2015. Ως εκ τούτου θα πρέπει και η αναγγελία του Δημοσίου να επιδίδεται το αργότερο πέντε ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό.Ιδιαιτέρως επισημαίνεται ότι στο έντυπο της αναγγελίας η αρμόδια Δ.Ο.Υ. πρέπει κάθε φορά να μνημονεύει όλα τα γενικά (και τυχόν ειδικά π.χ υποθήκες) προνόμια με τα οποία εξοπλίζονται οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις του Δημοσίου (βλ. ΠΟΛ.1115/2013), ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή κατάταξη αυτών και να περιορίζονται οι περιπτώσεις ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης ή διανομής.

Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις:
(Α) για την κατάταξη των απαιτήσεων αναγγελθέντων δανειστών
(Β) για την είσπραξη / επιστροφή εκπλειστηριάσματος καταταγέντων δανειστών (5)
(Α)Επαναρρυθμίζεται η σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας, παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, κατ'άρθρο 975 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των δανειστών. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η κατάταξη των ανωτέρω απαιτήσεων, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που τις επιβαρύνουν, στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου αυτού, καθώς και των λοιπών απαιτήσεων του Δημοσίου με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που τις επιβαρύνουν στην πέμπτη τάξη των γενικών προνομίων, ανεξαρτήτως του ληξιπροθέσμου ή μη αυτών (αντί των προβλέψεων της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.δ.356/1974 περί προνομιακής κατάταξης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων από Φ.Π.Α. στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ, των λοιπών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Δημοσίου στην πέμπτη τάξη των γενικών προνομίων και της σύμμετρης κατάταξης των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών του). Περαιτέρω, προβλέπεται πλέον, σε περίπτωση συρροής μη προνομιούχων απαιτήσεων με προνομιούχες ή/και ενέγγυες απαιτήσεις, η ικανοποίηση των πρώτων έως ορισμένο ποσοστό του πλειστηριάσματος (10% ή 30%, κατά περίπτωση), σύμφωνα με το άρθρο 977 ΚΠολΔ (βλ. στη συνέχεια ανάλυση των άρθρων 975 έως 978 ΚΠολΔ).
ΚΕΔΕ
Από τα ανωτέρω προκύπτει σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ για τις περιπτώσεις διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ.

(Β)Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 980, προβλέπεται η δυνατότητα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να ικανοποιήσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με ανακοπή, εφόσον, όμως, προσκομίσουν ισόποση εγγυητική επιστολή «σε πρώτη ζήτηση» τράπεζας που είναι νόμιμα εγκαταστημένη στην Ελλάδα (αντί της δικαστικής απόφασης που απαιτούνταν κατά το προϊσχύον δίκαιο). Περαιτέρω, σε περίπτωση που ευδοκιμήσει τελεσίδικα η ανακοπή κατά του καταταγέντος δανειστή, αυτός υποχρεούται να επιστρέφει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εντόκως το ποσό που εισέπραξε.
Κατόπιν των ανωτέρω νομοθετικών μεταβολών, σε περίπτωση μεταρρύθμισης πίνακα κατάταξης υπέρ του Δημοσίου λόγω ευδοκίμησης (τελεσίδικα) ανακοπής που άσκησε το Δημόσιο κατά της κατάταξης δανειστή, ο οποίος είχε εισπράξει κατά τα ανωτέρω το ποσό για το οποίο είχε καταταγεί, το ποσό αυτό αποδίδεται πλέον στο Δημόσιο εντόκως μετά και την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε αντίθεση με τα μέχρι τώρα ισχύοντα περί ταμειακής βεβαίωσης σε βάρος του αποβληθέντα δανειστή (βλ. ΠΟΛ 1115/2013, ΓνωμΝΣΚ 195/1993 που κοινοποιήθηκε με την 1049682/2982-24/0016/6-5-1993 εγκύκλιό μας).

(Γ)
ΚΑΤ'ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΠολΔ
Α. Κεφάλαιο Πρώτο: Γενικές διατάξεις
ΚΠολΔ - άρθρο 933 [Ανακοπές του άρθρου 933 και προθεσμία έκδοσης απόφασης]
Με τη νέα διάταξη του άρθρου 933 ορίζεται ότι αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η κλήτευση για τη συζήτηση της ανακοπής γίνεται προ είκοσι (20) ημερών από τη συζήτηση. Ως απώτερος χρόνος νια την έκδοση απόφασης επί, της ανακοπής ορίζεται το χρονικό διάστημα των εξήντα (60) ημερών από τη συζήτηση αυτής (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν.4335/2015).
Β. Κεφάλαιο Τρίτο: Κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη
1. ΚΠολΔ - άρθρο 953 [Κατάσχεση κινητών. Ακατάσχετα και τροποποιήσεις αυτών]
Με τις νέες διατάξεις διευκρινίζεται ότι αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη μπορεί να είναι και κινητό πράγμα, το οποίο έχει ήδη κατασχεθεί και βρίσκεται στα χέρια του μεσεγγυούχου, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 956 ΚΠολΔ (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015). Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, καταργούνται κατηγορίες ακατάσχετων με αποτέλεσμα να εξαιρούνται από την κατάσχεση πλέον τα πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, και προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία τους (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 ν.4335/2015).
Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 17 του ΚΕΔΕ περί ακατάσχετων.
2. ΚΠολΔ - άρθρο 954 [Χρόνος διενέργειας πλειστηριασμού. Διαδικτυακή δημοσίευση της απόφασης επί της ανακοπής για τη διόρθωση έκθεσης κατάσχεσης]
Με τις τροποποιηθείσες παραγράφους 2 και 4 προβλέπεται ότι η ημέρα του πλειστηριασμού, η οποία εμπεριέχεται στην κατασχετήρια έκθεση, ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή. Με τις προγενέστερες διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 959 οριζόταν ότι ο πλειστηριασμός κινητών δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Η ανακοπή για τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης (ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή της πρώτης προσφοράς) είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (από πέντε (5) που ίσχυε). Η απόφαση επί της ανακοπής πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00'το μεσημέρι της δέκατης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας (αντί της προηγούμενης ημέρας που ίσχυε) και αναρτάται την ίδια ημέρα με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 ν.4335/2015).
- Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 993 οι διατάξεις 2 έως 4 του άρθρου 954 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλογικά και για την κατάσχεση ακινήτων. Με τις προγενέστερες διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 998 του ΚΠολΔ οριζόταν ότι ο πλειστηριασμός ακινήτων δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν σαράντα (40) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης.

3. ΚΠολΔ - άρθρο 955 [Επιδόσεις της κατασχετήριας έκθεσης. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης και διαδικτυακή δημοσίευση αυτής. Υποχρέωση αναγραφής ΑΦΜ]
Με τη διάταξη του άρθρου 955, όπως τροποποιείται, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της προδικασίας πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων. Η προθεσμία για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης, σε περίπτωση απουσίας του καθ'ου ή αδυναμίας άμεσης κατάρτισης αντιγράφου κατά το χρόνο περάτωσής της, περιορίζεται σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση (αντί των οκτώ (8) ημερών, όπως ίσχυε) όταν η έδρα του καθ'ου είναι εκτός της περιφέρειας του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση. Μέσα στην ίδια πενθήμερη προθεσμία η κατασχετήρια έκθεση επιδίδεται στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου, ενώ μέσα σε οκτώ (8) ημέρες γίνονται οι καταθέσεις των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Λόγω της κατάργησης της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του άρθρου 960 και της προβλεπόμενης σε αυτό δημοσίευσης σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, για την κάλυψη της ανάγκης δημοσιότητας του πλειστηριασμού, απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης (το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που κατά το ισχύον καθεστώς περιέχει η [καταργηθείσα] περίληψη καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου των υπέρ ου και καθ'ου η εκτέλεση) εκδίδεται και αναρτάται από τον δικαστικό επιμελητή σε δέκα (10) ημέρες από την κατάσχεση στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμού του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων. Το απόσπασμα αυτό, εντός της ίδιας προθεσμίας επιδίδεται στον ενεχυρούχο δανειστή εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 ν.4335/2015 και π.δ.67/17.9.2016 (ΦΕΚ Α', αρ. φύλλου 110).
- Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 54 του ΚΕΔΕ (όπως αναλύεται ανωτέρω περίπτωση Β.1.7).
4. ΚΠολΔ - άρθρα 958 [Νέο σύστημα πολλαπλών κατασχέσεων κινητών]
Σύμφωνα με την αντικατασταθείσα παράγραφο 2 του άρθρου 958 προβλέπεται πλέον η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων από περισσότερους δανειστές του ιδίου οφειλέτη επί του ιδίου κινητού πράγματος. Με τις σχετικές διατάξεις ορίζεται ότι κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργείται ξεχωριστά και δεν επηρεάζει η μια την άλλη. Αναφορικά με τα έξοδα εκτέλεσης δεν επιτρέπεται η αναζήτηση εξόδων που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 ν.4335/2015).
- Σχετικό το άρθρο 12 του ΚΕΔΕ περί του συστήματος πολλαπλών κατασχέσεων επί κινητών για το Δημόσιο (όπως αναλύεται ανωτέρω περίπτωση Β.1.10)
5. ΚΠολΔ - άρθρο 959 [Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία πλειστηριασμού κινητών. Νέο χρονικό διάστημα απαγόρευσης διενέργειας πλειστηριασμού]
Σύμφωνα με την τροποποιηθείσα παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, στο α'εδάφιο ορίζεται ότι ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων. Ο πλειστηριασμός γίνεται με την υποβολή γραπτών και ενσφράγιστων προσφορών και στη συνέχεια διαδοχικών προφορικών προσφορών κατά την παρ. 4. Οι υποψήφιοι πλειοδότες οφείλουν με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, να διορίσουν αντίκλητο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου του πλειστηριασμού, στον οποίο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις που αφορούν την εκτέλεση. Οι προσφορές κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου υποβάλλονται την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα του πλειστηριασμού κατά τις ώρες 10 (από 9 που ίσχυε) το πρωί έως 2 το απόγευμα, με σύνταξη σχετικής πράξης είτε την ημέρα του πλειστηριασμού στον τόπο του από τις 4 έως τις 5 το απόγευμα, οπότε καταχωρίζονται στην έκθεση του πλειστηριασμού. Η διαδικασία του πλειστηριασμού είναι γραπτή. Αν οι περισσότερες αυτές προσφορές είναι ίσες, τότε η διαδικασία συνεχίζεται με την υποβολή προφορικών προσφορών προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Περαιτέρω, προστέθηκε νέα παράγραφος 7, σύμφωνα με την οποία ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από την 1η έως την 31η Αυγούστου (αντί από 1 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου όπως ίσχυε), εκτός εάν πρόκειται για πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά καθώς και όταν πρόκειται για πλειστηριασμό πλοίων ή αεροσκαφών.


- Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 998 του ΚΠολΔ, οι διατάξεις της παραγράφου 1 εδάφια β'και δ'του άρθρου 959 του ΚΠολΔ καθώς και των παραγράφων 2 έως 5 του ιδίου άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά και στον πλειστηριασμό ακινήτων (βλ. στη συνέχεια ανάλυση των ανωτέρω άρθρων).
- Σχετική σημείωση ανωτέρω μετά την περίπτωση Β.2.4. περί ΚΕΔΕ για τον τόπο, το χρόνο και τη διαδικασία πλειστηριασμού ως προς τους διενεργούμενους κατά τη διοικητική εκτέλεση πλειστηριασμούς.

6. ΚΠολΔ - άρθρο 960 [Κατάργηση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης κινητών]Το άρθρο 960 για την κατάσχεση κινητών καταργείται καθώς με τη νέα διαδικασία της εκτέλεσης δεν υφίσταται πλέον ανάγκη για σύνταξη περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης και κοινοποίηση αυτής (όπως αναλύεται ανωτέρω περίπτωση 1.6). Αντίστοιχα για την κατάσχεση ακινήτων βλ. στη συνέχεια κατάργηση του άρθρου 999 του ΚΠολΔ.
7. ΚΠολΔ - άρθρο 963 [Κατάργηση δημόσιας κήρυξης επί πλειστηριασμού κινητών]
Καταργείται η κήρυξη από κήρυκα στον τόπο του πλειστηριασμού (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.1 ν.4335/2015).

8. ΚΠολΔ - άρθρο965 [Κατακύρωση. Μη καταβολή εκπλειστηριάσματος. Αναπλειστηριασμός. Ακατάσχετο εκπλειστηριάσματος]
Στη διάταξη του άρθρου 965 επιφέρονται τροποποιήσεις σε επιμέρους ζητήματα της διαδικασίας. Ειδικότερα:
α) Σύμφωνα με το εδάφιο δ'της πρώτης παραγράφου όπως αυτό τροποποιήθηκε η εγγυοδοσία του πλειοδότη περιορίζεται στο τριάντα τοις εκατό (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυοδοσίας, θα διενεργηθεί αναπλειστηριασμός για το υπόλοιπο της τιμής της πρώτης προσφοράς
β) Κατά την παράγραφο 3 το εκπλειστηρίασμα μπορεί να καταβληθεί πλέον και με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα και όχι έκδοσης του υπερθεματιστή γ) Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου αυτού και από την έναρξη ισχύος της, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό να καταθέσει εντόκωςτο εκπλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και οι τόκοι προσαυξάνουν το εκπλειστηρίασμα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015).

- Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 1003, οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 7 του άρθρου 965 εφαρμόζονται αναλόγως και επί πλειστηριασμού ακινήτων.
9. ΚΠολΔ - άρθρο 972 [Αναγγελία. Διατυπώσεις και σύντμηση προθεσμίας]
Στην τροποποιηθείσα παρ.1 περ. β'του άρθρου 972 ορίζεται ότι η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό (αντί δέκα πέντε (15) ημέρες που ίσχυε μετά τον πλειστηριασμό) και μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015).
10. ΚΠολΔ - άρθρο 973 [Δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού]
Στη διάταξη του άρθρου αυτού επέρχονται τροποποιήσεις για επιμέρους λεπτομέρειες για την περίπτωση εκείνη που ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί και επισπεύδεται πάλι με δήλωση. Ειδικότερα:
α) Στην τροποποιηθείσα παράγραφο 1 ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός δεν έγινε για οποιονδήποτε λόγο την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωσηπου κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δύο (2) μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημέρα αυτή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών (3) ημερών μεριμνά ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμώντου Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
β) Στα τροποποιηθέντα εδάφια β', γ'και ε'της παραγράφου 3 προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ένας δανειστής, διαφορετικός από τον επισπεύδοντα, θέλει να συνεχίσει τον πλειστηριασμό και έχει επιβάλει και ο ίδιος κατάσχεση, τότε η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης, η οποία συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού κατ'εφαρμογή της παραγράφου 1, επιδίδεται μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών μεριμνά για την ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης καθώς και της ημέρας του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. γ) Στη νέα παράγραφο 6 προβλέπεται ότι εάν για οποιονδήποτε λόγο προκύψουν αντιρρήσεις που αφορούν στο κύρος της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, αυτές ασκούνται
με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, αρχομένης από την ημέρα ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε έναν (1) μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της ανακοπής.

- Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 54 του ΚΕΔΕ (όπως αναλύεται ανωτέρω περίπτωση Β.1.7). Επιπροσθέτως βλ. και περίπτωση Β.2.7.
11. ΚΠολΔ - άρθρο 975 [Επανακαθορισμός κατάταξης απαιτήσεων του Δημοσίου στα γενικά προνόμια] σε συνδυασμό με το άρθρο 1007 του ΚΠολΔ.
Μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού επαναρρυθμίζεται η ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου και ειδικότερα:
- οι απαιτήσεις από φόρο προστιθέμενης αξίας, παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους (ληξιπρόθεσμες και μη), με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που τις επιβαρύνουν, κατατάσσονται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων μαζί με τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου αυτού (αντί των προβλέψεων της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974 περί προνομιακής κατάταξης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων από Φ.Π.Α. στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ, των λοιπών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από παρακρατούμενους φόρους, στην πέμπτη τάξη των γενικών προνομίων και της σύμμετρης κατάταξης των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών του).
- οι απαιτήσεις (ληξιπρόθεσμες και μη) του Δημοσίου από κάθε άλλη (πλην των προαναφερομένων) αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, κατατάσσονται στην πέμπτη σειρά των γενικών προνομίων (αντί των ήδη προαναφερθεισών διατάξεων του πρώτου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974, σύμφωνα με τις οποίες όλες οι ληξιπρόθεσμες μέχρι την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού απαιτήσεις του Δημοσίου από κάθε αιτία κατατάσσονται στην πέμπτη σειρά των γενικών προνομίων, ενώ οι μη ληξιπρόθεσμες από κάθε αιτία απαιτήσεις του κατατάσσονται συμμέτρως).

Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις περί κατάταξης του ΚΠολΔ (άρθρα 975 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1007 ΚΠολΔ) εφαρμόζονται και σε περίπτωση πτώχευσης, μόνο εφόσον σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη διενεργείται -κατ'εξαίρεση- ατομική αναγκαστική εκτέλεση (από ενέγγυο πιστωτή βάσει του άρθρου 26 του Πτωχευτικού Κώδικα [ΠτΚ], σε συνδυασμό με το άρθρο 147, παρ. 1 αυτού). Αντίθετα, σε περίπτωση πτωχευτικής εκκαθάρισης που διενεργείται από το σύνδικο της πτώχευσης, έχουν εφαρμογή οι (παρομοίου, αλλά όχι ταυτόσημου περιεχομένου) διατάξεις των άρθρων 154 επ. του ΠτΚ (βλ. σχετική ΠΟΛ 1066/2016). Όπως προκύπτει από τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, οι σχετικές νέες διατάξεις του ΚΠολΔ, σε περίπτωση ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος πτωχευτικής περιουσίας, εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται, δηλαδή η σχετική πτωχευτική απόφαση εκδίδεται, από 1/1/2016.
- Σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ για τις περιπτώσεις διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ.
12. ΚΠολΔ - άρθρο 977 [Επανακαθορισμός κατάταξης Δημοσίου απαιτήσεων με γενικά και ειδικά προνόμια και μη προνομιούχων απαιτήσεων]σε συνδυασμό με το άρθρο 1007 του ΚΠολΔ.
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 977 προβλέπεται για πρώτη φορά η ικανοποίηση από το εκπλειστηρίασμα και των μη προνομιούχων απαιτήσεων (σε ποσοστό δέκα τοις εκατό [10%] ή και τριάντα τοις εκατό [30%] του ποσού του εκπλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, κατά περίπτωση). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, σκοπός των νέων διατάξεων είναι να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του εκπλειστηριάσματος. Ειδικότερα, με τις ως άνω διατάξεις επέρχονται οι ακόλουθες κυριότερες νομοθετικές μεταβολές:
Σε περίπτωση συρροής γενικών και ειδικών προνομίων (των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ) καθώς και μη προνομιούχων απαιτήσεων, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια) ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 (γενικά προνόμια) έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του εκπλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Σε περίπτωση συρροής μόνο απαιτήσεων του άρθρου 975 (γενικά προνόμια) και μη προνομιούχων απαιτήσεων, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του εκπλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχες ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως. Τέλος, σε περίπτωση συρροής απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια) και μη προνομιούχων απαιτήσεων, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του εκπλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Κατά τα λοιπά βλ. άρθρο 977, όπως ισχύει.

- Σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ για τις περιπτώσεις διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ.
13. ΚΠολΔ - άρθρο 978 [Τυχαία κατάταξη]σε συνδυασμό με το άρθρο 1007 του ΚΠολΔ.
Στην παράγραφο 1 προστίθεται εδάφιο στο οποίο ορίζεται ότι με την προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής «σε πρώτη ζήτηση» τράπεζας που είναι νόμιμα εγκαταστημένη στην Ελλάδα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται πλέον να ικανοποιήσει τον δανειστή, η απαίτηση του οποίου κατατάχθηκε τυχαία. Σε περίπτωση που δεν πληρωθεί ο όρος υπό τον οποίο τελεί η τυχαία κατάταξη, ο δανειστής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το ποσό που εισέπραξε. Τέλος, για τις τυχαίως καταταγείσες απαιτήσεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατάταξης πως κατανέμεται το ποσό της απαίτησης, με την προσθήκη πλέον των αναλογούντων τόκων, αν αυτές παύσουν να υφίστανται (ματαιωθούν).
- Σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ για τις περιπτώσεις διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ.
14. ΚΠολΔ - άρθρο 980 [Διανομή εκπλειστηριάσματος]
Αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 980 και παρέχεται πλέον η δυνατότητα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να ικανοποιήσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με ανακοπή υπό την προϋπόθεση προσκόμισης ισόποσης εγγυητικής επιστολής «σε πρώτη ζήτηση» τράπεζας που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδααντί της δικαστικής απόφασης που απαιτούνταν κατά το προϊσχύον δίκαιο. Σε περίπτωση τελεσίδικης ευδοκίμησης της ανακοπής ο δανειστής υποχρεούται να επιστρέψει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εντόκως το ποσό που εισέπραξε.
- Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 58 του ΚΕΔΕ περί ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (ΠΟΛ.1115/2013)
Δ. Κεφάλαιο Τέταρτο: Κατάσχεση στα χέρια τρίτου
1. ΚΠολΔ - άρθρο 983 [Προϋποθέσεις άρσης απορρήτου τραπεζικών καταθέσεων και άυλων μετοχών]
Προστίθεται παράγραφος 5 σύμφωνα με την οποία «Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για τα χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή.» (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.3 Ν. 4335/2015). Με την αναφερόμενη ως άνω προσθήκη, εντάσσεται το περιεχόμενο της σχετικής ρύθμισης του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 στον ΚΠολΔ, χωρίς όμως να καταργείται η διάταξη αυτή.
- Το ανωτέρω άρθρο 24 του ν.2915/2001 ήδη εφαρμοζόταν και για τις κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 30, 30Α και 30Β του ΚΕΔΕ.
2. ΚΠολΔ - άρθρο 985 [Υποχρέωση δήλωσης πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου περί ακατάσχετης απαίτησης]
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται πλέον ρητά ότι, όταν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος τούτο πρέπει να δηλώσει, αν υφίσταται στα χέρια του ακατάσχετη απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 982 παράγραφος 2 στοιχ. γ'και δ' [(γ)απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης κ.τ.λ., καθώς και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, (δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών κ.τ.λ.) (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015)]
- Σχετικές οι διατάξεις των άρθρων 30Α, 30Β και 32 του ΚΕΔΕ για τη δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος
Ε. Κεφάλαιο Πέμπτο: Κατάσχεση ακινήτων, πλοίων ή αεροσκαφών του οφειλέτη
1. ΚΠολΔ - άρθρο 993 [Προσδιορισμός της αξίας του ακινήτου σύμφωνα με την εμπορική του αξία]
Με τη νέα ρύθμιση που εισάγεται ορίζεται ότι για την εκτίμηση της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης από τον δικαστικό επιμελητή - ο οποίος για το σκοπό αυτό υποχρεούται πλέον να προσλάβει πιστοποιημένο εκτιμητή - αντί της εκτιμηθείσας αξίας από τον δικαστικό επιμελητή -ή τον προσληφθέντα πραγματογνώμονα - η οποία πάντως δεν μπορούσε να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας κατά το προϊσχύον δίκαιο (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 και άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 12 ν. 4335/2015).
Σχετικό το υπ'αρ. π.δ. 59/2016 (ΦΕΚ Α'/27.5.2016)το οποίο καθορίζει τον τρόπο προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και καθορίζει το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας.

- Σχετικές οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 36 και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 39 του ΚΕΔΕ όπως εκτίθενται ανωτέρω στην περίπτωση Β.3. (Τρόπος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και τιμή πρώτης προσφοράς)
2. ΚΠολΔ - άρθρο 995 [Επιδόσεις της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου- πλοίου- αεροσκάφους]
Στη διάταξη αυτή επιφέρονται τροποποιήσεις αναφορικά με τις επιδόσεις της κατασχετήριας έκθεσης σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτου. Έτσι, η προθεσμία για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης, σε περίπτωση απουσίας του καθ'ου ή αδυναμίας άμεσης κατάρτισης αντιγράφου κατά το χρόνο περάτωσής της, περιορίζεται σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση όταν η έδρα του καθ'ου είναι εκτός της περιφέρειας του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση.Ως τιμή πρώτης προσφοράς ορίζεται η εμπορική αξία του ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης. Περαιτέρω, μέσα στην ίδια προθεσμία των πέντε (5) ημερών από την κατάσχεση γίνεται η επίδοση στο υποθηκοφυλακείο, Κτηματολόγιο ή νηολόγιο κ.τ.λ., ενώ μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάσχεση γίνονται οι καταθέσεις των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες γίνεται η δημοσίευση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης που περιλαμβάνει και τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) του υπέρ ου και καθ'ου η εκτέλεση. Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Τέλος, με τις νέες διατάξεις ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού έγγραφο σημείωμα στο οποίο καθορίζονται ημέρες και ώρες επίσκεψης από υποψήφιους πλειοδότες του ακινήτου που κατασχέθηκε, το αργότερο επτά (7) ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η επίσκεψη πραγματοποιείται με τη συνοδεία του δικαστικού επιμελητή. Το σημείωμα συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το περιεχόμενό του δημοσιεύεται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 4 στην ανωτέρω ιστοσελίδα. (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015)
- Σχετικό το υπ'αρ. π.δ. 59/2016 το οποίο καθορίζει τον τρόπο προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και καθορίζει το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας.
- Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 54 του ΚΕΔΕ (όπως αναλύεται ανωτέρω περίπτωση Β.1.7).
3. ΚΠολΔ - άρθρο 997 [Συνέπειες της κατάσχεσης ως προς την εκμίσθωση του κατασχεθέντος ακινήτου. Νέο σύστημα πολλαπλών κατασχέσεων ακινήτων]
Με τις νέες διατάξεις, μετά την κατάσχεση του ακινήτου, η εκμίσθωσή του από τον οφειλέτη ή τον τρίτο κύριο ή νομέα ή η παραχώρηση της χρήσης ή κατοχής του με βάση άλλη έννομη σχέση μπορεί να καταγγελθεί από τον υπερθεματιστή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός (αντί τριών (3) μηνών που ίσχυε) από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την καταγγελία αυτή η μίσθωση ή άλλη έννομη σχέση λύεται μετά από δύο (2) μήνες (αντί εξάμηνου που ίσχυε) και χωρεί η κατά το άρθρο 1005 παράγραφος 2 εκτέλεση. Δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κατά το άρθρο 615 ΑΚ δεν θίγεται και η περίληψη εκτελείται κατά του μισθωτή αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν αφότου η περίληψη επιδοθεί στο μισθωτή. Όπως και στα κινητά, δυνατή είναι πλέον και η πολλαπλή κατάσχεση ακίνητου (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 Ν.4335/2015)
- Σχετική η παράγραφος 5 του άρθρου 36 του ΚΕΔΕ περί του συστήματος πολλαπλών κατασχέσεων επί ακινήτων για το Δημόσιο (βλ. ανωτέρω περίπτωση Β.1.10)
4. ΚΠολΔ - άρθρο 998 [Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία πλειστηριασμού ακινήτων. Νέο χρονικό διάστημα απαγόρευσης διενέργειας πλειστηριασμού.]
Σύμφωνα με την τροποποιηθείσα παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οι διατάξεις της παραγράφου 1 εδάφιο β'και δ'του άρθρου 959, καθώς και των παραγράφων 2 έως 5 του ίδιου άρθρου (κύρια διαδικασία πλειστηριασμού κινητών) εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμού ακινήτων (βλ. ανωτέρω περίπτωση Β.5). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 6, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, το δικαστήριο του άρθρου 933, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί πλέον να επιτρέψει να πουληθεί ελεύθερα το ακίνητο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με τίμημα το οποίο ορίζεται από το δικαστήριο, το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό με ταυτόχρονη εξόφληση του τιμήματος. Αν η πώληση δεν πραγματοποιηθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο, ο πλειστηριασμός διεξάγεται κατά την ορισθείσα ημερομηνία. Τέλος, κατά την τροποποιηθείσα παράγραφο 2, περιορίζεται ο χρόνος απαγόρευσης του πλειστηριασμού στο διάστημα από 1 Αυγούστου έως 31 Αυγούστου (αντί από 1 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου όπως ίσχυε). Η ανωτέρω απαγόρευση δεν ισχύει όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη (άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 Ν. 4335/2015).
- Σχετική σημείωση ανωτέρω μετά την περίπτωση Β.2.4. περί ΚΕΔΕ για τον τόπο, το χρόνο και τη διαδικασία πλειστηριασμού ως προς τους διενεργούμενους κατά τη διοικητική εκτέλεση πλειστηριασμούς.
5. ΚΠολΔ - άρθρο 1000 [Αναστολή πλειστηριασμού]
Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 1000, αντικαθίσταται η προθεσμία κατάθεσης αίτησης για αναστολή διενέργειας του πλειστηριασμού από τον οφειλέτη και ειδικότερα ορίζεται διάστημα δεκαπέντε (15) τουλάχιστον εργασίμων ημερών (αντί πέντε (5) όπως ίσχυε) πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού εντός του οποίου κατατίθεται η ανωτέρω αίτηση επί ποινή απαραδέκτου. Περαιτέρω στο πλαίσιο χορήγησης της αναστολής, καταργήθηκε πλέον η δυνατότητα του δικαστηρίου να ορίσει σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως καταβλητέο, ποσό μικρότερο του ενός τετάρτου (τουλάχιστον) του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου. Η απόφαση για την αναστολή εκδίδεται πλέον έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού και γνωστοποιείται αυθημερόν στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ορίζεται ρητά ότι η καταβολή γίνεται υποχρεωτικά μέχρι την 10.00 πρωινή της ημέρας διεξαγωγής του πλειστηριασμού και αν αυτή δεν γίνει ο πλειστηριασμός διεξάγεται κανονικά. Τέλος, καταργήθηκε η δυνατότητα χορήγησης δεύτερης αναστολής για έκτακτους λόγους στην περίπτωση που με την αρχική αναστολή δεν είχε εξαντληθεί το εξάμηνο και όχι πάνω από το όριο των έξι (6) μηνών συνολικά από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού.
6. ΚΠολΔ - άρθρο 1001 [Κατάργηση δημόσιας κήρυξης επί πλειστηριασμού ακινήτων]
Καταργείται η κήρυξη από κήρυκα στον τόπο του πλειστηριασμού.

7. ΚΠολΔ - άρθρο 1009 [Τύχη επαγγελματικής μίσθωσης μετά την κατακύρωση]
Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 1009 ρυθμίζονται λεπτομέρειες αναφορικά με το δικαίωμα του υπερθεματιστή να καταγγείλει τη μίσθωση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου που ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης.

8. ΚΠολΔ - άρθρο 1011 [Χρόνος επίδοσης αντιγράφου κατασχετήριας έκθεσης πλοίου]
Με τη μερική τροποποίηση του άρθρου 1011 σχετικά με τη διαδικασία κατάσχεσης πλοίου, προβλέπεται το διάστημα των τριών (3) ημερών από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση (αντί δύο [2] όπως ίσχυε) εντός του οποίου επιδίδεται αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό πρόσωπα.

- Σχετικές οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 39 καθώς και των άρθρων 48 και 49 του ΚΕΔΕ (όπως αναλύεται ανωτέρω περιπτώσεις Β.1.1. και Β.1.2.)
9. ΚΠολΔ - άρθρο 1011Α [Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία πλειστηριασμού πλοίου]
Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1011Α εισάγονται ειδικές διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται λεπτομέρειες για τους πλειστηριασμούς πλοίων και αεροπλάνων, κατ'απόκλιση από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του πλειστηριασμού κινητών/ακινήτων λόγω της φύσης του αντικειμένου της εκτέλεσης.
Ειδικότερα:
α) ως ημερομηνία διεξαγωγής του πλειστηριασμού πλοίου ορίζεται η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο σαράντα (40) ημερών από την κατάσχεση,
β) ορίζονται ειδικές προθεσμίες για την άσκηση ανακοπής των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 934 και της παραγράφου 4 του άρθρου 954 ΚΠολΔ, καθώς και για την υποβολή αίτησης αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολΔ, στο πλαίσιο επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης πλοίου. Η απόφαση δημοσιεύεται μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν από τον πλειστηριασμό,
γ) ορίζεται ως νέα ημέρα του πλειστηριασμού η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης επί της ανακοπής της παραγράφου 4 του άρθρου 954 ΚΠολΔ και η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά τη λήξη της χορηγηθείσας αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολΔ,
δ) εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν έγινε ο πλειστηριασμός του πλοίου κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται σύμφωνα με το άρθρο 973 ΚΠολΔ και νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο είκοσι (20) ημερών μετά τη δήλωση συνεχίσεως.

(Δ)
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Σύμφωνα με το άρθρο ένα άρθρο ένατο του νόμου αυτού, οι μεταβατικές και άλλες διατάξεις που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση είναι οι αριθμ. 3, 5, 11 έως 16.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


+++++++++++++++++++++++++++++++++++
  Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ανάλογα με το είδος της εκτελούμενης απαίτησης


ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ/ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ



I. Αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση/απόδοση κινητού πράγματος (άμεση, άρθρ. 941)

1. Προδικασία

– Επίδοση στον καθ’ ου αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου (άρθρ. 904) με επιταγή προς εκτέλεση (άρθρ. 924).

– Πάροδος τριών εργασίμων ημερών (άρθρ. 926 § 1)

2. Κύρια διαδικασία

– Αφαίρεση κινητού από το δικαστικό επιμελητή και παράδοση αυτού στον επισπεύδοντα (άρθρ. 941 § 1).

– Σύνταξη έκθεσης αφαίρεσης/παράδοσης από το δικαστικό επιμελητή (άρθρ. 931 § 1).

– Εναλλακτικά δόση βεβαιωτικού όρκου (άρθρ. 941 § 2).

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της επιταγής για ελαττώματα αυτής πριν την επιβολή της πράξης της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 933 § 1, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της αφαίρεσης/παράδοσης για λόγο που αφορά τον τίτλο ή την επιταγή (άρθρ. 933 § 1, 933 § 2, 934 § 1 α).

– Ανακοπή κατά της αφαίρεσης/παράδοσης για λόγο που αφορά την ίδια την πράξη (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 γ= εξάμηνο, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της αφαίρεσης/παράδοσης για λόγο που αφορά την απαίτηση (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 γ= εξάμηνο).



ΙΙ. Αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση/απόδοση ακινήτου πράγματος (άμεση, άρθρ. 943)

1. Προδικασία

– Επίδοση στον καθ’ ου αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου (άρθρ. 904) με επιταγή προς εκτέλεση (άρθρ. 924).

– Πάροδος 3 εργασίμων ημερών (άρθρ. 926 § 1).

2. Κύρια διαδικασία

– Αποβολή καθ’ ου από το δικαστικό επιμελητή και εγκατάσταση επισπεύδοντος (άρθρ. 943 § 1).

– Σύνταξη έκθεσης αποβολής/εγκατάστασης από το δικαστικό επιμελητή (άρθρ. 931 § 1).

– Κοινοποίηση στον καθ’ ου αντιγράφου της έκθεσης αποβολής-εγκατάστασης, αυθημερόν/εντός 30 ημερών (άρθρ. 943 § 4).

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της επιταγής για ελαττώματα αυτής πριν από την επιβολή της πράξης της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 933 § 1, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της αποβολής/εγκατάστασης για λόγο που αφορά τον τίτλο ή την επιταγή (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 α).

 – Ανακοπή κατά της αποβολής/εγκατάστασης για λόγο που αφορά την ίδια την πράξη (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 γ= εξάμηνο, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά αποβολής/εγκατάστασης για λόγο που αφορά την απαίτηση (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 γ= εξάμηνο).

Παρέκβαση– Τύχη κινητών ευρισκόμενων στο ακίνητο, που δεν συνιστούν αντικείμενο εκτέλεσης (άρθρ. 943 §§ 2, 3, 6).



ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΛΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ/ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ –ΑΝΟΧΗΣ/ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ



Ι. Αναγκαστική Εκτέλεση για την επιχείρηση αντικαταστατής πράξης (αναπληρωματική, άρθρ. 945)

1η Εναλλακτική

1. Προδικασία

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου, στον οποίο περιλαμβάνεται η υποχρέωση (άρθρ. 904) με επιταγή προς διενέργεια της πράξης (άρθρ. 924 § 1).

– Πάροδος τριήμερης προθεσμίας (άρθρ. 926 § 1).

2. Κύρια διαδικασία

– Διενέργεια πράξης από τρίτο πρόσωπο – Σύνταξη έκθεσης δικαστικού επιμελητή για διενέργεια πράξης μέσω τρίτου.

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της επιταγής για ελαττώματα της ίδιας (άρθρ. 933 § 1, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της πράξης της κύριας διαδικασίας για ελαττώματα τίτλου ή επιταγής (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 α).

– Ανακοπή κατά πράξης της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 933, 934 § 1 γ= εξάμηνο).

4. Διαδικασία εκτέλεσης για την είσπραξη της καταβληθείσας δαπάνης

– Απόκτηση εκτελεστού τίτλου για το χρηματικό ποσό, που καταβλήθηκε στον τρίτο για την επιχείρηση της πράξης.

– Αναγκαστική εκτέλεση του τίτλου κατά του καθ’ ου με βάση τις διατάξεις για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.

– Άμυνα καθ’ ου όπως στις χρηματικές απαιτήσεις.

2η Εναλλακτική

– Αγωγή για δικαστική καταδίκη εναγομένου α) στην επιχείρηση της πράξης και β) στην ταυτόχρονη καταδίκη του στην  προκαταβολή της δαπάνης.

1. Προδικασία

– Επίδοση αντιγράφου του απογράφου της δικαστικής απόφασης με επιταγή προς επιχείρηση της πράξης (άρθρ. 924).

– Πάροδος τριήμερης προθεσμίας (άρθρ. 926 § 1).

2. Κύρια διαδικασία

– Διενέργεια πράξης από τρίτο πρόσωπο – Σύνταξη έκθεσης δικαστικού επιμελητή για διενέργεια πράξης μέσω τρίτου.

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της επιταγής για ελαττώματα της ίδιας πριν από την έναρξη της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 933 § 1, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της πράξης της κύριας διαδικασίας για ελαττώματα τίτλου ή επιταγής (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 α).

– Ανακοπή κατά πράξης της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 933, 934 § 1 γ).

4. Διαδικασία εκτέλεσης για την είσπραξη της δαπάνης.

– Αναγκαστική εκτέλεση της διάταξης που καταδικάζει την προκαταβολή του ποσού της δαπάνης,  με βάση τις διατάξεις για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.

– Άμυνα καθ’ ου όπως στις χρηματικές απαιτήσεις.

Παρέκβαση – Δυνατότητα aυτοτελούς δικαστικής επιδίωξης καταβολής της διαφοράς της δαπάνης (άρθρ. 945 § 2 εδ. β).

ΙΙ. Αναγκαστική Εκτέλεση για την επιχείρηση αναντικατάστατης πράξης (έμμεση, άρθρ. 946)

1ο Στάδιο: Απόκτηση εκτελεστού τίτλου για την επιχείρηση της πράξης

– Αγωγή για δικαστική καταδίκη του εναγομένου σε επιχείρηση της πράξης και αυτεπάγγελτη καταδίκη εναγομένου σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, για την περίπτωση που δεν θα την εκτελέσει.

2ο Στάδιο: Εκτελεστική διαδικασία

1. Προδικασία

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της δικαστικής απόφασης με επιταγή προς επιχείρηση της πράξης (άρθρ. 924).

– Πάροδος τριήμερης προθεσμίας (άρθρ. 926 § 1).

2. Κύρια διαδικασία

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της δικαστικής απόφασης με επιταγή προς πληρωμή της χρηματικής ποινής/ επιβολής προσωπικής κράτησης (άρθρ. 924).

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά επιταγής προς επιχείρηση της πράξης (άρθρ. 933 § 1,933 § 2-584).

3ο Στάδιο: Εκτελεστική διαδικασία για την είσπραξη της χρηματικής ποινής και την προσωποκράτηση του οφειλέτη

– Εκτέλεση της διάταξης της απόφασης που καταδικάζει στη χρηματική ποινή κατά τις διατάξεις για την εκτέλεση χρηματικών απαιτήσεων.

 – Εκτέλεση της διάταξης της απόφασης που καταδικάζει στην προσωπική κράτηση κατά τα άρθρ. 1047 επ.

– Ανακοπή κατά της επιταγής για καταβολή χρηματικής ποινής/προσωποκράτησης (α) για λόγους που αφορούν τον τίτλο, προδικασία (άρθρ. 933, 934 § 1 α).

– Ανακοπή κατά της επιταγής για λόγους που αφορούν την επιχείρηση πράξης (άρθρ. 933, 934 § 1 β).

-Ανακοπή κατά της κατάσχεσης, κατά τις διατάξεις για τις χρηματικές απαιτήσεις.



ΙΙΙ. Αναγκαστική εκτέλεση για την παράλειψη ή ανοχή πράξης (έμμεση, άρθρ. 947)

1ο Στάδιο: Απόκτηση εκτελεστού τίτλου για την παράλειψη ή ανοχή

– Αγωγή για καταδίκη εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή πράξης με παράλληλο αίτημα απειλής χρηματικής ποινής/προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση.

– Καταδίκη εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή πράξης και απειλή χρηματικής ποινής και προσωπική κράτησης για κάθε παράβαση (άρθρ. 947 § 1 εδ. α).

Παρέκβαση: Απειλή χρηματικής ποινής/προσωπικής κράτησης από Μονομελές Πρωτοδικείο (εργατικές διαφορές), όταν η απειλή δεν περιέχεται στον εκτελεστό τίτλο (άρθρ. 947 § 1 εδ. β).

2ο Στάδιο: Εκτελεστική διαδικασία για την παράλειψη/ανοχή πράξης

1. Προδικασία

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της απόφασης που καταδικάζει σε παράλειψη και απειλεί τις ποινές.

– Παράβαση περιεχομένου αποφάσεως

2. Κύρια διαδικασία

– Αγωγή για βεβαίωση παράβασης και καταδίκη οφειλέτη στις ποινές (Μονομελές Πρωτοδικείο – εργατικές διαφορές, άρθρ. 947 § 1 εδ. γ, δ ).

– Πέρας εκτελεστικής διαδικασίας με την έκδοση καταψηφιστικής απόφασης.

3. Άμυνα του καθ’ ου

– Μόνο ανακοπή για την ακύρωση της επιταγής, διότι η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι αγωγή και τελευταία πράξη απόφαση, που δεν προσβάλλονται με ανακοπή.





3ο Στάδιο: Εκτελεστική διαδικασία για την είσπραξη της χρηματικής ποινής και την προσωποκράτηση του οφειλέτη

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της απόφασης που καταδίκασε στη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση και εκτέλεση της διάταξης για τη χρηματική ποινή κατά τις διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση χρηματικών απαιτήσεων (άρθρ. 951 επ.)

– Εκτέλεση διάταξης για προσωπική κράτηση κατά τα άρθρ. 1047 επ.

– Άμυνα του καθ’ ου: Όπως στην εκτέλεση χρηματικών απαιτήσεων ή κατά τις διατάξεις για προσωποκράτηση.



IV. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (πλασματική, άρθρ. 949).

1ο Στάδιο: Απόκτηση εκτελεστού τίτλου για την επιχείρηση της πράξης

– Αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης (και-επιλεκτικά-) διεκδικητική αγωγή του πράγματος.

– Τελεσίδικη απόφαση που καταδικάζει σε δήλωση βούλησης(ή (και) σε παράδοση/απόδοση του πράγματος.

2ο Στάδιο: Εκτελεστική διαδικασία για την επιχείρηση της πράξης

1. Προδικασία

– Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της τελεσίδικης απόφασης με επιταγή προς εκτέλεση (άρθρ. 924).

– Πάροδος τριήμερης προθεσμίας (άρθρ. 926 § 1).

2. Κύρια διαδικασία

– Ανυπαρξία υλικής πράξης. Επέλευση πλάσματος από την πάροδο τριημέρου από επίδοση επιταγής (δηλαδή την 4η ημέρα από την επίδοση επιταγής).

Παρέκβαση: Τρόπος απόκτησης της κυριότητας του πράγματος από τον νικήσαντα τελεσιδίκως ενάγοντα: α) επί κινητών με την παράδοση του πράγματος, β) επί ακινήτων με τη συμβολαιογραφική αποδοχή της δήλωσης βούλησης, που ενσωματώνεται στην τελεσίδικη απόφαση και μεταγραφή αμφοτέρων στο Υποθηκοφυλακείο.

3. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της επιταγής για λόγους που αφορούν τον τίτλο/προδικασία (άρθρ. 933, 934 § 1 α: Δεκαπέντε ημέρες από την επομένη επέλευσης πλάσματος, δηλαδή την 5η ημέρα από επίδοση επιταγής).

– Ανακοπή κατά της επιταγής για οψιγενείς ισχυρισμούς που αφορούν την απαίτηση (άρθρ. 933, 934  § 1 γ= εξάμηνο από επέλευση πλάσματος).

3ο Στάδιο: Αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ή απόδοση πράγματος, όταν έχει σωρευθεί διεκδικητική αγωγή.

– Άμεση αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση/απόδοση κινητού ή ακινήτου (άρθρ. 941, 943).

– Άμυνα του καθ’ ου όπως στην άμεση εκτέλεση.



ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ



Ι. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ

1. Προδικασία

– Επίδοση στον καθ’ ου αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου με επιταγή προς εκτέλεση (άρθρ. 924).

– Άμυνα καθ’ ου με ανακοπή κατά της επιταγής (άρθρ. 933, 159 αριθ.1).

2. Κύρια διαδικασία: Κατάσχεση κινητού στα χέρια του οφειλέτη (άρθρ. 953)

Α. Χρόνος επιβολής

– Τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την επίδοση επιταγής (άρθρ. 926 § 1). Ανακοπή κατά πρόωρης κατάσχεσης (άρθρ. 993, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

– Εντός έτους από την επίδοση επιταγής (άρθρ. 926 § 2). Ανακοπή κατά κατάσχεσης, εφόσον δεν στηρίζεται σε επίδοση νέας επιταγής (άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

Β. Τρόπος διενέργειας

– Αφαίρεση πράγματος από δικαστικό επιμελητή και σύνταξη κατασχετήριας έκθεσης ενώπιον μάρτυρα (954, 934 § 3).

Γ. Επιδόσεις αντιγράφου ή περίληψης κατασχετήριας έκθεσης

–  Στον καθ’ ου αυθημερόν/ την επομένη/ εντός 8 ημερών από κατάσχεση (άρθρ. 955 § 1 εδ. α, β).

– Στον ειρηνοδίκη του τόπου κατάσχεσης, εντός 8 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 955 § 1 εδ. γ).

– Καταχώρηση περίληψης στα βιβλία κατασχέσεων Ειρηνοδικείου (άρθρ. 955 § 1 εδ. δ).

Δ. Παράδοση αφαιρεθέντος κινητού σε μεσεγγυούχο (άρθρ. 956).

Ε. Κατάθεση από το δικαστικό επιμελητή στο συμβολαιογράφο φακέλου πλειστηριασμού, εντός 10 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 955 § 2).

Ε. Συνέπειες  κατάσχεσης

– Απαγόρευση διάθεσης κατασχεθέντος υπέρ επισπεύδοντος και αναγγελθέντων δανειστών από την επίδοση αντιγράφου κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου και στον Ειρηνοδίκη (άρθρ. 958 § 1, 175 ΑΚ).

– Απαγόρευση επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατάσχεσης από την επιβολή της πρώτης (άρθρ. 958 § 1, 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

ΣΤ. Άμυνα καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης για λόγο που αφορά τον τίτλο ή την προδικασία (άρθρ. 933 § 1, 933 § 2, 934 § 1 α).

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης για λόγο που αφορά την απαίτηση (άρθρ. 933, 934 § 1 β).

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης λόγω παράλειψης επίδοσης ή εκπρόθεσμης επίδοσης αντιγράφου κατασχετήριας έκθεσης σε καθ’ ου και Ειρηνοδίκη (955 § 1 εδ. δ, άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

– Ανακοπή κατά ελαττωματικής επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά κατάσχεσης, λόγω ουσιωδών σφαλμάτων του περιεχομένου της κατασχετήριας έκθεσης, ανεπίδεκτων διόρθωσης (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 β, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή για διόρθωση περιεχομένου κατασχετήριας έκθεσης, δεκτικών διόρθωσης, αναφορικά με την περιγραφή κατασχεθέντος, εκτίμηση και τιμή πρώτης προσφοράς (άρθρ. 954 § 4).

Ζ. Ανατροπή κατάσχεσης εκ μέρους του οφειλέτη ή δανειστή έχοντος έννομο συμφέρον (άρθρ. 1019)

– εφόσον δεν διενεργηθεί πλειστηριασμός εντός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης.

– εφόσον δεν διενεργηθεί αναπλειστηριασμός εντός έξι μηνών από τον πλειστηριασμό.

3. Κύρια διαδικασία (συνέχεια): Προδικασία πλειστηριασμού

Α. Πράξεις προδικασίας

– Σύνταξη περίληψης κατασχετήριας έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή (άρθρ. 960 § 1).

– Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης εντός 10 ημερών από την κατάσχεση στον οφειλέτη (άρθρ. 960 § 2 εδ. α).

– Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ενός 10 ημερών από την κατάσχεση στον Ειρηνοδίκη (άρθρ. 960 § 2 εδ. α).

– Κατάθεση περίληψης εντός 10 ημερών από την κατάσχεση στον υπάλληλο πλειστηριασμού (άρθρ. 960 § 2 εδ. α).

– Δημοσίευση περίληψης/αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης τουλάχιστον 10 ημέρες πριν τον πλειστηριασμό ηλεκτρονικά στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών και σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας (άρθρ. 960).





Β. Συνέπειες παράλειψης προδικασίας/ ελαττωματικής προδικασίας

– Ανακοπή κατά των ίδιων των πράξεων της προδικασίας, όταν έχουν μεν διενεργηθεί, φέρουν όμως δικονομικά ελαττώματα (άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά του πλειστηριασμού, όταν παραλείπονται ή διενεργούνται εκπρόθεσμα οι πράξεις προδικασίας (άρθρ. 969 § 3, 933, 934 § 1 γ, 159 αριθ. 1).

3. Τελευταία πράξη εκτέλεσης: Πλειστηριασμός/Κατακύρωση

Α. Ημερομηνία διεξαγωγής πλειστηριασμού

– Μετά την πάροδο 15 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 959 § 4 ), εργάσιμη Τετάρτη, στο Κατάστημα Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του τόπου κατάσχεσης (άρθρ. 959 § 2). Όχι από 1-8 έως 15-9.

– Απώτατος χρόνος διεξαγωγής 3 μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης. Αν ο πλειστηριασμός ορίσθηκε για απώτερο χρόνο, θεμελιώνεται αυτοτελής λόγος υποκατάστασης δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος (959 § 4, 973 § 4).

Β. Πρόσωπα που επισπεύδουν τον πλειστηριασμό

– Ο επισπεύδων δανειστής ή τα νομιμοποιούμενα ενεργητικά πρόσωπα.

– Υποκατάσταση δανειστή στη θέση επισπεύδοντος είτε με δήλωση στο συμβολαιογράφο είτε μετά από δικαστική άδεια- Διενέργεια πλειστηριασμού από τον υποκατασταθέντα δανειστή (άρθρ. 973).

Γ. Πρόσωπα που συμμετέχουν στην πλειοδοσία

– Τρίτοι πλειοδότες, εφόσον καταθέσουν εγγύηση (άρθρ. 965 § 1).

– Ο επισπεύδων δανειστής και οι λοιποί δανειστές του καθ’ ου, εφόσον καταθέσουν εγγύηση (άρθρ. 965 § 1).

– Όχι ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του (άρθρ. 965 § 1).

Δ. Τρόπος διεξαγωγής

– Υποβολή γραπτών και σφραγισμένων προσφορών εκ μέρους των πλειοδοτών στο συμβολαιογράφο την προηγούμενη ή την ημέρα του πλειστηριασμού από τις 4:00- 5:00 μ.μ. (άρθρ. 959 § 2).

– Κήρυξη έναρξης πλειστηριασμού από κήρυκα (άρθρ. 963)

– Δημόσια αποσφράγιση των κλειστών προσφορών την ημέρα του πλειστηριασμού ώρα 5:00 μ.μ. (άρθρ. 959 § 2).

– Υποβολή προφορικών διαδοχικών προσφορών εκ μέρους των δύο πλειοδοτών με τις μεγαλύτερες προσφορές ενώπιον του συμβολαιογράφου (άρθρ. 959 § 2).

–  Κατακύρωση του πράγματος στον υπερθεματιστή με τη μεγαλύτερη προσφορά (άρθρ. 959 § 2).

– Κατακύρωση του πράγματος στον επισπεύδοντα στην τιμή πρώτης προσφοράς, εφόσον δεν υποβλήθηκαν καθόλου προσφορές (άρθρ. 970).

Ε. Δικαιώματα του καθ’ ου μέχρι την κατακύρωση

– Δυνατότητα εξόφλησης των εξόδων εκτέλεσης/απαίτησης επισπεύδοντος και αναγγελμένων με εκτελεστό τίτλο δανειστών (άρθρ. 969 § 2).

– Δυνατότητα ενεχύρασης των κατασχεμένων κινητών (άρθρ. 969 § 2).

– Δυνατότητα ματαίωσης πλειστηριασμού, με σύμφωνη γνώμη επισπεύδοντος και αναγγελθέντων δανειστών (άρθρ. 969 § 3).

ΣΤ. Κατακύρωση/Κατακυρωτική έκθεση

– Καταβολή πλειστηριάσματος εκ μέρους του υπερθεματιστή στο συμβολαιογράφο (άρθρ. 965 §§ 1, 2, 3, 969 § 1)/ Δημόσια κατάθεση πλειστηριάσματος στο Τ.Π.Δ. (άρθρ. 965 § 4).

– Παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή (άρθρ. 965 § 3).

Παρέκβαση- Εάν δεν καταβληθεί το πλειστηρίασμα, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρ. 965 §§ 5, 6 (πρόσκληση υπερθεματιστή να πληρώσει, πρόσκληση επομένων πλειοδοτών. Αν και αυτοί αρνηθούν αναπλειστηριασμός).

Ζ. Δικαιώματα υπερθεματιστή

–  επί ακύρωσης πλειστηριασμού (άρθρ. 1018).

4. Διαδικασία διανομής πλειστηριάσματος

– Aναγγελία δανειστών στο συμβολαιογράφο από την επομένη κατάσχεσης έως -το αργότερο- εντός 15 ημερών από τον πλειστηριασμό (άρθρ. 972).

– Σύνταξη πίνακα κατάταξης από το συμβολαιογράφο, όταν δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών (άρθρ. 1006, 1007).

– Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης εκ μέρους καθ’ ου ή θιγόμενων αναγγελθέντων δανειστών (άρθρ. 979).

– Διανομή πλειστηριάσματος μετά την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης (άρθρ. 980).



ΙΙ. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

1. Προδικασία

– Επίδοση στον καθ’ ου αντιγράφου εξ απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση (άρθρ. 924, άρθρ. 933).

– Ανακοπή κατά της επιταγής (άρθρ. 933, 159 αριθ. 3).

2. Κύρια διαδικασία: Κατάσχεση ακινήτου/ εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου (άρθρ. 992 επ.)

Α. Χρόνος επιβολής

– Τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την επίδοση επιταγής (άρθρ. 926 § 1). Ανακοπή κατά πρόωρης κατάσχεσης (άρθρ. 993, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

– Εντός έτους από την επίδοση επιταγής (άρθρ. 926 § 2). Ανακοπή κατά κατάσχεσης, εφόσον δεν στηρίζεται σε επίδοση νέας επιταγής (άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

Β. Τρόπος επιβολής

– Σύνταξη κατασχετήριας έκθεσης από δικαστικό επιμελητή ενώπιον μάρτυρα (άρθρ. 993 § 1, 934 § 3).

Γ. Επιδόσεις αντιγράφου/περίληψης κατασχετήριας έκθεσης

– Στον καθ’ ου η εκτέλεση αυθημερόν/ την επομένη/ εντός 8 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 995 § 1 εδ. α, β).

– Στον Υποθηκοφύλακα εντός 8 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 995 § 2 εδ. α).

– Στον ενυπόθηκο δανειστή (άρθρ. 995 § 3).

– Εγγραφή κατάσχεσης στα βιβλία κατασχέσεων Υποθηκοφυλακείου αυθημερόν (άρθρ. 995 § 2 εδ. γ).

Δ.  Μεσεγγυούχος παραμένει ο κάτοχος του πράγματος (άρθρ. 996).

Ε. Παράδοση φακέλου εκτέλεσης από το δικαστικό επιμελητή στο συμβολαιογράφο εντός 15 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 995 § 4).

ΣΤ. Συνέπειες κατάσχεσης

– Ακυρότητα διάθεσης του κατασχεθέντος σε τρίτο υπέρ κατασχόντος και αναγγελθέντων δανειστών μετά την επίδοση αντιγράφου στον καθ’ ου και εγγραφή στο Υποθηκοφυλακείο (άρθρ. 997 § 1 εδ. α, § 2, άρθρ. 1, 175 ΑΚ).

– Μη αντιτάξιμο έναντι κατασχόντος και αναγγελθέντων δανειστών της μεταγραφής τίτλου μεταβιβαστικού κυριότητας ή της υποθήκης, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στα βιβλία κατασχέσεων (άρθρ. 997 §§ 3, 4).

– Δυνατότητα υπερθεματιστή να καταγγείλει τη μίσθωση που έγινε μετά την κατάσχεση, εντός τριών μηνών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (άρθρ. 997§ 1 εδ. γ).

– Απαγόρευση επιβολής δεύτερης αναγκαστικής κατάσχεσης από την εγγραφή της πρώτης στα βιβλία κατασχέσεων (άρθρ. 997 § 5, 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

Ζ. Άμυνα του καθ’ ου

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης για λόγο που αφορά τον τίτλο ή την προδικασία (άρθρ. 933, 934 § 1α).

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης για λόγο που αφορά την απαίτηση (άρθρ. 934 § 1 β).

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης λόγω παράλειψης επίδοσης ή εκπρόθεσμης επίδοσης αντιγράφου κατασχετήριας έκθεσης σε καθ’ ου/ Υποθηκοφύλακα/ ενυπόθηκο δανειστή (995 § 1 εδ. γ, άρθρ. 995 § 2 εδ. α, άρθρ. § 3 εδ. α,  άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 1).

– Ανακοπή κατά ελαττωματικής επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρ. 933, 934 § 1 β, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή κατά της κατάσχεσης, λόγω ουσιωδών σφαλμάτων του περιεχομένου της κατασχετήριας έκθεσης, ανεπίδεκτων διόρθωσης (άρθρ. 933 § 1, 934 § 1 β, 159 αριθ. 3).

– Ανακοπή για διόρθωση περιεχομένου κατασχετήριας έκθεσης επιδεκτικών διόρθωσης, αναφορικά με την περιγραφή κατασχεθέντος, εκτίμηση αξίας και τιμή πρώτης προσφοράς (άρθρ. 993 § 2, 954 § 4).

Η. Ανατροπή κατάσχεσης εκ μέρους του οφειλέτη ή δανειστή έχοντος έννομο συμφέρον (άρθρ. 1019)

– εφόσον δεν διενεργηθεί πλειστηριασμός εντός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης.

– εφόσον δεν διενεργηθεί αναπλειστηριασμός εντός έξι μηνών από τον πλειστηριασμό.

3. Κύρια διαδικασία (συνέχεια): Προδικασία πλειστηριασμού

Α. Πράξεις προδικασίας

– Κατάρτιση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης από δικαστικό επιμελητή (άρθρ. 999 §§ 1, 2).

– Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης εντός 20 ημερών από την κατάσχεση σε καθ’ ου/ ενυπόθηκο δανειστή/ τρίτο κύριο ή νομέα (άρθρ. 999 § 3 εδ. α).

– Κατάθεση περίληψης στο συμβολαιογράφο εντός 20 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 999 § 3 εδ. α).

– Δημοσίευση αποσπάσματος της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών και σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας 15 τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό (άρθρ. 999 § 3 εδ. β).

– Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον Ειρηνοδίκη του τόπου κατάσχεσης εντός 20 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 999 § 3 εδ. γ).

– Καταχώρηση περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων από τον Ειρηνοδίκη (άρθρ. 999 § 3 εδ. δ).

Β. Συνέπειες παράλειψης/ελαττωματικής προδικασίας

– Ανακοπή κατά των ίδιων των πράξεων της προδικασίας, όταν έχουν δικονομικά ελαττώματα (άρθρ. 999 § 4, 933, 934 § 1 β).

– Ανακοπή κατά πλειστηριασμού, όταν παραλείπονται ή διενεργούνται εκπρόθεσμα οι πράξεις προδικασίας (άρθρ. 999 § 4,  933, 934 § 1 γ).

4. Τελευταία πράξη εκτέλεσης: Πλειστηριασμός/Κατακύρωση

Α. Ημερομηνία διεξαγωγής

– Μετά την πάροδο 40 ημερών από την κατάσχεση (άρθρ. 998 § 4 εδ. α ), εργάσιμη Τετάρτη, στο Κατάστημα Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του τόπου κατάσχεσης (άρθρ. 998 § 2, 959 § 2).

– Απώτατος χρόνος διεξαγωγής 4 μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης, άλλως αυτοτελής λόγος υποκατάστασης δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος (άρθρ. 998 § 5, 973 § 4).

– Δυνατότητα δικαστικής αναστολής πλειστηριασμού έως έξι μήνες από την αρχική ημέρα προσδιορισμού του (άρθρ. 1000).

Β. Πρόσωπα που επισπεύδουν τον πλειστηριασμό

– Ο επισπεύδων δανειστής ή τα νομιμοποιούμενα ενεργητικά πρόσωπα.

– Υποκατάσταση δανειστή στη θέση επισπεύδοντος και διενέργεια πλειστηριασμού είτε με δήλωση στο συμβολαιογράφο είτε μετά από δικαστική άδεια- Διενέργεια πλειστηριασμού εκ μέρους υποκατασταθέντος δανειστή (άρθρ. 973).

Γ. Πρόσωπα που συμμετέχουν στην πλειοδοσία

– τρίτοι πλειοδότες, εφόσον καταθέσουν εγγύηση (άρθρ. 965 § 1).

– ο επισπεύδων δανειστής και οι λοιποί δανειστές του καθ’ ου, εφόσον καταθέσουν εγγύηση (άρθρ. 965 § 1).

– όχι ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του (άρθρ. 965 § 1).





Δ. Τρόπος διεξαγωγής

– Υποβολή γραπτών και σφραγισμένων προσφορών εκ μέρους των πλειοδοτών στο συμβολαιογράφο την προηγούμενη ή την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρ. 959 § 2, 998 §§ 1,2)

– Κήρυξη έναρξης πλειστηριασμού από κήρυκα (άρθρ. 1001 § 1).

– Δημόσια αποσφράγιση των κλειστών προσφορών την ημέρα του πλειστηριασμού ώρα 5:00 μ.μ. (άρθρ. 959 § 2, 998 §§ 1,2).

– Υποβολή προφορικών διαδοχικών προσφορών εκ μέρους των δύο πλειοδοτών με τις μεγαλύτερες προσφορές ενώπιον του συμβολαιογράφου από ώρα 5:00- 6:00 μ.μ. (άρθρ. 959 § 2, 998 §§ 1, 2).

–  Κατακύρωση του πράγματος στον υπερθεματιστή με τη μεγαλύτερη προσφορά.

– Κατακύρωση του πράγματος στον επισπεύδοντα στην τιμή πρώτης προσφοράς, εφόσον δεν έχουν υποβληθεί καθόλου γραπτές προσφορές (άρθρ. 966 § 2).

Παρέκβαση- Εάν δεν καταβληθεί το πλειστηρίασμα, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρ. 965 §§ 5, 6 (πρόσκληση υπερθεματιστή να πληρώσει, πρόσκληση επομένων πλειοδοτών. Αν και αυτοί αρνηθούν αναπλειστηριασμός).

Ε. Δικαιώματα του καθ’ ου μέχρι την κατακύρωση

– Δυνατότητα εξόφλησης των εξόδων εκτέλεσης/δανειστών (άρθρ. 1002 § 2).

– Δυνατότητα ματαίωσης πλειστηριασμού με σύμφωνη γνώμη επισπεύδοντος και αναγγελθέντων (1002 § 3, άρθρ. 969 § 3).

ΣΤ. Κατακύρωση/Κατακυρωτική έκθεση

– Καταβολή πλειστηριάσματος εκ μέρους του υπερθεματιστή στο συμβολαιογράφο (άρθρ. 1004)/ Δημόσια κατάθεση πλειστηριάσματος στο Τ.Π.Δ. (άρθρ. 965 § 4, 1003 § 4).

– Σύνταξη εκ μέρους του συμβολαιογράφου περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή (άρθρ. 1005 § 1 εδ. α).

– Απόσβεση των υποθηκών/ προσημειώσεων/κατασχέσεων με την καταβολή του πλειστηριάσματος εκ μέρους του υπερθεματιστή και δυνατότητα υπερθεματιστή να ζητήσει την τυπική εξάλειψή τους (άρθρ. 1005 § 3).

Ζ. Κτήση κυριότητας εκπλειστηριασθέντος

– Μεταγραφή της περίληψης στα βιβλία Υποθηκοφυλακείου για την απόκτηση κυριότητας επί του πλειστηριασθέντος (άρθρ. 1005 § 1 εδ. β).

Η. Δικαιώματα υπερθεματιστή

– Επί ακύρωσης πλειστηριασμού (άρθρ. 1018).

–  Επί άρνησης του καθ’ ου να αποδώσει το πλεισηριασθέν ακίνητο (άρθρ. 1005 § 2, 943): Έναρξη νέας (άμεσης) εκτελεστικής διαδικασίας με επίδοση στον καθ’ ου αντιγράφου εξ απογράφου της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και στη συνέχεια αποβολή του καθ’ ου και εγκατάσταση του επισπεύδοντος.- Άμυνα καθ’ ου όπως στην άμεση εκτέλεση.

Θ. Άμυνα καθ’ ου κατά του  πλειστηριασμού

– Για ελαττώματα του ίδιου του πλειστηριασμού καθώς και παντελή έλλειψη ή εκπρόθεσμη επιχείρηση των πράξεων της προδικασίας του (άρθρ. 933, 934 § 1 γ).

5. Διαδικασία διανομής πλειστηριάσματος

– Aναγγελία δανειστών στο συμβολαιογράφο το αργότερο εντός 15 ημερών από τον πλειστηριασμό και επίδοση αναγγελτηρίου που συνοδεύεται από εκτελεστό τίτλο στο Υποθηκοφυλακείο (άρθρ. 972, άρθρ. 1006 § 4).

– Σύνταξη πίνακα κατάταξης από το συμβολαιογράφο, όταν δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών (άρθρ. 1006, 1007).

– Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης εκ μέρους καθ’ ου ή θιγόμενων αναγγελθέντων δανειστών (άρθρ. 979).

– Διανομή πλειστηριάσματος (άρθρ. 980).



ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - ΠΡΑΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΤριμΕφΑθ 600/2016 - Αγωγή άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, μετά από διόρθωση πρώτης εγγραφής "αγνώστου ιδιοκτήτη"με απόφαση επί αιτήσεως 6 § 3 του ιδίου νόμου, έκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου που προήλθε μετά από πράξη εφαρμογής

$
0
0
ΤριμΕφΑθ 600/2016
Δικαστές: Ευφροσύνη Τσελεχοβίτου (Πρόεδρος Εφετών), Κ. Εμμανουηλίδου (εισήγητρια), Μ. Μουλιανιτάκη (Εφέτες)
....
Νομικές διατάξεις: 17 §§ 1-2, 25 §§ 2 και 4 Σ, 246, 336, 524 § 1, 533 § 2, 495 § 4, 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 1, 520 § 1, 522  ΚΠολΔ, 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, 1 §§ 2-3, 4 § 1 , 6 §§ 1-3, 7, 9 § 1,11 και 17 § 4 του ν. 2664/1998, ν. 947/1979, 12 ν. 1337/1983, 48 π.δ. 14/1999...
 Αγωγή άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, μετά από διόρθωση πρώτης εγγραφής "αγνώστου ιδιοκτήτη"με απόφαση επί αιτήσεως 6 § 3 του ιδίου νόμου, έκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου που προήλθε μετά από πράξη εφαρμογής
            
            Κατά της υπ’ αριθ. 2496/16-5-2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (συγκροτούμενου και από Κτηματολογικό Δικαστή), που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία (άρθρ. 233 επ. ΚΠολΔ) την  με αρ. κατ. 49689/2829/22-3-2011 αγωγή του εφεσίβλητου, έχει  ασκήσει  την με αρ. κατ. 4345/25-7-2013  έφεση ο εναγόμενος. Η έφεση αυτή έχει   ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα μετά την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης  στις 12-7-2013 (βλ. την υπ’ αριθμόν 221Β/12-7-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 1, 520 § 1 και  522 του ΚΠολΔ, καταβλήθηκε δε το νόμιμο παράβολο με αριθμούς 046506,046505, 1599049 και 1599050 συνολικού  ποσού 200 ευρώ κατ’ άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ. Επομένως,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση  και  να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 246, 524 § 1 και 533 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

      Με την με αρ. κατ. 49689/2829/22-3-2011  αγωγή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι εξ αγοράς από τον αληθινό κύριο Π.Β. με το υπ’ αριθμόν …/21-11-1964 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.Τ., νομίμως μεταγραφέν, απέκτησε την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 215 τμ, κειμένου στη θέση «Γέρακα» της Κοινότητας Παιανίας∙ ότι με την υπ’ αριθμόν 24478/Τ-1451/1989 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, νομίμως μεταγραφείσα, κυρώθηκε η πράξη εφαρμογής με την οποία εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης το ανωτέρω αγροτεμάχιο και μετά και την κατάρτιση του υπ’ αριθμόν …/10-7-1995 συμβολαίου προσκύρωσης του συμβολαιογράφου Αγίας Παρασκευής Π.Χ. αναφορικά με οικοπεδικό τμήμα εμβαδού 15,66 τμ, του αποδόθηκε ως τελική ιδιοκτησία το υπ’ αριθμόν 01 οικόπεδο του ΟΤ 58, εμβαδού 206,87 τμ και κατά νεώτερη εμβαδομέτρηση 207,51 τμ, στη γωνία των οδών Φιλικής Εταιρίας και Φωταμάρα στη θέση «Σταυρός» του Δήμου Γέρακα Αττικής, όπως λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, στο οποίο ασκεί έκτοτε τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής με καλή πίστη∙ ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής στα πλαίσια κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση ιδιοκτησίας, με συνέπεια στις πρώτες εγγραφές των Βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου, που άρχισε να λειτουργεί για την περιοχή Δήμου Γέρακα την 17-9-2004, το ανωτέρω οικόπεδο, που έλαβε ΚΑΕΚ 05 039 04 56 001/0/0 με εμβαδόν 207 τμ, να  καταχωρηθεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη»∙ ότι μετά από έρευνα που διενήργησε στα κτηματολογικά βιβλία, διαπίστωσε ότι στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ως άνω ακινήτου είχε  καταχωρηθεί η υπ’ αριθμόν …/22-12-2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκουσία Δικαιοδοσία-Κτηματολογικός Δικαστής), εκδοθείσα επί αιτήσεως του εναγομένου, με την οποία διορθωνόταν η πρώτη εγγραφή αναφορικά με την κυριότητα από «αγνώστου ιδιοκτήτη» ως ανήκον στον εναγόμενο με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία∙ ότι επιπλέον ο εναγόμενος κατέλαβε το ανωτέρω οικόπεδο, αξίας 83.033,05 ευρώ  και αρνείται να του το αποδώσει. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων και αφού προηγουμένως παραιτήθηκε από το δικόγραφο  της με αρ. κατ. 94820/19-5-2010 αγωγής, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα του επί του ως άνω γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ […], να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει και να διορθωθεί σχετικά η πρώτη εγγραφή και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

            Επί της ανωτέρω αγωγής, που δικάσθηκε  αντιμωλία των διαδίκων την 7-6-2011, εκδόθηκε  η υπ’ αριθμόν 2496/16-5-2012  οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν α) το αίτημα για απόδοση του ακινήτου ως αόριστο και β) το αίτημα για αναγνώριση της κυριότητας επί του προσκυρούμενου  τμήματος των 15,66 τμ ως μη νόμιμο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή για το τμήμα του γεωτεμαχίου εμβαδού 191,54 τμ , όπως περιγράφεται στο διατακτικό της εκκαλουμένης και διατάχθηκε η διόρθωση των οικείων κτηματολογικών στοιχείων, επιπλέον δε καταδικάσθηκε ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα ποσού 1950 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε ο εναγόμενος την ένδικη έφεση, οι λόγοι της οποίας ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού του    περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου κτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία,  ζητεί δε την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

      Από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 2-3, 4 § 1 , 6 §§ 1-3, 7, 9 § 1,11 και 17 § 4 του ν. 2664/1998 (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης  κατ’ άρθρο 533 § 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά    βιβλία   δικαιωμάτων   και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Υπό τον όρο «πρώτες εγγραφές» νοούνται  εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά  μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων  δικαιωμάτων , που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας (Λ. Κιτσαράς Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ.2001 σελ. 25 επ., Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ.2013 σελ. 724-725, ΑΠ 1500/2013 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, EφΑθ 618/2015 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμ 2011-600). Ακίνητα που δεν έχουν εγγραφεί στις αρχικές εγγραφές ότι ανήκουν σε ορισμένο πρόσωπο, ιδίως όταν ο δικαιούχος κυριότητας δεν υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής,  φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου στις πρώτες εγγραφές ως ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη». Εφόσον δεν διορθωθεί η εν λόγω πρώτη εγγραφή, μετά την οριστικοποίησή της κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου, θεωρείται ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, δημιουργώντας υπέρ του τελευταίου αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Στην  περίπτωση που στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας του ακινήτου  «άγνωστος», ο ισχυριζόμενος ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα και δη ότι είναι δικαιούχος κυριότητας αυτού, μπορεί να ζητήσει τη    διόρθωση με αίτηση που υποβάλλεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου -συγκροτούμενου από Κτηματολογικό Δικαστή- της τοποθεσίας του ακινήτου,  που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αφού τηρηθεί η αναγκαία προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 § 3 α του ιδίου νόμου. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Με την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το όρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, η οποία, όμως, δεν έχει μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος. Εφόσον δε, διορθωθεί ως άνω  η πρώτη εγγραφή, κάθε τρίτος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής, μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό τις προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου(ήτοι 10 ετών από την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το ακίνητο  για τις παλαιές κτηματογραφήσεις).

            Συγκεκριμένα, ο τρίτος που επικαλείται έννομο συμφέρον -επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου  και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ.-, στρεφόμενος  κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό  φύλλο ως κυρίου κατόπιν διόρθωσης του άρθρου 6 § 3 του ν. 2664/1998, δηλαδή δυνάμει δικαστικής απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή κατά την εκουσία δικαιοδοσία (όπως εκτέθηκε ανωτέρω) ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση  και  κατά του ειδικού διαδόχου, μπορεί να ζητήσει  την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την  ανακριβή εγγραφή δικαιώματός του    και τη  διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Εάν μάλιστα το ακίνητο , που αφορά η ανακριβής εγγραφή, κατέχεται από τον εναγόμενο, τότε η σχετική αγωγή θα έχει και διεκδικητικό χαρακτήρα με την έννοια και της απόδοσης του επιδίκου στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου,  το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 § 4 του ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Το Δικαστήριο για να αποφανθεί περί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων- πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο  ή πρωτότυπο, κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο(έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος , που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές,  είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 (Δ. Παπαστερίου, ό.π. σελ. 762, Γ.Διαμαντόπουλος-Κων.Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου εκδ. 2014 σελ. 10, ΕφΑθ 618/2015 οπ, ΕφΠατρ 226/2012, ΕφΛαρ 179/2012  δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί  πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΑθ 618/2015 οπ, ΕφΛαρ.179/2012  ο.π.).

            Η διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών γίνεται εφόσον η εκδοθησομένη επί της αγωγής του άρθρου 6 § 2 απόφαση καταστεί αμετάκλητη, έκτοτε δε, δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Περαιτέρω, σε  εκτέλεση και εφαρμογή των διατάξεων των §§ 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος που καθιερώνουν την προστασία της ιδιοκτησίας από το Κράτος και καθορίζουν τον τρόπο της νόμιμης αφαίρεσής της με Πράξη της Πολιτείας και την § 2 και 4 του άρθρου 24 του Συντάγματος, που αναθέτουν στο Κράτος την αρμοδιότητα Χωροταξίας και Πολεοδομίας σε ολόκληρο τον εθνικό χώρο, εκδόθηκαν αρχικά ο ν. 947/1979 και στη συνέχεια ο Ν.1337/1983 «επέκταση των Πολεοδομικών σχεδίων κ.λ.π.», με τον οποίο θεσμοθετείται νέα διαδικασία (διαφορετική από τη ρυμοτομία των Ν.Δ.17.7.1923 και 797/1971) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους, έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας (ΟλΑΠ 19/2002 ΕλλΔ 43.1012). Ήδη οι διατάξεις του Ν.1337/1983, μαζί με τις άλλες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ίσχυαν την 13-6-1997 (έναρξη ισχύος του Ν. 2508/1997), περιλήφθηκαν στην κωδικοποίηση του Π.Δ. 14/17.7.1999 «Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας» (ΚΒΠΔ). Στο άρθρο 12 του ν.1337/1983, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 48 του ΚΒΠΝ, ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής: Στην παρ. 1 ότι η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται με τη σύνταξη πράξεων εφαρμογής, στην παρ. 4 ότι η πράξη εφαρμογής συνοδεύεται από κτηματογραφικό διάγραμμα και κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής που περιλαμβάνουν τα οριζόμενα στοιχεία, στην παρ. 5 καθορίζεται η διαδικασία σύνταξης της πράξης εφαρμογής και καθιερώνεται δικαίωμα των φερόμενων ιδιοκτητών, μετά από πρόσκληση, προς άσκηση ενστάσεων κατ` αυτής και τέλος στην παρ. 7 ορίζεται ο τρόπος κύρωσης και οι συνέπειες της πράξης εφαρμογής μετά την κύρωση και τη μεταγραφή της. Ειδικότερα στην παρ. 7 στοιχ. α’ ορίζεται ότι από τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, μετά την επικύρωση της από το Νομάρχη, επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στην πράξη αυτή μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και υπό στοιχ. ε΄ (ορίζεται) ότι η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και αμετάκλητη και οι διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνονται με απόφαση των αρμόδιων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Η διαδικασία χωροταξίας και πολεοδομίας που προβλέπεται από το ν.1337/1983 και τις συναφείς διατάξεις, ήδη από τον Κ.Β.Π.Ν., είναι διαφορετική από εκείνη του ν.δ. της 17-7-1923 και διέπεται από τις θεσπισμένες γι’ αυτή νέες διατάξεις, 2) το περιεχόμενο της πράξης εφαρμογής και των στοιχείων που τη συνοδεύουν (κτηματογραφικό διάγραμμα και κτηματολογικός πίνακας εφαρμογής), καθώς και η διαδικασία σύνταξης της, καθορίζεται από τις ίδιες διατάξεις που προβλέπουν την προβολή ενστάσεων από τους φερόμενους ιδιοκτήτες σχετικά με τις αντιρρήσεις τους κατά της πράξης, 3) η κύρωση της πράξης εφαρμογής γίνεται με απόφαση του νομάρχη και η μεταγραφή αυτής επιφέρει τις αναγκαίες για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εμπράγματες μεταβολές στα ακίνητα της περιοχής, ώστε αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας από τους δικαιούχους και 4) ότι η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωση της γίνεται οριστική και αμετάκλητη. Με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σε αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερομένους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεως τους. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερομένου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (πρβλ. ΟλΑΠ, 1236/82, ΟλΣτΕ 1730/2000). Τούτο σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του προαναφερομένου άρθρου 12 Ν. 1337/1983, κατά το πνεύμα των οποίων η οριστικοποίηση της πράξεως εφαρμογής που επέρχεται με την κύρωση της, αναφέρεται στις περιεχόμενες σε αυτήν μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, γι’ αυτό και ορίζεται ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνεται με απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση (ΑΠ 356/2007, ΑΠ 1226/2005, ΑΠ 261/2003, ΕφΘεσ 162/2013, ΕφΑθ. 7490/2006 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ, Δημ.Χριστοφιλόπουλου Πράξη Εφαρμογής Β έκδ. σελ. 192επ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για τη νομική θεμελίωση του ισχυρισμού , προς απόκρουση της αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 του Ν.2664/1998 περί διόρθωσης των πρώτων εγγραφών του Εθνικού Κτηματολογίου, του εναγομένου ότι απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα του επιδίκου γεωτεμαχίου, που προήλθε μετά από πράξη εφαρμογής,  θα πρέπει η χρησιδεσπόζουσα εικοσαετής νομή (ΑΚ 1045) να έχει αρχίσει μετά τη μεταγραφή της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του νομάρχη , οπότε και αποκτά ξεχωριστή νομική και πραγματική  υπόσταση το ακίνητο(νέο εμβαδόν και όρια , αλλά και ΚΑΕΚ)  που προήλθε από την πράξη εφαρμογής και να έχει αυτή(χρησιδεσπόζουσα νομή) συμπληρωθεί έως τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, ο δε διαδραμών χρόνος νομής επί του βασικού ακινήτου (προ της πράξης εφαρμογής) δεν συνυπολογίζεται διότι από την ως άνω μεταγραφή επέρχεται  άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο βασικό(αρχικό) ακίνητο (ΑΠ 356/2007 ό.π).

     Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του  μάρτυρα αποδείξεως (ο εναγόμενος δεν γνωστοποίησε μάρτυρα ανταποδείξεως), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, της μαρτυρικής κατάθεσης που περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμόν 8054/22-12-2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας ενώπιον Κτηματολογικού Δικαστή), η οποία  λαμβάνεται υπόψη μόνο ως δικαστικό τεκμήριο (336 του ΚΠολΔ, ΑΠ 619/1979 δημ. στη ΝΟΜΟΣ) και  των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία περιλαμβάνονται και φωτογραφίες του επιδίκου ακινήτου , των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με το υπ’ αριθμόν …/21-11-1964 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβο­λαιογράφου Αθηνών Μ.Τ., νομίμως μεταγραφέν στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας στον τόμο ….. με αριθμό…, ο εφεσίβλητος ενάγων απέκτησε την κυριότητα, εξ αγοράς από τον αληθινό κύριο Π.Β. του Γ., ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 215 τμ, κειμένου στη θέση «Γέρακα», της περιφέρειας της Κοινότητας Παιανίας, τέως Δήμου Κρωπίας, εμφαινόμενου υπό τον αριθμό -….- στο από … σχεδιάγραμμα του μηχανικού Α. Κ, το οποίο προσαρτήθηκε στο υπ'αριθ. …/1962 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, συνορευόμενου βόρεια επί πλευράς 17 γμ με το υπ'αριθ. -6- αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας Τ.Κ., ανατολικά  επί προσώπου 22 γμ με ιδιωτική οδό πλάτους έξι μέτρων, αφεθείσα ελεύθερη από τον δικαιοπάροχο πωλητή και νοτιοδυτικά επί καμπύλης τεθλασμένης πλευράς με «βραγόν» και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Σ.Δ.. Στον Π. Β. το ανωτέρω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με αγορά από τον Τ.Α.Κ., δυνάμει του υπ αριθμόν …/1962 συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέντος. Η περιοχή του Γέρακα, όπου η πιο πάνω αρχική ιδιοκτησία (αγροτεμάχιο), εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως με την υπ’ αριθμόν 1 Πράξη Εφαρμογής, η οποία κυρώθηκε με την υπ'αριθ. 24478/Τ-1451/1989 Απόφαση της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, η οποία μεταγράφηκε  στις 13-3-1990 στη μερίδα του εφεσίβλητου-ενάγοντος  που τηρείται στο Υποθηκοφυλακείο Κρωπίας  στον τόμο … με αριθμό….. Με την Πράξη Εφαρμογής και τον συνοδεύοντα αυτή κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής (σελ. … και στον  κωδ. αριθμό…) αποδόθηκε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα  ως ιδιοκτήτη της παραπάνω αρχικής (μεταφερόμενης) ιδιοκτησίας με κτηματογραφικά στοιχεία  …, νέα ιδιοκτησία και δη το υπ’ αριθμόν … οικόπεδο του …. ΟΤ , εμβαδού 206,87 τμ, κατόπιν εισφοράς σε γη 20,22 τμ και σε χρήμα 2,33 τμ  και την προσκύρωση εδαφικής λωρίδας εμβαδού 15,66 τ.μ., η οποία απεικονίζεται με τα στοιχεία…, στο προσκομισθέν από τον εφεσίβλητο ενάγοντα από Ιούνιο 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ.Μ. και αποτελεί τμήμα της καταργηθείσας με την ως άνω Πράξη Εφαρμογής, οδού Κολοκοτρώνη, η οποία εφαπτόταν κατά ένα μέρος της, με το επίδικο νέο οικόπεδο. Με το υπ’ αριθμόν …/10-7-1995 αγοροπωλητήριο συμβόλαιο λόγω προσκύρωσης του συμβολαιογράφου Αγίας Παρασκευής Π.Χ. (το οποίο παραλείφθηκε να μεταγραφεί μέχρι σήμερα) ο εφεσίβλητος αγόρασε από τον Δήμο Γέρακα, την προαναφερθείσα εδαφική λωρίδα της καταργηθείσας οδού, εμβαδού 15,66 τ.μ. Προηγουμένως, ο εφεσίβλητος ενάγων είχε καταβάλει α) το ποσό των …δρχ. για εισφορά σε γη και χρήμα (βλ. υπ αριθ. …/30-5-1994, σειράς IV, διπλότυπο είσπραξης της αρμόδιας για το ένδικο ακίνητο ΔΟΥ Παλλήνης και την υπ’ αριθμόν …/27-3-2008 βεβαίωση του Δήμου Γέρακα) και  β) το  ποσό …δρχ για την αξία της προσκυρωθείσης ως άνω οικοπεδικής λωρίδας επιφάνειας 15,66 τμ (βλ. το υπ αριθ. …/30-5-1994, σειράς IV, διπλότυπο είσπραξης της ίδιας ΔΟΥ). Το  γεωτεμάχιο, όπως αυτό τελικά διαμορφώθηκε  με την Πράξη Εφαρμογής και τα συνοδεύοντα αυτή κτηματογραφικό διάγραμμα και κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής,  συνορεύει σύμφωνα με το προσκομισθέν μετ'επικλήσεως από τον εφεσίβλητο ενάγοντα, από Απρίλιο 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν.Σ., βόρεια επί πλευράς ΒΓ μήκους 11,85 γμ  με ιδιοκτησία Π, ανατολικά σε πλευρά ΓΔ μήκους 15,46 γμ με την οδό Φιλικής Εταιρίας πλάτους  τεσσάρων μέτρων, νότια επί πλευράς ΑΔ  μήκους 15,29 γμ με την οδό Φωταμάρα  πλάτους τεσσάρων μέτρων και δυτικά επί    πλευράς ΑΒ   μήκους   15,35 γμ με ιδιοκτησία αγνώστου. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ασκούσε επί του αρχικού ακινήτου (αγροτεμαχίου)  όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής με τακτικές επισκέψεις και εποπτεία αυτού από το 1964 οπότε εγκαταστάθηκε στη νομή αυτού μέχρι και την ένταξή του στο σχέδιο πόλης με την ως άνω πράξη εφαρμογής , ενώ για το νέο ακίνητο (που του αποδόθηκε με την πράξη εφαρμογής) κατέβαλε  το ποσό των …δρχ για ΤΑΠ ετών 1993 έως 1995 (βλ. το υπ αριθ…. /10-7-1995 , σειράς V, διπλότυπο είσπραξης της ίδιας ως άνω ΔΟΥ και την υπ’ αριθμόν …/10-7-1995 βεβαίωση του Δήμου Γέρακα) και  το ποσό των ……..ευρώ  για ΤΑΠ ετών 1996 έως 2008 (βλ. το υπ αριθ… /27-3-2008 διπλότυπο είσπραξης  του Δήμου Γέρακα), παράλληλα δε το συμπεριέλαβε στη δήλωση Ε9 των ετών 1997-2005.

Κατά την κτηματογράφηση  της περιοχής του Δήμου Γέρακα (που έλαβε χώρα κατά το διάστημα 1998-2004)  ο εφεσίβλητος ενάγων παρέλειψε να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας για το ανωτέρω ακίνητο σύμφωνα με το Ν.2308/1995, με συνέπεια να καταχωρηθεί τούτο στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου , που άρχισε να λειτουργεί για την περιοχή του Δήμου Γέρακα την 17-9-2004, στις πρώτες εγγραφές  ως γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 05 039 04 56 001/0/0, στη θέση «Σταυρός» του Δήμου Γέρακα, επί της συμβολής των οδών Φιλικής Εταιρίας και Φωταμάρα, εμβαδού 207 τμ, με δικαιούχο κυριότητας «άγνωστος». Με την με αρ. κατ. …/6-8-2009 πράξη του Προϊσταμένου   του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου καταχωρήθηκε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο  η υπ’ αριθμόν 8054/21-12-2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκουσία Δικαιοδοσία ενώπιον Κτηματολογικού Δικαστή), με την οποία διατάχτηκε η διόρθωση του ανωτέρω κτηματολογικού φύλλου ως προς τον δικαιούχο κυριότητας από «άγνωστος» στο όνομα του εκκαλούντος-εναγομένου  (Ε.Φ.). Η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε επί της με αρ.κατ. 1515/7-2-2008 αιτήσεως του τελευταίου , που δέχθηκε ότι αυτός απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου γεωτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία ήδη από το 2003 καθότι νεμήθηκε τούτο συνεχώς και αδιάλειπτα από το 1983, οπότε και το κατέλαβε, στηριχθείσα μόνο στη μόλις τριών γραμματοσειρών κατάθεση του πατέρα του αιτούντος (Α.Φ.) περί περιφράξεως αυτού από το 1983 και συνεχείς επισκέψεις(βλ. υπ’ αριθμόν 8054/14-11-2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Η αναλήθεια, όμως, της εν λόγω κατάθεσης  αποδεικνύεται αβίαστα αφενός από την κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος  μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος της περιοχής από το 2002 επί ακινήτου που απέχει μόλις 20 μέτρα από το επίδικο και αφετέρου από τις προσκομισθείσες από τον εφεσίβλητο φωτογραφίες του επιδίκου. Συγκεκριμένα το επίδικο οικόπεδο δεν φέρει περίφραξη, ούτε ίχνη παλαιότερης τοιαύτης, ουδέποτε καλλιεργήθηκε και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων των περιοίκων. Εξάλλου,  εάν πράγματι ο εναγόμενος ενέμετο το ακίνητο από το 1983, θα είχε προβάλλει με κάποιον τρόπο τις αντιρρήσεις του κατά τη σύνταξη της προρρηθείσης πράξης εφαρμογής και την απόδοση αυτού στον ενάγοντα, κάτι τέτοιο όμως ουδόλως αποδείχθηκε , αλλά και ούτε το επικαλείται ο εναγόμενος.  Πέραν τούτου, όμως, επειδή το επίδικο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ […] προήλθε μετά από πράξη εφαρμογής , η κτήση κυριότητας επ’ αυτού με έκτακτη χρησικτησία νοείται μετά από άσκηση νομής επί εικοσαετία αρχομένη από τη μεταγραφή της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του Νομάρχη, ήτοι μετά την 13-3-1990. Επομένως ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ως λόγο έφεσης, ότι δηλαδή απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου γεωτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία νεμόμενος τούτο από το 1983 έως το 2003  κρίνεται απορριπτέος, πρωτίστως διότι το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ […] δεν υπήρχε το 1983 και δευτερευόντως διότι δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής. Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλούμενη απόφαση καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει να απορριφθούν  οι  περί του αντιθέτου  λόγοι της έφεσης.Επίσης απορριπτέος κρίνεται και ο λόγος της έφεσης ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, καθόσον από απλή ανάγνωση και μόνο της εκκαλουμένης προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (πλην της έκτασης των 15, 66 τμ που προσκυρώθηκε , ελλείψει μεταγραφής της οικείας συμβολαιογραφικής πράξης, η οποία μπορεί να γίνει οποτεδήποτε κατ΄ άρθρο 6 § 3 του Ν. 2664/1998) με πρωτότυπο τρόπο και δη με την προρρηθείσα πράξη εφαρμογής. Κατ’ ακολουθία πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της…

Λύση Κοινωνίας - Διανομή κοινού ακινήτου - ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 274/2017 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - αγωγη διανομης και προσεπίκληση σε παρέμβαση

$
0
0

 
Λύση Κοινωνίας - Διανομή κοινού ακινήτου
Σε περίπτωση που ένα ακίνητο ανήκει σε περισσότερους του ενός ιδιοκτητών από κοινού, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, υφίσταται μεταξύ τους κοινωνία κατ'ιδανικά μέρη. Κατά τη διάρκεια της κοινωνίας κάθε ένας από τους συνιδιοκτήτες μπορεί να κάνει χρήση του ακινήτου εφόσον αυτή δεν εμποδίζει την σύγχρηση....
των υπολοίπων. Η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους τους κοινωνούς. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς την διοίκηση του κοινού καθώς και ως προς τα θέματα τακτικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης του κοινού οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την πλειοψηφία των κοινωνών, η οποία προκύπτει από το μέγεθος της μερίδας του καθενός.

Ωστόσο, ακόμη και όταν η συγκυριότητα, η διοίκηση και η εκμετάλλευση του κοινού εξελίσσονται ομαλά κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα, εφόσον αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιον διαρκή σκοπό, να ζητήσει οποτεδήποτε την λύση της κοινωνίας (αρ. 798 επ. ΑΚ).

Η λύση της κοινωνίας επέρχεται με τη διανομή. Σε περίπτωση που δεν επιθυμούν όλοι οι κοινωνοί την λύση της κοινωνίας ή δεν συμφωνούν ως προς τον τρόπο λύσης και διανομής του κοινού ο κοινωνός που το επιθυμεί μπορεί να ζητήσει την διανομή του κοινού ακινήτου μέσω της δικαστικής οδού (αρ. 474-494 ΚΠολΔ).

Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να κατατεθεί αγωγή στο αρμόδιο καθ'ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο με αίτημα την διανομή του κοινού ακινήτου. Η αγωγή πρέπει να στρέφεται κατά των υπολοίπων μη συναινούντων στη διανομή συγκυρίων (αρ. 478 ΚΠολΔ). Για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να αναφέρει τη συγκυριότητα του ενάγοντος στο πράγμα που πρόκειται να διανεμηθεί, την υφιστάμενη κοινωνία μεταξύ των διαδίκων, το αντικείμενο της αγωγής μαζί με ακριβή περιγραφή του κοινού ακινήτου, μη συμφωνία του εναγομένου για λύση της κοινωνίας και αίτημα λύσης της κοινωνίας. Ο ενάγων σε περίπτωση που απέκτησε τη συγκυριότητα στο κοινό με παράγωγο τρόπο θα πρέπει να κάνει επίκληση της μεταξύ του ενάγοντος και του αμέσως δικαιοπαρόχου του κυρίου καταρτισθείσας μεταβιβαστικής της κυριότητας συμβολαιογραφικής πράξης και της μεταγραφής αυτής. Σε περίπτωση, ωστόσο, που προβληθεί σχετική ένσταση από τον εναγόμενο, η οποία αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος ή δικαιοπαρόχου του, ο ενάγων πρέπει να προσδιορίσει με τις προτάσεις του πώς ακριβώς απέκτησε κυριότητα ο δικαιοπάροχός του ακόμα και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του μέχρι να φτάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ή σε αποδεδειγμένη κτήση με έκτακτη χρησικτησία.

Για το παραδεκτό της αγωγής απαιτείται η εγγραφή της στο βιβλίο διεκδικήσεων στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο εντός 30 ημερών από την κατάθεση. Για το παραδεκτό δεν απαιτείται πλέον η επίδοση της αγωγής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αφού το άρθρο 33 Ν 1249/1982, που επέβαλε την επίδοση αγωγών που αφορούν ακίνητα στον αρμόδιο οικονομικό έφορο έχει καταργηθεί με το άρθρο 37 Ν 2065/1992. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής διανομής ο ενάγων πρέπει να προκαταβάλει το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Ο ενάγων μπορεί να ζητήσει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας.

Ο ενάγων δεν είναι υποχρεωμένος να προσδιορίζει στο δικόγραφό της αγωγής τον τρόπο λύσης της κοινωνίας, αν δηλαδή αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή ή αν θα διαταχθεί πλειστηριασμός καθότι ο τρόπος λύσης ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου. Συνήθως όμως σε περίπτωση που η διανεμητέα περιουσία αφορά ένα και μόνο ακίνητο- διαμέρισμα (οριζόντια ιδιοκτησία συσταθείσα σύμφωνα με τον ν. 3741/1929), συνεπώς είναι αδύνατη η αυτούσια διανομή του σε ομοειδή μέρη χωρίς μείωση της αξίας του, διατάσσεται πλειστηριασμός. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο πωλείται με πλειστηριασμό και μεταξύ των κοινωνών διανέμεται το εκπλειστηρίασμα κατ'αναλογία των μερίδων τους. Στην περίπτωση που υπερθεματιστής είναι ένας εκ των συγκυρίων νομικό περιεχόμενο της κατακύρωσης είναι η λύση της κοινωνίας (αρ. 798 ΑΚ). Η κατακύρωση δε στον συγκύριο επέρχεται για τα ιδανικά μερίδια των συγκοινωνών. Ακόμα όμως και μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που διατάσσει πλειστηριασμό οι κοινωνοί μπορούν να ζητήσουν να μην εκτελεστεί, οπότε ακολουθεί εκποίηση κατά τις διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 3503/1990 ΕλλΔνη 92,581). Ο εν προκειμένω πλειστηριασμός παρότι δανείζεται ορισμένες διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού (αρ. 959 επ. ΚΠολΔ), εν τοις πράγμασι χαρακτηρίζεται ως εκούσιος, ήτοι προσομοιάζει με πώληση ιδιωτικού δικαίου υπό τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής (ΕφΘεσσ 2007/2006).

Αναφορικά με την δυνατότητα δικαστικής διανομής κοινού ακινήτου είτε μέσω αυτούσιας διανομής είτε μέσω πώλησης με εκούσιο πλειστηριασμό σε περίπτωση που υπάρχουν στο ακίνητο αυθαιρεσίες, οι οποίες δεν έχουν τακτοποιηθεί (ν. 1337/1983, 4014/2011, 4178/2013) μέχρι πρότινος επικρατούσε διχογνωμία. Κατά μία άποψη η εν προκειμένω διανομή ακινήτου με αυθαίρετους χώρους δεν μπορούσε να διαταχθεί δικαστικά καθότι η μεταβίβαση με αυθαίρετα κρίνεται άκυρη (ΑΠ 265/2004, ΠΠρΑθ 86/2011). "Για την κρίση της νομιμότητας της αξιούμενης διανομής, είτε αυτή γίνει αυτούσια είτε διαταχθεί η πώληση του κοινού με εκούσιο πλειστηριασμό, κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση της βεβαίωσης μηχανικού συνοδευόμενης από σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 4178/2013, ώστε να προκύπτει ότι τα κτίσματα δεν είναι αυθαίρετα ή ότι έχουν τακτοποιηθεί με την καταβολή ενιαίου ειδικού προστίμου" (ΜΠρΤρικάλων 73/2017). "Η με πλειστηριασμό πώληση του κοινού και η διανομή του πλειστηριάσματος πριν από την κατεδάφιση των αυθαιρέτων είναι ανεπίτρεπτη και άκυρη διότι προσκρούει στην διάταξη αρ. 17 παρ, 10 Ν. 1337/1983 που απαγορεύει τη μεταβίβαση αυτή" (ΕφΘεσσ 2007/2006). Κατ'άλλη δε άποψη "είναι δυνατή η μεταβίβαση με αυθαίρετο και η διατήρηση του αυθαιρέτου εφόσον τακτοποιηθεί από αυτόν που θα το αποκτήσει με πλειστηριασμό και εφόσον για το αυθαίρετο αυτό δεν έχει προηγηθεί αυτοψία ούτε υπάρχει απόφαση κατεδάφισης. Η μεταβίβαση δε που επέρχεται λόγω πλειστηριασμού σε καμία περίπτωση δε νομιμοποιεί το αυθαίρετο (ΠΠρΘεσσ 129/2013).

Ο νεοψηφισθής νόμος 4495/2017 "Έλεγχος και προστασία δομημένου περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις"μεταξύ άλλων επαναπροσδιορίζει τη διαδικασία έκδοσης και τον έλεγχο οικοδομικών αδειών, ενώ μέσω της διαδικασίας ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου επιχειρεί την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του κτιρίου και των αδειών του. Επιπλέον προβλέπει εξειδικευμένα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης σε συνέχεια των προαναφερθέντων νόμων 1337/1983, 4014/2011, 4178/2013. Από την εφαρμογή του στην πράξη θα κριθεί η αποτελεσματικότητά του και σε περιπτώσεις δικαστικής διανομής ακινήτων με υφιστάμενες αυθαιρεσίες.(Δημοσιεύτηκε στις 16/11/2017 από την δικηγόρο Σοφία Δ. Δαμπάλη)


ΠΠρΑθ 274/2017



Κοινωνία - Δικαστική διανομή - Δικαστικό ένσημο. Προσεπίκληση - Παρέμβαση - Βιβλία διεκδικήσεων -.



Το δικαστήριο αποφασίζει ανέλεγκτα αν η αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος είναι προδήλως ανέφικτη, ιδίως όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του. Στη δίκη διανομής καλούνται υποχρεωτικά όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης, επικαρπίας, ενεχύρου στο διανεμητέο ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου κοινωνού και καθίστανται αναγκαίου ομόδικοι, ακόμη κι αν δεν ασκήσουν παρέμβαση. Το δικαστικό ένσημο σε περίπτωση διανομής απρόσοδου ακινήτου υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα. Σε περίπτωση προβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και αν διαπιστώσει διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δηλωθείσας αξίας του αντικειμένου της δίκης, επιβάλει το προσήκον τέλος και απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης. Κρίθηκε ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε το προσήκον τέλος, διότι το υπολόγισε εσφαλμένα με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου και το δικαστήριο απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης. Απαράδεκτη η κύρια παρέμβαση τράπεζας λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου.




ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ

 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 274/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 ************

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Α. Παπαδημητροπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Πλαστήρα Πρωτοδίκη και Ανδρέα Λίλο, Πρωτοδίκη - Εισηγητή και από την Γραμματέα Μαρία Κωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 18''Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει τις υποθέσεις:

 [Α] ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αγγέλου Κορομπέλη και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16-11 -2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

 ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, κατοίκου Νέας Πεντέλης Ν. Αττικής, οδός …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παναγιώτη Νικολόπουλου, η οποία κατέθεσε το με αριθμό Π0013748/19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

 Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 10-9-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 87993/28-9-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3204/28-9-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 8/12/2015, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.


[Β] ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΜΒΑΣΗ: …, κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αγγέλου Κορομπέλη και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16-11-2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

 ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΙΚΗΣ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής, οδός Αιόλου αριθμ. 86, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Δέδε, ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0027292-19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

 Ο ανακοινώνων τη δίκη - προσεπικαλών σε παρέμβαση ζητά να γίνει δεκτή η από 20/11/2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση, η οποία κατατέθηκε  στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 106125/23-11-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3919/23-11-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 9/2/2016, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.

 [Γ] ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής, οδός Αιόλου αριθμ. 86, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Δέδε, ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0027292-19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

 ΤΩΝ ΚΑΘ'ΩΝ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: [1] ..., κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ... και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16.11.2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και [2] …, κατοίκου Νέας Πεντέλης Αττικής, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 29/12/2015 κύρια παρέμβαση της, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 120927/31-12-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4797/31-12-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 5/4/2016, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.

 Κατά τη συζήτηση των πιο πάνω υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 10-9-2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγή του …, β) η από 20/11/2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/ 23-11-2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση του … και γ) η από 29/12/2015 υπ'αριθμ. καταθ. Δικογρ. 120927/4797/31-12-2015 κύρια παρέμβαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ». Τα άνω δικόγραφα τα οποία εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να συνεκδικαστούν, δεδομένου ότι είναι συναφή μεταξύ τους, αφού αναφέρονται στο ίδιο ακίνητο, εισάγονται με την ίδια διαδικασία [τακτική] και με τη συνεκδίκασή τους αφενός μεν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ).


Σε περίπτωση κοινωνίας δικαιώματος κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη λύση της κοινωνίας, η οποία επέρχεται με διανομή. Αν δεν συμφωνούν οι κοινωνοί, καθένας από αυτούς μπορεί να απαιτήσει τη δικαστική διανομή του κοινού κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, η οποία γίνεται είτε αυτούσια, αν το προς διανομή αντικείμενο ή αντικείμενα μπορούν να διαιρεθούν χωρίς μείωση της αξίας τους σε ομοειδή μέρη, ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, είτε με πώληση διά πλειστηριασμού, οπότε διανέμεται το εκπλειστηρίασμα (ΑΠ 2083/1983, ΝοΒ 33,34, ΕΑ 6350/1991, ΕλΔνη 33,520, ΕΑ 5479/1991, ΕλΔνη 33,589). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 800 ΑΚ και 480 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ αυτούσια διανομή κοινού πράγματος είναι η φυσική (in natura) διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε περισσότερα ίσα κατ'αξία μέρη, ώστε ο κάθε κοινωνός ή ομάδα κοινωνών να λάβει ανάλογα με την μερίδα του μέρη με κλήρωση ή με επιδίκαση σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο. Προϋποθέσεις της αυτούσιας διανομής είναι σωρευτικά: α) το εφικτό της διανομής, δηλαδή της φυσικής διαίρεσης του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς μείωση της αξίας του και β) η διανομή να είναι συμφέρουσα, δηλαδή να μην επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μερίδων (ΟλΑΠ 101/1975, ΝοΒ 23,651, ΕΑ 6168/1990, ΕλΔνη 1992,584, ΕΑ 10390/1989, ΕλΔνη 1992,576). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ). Επομένως, το Δικαστήριο αποφασίζει ανέλεγκτα, σχετικά με το αν η διανομή του κοινού πράγματος είναι προδήλως ανέφικτη ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη τις μερίδες των κοινωνών, το τυχόν αίτημά τους για την δημιουργία ενιαίων κοινών μερίδων κατά το άρθρο 480 παρ.1 ΚΠολΔ, το είδος, τις διαστάσεις και το εμβαδόν του διανεμητέου αν αυτό είναι ακίνητο, καθώς και σχετικά με το αν είναι ανάγκη να διαταχθεί γι'αυτό απόδειξη (ΑΠ 1082/1999, ΕλΔνη 40,1534, ΑΠ 765/1993, ΕλΔνη 1995,147, ΑΠ 654/1989, ΕλΔνη, 1990,1442, ΕΑ 4019/1999, ΕλΔνη 40,1136, ΕΘ 1839/1987, Αρμ. 42,869). Προδήλως αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή όταν, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του (ΑΠ 1821/1984, ΝοΒ 33,1136, ΕΑ4019/1999, όπ.). Σε περίπτωση δε που το δικαστήριο κρίνει ανέφικτη ή ασύμφορη την αυτούσια διανομή, διατάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠολΔ, την πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό (ΕΘ 1370/1999, Αρμ 53,922). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, άλλως το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθούν τα παραπάνω πρόσωπα επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι επιβάλλεται η υποχρεωτική προσεπίκληση αυτών που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας επί του διανεμητέου πράγματος, καθώς και όσων έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, οι οποίοι προσερχόμενοι στη δίκη μπορούν να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, με μόνη δε την άσκηση της προσεπικλήσεως, η οποία έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αγωγής, ο προσεπικαλούμενος και αν ακόμη δεν ασκήσει παρέμβαση αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του κύριου διαδίκου και καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων, ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη διανομής του κοινού πράγματος, με την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρα 69, 87, 88, 91, 275, 279 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 20/1995, ΕλΔνη 36,1534, ΕΑ 5383/1998, ΕλΔνη 39,1353, ΕΑ 2020/1983, Αρμ 1984,476). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικά σ'αυτήν, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 491 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 494 ΚΠολΔ στην περίπτωση της αυτούσιας διανομής η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση περιορίζεται επίσης στο μέρος που περιήλθε στον οφειλέτη.





Ο ενάγων της υπό στοιχείο [Α] από 10-9-2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγής, εκθέτει ότι τυγχάνει συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με την εναγομένη, της περιγραφόμενης στο ιστορικό της παρούσας αυτοτελούς και ανεξάρτητης ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται στην Ν. Πεντέλη Αττικής. Ότι η κατοικία αυτή αποτελεί ανεξάρτητη αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, ενώ περιήλθε σε αυτούς εξ αγοράς με το με αριθμό 3360/2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νόμιμα μεταγραφέν. Ότι η αξία του άνω ακινήτου ανέρχεται σε ποσό 260.000 ευρώ και ότι η εναγόμενη δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή της άνω οικίας. Ότι για τον λόγο αυτό έχει δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικά την λύση της κοινωνίας και ότι επειδή η αυτούσια διανομή της άνω οικίας είναι αδύνατη πρέπει να διαταχθεί από το Δικαστήριο η πώληση με τις διατυπώσεις του δημόσιου πλειστηριασμού ώστε από τον πλειστηριασμό να λάβουν ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος των δύο. Ότι στο ακίνητο έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της ΕΤΕ. Ζητά επομένως για την άνω αιτία να διαταχθεί η διανομή του περιγραφόμενου ακινήτου με την πώληση δια πλειστηριασμού διοριζόμενης προς τούτου υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού την συμβολαιογράφο Σαλαμίνας … ώστε από το πλειστηριασμό να λάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί και να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από της καταθέσεως της, κατά τα άρθρα 220 ΚΠολΔ στο Υποθηκοφυλακείο Χαλανδρίου (ιδ. σχετ. με αριθμό 263/22-10-2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Χαλανδρίου) είναι επαρκώς ορισμένη - παρά τα αντιθέτου εκτιθέμενα από την εναγομένη - και παραδεκτώς και αρμοδίως καθ'ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρα 9, 11 αρ. 5, 18 και 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 795, 798, 799, 800, 801, 1113, 1192, 1198 ΑΚ και 479, 480 επ., ΚΠολΔ. Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου εξάλλου δεν απαιτείται προκειμένου για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής η προσκομιδή του πιστοποιητικού του άρθρου 54 Α του Ν. 4174/2013, εφόσον η διάταξη αυτή ούσα διάταξη φορολογικής φύσης παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας ΠΠΘεσ/κης 15203/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ"). Το παρεπόμενο δε αίτημα να οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον υπάλληλος για τον πλειστηριασμό δεν ορίζεται από το Δικαστήριο, διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2, 927 και 954 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό συγκύριος ορίζει και τον υπάλληλο αυτού. Τέλος, το αίτημα να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον τα έξοδα της δίκης διανομής βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία και συμψηφίζονται μεταξύ των διαδίκων κατά το λόγο της συγκυριότητά τους στο κοινό πράγμα (ΕφΑθ 2237/2003, ΕΠατρ 752/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ". ΕΠειρ 918/1996 ΕλΔ 38.859, ΕΑ 834/1995 ΕλΔ 37.159).





Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ο νόμος αυτός ερμηνεύτηκε αυθεντικώς με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961, ως αντικαταστάθηκε με την περ. 6 της υποπαραγράφου 1Γ1 του άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012 , ως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1β άρθρου 40 του Ν. 4111/2013 «το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %0) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ, και επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου.» Σε αγωγή διανομής ακινήτου το τέλος δικαστικού ενσήμου που πρέπει να καταβληθεί υπολογίζεται και υπό την ισχύ του ΚΠολΔ με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα. Αυτό το τελευταίο όμως δεν εφαρμόζεται σε κάθε αγωγή διανομής, αλλά μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια πραγματικής απολαυής εισοδημάτων από το ακίνητο. Διαφορετικά, αν το διανεμητέο ακίνητο είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς, γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 (ΕφΑΘ 5576/2005 ΑρχΝ 2006. 187, ΕφΑΘ 9525/2001 ΕλλΔνη 2003. 215, ΕφΑΘ 10/2000 ΕλλΔνη 2001. 770, 784, ΕφΠειρ 720/1995 ΑρχΝ 1995. 570, Κ. Παπαδόπουλος, "Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου"τόμος Α'σελ. 452). Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και νόμου, σε περίπτωση προβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υπόχρεου. Εξάλλου, επειδή ο παραπάνω νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΚΠολΔ που αφορούν στον τρόπο προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό της καθ'ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Όπως δε προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 11 περ. 5 ΚΠολΔ για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, για τον καθορισμό της κατά τα άρθρα 14 επ. ΚΠολΔ υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη, για τη διανομή, η αξία του αντικειμένου που πρέπει να διανεμηθεί, η οποία, αν αμφισβητηθεί, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο, κατ'εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να δεσμεύεται από τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Έτσι, δικαιούται να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβάνοντας υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, αρκεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση. (ΕφΑΘ 10/2000 ΕλλΔνη 2001. 770, 784). Αν αποδειχθεί ότι η διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ πραγματικής και δηλωθείσας αξίας του αντικειμένου της αγωγής υπερβαίνει το 1/3 της πραγματικής αξίας, επιβάλλεται διπλάσιο τέλος για όλη τη διαφορά, διαφορετικά επιβάλλεται απλό τέλος. Το Δικαστήριο, όταν επιβάλλει απλό ή διπλό τέλος, απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης εωσότου καταβληθεί, κατά την επόμενη συζήτηση, εάν δε ο ενάγων, κατά την επόμενη συζήτηση, παραλείψει την καταβολή, λογίζεται ως ερήμην δικασθείς και η αγωγή απορρίπτεται (ΕφΘεσ/κης 602/2005 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ", ΕφΘεσ/κης 1309/1994 Αρμ. 1994. 586).





Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της αγωγής υπό στοιχείο [Α] αγωγής είναι η διανομή του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου. Το ακίνητο αυτό, ήτοι μία αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία με τα στοιχεία Μι κεφαλαίο αριθμός δύο (Μ-2) με στέγη υποχρεωτική, διώροφη με υπόγειο κατοικία, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο, βρίσκεται κτισμένη επί οικοπέδου που βρίσκεται στην Νέα Πεντέλη Ν. Αττικής, στην περιφέρεια της Κοινότητας Νέας Πεντέλης, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της κοινότητας Νέας Πεντέλης Αττικής, στην θέση Άγιος Σύλλας εντός του … ΟΤ που περιβάλλεται από τις οδούς .... και ... και επί της οδού ... επί της οποίας φέρει τον αριθμό 3. Το άνω οικόπεδο έχει έκταση 400 τ.μ. Στην άνω οικία ανήκουν κατ'αποκλειστική χρήση: α) ο πίσω ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου, που έχει επιφάνεια 71,95 τ.μ., β) ο ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου που έχει επιφάνεια 50,68 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια του ισογείου και πρώτου ορόφου που αποτελούν και το κύριο τμήμα της άνω κατοικίας ανέρχονται σε 119,55 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 500/1000 εξ αδιαιρέτου, ήτοι αναλογία επί του οικοπέδου σε μέτρα τετραγωνικά 200, ιδιόκτητο συνολικό όγκο 573,81 κυβικά μέτρα, συνορευόμενη γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτής με την οδό …, με εκατέρωθεν γειτονικές ιδιοκτησίες και με την υπό στοιχεία Μ-1 ιδιοκτησία. Το οικόπεδο αυτό τυγχάνει ωστόσο απρόσοδο για τους διαδίκους, εφόσον ουδείς εξ αυτών ισχυρίζεται ότι έχει εκμισθωθεί, με την έννοια της πραγματικής απολαβής εισοδημάτων από αυτό ούτως ώστε να αποφέρει εισοδήματα από μισθώματα ετησίως (ΑΠ 830/1980, ΝοΒ 29.84, ΕφΑΘ 1211/2000, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ", ΕφΑΘ 10/2000 ΕλΔνη 42.784, ΕφΠειρ 980/1996, ΕλλΔνη 39.629, Κ. Παπαδόπουλου, ό.π., σελ.452, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., υπ'άρθ. 478, σελ.26) με συνέπεια το δικαστικό ένσημο να υπολογίζεται με βάση την αξία του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντα, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 Ν ΓΠΟΗ/1912 [Κ. Παπαδόπουλος, "Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου", τόμος Α (1989) σελ. 452, και ΕφΠειρ. 166/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ"). Ωστόσο, ο ενάγων αποτιμά την αξία του δικαστικού ενσήμου με το 20πλάσιο της ετήσιας προσόδου, με τεκμαρτό μηνιαίο μίσθωμα 600 ευρώ, ανερχόμενο αυτό κατά τους υπολογισμούς του σε 72.000 ευρώ και την αξία εξ αυτού του λόγου του ενσήμου σε 576 ευρώ, ενώ η εναγόμενη αποτιμά το τεκμαρτό μίσθωμα ενόψει της αξίας του ακινήτου σε ποσό 1.000 ευρώ και την αξία του ενσήμου σε 1.319,04 ευρώ, ενώ προβάλει την ένσταση ότι η συζήτηση της αγωγής πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη διότι δεν καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Το Δικαστήριο εκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και δη τα προσαγόμενα φύλλα υπολογισμού του εν λόγω ακινήτου, την κατάθεση των μαρτύρων και την περιγραφή του ακινήτου στο με αριθμό .../2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., άγεται στην κρίση ότι η αξία αυτού ανέρχεται σε ποσό 220.000 ευρώ και του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος σε 110.000 ευρώ. Το δε δικαστικό ένσημο υπολογιζόμενο με βάση την αξία αυτή ανέρχεται σε 880 ευρώ, ποσό που υπολείπεται του άνω καταβληθέντος με το με αριθμό ... διπλότυπο της ΔΟΥ ΙΓ Αθηνών, έστω και αν αυτό καταβλήθηκε με την συλλογιστική που περιγράφηκε, ήτοι σαν να επρόκειτο για προσοδοφόρο ακίνητο. Επομένως, πρέπει, εωσότου καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο να απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης (βλ. και ΕφΘεσ/κης 1309/1994, ό.π.).





Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. ΚΠολΔ «στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς». Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενέχυρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σε αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ, η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλουμένου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενα που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν έχει συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει) ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεως του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους του άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού που οφείλει ο τελευταίος στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου να εξισωθούν οι μερίδες τους (ΟλΑΠ 20/1995 ΕλλΔνη 36.1534). Τέλος, μπορούν να προβάλλουν και ισχυρισμούς σχετικά με τον επιδιωκόμενο τρόπο διανομής εκ μέρους των κύριων διαδίκων (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας "Ερμηνεία ΚΠολΔ", τόμος I, υπό ερμηνεία άρθρου 491 αριθμ. παρ. 2, Στ. Πανταζόπουλος, "Προσεπίκληση"σ. 258). Οι προσεπικληθέντες, που περιοριστικά απαριθμούνται στο πιο πάνω άρθρο, μπορεί να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, ενόψει της με αυτή επιδιωκόμενης διάγνωσης και στη συνέχεια διάπλασης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων της υποθήκης, του ενεχύρου και της επικαρπίας και της δεσμευτικότητας που επιφέρει από το νόμο η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στο εξ αδιαιρέτου μερίδιο συγκυριότητας του οφειλέτη του (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ τόμος Γ άρθρο 491, σελ. 77). Με τα δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει κατά το άρθρο 89 εδάφ. β ΚΠολΔ τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σε αυτόν της προσεπίκλησης καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, και έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι έτσι διευρύνονται και ως προς αυτόν τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΟλΑΠ 20/1995 ό.π., Κ. Παπαδόπουλου, "Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου", έκδοση 1989 σελ. 409). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 492 ΚΠολΔ καθορίζεται η προστασία του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή στην αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος. Αν το εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανισθεί στη δίκη διανομής κοινού πράγματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται, κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι διευρύνονται και ως προς αυτό τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΑΠ Ολ 20/1995, ΝοΒ 44,414). Τέλος, από τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν δεν έγινε η προσεπίκληση των οριζόμενων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου προσώπων, το δικαστήριο, είτε με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, είτε αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει την συζήτηση της αγωγής διανομής και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει αυτά να προσεπικληθούν.





Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20/11/2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/23-11-2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση ο ενάγων της άνω κύριας υπό στοιχείο [Α] αγωγής ..., ανακοίνωσε την ανοιγείσα μεταξύ αυτού και της εναγομένης … σχετική δίκη διανομής και προσεπικάλεσε να παρέμβει σ'αυτήν η καθ'ης τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», η οποία προς εξασφάλιση απαίτησης της έχει εγγράψει στο προς διανομή ακίνητο προσημείωση υποθήκης για ποσό των 300.000 ευρώ, ούτως ώστε αυτή (καθ'ης) να λάβει γνώση της ανοιγείσας δίκης και να παρέμβει σ'αυτήν, προκειμένου να ικανοποιήσει τα δικαιώματα της. Η ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση αυτή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο καθ'ύλην και κατά τόπο (άρθρα 31 παρ. 1, 89, 91 και 491 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην άνω μείζονα σκέψη και σ'αυτές των άρθρων 89, 91 ΚΠολΔ.





[Γ] Από τη διάταξη του άρθρου 484 του ΚΠολΔ, στην οποία ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι σε περίπτωση δικαστικής διανομής ακινήτου του οποίου η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη και διαταχθεί ως εκ τούτου η πώληση με πλειστηριασμό η διαδικασία του πλειστηριασμού διεξάγεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 959 επ. με την καταβολή δε του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν, με σαφήνεια προκύπτει ότι επί του πλειστηριασμού αυτού, που διενεργείται σε περίπτωση δικαστικής διανομής, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις των άρθρων 959 επ. του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές που προβλέπουν την καταβολή του πλειστηριάσματος και την αναγγελία των δανειστών, ώστε με την αναγγελία στον πλειστηριασμό και την κατάταξη θα ικανοποιηθεί η απαίτηση των δανειστών που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου επί του κοινού και των οποίων η υποθήκη η το ενέχυρο αποσβέστηκαν με την καταβολή του πλειστηριάσματος, μετατρεπόμενα σε απαίτηση κατά προτίμηση ικανοποίησης από το πλειστηρίασμα σαν να είχε ασκηθεί η από την υποθήκη ή το ενέχυρο εμπράγματη αξίωση με αναγκαστική εκποίηση του πράγματος. Εξάλλου από καμιά διάταξη των άρθρων 798 επ. ΑΚ και 478 επ. ΚΠολΔ περί λύσης της κοινωνίας και διανομής δεν παρέχεται στο δικαστήριο που διατάσσει την πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό η εξουσία να διατάσσει, εκτός από όσα ορίζονται στα άρθρα 479 και 484 ΚΠολΔ, συγχρόνως ύστερα από αίτηση του υποχρεωτικά προσεπικληθέντος και παρεμβαίνοντος ενυπόθηκου δανειστή ή και αυτεπάγγελτα την καταβολή σε αυτόν από το πλειστηρίασμα του ποσού που του οφείλεται για την εξόφληση της ενυπόθηκης απαίτησης του ή την κατάταξη του σε αυτό προνομιακά, ή τη δημόσια κατάθεση του ποσού ούτε και την αναγνώριση των απαιτήσεων του εν λόγω προσεπικληθέντος ή των υπέρ αυτού βαρών. Εξάλλου, σκοπός της κατ'άρθρο 491 ΚΠολΔ προσεπίκλησης εκείνων που έχουν δικαίωμα υποθήκης, ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς είναι να λάβουν και αυτοί γνώση της δίκης περί διανομής και με παρέμβαση τους σ'αυτή να διασφαλίσουν τα επηρεαζόμενα από τη διανομή νόμιμα συμφέροντα τους και ν'ασκήσουν τα κατά το άρθρο 492 παρ. 2 και 3 δικαιώματα τους σε περίπτωση δε κατά την οποία διατάχθηκε η πώληση του κοινού με πλειστηριασμό, να αναγγελθούν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης από το πλειστηρίασμα με την καταβολή του οποίου αποσβέστηκε το εμπράγματο δικαίωμά τους. Επισημαίνεται ότι για την άσκηση παρεμβάσεως απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων ασκήσεως της αγωγής, ήτοι σύνταξη δικογράφου, κατάθεση αυτού και κοινοποίηση στους κύριους διαδίκους (81, 215 του ΚΠολΔ, όταν δε αφορά σε δίκη διανομής ακινήτου μεταξύ άλλων πρέπει να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επομένη της κατάθεσης του σχετικού δικογράφου, διαφορετικά απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη κατ"άρθρο 220 παρ. 1 σε συνδ. με 217 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1838/2014, ΑΠ1848/1988, ΕφΙωαν 252/2009, ΕφΠατρ 750/2006 και ΕφΑΘ 2424/2004 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ").





Από τις υπ'αριθμ. 4068Γ/29-1-2016 και 4069/729-1-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών … που προσκομίζει και επικαλείται η κυρίως παρεμβαίνουσα, προκύπτει ότι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης παρέμβασης, με πράξη ορισμού δικασίμου κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο 5/4/2016, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους καθ'ων .. και … αντίστοιχα, εκ των οποίων η δεύτερη δεν εμφανίσθηκε στην παραπάνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου. Λαμβανομένων, όμως, υπόψη ότι η μεταφορά της υποθέσεως στην μετ'αναβολή δικάσιμο και η εκ νέου αναγραφή της στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων [άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ] καθώς επίσης και ότι με την άσκηση της ως άνω παρεμβάσεως, η ανωτέρω αναφερόμενη καθ'ης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατ άρθρο 76 παρ 1 ΚΠολΔ από τον έτερο παριστάμενο διάδικο (κοινωνό) και αναγκαίο ομόδικό της, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να ήταν κι αυτή παρούσα.





Στην προκειμένη περίπτωση, με την ασκηθείσα κύρια παρέμβαση της, κατ'ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» εκθέτει ότι προς εξασφάλιση απαίτησης της απορρέουσας από την αναφερόμενη ιδιωτική σύμβαση δανείου έχει εγγράψει στο προς διανομή ακινήτου, ανήκοντος στους καθ'ων η κύρια παρέμβαση [διαδίκους κύριας αγωγής διανομής] πρώτη προσημείωση για ποσό 300.000 ευρώ. Ότι παρεμβαίνει στη δίκη διανομής και ζητά να γίνει δεκτή η παρέμβαση της, [ι] να αναγνωριστεί ότι υφίσταται εγγεγραμμένη πρώτη προσημείωση υποθήκης και [ιι] στην περίπτωση πλειστηριασμού να υποχρεωθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να της καταβάλει για ανεξόφλητο υπόλοιπο δανείου και τόκων μέχρι την πλήρη εξόφληση του το ποσό των 197.617,50 ευρώ και να καταδικαστούν οι καθ'ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κρινόμενη κύρια παρέμβαση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 31 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία συνεκδικαζόμενη ως προαναφέρθηκε με την κύρια αγωγή, πλην όμως πρέπει ν'απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής της, στα βιβλία διεκδικήσεων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, σημειουμένου ότι ουδεμία μνεία γίνεται από την παρεμβαίνουσα στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της περί πλήρωσης της άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης, ούτε άλλωστε επίκληση του σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κυρία παρέμβαση, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας και τα δικαστικά έξοδα αυτής, δεκτού γενομένου του σχετικά νόμιμα υποβληθέντος αιτήματος του παριστάμενου πρώτου καθ'ου να επιβληθούν στην κυρίως παρεμβαίνουσα, λόγω της ήττας της κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ δεν επιδικάζονται έξοδα ως προς την απολιπομένη δεύτερη καθ'ης, καθόσον της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα και ελλείψει σχετικού αιτήματος [άρθρα 181 παρ. 2 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, δικαίωμα ν'ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, κατά της απόφασης που εκδόθηκε παρά την απουσία του έχει ο αναγκαίος ομόδικος που ήταν απών κατά τη δίκη, έστω και αν αυτός, σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες αναγκαίους ομοδίκους του, αφού προϋπόθεση για την αντιπροσώπευση αυτή είναι να είχε αυτός κλητευθεί νόμιμα στη δίκη. Προκειμένου, ειδικότερα, για δίκη διανομής κοινού πράγματος, οπότε η σχετική αγωγή έχει διπλό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798 και 799 ΑΚ, 480 παρ. 3, 481 αριθμ. 2, 483 και 489 ΚΠολΔ και η θέση κάθε κοινωνού ως ενάγοντος ή εναγομένου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποιος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή, κάθε δε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών, ούτε ο κανόνας της αντιπροσώπευσης του απόντος κοινωνού διαδίκου από τους παρόντες συγκοινωνούς, αναγκαίους ομοδίκους του, έχει εφαρμογή, και συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί εκ των προτέρων ν'αποκλεισθεί το έννομο συμφέρον του απόντος συγκοινωνού διαδίκου ν'ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως είναι και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος προς άσκησή της, κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, δεν μπορεί δε να τις κρίνει παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο που εξετάζει τη βασιμότητα της αγωγής τελεσιδικήσει (ΟλΑΠ 15/2001 και ΑΠ 149/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ"). Κατ'ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, συνεκδικαζόμενων της αγωγής, της προσεπίκλησης και της κύριας παρέμβασης, το δικαστήριο πρέπει, εωσότου καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο να απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης όσον αφορά την υπό στοιχείο [Α] αγωγή κατά τα  ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΣΥΝΕΚΑΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 10-9-2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγή, β) την από 20/11/2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/23-11-2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση και γ) την από 29/12/2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 120927/4797/ 31-12-2015 κύρια παρέμβαση.



ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, εκ μέρους της καθ'ης η υπό στοιχείο [Γ] κύριας παρέμβασης …, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 [Α] Επί της από 10-9-2015 υπ'αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγής.


ΑΠΕΧΕΙ από την περαιτέρω έρευνα της αγωγής μέχρι την καταβολή του αναφερόμενου στην σκέψη της παρούσας απόφασης τέλους δικαστικού ενσήμου κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής.


[Γ] Επί της από 29/12/2015 υπ'αριθμ. καταθ. Αικογρ. 120927/4797/31-12-2015 κύριας παρέμβασης.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

 ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε."τα δικαστικά έξοδα του καθ'ου …, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 2016.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου του έτους 2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.



Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

Airbnb: Δικαστική απόφαση βάζει φρένο σε μίσθωση βίλας στη Χαλκιδική

$
0
0
Airbnb: Δικαστική απόφαση βάζει φρένο σε μίσθωση βίλας στη Χαλκιδική

Eίναι η πρώτη απόφαση που απαγορεύει τη βραχυχρόνια µίσθωση βίλας, καθώς παραβαίνει τον κανονισµό λειτουργίας συγκροτήµατος...


Δικαστική απόφαση που απαγορεύει τη βραχυχρόνια µίσθωση παραθεριστικής βίλας, µέσω πλατφόρµας τύπου Airbnb, σε παραθαλάσσια περιοχή της Χαλκιδικής βάζει «φρένο» στην ανεξέλεγκτη τουριστική εκµετάλλευση των οικιστικών ακινήτων. Το Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υποχρεώνει µια ιδιοκτήτρια να σταµατήσει την επαγγελµατική χρήση της κατοικίας της επειδή παραβαίνει τον κανονισµό λειτουργίας του συγκροτήµατος όπου βρίσκεται το ακίνητο.

Σύµφωνα µε τη δικαστική απόφαση οι ενοικιαστές της ενοχλούν τους υπόλοιπους τρεις ιδιοκτήτες στο συγκρότηµα των τεσσάρων κατοικιών. Παράλληλα, το δικαστήριο υποχρεώνει την ιδιοκτήτρια να καταβάλει χρηµατικό ποσό 4.400 ευρώ, ως αποζηµίωση στο κοινό ταµείο του συγκροτήµατος κατοικιών.

Οι συνιδιοκτήτες των τριών κατοικιών, στο συγκρότηµα τεσσάρων κατοικιών που ανεγέρθηκε στην περιοχή του αγροκτήµατος Αγροτικών Φυλακών Κασσάνδρας, κέρδισαν την αγωγή που υπέβαλαν σε βάρος της τέταρτης ιδιοκτήτριας η οποία, πριν από δύο χρόνια, ξεκίνησε να µισθώνει την κατοικία της σε τρίτους, κατά µικρά χρονικά διαστήµατα, την καλοκαιρινή περίοδο.

«Είναι η πρώτη απόφαση που αναγνωρίζει τον κανονισµό σε συγκρότηµα κατοικιών και τον επιβάλλει, απαγορεύοντας τις βραχυχρόνιες µισθώσεις που γίνονται επιχειρηµατικά» ανέφερε στο «Έθνος» η δικηγόρος Βασιλεία Ποµπιέρη η οποία χειρίστηκε την υπόθεση για λογαριασµό των τριών συνιδιοκτητών. Οπως αναφέρεται στην αγωγή, αποδείχτηκε ότι η εναγόµενη έλαβε από την αρµόδια υπηρεσία του ΕΟΤ ειδικό σήµα λειτουργίας, κύριων τουριστικών καταλυµάτων, τη 16η Σεπτεµβρίου 2014. Στο σχετικό µητρώο τουριστικών επιχειρήσεων αναγραφόταν η κατοικία της ως τουριστική επιπλωµένη έπαυλη ειδικού καθεστώτος, µε υποχρέωση να εκµισθώνεται σε φυσικά πρόσωπα, ενιαία και όχι τµηµατικά για περίοδο µίας εβδοµάδας και όχι πέραν των τριών µηνών συνολικά ανά έτος.

Επίσης προέβη σε καταχώριση του ακινήτου της ως τουριστικής επιχείρησης-καταλύµατος σε πάνω από 15 τουριστικούς επαγγελµατικούς οδηγούς κρατήσεων και σχετικές ιστοσελίδες στο ∆ιαδίκτυο, µε τον διακριτικό τίτλο «Vila Virginia», ενώ η τιµή για τη διαµονή µεταβάλλεται ανάλογα µε την περίοδο τηρώντας τις κλίµακες χαµηλής και υψηλής περιόδου, όπως συµβαίνει σε όλες τις τουριστικές επιχειρήσεις.

    Η ιδιοκτήτρια υποχρεώνεται να καταβάλει αποζηµίωση 4.400 ευρώ στο κοινό ταµείο του συγκροτήµατος κατοικιών

Απόφαση-καταλύτης

Ο Χαράλαµπος Αποστολίδης, πρόεδρος της δικηγορικής εταιρείας που κέρδισε την αγωγή, σχολιάζοντας τη διαφορά µεταξύ των ιδιοκτητών που έκρινε το Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, επισήµανε στο «Έθνος» ότι: «Αυτή η απόφαση αποτελεί καταλύτη στον τρόπο εκµίσθωσης κατοικιών, που αφορά όλες τις πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης (Airbnb, Βooking, Τripadvisor κ.λπ).

Αναβαθµίζει το παρεχόµενο τουριστικό προϊόν της χώρας, µια και απαιτεί οι βραχυχρόνιες µισθώσεις κατοικιών, που µεταβάλλονται σε τουριστικά καταλύµατα, να πληρούν τις προϋποθέσεις του νόµου περί τουριστικών καταλυµάτων».  Σύµφωνα µε όσα αναγράφονται στην αγωγή, οι ενάγοντες που χρησιµοποιούσαν τις παραθεριστικές τους κατοικίες διαπίστωσαν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, το 2016, η επίδικη κατοικία χρησιµοποιήθηκε από άγνωστο

Σύµφωνα µε την αγωγή, η κοινόχρηστη πισίνα του συγκροτήµατος ήταν µόνιµα κατειληµµένη από τους πελάτες της εναγόµενης, αποκλείοντας τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες από τη χρήση της µεγάλο αριθµό παραθεριστών οι οποίοι εναλλάσσονταν σχεδόν ανά εβδοµάδα. Σύµφωνα µε τον κανονισµό που συντάχθηκε κατά την αγορά των κατοικιών, η πισίνα του συγκροτήµατος που αποτελεί κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο, ήταν µόνιµα κατειληµµένη από τους πελάτες της εναγόµενης αποκλείοντας τους ενάγοντες από την ελεύθερη χρήση αυτής.

«Σε καθηµερινή βάση οι πελάτες οργάνωναν εκδηλώσεις, µη σεβόµενοι τις ώρες κοινής ησυχίας, υπήρχε οχλαγωγία λόγω των συναθροίσεών τους σε χώρους της αποκλειστικής της χρήσης αλλά και σε κοινόχρηστους χώρους, µε κατανάλωση αλκοόλ, µε φωτιές και αλόγιστη χρήση της ψησταριάς αλλά και επικίνδυνη για τον λόγο ότι το συγκρότηµα βρίσκεται πλησίον δασικής περιοχής» αναφέρεται στην αγωγή.

Ακόµη, στην αγωγή αναφέρεται ότι οι επισκέπτες των πελατών όταν δεν µπορούσαν να εισέλθουν από την πόρτα του συγκροτήµατος, πηδούσαν από τα τοιχία της περίφραξης ενώ όχι µόνο έκαναν χρήση των κοινόχρηστων χώρων αλλά τις περισσότερες φορές διανυκτέρευαν σ’ αυτούς.

Επίσης, «οι οµάδες ανθρώπων που έκαναν χρήση του ακινήτου δεν γνώριζαν ότι δικαιούνται µόνο δύο συγκεκριµένες θέσεις στάθµευσης αυτοκινήτων, µε αποτέλεσµα να σταθµεύουν όπου επιθυµούσαν και πολλές φορές, για να αποφύγουν τον ήλιο, τοποθετούσαν τα αυτοκίνητά τους κάθετα στις γραµµές στάθµευσης, παραβιάζοντας τις αποκλειστικές χρήσεις των εναγόντων και παρακωλύοντας τη δική τους στάθµευση».
Επιπλέον υπηρεσίες

Όπως προέκυψε, η ιδιοκτήτρια της επίδικης κατοικίας παρείχε κι άλλες υπηρεσίες, πέραν µιας επιπλωµένης οικίας, όπως καθαριότητα, κηπουρό, Ιντερνετ, ασφάλεια, παροχή κλινοσκεπασµάτων καθώς η κατοικία «στις φωτογραφίες των τουριστικών οδηγών και γραφείων εµφανίζεται πλήρως εξοπλισµένη και από λευκά είδη». Η ιδιοκτήτρια στη δική της αγωγή ισχυρίστηκε ότι οι λοιποί ιδιοκτήτες παράνοµα και αυθαίρετα κατά την πρώτη εβδοµάδα του Αυγούστου 2016, δηλαδή την πρώτη εβδοµάδα διαµονής των µισθωτών, έκλεισαν για πρώτη φορά τον µηχανισµό καθαρισµού της πισίνας, µε αποτέλεσµα να µετατραπεί σε έλος και να καθίσταται αδύνατη η χρήση της για τον σκοπό που εξυπηρετεί.

Η πισίνα επαναλειτούργησε µε έξοδά της αφού κάλεσε εξειδικευµένο συνεργείο, το οποίο προέβη στις απαραίτητες ενέργειες και επισκευές ενώ ακολούθησαν κι άλλες διακοπές της λειτουργίας της πισίνας η οποία µέχρι σήµερα παραµένει σε ελώδη κατάσταση καθώς ο µηχανισµός βρίσκεται µέσα σε κυτίο, χωρίς κλειδαριά ασφαλείας και είναι δυνατό όποιος επιθυµεί να διακόπτει τη λειτουργία του

ΠΗΓΗ ΕΘΝΟΣ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ - Ν 3091/2002 (ΦΕΚ Α' 330/24-12-2002) - Ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312/Α΄) - ΠΟΛ. 1001/2-1-2006

$
0
0

Απαλλαγή καταβολής φόρου κληρονομιάς για ακίνητο (κατοικία)  βάσει του Νόμου 3091/2002 (ΦΕΚ Α' 330/24-12-2002),   αφού ίσχυσε το δικαίωμα επιλογής ως "δικαίωμα απαλλαγής φόρου ως πρώτη κατοικία"και να να καταβληθεί  φόρος σε άλλο κληρονομιαίο ακίνητο, που και εκείνο πληρούσε τους όρους "δικαιώματος απαλλαγής φόρου ως πρώτη κατοικία". Παρά του ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πρίν την ισχύ του Ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312/Α΄) που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο ΦΕΚ 312 τ. Α΄ στις 27 Δεκεμβρίου 2005, η απαλλαγή  δόθηκε ΟΡΘΑ σε πολίτη, από την ΔΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, γιατί λήφθηκε υπόψιν η  ΠΟΛ. 1001/2-1-2006  με αριθ πρωτοκ  1000418/1/Α0013 σε συνδυασμό με την υπ αριθ. 2352/2001 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄.


ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΑΙΩΣΕ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΣ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΟΤΙ ΥΠΗΡΧΕ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ..


ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, ΗΤΟΙ ΦΩΤΟ ΤΗς ΔΗΛΩΣΗΣ, ΤΗΝ ΠΟΛ, ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
   

Αθήνα, 2 Ιανουαρίου 2006

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
   

Αρ.Πρωτ.: 1000418/1/Α0013

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
   

ΠΟΛ. 1001

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (Δ. 13)
   


ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄ - Β΄
   


ΘΕΜΑ:

Κοινοποίηση διατάξεων του Ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312/Α΄) Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» που αφορούν θέματα φορολογίας κεφαλαίου.

Σας γνωρίζουμε ότι με τον πρόσφατο φορολογικό νόμο 3427/2005 «Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις», που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο ΦΕΚ 312 τ. Α΄ στις 27 Δεκεμβρίου 2005, επέρχονται - μεταξύ των άλλων και της επιβολής Φ.Π.Α. κατά τη μεταβίβαση νέων οικοδομών από την 1η Ιανουαρίου 2006 - σημαντικές αλλαγές στη φορολογία κεφαλαίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα άρθρα 2 έως και 22 και 25 παρ. 1, αντίγραφο των οποίων σας κοινοποιούμε.

Ειδικότερα:

1. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 , 3 , 4 , 5 , 6 , 7 , 8 , 9 και 10 επανέρχεται ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος. Ο φόρος αυτός επιβάλλεται σε ακίνητα που αποκτώνται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 και μεταβιβάζονται περαιτέρω με επαχθή αιτία. Ως φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του φόρου ορίζεται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, οι οποίες εξευρίσκονται σύμφωνα με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή με βάση τα συγκριτικά στοιχεία, όπου δεν εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν μεγαλύτερο δηλούμενο τίμημα. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο πωλητής. Η οικεία δήλωση υποβάλλεται από τους συμβαλλόμενους στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.

2. Με τις διατάξεις των άρθρων 11 , 12 , 13 , 14 , 15 , 16 , 17 , 18 και 19 θεσπίζεται το τέλος συναλλαγής ακινήτων σε αντικατάσταση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων. Το τέλος συναλλαγής επιβάλλεται σε ακίνητα που αποκτώνται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 και μεταβιβάζονται περαιτέρω με επαχθή αιτία. Το τέλος υπολογίζεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή με βάση τα συγκριτικά στοιχεία, όπου δεν εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού. Σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το τίμημα ή, επί αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, το εκπλειστηρίασμα είναι μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το τέλος υπολογίζεται με βάση το τίμημα ή το εκπλειστηρίασμα αντίστοιχα. Υπόχρεος για την καταβολή του τέλους είναι ο αγοραστής. Η οικεία δήλωση υποβάλλεται από τους συμβαλλόμενους στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.

3. Με τις διατάξεις του άρθρου 20 ρυθμίζονται θέματα φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών και τροποποιούνται διατάξεις του Κώδικα των φορολογιών αυτών (που έχει κυρωθεί με το Ν. 2961/2001). Συγκεκριμένα:

κατά τη συνένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα από την 1-1-2006, όταν η ψιλή κυριότητα έχει αποκτηθεί με αγορά μετά τις 2-4-1980, επιβάλλεται στο εξής φόρος και στις περιπτώσεις που επικαρπωτής είναι νομικό πρόσωπο, στις περιπτώσεις που η επικαρπία έχει αποκτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο (και όχι μόνο με αγορά) καθώς και στις περιπτώσεις που η ψιλή κυριότητα μετά την αγορά έχει μεταβιβασθεί περαιτέρω πριν τη συνένωσή της με την επικαρπία. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις που η επικαρπία παρακρατείται ή μεταβιβάζεται για ορισμένο χρόνο με οποιαδήποτε αιτία και η ψιλή κυριότητα αποκτάται με αγορά μετά την 1-1-2006, κατά το χρόνο λήξης της διάρκειας της επικαρπίας ο τότε ψιλός κύριος οφείλει - κατά πλάσμα δικαίου - φόρο δωρεάς. Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο φόρος (κληρονομιάς ή δωρεάς αντίστοιχα) επιβάλλεται για το ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας που δεν έχει υπαχθεί σε φόρο (υπόλοιπα δέκατα). ορίζεται ότι η διόρθωση λαθών του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού αξίας ακινήτων μέσα στο 20ήμερο από την υποβολή της δήλωσης μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τη σύνταξη ή μη του μεταβιβαστικού συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής.

αναπροσαρμόζονται από 1-1 2006 τα ποσά που απαλλάσσονται από το φόρο κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας με κληρονομιά ή γονική παροχή. Στο σημείο αυτό και με αφορμή συνεχή ερωτήματα που μας υποβάλλονται σας γνωρίζουμε πως από τη διοίκηση έχει γίνει δεκτό ότι, κατά την απόκτηση περισσότερων του ενός ακινήτων αιτία θανάτου είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά ποσοστό, είναι δυνατή η χορήγηση απαλλαγής από το φόρο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας σε ένα από τα κληρονομιαία ακίνητα, το οποίο θα επιλέξει ο κληρονόμος, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για τη χορήγηση της απαλλαγής (σχετική η υπ΄ αριθ. 2352/2001 απόφαση του ΣτΕ ) τροποποιείται από 1-1-2006 ο πίνακας υπολογισμού του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών σε δικαιούχους που υπάγονται στην Α΄ κατηγορία και εντάσσονται σε αυτή και τα εγγόνια του κληρονομούμενου.

αναπροσαρμόζεται από 90.000 σε 100.000 ευρώ το όριο των γονικών παροχών, μέχρι του οποίου επιβάλλεται ο μισός φόρος δωρεάς, από 1-1-2006.

αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 ευρώ το ποσό για το οποίο δεν επιβάλλεται φόρος κατά τη διόρθωση συμβολαίου δωρεάς και γονικής παροχής ή κατά την υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων φόρου κληρονομιάς ως προς την έκταση δηλωθέντος ακινήτου.

κατά την υποβολή των δηλώσεων φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών δεν απαιτείται πλέον ο ορισμός αντικλήτου του υπόχρεου σε φόρο, αλλά αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου αυτού και του δωρητή (και του κληρονομούμενου, εφόσον υπάρχει).

από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών βεβαιώνεται από το τμήμα εσόδων της Δ.Ο.Υ. σε διμηνιαίες, αντί των μηνιαίων, δόσεις καθεμιά από τις οποίες (πλην της τελευταίας) δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 500 €.

τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου 99 του Κώδικα που αφορά την ακύρωση ή τροποποίηση των οριστικών πράξεων της Δ.Ο.Υ. και στο εξής αυτή θα γίνεται όχι από το διοικητικό δικαστήριο αλλά από τριμελή επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο Οικονομικό Επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Φορολογίας αυτής μέσα σε 3 μήνες από την υποβολή του σχετικού αιτήματος.

Παρατείνεται μέχρι 31-12-1989 η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών που ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 102 του Κώδικα και συνεπώς αφενός στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται πλέον η υποβολή της οικείας δήλωσης και η χορήγηση σχετικού πιστοποιητικού και αφετέρου δεν λαμβάνονται υπόψη κατά το συνυπολογισμό.

4. Με τις διατάξεις του άρθρου 21 ρυθμίζονται θέματα φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων. Συγκεκριμένα:

αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 € η αξία της επιπλέον έκτασης για την οποία δεν επιβάλλεται φόρος κατά την επανάληψη ή διόρθωση συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου με επαχθή αιτία,

αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 € η αξία της επιπλέον έκτασης για την οποία δεν οφείλεται φόρος σε περίπτωση μεταβίβασης επιφάνειας μεγαλύτερης της κτηθείσης δυνάμει του αρχικού τίτλου κτήσης με επαχθή αιτία,

ρυθμίζεται το αντικείμενο και ο τρόπος φορολογίας κατά τη σύνταξη οριστικών συμβολαίων σε εκτέλεση προσυμφώνων μεταβίβασης. Περαιτέρω, ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης σε εκτέλεση προσυμφώνου δε λαμβάνονται υπόψη στη φορολογητέα αξία οι προσθήκες και βελτιώσεις που αποδεδειγμένα έχουν πραγματοποιηθεί από τον εκ προσυμφώνου αγοραστή μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και πριν από τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή η χρήση, νομή και κατοχή του ακινήτου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου ή του οριστικού συμβολαίου.

ρυθμίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας και της οίκησης στις περιπτώσεις φορολόγησής τους,

- αναπροσαρμόζονται από 1-1-2006 τα ποσά που απαλλάσσονται από το φόρο κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας με επαχθή αιτία,

- ορίζεται ότι μεταβιβάσεις υποκείμενες σε Φ.Α.Υ. δεν υπόκεινται σε Φ.Μ.Α.

5. Με τις διατάξεις του άρθρου 22 διευκολύνεται η κατάρτιση με αυτοσύμβαση οριστικών συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα σε εκτέλεση συμβολαιογραφικών προσυμφώνων που είχαν συνταχθεί μέχρι την 31-12-1997, χωρίς την προσκόμιση των απαραίτητων πιστοποιητικών, εφόσον τα οριστικά συμβόλαια συνταχθούν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου.

6. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 παρατείνεται μέχρι 18-2-2017 η προθεσμία που λήγει στις 18-2-2007, μέσα στην οποία, κατά τη μεταβίβαση ακινήτων, είτε με αγοραπωλησία είτε με γονική παροχή, προς κατοίκους μικρών νησιών με πληθυσμό μέχρι 3.100 κατοίκους, ο αναλογών φόρος μειώνεται κατά 40%.

Αναλυτικές οδηγίες για την ομοιόμορφη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων θα σας δώσουμε με νεότερη εγκύκλιο μας.

Ακριβές Αντίγραφο
   

Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ

Η Προϊσταμένη της Γραμματείας
   

ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΣΑΜΗ




+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++


Στην αντικειμενική αξία ο φόρος υπερτιμήματος και τέλος συναλλαγής

Στην αντικειμενική αξία των ακινήτων θα επιβάλλονται ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος, καθώς και το τέλος συναλλαγής σύμφωνα με εγκύκλιο (ΠΟΛ 1001) που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών.

Στις οδηγίες που απεστάλησαν στις εφορίες όλης της χώρας διευκρινίζεται ότι ως φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του φόρου θα ορίζεται η διαφορά μεταξύ τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, οι οποίες θα προκύπτουν με βάση το αντικειμενικό σύστημα. Επί της ουσίας, στην περίπτωση που δεν αυξηθούν οι αντικειμενικές αξίες για δύο χρόνια και στο διάστημα αυτό μεταβιβαστεί ένα ακίνητο δύο και τρεις φορές, ο πωλητής δεν θα καταβάλει κανέναν φόρο στο Δημόσιο. Συγκεκριμένα στην περίπτωση που κάποιος αγοράσει ακίνητο αντικειμενικής αξίας 100.000 ευρώ και όταν αποφασίσει να το πουλήσει αν η αντικειμενική αξία είναι ακόμα στις 100.000 ευρώ δεν θα καταβληθεί φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος.

Σημειώνεται ότι στις δεύτερες μεταβιβάσεις (από το 2006 και μετά) θα ισχύει μόνο ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος, δηλαδή καταργείται ο ΦΜΑ, τη θέση του οποίου παίρνουν ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος και το τέλος συναλλαγής για όλα τα ακίνητα.

Ειδικότερα η εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών έχει ως εξής:

1. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 έως και 10 επανέρχεται ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος. Ο φόρος αυτός επιβάλλεται σε ακίνητα που αποκτώνται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 και μεταβιβάζονται περαιτέρω με επαχθή αιτία. Ως φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του φόρου ορίζεται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, οι οποίες εξευρίσκονται σύμφωνα με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή με βάση τα συγκριτικά στοιχεία, όπου δεν εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν μεγαλύτερο δηλούμενο τίμημα. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο πωλητής. Η οικεία δήλωση υποβάλλεται από τους συμβαλλόμενους στην αρμόδια ΔΟΥ στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.

2. Με τις διατάξεις των άρθρων 11 έως και 19 θεσπίζεται το τέλος συναλλαγής ακινήτων σε αντικατάσταση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων. Το τέλος συναλλαγής επιβάλλεται σε ακίνητα που αποκτώνται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 και μεταβιβάζονται περαιτέρω με επαχθή αιτία. Το τέλος υπολογίζεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή με βάση τα συγκριτικά στοιχεία, όπου δεν εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού. Σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το τίμημα ή, επί αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, το εκπλειστηρίασμα είναι μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το τέλος υπολογίζεται με βάση το τίμημα ή το εκπλειστηρίασμα αντίστοιχα. Υπόχρεος για την καταβολή του τέλους είναι ο αγοραστής. Η οικεία δήλωση υποβάλλεται από τους συμβαλλόμενους στην αρμόδια ΔΟΥ στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.

3. Με τις διατάξεις του άρθρου 20 ρυθμίζονται θέματα φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών και τροποποιούνται διατάξεις του Κώδικα των φορολογιών αυτών (που έχει κυρωθεί με το ν.2961/2001). Συγκεκριμένα:

- Κατά τη συνένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα από την 1-1-2006, όταν η ψιλή κυριότητα έχει αποκτηθεί με αγορά μετά τις 2-4-1980, επιβάλλεται στο εξής φόρος και στις περιπτώσεις που επικαρπωτής είναι νομικό πρόσωπο, στις περιπτώσεις που η επικαρπία έχει αποκτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο (και όχι μόνο με αγορά) καθώς και στις περιπτώσεις που η ψιλή κυριότητα μετά την αγορά έχει μεταβιβαστεί περαιτέρω πριν από τη συνένωσή της με την επικαρπία. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις που η επικαρπία παρακρατείται ή μεταβιβάζεται για ορισμένο χρόνο με οποιαδήποτε αιτία και η ψιλή κυριότητα αποκτάται με αγορά μετά την 1-1-2006, κατά τον χρόνο λήξης της διάρκειας της επικαρπίας ο τότε ψιλός κύριος οφείλει -κατά πλάσμα δικαίου- φόρο δωρεάς. Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο φόρος (κληρονομιάς ή δωρεάς αντίστοιχα) επιβάλλεται για το ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας που δεν έχει υπαχθεί σε φόρο (υπόλοιπα δέκατα).

- Ορίζεται ότι η διόρθωση λαθών του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού αξίας ακινήτων μέσα στο 20ήμερο από την υποβολή της δήλωσης μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τη σύνταξη ή μη του μεταβιβαστικού συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής.

- Αναπροσαρμόζονται από 1-1 2006 τα ποσά που απαλλάσσονται από τον φόρο κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας με κληρονομιά ή γονική παροχή. Στο σημείο αυτό και με αφορμή συνεχή ερωτήματα που μας υποβάλλονται σας γνωρίζουμε πως από τη διοίκηση έχει γίνει δεκτό ότι, κατά την απόκτηση περισσότερων του ενός ακινήτων αιτία θανάτου είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά ποσοστό, είναι δυνατή η χορήγηση απαλλαγής από τον φόρο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας σε ένα από τα κληρονομιαία ακίνητα, το οποίο θα επιλέξει ο κληρονόμος, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για τη χορήγηση της απαλλαγής (σχετική η υπ'αριθ. 2352/2001 απόφαση του ΣτΕ).

- Τροποποιείται από 1-1-2006 ο πίνακας υπολογισμού του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών σε δικαιούχους που υπάγονται στην Α΄ κατηγορία και εντάσσονται σε αυτή και τα εγγόνια του κληρονομούμενου.

- Αναπροσαρμόζεται από 90.000 σε 100.000 ευρώ το όριο των γονικών παροχών, μέχρι του οποίου επιβάλλεται ο μισός φόρος δωρεάς, από 1-1-2006.

- Αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 ευρώ το ποσό για το οποίο δεν επιβάλλεται φόρος κατά τη διόρθωση συμβολαίου δωρεάς και γονικής παροχής ή κατά την υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων φόρου κληρονομιάς ως προς την έκταση δηλωθέντος ακινήτου.

- Κατά την υποβολή των δηλώσεων φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών δεν απαιτείται πλέον ο ορισμός αντικλήτου του υπόχρεου σε φόρο, αλλά αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου αυτού και του δωρητή (και του κληρονομούμενου, εφόσον υπάρχει).

- Από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών βεβαιώνεται από το τμήμα εσόδων της ΔΟΥ σε διμηνιαίες, αντί των μηνιαίων, δόσεις καθεμιά από τις οποίες (πλην της τελευταίας) δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 500 ευρώ.

- Τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου 99 του Κώδικα που αφορά την ακύρωση ή τροποποίηση των οριστικών πράξεων της ΔΟΥ και στο εξής αυτή θα γίνεται όχι από το διοικητικό δικαστήριο αλλά από τριμελή επιτροπή που αποτελείται από τον αρμόδιο Οικονομικό Επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της ΔΟΥ και τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Φορολογίας αυτής μέσα σε 3 μήνες από την υποβολή του σχετικού αιτήματος.

- Παρατείνεται μέχρι 31-12-1989 η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών που ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 102 του Κώδικα και συνεπώς αφενός στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται πλέον η υποβολή της οικείας δήλωσης και η χορήγηση σχετικού πιστοποιητικού και αφετέρου δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον συνυπολογισμό.

4. Με τις διατάξεις του άρθρου 21 ρυθμίζονται θέματα φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων. Συγκεκριμένα:

- Αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 ευρώ η αξία της επιπλέον έκτασης για την οποία δεν επιβάλλεται φόρος κατά την επανάληψη ή διόρθωση συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου με επαχθή αιτία.

- Αναπροσαρμόζεται από 1.000 σε 1.500 ευρώ η αξία της επιπλέον έκτασης για την οποία δεν οφείλεται φόρος σε περίπτωση μεταβίβασης επιφάνειας μεγαλύτερης της κτηθείσης δυνάμει του αρχικού τίτλου κτήσης με επαχθή αιτία.

- Ρυθμίζονται το αντικείμενο και ο τρόπος φορολογίας κατά τη σύνταξη οριστικών συμβολαίων σε εκτέλεση προσυμφώνων μεταβίβασης. Περαιτέρω, ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης σε εκτέλεση προσυμφώνου δε λαμβάνονται υπόψη στη φορολογητέα αξία οι προσθήκες και βελτιώσεις που αποδεδειγμένα έχουν πραγματοποιηθεί από τον εκ προσυμφώνου αγοραστή μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και πριν από τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή η χρήση, νομή και κατοχή του ακινήτου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου ή του οριστικού συμβολαίου.

- Ρυθμίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας και της οίκησης στις περιπτώσεις φορολόγησής τους.

- Αναπροσαρμόζονται από 1-1-2006 τα ποσά που απαλλάσσονται από τον φόρο κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας με επαχθή αιτία.

- Ορίζεται ότι μεταβιβάσεις υποκείμενες σε ΦΑΥ δεν υπόκεινται σε ΦΜΑ.

5. Με τις διατάξεις του άρθρου 22 διευκολύνεται η κατάρτιση με αυτοσύμβαση οριστικών συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα σε εκτέλεση συμβολαιογραφικών προσυμφώνων που είχαν συνταχθεί μέχρι την 31-12-1997, χωρίς την προσκόμιση των απαραίτητων πιστοποιητικών, εφόσον τα οριστικά συμβόλαια συνταχθούν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου.

6. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 παρατείνεται μέχρι 18-2-2017 η προθεσμία που λήγει στις 18-2-2007, μέσα στην οποία, κατά τη μεταβίβαση ακινήτων, είτε με αγοραπωλησία είτε με γονική παροχή, προς κατοίκους μικρών νησιών με πληθυσμό μέχρι 3.100 κατοίκους, ο αναλογούν φόρος μειώνεται κατά 40%.


Σχετικο ΝΟΜΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 3091

Απλουστεύσεις και βελτιώσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου και άλλες διατάξεις


(ΦΕΚ Α' 330/24-12-2002

https://www.taxheaven.gr/laws/law/index/law/147


Αριθμός 2352/2001

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2000, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.


Για να δικάσει την από 27 Ιουλίου 1999 αίτηση:


του ...........ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,


κατά της .............. η οποία δεν παρέστη.


Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η 608/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Σπ. Χρυσικοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι


Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α


Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο


1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή τελών και παραβόλου.


2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 608/1999 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 3543/1996 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του 482/7.3.1993 ατομικού φύλλου βεβαίωσης φόρου κληρονομίας του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Γλυφάδας, είχε μεταρρυθμισθεί το φύλλο αυτό και είχε αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσίβλητος έχει δικαίωμα να απαλλαγεί από το φόρο κληρονομίας για την αιτία θανάτου κτήση πρώτης κατοικίας.


3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 1591/1986 (Α΄ 50), όπως τα δύο πρώτα εδάφιά της αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43 και διόρθωση σφαλμάτων Α΄ 51), ορίζονται τα εξής: «Οικία ή διαμέρισμα, που αποκτάται αιτία θανάτου από σύζυγο ή τέκνα του κληρονομουμένου κατά πλήρη κυριότητα, μπορεί να απαλλαγεί από το φόρο, εφ’ όσον ο κληρονόμος ή κληροδόχος ή ο σύζυγος αυτού ή τα ανήλικα τέκνα ή τα τέκνα τους, που σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές της ημεδαπής ή αλλοδαπής και δεν έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους, κατά το νόμο, ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικόπεδο οικοδομήσιμο, που να βρίσκονται σε πόλη με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων ή σε τουριστική περιοχή. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο απαλλαγή παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου, έστω και αν αυτά δεν είναι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, εφ’ όσον στο δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο οικία ή ένα μόνο διαμέρισμα εξ ολοκλήρου και κατά πλήρες κυριότητας δικαίωμα και όχι ποσοστό αυτής εξ αδιαιρέτου. Το κατά τα άνω ποσό της απαλλαγής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο εκείνου που αντιστοιχεί σε εμβαδόν οικίας ή διαμερίσματος, που κατά το νόμο καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου.». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η προβλεπόμενη από αυτές φορολογική απαλλαγή παρέχεται και στην περίπτωση που περιέρχονται στον κληρονόμο περισσότερα από ένα διαμερίσματα, καθένα από τα οποία καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του, εφόσον κατά το χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις.


4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε τα εξής: Η εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη), κληρονόμος εκ διαθήκης του πατέρα της Παναγιώτη Κάτρη που αποβίωσε στις 27.12.1990, υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας την 228/1992 κοινή, με τους άλλους κληρονόμους, δήλωση φόρου κληρονομίας, με την οποία δήλωσε ως περιουσιακά στοιχεία της κληρονομικής της μερίδας, μεταξύ άλλων, κατά πλήρη κυριότητα ένα διαμέρισμα επιφανείας 105 τ.μ. που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο διώροφης οικίας στην οδό Άλσους 13 στη Γλυφάδα και το δικαίωμα υψούν κατά το ½ εξ αδιαιρέτου πάνω από το δεύτερο όροφο της παραπάνω οικίας και ένα διαμέρισμα επιφανείας 65,10 τ.μ. που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο πολυκατοικίας στην οδό Ηρακλέους στην Καλλιθέα. Με την παραπάνω δήλωση η αναιρεσίβλητη ζήτησε να απαλλαγεί από το φόρο για την αιτία θανάτου κτήση πρώτης κατοικίας. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας εξέδωσε το 482/7.3.1993 ένδικο φύλλο βεβαίωσης, με το οποίο βεβαίωσε σε βάρος της φόρο 4.630.177 δραχμών και απέρριψε το παραπάνω αίτημά της. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Διοικητικό Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, το οποίο, αφού δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας τις νόμιμες προϋποθέσεις για να τύχει της φορολογικής απαλλαγής, που προβλέπουν οι παρατεθείσες πιο πάνω διατάξεις, έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται της εν λόγω απαλλαγής και ότι το δικαίωμά του αυτό δεν αίρεται από το γεγονός ότι η κληρονομία περιελάμβανε περισσότερα από ένα διαμερίσματα, το καθένα από τα οποία θα μπορούσε να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς της. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νόμιμη σύμφωνα με τα εκτεθέντα και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται ειδικότερα ότι δεν παρέχεται η απαλλαγή αν ο κληρονόμος αποκτά συγχρόνως περισσότερα ακίνητα από τα οποία το καθένα πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του, γιατί όταν αυτός υποβάλει τη δήλωση φόρου κληρονομίας και επικαλείται την εφαρμογή της πιο πάνω απαλλακτικής διάταξης, έχει ήδη καταστεί οριστικός κληρονόμος με την αποδοχή της κληρονομίας και δεν στερείται πρώτης κατοικίας.

5. Επειδή, κατόπιν αυτού η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά   τ α ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2000 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2001.

            Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος    Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

            Φ. Στεργιόπουλος          Μ. Μπερδεμπέ


ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - Ξεκινά τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018, η συλλογή δηλώσεων ιδιοκτησίας, σε ακόμα επτά περιφερειακές ενότητες σε όλη τη χώρα. ΞΕΚΙΝΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΙΕΡΙΑΣ

$
0
0

Το Κτηματολόγιο ολοκληρώνεται. Ξεκινά η συλλογή δηλώσεων σε επτά ακόμα Π.Ε. της χώρας - Ανάρτηση κτηματολογικών στοιχείων στους Δήμους Πέλλας-Σκύδρας - Ξεκινά η λειτουργία του ΚΓ Αχαρνών..

Ξεκινά τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018, η συλλογή δηλώσεων ιδιοκτησίας, σε ακόμα επτά περιφερειακές ενότητες σε όλη τη χώρα. Όσοι έχουν ακίνητη περιουσία στις εν λόγω περιοχές καλούνται να υποβάλουν δήλωση της ακίνητης περιουσίας τους στο Γραφείο Κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητό τους ή και ηλεκτρονικά μέσω της ιστοσελίδας www.ktimatologio.gr
Η προθεσμία για την υποβολή δηλώσεων για τις περιοχές αυτές αρχίζει στις 17-12-2018 και λήγει στις 18-03-2019 για τους κατοίκους της ημεδαπής και στις 18-06-2019 για τους κατοίκους της αλλοδαπής και το ΕλληνικόΔημόσιο.

Η υποβολή της δήλωσης είναι υποχρεωτική, άλλως επέρχονται οι κατά το νόμο προβλεπόμενες κυρώσεις.
Τα ακίνητα τα οποία δεν θα δηλωθούν κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης, θα καταγραφούν στις Αρχικές Εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» και εφόσον δεν πραγματοποιηθούν οι σχετικές διορθώσεις στις προβλεπόμενες προθεσμίες, θα περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Συνεπώς είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, οι δικαιούχοι να προσέλθουν το αργότερο έως την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας συλλογής δηλώσεων ιδιοκτησίας (18-03-2019) για να υποβάλλουν την δήλωση τους, διαφορετικά θα απαιτηθεί μεγαλύτερο κόστος και περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

Οι περιοχές (προκαποδιστριακοί ΟΤΑ) στις οποίες πραγματοποιείται η συλλογή δηλώσεων ιδιοκτησίας και τα αρμόδια γραφεία εμφανίζονται αναλυτικά παρακάτω:
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΑ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΗΛΩΣΕΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ
1. Περιφερειακή Ενότητα Λασιθίου 
Στους Καλλικρατικούς Δήμους:
A)ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
Β)ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ-ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Γ)ΣΗΤΕΙΑΣ
Δ)Από το Δήμο ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, οι προκαποδιστριακοί ΟΤΑ:
ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΒΟΥΛΙΣΜΕΝΗΣ, ΒΡΑΧΑΣΙΟΥ, ΒΡΥΣΩΝ, ΈΞΩ ΛΑΚΚΩΝΙΩΝ, ΈΞΩ ΠΟΤΑΜΩΝ, ΖΕΝΙΩΝ, ΚΑΛΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΚΑΡΥΔΙΟΥ (ΜΙΡΑΜΠΕΛΛΟΥ), ΚΑΣΤΕΛΛΙΟΥ ΦΟΥΡΝΗΣ, ΚΡΙΤΣΑΣ, ΚΡΟΥΣΤΑ, ΛΑΤΣΙΔΑΣ, ΛΙΜΝΩΝ, ΜΕΣΑ ΛΑΚΚΩΝΙΩΝ, ΜΙΛΑΤΟΥ, ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ, ΝΙΚΗΘΙΑΝΟΥ, ΠΡΙΝΑΣ, ΦΟΥΡΝΗΣ και ΧΟΥΜΕΡΙΑΚΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ  ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:
Άγιος Νικόλαος:Καστέλλου Μεραμπέλου 5
(πρώην υποθηκοφυλακείο), ΤΚ 72100
Τηλέφωνα: 28410 90626 και τηλ. κέντρο: 8011010800
E-mail: ktima.agiounikolaou@gmail.com
Ωράριο λειτουργίας:
Δεύτερα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 8:30 με 16:30
και Τετάρτη 8:30 με 20:30

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
  1. Περιφερειακή Ενότητα Πιερίας
A) Από το Δήμο ΔΙΟΥ-ΟΛΥΜΠΟΥ οι προ-καποδιστριακοί ΟΤΑ: ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑΣ, ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ, ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ (ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ), ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ (ΣΤΑΘΜΟΥ), ΠΟΡΩΝ και ΣΚΟΤΙΝΗΣ

Β)Από το Δήμο ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ οι προ-καποδιστριακοί ΟΤΑ:
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΒΡΙΑΣ, ΕΛΑΤΟΧΩΡΙΟΥ, ΕΛΑΦΟΥ, ΕΞΟΧΗΣ (ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΧΑΡΑΔΡΑΣ), ΚΑΤΑΛΩΝΙΩΝ, ΚΟΥΚΚΟΥ, ΛΑΓΟΡΡΑΧΗΣ, ΛΟΦΟΥ, ΜΗΛΙΑΣ, ΜΟΣΧΟΠΟΤΑΜΟΥ, ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΟΥ, ΡΗΤΙΝΗΣ, ΣΕΒΑΣΤΗΣ, ΤΡΙΛΟΦΟΥ και ΦΩΤΕΙΝΩΝ

Γ)Από το Δήμο ΠΥΔΝΑΣ-ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ οι προ-καποδιστριακοί ΟΤΑ:
ΑΙΓΙΝΙΟΥ, ΑΛΩΝΙΩΝ, ΚΑΣΤΑΝΕΑΣ, ΚΑΤΑΧΑ, ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ, ΛΙΒΑΔΙΟΥ, ΠΑΛΑΙΟΣΤΑΝΗΣ, ΠΑΛΑΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙΟΥ, ΠΥΔΝΗΣ, ΡΥΑΚΙΩΝ και ΣΦΕΝΔΑΜΙΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ  ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:


Κατερίνη:Επί της οδού Π. Τσαλδάρη 20 και Κιλκίς, ΤΚ 60134.

Τηλέφωνο: 23510 46446
Ωράριο λειτουργίας:
Δεύτερα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 8:30 με 16:30
και Τετάρτη 8:30 με 20:30

ΔΕφΘεσ (Ακυρ) 322/2010 Προαγωγή υπαλλήλου μετά από μετάταξη - Χρόνος υπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη -.

$
0
0
ΔΕφΘεσ (Ακυρ) 322/2010

Προαγωγή υπαλλήλου μετά από μετάταξη - Χρόνος υπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη -.


Επί μετάταξης υπαλλήλου σε ανώτερη κατηγορία, ο χρόνος που έχει διανυθεί στην πριν τη μετάταξη κατηγορία συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου υπηρεσίας που απαιτείται για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό της ανώτερης κατηγορίας.



Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης
(Τμήμα Α΄- Ακυρωτικό)
Αριθμός 322/2010

«... 3. Επειδή, στον ισχύοντα Υπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007 ΦΕΚ 26 Α΄) ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 82 παρ. 1 ότι «Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται: α) για την κατηγορία ΥΕ: ....β) για την κατηγορία ΔΕ: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ εννεαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ οκταετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄. γ) για την κατηγορία ΤΕ: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ επταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄. δ) για την κατηγορία ΠΕ…..», στο άρθρο 83 παρ. 1 ότι «Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό, εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στο βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 και έχουν σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στις εκθέσεις αξιολόγησης τους. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, από τα οποία προκύπτει η δραστηριότητα του στην υπηρεσία, η επαγγελματική επάρκεια, η πρωτοβουλία του και η αποτελεσματικότητα του. Για το σχηματισμό της κρίσης του, το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας πενταετίας. Ειδικά για την προαγωγή στον Α΄ βαθμό πρέπει ο υπάλληλος να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προσόντα που μαρτυρούν διοικητική ικανότητα, όπως αυτά καθορίζονται από την κλίμακα του συστήματος αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων». Εξάλλου, στην παρ. 3 του άρθρου 70 του προϊσχύσαντοςΥπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄) οι οποίες είναι ταυτόσημες μ’ αυτές του ισχύοντος Υ.Κ.ορίζονταν τα εξής: «Οι υπάλληλοι μετατάσσονται με το βαθμό που κατέχουν. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσονται είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχουν, μετατάσσονται με τον εισαγωγικό αυτόν βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα της ανώτερης κατηγορίας».


4. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η προαγωγή στον επόμενο βαθμό απαιτεί ως πρωτεύουσα προϋπόθεση τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας στον προηγούμενο βαθμό. Ο χρόνος αυτός διαφοροποιείται αφενός μεν ανάλογα με τον βαθμό που πρόκειται να καταλάβει ο υπάλληλος (Ε΄, Δ΄, Γ΄, Β΄, Α΄), αφετέρου δε ανάλογα με την κατηγορία στην οποία αυτός είναι κατατεταγμένος (ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ, ΠΕ), ισχύει όμως ο κανόνας ότι οι ανώτερες κατηγορίες, δηλαδή οι κατηγορίες που προϋποθέτουν ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας τυπικά προσόντα, απαιτούν μικρότερο χρόνο υπηρεσίας για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό σε σχέση με τις κατώτερες κατηγορίες. Εξάλλου, στην περίπτωση που υφίσταται μετάταξη του υπαλλήλου σε ανώτερη κατηγορία, προβλέπεται η μετάταξη αυτή να γίνεται με τον βαθμό που ο υπάλληλος κατείχε στην προηγούμενη κατηγορία, ενώ, παράλληλα δίνεται η δυνατότητα να υπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε στην προηγούμενη κατώτερη κατηγορία ως χρόνος που διανύθηκε στην ανώτερη κατηγορία (στην οποία ήδη ο υπάλληλος έχει μεταταγεί) υπό την προϋπόθεση ότι ο χρόνος αυτός έχει διανυθεί με τα προσόντα της ανώτερης κατηγορίας, ούτως ώστε ο υπάλληλος να επωφελείται των ευνοϊκότερων, αναφορικά με το χρόνο που απαιτείται για την προαγωγή, διατάξεων που διέπουν την ανώτερη κατηγορία. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι καμία ρύθμιση δεν περιλαμβάνεται αναφορικά με το χρόνο που έχει διανυθεί στην πριν τη μετάταξη κατηγορία με τα κατώτερα προσόντα της εν λόγω κατηγορίας. Σε αρμονία όμως με την εκτεθείσα γενική αρχή που διέπει το ζήτημα των προαγωγών, ότι δηλαδή οι υπάλληλοι που κατατάσσονται σε ανώτερες κατηγορίες λόγω των αυξημένων τυπικών τους προσόντων χρειάζονται λιγότερο, σε σχέση με τους υπαλλήλους των κατώτερων κατηγοριών, χρόνο για την προαγωγή τους σε ανώτερο βαθμό και συνεκτιμώνταςότι η μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία του υπαλλήλου είναι δικαίωμα του υπαλλήλου και δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μηδενίζεται, αλλά πρέπει να υπολογίζεται κανονικά και να συμπληρώνεται με όσο χρόνο απαιτείται από το χρόνο που διανύεται στην μετά τη μετάταξη ανώτερη κατηγορία, η οποία άλλωστε προϋποθέτει τα τυπικά προσόντα της κατώτερης κατηγορίας. Αντίθετη εκδοχή για την έννοια των ως άνω διατάξεων θα καθιστούσε αυτές αντισυνταγματικές λόγω παραβάσεως της αρχής της ισότητας, αφού χωρίς να συντρέχει κάποιος αποχρώνδικαιολογητικός λόγος θα είχε ως αποτέλεσμα υπάλληλος με αυξημένα τυπικά προσόντα (τίτλους ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας) να αποκτά τον επόμενο βαθμό σε χρόνο μεγαλύτερο από αυτόν που απαιτείται για τον υπάλληλο που διαθέτει κατώτερα, έναντι αυτού, τυπικά προσόντα.


5. Επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση η αιτούσα είναι μόνιμη υπάλληλος του διαδίκου νοσοκομείου από 19-2-1988 και μέχρι την μετάταξή της σε ανώτερη κατηγορία υπηρετούσε στην κατηγορία ΔΕ του κλάδου Αδελφών Νοσοκόμων. Στις 28-3-2005 απέκτησε πτυχίο του Τμήματος Νοσηλευτικής της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του ΤΕΙΛάρισας με αποτέλεσμα να ζητήσει τη μετάταξή της σε ανώτερη κατηγορία, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με την Γ5/3718/7-3-2006 απόφαση του Διοικητή της Β΄ ΔΥΠΕ, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 27-3-2006 και έτσι η τελευταία μετατάχθηκε σε κενή οργανική θέση της κατηγορίας ΤΕτου κλάδου Νοσηλευτών. Κατά το χρόνο της μετατάξεώς της κατείχε τον Β΄ βαθμό και είχε διανύσει σαυτόν, στην κατηγορία ΔΕ, 7 έτη και 10 μήνες προϋπηρεσίας (ή κατά το Νοσοκομείο 7 έτη και 6 μήνες, βλ. έκθεση απόψεων αυτού) έναντι 8 που απαιτούνταν ως προς την εν λόγω κατηγορία για την προαγωγή της στον επόμενο βαθμό Α΄. Έτσι η μετάταξή της στην κατηγορία ΤΕΝοσηλευτών έγινε με τον ίδιο βαθμό που κατείχε, δηλαδή με το βαθμό Β΄. Στις 14-3-2008 υπέβαλε αίτηση στη διάδικηΥπηρεσία με την οποία ζήτησε να προαχθεί στον Α΄ βαθμό, με βάση χρόνο υπηρεσίας στον Β΄ βαθμό οκτώ ετών, όσον δηλαδή απαιτούν οι διατάξεις για τους ανήκοντες στην ΔΕ κατηγορία, ο οποίος, κατά την άποψή της είχε συμπληρωθεί στην περίπτωσή της με τον συνυπολογισμό μέρους από το χρόνο που είχε εν τω μεταξύ συνολικά διανύσει στην ανώτερη κατηγορία ΤΕ. Το ανωτέρω αίτημα παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Νοσοκομείου, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του το απέρριψε με την αιτιολογία ότι η αιτούσα δεν είχε συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για την απόκτηση του Α΄ βαθμού. Όπως δε ειδικότερα η αιτιολογία αυτή διευκρινίζεται με την έκθεση των απόψεων του Νοσοκομείου, η τελευταία ορθώς κατά το χρόνο της μετατάξεώς της είχε μεταταγείμε τον Β΄ βαθμό αφού μέχρι τον χρόνο εκείνο δεν είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία στον εν λόγω βαθμό (απέμεναν κάποιοι μήνες για τη συμπλήρωσή του) ώστε να καταλάβει τον επόμενο βαθμό, ενώ και στη νέα κατηγορία στην οποία ήδη ήταν κατατεταγμένηδεν είχε συμπληρώσει χρόνο 6 ετών «από το χρόνο της μετατάξεώς της», δηλαδή όσο χρόνο απαιτούσαν οι οικείες διατάξεις του Υ.Κ.για την προαγωγή στον Α΄ βαθμό των υπαλλήλων της ΤΕκατηγορίας.


6. Επειδή, η παραπάνω αιτιολογία του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όσον αφορά στη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων για την απόκτηση του Α΄ βαθμού από την αιτούσα, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη. Ειδικότερα, η τελευταία, ορθώς μεν κατά την μετάταξή της διατήρησε τον Β΄ βαθμό, αφού δεν είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία στον βαθμό αυτό κατά την ημερομηνία μετατάξεώς της, ο χρόνος όμως αυτός που είχε ήδη διανύσει, και ο οποίος στην περίπτωσή της οριακά υπολείπονταν για την προαγωγή της στον επόμενο βαθμό σε περίπτωση που η μετάταξή της καθυστερούσε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, μη νομίμως θεωρήθηκε από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο ως ανύπαρκτος και μη συνυπολογιστέος. Αντίθετα, το Συμβούλιο όφειλε για τη θεμελίωση της χρονικής προϋποθέσεως της οκταετίας να συνυπολογίσει τον παραπάνω χρόνο που η τελευταία είχε διανύσει στην κατηγορία ΔΕ και να συμπληρώσει αυτόν με όσο χρόνο υπολείπονταν, προσθέτοντας ανάλογο μέρος από το χρόνο υπηρεσίας της στην ανώτερη κατηγορία ΤΕστην οποία είχε μεταταγεί, η οποία κατηγορία, άλλωστε, εμπεριείχε, καθόσον προϋπέθετε, τα τυπικά προσόντα της ΔΕ κατηγορίας (απολυτήριο τίτλο δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως). Ερμηνεύοντας διαφορετικά τις παρατεθείσεςδιατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και υπολαμβάνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση η αιτούσα έπρεπε να διανύσει εξαρχής όλο το χρόνο που απαιτούσε η νέα της κατηγορία για την προαγωγή της στον επόμενο βαθμό (εξαετή υπηρεσία) και στερώντας της τον προαγωγικόβαθμό λόγω ελλείψεως των αναφερθεισώνχρονικών προϋποθέσεων, έσφαλε και η «απόφασή» του πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βασίμουτου σχετικού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή. Περαιτέρω, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο οικείο Συμβούλιο προκειμένου αυτό αφενός μεν να προβεί σε νέα, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, νόμιμη κρίση, αφετέρου δε να προβεί στην περαιτέρω εξέταση της συνδρομής των ουσιαστικών προσόντων της αιτούσας, όπως ορίζουν οι διατάξεις της παρ.  1 του άρθρου 83 του Υπαλληλικού Κώδικα, ώστε να αποφανθεί τελικώς επί του αιτήματος προαγωγής αυτής στον Α΄ βαθμό. ...».

Τι είναι η σεξουαλική παρενόχληση; Σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας - άρθρο 337 (1) του Ποινικού Κώδικα - παράγραφο 5 του άρθρου 337 του Ποινικού Κώδικα

$
0
0

Τι είναι η σεξουαλική παρενόχληση;
Ως σεξουαλική παρενόχληση νοούνται οι ανεπιθύμητες και δυσάρεστες σεξουαλικές κρούσεις, αιτήματα για σεξουαλικές χάρες ή άλλη λεκτική ή σωματική επαφή σεξουαλικής φύσεως η οποία ...
δημιουργεί ένα εχθρικό ή προσβλητικό περιβάλλον. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια μορφή βίας εναντίον των γυναικών (και αντρών, οι οποίοι μπορούν επίσης να παρενοχληθούν σεξουαλικά) και ως άνιση μεταχείριση. Βασικό μέρος του ορισμού είναι η λέξη «ανεπιθύμητες».

Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τη σωματική βία αλλά και πιο διακριτικές μορφές βίας όπως τον εξαναγκασμό – αναγκάζοντας κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει. Μπορεί να έχει τη μορφή μια μακροχρόνιας κατάστασης – επαναλαμβανόμενα σεξουαλικά «αστεία», συνεχείς (ανεπιθύμητες) προτάσεις για ραντεβού, ή ανεπιθύμητο φλερτάρισμα σεξουαλικής φύσεως. Μπορεί επίσης να είναι ένα μεμονωμένο συμβάν – να ακουμπήσεις ή να χαϊδέψεις κάποιον άπρεπα, ή ακόμη και να τον κακοποιήσεις σεξουαλικά ή να τον βιάσεις.
Είναι το φύλο του ατόμου άμεσα συνδεδεμένο με την κακοποίησή τους;

Ναι – η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια συμπεριφορά που σχετίζεται άμεσα με το φύλο του ατόμου που παρενοχλείται. Για τον λόγο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει διακρίσεις.

Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), «η σεξουαλική παρενόχληση είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με εξουσία και συμβαίνει συχνά σε κοινωνίες οι οποίες μεταχειρίζονται τις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα και πολίτες δεύτερης κατηγορίας.» Ένα απλό παράδειγμα είναι όταν στις γυναίκες προσφέρεται μια θέση εργασίας, προαγωγή ή αύξηση με αντάλλαγμα σεξουαλικές χάρες. Ένα άλλο παράδειγμα παρενόχλησης στον δρόμο, μπορεί να ποικίλλει από γιουχαΐσματα και σφυρίγματα μέχρι ανεπιθύμητη και προσβλητική γλώσσα αλλά και σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό.

Σημαντικό είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι το ίδιο με το φλερτ ή τη σχέση, όπου συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Πρόκειται για μια ανεπιθύμητη πράξη, η οποία προκαλεί προσβολή και δυσφορία και μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να είναι επικίνδυνη τόσο σε σωματικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Το θύμα μπορεί να αισθανθεί εκφοβισμό, αμηχανία, ντροπή ή απειλή.
Τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως σεξουαλική παρενόχληση;

Υπάρχουν διάφοροι νομικοί ορισμοί για τη σεξουαλική παρενόχληση, ανάλογα με τη χώρα και τη νομοθεσία, αλλά οι πιο κοινές μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης περιλαμβάνουν:

Αφήγηση σεξουαλικών ή πρόστυχων ανέκδοτων

Επίδειξη ή διανομή εικόνων ή φωτογραφιών με σεξουαλικό περιεχόμενο
Επιστολές, σημειώματα, ηλεκτρονικά μηνύματα, τηλεφωνήματα, ή υλικό σεξουαλικής φύσεως
«Βαθμολόγηση» ατόμων με βάση τα σωματικά τους χαρακτηριστικά
Σεξουαλικά σχόλια για την ενδυμασία, την ανατομία ή την εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου
Σφύριγμα ή γιουχάισμα
Ήχοι ή χειρονομίες με σεξουαλικά υπονοούμενα όπως ήχους ρουφήγματος, κλείσιμο ματιού ή κινήσεις της λεκάνης
Άμεσες ή έμμεσες απειλές ή δωροδοκίες για ανεπιθύμητη σεξουαλική δραστηριότητα
Συνεχή αιτήματα για ραντεβού ή σεξ
Βρίσιμο, όπως σκύλα, πουτάνα ή τσούλα
Επίμονο κοίταγμα με προσβλητικό τρόπο (να κοιτάζεις επίμονα το στήθος μιας γυναίκας, ή τον πισινό ενός άντρα)
Ανεπιθύμητες ερωτήσεις για τη σεξουαλική ζωή κάποιου
Ανεπιθύμητη επαφή, αγκάλιασμα, φίλημα, χάιδεμα ή πέρασμα κολλητά από το σώμα κάποιου
Έμμονη παρακολούθηση ενός ατόμου
Να χαϊδεύεται κάποιος σεξουαλικά μπροστά σε άλλους για να τον βλέπουν
 
Πού γίνεται η σεξουαλική παρενόχληση;

Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να γίνει οπουδήποτε – στη δουλειά, στο πανεπιστήμιο, στον δρόμο, σε ένα μαγαζί, σε ένα κλαμπ ή κατά τη χρήση κάποιου μέσου μαζικής μεταφοράς, σε αεροδρόμιο ή ακόμη και στο σπίτι. Βασικά είναι η ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή που μπορεί να συμβεί σε κάποιο δημόσιο ή και ιδιωτικό χώρο.
Μόνο οι άντρες παρενοχλούν τις γυναίκες;

Όχι. Μπορούν και οι γυναίκες να παρενοχλήσουν σεξουαλικά τους άντρες και οι γυναίκες να παρενοχλήσουν σεξουαλικά άλλες γυναίκες. Δεν υπάρχει διάκριση λόγω φύλου σε αυτούς που παρενοχλούν.

Αυτοί που παρενοχλούν μπορεί να είναι κάποιος εργοδότης, συνάδελφος, υπάλληλος, πελάτης, ένας άγνωστος, συγγενής, ή κάποιος που αποκαλείται «φίλος», μια ομάδα ανθρώπων, κάποιος που σου κάνει συνέντευξη για δουλειά. Δεν υπάρχει κάποιο «προσχέδιο» για κάποιον που παρενοχλεί, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί δράστες.

Σεξουαλική παρενόχληση

Η παρενόχληση είναι «ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεδεμένη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος», ενώ η σεξουαλική παρενόχληση είναι «οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος ».

Το άρθρο 3 (2) (α) του νόμου 3896/2010 αναφέρει επίσης ότι «η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση και οποιαδήποτε λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση λόγω υποβολής ή απόρριψης αυτής της συμπεριφοράς που συνιστούν διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύονται".

Σύμφωνα με το άρθρο 662 του Ποινικού Κώδικα, ο εργοδότης έχει μεγάλο «καθήκον μέριμνας» για την προστασία των υλικών και ηθικών συμφερόντων και την προσωπικότητα των εργαζομένων και των τρίτων προσώπων στο χώρο εργασίας. Αυτό συνεπάγεται την ευθύνη του εργοδότη για το δικό του / της συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των παραγόντων του / της.

Σύμφωνα με το άρθρο 337 (1) του Ποινικού Κώδικα, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί «προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας» που αποτελείται από «άσεμνες χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις» «προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου στην περιοχή του / της σεξουαλικής ζωής της». Άσεμνες χειρονομίες συνεπάγονται σωματική επαφή (χάδια, κλπ) ενώ άσεμνες προτάσεις μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή ή με χειρονομίες, χωρίς σωματική επαφή.Σύμφωνα με τη
παράγραφο 5 του άρθρου 337 του Ποινικού Κώδικα, όποιος προβαίνει σε μια πράξη που συνιστά σεξουαλική παρενόχληση από την αξιοποίηση ενός υπαλλήλου, συμπεριλαμβανομένων οποιονδήποτε υποψήφιο που συμμετέχει στη διαδικασία προσλήψεων, λόγω της θέσης της εργασίας του ή της, θα πρέπει να διώκονται κατ 'έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι μήνες έως τρία έτη. Επιπλέον, χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί σε αυτόν ή αυτήν τουλάχιστον 1.000 ευρώ. (Νόμος 3896/2010 (ενημέρωση και την τροποποίηση του νόμου 3488/2006)

Σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας
Τι είναι σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας;


Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας, από το εργοστάσιο έως το γραφείο και από το κατάστημα έως το σχολείο. Ανεξάρτητα αν η προσβολή γίνεται από τον διευθυντή, έναν συνάδελφο, ή κάποιον πωλητή, οποιαδήποτε συμπεριφορά που δημιουργεί ένα εχθρικό περιβάλλον ή ανακόπτει την επιτυχία ενός άλλου εργαζομένου θεωρείται παράνομη σεξουαλική παρενόχληση.

Η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας διαφέρει από τη γενική σεξουαλική παρενόχληση στο ότι σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο κάποιος κερδίζει τα προς το ζην. Χρησιμοποιείται συχνά ως παιχνίδι ισχύος και μπορεί να συμβεί σε πολλά στάδια του κύκλου εργασίας, από την πρόσληψη έως την προαγωγή.

Μπορεί να περιλαμβάνει άμεσες σεξουαλικές κρούσεις ή προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων ανώτερων εργαζομένων που ζητούν σεξουαλικές χάρες από κατώτερους. Μπορεί επίσης να συμπεριλαμβάνει εκφοβισμό ή απόκλιση των γυναικών για να μη φέρουν σε κίνδυνο τη θέση εργασίας τους. Και μπορεί να σημαίνει τη δημιουργία ενός εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος για τις γυναίκες με σεξιστικά ανέκδοτα, παρατηρήσεις ή ανάρτηση έκδηλα σεξουαλικών ή πορνογραφικών φωτογραφιών.

Η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας μπορεί να εμποδίσει τα θύματα από το να κερδίσουν τα προς το ζην, να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους ή να αξιοποιήσουν πλήρως τις ικανότητές τους. Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί επίσης να δηλητηριάσει το περιβάλλον για όλους τους άλλους. Εάν παραμείνει ανεξέλεγκτη, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας δύναται να κλιμακωθεί σε βίαιη συμπεριφορά.
Αποτελεί η σεξουαλική παρενόχληση ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Ναι. Η βία στον κόσμο της εργασίας, όπως η βία λόγω φύλου, είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν υπάρχουν συμβάντα σεξουαλικής παρενόχλησης, αυτό θεωρείται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών (ή των αντρών). Για να το αντιμετωπίσουμε, πρέπει να ανακαλύψουμε τα βαθύτερα αίτια των πρακτικών διάκρισης και να κατανοήσουμε τα πολλά διαφορετικά περιφερειακά, πολιτιστικά και κοινωνικά πλαίσια.
Ποιος μπορεί να πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας;

Όλοι οι εργαζόμενοι και εργοδότες, ανεξάρτητα από φύλο και ιεραρχική θέση. Παρ'όλ'αυτά, οι γυναίκες τείνουν να είναι περισσότερο ευάλωτες σε σεξουαλική παρενόχληση επειδή συχνά έχουν θέσεις εργασίας που αποδίδουν λιγότερα χρήματα, είναι κατώτερες στην ιεραρχική κατάταξη και έχουν χαμηλότερη θέση και χαμηλότερη εξουσία συγκριτικά με τους άντρες. Ωστόσο, ακόμη και γυναίκες σε υψηλές θέσεις εξουσίας μπορεί να βιώσουν σεξουαλική παρενόχληση.

Μπορεί επίσης να συμβεί ακόμη και όταν κάποιος είναι αυτοαπασχολούμενος, για παράδειγμα από κάποιον πελάτη ή προμηθευτή.
Ποιος μπορεί να είναι ο δράστης σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας;

Όλοι οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, ανεξάρτητα από φύλο και ιεραρχική κατάταξη. Αυτό συμπεριλαμβάνει αφεντικά, συνεργάτες, συναδέλφους, πελάτες, προμηθευτές, εξωτερικούς συνεργάτες, προσωπικό ανθρώπινου δυναμικού και άλλους.

Ενώ η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας, συμβαίνει περισσότερο σε συγκεκριμένους χώρους εργασίας όπως:

    Ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα εργασίας (για παράδειγμα, στρατός, αστυνομία, κατασκευαστικές εργασίες)
    Δουλειές οι οποίες θεωρούνται «δουλοπρεπείς» (για παράδειγμα, νοσηλευτές, θεραπευτικοί μασέρ, σερβιτόροι)
    Εργασία που γίνεται σε απομόνωση (για παράδειγμα όσοι εργάζονται ως εσωτερικοί σε σπίτια).

Νόμος και η σεξουαλική παρενόχληση
Τι λέει το διεθνές εργατικό δίκαιο για τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας;

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η νομοθεσία για τη σεξουαλική παρενόχληση διαφέρει από χώρα σε χώρα, ακόμη και από πολιτισμό σε πολιτισμό.Παρ'όλ'αυτά, διάφοροι παγκόσμιοι οργανισμοί εργασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν αναπτύξει συμβάσεις, προτάσεις και δηλώσεις πολιτικής σχετικές με το θέμα.
A. Διεθνής Οργάνωση Εργασίας(ΔΟΕ):

Η ομάδα εργαζομένων της Διεθνής Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) ζήτησε να υποβληθούν προτάσεις για ένα νέο πρότυπο της ΔΟΕ(σύμβαση συνοδευόμενη από σύσταση) σχετικά μετη βία λόγω φύλου στην εργασία.Η ΔΟΕ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι μια δημόσια συζήτηση για τη σύμβαση σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση και τη βία στον χώρο εργασίας θα τεθεί στην ατζέντα της για το 2018.Σήμερα, η ΔΟΕ αντιμετωπίζει τη σεξουαλική παρενόχληση κυρίως ως μορφή διάκρισης στον χώρο εργασίας.

Η σημαντικότερη σύμβαση της ΔΟΕ που αφορά στην καταπολέμηση των διακρίσεων, είναι η Σύμβαση 111 για τις Διακρίσεις (Εργασία και Απασχόληση), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1960. Η σύμβαση αυτή ορίζει ότι διάκριση περιλαμβάνει «κάθε διάκριση, αποκλεισμό ή προτίμηση που βασίζεται [...] στο φύλο, [...] που έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση ή τη διαφοροποίηση της ισότητας των ευκαιριών και της μεταχείρισης που αφορά την απασχόληση ή το επάγγελμα».

Η σύμβαση αυτή δεν κάνει ρητή αναφορά στη σεξουαλική παρενόχληση, αν και μια γενική παρατήρηση του 2003 αναφέρει ότι «η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα είδος διάκρισης με βάση το φύλο και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί εντός των απαιτήσεων της σύμβασης.»
B. Ηνωμένα Έθνη (OHE):

Το Ψήφισμα 48/104 της Γενικής Συνέλευσης για τη Δήλωση για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών ορίζει ότι η βία έναντι των γυναικών περιλαμβάνει τη σεξουαλική παρενόχληση, η οποία απαγορεύεται στην εργασία, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και αλλού, και ενθαρρύνει την ανάπτυξη ποινικών, αστικών και άλλων διοικητικών κυρώσεων, καθώς επίσης και προληπτικών μέτρων για να εξαλειφθεί η βία κατά των γυναικών.
Γ. Ανά περιφέρεια - Αφρική:

Το Πρωτόκολλο του Αφρικανικού Χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών σχετικά με τα Δικαιώματα των Γυναικών στην Αφρική υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα:

Να εξαλειφθούν όλες οι μορφές διάκρισης κατά των γυναικών και να εξασφαλίζονται ίσες ευκαιρίες και πρόσβαση στη σφαίρα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης

Να προστατεύονται οι γυναίκες από όλες τις μορφές της κακομεταχείρισης (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης)

Να διασφαλιστεί διαφάνεια στην πρόσληψη, προαγωγή και απόλυση των γυναικών και να καταπολεμήσουν και να τιμωρήσουν τη σεξουαλική παρενόχληση στην εκπαίδευση και στον χώρο εργασίας.
Δ. Ανά περιφέρεια - Ευρώπη:

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδραιώνει κατηγορηματικά το δικαίωμα της ελευθερίας από τη διάκριση λόγω φύλου και το Άρθρο 23 υποχρεώνει τα κράτη να διασφαλίσουν ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών σε όλους τους τομείς. Αυτή η αρχή έχει αναπτυχθεί περαιτέρω δια μέσου διαφόρων οδηγιών σχετικών με τη σεξουαλική παρενόχληση. Οι οδηγίες αυτές απαιτούν από τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο μια σειρά από αρχές, συμπεριλαμβανομένης και της ενθάρρυνσης των εργοδοτών να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση όλων των μορφών της διάκρισης λόγω φύλου και για την πρόληψη παρενοχλήσεων στον χώρο εργασίας.
E. Ποιά παραδείγματα υπάρχουν από νόμους για σεξουαλική παρενόχληση σε διαφορετικές χώρες;

Οι νόμοι για τη σεξουαλική παρενόχληση διαφέρουν από χώρα σε χώρα.

Για να μάθετε ποιό είναι το εργατικό δίκαιο σε διαφορετικές χώρες, πατήστε εδώ: Σύνδεσμος στον Παγκόσμιο Χάρτη Εργατικού Δικαίου

Για να μάθετε τι λέει ο νόμος στη χώρα σας, πατήστε εδώ: Σύνδεσμος στη νομοθεσία για τη σεξουαλική παρενόχληση του Εργατικού Δικαίου ανά χώρα
Τι λένε τα CBAγια τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας;

Παραδείγματα

Για να συγκρίνετε τα CBA για τη σεξουαλική παρενόχληση, κάντε κλικ εδώ: Σύνδεσμος στα CBA
ΠΗΓΗ:https://mywage.gr

ΑΠ 783/2016 - Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Κυριότητα

Next: ΑΠ 88/2015 - Δεδικασμένο, Εκκρεμοδικία, Ένδικο μέσο, Τριτανακοπή , Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο (αγορά από κύριο) και πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο. Δεδικασμένο από απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως αόριστη, τι καλύπτει. Εκκρεμοδικία από την άσκηση τριτανακοπής. Συνέπειες, διάρκεια και άρση της εκκρεμοδικίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 19, 11γ, 16 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσ. 557/2011)
$
0
0
 
Απόφαση 783 / 2016    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Κυριότητα.

Περίληψη:

Διάκριση Γαιών κατά το Οθωμανικό Νόμο της 7ης Ράμαζαν 1274. Διαδοχή Ελληνικού κατά τα Πρωτόκολλα της 3.2.1830, 4.6.1830 και 19.6.1830 και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και 3.7.1832. Τι ισχύει για τις Κυκλάδες. Β.Δ. της 17/29.11.1896 «περί Ιδιωτικών Δασών». ΒΔ της 12.12.1833 «περί διορισμού και Φόρου Βοσκής» Έκτακτη χρησικτησία κατά ΒΡΔ. Εφαρμογή επί Δημοσίων Κτημάτων. 559 ΑΡ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ. Δικαστική Δαπάνη Δημοσίου.


Αριθμός 783/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη,-εισηγήτρια- Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ.
Του αναιρεσίβλητου: Α. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1ΤΜ/2012 μη οριστική και 170ΤΜ/2013 του ιδίου Δικαστηρίου, 22/2016 Εφετείου Σύρου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-5-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες, κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση, κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ. μοναστηριού, νοσοκομείου κλπ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μέτρουκε π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δε κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτητών γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά; με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών, που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ιδιωτικές, ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών"κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835"όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιοκτήτες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο όμως συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. (Ολ.ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του από 17/29-11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν, κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 3 και ως άνω Β.Δ/τος διαδικασία ως ιδιωτικά, δημιουργείται "αμάχητο τεκμήριο"ότι ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά και δεν διατίθενται). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα καταστεί κύριός τους το Ελλ. Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου κατά τη διάταξη του αρ.19 του ίδιου άρθρου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ'αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την από 19-10-2006 αναγνωριστική κυριότητος ακινήτου αγωγή του ενάγοντα: Το επίδικο, επιφανείας 23.073,75 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "..."της Κτηματικής Περιφέρειας του ΔΔ … του Δήμου … και απεικονίζεται στα τοπογραφικά διαγράμματα του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Ι. Σ. και του αρχιτέκτονα μηχανικού Β. Π., το δεύτερο από τα οποία συνοδεύει την τελεσίδικη υπ'αριθμ. …/2003 απόφαση της Πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ του Νομού Κυκλάδων, κατά την οποία τούτο (επίδικο) είναι δασική έκταση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ.2 του Ν.998/1979, όπως ίσχυε τότε. Τούτο έχει περιέλθει στον ενάγοντα ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, επιφανείας, κατά την επικαλούμενη διορθωτική και συμπληρωματική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, 41.300 τμ, από εξ ιδιογράφου διαθήκης κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 24-3-1955 πατέρα του Γ. Ζ. του Ν., την οποία αποδέχθηκε με τη νόμιμα μεταγραφείσα υπ'αριθμ.18407/30.9.1967 πράξη του συμβ/φου … Θ. Κ.. Το επίδικο αυτό ακίνητο περιλαμβάνεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου στους τίτλους του αμέσου και των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα. Οι τίτλοι αυτοί είναι τα υπ'αριθμ.20189/1918 και 2233/1933 νόμιμα μεταγεγραμμένα δωρητήρια εν ζωή συμβόλαια των συμβολαιογράφων … Φ. Σ. και Μ. Π. αντίστοιχα, με τα οποία ο πατέρας του ενάγοντα απέκτησε το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο από δωρεά του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα Ν. Γ. Ζ., ο οποίος το είχε αποκτήσει με τα νόμιμα μεταγεγραμμένα υπ'αριθμ.1613/1880 προικοσύμφωνο του συμβ/φου … Α Μ. και στη συνέχεια με το υπ'αριθμ.898/1890 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου … Γ. Ζ., σε συνδυασμό με την υπ'αριθμ.3794/1898 εγκριτική της διανομής από τον πατέρα του Πράξης του συμβ/φου … Φ. Σ., με το οποίο (διανεμητήριο) αυτός διένειμε μαζί με τον αδελφό του Χ. Γ. Ζ., την περιλαμβάνουσα και το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο περιουσία της Μονής του ..., που τους είχε παραχωρηθεί, μαζί με τη Μονή, από τον πατέρα τους Γ. Χ. Ζ., ο οποίος κατά τα έτη 1859-1860 είχε αγοράσει τη Μονή και την περιουσία της από τους κληρονόμους του Λ. Σ., που είχε γίνει ιδιοκτήτης στις 30.8.1826 από δημοπρασία που είχαν διενεργήσει οι κληρονόμοι του Ν. Μ., που ήταν ιδιοκτήτης από το 1816, ενώ πριν από αυτόν ιδιοκτήτες ήταν ο Ι. Μ. από το 1806 και προγενέστερα τα παιδιά του Ι. Α., σύμφωνα δε με έγγραφα του Πατριαρχείου Κων/λεως, που ανάγονται στο 1793 η Μονή και η περιουσία της από το 1715 ανήκαν σε ιδιώτες. Στη συνέχεια γίνεται, επί λέξει, δεκτό από την προσβαλλομένη απόφαση. Ακολούθως, ως πρός την μορφή του εδάφους του επιδίκου, το οποίο κατά τον τελεσίδικο χαρακτηρισμό του με την με αριθ. …/2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων είναι δασική έκταση με αραιά ή πενιχρή ξυλώδη βλάστηση, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες δασών που χρήζουν αποτελεσματικής και διαρκούς προστασίας, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν δεν προέκυψε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", κατά τον οποίο απαιτείτο να υφίσταται η ιδιότητα του δάσους για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας επ'αυτού του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η περί τούτου αμφιβολία, με δεδομένο ότι το εναγόμενο δεν διαθέτει αεροφωτογραφίες ή άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο προ του 1945 ενισχύεται από το γεγονός ότι περιβάλλεται στο σύνολό του από ξηρολιθιά, η οποία έχει καλυφθεί σε διάφορα σημεία από δασική βλάστηση (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις συνημμένες φωτογραφίες του επιδίκου), με εύλογο το συμπέρασμα ότι, αν υπήρχε ανέκαθεν δασική βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία, δεν θα είχε ανεγερθεί επ'αυτής η ξηρολιθιά, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο συνορεύει με δημόσια δασική έκταση. Οπωσδήποτε, από τα προειρημένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν άγονη, μη καλλιεργήσιμη έκταση, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιέργειας διαχρονικά, και αποτελούσε, περισσότερο ή λιγότερο κατά τη διαδρομή του χρόνου, βοσκότοπο. Τέλος, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, τις συνδυαζόμενες με τους τίτλους ιδιοκτησίας ένορκες καταθέσεις που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά και ένορκες βεβαιώσεις, και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο, που περιβάλλει το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος, περιβάλλεται, όπως αποδείχθηκε, ανέκαθεν από ξηρολιθιά, που οριοθετεί το όλο ακίνητο από άλλες ιδιοκτησίες ιδιωτών, χωρίς να συνορεύει καθόλου με δημόσια έκταση, είτε δασική είτε χορτολιβαδική, προκύπτει ότι πράξεις νομής ασκούνταν διαχρονικά στο όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., το οποίο εντάσσεται κατά τα ανωτέρω στην ενιαία έκταση του. Ειδικότερα ο ενάγων και πριν από αυτόν οι δικαιοπάροχοι του, άμεσος και απώτεροι, καθ'όλο το διάστημα που αφορούν οι προπαρατεθέντες τίτλοι ιδιοκτησίας τους (οπωσδήποτε έως το 1880, αλλά και επί πολλά χρόνια πρωτύτερα), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ως αγροτικού ακινήτου κατά το καλλιεργήσιμο μέρος του και για την παραμονή και βόσκηση των ζώων τους κατά το μη καλλιεργήσιμο μέρος. Συγκεκριμένα, μεριμνούσαν για τη συντήρηση και διατήρηση της περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιεργούσαν το καλλιεργήσιμο, στο κέντρο του όλου ακινήτου, ακανόνιστου σχήματος τμήμα με δημητριακά, έβοσκαν δε και εξέτρεψαν τα ζώα τους στο, μη δεκτικό καλλιέργειας, επίδικο, ακανόνιστου επίσης σχήματος, τμήμα του, που περιβάλλει το υπόλοιπο, χωρίς να ενοχλούνται στην άσκηση των πράξεων νομής από κανένα. Έτσι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., με παράγωγο τρόπο, αλλά και (επικουρικά, κατά την επικουρική βάση της αγωγής) με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Τούτο δε διότι, έχει μεν σήμερα τη μορφή δασικής έκτασης, στο δε απώτερο παρελθόν οπωσδήποτε τη μορφή χορτολιβαδικής έκτασης και ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο (μαχητό) κυριότητας του εναγομένου (για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως η κυριότητα του είχε αποκτηθεί από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΒΡ δικαίου (ήτοι με την άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία), καθώς ο σχετικός χρόνος χρησικτησίας αυτών είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, και συνεχίστηκαν οι αυτές πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο τον ενάγοντα με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, με βάση τ'ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις του εναγομένου ως αβάσιμες και να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη". Η υποβληθείσα από το εναγόμενο - εφεσίβλητο ένσταση ήταν εκείνη της ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, που αποκτήθηκε α)δικαιώματι πολέμου, αφού το ενιστάμενο ήταν διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους, στην ιδιοκτησία του οποίου το επίδικο ανήκε, β)ως δάσος, κατά τις διατάξεις του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836 και γ)ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. της 21.6/10.7.1837. Με βάση τις αποδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή την οποία δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ απέρριψε την καταλυτική περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγομένου Δημοσίου για όλους τους επικληθέντες λόγους. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι το επίδικο ακίνητο, που σήμερα έχει δασική μορφή, περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντα παραγώγως και πρωτοτύπως και ειδικότερα από νομίμως γενομένη αποδεκτή και μεταγραφείσα κληρονομιά του πατέρα του, που ήταν κύριος από δωρεά του 1933 του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα, ο οποίος είχε γίνει κύριος από προίκα του δικού του πατέρα και προπάππου του ενάγοντα το 1880 και στη συνέχεια με διανομή του 1890 άλλως με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ και του ΑΚ, άλλως με τακτική χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, αφού ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του νεμήθηκαν το ακίνητο, με τα οικεία προσόντα, τουλάχιστον από το 1880 μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής και ότι το ακίνητο αυτό την νομή του οποίου είχαν οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και πριν από την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κατά το 1836 δάσος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το ΒΔ της 17/29-11-1836, ενώ τα τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικού έχουν καταλυθεί λόγω συμπληρώσεως στις 11.9.1915 της 30ετούς χρησικτησίας του ΒΡΔ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των κανόνων δικαίου που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρωτόκολλα και τη Συνθήκη, το ΒΔ 17/29-11-1836 και το ΒΔ της 3/15.12.1833, καθόσον υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν με πληρότητα όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα, με παράγωγο κατά τις διατάξεις του ΑΚ τρόπο καθώς και με τακτική και έκτακτη κατά το ισχύον δίκαιο χρησικτησία, αλλά και έκτακτη υπό το προϊσχύσαν, η οποία είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 οι δε εκ των πραγμάτων παραδοχές της αποφάσεως περί δικαιωμάτων του απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα επί του επιδίκου κατά τον χρόνο ισχύος των επίμαχων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης απέκλειαν την εφαρμογή τους όπως απέκλειε και την εφαρμογή του ΒΔ της 17/29.11.1836 η μη απόδειξη της ιδιότητας του επιδίκου κατά το χρόνο αυτό ως δασικού, ενώ τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης έχουν, όπως προαναφέρθηκε καταλυθεί. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο δεν ήταν δασική έκταση το 1836 γιατί δεν μπορούσε να συναγάγει κατά τέτοιο από τις αεροφωτογραφίες του 1945 που το φέρουν ως δασικό, ενώ από τις αεροφωτογραφίες αυτές και τα διδάγματα της κοινής πείρας και επιστήμης, κατά τα οποία η γεωμορφολογία της … είναι αναλλοίωτη από το 1800, προέκυπτε το αντίθετο, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Προσέτι η αιτίαση του ίδιου λόγου περί ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως από το Εφετείο του άρθρου 2 του α.ν. 1539/24/29.12.1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων"γιατί δέχθηκε ως πράξη νομής επί του επιδίκου τη βοσκή από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η βοσκή ήταν απαγορευμένη πράξη νομής επί δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και για προγενέστερο της ισχύος του εν λόγω α.ν. χρόνο και ειδικότερα για την ενδιαφέρουσα, στην προκειμένη περίπτωση, προγενέστερη της 11.9.1915 τριακονταετία. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.5.2016 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Α. Ζ. του Γ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.22/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 2016.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 88/2015 - Δεδικασμένο, Εκκρεμοδικία, Ένδικο μέσο, Τριτανακοπή , Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο (αγορά από κύριο) και πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο. Δεδικασμένο από απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως αόριστη, τι καλύπτει. Εκκρεμοδικία από την άσκηση τριτανακοπής. Συνέπειες, διάρκεια και άρση της εκκρεμοδικίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 19, 11γ, 16 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσ. 557/2011)

Next: ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.
$
0
0
Απόφαση 88 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Δεδικασμένο, Εκκρεμοδικία, Ένδικο μέσο, Τριτανακοπή , Χρησικτησία, Κυριότητα.
Περίληψη:

Κτήση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο (αγορά από κύριο) και πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο. Δεδικασμένο από απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως αόριστη, τι καλύπτει. Εκκρεμοδικία από την άσκηση τριτανακοπής. Συνέπειες, διάρκεια και άρση της εκκρεμοδικίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 19, 11γ, 16 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσ. 557/2011).

Αριθμός 88/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Μ. του Δ., και 2)Ε. χήρας Σ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. συζ. Δ. Μ., το γένος Ν. Κ., 2)Ν. Μ. του Δ. και 3)Λ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 10/3/2006 και από 6/6/2005 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 6/7/2005 αγωγή της πρώτης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30/2007 μη οριστική, 94/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 557/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ "Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή", κατά δε το άρθρο 1045 του ΑΚ "Εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία)". Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί αντίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν δημιουργείται, επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 11 περ. γ'του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν δημιουργείται επίσης όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με το υπ'αριθμ. .../24-10-1972 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κων. Μπάνου που μεταγράφηκε νόμιμα ο πατέρας της πρώτης αναιρεσίβλητης - ενάγουσας Ν. Κ., που είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, σε μείζονα έκταση, με παράγωγο τρόπο, ήτοι εν μέρει με το υπ'αριθμ. .../1-10-1934 νομίμως μεταγεγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και εν μέρει με την υπ'αριθμ. .../31-5-1935 νομίμως μεταγραφείσα περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αλλά και με πρωτότυπο, έχοντας στη νομή του το επίδικο επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), μεταβίβασε λόγω προικός το επίδικο αυτό ακίνητο, αληθούς εκτάσεως 1964,52 τ.μ. κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη αναιρεσίβλητη - κόρη του Ι. Μ., παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία μέχρι και τον θάνατό του, που επήλθε την 3-12-1978, οπότε η επικαρπία συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα και έτσι η αναιρεσίβλητη απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο σε ποσοστό 100% (και όχι μόνον σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, όπως είχε γίνει δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, που δεν προσβλήθηκε με έφεση από την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα). Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, μετά την κατά τα άνω μεταβίβαση του επιδίκου σ'αυτήν, έλαβε τη νομή και κατοχή του και συνέχισε να ασκεί επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του κατωτέρω διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, για το χρονικό διάστημα από το θάνατο του επικαρπωτή πατέρα της (1978) μέχρι και τη μεταβίβαση των παρακάτω ποσοστών εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στους λοιπούς ενάγοντες-τέκνα της (1997), αλλά και στη συνέχεια ασκώντας τη νομή σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου και οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος των ψιλών κυρίων σε ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, ενώ για το χρονικό διάστημα που επικαρπωτής ήταν ο πατέρας της (1972-1978), ο τελευταίος ασκούσε οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος της ψιλής κυρίας-πρώτης ενάγουσας-εφεσίβλητης.. Και συγκεκριμένα, υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, το χρονικό διάστημα από το έτος 1974, που σταμάτησε να στεγάζεται στο επίδικο το νηπιοτροφείο Αριδαίας, μέχρι και το θάνατο του Ν. Κ., ο τελευταίος ασκούσε οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νεμόταν το επίδικο ως αντιπρόσωπος της ψιλής κυρίας-πρώτης ενάγουσας, επιβλέποντάς το από καταπατήσεις τρίτων. Στη συνέχεια το έτος 1980 η τελευταία εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο με τα επ'αυτού κτίσματα, στον Ι. Δ., ο οποίος διατηρούσε σ'αυτό επιχείρηση επεξεργασίας σιδήρου, μέχρι και το έτος 1997 περίπου, και κατέβαλε τα μισθώματα στον Π. Ν., για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας. Ο ανωτέρω μισθωτής χρησιμοποιούσε ολόκληρη την έκταση του επιδίκου ακινήτου με τα υπάρχοντα κτίσματα, ήτοι το κυρίως κτίσμα του "παράδεισου" (πρώην ξενοδοχείο), καθώς και τα δύο βοηθητικά κτίσματα, ήτοι την αποθήκη πίσω από το κυρίως κτίσμα και το μαγειρείο που βρισκόταν σε επαφή με την ιδιοκτησία Σ., το οποίο ειδικότερα χρησιμοποιούσε ως αποθήκη. Μάλιστα, με ενέργειες του εν λόγω μισθωτή και για τις ανάγκες της ασκούμενης στο επίδικο επιχείρησής του, ηλεκτροδοτήθηκε αυτό από τη ΔΕΗ με βιομηχανικό ρεύμα το έτος 1981 και ο νέος μετρητής τοποθετήθηκε στο παλιό μαγειρείο, που βρισκόταν κατά τα άνω σε επαφή με την ιδιοκτησία Σ. και χρησιμοποιείτο από τον μισθωτή ως αποθήκη. Η πρώτη ενάγουσα και ο σύζυγός της Δ. Μ. δήλωναν στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 1996 και 1998 και τις αντίστοιχες δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) το επίδικο ακίνητο και τα μισθώματα που εισέπρατταν και επίσης κατέβαλαν γι'αυτό δημοτικά τέλη για τα έτη 1991-1996. Έτσι, η πρώτη ενάγουσα-εφεσίβλητη, Ι. συζ. Δ. Μ., απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (...) σε ποσοστό 100% και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας υπό την ισχύ του ΑΚ, ήτοι από την ημερομηνία εισαγωγής του ΑΚ (1946) μέχρι και το έτος 1997, που μεταβίβασε κατά τα κατωτέρω το επίδικο στους λοιπούς ενάγοντες-τέκνα της, νεμόταν αυτό, ενεργώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας και χωρίς αμφισβήτηση από κανέναν, προσμετρώντας στο δικό της χρόνο νομής και τον παραπάνω χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου-πατέρα της Ν. Κ.. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα, κυρία του επιδίκου ακινήτου κατά τα ανωτέρω (...), με το υπ'αριθμ. .../11-6-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αλμωπίας Καλλιόπης Βαϊανού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα παραπάνω βιβλία στον τόμο 503 και αριθμό 50389, μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στα τέκνα της, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων - εφεσιβλήτων Νικόλαο και Λάμπρο Μπάγκο του Δημητρίου, κατά ψιλή κυριότητα και κατά ποσοστό 35% εξ'αδιαιρέτου στον καθένα, παρακρατώντας η ίδια την επικαρπία κατά το αντίστοιχο ποσοστό του 70% εξ'αδιαιρέτου, εφ'όρου ζωής της, ενώ παρέμεινε πλήρης κυρία αυτού σε ποσοστό 30% εξ'αδιαιρέτου. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων-εφεσιβλήτων με το εν λόγω συμβόλαιο απέκτησαν μαζί την ψιλή κυριότητα με παράγωγο τρόπο, όχι μόνον σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου του μεταβιβασθέντος 70%, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (η οποία κατά το κεφάλαιό της αυτό δεν πλήττεται με έφεση εκ μέρους των εναγόντων), αλλά σε ποσοστό 70%, αφού η δικαιοπάροχος μητέρα τους, κατά τα προαναφερθέντα, κατά το χρόνο της προς αυτούς μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας, ήταν και κυρία ολόκληρου του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, Εξάλλου, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, μετά την κατά τα άνω μεταβίβαση του επιδίκου σ'αυτούς κατά ψιλή κυριότητα, έλαβαν τη νομή και κατοχή του και συνέχισαν να ασκούν επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του κατωτέρω διακατοχικές πράξεις, αντιπροσωπευόμενοι στην άσκηση της νομής από την επικαρπώτρια μητέρα τους-πρώτη εναγομένη, η δε τελευταία συνέχισε να ασκεί επ'αυτού κατά τα προαναφερόμενα οιονεί νομή ως ίδιο δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος των ψιλών κυρίων-τέκνων της, με διάνοια δικαιούχου και κυρίας αντίστοιχα, για το χρονικό διάστημα από τη σύνταξη του παραπάνω μεταβιβαστικού συμβολαίου και εντεύθεν. Και συγκεκριμένα, μετά τη λήξη της μίσθωσης του ακινήτου στον Ι. Δ. το έτος 1997, οι ενάγοντες- εφεσίβλητοι νέμονταν αυτό υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, το επέβλεπαν από καταπατήσεις τρίτων και ασκούσαν εποπτεία επ'αυτού, έχοντάς το στη σφαίρα της εξουσίασής τους με διάνοια δικαιούχων και κυρίων, αντίστοιχα, ενώ το έτος 1999 με δαπάνες της πρώτης ενάγουσας κατεδαφίστηκαν τα υφιστάμενα εντός αυτού παραπάνω κτίσματα, και έκτοτε παρέμεινε ακάλυπτο υπό την επίβλεψη και εποπτεία των εναγόντων. Έτσι, οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων-εφεσιβλήτων Ν. και Λ. Μ., απέκτησαν την ψιλή κυριότητα του επιδίκου ακινήτου κατά τα άνω με παράγωγο τρόπο τουλάχιστον σε ποσοστό 3/4 εξ'αδιαιρέτου του 70%, ως δέχεται η κατά τούτο μη προσβαλλομένη υπ'αυτών εκκαλουμένη απόφαση, αλλά και σε ποσοστό 70% και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας υπό την ισχύ του ΑΚ, ήτοι από την ημερομηνία εισαγωγής του ΑΚ (1946) μέχρι και την κατωτέρω κατάληψή του από τον εναγόμενο, νέμονται αυτό, αντιπροσωπευόμενοι στη νομή από την επικαρπώτρια μητέρα τους, ενεργώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίων και χωρίς αμφισβήτηση από κανέναν, προσμετρώντας στο δικό τους χρόνο νομής και τον παραπάνω χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους (ήτοι της μητέρας τους και του παππού τους)". Εν συνεχεία δέχεται το Εφετείο ότι ο πρώτος αναιρεσείων - εναγόμενος, ο οποίος το έτος 2002, ενεργώντας αυθαίρετα, κατέλαβε και περιέφραξε τμήμα του επίδικου ακινήτου των εναγόντων, ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του όλου οικοπέδου, εμβαδού (του τμήματος) 790,62 τμ., ουδέποτε είχε στην κατοχή του το καταληφθέν αυτό τμήμα και ουδέποτε άσκησε σ'αυτό πράξεις νομής μέχρι τον κατά τα ανωτέρω χρόνο της καταλήψεώς του (2002), ενώ το ίδιο αυτό τμήμα, δέχεται το Εφετείο, δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσεως κυριότητος που είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων και δη στο υπ'αριθμ. .../11-1-1926 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αποκτήσει το επίδικο ο πατέρας του (αναιρεσείοντος), ο οποίος, κατά τον τελευταίο, το μεταβίβασε ατύπως σ'αυτόν το έτος 1953, δεχόμενο (το Εφετείο) ότι πρόκειται για άλλο τμήμα ακινήτου, με διαφορετικά όρια. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αναγνώρισε τους τελευταίους συγκυρίους, ψιλούς κυρίους και επικαρπώτρια την πρώτη, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, του επιδίκου, εμβαδού 1964,52 τ.μ., και υποχρέωσε τον πρώτο αναιρεσείοντα - εναγόμενο να αποδώσει στους αναιρεσιβλήτους το καταληφθέν από αυτόν ως άνω τμήμα του επιδίκου, εμβαδού 790,62 τ.μ., απορρίπτοντας (το Εφετείο) και την ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει ο αναιρεσείων. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως της συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου και δή τόσον με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο (μεταβίβαση λόγω προικός στην πρώτη από τον κύριο του ακινήτου πατέρα της - γονική παροχή από την ίδια προς τα τέκνα της, λοιπούς αναιρεσιβλήτους, με τα αναφερόμενα και νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια), όσον και με τον επίσης αναφερόμενο πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία, με υπερεικοσαετή νομή επί του επιδίκου), αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω διατάξεων των άρθρων 1033 και 1045 του ΑΚ, που αποτελούν και τη νόμιμη βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρίτον και πέμπτον, από τον αριθμό 19 (όχι και 9 ως προς τον τελευταίο) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα, απαραδέκτως κατά τα λοιπά, ιδίως με τον πέμπτο λόγο, στρεφόμενοι κατά της εκτιμήσεως των αποδείξεων (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) εκ μέρους του Εφετείου (άρθρ. 561 § 1 του ΚΠολΔ). Τέλος, από τη διαβεβαίωση που υπάρχει στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα κατ'είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων "και όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (...), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς", και το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα στον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου έγγραφα (κυρίως συμβόλαια που αφορούν τους απώτερους δικαιοπαρόχους των διαδίκων), τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων (αλλά και οι αναιρεσίβλητοι) και τα οποία άλλωστε αναφέρονται εν πολλοίς στην απόφαση, τα δε αντίθετα τα οποία υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, από τον αρ. 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 § 1, 324 και 325 του ΚΠολΔ προκύπτει εκτός των άλλων ότι το δεδικασμένο που παράγεται από τις τελεσίδικες αποφάσεις μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, ως τέτοιο δε ζήτημα νοείται και η απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απορρίψεως της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ασκηθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη, αγωγή, ήτοι αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη (αοριστία), το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Εάν όμως ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (ΑΠ 30/2010, 213/2008, 190/2008). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 § 1α', 222, 308 § 1, 522, 583 επ. 586 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκκρεμοδικία, η οποία εμποδίζει τη διεξαγωγή νέας δίκης σε οποιοδήποτε δικαστήριο για την ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με την ίδια ιδιότητα, και διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής, αναβιώνει δε με την άσκηση εφέσεως και μέσα στα όρια του ένδικου αυτού μέσου, δημιουργεί και η άσκηση τριτανακοπής στην περίπτωση που ο τρίτος προσβάλλει την απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε ο ενάγων κύριος του επίδικου πράγματος, ως προς το δικαίωμα της κυριότητας και τον τρόπο της κτήσεώς της (ΑΠ 1335/2010). Η εκκρεμοδικία αυτή στον δεύτερο βαθμό διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως ή να επέλθει κατάργηση της δίκης κατ'άλλον νόμιμο τρόπο, όπως με την παραίτηση από το δικόγραφο της εφέσεως ή από το δικαίωμα κ.λ.π. (ΑΠ 240/1998). Τέλος, η παρά τον νόμο παραδοχή του δικαστηρίου ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ελέγχεται αναιρετικώς κατά το άρθρο 559 αρ. 16 του ΚΠολΔ, ενώ η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία της φερόμενης ενώπιόν του δίκης εφόσον υπάρχει εκκρεμοδικία κατά τις διατάξεις του άρθρου 222 του ΚΠολΔ και το εντεύθεν απαράδεκτο της εκδικάσεως της υποθέσεως ελέγχεται αναιρετικώς κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 716/2009).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και τα ακόλουθα. Με την υπ'αριθμ. 170/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας έγινε δεκτή αγωγή του πρώτου αναιρεσείοντος κατά της δεύτερης αναιρεσείουσας - πενθεράς του και αναγνωρίστηκε ο πρώτος κύριος τμήματος, εμβαδού 800 τ.μ., του και νυν επίδικου ακινήτου (του καταληφθέντος, ως ανωτέρω υπό Ι, τμήματος), που έγινε με έκτακτη χρησικτησία, κατά της αποφάσεως δε αυτής οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν τριτανακοπή, επικαλούμενοι δική τους κυριότητα στο τότε (και τώρα) επίδικο τμήμα, η οποία όμως (τριτανακοπή) απορρίφθηκε ως αόριστη επειδή οι τριτανακόπτοντες δεν συμπλήρωσαν την τριτανακοπή ως προς το στοιχείο της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους, την οποία είχε αμφισβητήσει ο τότε διάδικος πρώτος αναιρεσείων (ενάγων). Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης οι τριτανακόπτοντες άσκησαν την από 19-4-2006 έφεσή τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Εδέσσης, από το δικόγραφο όμως της έφεσης αυτής οι τελευταίοι παραιτήθηκαν νομίμως, ήτοι με την από 4-12-2006 εξώδικη δήλωσή τους που επέδωσαν στον πρώτο αναιρεσείοντα (ενάγοντα) την 11-12-2006, προ της πρώτης συζητήσεως της παρούσης υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έλαβε χώραν την 19-12-2006. Με την παραίτηση αυτή, δέχεται το Εφετείο, αφ'ενός μεν καταργήθηκε η εκκρεμοδικία που είχε δημιουργηθεί με την άσκηση της τριτανακοπής ενώπιον του Ειρηνοδικείου και είχε αναβιώσει με την έφεση των τριτανακοπτόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, από το δικόγραφο της οποίας (εφέσεως) οι τελευταίοι παραιτήθηκαν, κατά τα προεκτεθέντα, αφ'ετέρου δε και επειδή το δικαστήριο μετά την ανωτέρω παραίτηση δεν εισήλθε στην κατ'ουσίαν εξέταση της τριτανακοπής, που είχε απορριφθεί ως αόριστη, δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο με την προρρηθείσα, τελεσίδικη δε, απόφαση του Ειρηνοδικείου ως προς το δικαίωμα της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου το οποίο οι τελευταίοι είχαν προβάλει με την τριτανακοπή τους, το εκ της οποίας (αποφάσεως) δεδικασμένο ισχύει μόνον μεταξύ των αρχικών διαδίκων, ήδη πρώτου και δεύτερης αναιρεσειόντων, όχι δε και έναντι των αναιρεσιβλήτων, εναγόντων με την ένδικη στην παρούσα υπόθεση αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, βάσει των οποίων και απέρριψε τους ισχυρισμούς - λόγους εφέσεως των αναιρεσειόντων περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής λόγω υπάρξεως δεδικασμένου ως προς το ασκηθέν με αυτήν δικαίωμα κυριότητας των αναιρεσιβλήτων που προκύπτει από την προαναφερθείσα υπ'αριθμ. 170/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, αλλά και περί απαραδέκτου της εκδικάσεώς της λόγω της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας από την ασκηθείσα ως άνω έφεση κατά της ειρηνοδικειακής αυτής απόφασης, δεν υπέπεσε στις προαναφερθείσες αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 16 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού ενόψει των κατά τα ανωτέρω παραδοχών του Εφετείου και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη δεν συνέτρεχε περίπτωση δεδικασμένου ως προς ουσιαστικό δικαίωμα που ασκήθηκε με την ένδικη αγωγή, το δικαίωμα δηλαδή της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο, που να δεσμεύει το δικαστήριο ως προς την ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού αυτού δικαιώματος, ούτε εκκρεμοδικία που να εμποδίζει την άσκηση της αγωγής αυτής και να επιβάλλει την αναστολή της εκδικάσεώς της αφού ασκήθηκε (άρθρ. 222 § 2 ΚΠολΔ), τα δε αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους πρώτον και δεύτερον, αντιστοίχως, λόγους της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Ο περαιτέρω δε ισχυρισμός των αναιρεσειόντων που περιέχεται στον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου ότι η προρρηθείσα παραίτηση του αναιρεσιβλήτου από την έφεσή τους κατά της υπ'αριθμ. 170/2003 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας δεν ήταν νόμιμη και δεν επέφερε την κατάργηση της προαναφερθείσης εκκρεμοδικίας επειδή έλαβε χώραν μετά την έναρξη της συζήτησης της ένδικης αγωγής της κατά την 7-12-2006, κατά την οποία η συζήτηση διακόπηκε σύμφωνα με το άρθρο 270 § 5 του ΚΠολΔ για τη διεξαγωγή των αποδείξεων για τη δικάσιμο της 19-12-2006, είναι (ως λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατά το άρθρο 562 § 2 του ΚΠολΔ, αφού τέτοιος ισχυρισμός δεν προτάθηκε στο Εφετείο, όπως προκύπτει από την έφεση των αναιρεσειόντων, ούτε συντρέχει καμμία από τις αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο 562 § 2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις εν προκειμένω.
ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-6-2011 αίτηση των Α. Μ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 557/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.

Previous: ΑΠ 88/2015 - Δεδικασμένο, Εκκρεμοδικία, Ένδικο μέσο, Τριτανακοπή , Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο (αγορά από κύριο) και πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο. Δεδικασμένο από απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως αόριστη, τι καλύπτει. Εκκρεμοδικία από την άσκηση τριτανακοπής. Συνέπειες, διάρκεια και άρση της εκκρεμοδικίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 19, 11γ, 16 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσ. 557/2011)
$
0
0
Απόφαση 149 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά..
η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.



Αριθμός 149/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Κ., συζ. Κ. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...., με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/4/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 18/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, ορίζει ότι "οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όρια τους, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού", καθώς και ότι "αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο". Γίνεται φανερό ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρ. 28 του ίδιου νόμου) στις 30.7.1999, καθιερώνεται, κατά τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας του άρθρου 8 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας, πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση εναρμονίζεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, πληρέστερα από την συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα (άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος), είναι δε διάταξη δημοσίας τάξεως, ως θεσπισθείσα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ παράλληλα, διευκολύνει και τους έναντι του δημοσίου προβάλλοντες εμπράγματα δικαιώματα ιδιώτες, δεν αντίκειται δε στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 και 20 παρ. 1 αυτού-αρχή της ισότητας και της παροχής εννόμου προστασίας), ούτε στην αρχή της δίκαιης δίκης και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και της προστασίας της περιουσίας των άρθρων 6 και 14 της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Έτσι από 30.7.1999 και εφεξής η τήρηση της εν λόγω διοικητικής προδικασίας, αποτελούσα προϋπόθεση του παραδεκτού της σχετικής αγωγής και εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης απαιτείται όχι μόνον εφόσον το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο, όπως γινόταν δεκτό από το προηγούμενο καθεστώς, αλλά και όταν δεν κατέχεται από το Δημόσιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο εκτός αν συμβαίνει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχ. α'και β'ενώ για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε αυτεπάγγελτα απαράδεκτη την αγωγή λόγω μη τηρήσεως της προδικασίας της αναφερομένης στη νομική σκέψη διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.1539/1939, όπως τούτο, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (31.5.2003), ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 2732/1999. Ο λόγος αυτός, που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ανάγεται σε ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη είναι αόριστος, καθόσον οι αιτιάσεις του περιορίζονται στο ότι το επικαλούμενο απαράδεκτο δεν λήφθηκε υπόψη, αυτεπάγγελτα, ενώ δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο εν λόγω ισχυρισμός και τα περιστατικά που τον στηρίζουν υποβλήθηκαν στο Εφετείο και δή είτε με νόμιμη επαναφορά τους (άρθρο 240 ΚΠολΔικ), είτε το πρώτον στο εφετείο ενόψει του ότι αφορούν σε ισχυρισμό που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα (άρθρ. 269 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας "άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ"προκύπτει ότι η προδικασία αυτή έχει τηρηθεί, πράγμα το οποίο αναφέρεται και στην αγωγή (βλ. την από 8.10.2002 αίτηση προς το Δημόσιο και την υπ'αριθμ. 10893Β/15.10.2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν. Α. Σ.).
Επειδή κατά το άρθρο 1072 ΑΚ, το οποίο αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (7 παρ. 5, ν. 20 παρ. 1, ν. 56 παρ. 1 πανδ. (41.1), ν. 6 παρ. 4 Βασ. 50 παρ. 1, ν. 1 παρ. 1-4, 7 πανδ. (43.12) και 23 Εισ. 2.1) "η κοίτη ποταμού μη πλευσίμου που εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων". Το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1071 ΑΚ ρυθμίζει πως γίνεται η κατανομή νησιού που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι "το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν και στην άκρη της πλευράς κάθε κτήματος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες παραποτάμιων κτημάτων γίνονται κύριοι του εδάφους της κοίτης μη πλευσίμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε οριστικά, είτε από φυσικά αίτια είτε, προ του Ν. 116/1975, ο οποίος με το άρθρο 1 αυτού τροποποίησε σιωπηρώς το 1072 ΑΚ, από τεχνικά έργα του Δημοσίου (Ολ ΑΠ 46/1990). Περαιτέρω από την προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι ο μη πλεύσιμος ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή και το καταλαμβανόμενο από την κοίτη του έδαφος, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα, που ανήκουν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και ότι προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη της κοίτης του ποταμού, κατά την αληθή έννοια του ανωτέρω άρθρου 1072 ΑΚ, νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της κοίτης αυτού, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας, και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, που συχνά δεν έχει διάρκεια.
Συνεπώς αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσης κοίτης του ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1071 παρ. 1 ΑΚ (Ολ ΑΠ 24/2001, ΑΠ 1430/2010, ΑΠ 505/2013, ΑΠ 391/2010, ΑΠ867/2007). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1371/2014, ΑΠ 160/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αγωγή της αναιρεσίβλητης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 555 τμ περίπου, που βρίσκεται στη θέση "Μύλοι"της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αρταίων και συνορεύει περιμετρικά με αγροτική οδό, με ιδιοκτησίες Α. Γ. και Α. Τ. και με αγροτική οδό, Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου επιφάνειας 2.400 τμ που συνόρευε περιμετρικά με ανώνυμη δημοτική οδό, με ιδιοκτησία Ε. Δ. και με δημοτική οδό που αρχίζει από την Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου και καταλήγει στην κοίτη του ποταμού Αράχθου. Το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στη νομή και κατοχή του πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. από το έτος 1950, ο οποίος ασκούσε επ'αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Το μείζον αυτό ακίνητο μαζί με άλλες εκτάσεις αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης ίου μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, οπότε ο ρους του ποταμού άλλαξε από φυσικά αίτια, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η κοίτη του, ενώ τα εδάφη που δημιουργήθηκαν από την εγκαταλειφθείσα πλέον οριστικά κοίτη του ποταμού, περιήλθαν σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, κατά πρωτότυπο τρόπο στους κυρίους των παρόχθιων ακινήτων, κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 ΑΚ. Οι παραποτάμιες αυτές εκτάσεις, στο σημείο όπου βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. M., δικαιοπαρόχου του Α. Κ. και απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας. Ο Α. Κ., μετά την παραχώρηση σ'αυτόν της παραπάνω μείζονος έκτασης των 2.400 τμ, μεταβίβασε άτυπα τμήμα του μείζονος ακινήτου εκτάσεως 468 τμ στον Ν. Τ. και έτερο τμήμα αυτού εκτάσεως 1388 τμ στον Α. Γ., το δε εναπομείναν τμήμα εκτάσεως 555 τμ περίπου, που αποτελεί το επίδικο, το παραχώρησε το έτος 1970, άτυπα, λόγω δωρεάς, στην ενάγουσα θυγατέρα του. Το ως άνω επίδικο ακίνητο, νεμήθηκε αρχικά ο πατέρας της ενάγουσας Α. Κ. ασκώντας επ'αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ειδικότερα αυτός προέβη στην περίφραξη του ακινήτου, καθώς σε επιχωματώσεις και φύτεψε εντός αυτού διάφορα οπωροφόρα δένδρα, των οποίων συνέλεγε τον καρπό καθώς και διάφορα κηπευτικά και το είχε υπό τη συνεχή επίβλεψη και εποπτεία του. Από το έτος 1970, οπότε ο ως άνω κύριος του επιδίκου παραχώρησε άτυπα το επίδικο στην ενάγουσα, η τελευταία συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής επ'αυτού, μέχρι το έτος 1985, οπότε παραχώρησε τμήμα αυτού λόγω μίσθωσης στον Θ. Τ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κύριος της επίδικης έκτασης ήταν το ίδιο, διότι η επίδικη έκταση αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με την εκτέλεση από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναριού, κατά το έτος 1974, μετά την εφαρμογή του Ν. 116/1975, δεν αποδείχθηκε. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα της κοίτης του ποταμού Αράχθου, η οποία αποκαλύφθηκε λόγω των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναρίου, ούτε ότι το εναγόμενο προέβη στην εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων στη θέση "Μύλοι", όπου βρίσκεται το επίδικο, οποτεδήποτε πριν ή μετά το παραπάνω έτος. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ήταν κύριος παρόχθιας έκτασης, ώστε εξαιτίας των επικαλούμενων αντιπλημμυρικών έργων ή έστω της φυσικής αλλαγής της ροής των υδάτων του ποταμού Αράχθου, να περιέλθει σ'αυτό ως παρόχθιο, καθόσον αφενός μεν η μάρτυρας του, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, η γνώση της δε σχετικά με την κυριότητα του εναγομένου στο επίδικο στηρίζεται στα έγγραφα τα οποία επικαλείται και το εναγόμενο, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον ως άνω ισχυρισμό του. Συγκεκριμένα το εναγόμενο επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 2.300 τμ, η οποία είναι καταχωρημένη από το έτος 1957, στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής δημοσίων κτημάτων, που τηρείται στην οικονομική Εφορία Άρτας, ως ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου με στοιχεία Β.Κ. 286 και με καταγραφείσα προέλευση του κτήματος "αλλαγή της κοίτης του ποταμού"και "η εν λόγω έκτασις εδημιουργήθη προ πολλών ετών κατόπιν αλλαγής της κοίτης του Αράχθου ποταμού", πλην όμως το γεγονός και μόνο αυτό δεν αρκεί για να προσπορίσει κυριότητα στο εναγόμενο, αφού αυτό δεν αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο προέβη στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο σε αντιπλημμυρικά έργα και ότι αυτό ήταν κύριο παρόχθιας έκτασης, ώστε να αποκτήσει πράγματι κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, κατ'άρθρο 1072 ΑΚ. Άλλωστε το γεγονός και μόνο της οριστικής και μόνιμης εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού, είτε αυτή οφειλόταν σε έργα που πραγματοποίησε το εναγόμενο πριν από το έτος 1975, είτε σε φυσικά αίτια, δεν αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο, αν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόχθιας ιδιοκτησίας του. Αντίθετα από τις ίδιες τις εγγραφές στο γενικό Βιβλίο Καταγραφής επιβεβαιώνεται ότι στη διακατοχή της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο, ήταν από το έτος 1949 ο Α. Κ. απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ο Α. Γ. ιδιοκτήτης όμορου του επίδικου ακινήτου, που αποτελούσε τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, οι οποίοι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, καλλιεργούσαν τις εκτάσεις αυτές (φύτευση νεραντζιών κλπ). Επίσης, ούτε τα πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης κατά του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της ίδιας, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο είναι κρίσιμα και ικανά να ανατρέψουν τα παραπάνω αποδειχθέντα, αφού δεν προκύπτει είσπραξη των αναφερόμενων σ'αυτά ποσών από τους ανωτέρω κατέχοντες. Εξάλλου από την από 16-10-1978 αίτηση και την με ίδια ημεροχρονολογία δήλωση της ενάγουσας προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτας, με την οποία ζητεί την εξαγορά του επιδίκου, δεν συνάγεται ομολογία αυτής για το ότι κύριος του επιδίκου είναι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το τελευταίο, αφενός μεν διότι αντικείμενο ομολογίας είναι μόνο πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις όπως η ανωτέρω ή νομικές έννοιες όπως η έννοια της κυριότητας (άρθρα 335,338 ΚΠολΔ) αφετέρου δε, διότι οι παραπάνω αιτήσεις και υπεύθυνη δήλωση δεν έγιναν με πρόθεση ομολογίας της ενάγουσας για την κυριότητα του Δημοσίου στο επίδικο, αλλά προκειμένου να μπορέσει αυτή να αποκτήσει τίτλο για το παραπάνω ακίνητο της, με μικρή σχετικά δαπάνη, ενόψει του ότι μέχρι τότε το νεμόταν και το κατείχε στερούμενη τίτλου. Περαιτέρω το εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα από το έτος 1979 κι εντεύθεν δεν βρίσκεται στην κατοχή του επιδίκου, αφού έκτοτε με την υπ'αριθ. ΕΦ 4260/24-3-1979 απόφαση του Νομάρχη Άρτας παραχωρήθηκε η χρήση του υπ'αριθ. 286 ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, στο τότε Αρχηγείο Χωροφυλακής, με σκοπό να ανεγερθεί εντός αυτού κτίριο για τη στέγαση των υπηρεσιών της και με το από 9-6-1979 Πρωτόκολλο μεταξύ του Οικονομικού Εφόρου και του Διοικητή της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Άρτας έγινε η παράδοση και παραλαβή του ακινήτου και έτσι από τότε και επί είκοσι και πλέον έτη πράξεις νομής σ'αυτό ασκούσε το εναγόμενο δια των οργάνων του, στο οποίο περιήλθε η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και ναι μεν πράγματι προσκομίζονται από το εναγόμενο τα παραπάνω έγγραφα, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα και μετά την ως άνω παραχώρηση συνέχισε να νέμεται και να κατέχει το επίδικο, ασκώντας σ'αυτό τις προαναφερόμενες πράξεις νομής μέχρι και το χρόνο έγερσης της αγωγής, ενώ ουδεμία πράξη νομής ενήργησε στο επίδικο το εναγόμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για το υπόλοιπο τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, που ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε μεταβιβάσει στον Ν. Τ. και Α. Γ., μετά από σχετική αγωγή που ασκήθηκε από τον Α. Τ. (υιό του Ν. Τ.) σε βάρος του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την 164/1999 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το επίδικο εκείνο ακίνητο, έκτασης 468 τμ, ανήκε στην κυριότητα του Α. Τ., για δε το έτερο τμήμα του μείζονος ακινήτου που κατείχε ο Α. Γ. κρίθηκε επίσης με την 68/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, σε δίκη διεξαχθείσα μεταξύ αυτού και του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι κύριος αυτού είναι ο Α. Γ.. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με έκτακτη, χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ), νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι, από το έτος 1950 μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003)". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την εφαρμογή της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες διατάξεις (άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.ΠολΔικ) περί αποκτήσεως, με έκτακτη χρησικτησία, κυριότητας των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία (κοίτη) μεταβλήθηκε λόγω αλλαγής του ρού του ποταμού από φυσικά αίτια, τα δε εδάφη που δημιουργήθηκαν περιήλθαν κατά πρωτότυπο τρόπο, στους κυρίους των παροχθίων κτημάτων, ενώ μεγαλύτερη εδαφική έκταση που περιελάμβανε και το επίδικο, περιήλθε στον παρόχθιο ιδιοκτήτη Α. Μ., ο οποίος το 1950 παραχώρησε άτυπα στον πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. εδαφική έκταση 2400 τ.μ., τμήμα της οποίας είναι το παραχωθέν σ'αυτόν από το τελευταίο το 1970 με άτυπη δωρεά, επίδικο, του οποίου την κυριότητα είχαν αποκτήσει τόσο οι δικαιοπάροχοί της, όσο και η ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσαν σ'αυτό με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (16.4.2003), χωρίς η κυριότητά τους αυτή να καταλυθεί από αντίστοιχο δικαίωμα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής), ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα"με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 14/2004). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, "ότι οι παραποτάμιες εκτάσεις, στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. Μ.". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελούσε περιεχόμενο της ένδικης αγωγής στην οποία, αυτοτελεξεί, αναφέρεται ότι "η εγκαταλειφθείσα κοίτη κατελήφθη υπό των παρόχθιος ιδιοκτητών και δη υπό του Κ. Μ., που ήταν παρόχθως ιδιοκτήτης 60 περίπου στρεμμάτων, τα οποία περιήλθαν σ'αυτόν....". Περαιτέρω με αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος-εναγομένου Δημοσίου και ειδικότερα, α) ότι το επίδικο του ανήκε κατά κυριότητα, ως τμήμα της εγκαταληφθείσας οριστικά, κατά τα έτη 1974-1975, συνεπεία τεχνικών έργων και ανυπαρξίας παραποτάμιων ακινήτων, εφαπτομένων του σημείου της εγκαταληφθείσας κοίτης, από όπου προέρχεται το επίδικο, β) ότι η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και ο δικαιοπαροχός της, με την υποβολή αιτήσεως εξαγοράς και τις από 16.10.1978 υπεύθυνες δηλώσεις τους προς την Οικονομική Εφορία Άρτας αναγνώρισαν την κυριότητα του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου και γ) ότι το επίδικο δεν περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της από άτυπες μεταβιβάσεις, αλλά με αυθαίρετη κατάληψη για την οποία εκδόθηκαν οικεία πρωτόκολλα καθορισμού και αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, τα οποία έχουν οριστικοποιηθεί, καθώς και εις βάρος της αναιρεσίβλητης πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορούν σε "πράγματα"κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά η μεν πρώτη και τρίτη σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένες αρνήσεις, η δε δεύτερη σε αποδεικτικό μέσο και δη σε ομολογία συναγόμενη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος από δικαστικά τεκμήρια, έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν απορριφθεί, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Περαιτέρω με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ότι το Εφετείο εξετίμησε λανθασμένα τα κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς τους προαναφερθέντες παραπάνω του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, από εκείνο που από την ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων προέκυπτε. Οι αιτιάσεις αυτές, ανεξάρτητα από το ότι αντιφάσκουν με τις παραπάνω από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. Β'του άρθρου 559 του ίδιου λόγου αιτιάσεις, περί μη λήψεως υπόψη των ίδιων ισχυρισμών, είναι απαράδεκτες γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν, την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Κ. συζύγου Κ. Π. του Ι., το γένος Α. Κ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 289/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 717 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Διεκδικητική αγωγή, παράγωγος, πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας Λόγοι αναίρεσης από αρ19,8,11γ άρθρου 559 ΚΠολΔ

Previous: ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.
$
0
0
Απόφαση 717 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
Περίληψη:
Διεκδικητική αγωγή, παράγωγος, πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας Λόγοι αναίρεσης από αρ19,8,11γ άρθρου 559 ΚΠολΔ....


Αριθμός 717/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Β. χήρας Κ. Π., το γένος Π. Π., 2)Γ. Π. του Κ., 3)Β. θυγ. Κ. Π., κατοίκων ... 4)Μ. θυγ. Κ. Π., κατοίκου ... και 5)Μ. συζ. Π. Κ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. συζ. Κ. Β., το γένος ..., 2) Α. συζ. Ι. Β., το γένος Π. Β., κατοίκων ..., 3)Α. χήρας Ν. Β., το γένος Π. Κ., 4)Γ. συζ. Ν. Γ., το γένος Ν. Β. 5) Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Δ. Β., 6)Ε. συζ. Ι. Φ., το γένος Ν. Β., 7)Ε. Β. του Ν., 8) Π. Β. του Ν., 9)Μ. Β. του Ν., κατοίκων ... 10)Μ. Β. του Δ. και 11)Ε. συζ. Γ. Κ. το γένος Δ. Β., κατοίκων ..., ως κληρονόμοι του αρχικού διαδίκου Δ. Β.. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Παπακωνσταντίνου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-1988 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 3ης, 4ης, 5ης, 6ης, 7ου, 8ου, 9ου των αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Δ. Β., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 87/2002 μη οριστική, 50/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 181/2010 του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Μυτιλήνης). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-4-2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 10-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 1041 και 1042 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο πράγμα ακίνητο για μία δεκαετία γίνεται κύριος αυτού (με τακτική χρησικτησία). Η δεκαετία αρχίζει από τότε που μεταγράφηκε ο τίτλος. Έτσι, για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται νόμιμος τίτλος, ήτοι τρόπος κτητικός της κυριότητας που φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του αναγκαία στοιχεία, πλην όμως είναι ελαττωματικός, διότι έχει έλλειψη η οποία εμποδίζει κατά νόμο την κτήση κυριότητας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, και η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, ως και η απαγόρευση εκποιήσεως αυτού. Επιπλέον απαιτείται, επί την δεκαετία νομή και καλή πίστη, τουτέστι πεποίθηση του δικαιούχου (νομέως), η οποία να μην οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού, ότι με τον τίτλο απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η οποία καλή πίστη πρέπει κατά το άρθρ. 1044 ΑΚ, να υπάρχει κατά τον χρόνο αποκτήσεως της νομής. Είναι δε αδιάφορο αν η πλάνη ή η άγνοια του - από την οποία προέρχεται η πεποίθηση - στρέφεται περί τα πραγματικά γεγονότα ή περί τον νόμο και την έννοια αυτού, αρκεί να μην οφείλεται σε βαρεία αμέλεια. Στον υπολογισμό της δεκαετίας ο νομέας δικαιούται, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ, να προσμετρήσει στο χρόνο νομής αυτού και τον χρόνο νομής του προκατόχου του, με την προϋπόθεση ότι και αυτή ασκήθηκε με τα αυτά προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ήτοι ουσιαστικά και με καλή πίστη, διότι η νομή και ο νόμιμος τίτλος ούτως ή άλλως υπάρχουν, εφόσον πρόκειται περί διαδοχής.
Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα"των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ’ την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε μεταξύ άλλων και τα εξής:
Ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος, Κ. Π., ο οποίος είχε χρηματίσει και Δήμαρχος Πολιχνίτου κατά το παρελθόν, αγόρασε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με τίμημα 15.000 δρχ., από τον Ε. Κ., στις 9.2.1972, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...9.2.1972 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πολιχνίτου Λέσβου Κ. Κωφόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου, στον τόμο…και με αύξοντα αριθμό ..., ένα τμήμα διηρημένο 345 στρεμμάτων περίπου από ένα βοσκότοπο που βρίσκεται στη θέση "..."της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Σταυρού Νομού Λέσβου, εκτάσεως 352,5 περίπου στρεμμάτων, ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλασσον, που συνορεύει ολόγυρα με κτήματα αδελφών Τ., παραλιακό δρόμο, κορυφογραμμή (κοινώς συγχωρεμένο) και δημόσιο δρόμο προς .... Το διηρημένο αυτό τμήμα των 345 στρεμμάτων που κείται, όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο, προς Δύση, συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησία αδελφών Τ., με πρόσοψη επί της παραλιακής οδού 750 μέτρων, με υπόλοιπο του ίδιου του πωλητή 7,5 περίπου στρεμμάτων και κορυφογραμμής (κοινώς συγχωρεμένου), με βάθος (του τμήματος τούτου) από της παραλίας μέχρι της κορυφογραμμής 400 μέτρων ή όσο και αν είναι. Η δε δεύτερη των αρχικώς εναγομένων Μ. συζ. Π. Κ., αγόρασε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με τίμημα 4.000 δρχ., από τον Ε. Κ., την ίδια ημέρα, ήτοι στις 9.2.1972, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...9.2.1972 συμβολαίου αγοραπωλησίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό ..., ένα τμήμα διηρημένο εκτάσεως 5 στρεμμάτων από ένα βοσκότοπο που βρίσκεται στη θέση "..."της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Σταυρού Νομού Λέσβου, εκτάσεως 7,5 στρεμμάτων (υπόλοιπο της ως άνω μείζονος εκτάσεως μετά την πώληση των 345 στρεμμάτων στον Κ. Π., δυνάμει του προαναφερθέντος με αριθμό ...9.2.1972 συμβολαίου), ο οποίος συνορεύει ολόγυρα με κτήματα Κ. Π. από δύο πλευρές, με παραλιακή οδό και πέραν αυτής με θάλασσα και με δρόμο δημόσιο που οδηγεί προς το .... Το ως άνω διηρημένο τμήμα των 5 στρεμμάτων, που κείται προς τη δυτική πλευρά του ευρύτερου ακινήτου των 7,5 στρεμμάτων, έχει πρόσωπο επί της παραλιακής οδού 100 μέτρων και βάθος 50 μέτρων και συνορεύει ανατολικά με υπόλοιπο του ιδίου του πωλητή (εκτάσεως περίπου 2,5 στρεμμάτων, το οποίο εμπεριέχει και έναν οικίσκο), δυτικά και βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Π. και νότια με δρόμο παραλίας και πέραν αυτού με θάλασσα. Στα ανωτέρω συμβόλαια αγοραπωλησίας, με τα οποία ο δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων φέρεται ότι μεταβιβάζει σ’ αυτούς τα δύο ως άνω διηρημένα τμήματα, τα οποία μαζί αποτελούν το επίδικο, δήλωσε ενώπιον του συμβολαιογράφου ότι τύγχανε αποκλειστικά κύριος του επιδίκου. Δήλωσε, επίσης, υπεύθυνα ότι το επίδικο περιήλθε σ’ αυτόν με άτυπη δωρεά, είκοσι πέντε και πλέον χρόνια πριν από τη σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων, ήτοι του έτους 1947, από τον Ι. Α., κάτοικο ..., και ότι έκτοτε το κατέχει, νέμεται και κυριεύει συνεχώς, αδιαταράκτως και άνευ εναντιώσεως ουδενός, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, προσαρτήθηκαν δε και μνημονεύονται ρητά, προκειμένου να πιστοποιηθούν τα ανωτέρω γεγονότα, δηλαδή της άτυπης δωρεάς από το 1947 και των ασκηθεισών έκτοτε πράξεων νομής του δικαιοπαρόχου των αρχικώς εναγομένων, στο μεν συμβόλαιο του πρώτου αρχικώς εναγομένου, ένα πιστοποιητικό (χρησικτησίας), που φέρει αριθμό …1972, του τότε Προέδρου της Κοινότητας Σταυρού Λέσβου, χωρίς να αναφέρεται στο συμβόλαιο το όνομα του τελευταίου, στο δε συμβόλαιο της δεύτερης αρχικώς εναγόμενης ένα πιστοποιητικό (χρησικτησίας), που φέρει αριθμό …1972, του ιδίου Προέδρου, πάλι χωρίς αναφορά του ονόματος του. Οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) βεβαίως, παρότι έχουν προσκομίσει πληθώρα άλλων βεβαιώσεων, δηλώσεων και πιστοποιητικών Προέδρων Κοινοτήτων και ιδιωτών, δεν προσκομίζουν τα άνω πιστοποιητικά, προσκομίζουν όμως οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) το πρώτο εξ αυτών (υπ’ αριθμ. …1972), το οποίο εκδόθηκε στις 6.2.1972 από τον σύζυγο της δεύτερης των αρχικώς εναγομένων Π. Κ., τότε Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού. Περαιτέρω, οι αρχικώς εναγόμενοι, με τις από 20.2.1989 προτάσεις τους που κατέθεσαν κατά την πρώτη συζήτηση, ισχυρίστηκαν ότι αγόρασαν το επίδικο από τον Ε. Κ. που έγινε κύριος αυτού από το έτος 1955, όταν το απέκτησε με άτυπη παραχώρηση από τον Ι. Α., με το από 6 Σεπτεμβρίου 1955 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, και κατά την παρούσα συζήτηση. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το οποίο φέρεται ότι συντάχθηκε στο ... την ως άνω ημερομηνία, ο Ι. Α. του Δ., κάτοικος ..., πώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στον άμεσο δικαιοπάροχο τους Ε. Κ., με τίμημα 4.000 δρχ., το επίδικο, ήτοι "τον εις θέσιν ... ή ... άμμος βοσκότοπο του της περιφέρειας Κοινότητας Βρίσας, όσης εκτάσεως και αν είναι, ο οποίος συνορεύει ανατολικά με όμοιο Ν. Τ., νότια με θάλασσα, δυτικά με Κ. Τ. και βόρεια, με έκταση καλούμενη ...". Από όλα τα ανωτέρω καταδεικνύεται ότι το επικαλούμενο από τους αρχικώς εναγόμενους ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρεται ότι συντάχθηκε το 1955 δεν υπήρχε κατά το έτος 1972 που συντάχθηκαν τα συμβόλαια αγοράς του επιδίκου απ’ αυτούς, καθόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο άμεσος δικαιοπάροχος τους Ε. Κ., ο οποίος θα έπρεπε λογικά να γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επί του επιδίκου, δήλωσε υπεύθυνα, ενώπιον του συμβολαιογράφου, ότι το επίδικο περιήλθε σ’ αυτόν με άτυπη δωρεά, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια πριν από τη σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων (ήτοι προ του έτους 1947), προσκόμισε δε περί τούτων και τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά χρησικτησίας, τα οποία εκδόθηκαν από τον τότε Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, ετύγχανε και σύζυγος της δεύτερης των αρχικώς εναγομένων και πιστοποιούσε όλα τα ανωτέρω γεγονότα. Είναι δε προφανέστατο ότι τα πιστοποιητικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν τότε (1972) για την κατάρτιση των ως άνω συμβολαίων, δηλαδή τη δημιουργία τίτλων για τους αρχικώς εναγόμενους, ενώ το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο γίνεται αναφορά για πώληση του επιδίκου από τον Α. προς τον άμεσο δικαιοπάροχο τους και μάλιστα το έτος 1955, εμφανίζεται το πρώτον μετά την άσκηση της αγωγής (1988). Επισημαίνεται εδώ ότι, όπως προκύπτει από το από 10.2.1989 πιστοποιητικό ιδιοκτησίας της υποθηκοφύλακος Πλωμαρίου, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του Δ. Β., από έρευνα των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου ο Ι. Α. του Δ. και ο Δ. Α. του Γ., δεν φέρονται ιδιοκτήτες του επιδίκου. Σημειώνεται δε ακόμη ότι η αγορά του επιδίκου βοσκοτόπου αποτέλεσε θέμα που απασχόλησε έντονα την τοπική κοινωνία, όπως προκύπτει από μονόστηλο δημοσίευμα, με τίτλο "Π. Κ…", στη σελίδα … της τοπικής εφημερίδας "...", στο φύλλο της 8ης Αυγούστου 1985, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος αγόρασε το επίδικο ("παραθαλάσσιο κτήμα") σε εξευτελιστική τιμή από κάποιο βοσκό, ο οποίος δεν είχε τίτλους, και ότι για να το αγοράσει αυτός πείστηκε ο τότε Πρόεδρος του Σταυρού να παραχωρήσει βεβαίωση χρησικτησίας, αφού του παραχωρήθηκε σαν ανταμοιβή και σχετική έκταση από το κτήμα. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο φερόμενος ως άμεσος δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων Ε. Γ. Κ., ο οποίος είναι βοσκός και έχει το παρατσούκλι "Ζ.", ουδέποτε άσκησε διακατοχικές πράξεις νομής επί του επιδίκου από το έτος 1955 μέχρι τις 9.2.1972 που μεταβίβασε αυτό, με τα προμνημονευθέντα συμβόλαια, ένεκα πωλήσεως στους αρχικώς εναγόμενους και συνεπώς, ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού με πρωτότυπο τρόπο. Αντιθέτως, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, το επίδικο νέμονταν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα οι τρεις πρώτοι αρχικώς ενάγοντες και ο δικαιοπάροχος των λοιπών αρχικώς εναγόντων Ν. Β., ενώ ο Ε. Κ. μίσθωνε ένα κτήμα γειτονικό προς το επίδικο που βρίσκεται στα ανατολικά αυτού και ήταν πρώην ιδιοκτησία του Π. Α. (και ήδη Τ., ο οποίος είναι κληρονόμος του Π. Α.), εντός του οποίου (γειτονικού κτήματος), όπως αποδείχθηκε, και όχι εντός του επιδίκου, υπάρχει ένα παλιό λιθόκτιστο κτίσμα ("ντάμι"), το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αρχικώς εναγομένων, οι οποίοι αποδείχθηκαν αβάσιμοι, χτίστηκε από τον δικαιοπάροχο τους εντός του επιδίκου. Ο Κ., συνεπώς, εκμεταλλευόταν το άνω γειτονικό κτήμα, και όχι το επίδικο. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι οι αρχικώς εναγόμενοι άρχισαν να ασκούν πράξεις νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου μετά τη σύνταξη των προαναφερθέντων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων (1972), και συνέχισαν μέχρι το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (25-10-1988), οι πράξεις δε αυτές ήταν πιο αραιές το πρώτο διάστημα μετά την αγορά του επιδίκου, όπως καταθέτει σχετικά και ο μάρτυρας των εναγομένων Β. Σ. ("την εποχή που αγόρασε ο Π. το κτήμα δεν νομίζω ότι ερχόταν στο κτήμα γιατί τι θα έκανε. Δεν υπήρχε καμιά παραγωγή στο κτήμα για να πάει. Περνούσε από το δρόμο Σταυρού - ... και ερχότανε στο χωριό ... και μόνο το έβλεπε") και πύκνωσαν σταδιακά, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, προϊόντος του χρόνου, και ιδίως κατά το έτος 1987. Ειδικότερα, αμφότεροι των εναγομένων πωλούσαν ποσότητες άμμου που υπάρχει στις αμμώδεις εκτάσεις του επιδίκου που βρίσκονται σε επαφή με τον παραλιακό δρόμο (νότια), ή έδιναν άδεια σε κατοίκους των γύρω χωριών να προβούν σε λήψη άμμου. Όπως δε προκύπτει από το από 13.5.1980 έγγραφο της 98 ΑΔΤΕ, 4° Επιτελικό Γραφείο, επιτάχθηκε, το πρώτον από τις 23.5.1980, ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκε το σχετικό πρωτόκολλο παραδόσεως -παραλαβής, έκταση 14.758 τ.μ., κείμενη στην περιοχή "ΛΙΑΝΑΜΟΣ ΒΑΤΕΡΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ Ν. ΛΕΣΒΟΥ", ιδιοκτησίας Κ. Π., για τις ανάγκες της στρατιωτικής μονάδος 265 ΤΕ, ήτοι τη δημιουργία έργων-κατασκευή πολυβολείων στην περιοχή αυτή, ελάμβανε δε έκτοτε αυτός (Κ. Π.) τις σχετικές αποζημιώσεις που καταβάλλονταν ως μίσθωμα, δυνάμει σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου Στρατιωτικών Επιτάξεων, ενώπιον του οποίου παρίστατο αυτοπροσώπως ο ως άνω πρώτος αρχικώς εναγόμενος, κατά την εκδίκαση των αιτήσεων του, με τις οποίες ζητούσε αύξηση των αποζημιώσεων. Η ως άνω επίταξη έγινε, όπως ήδη αναφέρθηκε, το πρώτον το έτος 1980 και όχι το 1974. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο Κ. Π. εκμίσθωσε στις 10.3.1987 στον Χ. Σ. του Γ. έκταση 200 στρεμμάτων από το τμήμα του επιδίκου που του ανήκε για χρονικό διάστημα 4 χρόνων, δηλαδή μέχρι το Μάρτιο του 1991, με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 δραχμών. Δυνάμει δε της από 27.12.1987 συμβάσεως που υπογράφηκε μεταξύ του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου και των Κ. Π. και Ε. Κ., ο Δήμος προέβη στην προμήθεια 35 φορτηγών αμμοχώματος από το επίδικο, έναντι ποσού 17.500 δρχ. Τέλος, μετά την αγορά του επιδίκου, οι αρχικώς εναγόμενοι εκμίσθωσαν το επίδικο στο Κ. ως βοσκότοπο, με μίσθωμα 2.500 δρχ. το χρόνο. Σύμφωνα με αυτά που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, προέκυψε ότι ο δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων δεν είχε ποτέ στην κυριότητα του το επίδικο, ούτε νεμήθηκε ποτέ αυτό, αλλά εμφανίστηκε να πωλεί και να μεταβιβάζει σ’ αυτούς ένα ακίνητο που ποτέ δεν ανήκε στην κυριότητα του.
Συνεπώς, οι αρχικώς εναγόμενοι δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τα προαναφερθέντα συμβόλαια μεταβιβάσεως κυριότητας, αφού ο άμεσος δικαιοπάροχος τους δεν κατέστη ποτέ κύριος αυτού, έτσι ώστε να μπορεί να μεταβιβάσει την επ’ αυτού κυριότητα. Το γεγονός αυτό το γνώριζαν οι εναγόμενοι, οι οποίοι άσκησαν έτσι όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής επί του επιδίκου, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, από το νόμο, προκειμένου για κτήση κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καλή πίστη κατά το χρόνο απόκτησης της νομής. Έτσι, αυτοί δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου ούτε και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή ούτε με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον ο δικαιοπάροχος τους δεν κατέστη ποτέ κύριος αυτού και οι ίδιοι το γνώριζαν, δεν μπορούν δε να προσμετρήσουν στο χρόνο νομής τους και το χρόνο νομής του φερόμενου ως δικαιοπαρόχου τους, αφού αυτός δεν άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο, ενώ περαιτέρω οι ίδιοι νεμήθηκαν μεν αυτό με νόμιμους τίτλους, καθόσον τα προμνημονευθέντα συμβόλαια αγοραπωλησίας φέρουν όλα τα εξωτερικά για το κύρος τους στοιχεία, πλην όμως αυτά είναι ελαττωματικά, λόγω έλλειψης κυριότητας του δικαιοπαρόχου τους, και συγκεκριμένα από το χρόνο σύνταξης και μεταγραφής των ως άνω συμβολαίων (1972) μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (1988), δηλαδή επί χρόνο μείζονα της δεκαετίας, όμως ελλείπει, για το λόγο που προαναφέρθηκε, το στοιχείο της καλής πίστης αμφοτέρων των αρχικώς εναγομένων (άρθρα 1041, 1042 και 1044 ΑΚ). Συνακόλουθα, αυτοί δεν απέκτησαν κυριότητα ούτε και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν μπορούν να συνυπολογίσουν στο δικό τους χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους (άρθρο 1051 ΑΚ), αφού ο τελευταίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν άσκησε πράξεις νομής επί του επιδίκου. Επομένως, από το 1972 μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής το έτος 1988, δεν παρήλθε το απαιτούμενο εκ του νόμου χρονικό διάστημα της εικοσαετίας, προκειμένου αυτοί να καταστούν κύριοι του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045 ΑΚ). Επομένως, αφού μέχρι τη μεταγραφή των πράξεων αποδοχής κληρονομιάς, στις οποίες προέβησαν οι εφεσίβλητοι ενάγοντες το 1986 και 1988, οι εκκαλούντες εναγόμενοι δεν συμπλήρωσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) και δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου, η κυριότητα αυτού περιήλθε, με τη μεταγραφή των ως άνω πράξεων, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, στους αρχικώς ενάγοντες αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου Π. Β., πατέρα των τριών πρώτων και του δικαιοπαρόχου των λοιπών που συνέβη στις 28.4.1948.
Συνεπώς, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι αυτοί κατέστησαν κύριοι του επιδίκου ακινήτου τόσο με παράγωγο (πράξεις αποδοχής κληρονομιάς), όσο και με πρωτότυπο τρόπο (ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας).
Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων ως αβάσιμη κατ’ ουσία και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε κάνει δεκτή την ένδικη διεκδικητική αγωγή και ως βάσιμη κατ’ ουσία. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καλής πίστης ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας που οι αρχικώς εναγόμενοι απέκτησαν με τακτική χρησικτησία διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση αφορώσες την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) είναι απαράδεκτες. Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε, πλήττονται μεν όλες ή μία από αυτές, η προσβολή όμως μιας απ’ αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΟλΑΠ 25/2003).
Επομένως οι περιεχόμενες στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις από τους αριθ. 8 και 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθώς και στο δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 8, 11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναφερόμενες σε πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορούν την κτήση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τους ενάγοντες και τον δικαιοπάροχο τους με παράγωγο τρόπο είναι απορριπτέες ως αλυσιτελώς προβαλλόμενες, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή περιέχει και κτήση της κυριότητας από τους ενάγοντες και με έκτακτη χρησικτησία, η δε παραδοχή αυτή του Εφετείου στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και δεν πλήττεται με λόγο αναίρεσης. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικό μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα, ήτοι α) Την υπ’ αριθ. πρωτ. ... Νοε 1979 Βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας Σταυρού Μυτιλήνης.
β) Την από 13 Μαΐου 1980 υπ’ αριθ. 913Ι/87/24622/Σ 1129 απόφαση επίταξης εκτάσεως 14.758 μ.2 στη θέση ... - ... - Κοινότητας Σταυρού Ν. Λέσβου με συνημμένο το 265 Ε κτηματολογικό διάγραμμα κλίμακας 1:500 ιδιοκτησίας Κ. Π. του Γ., για δημιουργία έργων.
γ) Το από 23 Μαΐου 1980 πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής της άνω επιταχθείσας έκτασης ιδιοκτησίας Κ. Π. του Γ. εμβαδού 14.758 μ.2 στην περιοχή ... ..., υπογραφόμενο από τον Κ. Π., τον Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού, την Επιτροπή Παραλαβής και τον Διοικητή της Μονάδος Πεζικού Κ. Φ..
δ) Την υπ’ αριθ. 2/1983 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιτάξεων, το οποίο αποφάνθηκε επί της από 1/3/1980 αιτήσεως του Κ. Π. περί καθορισμού αποζημιώσεως ε) Το υπ’ αριθ. Φ 913 ια/16/2323/Σ1140/ΣΤΓ 926/28-3-1984 έγγραφο του Τ8 ΑΔΤΕ/40 επιτελικού γραφείου προς τον Κ. Γ. Π. με το οποίο ανακοινώνεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιτάξεων, περί καθορισμού αποζημίωσης της ιδιοκτησίας του. Καθώς και το υπ’ αριθ. Φ 913 ια/23230/Σ1139/ΣΤΓ 926 28-3-84 έγγραφο της αυτής υπηρεσίας για την καταβολή της αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη Κ. Π., κάτοικο Πολιχνίτου.
ζ) Την υπ’ αριθ. πρωτ. .../14-9-1985 Βεβαίωση της Κοινότητας Σταυρού Λέσβου, όπου βεβαιούται: ".. Από προσωπική αντίληψη γνωρίζουμε ότι ο αγροτοβοσκότοπος στη θέση "..."περιφέρειας Σταυρού, που αγοράσθηκε υπό του Κ. Γ. Π., κατοίκου Πολιχνίτου από τον Ε. Κ., δημότου και κατοίκου Σταυρού, πριν από 15 χρόνια χρησιμοποιούνταν από τον πωλητή πριν από 20 χρόνια ( που τον είχε αποκτήσει) ως βοσκότοπος στον οποίο βοσκούσε τα ζώα του. Ο ίδιος ο πωλητής με την άδεια του αγοραστή και σημερινού ιδιοκτήτη Κ. Π., βόσκει και σήμερα το ποίμνιο του. Χορηγείται για χρήση στη Στρατιωτική Υπηρεσία επίταξης ενός τμήματος μέσα στο οποίο κτήσθηκαν πολεμίστρες......".
η) Το υπ’ αριθ. πρωτ. 2149/15-09-1987 έγγραφο του Δημου Πολιχνίτου προς τον Κ. Π., για τη λήψη αμμοχώματος από τη θέση "... άμμος - ...".
θ) Την υπ’ αριθ. 63/1988 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πολιννίτου έγκρισης δαπάνης για τη λήψη αμμοχώματος από το κτήμα στη θέση "..."των Κ. Π. και Ε. Κ., καθώς και το από 27 Μαΐου 1988 έγγραφο σύμβαση λήψεως αμμοχώματος μεταξύ Δήμου Πολιχνίτου και Κ. Π. και Ε. Κ..
ι) Την και άνω υπ’ αριθ. ...27-06-2006 βεβαίωση του Δημάρχου του Δήμου Πολιχνίτου περί της διαφορετικής θέσης των τοπωνυμιών Βούρκος και ... της τέως Κοινότητας Σταυρού, που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν κατά τη συζήτηση της έφεσης τους, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών και του ισχυρισμού των ιδίων ιδίας κυριότητας (τακτική χρησικτησία).
Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τη γενική βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το Εφετείο σχημάτισε τη δικανική του πεποίθηση από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας μερικά δε από τα ανωτέρω έγγραφα σχετικά με την επίταξη και την αποζημίωση που καθόρισε το Διοικητικό Δικαστήριο Επιτάξεων τα οποία ρητά μνημονεύει και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη του και τα προαναφερόμενα έγγραφα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.4.2013 αίτηση των Β. Π. κλπ. για αναίρεση της 181/2010 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 485 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα, Κρητικός Αστικός Κώδικας. Περίληψη: Κτήση κυριότητας με χρησικτησία κατά τον κρητικό αστικό κώδικα.

$
0
0
Απόφαση 485 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα, Κρητικός Αστικός Κώδικας.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας με χρησικτησία κατά τον κρητικό αστικό κώδικα...


Αριθμός 485/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…"και διακριτικό τίτλο "….", που εκπροσωπείται νόμιμα και έχει έδρα στα …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 2/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 3 του ν. της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού Κράτους περί γαιών, δημόσιες γαίες ήσαν, πλην άλλων, τα δάση και τα παρόμοια, ρητά δε οριζόταν ότι οι δημόσιες αυτές γαίες ανήκαν στο Δημόσιο και παραχωρούνταν (Ιχαλέ σε τεσφής) από την Κυβέρνηση. Με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914, που εκδόθηκε κατ'εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ'της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νήσους του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύϊ αι περί γαιών διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ'αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμεναις χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι". Ο με το νόμο αυτός περιορισμός της ισχύος του νόμου περί γαιών μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ'αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου, ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, διέλαβε εις μεν το άρθρο 293 ότι: "ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητον δυνάμει τίτλου κατά τους νομίμους τόπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής", εις δε το άρθρο 295 ότι "ο επί είκοσι συνεχή έτη νεμόμενος ακίνητο κτήται την κυριότητα αυτού". Μετά τις διατάξεις αυτές, που και οι δύο αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικος τούτου χρησικτησία που άρχισε και συμπληρώθηκε από το κράτος της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.), προς το σκοπό όπως χρησιμοποιηθεί για τη χρησικτησία και ο προ της ισχύος του διαρρεύσας χρόνος νομής δια του άρθρου 1356 όρισε ότι "ο χρόνος της χρησικτησίας άρχεται αφ'ης υπήρξαν πάντα τα προς αυτήν απαιτούμενα υπ'αυτού προσόντα, εάν όμως κατά την έναρξη της ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο προς χρησικτησίαν χρόνος ή υπολείπεται προς συμπλήρωσιν αυτού χρονικόν διάστημα έλασσον της πενταετίας η κυριότης δεν αποκτάται πριν παρέλθωσι πέντε από της ισχύος του νόμου έτη", εν συνεχεία δε δια του επόμενου άρθρου 1357 όρισε ότι "η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής συνεχής νομή προς απόκτησιν κυριότητος λογίζεται αφ'ης ημέρας ήρξατο, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νομήν", θέσας ούτως, προκειμένου περί της εκτάκτου κατά το άρθρο 295 χρησικτησίας, ως όρον - προϋπόθεση δια την, κατά την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1356, χρησιμοποίηση του διαδραμόντος χρόνου της προαρξάμενης νομής την ύπαρξη και εξακολούθηση αυτής (νομής) κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.). Περαιτέρω, από μεν τις διατάξεις των άρθρων 299 και 298 του αυτού Κώδικος (Κρητ. Αστ. Κωδ.) προκύπτει, ότι επί εκτάκτου χρησικτησίας ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, επί τακτικής δε ο ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση της χρησικτησίας, τον χρόνο νομής με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλο, μεταγραφή του και καλή πίστη) του δικαιοπαρόχου του, από δε τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικος προκύπτει, ότι υπόκεινται σε χρησικτησία, μη εξαιρούμενα από αυτήν, τα δημόσια κτήματα. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε σιωπηρώς από το άρθρο 21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξηρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι της ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του ν. ΔΞΗ'/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν εις την Κρήτη από 11.5.1915. Ενόψει της με τις ως άνω διατάξεις του τεθέντος εις ισχύν την 23.7.1904 Κρητ. ΑΚ και τις λοιπές ως άνω διατάξεις καθιερούμενης ρυθμίσεως και παρότι εις το Οθωμανικό δίκαιο, που ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι τον, κατά τα άνω, χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός ΑΚ (23.7.1904) ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας, επί δημοσίου κτήματος στην Κρήτη ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία συμπληρούμενη μόνο μέχρι 11.5.1915, δια συνυπολογισμού, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι 15 ετών το πολύ χρόνου νομής προ του χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής δια συνυπολογισμού και μέχρι πέντε ετών το πολύ με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη) νομής προ του κατά τα άνω χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (ΑΠ 572/2001). Τέλος, άσκηση νομής, η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αποτελούν, όταν πρόκειται ειδικότερα για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς επάνω σ'αυτό πράξεις με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του.
Συνεπώς, η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της, μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας αυτής, και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής αυτού (ΑΠ 1151/1986). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο είναι εκτάσεως 70.091,10 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "…"της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζ άκρου του Δήμου Ιτάνου και... Η επιφάνειά του έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, σποραδικά δε διακρίνονται μικρής έκτασης αβαθείς και γαιώδεις, οι οποίες δέχονταν παλαιά καλλιέργεια με σπορές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από παλαιά υπολείμματα τοίχων και λιθοσωρών. Η ευρύτερη περιοχή είναι άγονη, ενώ δεν υπάρχει δε καμία δυνατότητα ανάπτυξης υψηλής θαμνώδους ή δενδρώδους δασικής βλάστησης ή άλλης καλλιέργειας με φυσικό τρόπο. Στην επίδικη έκταση, όπως αναφέρεται στην από 22.2.2008 έκθεση του Μ. Φ., η οποία συντάχθηκε κατόπιν εντολής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μετά από αίτηση της ενάγουσας ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσκομίζεται μετ'επικλήσεως από το εναγόμενο, φύονται αποκλειστικά ξηροφυτικά φρύγανα από. θύμο, αστιβίδα, αχινοπόδι, αγκαραθιά, φασκομηλιά, ετήσιοι και πολυετείς πόες κτλ. σε ποσοστό 70%, δασικοί θάμνοι από σχίνο, ασπάλαθο σε ποσοστό 5% κτλ, το υπόλοιπο ποσοστό δε των 25% καλύπτεται από άγονα βραχώδη τμήματα. Η επίδικη έκταση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν βοσκότοπος, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι καλλιεργητές για την οικόσιτη κτηνοτροφία. Το ακίνητο αυτό η ενάγουσα το αγόρασε δυνάμει του υπ' .../2006 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ιωάννας Φουρναράκη - Μαστοράκη από τους Θ. Σ. του Ι. και Κ. Σ. του Ν. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ο μεν Θ. Σ. από την Ο. συζ. Π. Σ. το γένος Ε. Χ. με το υπ'αριθμ. .../3.3.1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σητείας Εμμανουήλ Αγγελάκη, ο δε Κ. Σ. από την Ε. Σ. του Ι. με το υπ'αριθμ. .../31.10.1989 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σητείας Ευαγγελίας Γεωργακάκη - Τσαντάκη. Στο πρώτο συμβόλαιο το εν λόγω ακίνητο περιγράφεται ως αγριάδα, έκτασης είκοσι οκάδων σποράς με μία ελιά, με όμορες τις ιδιοκτησίες των Σ. Σ., κληρ. Μ. Σ. και κληρ Ε. Κ. και στο δεύτερο συμβόλαιο ως αγρός ακαλλιέργητος, βραχώδης, έκτασης "5 στρεμμάτων περίπου, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης είκοσι οκάδων σποράς ή όσο ήθελε είναι παραπάνω ή παρακάτω με μια ελιά". Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης, εμβαδού 189.061,95 τ.μ., το οποίο επεκτείνεται έως τη θάλασσα, η οποία με την υπ'αριθμ. 4083/6.11.2003 πράξη του Διευθυντή Δασών Νομού Λασιθίου έχει χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδική έκταση του άρθρου 3 παρ. 6β του ν. 998/1979 και του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.3208/2003. Η εν λόγω πράξη βασίστηκε στην από 31/10/2003 έκθεση αυτοψίας του Δασολόγου Γ. Π., σύμφωνα με την οποία το έδαφος της έκτασης είναι ανώμαλο, ημιβραχώδες μέχρι βραχώδες κατά θέσεις, με κλίσεις επιφάνειας που κυμαίνονται από μέτριες μέχρι απότομες και καλύπτεται από δασική βλάστηση των ειδών σχίνου - ασπάλαθου - πρίνου, που συνολικά επί της έκτασης δεν υπερβαίνει το 15%, η οποία εμφανίζεται κατά θέσεις και περισσότερο εντός του υπάρχοντος ρέματος και από χορτολιβαδική βλάστηση των ειδών αστοιβίδας, αχινοπόδι, θυμάρι, η οποία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση και το ποσοστό κάλυψης της επιφάνειας είναι μεγαλύτερο του 15%. Αναφέρεται προσέτι στην ως άνω έκθεση αυτοψίας ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1968 και 1989 η έκταση εμφανίζει την ίδια μορφή, πλην όμως υπάρχει η πιθανότητα πριν από το έτος 1945 να υπήρχαν μικρά τμήματα που εκαλλιεργούντο καθ'όσον υπάρχει μικρό αλώνι επί της έκτασης και ερειπωμένα κτίρια. Κατά της πράξης αυτής υποβλήθηκαν οι από 16/12/2003 αντιρρήσεις του Γ. Σ. ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λασιθίου, η οποία κατόπιν αυτοψίας διαπίστωσε ότι "η έκταση έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες, με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, καλύπτεται από βλάστηση των ειδών σχίνου, ασπάλαθου, πρίνου σε ποσοστό μικρότερο του 25% και από αστοιβίδα, αχινοπόδι και θυμάρι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25%"και αφού δεν εντόπισε ίχνη καλλιέργειας χαρακτήρισε ολόκληρη την έκταση χορτολιβαδική. Κατά της απόφασης αυτής ο Γ. Σ. άσκησε την υπ'αριθμ. 2089/28.6.2005 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, η οποία με την υπ'αριθμ. 98/2005 απόφαση της χαρακτήρισε τμήμα της έκτασης, εμβαδού 67.950.50 τ.μ., που περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο, ως χορτολιβαδική έκταση, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα που επεκτείνεται έως τη θάλασσα, όπου διαπίστωσε ότι υπήρχαν ίχνη παλαιάς καλλιέργειας, όπως μαρτυρά το παλαιό αλώνι και τα ερειπωμένα κτίσματα, χαρακτήρισε ως γεωργική του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Κατόπιν τούτων και ενώ ή απόφαση της δευτεροβάθμιας -επιτροπής τελεσιδίκησε, η ενάγουσα ως έχουσα έννομο συμφέρον με την από 31/1/2007 αίτηση της που υποβλήθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους την 9/2/2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 15880/9.2.2007, ισχυριζόμενη ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργική έκταση, ανήκουσα στους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους της, ζήτησε να διευθετηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε εκτός των ως άνω τριών συμβολαίων και...(ακολουθεί η μνεία πέντε συμβολαίων, δεχόμενο - το Εφετείο - στη συνέχεια, ότι:) Από τα προαναφερθέντα συμβόλαια αποδεικνύεται ότι από μία αρχική ευρύτερη έκταση, στην οποία ασκούνταν πράξεις νομής από τους αρχικούς ιδιοκτήτες της από το έτος 1862, μεταβιβάστηκαν με τους ως άνω τρόπους τμήματα σε κατιόντες των αρχικών ιδιοκτητών, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται στα συμβόλαια, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνεται και το ακίνητο εμβαδού 189.061,95 τ.μ, από το οποίο αποκόπηκε το επίδικο με το υπ'αριθμ. .../1936 συμβόλαιο. Οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, διαδοχικά όπως αναφέρεται, καλλιεργούσαν ήδη από το ,έτος 1862, τα τμήματα του επίδικου που ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν και για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευάσει ένα - πεπαλαιωμένο σήμερα - αλώνι, κυρίως δε το εκμίσθωναν σε βοσκούς για να βόσκουν σε αυτό τα ποίμνια τους κατασκευάζοντας για το σκοπό αυτό μαντριά και καλύβες, ίχνη των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα στο επίδικο. Η βόσκηση δε αυτού άρχισε ήδη από το έτος 1890 μέχρι το έτος 1936 από τους Σ., Ε. και Γ. Σ., οι οποίοι μίσθωναν το επίδικο από την απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Σ., συνεχίσθηκε από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1967 από τον Κ. Σ. και τους αδελφούς του και εξακολούθησε μέχρι το έτος 2000 από τον κτηνοτρόφο Γ. Φ., ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (1967 - 2000) μίσθωνε το επίδικο από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, Θ. και Ε. Σ., καταβάλλοντος σε αυτούς ως μίσθωμα μέρος των προϊόντων που παρήγαγε (τυριά). Επομένως, με την άσκηση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας νομής συνεχώς από το. έτος 1862 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κρητικού ΑΚ, χρόνος για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ανεξάρτητα από τη μορφολογία του, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από την 23.7.1889 έως την 23.7.1909. Η ανωτέρω ενάγουσα μετά την παραχώρηση από τους δικαιοπαρόχους της της νομής του επιδίκου συνέχισε να ασκεί πράξεις νομής επ'αυτού επιμελούμενη για τα όρια και την ακεραιότητα του και προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να οικοδομήσει σε αυτό τουριστική μονάδα (ένδικοι αγώνες, τοπογραφήσεις, μελέτες). Έτσι έγινε κυρία της επίδικης έκτασης, η οποία σύμφωνα και με την ανωτέρω έκθεση του δασολόγου Μ. Φ. ήταν τμήμα της ευρύτερης αρχικής φερόμενης πατρογονικής ιδιοκτησίας ήδη από του έτους 1862, με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας ισχυριζόμενο ότι το επίδικο είναι χορτολιβαδική έκταση της παρ. 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/79 και της παρ. 2 του άρθρου 1. του ν. 3208/03. Όμως σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν έως την 23.7.1909 οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο, με έκτακτη χρησικτησία και επομένως ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμος, να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και να αναγνωρισθεί αυτή κυρία του επιδίκου ακινήτου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ'ουσίαν, δέχτηκε την ένδικη - από 12.2.2008 - αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και αναγνώρισε αυτήν κυρία του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε - το Εφετείο - διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη, αφού δέχτηκε, ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, διαδοχικά, ήδη από το έτος 1862 καλλιεργούσαν το επίδικο ακίνητο, χωρίς, όμως να αναφέρει συγκεκριμένες σχετικές πράξεις, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν, και συνάμα δέχτηκε ότι τα ίδια πρόσωπα, διαδοχικά, εκμίσθωναν το επίδικο ακίνητο, με την ειδική, όμως, μνεία, ότι η βόσκησή του άρχισε (όχι από την 23.7.1889 αλλά) από το έτος 1890 και έκτοτε συνεχώς έως το έτος 2000, έτσι, ώστε, να μην μπορεί να κριθεί εάν τα ίδια ως άνω πρόσωπα νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο από την 23.7.1889 και έκτοτε συνεχώς ως άνω, εν τέλει δε ότι η ενάγουσα έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία - όπως δέχτηκε το Εφετείο - και να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη. Επομένως, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά το βάσιμο δεύτερο, κατά το τέταρτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 63/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 835 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Παρέμβαση, Κυριότητα, Οθωμανικό δίκαιο.

$
0
0
Απόφαση 835 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Παρέμβαση, Κυριότητα, Οθωμανικό δίκαιο.


Περίληψη:
Παρέμβαση Δημοσίου σε δίκη μεταξύ ιδιώτη και ΟΚΧΕ για ανακριβή πρώτη εγγραφή. Νομικό καθεστώς των ακινήτων στις Κυκλάδες κατά της Τουρκοκρατία. Τα μουλκία, ήτοι οι γαίες καθαρής ιδιοκτησίας ανήκαν στους ιδιώτες και σ'αυτούς εξακολούθησαν να ανήκουν μετά την απελευθέρωση και δεν περιήλθαν στο Δημόσιο με το οικείο πρωτόκολλο του Λονδίνου περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων (Πρωτόκολλο 3/22.2.1830, ερμηνευτ. πρωτοκ. 4/16.6.1830 και 1.7/19.8.1830) 559 αρ.1. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος. Οι διατάξεις των πρωτοκόλλων είναι ουσιαστικού δικαίου 559 αρ. 8 "πράγμα"αποτελεί και ο λόγος εφέσεως. Δεν ιδρύεται ο οικείος αναιρετικός λόγος αν ο λόγος εφέσεως εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Η πλημμέλεια ότι για το ορισμένο ισχυρισμού απαιτήθηκαν περισσότερα από τόσα απαιτεί ο νόμος, αφορά σε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία και γι αυτό ιδρύεται ο αναιρετικό λόγος του αρ.1 του άρθρου 559 και όχι του αριθμού 14. Ο ισχυρισμός περί αδεσπότων είναι αόριστος, γιατί για το επέκεινα της ανεξαρτησίας διάστημα δεν γίνεται επίκληση των απαιτουμένων κατά τις ισχύουσες διατάξεις προϋποθέσεων περί αδεσπότων Δικαστικά έξοδα Δημοσίου ΑΔΕΣΠΟΤΑ κατά Οθωμανικό και Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καθώς και υπό την ισχύ του ΑΚ.


Αριθμός 835/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα -------

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος δεν παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Μ. του Δ., το γένος Μ. Δ., κατοίκου ... και 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ... και το 2ο δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 4/11/2005 αγωγή και ανακοίνωση δίκης του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 20/2/2007 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 69/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 6/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο 1ος αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ'αριθμ. 2100Γ/19.6.2013 και 2117Γ/20.6.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Γ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 6.11.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση πρώτο αναιρεσίβλητο, τόσο προς το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όσο και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδας".
Συνεπώς εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ'αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του από 3/22.2.1830 Πρωτοκόλλου του Λονδίνου "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος"και τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1. 7/19.8.1830, και ιδίως με το άρθρο 5 του πρώτου από αυτά, του μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον, ως προς τις τέως ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την από 3.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων"με την οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο, δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνο εκείνων των ιδιόκτητων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830, είτε καταλήφθηκαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις και δημοσιεύθηκαν, είτε εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ν. 21-6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων". Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά, με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών που συνήφθησαν μεταξύ των μέχρι τότε Γεναιατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από της 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών"κατηγορία των καθαρής ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως Ελληνικών Οικογενειών από 26.5/7.6.1835", όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα. Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον Σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9.7.1932 Συνθήκης της Κων/λεως (Ολ. ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως η παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3127/2003, και ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (22.11.2005) "πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές στο κτηματολογικό βιβλίο, σύμφωνα με την παρ. 2 περ.β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή υπόκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου (παρ.1). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον....... (παρ. 2). Η αγωγή της παρ. 2, όσο αφορά σε ακίνητο "αγνώστου ιδιοκτήτη"κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, απευθύνεται κατά του ΟΚΧΕ και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κατάθεσή της" (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην περίπτωση αγωγής της παρ. 2 για αρχικές εγγραφές με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη", αυτή (αγωγή) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, στο καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο απευθύνεται δε κατά του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος (ΟΚΧΕ) και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την κατάθεσή της. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την κυρία παρέμβαση, που άσκησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, μετά από ανακοίνωση, σ'αυτό, της ασκηθείσας στις 22.11.2005 από 4.11.2011 αγωγής, του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 μεταξύ των αναιρεσιβλήτων, για την διόρθωση ανακριβούς και αφορώσας σε άγνωστο ιδιοκτήτη πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου, ως προς το ποσοστό συγκυριότητας 10% επί δέκα ακινήτων κειμένων στην Ποσειδωνία Σύρου, η συζήτηση της οποίας (αγωγής) κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Πρωτόδικο δικαστήριο λόγω μη τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 214Α ΚΠολΔικ περί εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς: Τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στην Ποσειδώνια της νήσου Σύρου των Κυκλάδων, έχουν λάβει ΚΑΕΚ 2909607072, 290960708032, 290960708003, 290960817007, 290960709016, 290960709001, 290960306009, 290960617004, 290960709026, 290960709024, 290960709023, 290960708019, 290960708031, 90960707096, 290960617025, 290960709022, 290960708024 και 290960709020 και έχουν καταχωρηθεί όλα στους κτηματολογικούς πίνακες του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου ως ανήκοντα κατά συγκυριότητα σε κληρονόμους του Μ. Δ., πλην κάποιων μικρών εξ αδιαιρέτου ποσοστών επ'αυτών, στα οποία φαίνεται ως δικαιούχος "άγνωστος". Ο ενάγων της κύριας αγωγής και καθού η κύρια παρέμβαση Ε. Μ. ισχυρίζεται ότι συγκύριος επί των αδιαιρέτου αυτών ποσοστών, τα οποία ο ίδιος προσδιορίζει σε 10% για κάθε ακίνητο, είναι ο ίδιος εκ κληρονομίας, αφ'ενός των γονέων του Δ. Μ. και Ά. συζ. Δ. Μ. το γένος Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ'αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την υπ'αριθμ. ... πράξη της συμβ/φου Αθηνών Μάρθας Κωνσταντοπούλου και αφ'ετέρου της γιαγιάς του Ε. χήρας Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ'αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Ν. Βουλά, που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου. Το κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αποκρούοντας την επικαλούμενη από τον ενάγοντα συγκυριότητα επί των ιδανικών μεριδίων των επιδίκων ακινήτων, ισχυρίζεται ότι την κυριότητα αυτών απέκτησε το ίδιο, δυνάμει των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1930 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου, καθόσον αυτά αποτελούσαν ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους, που καταλήφθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά τον περί ανεξαρτησίας αγώνα και δεν δεσπόζονταν πριν και μετά τον αγώνα αυτό, ως επίσης και κατά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, από οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, οι διατάξεις των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες αποτελούντο στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών", ενόψει του ότι δεν εξουσιάζονταν από το Σουλτάνο πριν από την επανάσταση, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες και έτσι δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, αλλ'εξακολούθησαν να εξουσιάζονται από τους μέχρι τότε κυρίους αυτών (χριστιανούς ιδιώτες) και δη κατά πλήρη κυριότητα. Στοιχεία αποδεικτικά της κυριότητος του Οθωμανικού κράτους επί των επιδίκων ακινήτων και κατ'επέκταση και δική του το εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) δεν προσκόμισε, επειδή δε, το ίδιο φέρει το βάρος του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς να εξαντλεί τη δικονομική του υποχρέωση απλά και μόνο με την επίκληση των διατάξεων των άνω Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι το αντιποιηθέν το αντικείμενο της δίκης κυρίως παρεμβάν-αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, δεν απέκτησε τη συγκυριότητα των επίδικων ακινήτων, σύμφωνα με τα επικαλούμενα Πρωτόκολλά και Συνθήκη, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού αυτά (επίδικα) βρίσκονται στο νησί των Κυκλάδων Σύρο, όπου τα ακίνητα ήταν γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και δεν εξουσιάζονταν από τον Σουλτάνο, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες που τα εγκατέλειψαν, ώστε να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε δε το βαρυνόμενο με το οικείο βάρος αναιρεσείον απέδειξε το αντίθετο. Κατόπιν τούτου το Εφετείο απέρριψε τον οικείο πρώτο λόγο της εφέσεως, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και αναφερόμενες στη νομική σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω Πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως, των οποίων οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν συνέτρεχαν. Ενόψει τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 άρ. 8 εδ.β ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένο λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος. Ως "πράγματα"νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε ως αόριστο τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τον περιεχόμενο στο λόγο αυτό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο τα επίδικα είχαν περιέλθει σ'αυτό ως αδέσποτα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο Πρωτόκολλα, εξαιτίας του ότι αυτά είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς κυρίους τους πριν από την υπογραφή των εν λόγω Πρωτοκόλλων. Ο λόγος αυτός είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του δεν αφορούν στο ότι δεν εξετάστηκε ο επίμαχος λόγος εφέσεως, αλλά στο ότι εξετάσθηκε και απορρίφθηκε, κριθέντος εσφαλμένα (κατά το αναιρεσείον) του περιεχομένου του ως αορίστου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το Οθωμανικό δίκαιο της 7ης Ραμαζάν τις νεκρές γαίες τις αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε όπως π.χ. τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ. Αδέσποτα μπορούσαν να καταστούν μόνο οι γαίες αυτές που βρίσκονταν μακριά από πόλεις και χωριά ("όσο και η φωνή μεγαλόσωμου ανθρώπου"). Αντίθετα οι υπόλοιπες κατηγορίες γαιών δεν ήταν δυνατόν να καταστούν αδέσποτες. Επομένως εφόσον στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), αυτές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν εξ αρχής αδέσποτες. Μετά την απελευθέρωση ένα ακίνητο στα νησιά των Κυκλάδων μπορούσε να καταστεί αδέσποτο μόνο αν είχε εγκαταλειφθεί από τον Οθωμανό κύριο, λόγω της οριστικής αποχώρησής του από την Ελλάδα, οπότε και το Δημόσιο θα απαιτούσε την κυριότητα, είτε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων"του Ν. 21-6/10.7.1837, το οποίο όριζε ότι όλα τα μη δεσποζόμενα παρ'ιδιωτών ή Κοινοτήτων κτήματα ανήκουν στο Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος μετά την απελευθέρωση και μέχρι της ισχύος του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (Ν. 1, 23 Πανδ (47, 1) Εισηγ. 47 (2-1), για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα και χωρίς την πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο, η δε βούληση του κυρίου θα έπρεπε να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν την καθιστούν αμφίβολη, χωρίς να απαιτείται η τήρηση τύπου, όπως απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ, όπου τα αδέσποτα ρυθμίζονται από το άρθρο 972 ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του αν 1539/1938 η σχετική δήλωση του κυρίου περί παραιτήσεως πρέπει να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου και να υποβληθεί σε μεταγραφή, γιατί η εγκατάλειψη (DEREDITIO AK 1076) αποτελεί δικαιοπραξία, που τείνει σε κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου (ΑΚ 1192 αρ. 1, 1198). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο δεύτερο λόγο της εφέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά παράβαση του νόμου απέρριψε ως αόριστο τον αναφερόμενο παραπάνω (στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου) και περιεχόμενο στο δεύτερο λόγο της εφέσεως περί αδεσπότων ισχυρισμό, καθόσον αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ώστε τα επίδικα, ως αδέσποτα, να έχουν περιέλθει στο αναιρεσείον κατά την υπογραφή των παραπάνω Πρωτοκόλλων και δη απαίτησε την επίκληση των προϋποθέσεων του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του άρθρου 34 παρ. 8 και α.ν. 1539/1938 καθώς και του Αστικού Κώδικα. Ο λόγος αυτός, που κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του, αφορούσε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία, ιδρυομένου εντεύθεν του αναιρετικού λόγου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα επίδικα ως ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε νησί των Κυκλάδων και που δεν γίνεται επίκληση εγκαταλείψεώς τους από τυχόν Οθωμανούς ιδιώτες ώστε να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 21.6/10.7.1837, αδέσποτα κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη θα μπορούσαν να καταστούν κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού και του εν συνεχεία ισχύσαντος δικαίου η επίκληση των προϋποθέσεων του οποίου ήταν απαραίτητη για το ορισμένο του επίμαχου ισχυρισμού. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6.11.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 69/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Και

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 623 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους.

Next: ΑΠ 762 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης από 19 – Απορρίπτει – Ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν δόθηκαν επίτηδες - Αν ορισθεί ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί με το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη – Λόγος από 11 περ. α΄ και γ΄ - Απορρίπτει – Λόγος από αριθ. 12 και 8 περ. β΄ Απορρίπτει.
$
0
0
Απόφαση 623 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους...


Αριθμός 623/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Δ. του Δ. και 2) Ε. Δ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/10/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Άστρους. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 81/2001 μη οριστική, 12/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 253/2005 μη οριστική και 58/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/6/2011 αίτηση και τους από 27/1/2013 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του προσθέτου λόγου της.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1024 και 1022 ΑΚ προκύπτει, ότι με αυτές δεν ρυθμίζεται ζήτημα κυριότητας επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων, όπως είναι και ο μεσότοιχος, αλλά η κυριότητα επ'αυτών ρυθμίζεται από τις γενικές περί κτήσεως της κυριότητας διατάξεις. Επομένως, η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους κατά τη γενική αρχή superficies cedit solo, έτσι ώστε, αν μεν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτη ανήκει σ'αυτόν, εάν όμως έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών των συνεχόμενων ακινήτων, η γεωμετρική γραμμή του ορίου μεταξύ των συνεχόμενων ακινήτων κρίνει και για την κυριότητα επί του αντιστοιχούντος σ'αυτήν διαχωρίσματος και συνεπώς καθένας από τους ιδιοκτήτες των συνεχόμενων ακινήτων είναι αποκλειστικώς κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των μεσοτοίχων, επί των οποίων, εάν αποδεικνύεται ότι έγιναν αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους του ενός από τα συνεχόμενα ακίνητα, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτών ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του ΠΔ/τος της 14/27.7.1999 "Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας"ή οι συναφείς προϊσχύσασες διατάξεις, όπως του άρθρου 8 του ΝΔ της 9/12.4.1836 "Περί εκτελέσεως του σχεδίου Πόλεως Αθηνών", η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και επί των υπόλοιπων πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών του κράτους με το ΒΔ της 5/25.6.1842 και το Ν.ΣΚΒ/1867, του άρθρου 11 παρ.6 του ΠΔ της 3/25.4.1929 "Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους"κ.λπ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί "μεσοτοιχίας"κατά την έννοια των άνω διατάξεων, ήτοι για "εξωτερικό τοίχο κτιρίου ή τοίχο περιφράγματος, που βρίσκεται κατά μήκος και πάνω στο κοινό όριο όμορων οικοπέδων και καταλαμβάνει χώρο και από τα δύο οικόπεδα", αλλά - ενόψει και του άρθρου 55 του ΕισΝΑΚ - οι γενικές περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1350/2005 ΕλλΔνη 48.1089, 1090). Εξάλλου, για την ίδρυση του από το άρθρο 560 αριθ.1α ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Η (ήδη αναιρεσίβλητη) εκκαλούσα - ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Παραλίου Άστρους του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας, το οποίο απέκτησε από κληρονομιά του πατέρα της, Κ. Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1977 καταλείποντας την από 27-3-1975 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το υπ'αριθμ. 51/78 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου και την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε αυτή νόμιμα με την υπ'αριθμ. .../1999 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Άστρους Μεταξίας Ματσακά, η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Άστρους στον τόμο ... και αριθμ. 36. Αρχικός κοινός δικαιοπάροχος της εκκαλούσας ήταν ο παππούς της, Α. Δ., ο οποίος απέκτησε το ως άνω ακίνητο από την Κ. Μ. δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1894 πωλητήριου συμβολαίου του Ειρηνοδίκη Άστρους Χαρ. Ζαγούρα, νομίμως μεταγραφέντος. Μετά το θάνατο του ως άνω κοινού δικαιοπαρόχου υπεισήλθαν στην κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος και πατέρας της εκκαλούσας και ο αδελφός του Β. Δ.. Το ως άνω ακίνητο το οποίο είναι εμβαδού περίπου 219 τ.μ, συνορεύει νοτιοανατολικά με την οδό ..., νοτιοδυτικά με κοινοτικό δρόμο, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και βορειοδυτικά με κοινοτικό δρομάκι, βρίσκεται δε στο υπ'αριθμ. 53 οικοδομικό τετράγωνο του τομέα Β και Γ και εντός αυτού είναι κτισμένη μια παλιά διώροφη με υπόγειο οικία, μια δεύτερη διώροφη οικία και μια ισόγεια αποθήκη. Η επίδικη εδαφική λωρίδα βρίσκεται μεταξύ των δυο όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, έχει εμβαδά 3,02 τμ (μήκος 10,05 μ και πλάτος 0,30 μ), καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του τοίχου που είναι κτισμένος στο σύνορο των ιδιοκτησιών των διαδίκων (συνολικό πλάτος τοίχου 0,60μ), εμφαίνεται στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Δ. με τα γράμματα Ι-Κ-α-β και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία εναγομένων, βορειοδυτικά με τμήμα ιδιοκτησίας συγκυριότητας της ενάγουσας το οποίο χρησιμοποιούν αποκλειστικά οι κληρονόμοι Β. Δ., νοτιοανατολικά με την οδό ... και νοτιοδυτικά με την υπόλοιπη ιδιοκτησία συγκυριότητας της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το πρώτον την κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου, το χρονικό διάστημα από 24-2-1999 μέχρι 4-4-1999, όταν στα πλαίσια ανακαίνισης της οικίας τους, στην οποία προσέθεσαν και δεύτερο όροφο, κατέστρεψαν τους υπάρχοντες διακοσμητικούς καθρέπτες που ήταν τοποθετημένοι καθ'όλο το ύψος της οικίας της ενάγουσας τους οποίους στη συνέχεια σοβάτισαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο σοβάς να φαίνεται ενιαίος με το σοβά της δικής τους οικίας και επιπλέον το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μάιου του έτους 1999 έρριψαν οπλισμένο σκυρόδεμα στο ήμισυ του πλάτους και καθ'όλο το μήκος του βορειοανατολικού τοίχου της οικίας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι επί του ακινήτου των εναγομένων υπήρχε από το έτος 1848 λιθόκτιστο με κεραμοσκεπή μαγαζί. Ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας ανήγειρε το έτος 1901 περίπου διώροφη οικία με υπόγειο (με πρόσοψη στην οδό ...) η οποία και συνορεύει με το ως άνω μαγαζί που υπήρχε στο ακίνητο των εναγομένων. Το έτος 1925 ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων ανήγειρε τον πρώτο υπέρ το ισόγειο κατάστημα όροφο σε επαφή με την παραπάνω ιδιοκτησία της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν, αρνούμενοι την αγωγή, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν αποτελεί ιδιοκτησία της ενάγουσας αλλά ότι πρόκειται περί μεσοτοίχου και ότι οι ίδιοι τυγχάνουν συγκύριοι αυτής (εδαφικής λωρίδας) η οποία καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του ως άνω τοίχου. Σημειώνεται, ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων, περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως του πατώματος και της οροφής του α'ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως( διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 269 ΚΠολΔ η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε με τις προτάσεις (ΑΠ 1253/2004 ΕλλΔ 46/119). Με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διετάχθη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας ο επίδικος τοίχος τυγχάνει μεσότοιχος τον οποίο ο Α. Δ. είχε χτίσει επάνω σε προϋφιστάμενο τοίχο του καταστήματος Δ. (επεκτείνοντας δηλαδή αυτόν καθ'ύψος από την οροφή του καταστήματος Δ. και άνω). Στηριζόμενη στις παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή δεχόμενη ότι το επίδικο τμήμα του τοίχου (επίδικη εδαφική λωρίδα) ανήκει στην κυριότητα των εναγομένων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προαναφερθείσα μη οριστική του απόφαση έκρινε ότι οι παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης έρχονται σε αντίφαση με τα ευρήματα που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα αυτοψία στον επίδικο χώρο και διέταξε την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας: "... εάν θεωρηθεί ως όριο το πεζοδρόμιο, λόγω της διαφορετικής κατασκευής αυτού, τότε φαίνεται ότι το όριο μεταξύ των κτιρίων ενάγουσας και εναγομένων είναι η μεσοτοιχία του υφιστάμενου λίθινου τοίχου και άρα ο τοίχος αυτός είναι μεσότοιχος, γεγονός που συνάδει και με τον τρόπο κατασκευής στο χρονικό διάστημα που αυτός κατασκευάσθηκε ... εάν όμως ληφθεί υπ'όψη η κατασκευαστική λεπτομέρεια του τοίχου (αρμός) στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, τότε, ενώ το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901) ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ο καθένας να έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο, γεγονός όμως που δεν συνάδει με τον τρόπο κατασκευής της εποχής που κατασκευάσθηκαν ...". Κατά την κρίση του δικάζοντος Δικαστηρίου, το γεγονός ότι έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των διαδίκων υφίσταται παλαιό πεζοδρόμιο το οποίο είναι κατασκευασμένο από λιθόπλακες, έχει κατασκευασθεί κατά διαφορετικές περιόδους και έχει διαφορετικό πλάτος μπροστά από κάθε ιδιοκτησία και το οποίο μπροστά στην ιδιοκτησία Δ. είναι 6,90 μέτρα, ενώ η καθαρή εσωτερική διάσταση της οικοδομής είναι 6,30, ήτοι εκτείνεται βόρεια και νότια κατά 0,30 εκατοστά και καταλαμβάνει το 1/2 του πάχους της κάθε μίας τοιχοποιίας, το όριο δε μεταξύ των δυο πεζοδρομίων είναι στην ίδια κατακόρυφο με την γρηπίδα του κτιρίου των εναγομένων, δεν συνιστά ασφαλές κριτήριο που να άγει στο συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος, τόσο διότι δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του έτους κατασκευής του πεζοδρομίου έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των αντιδίκων (βλ σχετικά την περί αυτού παραδοχή στην σελίδα 5 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Δ.), όσο και διότι όπως προκύπτει από τις χρονικά προγενέστερες φωτογραφίες που νομίμως προσκομίζει μετ'επικλήσεως η ενάγουσα - εκκαλούσα και στις οποίες αποτυπώνεται η πρόσοψη των δυο κτιρίων των αντιδίκων, το προαναφερθέν πεζοδρόμιο έλαβε διάφορες μορφές κατά την πάροδο των ετών και συνεπώς δεν προκύπτει ότι η σημερινή του μορφή ταυτίζεται με αυτή που είχε κατά το χρόνο ανέγερσης των όμορων κτιρίων, ώστε εκ μόνης της κατασκευής και των διαστάσεων αυτού (πεζοδρομίου) να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος αποτελεί μεσοτοιχία. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ότι το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο οποίο και στηρίχθηκε η εκκαλουμένη (ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος) ερείδεται αποκλειστικά στην κατασκευή και τις διαστάσεις του ως άνω πεζοδρομίου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι υφίσταται αρμός στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, ο οποίος είναι συνεχιζόμενος από κάτω προς τα πάνω στην ίδια ευθεία στο εξωτερικό του τοίχου (ανατολικά της υδρορροής των εναγομένων) ο οποίος (αρμός) ξεκινά από το υπόγειο της ενάγουσας και συνεχίζεται στο ισόγειο του κτιρίου, ενώ στο κάτω μέρος του επίδικου τοίχου και δυτικά της υδρορροής των εναγομένων υπάρχει αρμός αλλά μόνο τοπικά και δεν συνεχίζεται προς τα επάνω, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ότι ο καθένας των αντιδίκων έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ως άνω διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο τοίχος στο κοινό όριο των δυο κτιρίων ξεκινά από το υπόγειο με τοίχο λιθοδομή 0,60 μ, συνεχίζει στο ισόγειο και στον α'όροφο με τον ίδιο τοίχο και καταλήγει στην άκρη της κορνίζας του α'ορόφου. Το κτίριο των εναγομένων, στο όριο με τον επίδικο λίθινο τοίχο, ξεκινά από το υπόγειο με τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα ποικίλου πάχους, στο ισόγειο και στον α'όροφο δεν υφίσταται καθόλου τοίχος και ως πλαϊνός τοίχος είναι ο προηγούμενος λίθινος τοίχος, έμπροσθεν δε αυτού υπάρχουν υποστυλώματα από οπλισμένο σκυρόδεμα επί των οποίων στηρίζεται το κτίριο των εναγομένων. Στο β'όροφο υπάρχει τοίχος των εναγομένων ο οποίος πατάει κατά 0,30 μ στον αρχικά αναφερόμενο λίθινο τοίχο. Προκύπτει συνεπώς από τα προεκτεθέντα ότι παρά το γεγονός ότι το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901), έκαστο των κτιρίων είχε το δικό του τοίχο (δηλαδή ο επίδικος τοίχος δεν είναι μεσότοιχος, αντίθετα με τις κατασκευαστικές συνήθειες της εποχής), ο δε τοίχος του κτιρίου των εναγομένων (στο ισόγειο αυτού) κατεδαφίστηκε μεταγενέστερα, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο ωφέλιμο χώρο το εσωτερικό του κτιρίου, και στηρίχθηκε το πάτωμα και η οροφή του πρώτου ορόφου του κτιρίου αυτών (εναγομένων) στον λίθινο τοίχο πλάτους 0,60 μ ο οποίος είναι κτισμένος εξ ολοκλήρου εντός της συνιδιοκτησίας της ενάγουσας. Στα ως άνω συνηγορούν τόσο η κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και το γεγονός ότι σε κανένα από τους προσκομισθέντες τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων δεν γίνεται λόγος για ύπαρξη μεσοτοιχίας".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα είναι συγκύρια του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και ότι - αφού κατά τα άνω οι ήδη αναιρεσείοντες εναγόμενοι το κατέλαβαν και έκτοτε αρνούνται να το αποδώσουν κατά το προεκτεθέν ποσοστό - 1/2 - εξ αδιαιρέτου - η αγωγή είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα συγκύρια του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκρινε, δηλαδή το πιο πάνω Δικαστήριο, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα έγινε συγκύρια του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1977 πατέρα της, δυνάμει της από 27.3.1975 ιδιόγραφης διαθήκης του, την κληρονομία του οποίου αποδέχτηκε σύμφωνα με την προμνημονευθείσα .../1999 συμβολαιογραφική πράξη, η οποία έχει νόμιμα μεταγραφεί, και ακολούθως - το πιο πάνω Δικαστήριο - έκανε δεκτή την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έκανε, εν τέλει, δεκτή την περί διεκδικήσεως του επίδικου ακινήτου κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί μεσοτοίχων που προαναφέρθηκαν, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού υπό τα ως άνω δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχθεί "ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως πατώματος και της οροφής του α'ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως ..."παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου περί δουλειών, αφού δεν τις εφάρμοσε, ενώ όφειλε να τις εφαρμόσει, δεδομένου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και είχαν προταθεί παραδεκτώς. Ο εξεταζόμενος αυτός αναιρετικός λόγος, που, παρά την αναφορά του στον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, στηρίζεται, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πιο πάνω πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του προεκτιθέμενου ισχυρισμού των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων δεν εμπίπτει στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 262 παρ.1, 269 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και το παραδεκτό, σε σχέση με το χρόνο προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης, να προταθούν από τον ενιστάμενο τα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά αποτελούν κατάχρηση, συνάμα δε να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αντικρουόμενης αξίωσης, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 472/1983).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης από το Δικαστήριο της ουσίας της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αναιρετήριο ή στο δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ότι προβλήθηκαν και με ποιο τρόπο από τους αναιρεσείοντες ως εφεσιβλήτους στο δικαστήριο της ουσίας, τα πραγματικά περιστατικά τα θεμελιούντα τη σχετική από τη διάταξη αυτή ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής αξίωσης της αναιρεσίβλητης και συνάμα αίτημα απόρριψής της, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Κατά συνέπεια, ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσής του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες οι οποίοι χάνουν τη δίκη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.6.2011 αίτηση των: 1) Α. Δ. του Δ. κ.α. και του πρόσθετου λόγου της για αναίρεση της 58/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>