Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΑΠ 762 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης από 19 – Απορρίπτει – Ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν δόθηκαν επίτηδες - Αν ορισθεί ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί με το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη – Λόγος από 11 περ. α΄ και γ΄ - Απορρίπτει – Λόγος από αριθ. 12 και 8 περ. β΄ Απορρίπτει.

Next: ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος
$
0
0
Απόφαση 762 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Κυριότητα.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης από 19 – Απορρίπτει – Ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν δόθηκαν επίτηδες - Αν ορισθεί ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί με το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη – Λόγος από 11 περ. α΄ και γ΄ - Απορρίπτει – Λόγος από αριθ. 12 και 8 περ. β΄ Απορρίπτει...

Αριθμός 762/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Χ. Π. συζ. Α., το γένος Δ. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ......

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/9/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7739/1998 μη οριστική, 3757/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2378/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/12/2007 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/5/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογήσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ'άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με το με αριθμό .../16-1-1959 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αποστόλου Θ. Ζέρβα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμο ... και αριθμό 390), αγόρασε από τους Β. Κ. Λ., Γ. Κ. Φ. και Σ. Γ. Μ. ένα αγροτεμάχιο, επιφάνειας 471.50 τεκτονικών πήχεων, που βρίσκεται στην ειδικότερη θέση "..."ή "..."ή "...", της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας Νέων Λιοσίων - Αττικής, τέως Δήμου Αθηναίων και εκτός του σχεδίου της εν λόγω κοινότητας. Αυτό φαίνεται στο από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν., με αριθμό 1, του 2ου Οικοδομικού Τετραγώνου, συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά μήκους 12.00 μέτρα με το με αριθμό 3 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο 24,25 μέτρα με ιδιωτική οδό, Νοτιοδυτικά σε πρόσωπο 12,50 μέτρα με ιδιωτική οδό και Βορειοδυτικά σε πλευρά 20,70 μέτρα με το με αριθμό 2 αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος. Μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως το ακίνητο αυτό (επίδικο) βρίσκεται στην ειδικότερη θέση "Ραδιοφωνία"της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Ιλίου Αττικής, στο με αριθμό 907 Οικοδομικό τετράγωνο και στη συμβολή των οδών ..., αρ. 104 και ..., αρ. 20. Αυτό φαίνεται στο από Νοέμβριο του 1994 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικής μηχανικού Α. Τ., με τα κεφαλαία γράμματα "Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α", έχει επιφάνεια 277.75 τ.μ. και συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά Β-Γ, μήκους 13.00 μέτρα, με ιδιοκτησία εναγομένου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο "Α-Β", μήκους 17,50 μέτρα, με τον οδό ..., Νοτιοδυτικά, εν μέρει, σε πρόσωπο "Ε-Α", μήκους 17.50 μέτρα, με την πιο πάνω οδό και εν μέρει σε πρόσωπο "Δ-Ε", μήκους 09.00 μέτρα, με την οδό ..., πλάτους 18.00 μέτρα και Βορειοδυτικά σε πλευρά "Δ-Γ", μήκους 20.50 μέτρα, με ιδιοκτησία Σ. συζ. Χ. Κ., το γένος Κ., δηλαδή την αδελφή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και σύζυγο του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου. Επίσης, με το με αριθμό .../21-3-1966 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά Κων/νου Π. Κόντου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νέων Λιοσίων (τόμο ... και αριθμό 130), ο αναιρεσίβλητος-εναγόμενος αγόρασε από τον Γ. Ν. Δ. το όμορο αγροτεμάχιο, επιφάνειας 224 τ.μ. Αυτό φαίνεται στο πιο πάνω από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν. με αριθμό 3 του Β'Οικοδομικού Τετραγώνου και συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά 22,50 μέτρα, με το με αριθμό 4 αγροτεμάχιο, του ιδίου τετραγώνου, ιδιοκτησίας αγνώστου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο 10.00 μέτρα με ιδιωτική οδό, που αποτελεί επέκταση της οδού ..., Νοτιοδυτικά σε πλευρά 22,50 μέτρα, εν μέρει με το με αριθμό 1 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας-ενάγουσας και εν μέρει με το με αριθμό 2 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας της συζύγου του Σ. συζ. Χ. Κ. και Βορειοδυτικά σε πλευρά 10.00 μέτρα, με ιδιοκτησία Δ. Γ. και ήδη Π.. Εξάλλου, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι κατά τα μέσα Ιουνίου 1966 επισκέφθηκε τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο στην οικία του ο Δ. Τ., που ήταν θείος της αναιρεσείουσας και της συζύγου του αναιρεσιβλήτου και του πρότεινε να αγοράσει το ακίνητο της αναιρεσείουσας (επίδικο), αντί του ποσού των 35.000 δραχμών. Αν και το τίμημα ήταν κάπως υψηλό ο αναιρεσίβλητος δέχθηκε να το αγοράσει και κατέβαλε το συμφωνημένο τίμημα. Για την πώληση αυτή δεν καταρτίσθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά το από 20-6-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό. Αυτό καταρτίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων και με την παρουσία των μαρτύρων Δ. Τ. και Ι. Κ., οι οποίοι και το υπέγραψαν. Για την ύπαρξη του συμφωνητικού αυτού καταθέτουν ένορκα οι μάρτυρες του αναιρεσιβλήτου. Με την πάροδο τριών μηνών περίπου από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) και μάλιστα κατά το μήνα Σεπτέμβριο του 1966 ο εναγόμενος προέβη στην καθαρισμό του επιδίκου ακινήτου από χόρτα, πέτρες και έκοψε μια άγρια αχλαδιά, αλλά και στην ισοπέδωση αυτού, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως βοηθητικό χώρο της ξυλουργικής βιοτεχνίας, που διατηρούσε στο όμορο ακίνητο. Η βιοτεχνία αυτή (ξυλουργείο) λειτουργούσε από 10-1-1966, στην οδό ..., αρ. 130 και ήδη μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως με αριθμό 106. Έτσι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ότι το ξυλουργείο του αναιρεσιβλήτου λειτουργούσε από το έτος 1980 και μεταγενέστερα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Άλλωστε και στην με αριθμό πρωτ. .../14.9382/6-6-94 άδεια λειτουργίας ξυλουργείου (ανανέωση) της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής (Δ/νση Βιομηχανίας), που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, αναφέρεται ότι ήδη είχε εκδοθεί η με αριθμό 6628/8-7-1970 απόφαση της πιο πάνω υπηρεσίας για τη λειτουργία του ξυλουργείου του αναιρεσιβλήτου. Επίσης ο τελευταίος κατά το μήνα Δεκέμβριο του 1969 κατασκεύασε μέσα στο επίδικο ακίνητο μία ξύλινη αποθήκη-γκαράζ στη συνέχεια της όμορης ιδιοκτησίας του επιφάνειας 30 τ.μ. περίπου, στην οποία τοποθετούσε το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του και την ευπαθή ξυλεία, που χρησιμοποιούσε στο ξυλουργείο του, ενώ την υπόλοιπη ξυλεία στον ακάλυπτο χώρο του επιδίκου. Την ξύλινη αποθήκη ο εναγόμενος αντικατέστησε τον Ιούνιο του 1971, με σιδερένια κατασκευή, η οποία αποτελούνταν από χαλύβδινο σκελετό που ήταν επενδεδυμένος με ανοξείδωτες λαμαρίνες με σιδερένια πόρτα. Για την αυθαίρετη αυτή κατασκευή επιβλήθηκε στον εναγόμενο από την αρμόδια Δ/νση Πολεοδομίας πρόστιμο 23.908 δρχ. Όμως αυτό ανακλήθηκε με την με αριθμό πρωτ. 6239/1569/10-5-2000 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών, τομέα Δυτικής Αττικής (Δ/νση Πολεοδομίας), διότι έγινε δεκτό, μετά την από 25-2-1997 έκθεση αυτοψίας, ότι η αυθαίρετη μεταλλική κατασκευή είχε γίνει πριν από την 31-1-1983. Η κατασκευή αυτή απεικονίζεται και στο από Μάιο του 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Τ.. Για την κατάρτιση του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος η αναιρεσείουσα υπέβαλε σε βάρος του πολιτικού μηχανικού και του αναιρεσιβλήτου μήνυση, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας με χρήση, της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή και της απάτης στο δικαστήριο, πλην όμως αυτοί απηλλάγησαν με την με αριθμό 36.221/6-5-2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, χωρίς να προκύπτει αν η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Κατά το μήνα Οκτώβριο του 1974 ο αναιρεσίβλητος επιχείρησε να περιφράξει το επίδικο ακίνητο, με την κατασκευή μανδροτοίχου με τσιμεντόλιθους, πλην όμως καταμηνύθηκε από το Α/Τ Νέων Λιοσίων για αυθαίρετη κατασκευή και δεν προέβη στην περίφραξη. Επίσης αυτός τον Μάιο του 1976 κατασκεύασε μέσα στο επίδικο ακίνητο και στην βορειοανατολική πλευρά αυτού, έναν απορροφητικό βόθρο, τον οποίο συνέδεσε με την οικία της συζύγου του, διότι ο στεγανός βόθρος που υπήρχε στη δική του ιδιοκτησία δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της οικογένειάς του, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1978 κατασκεύασε στη βορινή πλευρά του επίδικου ακινήτου καμινάδα, για την εξυπηρέτηση του ισογείου καταστήματος της συζύγου του. Τον απορροφητικό βόθρο στο επίδικο έπαυσε να χρησιμοποιεί κατά το έτος 1983, οπότε η οικία της οικογένειάς του συνδέθηκε με το δίκτυο αποχέτευσης του Δήμου. Αυτός συνέχιζε να χρησιμοποιεί το επίδικο ακίνητο για την αποθήκευση ξυλείας (ακάλυπτο χώρο), αλλά και την σιδερένια κατασκευή για να βάζει το Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο και την ευπαθή ξυλεία. Κατά το μήνα Οκτώβριο του 1994 αποφάσισε να επεκτείνει την βιοτεχνία του και μέσα στο επίδικο ακίνητο. Για το λόγο αυτό ζήτησε από την πολιτικό μηχανικό Α. Τ., στην οποία παρέδωσε το συμβόλαιο της αναιρεσείουσας (με αριθμό .../1959), το από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν. και το από 20-6-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, για να φροντίσει για την έκδοση οικοδομικής αδείας. Όμως η τελευταία του δήλωσε ότι για την έκδοση της άδειας απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και δεν αρκεί το ιδιωτικό συμφωνητικό. Μετά από αυτά ο αναιρεσίβλητος προσκόμισε τα πιο πάνω έγγραφα στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Αλεξάνδρα Μοναστηριώτου και κάλεσε την αναιρεσείουσα να μεταβεί στην εν λόγω Συμβολαιογράφο, για να υπογράψει τις δηλώσεις μεταβίβασης και στη συνέχεια το συμβόλαιο. Όμως η αναιρεσείουσα, αν και πήγε στο γραφείο της Συμβολαιογράφου δεν υπέγραψε τις δηλώσεις μεταβίβασης, ούτε και έγινε συμβόλαιο μεταβίβασης. Τότε χάθηκε από το γραφείο της Συμβολαιογράφου και το ιδιωτικό συμφωνητικό. Παρά την άρνηση της αναιρεσείουσας για την κατάρτιση του συμβολαίου ο αναιρεσίβλητος εξακολουθούσε να ασκεί στο επίδικο ακίνητο τις πιο πάνω πράξεις νομής μέχρι την άσκηση της αγωγής (8-1-1997). Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την προαναφερόμενη άσκηση της αγωγής και κυρίως ότι είχε παραχωρήσει τη χρήση του επιδίκου ακίνητου στον αναιρεσίβλητο, κατά το έτος 1993. Βέβαια η αναιρεσείουσα με την από 23-1-1997 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησε στον αναιρεσίβλητο στις 27-1-1997, ισχυριζόταν ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι μέσα σε πέντε ημέρες έπρεπε να αφαιρέσει την σιδερένια κατασκευή. Στην εξώδικη αυτή διαμαρτυρία απάντησε ο αναιρεσίβλητος με το από 3-2-1997 εξώδικο, που κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα, ισχυρίζονταν ότι είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου με άτυπη μεταβίβαση. Μετά από αυτά η αναιρεσείουσα, με την από 13-5-1997 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητούσε να αναγνωρισθεί προσωρινά νομέας του επιδίκου ακίνητου και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να απομακρύνει την σιδερένια κατασκευή, με την απειλή ποινών. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, ως αβάσιμη στην ουσία, με την με αριθμό 89/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου, διότι έγινε δεκτό ότι η κατασκευή ήταν πρόσφατη και ότι η αναιρεσειουσα και τότε αιτούσα δεν ήταν νομέας του επιδίκου ακινήτου. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την με αριθμό 9364/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά καταθέτουν ρητά οι μάρτυρες του αναιρεσιβλήτου και οι καταθέσεις τους ενισχύονται από τα προαναφερόμενα έγγραφα, τις προσκομιζόμενες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις, αλλά και τις από Νοέμβριο του 2001, 31-10-2001 και Οκτώβριο του 1997 εκθέσεις φωτοερμηνείας των αγρονόμων-τοπογράφων-μηχανικών Κ. Β., Α. Α. και Π. Α., αντίστοιχα. Οι καταθέσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν από τις καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσείουσας, τις προσκομιζόμενες από αυτήν ένορκες βεβαιώσεις και τις από Φεβρουάριο του 1998 και 25-1-1998 εκθέσεις φωτοερμηνείας των αγρονόμων - τοπογράφων - μηχανικών Π. Κ. και Ν. Ζ., οι οποίες δεν παρέχουν επαρκή πίστη για το σχηματισμό διαφορετικής κρίσης. Από τα περιστατικά αυτά αποδεικνύεται, ότι ο αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την κοινοποίηση του εξωδίκου αρχικά (27-1-1997) και την άσκηση της αγωγής στη συνέχεια (8-1-1998), διάνοια κυρίου, με αποτέλεσμα να γίνει κύριος αυτού, με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως η ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου έπρεπε να γίνει δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία και να απορριφθεί η αγωγή, ως αβάσιμη στην ουσία, ως προς την κύρια βάση της (παράγωγο τρόπο) και την επικουρική (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού η αναιρεσείουσα από 20-6-1966 μέχρι την άσκηση της αγωγής (8-1-1998), δεν άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο ακίνητο".
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την κοινοποίηση αρχικά του εξωδίκου στις 27-1-1997 και την άσκηση στη συνέχεια της ένδικης αγωγής στις 8-1-1998, με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να γίνει κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και κατόπιν τούτου, αφού δέχτηκε την ένσταση του αναιρεσιβλήτου περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει αντίθετα, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Με αυτά, που δέχθηκε, και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και ότι δεν αποδείχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής από την άτυπη μεταβίβαση στις 20-6-1966 μέχρι την προαναφερόμενη άσκηση της αγωγής στις 8-1-1998 και ότι αυτή είχε παραχωρήσει απλώς τη χρήση του επιδίκου στον αναιρεσίβλητο κατά το έτος 1993. Επομένως, ο πέμπτος, καθ'όλα τα μέρη του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις, ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, περιέχοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι αβάσιμος.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2, 270 παρ.1 και 2, 341 παρ. 1, 2 και 3, και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά το ν. 2207/1994 και πριν το ν. 2915/2001, προκύπτει ότι επί υποθέσεως δικαζόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, αν ο Πρόεδρος με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ορίσει, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, τότε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ληφθείσες για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή, δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, ούτε στον πρώτο βαθμό ούτε στο δεύτερο, ουδέ καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η ένορκη βεβαίωση όμως που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης δεν αποτελεί μεν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί, κατά τα ανωτέρω, προδικαστική απόφαση, αλλά δεν στερείται παντελώς αποδεικτικής αξίας, διότι εκτιμάται, εφόσον συγχωρείται η εμμάρτυρη απόδειξη, ως έγγραφο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν δόθηκε, κατά την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη, οπότε δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α'ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. O λόγος αυτός αναίρεσης από την ως άνω διάταξη του αριθμού 11 περίπτ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, κατ'αρχήν, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περίπτ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει, και δη έλαβε υπόψη την .../23-10-1997 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Κατσά, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, καίτοι ελήφθη χωρίς προηγούμενη κλήτευσή της, ώστε να παραστεί κατά τη λήψη της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο αναιρεσίβλητος με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου είχε επικαλεστεί την προηγούμενη κλήτευση της αναιρεσείουσας για να παραστεί κατά τη λήψη της και νομίμως ελήφθη υπόψη η ένορκη αυτή βεβαίωση, ως έγγραφο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με τους πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, και τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 περ. γ'του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να γίνει κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι κατέστη κυρία του επιδίκου τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία), ήτοι 1) τις με αριθμό .../2-2-1998 και .../2-2-1998 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της Π. Π. και Π. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, 2) το ΦΕΚ 542 Δ/20-10-1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά στο από 7-10-1978 προεδρικό διάταγμα επέκτασης του ρυμοτομικού σχεδίου Νέων Λιοσίων (νυν Ιλίου) και των όρων και περιορισμένων δόμησης των οικοπέδων, 3) το ΦΕΚ 668 Δ/13-8-1986 1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά κύρωση δεκαεπτά πινακίδων εφαρμογής του ιδίου ως άνω ρυμοτομικού σχεδίου, 4) το ΦΕΚ 668 Δ/13-8-1986 1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά στην από 2-6-1993 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στο Οικοδομικό Τετράγωνο 2006 (907), όπου ευρίσκεται το επίδικο, 5) την 17056/23-9-1997 παροχή στοιχείων-βεβαίωση του Δήμου Ιλίου Αττικής, 6) την από 13-11-1998 βεβαίωση της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού με το επισυναπτόμενο απόσπασμα τοπογραφικού διαγράμματος από αεροφωτογραφία έτους λήψεως 1969, που αναθεωρήθηκε με αεροφωτογραφία έτους λήψεως 1979, 7) τα με αριθμό 3704318/19-9-1996, 3704597/1-10-1996, 3702570/4-11-1996 και 3705625/4-12-1996 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ιλίου. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όσον αφορά μεν το με στοιχείο (1) τμήμα του της μη λήψης υπόψη των ως άνω δύο ένορκων βεβαιώσεων (πρώτος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του), διότι επί υποθέσεως δικαζόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, αν ο Πρόεδρος με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ορίσει, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, όπως εν προκειμένω, τότε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ληφθείσες για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή, δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, ως προς δε τα λοιπά τμήματα αυτών, διότι από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 30/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ'αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ'αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τους δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, τρίτο, κατά το δεύτερο μέρος του, και τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων στα αναφερόμενα ως άνω στην προηγούμενη σκέψη δημόσια έγγραφα, που είχαν συνταχθεί από τους αρμόδιους δημόσιους υπαλλήλους και που είχε προσκομίσει προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι ουδεμία ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ή κτίσμα απεικονιζόταν εντός του επιδίκου κατά τα έτη 1969, 1978, 1979, 1986 και 1993 και περί τακτικής και εκτάκτου χρησικτησίας της επί του επιδίκου. Οι εξεταζόμενοι λόγοι είναι αβάσιμοι, διότι τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν ως προς τα ανωτέρω ζητήματα πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, αφού τα ζητήματα αυτά δεν είναι από τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά ως προς τα οποία τα έγγραφα αυτά παρέχουν πλήρη απόδειξη, από δε την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε στα παραπάνω έγγραφα μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που ο νόμος ορίζει, αλλά, ως προς το αποδεικτικό τούτο θέμα, εκτίμησε αυτά ελεύθερα κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, μαζί με τα υπόλοιπα, κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.
Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β'ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β'ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της, ότι δεν καταρτίστηκε το επικαλούμενο από τον αναιρεσίβλητο ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν διενήργησε βάσει αυτού πράξεις νομής στο επίδικο και ότι, συνεπώς, το συμφωνητικό αυτό δεν "χάθηκε"κατά οποιοδήποτε τρόπο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν έχουν αυτοτελή ύπαρξη, αλλά αποτελούν άρνηση της ένστασης του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου περί ιδίας κυριότητας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-12-2007 αίτηση της αναιρεσείουσας Χ. συζ. Α. Π. για αναίρεση της 2378/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος

Next: ΑΠ 284 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Διανομή. Περίληψη: Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.
Previous: ΑΠ 762 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Κυριότητα. Περίληψη: Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης από 19 – Απορρίπτει – Ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν δόθηκαν επίτηδες - Αν ορισθεί ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί με το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη – Λόγος από 11 περ. α΄ και γ΄ - Απορρίπτει – Λόγος από αριθ. 12 και 8 περ. β΄ Απορρίπτει.
$
0
0
Απόφαση 149 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη..
θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.



Αριθμός 149/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Κ., συζ. Κ. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ... με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/4/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 18/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, ορίζει ότι "οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όρια τους, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού", καθώς και ότι "αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο". Γίνεται φανερό ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρ. 28 του ίδιου νόμου) στις 30.7.1999, καθιερώνεται, κατά τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας του άρθρου 8 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας, πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση εναρμονίζεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, πληρέστερα από την συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα (άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος), είναι δε διάταξη δημοσίας τάξεως, ως θεσπισθείσα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ παράλληλα, διευκολύνει και τους έναντι του δημοσίου προβάλλοντες εμπράγματα δικαιώματα ιδιώτες, δεν αντίκειται δε στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 και 20 παρ. 1 αυτού-αρχή της ισότητας και της παροχής εννόμου προστασίας), ούτε στην αρχή της δίκαιης δίκης και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και της προστασίας της περιουσίας των άρθρων 6 και 14 της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Έτσι από 30.7.1999 και εφεξής η τήρηση της εν λόγω διοικητικής προδικασίας, αποτελούσα προϋπόθεση του παραδεκτού της σχετικής αγωγής και εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης απαιτείται όχι μόνον εφόσον το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο, όπως γινόταν δεκτό από το προηγούμενο καθεστώς, αλλά και όταν δεν κατέχεται από το Δημόσιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο εκτός αν συμβαίνει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχ. α'και β'ενώ για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε αυτεπάγγελτα απαράδεκτη την αγωγή λόγω μη τηρήσεως της προδικασίας της αναφερομένης στη νομική σκέψη διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.1539/1939, όπως τούτο, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (31.5.2003), ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 2732/1999. Ο λόγος αυτός, που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ανάγεται σε ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη είναι αόριστος, καθόσον οι αιτιάσεις του περιορίζονται στο ότι το επικαλούμενο απαράδεκτο δεν λήφθηκε υπόψη, αυτεπάγγελτα, ενώ δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο εν λόγω ισχυρισμός και τα περιστατικά που τον στηρίζουν υποβλήθηκαν στο Εφετείο και δή είτε με νόμιμη επαναφορά τους (άρθρο 240 ΚΠολΔικ), είτε το πρώτον στο εφετείο ενόψει του ότι αφορούν σε ισχυρισμό που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα (άρθρ. 269 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας "άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ"προκύπτει ότι η προδικασία αυτή έχει τηρηθεί, πράγμα το οποίο αναφέρεται και στην αγωγή (βλ. την από 8.10.2002 αίτηση προς το Δημόσιο και την υπ'αριθμ. 10893Β/15.10.2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν. Α. Σ.).
Επειδή κατά το άρθρο 1072 ΑΚ, το οποίο αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (7 παρ. 5, ν. 20 παρ. 1, ν. 56 παρ. 1 πανδ. (41.1), ν. 6 παρ. 4 Βασ. 50 παρ. 1, ν. 1 παρ. 1-4, 7 πανδ. (43.12) και 23 Εισ. 2.1) "η κοίτη ποταμού μη πλευσίμου που εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων". Το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1071 ΑΚ ρυθμίζει πως γίνεται η κατανομή νησιού που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι "το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν και στην άκρη της πλευράς κάθε κτήματος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες παραποτάμιων κτημάτων γίνονται κύριοι του εδάφους της κοίτης μη πλευσίμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε οριστικά, είτε από φυσικά αίτια είτε, προ του Ν. 116/1975, ο οποίος με το άρθρο 1 αυτού τροποποίησε σιωπηρώς το 1072 ΑΚ, από τεχνικά έργα του Δημοσίου (Ολ ΑΠ 46/1990). Περαιτέρω από την προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι ο μη πλεύσιμος ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή και το καταλαμβανόμενο από την κοίτη του έδαφος, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα, που ανήκουν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και ότι προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη της κοίτης του ποταμού, κατά την αληθή έννοια του ανωτέρω άρθρου 1072 ΑΚ, νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της κοίτης αυτού, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας, και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, που συχνά δεν έχει διάρκεια.
Συνεπώς αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσης κοίτης του ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1071 παρ. 1 ΑΚ (Ολ ΑΠ 24/2001, ΑΠ 1430/2010, ΑΠ 505/2013, ΑΠ 391/2010, ΑΠ867/2007). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1371/2014, ΑΠ 160/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αγωγή της αναιρεσίβλητης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 555 τμ περίπου, που βρίσκεται στη θέση "Μύλοι"της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αρταίων και συνορεύει περιμετρικά με αγροτική οδό, με ιδιοκτησίες Α. Γ. και Α. Τ. και με αγροτική οδό, Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου επιφάνειας 2.400 τμ που συνόρευε περιμετρικά με ανώνυμη δημοτική οδό, με ιδιοκτησία Ε. Δ. και με δημοτική οδό που αρχίζει από την Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου και καταλήγει στην κοίτη του ποταμού Αράχθου. Το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στη νομή και κατοχή του πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. από το έτος 1950, ο οποίος ασκούσε επ'αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Το μείζον αυτό ακίνητο μαζί με άλλες εκτάσεις αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης ίου μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, οπότε ο ρους του ποταμού άλλαξε από φυσικά αίτια, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η κοίτη του, ενώ τα εδάφη που δημιουργήθηκαν από την εγκαταλειφθείσα πλέον οριστικά κοίτη του ποταμού, περιήλθαν σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, κατά πρωτότυπο τρόπο στους κυρίους των παρόχθιων ακινήτων, κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 ΑΚ. Οι παραποτάμιες αυτές εκτάσεις, στο σημείο όπου βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. M., δικαιοπαρόχου του Α. Κ. και απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας. Ο Α. Κ., μετά την παραχώρηση σ'αυτόν της παραπάνω μείζονος έκτασης των 2.400 τμ, μεταβίβασε άτυπα τμήμα του μείζονος ακινήτου εκτάσεως 468 τμ στον Ν. Τ. και έτερο τμήμα αυτού εκτάσεως 1388 τμ στον Α. Γ., το δε εναπομείναν τμήμα εκτάσεως 555 τμ περίπου, που αποτελεί το επίδικο, το παραχώρησε το έτος 1970, άτυπα, λόγω δωρεάς, στην ενάγουσα θυγατέρα του. Το ως άνω επίδικο ακίνητο, νεμήθηκε αρχικά ο πατέρας της ενάγουσας Α. Κ. ασκώντας επ'αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ειδικότερα αυτός προέβη στην περίφραξη του ακινήτου, καθώς σε επιχωματώσεις και φύτεψε εντός αυτού διάφορα οπωροφόρα δένδρα, των οποίων συνέλεγε τον καρπό καθώς και διάφορα κηπευτικά και το είχε υπό τη συνεχή επίβλεψη και εποπτεία του. Από το έτος 1970, οπότε ο ως άνω κύριος του επιδίκου παραχώρησε άτυπα το επίδικο στην ενάγουσα, η τελευταία συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής επ'αυτού, μέχρι το έτος 1985, οπότε παραχώρησε τμήμα αυτού λόγω μίσθωσης στον Θ. Τ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κύριος της επίδικης έκτασης ήταν το ίδιο, διότι η επίδικη έκταση αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με την εκτέλεση από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναριού, κατά το έτος 1974, μετά την εφαρμογή του Ν. 116/1975, δεν αποδείχθηκε. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα της κοίτης του ποταμού Αράχθου, η οποία αποκαλύφθηκε λόγω των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναρίου, ούτε ότι το εναγόμενο προέβη στην εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων στη θέση "Μύλοι", όπου βρίσκεται το επίδικο, οποτεδήποτε πριν ή μετά το παραπάνω έτος. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ήταν κύριος παρόχθιας έκτασης, ώστε εξαιτίας των επικαλούμενων αντιπλημμυρικών έργων ή έστω της φυσικής αλλαγής της ροής των υδάτων του ποταμού Αράχθου, να περιέλθει σ'αυτό ως παρόχθιο, καθόσον αφενός μεν η μάρτυρας του, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, η γνώση της δε σχετικά με την κυριότητα του εναγομένου στο επίδικο στηρίζεται στα έγγραφα τα οποία επικαλείται και το εναγόμενο, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον ως άνω ισχυρισμό του. Συγκεκριμένα το εναγόμενο επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 2.300 τμ, η οποία είναι καταχωρημένη από το έτος 1957, στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής δημοσίων κτημάτων, που τηρείται στην οικονομική Εφορία Άρτας, ως ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου με στοιχεία Β.Κ. 286 και με καταγραφείσα προέλευση του κτήματος "αλλαγή της κοίτης του ποταμού"και "η εν λόγω έκτασις εδημιουργήθη προ πολλών ετών κατόπιν αλλαγής της κοίτης του Αράχθου ποταμού", πλην όμως το γεγονός και μόνο αυτό δεν αρκεί για να προσπορίσει κυριότητα στο εναγόμενο, αφού αυτό δεν αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο προέβη στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο σε αντιπλημμυρικά έργα και ότι αυτό ήταν κύριο παρόχθιας έκτασης, ώστε να αποκτήσει πράγματι κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, κατ'άρθρο 1072 ΑΚ. Άλλωστε το γεγονός και μόνο της οριστικής και μόνιμης εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού, είτε αυτή οφειλόταν σε έργα που πραγματοποίησε το εναγόμενο πριν από το έτος 1975, είτε σε φυσικά αίτια, δεν αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο, αν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόχθιας ιδιοκτησίας του. Αντίθετα από τις ίδιες τις εγγραφές στο γενικό Βιβλίο Καταγραφής επιβεβαιώνεται ότι στη διακατοχή της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο, ήταν από το έτος 1949 ο Α. Κ. απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ο Α. Γ. ιδιοκτήτης όμορου του επίδικου ακινήτου, που αποτελούσε τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, οι οποίοι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, καλλιεργούσαν τις εκτάσεις αυτές (φύτευση νεραντζιών κλπ). Επίσης, ούτε τα πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης κατά του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της ίδιας, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο είναι κρίσιμα και ικανά να ανατρέψουν τα παραπάνω αποδειχθέντα, αφού δεν προκύπτει είσπραξη των αναφερόμενων σ'αυτά ποσών από τους ανωτέρω κατέχοντες. Εξάλλου από την από 16-10-1978 αίτηση και την με ίδια ημεροχρονολογία δήλωση της ενάγουσας προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτας, με την οποία ζητεί την εξαγορά του επιδίκου, δεν συνάγεται ομολογία αυτής για το ότι κύριος του επιδίκου είναι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το τελευταίο, αφενός μεν διότι αντικείμενο ομολογίας είναι μόνο πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις όπως η ανωτέρω ή νομικές έννοιες όπως η έννοια της κυριότητας (άρθρα 335,338 ΚΠολΔ) αφετέρου δε, διότι οι παραπάνω αιτήσεις και υπεύθυνη δήλωση δεν έγιναν με πρόθεση ομολογίας της ενάγουσας για την κυριότητα του Δημοσίου στο επίδικο, αλλά προκειμένου να μπορέσει αυτή να αποκτήσει τίτλο για το παραπάνω ακίνητο της, με μικρή σχετικά δαπάνη, ενόψει του ότι μέχρι τότε το νεμόταν και το κατείχε στερούμενη τίτλου. Περαιτέρω το εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα από το έτος 1979 κι εντεύθεν δεν βρίσκεται στην κατοχή του επιδίκου, αφού έκτοτε με την υπ'αριθ. ΕΦ 4260/24-3-1979 απόφαση του Νομάρχη Άρτας παραχωρήθηκε η χρήση του υπ'αριθ. 286 ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, στο τότε Αρχηγείο Χωροφυλακής, με σκοπό να ανεγερθεί εντός αυτού κτίριο για τη στέγαση των υπηρεσιών της και με το από 9-6-1979 Πρωτόκολλο μεταξύ του Οικονομικού Εφόρου και του Διοικητή της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Άρτας έγινε η παράδοση και παραλαβή του ακινήτου και έτσι από τότε και επί είκοσι και πλέον έτη πράξεις νομής σ'αυτό ασκούσε το εναγόμενο δια των οργάνων του, στο οποίο περιήλθε η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και ναι μεν πράγματι προσκομίζονται από το εναγόμενο τα παραπάνω έγγραφα, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα και μετά την ως άνω παραχώρηση συνέχισε να νέμεται και να κατέχει το επίδικο, ασκώντας σ'αυτό τις προαναφερόμενες πράξεις νομής μέχρι και το χρόνο έγερσης της αγωγής, ενώ ουδεμία πράξη νομής ενήργησε στο επίδικο το εναγόμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για το υπόλοιπο τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, που ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε μεταβιβάσει στον Ν. Τ. και Α. Γ., μετά από σχετική αγωγή που ασκήθηκε από τον Α. Τ. (υιό του Ν. Τ.) σε βάρος του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την 164/1999 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το επίδικο εκείνο ακίνητο, έκτασης 468 τμ, ανήκε στην κυριότητα του Α. Τ., για δε το έτερο τμήμα του μείζονος ακινήτου που κατείχε ο Α. Γ. κρίθηκε επίσης με την 68/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, σε δίκη διεξαχθείσα μεταξύ αυτού και του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι κύριος αυτού είναι ο Α. Γ.. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με έκτακτη, χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ), νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι, από το έτος 1950 μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003)". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την εφαρμογή της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες διατάξεις (άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.ΠολΔικ) περί αποκτήσεως, με έκτακτη χρησικτησία, κυριότητας των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία (κοίτη) μεταβλήθηκε λόγω αλλαγής του ρού του ποταμού από φυσικά αίτια, τα δε εδάφη που δημιουργήθηκαν περιήλθαν κατά πρωτότυπο τρόπο, στους κυρίους των παροχθίων κτημάτων, ενώ μεγαλύτερη εδαφική έκταση που περιελάμβανε και το επίδικο, περιήλθε στον παρόχθιο ιδιοκτήτη Α. Μ., ο οποίος το 1950 παραχώρησε άτυπα στον πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. εδαφική έκταση 2400 τ.μ., τμήμα της οποίας είναι το παραχωθέν σ'αυτόν από το τελευταίο το 1970 με άτυπη δωρεά, επίδικο, του οποίου την κυριότητα είχαν αποκτήσει τόσο οι δικαιοπάροχοί της, όσο και η ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσαν σ'αυτό με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (16.4.2003), χωρίς η κυριότητά τους αυτή να καταλυθεί από αντίστοιχο δικαίωμα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής), ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα"με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 14/2004). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, "ότι οι παραποτάμιες εκτάσεις, στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. Μ.". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελούσε περιεχόμενο της ένδικης αγωγής στην οποία, αυτοτελεξεί, αναφέρεται ότι "η εγκαταλειφθείσα κοίτη κατελήφθη υπό των παρόχθιος ιδιοκτητών και δη υπό του Κ. Μ., που ήταν παρόχθως ιδιοκτήτης 60 περίπου στρεμμάτων, τα οποία περιήλθαν σ'αυτόν....". Περαιτέρω με αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος-εναγομένου Δημοσίου και ειδικότερα, α) ότι το επίδικο του ανήκε κατά κυριότητα, ως τμήμα της εγκαταληφθείσας οριστικά, κατά τα έτη 1974-1975, συνεπεία τεχνικών έργων και ανυπαρξίας παραποτάμιων ακινήτων, εφαπτομένων του σημείου της εγκαταληφθείσας κοίτης, από όπου προέρχεται το επίδικο, β) ότι η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και ο δικαιοπαροχός της, με την υποβολή αιτήσεως εξαγοράς και τις από 16.10.1978 υπεύθυνες δηλώσεις τους προς την Οικονομική Εφορία Άρτας αναγνώρισαν την κυριότητα του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου και γ) ότι το επίδικο δεν περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της από άτυπες μεταβιβάσεις, αλλά με αυθαίρετη κατάληψη για την οποία εκδόθηκαν οικεία πρωτόκολλα καθορισμού και αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, τα οποία έχουν οριστικοποιηθεί, καθώς και εις βάρος της αναιρεσίβλητης πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορούν σε "πράγματα"κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά η μεν πρώτη και τρίτη σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένες αρνήσεις, η δε δεύτερη σε αποδεικτικό μέσο και δη σε ομολογία συναγόμενη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος από δικαστικά τεκμήρια, έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν απορριφθεί, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Περαιτέρω με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ότι το Εφετείο εξετίμησε λανθασμένα τα κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς τους προαναφερθέντες παραπάνω του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, από εκείνο που από την ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων προέκυπτε. Οι αιτιάσεις αυτές, ανεξάρτητα από το ότι αντιφάσκουν με τις παραπάνω από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. Β'του άρθρου 559 του ίδιου λόγου αιτιάσεις, περί μη λήψεως υπόψη των ίδιων ισχυρισμών, είναι απαράδεκτες γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν, την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Κ. συζύγου Κ. Π. του Ι., το γένος Α. Κ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 289/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015.

ΑΠ 284 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Διανομή. Περίληψη: Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.

Next: ΑΠ 2076 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία . Περίληψη: Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου
Previous: ΑΠ 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος
$
0
0
Απόφαση 284 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Διανομή.
Περίληψη:
Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους...



Αριθμός 284/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Π. του Κ. , κατοίκου ... , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ...., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Κ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/11/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1862/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/2/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, 480 παρ.1, 3 και 480 Α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών δίχως να μειώνεται η αξία του. Περαιτέρω και υπό την προϋπόθεση του εφικτού της αυτούσιας διανομής του κοινού πράγματος, κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ'ορόφους ή σε μέρη ορόφων κατά τους όρους του ν.3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους"ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές κατά τους όρους του ν.δ.1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί του ενιαίου οικοπέδου", με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υπό την προεκτεθείσα προϋπόθεση ότι είναι εφικτή, αλλά και αν αυτή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι'αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, στο άρθρο 481 περ.2 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο "μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε ορισμένους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών". Ακόμη με το άρθρο 486 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν.1562/1985 ορίζεται ότι "αν τα μέρη του σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους". Εξάλλου ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ'αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση ως προς την αγωγή διανομής του επικοίνου ακινήτου των διαδίκων - αδελφών και κατά το μέρος που αυτή είχε κριθεί τελεσίδικα νόμιμη (λόγω μη εκκλήσεως του απορριπτικού κεφαλαίου περί διανομής των μελλόντων να ανεγερθούν ορόφων του επικοίνου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι που είναι αδέλφια, είναι συγκύριοι, όπως συνομολογείται, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οικοπέδου, εμβαδού 900 τ.μ. και μετά από πρόσφατη ρυμοτόμηση 755 τ.μ. που βρίσκεται στην πόλη των …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό …, επί της οδού …. …, το οποίο συνορεύει γύρωθεν βορειοανατολικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 35,89 γραμμικών μέτρων με δημοτική οδό, βορειοδυτικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 17,64 γραμμικών μέτρων με ακίνητο Α. Γ. , νοτιοανατολικά σε πλευρά 31,37 γραμμικών μέτρων με οδό Μ. και νοτιοδυτικά σε πλευρά 24,43 γραμμικών μέτρων με ακίνητο -Α. Γ. . Επί του οικοπέδου αυτού, οι διάδικοι ανήγειραν οικοδομή, με κοινές δαπάνες, δυνάμει της υπ'αριθ. 1740/1978 οικοδομικής άδειας, η οποία αποτελείται από 1) ισόγειο που αποτελείται από δύο καταστήματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία ΚΙ και Κ2 και 2) πρώτο όροφο που αποτελείται από δύο διαμερίσματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία Α1 και Α2, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία. Το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 7,30 μέτρων και βάθος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. και η αξία του ανέρχεται σε 500 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 58.280 ευρώ. Το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,50 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 550 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 83.523 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,20 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 750 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 114.450 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,60 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 825 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 139.639,5 ευρώ. Δηλαδή, η συνολική αξία των διανεμητέων οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται στο ποσό των (58.280 + 83.523 + 114.450 + 139-639,5 =) 395.892,5 ευρώ. Επομένως, καθένας από τους συγκοινωνούς, ο οποίος έχει ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=)197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 1979, μετά την αποπεράτωση της ως άνω οικοδομής, οι διάδικοι προέβησαν σε εκούσια ρύθμιση της χρήσης της και συγκεκριμένα, μετά από κλήρωση που διενεργήθηκε ενώπιον των διαδίκων από τους γονείς τους, ο μεν ενάγων έλαβε την αριστερή πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος έλαβε την δεξιά πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα Έκτοτε ο καθένας από αυτούς χρησιμοποιεί το μεν διαμέρισμα ως κύρια κατοικία αυτού και της οικογενείας του, το δε κατάστημα ως χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων της οικογενείας του. Ο εναγόμενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του άνω ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι είναι εφικτή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επίδικου οικοπέδου μετά του επ'αυτού κτίσματος, ώστε κάθε ένας από τους συγκυρίους να λάβει ανάλογο προς τη μερίδα του μέρος αυτού, χωρίς να μειωθεί η αξία του, με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, που είναι σύμφωνη και με τις πολεοδομικές διατάξεις, έτσι ώστε να δημιουργηθούν αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, με το αναφερόμενο παρακάτω ποσοστό συγκυριότητας, για κάθε μία από αυτές. Ειδικότερα 1) στο ισόγειο, που αποτελείται από δύο καταστήματα, θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 58.280 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 83.523 ευρώ και 2) στον πρώτο όροφο, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 114.450 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 139.639,5 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συνομολογούν τον τρόπο αυτό κατανομής των ποσοστών συγκυριότητας στις άνω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, καθόσον, όπως συνομολογείται, υπάρχει δυνατότητα ανέγερσης επιπλέον ορόφων, μέχρι την εξάντληση του επιτρεπομένου συντελεστή δόμησης, στους οποίους θα αντιστοιχεί το εναπομένον 67,43% ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της άνω οικοδομής, η διανομή των διακεκριμένων και αυτοτελών ιδιοκτησιών που προέκυψαν από αυτήν, θα γίνει με επιδίκαση, αφού προηγουμένως προσδιοριστούν τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων (αρθρ. 480Α παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό θα ληφθεί υπόψη το εμβαδόν και η αξία των καθεμίας εκ των αυτοτελών ιδιοκτησιών, ώστε να σχηματισθούν δύο μέρη (κατά το δυνατόν ίσα), που να αντιστοιχούν στο ποσοστό συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων (1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος). Έτσι, η κατανομή των ακινήτων κατά μέρη (ομάδες) ισάριθμα των μερίδων μπορεί να γίνει ως εξής : Α) το πρώτο μέρος θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, αξίας 58.280 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, 139.639,5 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω διανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος ανέρχεται σε (58.280 + 139.639,5=) 197.919,5 ευρώ και Β) το δεύτερο μέρος (ομάδα) θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, αξίας 83.523 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, αξίας 114.450 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω δίανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται δεύτερο μέρος ανέρχεται σε (83.523 + 114.450=) 197.973 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται'δύο σχεδόν ίσης αξίας μέρη, αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθένας από τους συγκυρίους, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=) 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω του ότι τα ως άνω μέρη δεν είναι ίσης αξίας, αλλά διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους, πρέπει, κατ'εφαρμογή του άρθρου 481 παρ.2 ΚΠολΔ, προς εξίσωση των μερίδων, ο μεν κοινωνός που θα λάβει το δεύτερο μέρος, η συνολική αξία του οποίου, όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται σε 197.973 ευρώ, δηλαδή κατά 26,75 ευρώ περισσότερο από την αξία της μερίδας που του αντιστοιχεί, να καταβάλει αυτό το ποσό (26,75 ευρώ) στον κοινωνό που θα λάβει το πρώτο μέρος και έτσι η μερίδα του τελευταίου θα ανέλθει σε (197.919,5 + 26,75=)197.946,25 ευρώ. Με την εξίσωση των μερών η αξία εκάστου μέρους ανέρχεται στο ίδιο ποσό, ήτοι σε 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, οι διάδικοι συμφωνούν στην αυτούσια διανομή των διαμερισμάτων, έτσι ώστε ο ενάγων να λάβει το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας και ο εναγόμενος να λάβει το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο ομοίως και αυτός κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας. Σχετικά όμως με τα καταστήματα - αποθήκες που υπάρχουν στο ισόγειο, προτείνουν διαφορετικό τρόπο διανομής και συγκεκριμένα ο μεν ενάγων ζητεί να επιδικασθεί σ'αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον εναγόμενο το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος, αντίθετα, ζητεί να επιδικασθεί σ'αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον ενάγοντα το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα. Ενόψει του ότι όμως τα καταστήματα αυτά έχουν αυτοτελή είσοδο, χωρίς δηλαδή να έχουν εξάρτηση από τα διαμερίσματα, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν ως χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων των διαδίκων και επιπλέον δεν αποδείχθηκε, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται, όχι έγιναν εκ μέρους τους κάποιες εργασίες βελτίωσης σ'αυτά, δεν συντρέχει λόγος να επιδικασθεί στον καθένα από αυτούς το κατάστημα το οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα. Εξάλλου, η προτεινόμενη ως άνω από τον εναγόμενο λύση δεν κρίνεται συμφέρουσα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, διότι με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος θα λάβει το Κ2 κατάστημα και το Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ και ο ενάγων το Κ1 κατάστημα και το Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ, δηλαδή θα δημιουργηθούν δύο άνισες μερίδες, με σημαντική διαφορά στην αξία τους, με αποτέλεσμα να απαιτείται η καταβολή του σημαντικού ποσού των 25.216,25 ευρώ από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για την εξίσωση των μερίδων. Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι σήμερα χρήση των καταστημάτων - αποθηκών κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό από τον αναφερόμενο ως άνω τρόπο προσδιορισμού των διανεμητέων μερών, καθόσον κατά την αυτούσια διανομή των επικοίνων σκοπείται ο σχηματισμός μερών ανάλογων, κατά το δυνατόν, με την μερίδα συγκυριότητας σ'αυτά κάθε κοινωνού, επιπλέον δε λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον όλων των συγκυρίων. Επομένως, ανεξάρτητα από το ποιος χρησιμοποιούσε το καθένα από τα άνω καταστήματα, η επιδίκαση θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε διάδικος να λάβει το μέρος εκείνο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί.
Συνεπώς, θα πρέπει να επιδικασθεί η πρώτη μερίδα στον εναγόμενο και η δεύτερη μερίδα στον ενάγοντα, καθόσον στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο εναγόμενος, ενώ στη δεύτερη το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο ενάγων, λύση που εξυπηρετεί προδήλως το συμφέρον τους. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ'ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατά τον άνω τρόπο αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 26,75 ευρώ, το οποίο απαιτείται για την εξίσωση των μερίδων."Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε σε διαφορετική κρίση και διέταξε τη διανομή των επικοίνων, μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιδικάζοντας στον ενάγοντα τα υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα και Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ και στον εναγόμενο τα υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 25.216,25 ευρώ, για την εξίσωση των μερίδων, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, οι σχετικοί δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης, πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου και τελευταίου λόγου της, που προβάλλεται επικουρικά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου - εναγομένου ως βάσιμη κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε δεχθεί διαφορετικό τρόπο διανομής και αναδικάζοντας την υπόθεση δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και αφού διέταξε την αιτούσα διανομή του επικοίνου, συνέστησε επ'αυτού οριζόντια ιδιοκτησία και αφού κατένειμε σε δύο τις συσταθείσες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, προσδιόρισε την αξία της κάθε απονεμητέας μερίδας και όρισε το απαιτούμενο από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα για την εξίσωση την εν λόγω μερίδων ποσό. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες και παραλλήλως ισχύουσες ουσιαστικού δικαίου περί διανομής διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ (799, 800 ΑΚ, 480 παρ.1 480Α παρ.1, 481 εδ.2 και 486 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού εξέθεσε σ'αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής για σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του επικοίνου ακινήτου, για αυτούσια διανομή των καθορισθεισών ανίσων μερίδων και επιδίκασή τους στους συνιδιοκτήτες - κοινωνούς - αδελφούς - διαδίκους με καθορισμό της οφειλομένης - δικαιουμένης για την εξίσωση των ανίσων αυτών μερών, αποζημίωσης. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 αντίστοιχα τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη, ότι κατά παραβίαση των προαναφερθεισών περί διανομής διατάξεων (αρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ) μολονότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν στο συμφέρον όλων των κοινωνών, προέβη στη διανομή της επίκοινης ένδικης οικοδομής "με αποκλειστικό γνώμονα τον σχηματισμό μερίδων επακριβώς ίσης αξίας, χωρίς να λάβει υπόψη εάν η διανομή και οι δημιουργηθείσες με αυτών μερίδες, ανταποκρινόντουσαν στο συμφέρον των κοινωνών, ενώ θα έπρεπε να προβεί σε αυτούσια διανομή..."με τον οριζόμενο στο αναιρετήριο τρόπο. Η αιτίαση όμως αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί αφορά αποκλειστικά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) "δεν φέρει καμμιά αιτιολογία για τον τρόπον υπολογισμού της αξίας της επίκοινης οικοδομής, παρά διατυπώνει απλώς κάποιες αξίες (58280 ευρώ το Κ1 διαμέρισμα, 83523 ευρώ το Κ2 κατάστημα 114450 ευρώ το Α1 διαμέρισμα και 139639,5 το Α2 διαμέρισμα) χωρίς να προκύπτει και να καθίσταται σαφές, με ποιο σκεπτικό κατέληξε σ'αυτές". Η αιτίαση αυτή αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος (αναφορικά με την αξία των επικοίνων ακινήτων) που προέκυψε από τις αποδείξεις, η οποία όμως αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ακόμη οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο έχει υποπέσει στις πλημμέλειες των αριθμών 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ "καθόσον οι αξίες που έκρινε ότι αποδείχθηκαν, ουδέποτε προβλήθηκαν από τους διαδίκους και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκαν από αυτούς"είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν σε συμπέρασμα του δικαστηρίου ως προς την αξία των επικοίνων ενδίκων ακινήτων, που προέκυψε από τις αποδείξεις, τα οποία δεν είναι "πράγμα"κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1259/2013), ενώ οι αποδείξεις από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο επίμαχο συμπέρασμα προσδιορίζονται αναλυτικά στην απόφαση. Ενόψει τούτων οι προεκτεθείσες αιτιάσεις του τετάρτου λόγου είναι απορριπτέες και δή οι δύο πρώτες ως απαράδεκτες και η τρίτη ως αβάσιμη.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς, εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν απαραδέκτως. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Έτσι "πράγματα"υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενώ ως "πράγματα"νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη, το πρώτον προβληθέντα, με το δεύτερο λόγο της εφέσεως και χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ισχυρισμό του εκκαλούντος - αναιρεσιβλήτου, κατά τον οποίο τα επίκοινα ακίνητα θα έπρεπε να διανεμηθούν με βάση την ίση αξία των μερίδων και όχι με βάση την έως τότε χρήση των διανεμητέων, από τους διαδίκους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα", υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσίβλητου αντλούμενο από τις περί διανομής διατάξεις, που έγινε δεκτό από το δικαστήριο. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου - εκκαλούντος - ενάγοντος περί του ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ των διαδίκων άτυπη διανομή με κλήρωση, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να περιέχεται στην ιστορική βάση της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί η επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αφορά σε "πράγμα"κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικό που προέκυψε από τις αποδείξεις, το οποίο δεν μεταβάλλει την ιστορική βάση της αγωγής, στην οποία πράγματι δεν περιλαμβάνεται, ούτε στηρίζει το διατακτικό της αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-2-2013 αίτηση του Κ. Π. του Κ. κατά του Α. Π. του Κ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.1862/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 2076 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία . Περίληψη: Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου

Previous: ΑΠ 284 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Διανομή. Περίληψη: Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.
$
0
0
Απόφαση 2076 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία .
Περίληψη:
Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου...



Αριθμός 2076/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Σ. του Α. και 2) Δ. Σ. του Α., κατοίκων Μεθάνων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. συζ. Η. Α. και 2) Μ. συζ. Γ. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ...., ο οποίος ανακάλεσε την από 12/8/2014 δήλωσή του κατ'άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 374/2005 μη οριστική, 4632/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 100/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ. β, 346 και 453 §1 ΚΠολΔικ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση, με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη στην κατ'έφεση δίκη, η επίκληση του αποδεικτικού μέσου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ισχυρισμού, που κατά το άρθρο 335 ΚΠολΔικ έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεως (στις οποίες γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων) στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ ΑΠ 23/2008, 14/2005, 9/2000, ΑΠ 504/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η, από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα ληφθείσες ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαυρίας Φ. Μανιάτη - Κυπριωτάκη ένορκες βεβαιώσεις, με αριθμούς ..., ..., ..., ... και ... στις οποίες οι εξετασθέντες μάρτυρες περιγράφουν την κατάσταση και τη δυνατότητα διανομής των υπ'αριθμ. 1, 3, 4 και 7 ενδίκων διανεμητέων ακινήτων, με την αιτιολογία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που ειδικά αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση (φύλλο 4β) δεν είχαν επαναφερθεί νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις ενώπιόν του κατατεθείσες από 17.1.2013 προτάσεις των εκκαλουσών - αναιρεσειουσών και δη με παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβληθεισών, πρωτοδίκων προτάσεων. Πλην όμως όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων, σ'αυτές αναφέρεται ότι οι αναιρεσείουσες - εκκαλούσες προσκομίζουν και επικαλούνται όλα τα αποδεικτικά μέσα, που στις πρωτόδικες προτάσεις, φέρουν τον αριθμό 1 έως και 20. Η παραπομπή αυτή ως προς τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, που στις επανυποβαλλόμενες προτάσεις φέρουν τους αριθμούς 1 έως και 20 και στα οποία περιλαμβάνονται και οι παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις καλύπτουν τις, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις της νόμιμης, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επαναφοράς. Ενόψει τούτων ως προς τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις και ειδικότερα τις τρείς πρότερον χρονολογικά ληφθείσες (άρθρο 270 § 2 εδ. γ) στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος, από τη διάταξη του άρθρου 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ενώ ως προς τον αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων που θα ληφθούν υπόψη, πρέπει να λεχθεί ότι οι αναφερόμενες στο πρώτο μέρος του ίδιου λόγου υπ'αριθμ. 2801/2010 και 1211/2011 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και Πειραιά αντίστοιχα, είναι ως αποδεικτικά μέσα, έγγραφα και όχι ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον δεν είχαν ληφθεί για την ένδικη υπόθεση, αλλά για άλλες, μεταξύ των διαδίκων αγωγές (ΑΠ 504/2014). Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου (άρθρ. 495 § 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ. 176, 180 § 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 100/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτές, παραβόλου.
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ - Οι αλλαγές του Ν. 4336/2015 στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης σε ασφαλισμένους ιδιωτικού τομέα ΚΑΙ οι αλλαγές το 2018 των ορίων στο Δημόσιο

Next: ΑΠ 1554 / 2012 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία (αστική ευθύνη) Δημοσίου, Αποζημίωση, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Χρόνος γεννήσεως της αξιώσεως του ζημιωθένος από αδικοπραξία, για ζημία παρούσα ή μέλλουσα χρόνος ενάρξεως παραγραφής. Ανίαρεση. Συζήτησ. παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης. Θεωρείται ότι η αναίρεση δεν ασκήθηκε ως προς τους παραιτηθέντες. Κλήση αναιρεσείοντος με επίδοση του σχετικού δικογράφου στον πληρεξούσιο δικηγόρο του που υπογράφει το αναιρετήριο νόμιμη. Συζήτηση αναιρέσεως παρά την απουσία του κλήτευθέντος ως ανωτέρω αναιρεσείοντος. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει ως προς μη παραιτηθέντα αναιρεσείοντα την ΕΑ 1692/2009 Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η αναίρεση ωβς προς παραιτηθέντες αναιρεσείοντες- δικαστική δαπάνη υπέρ αναιρεσιβλήτου.
Previous: ΑΠ 2076 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία . Περίληψη: Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου
$
0
0
Οι αλλαγές του Ν. 4336/2015στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης σε ασφαλισμένους ιδιωτικού τομέα
Ο νόμος 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94 της 14/08/2015) επιφέρει αλλαγές στα όρια ηλικίας πρόωρης και πλήρους συνταξιοδότησης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, στον ιδιωτικό...
τομέα εντάσσονται τα ασφαλιστικά ταμεία αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, δηλαδή του ΙΚΑ και των πρώην ΔΕΚΟ. Εντάσσεται επίσης και το ασφαλιστικό ταμείο της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι κατηγορίες συντάξεων που θίγονται είναι οι συντάξεις γήρατος όλων των κατηγοριών. Αξιοσημείωτο είναι πως από τη ρύθμιση δεν εξαιρούνται προς το παρόν δικαιούχοι συντάξεων αναπηρίας, όπως και δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου. Δεν θίγονται από τις διατάξεις του νέου νόμου οι συντάξεις ασφαλισμένων που εντάσσονται στις κατηγορίες με ασφάλιση σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Ο στόχος του νέου νόμου για τη θεμελίωση με πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος είναι να τεθούν από το 2023 ως νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων ιδιωτικού τομέα:
α) το 62ο έτος της ηλικίας με 40 έτη ή 12.000 ημέρες ασφάλισης και
β) το 67ο έτος της ηλικίας με 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης.
Πιο αναλυτικά στο επισυναπτόμενο αρχείο

Οι αλλαγές του Ν. 4336/2015
στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης σε ασφαλισμένους ιδιωτικού τομέα
          Ο νόμος 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94 της 14/08/2015) επιφέρει αλλαγές στα όρια ηλικίας πρόωρης και πλήρους συνταξιοδότησης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, στον ιδιωτικό τομέα εντάσσονται τα ασφαλιστικά ταμεία αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, δηλαδή του ΙΚΑ και των πρώην ΔΕΚΟ. Εντάσσεται επίσης και το ασφαλιστικό ταμείο της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι κατηγορίες συντάξεων που θίγονται είναι οι συντάξεις γήρατος όλων των κατηγοριών. Αξιοσημείωτο είναι πως από τη ρύθμιση δεν εξαιρούνται προς το παρόν δικαιούχοι συντάξεων αναπηρίας, όπως και δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου. Δεν θίγονται από τις διατάξεις του νέου νόμου οι συντάξεις ασφαλισμένων που εντάσσονται στις κατηγορίες με ασφάλιση σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
          Ο στόχος του νέου νόμου για τη θεμελίωση με πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος είναι να τεθούν από το 2023 ως νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων ιδιωτικού τομέα:
          α) το 62ο έτος της ηλικίας με 40 έτη ή 12.000 ημέρες ασφάλισης και
          β) το 67ο έτος της ηλικίας με 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης.

          Για τη θεμελίωση μεμειωμένη σύνταξηλόγω γήρατος ο στόχος του νόμου είναι να τεθεί από το 2022 ως όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων ιδιωτικού τομέα το 62ο έτος της ηλικίας με 4.500 ημέρες ή 15 χρόνια ασφάλισης.

          Μέχρι και το 2022, οπότε και θα ισχύσει ο παραπάνω κανόνας, ο νόμος προβλέπει ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξάνονται βαθμιαία, είτε πρόκειται για την πλήρη είτε για τη μειωμένη σύνταξη. Η σταδιακή κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων έρχεται να επηρεάσει χιλιάδες ασφαλισμένους που ναι μεν είχαν «κατοχυρώσει» δικαιώματα, αλλά δεν είχαν συμπληρώσει τα απαιτούμενα ηλικιακά όρια ή τα έτη ασφάλισης.

          Τα μεταβατικά όρια θα εφαρμοστούν σταδιακά έως το 2022, έτσι ώστε από το 2023 και μετά να μην υπάρχει καμία δυνατότητα συνταξιοδότησης πριν από τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας ή του 62ου με 40 έτη ασφάλισης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αυξάνεται το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης όσο περισσότερο απέχουν οι ασφαλισμένοι από τη συμπλήρωση του ηλικιακού ορίου πριν από τη θέσπιση της διάταξης.

          Για όσους περίμεναν να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα άνευ ηλικιακού ορίου (κυρίως στα πρώην ειδικά ταμεία των ΔΕΚΟ), η σταδιακή αύξηση αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού:
          α) με όριο ηλικίας το 58ο έτος, εφόσον η θεμελίωση δικαιώματος προβλέπεται με τη συμπλήρωση τουλάχιστον 35 ετών ασφάλισης, ενώ
          β) σε κάθε άλλη περίπτωση με όριο ηλικίας το 55ο έτος.

          Από τις ανωτέρω ρυθμίσεις εξαιρούνται οι υπαγόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, καθώς και οι μητέρες και οι χήροι πατέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων. Επομένως, δεν εξαιρούνται οι υπαγόμενοι στις διατάξεις συνταξιοδότησης με αναπηρία.

          Από την αύξηση των ορίων ηλικίας επηρεάζονται οι μητέρες ανηλίκων στο ΙΚΑ που μέχρι την ψήφιση του νόμου είχαν κατοχυρώσει δικαίωμα με 5.500 ένσημα και ανήλικο αλλά δεν είχαν συμπληρώσει το όριο ηλικίας. Θίγονται επίσης οι μητέρες ανηλίκων στα πρώην ειδικά ταμεία (ΔΕΚΟ και Τράπεζες) που είχαν συμπληρώσει 25ετία μέχρι 31/12/2010 και μπορούσαν να αποχωρήσουν στα 50 με πλήρη σύνταξη, όπως και οι μητέρες ανηλίκων που είχαν συμπληρώσει 25ετία μέχρι 31/12/2011 και 31/12/2012 και κατοχύρωσαν δικαίωμα για σύνταξη από τα 52 ή τα 55 με πλήρη και τα 50 ή τα 55 με μειωμένη αντίστοιχα και οι οποίες θα δουν το όριο εξόδου να αυξάνεται από 6 μήνες έως 15 χρόνια.

          Θίγονται επίσης όσοι και όσες έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα, δηλαδή έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης (μέχρι το τέλος του 2012), αλλά αναμένουν να συμπληρώσουν το όριο ηλικίας, όπως μητέρες ανηλίκων, άνδρες σε ειδικά ταμεία (ΔΕΚΟ – Τράπεζες) με 25ετία, εργαζόμενοι με 35ετία. Αυτές άλλωστε είναι οι κατηγορίες που δεν είχαν υπαχθεί στον γενικό κανόνα της μειωμένης σύνταξης από τα 62 έτη και της πλήρους σύνταξης με 12.000 ένσημα στα 62 έτη και με 4.500 ένσημα στα 67 έτη.



Προβλέψεις του Ν. 4336/2015
για μητέρες ανηλίκων (ΙΚΑ – ΔΕΚΟ – Τράπεζες)
Έτος κατοχύρωσης, δηλαδή συμπλήρωσης 5.500 ενσήμων και ανηλικότητας τέκνου
Έτος συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για θεμελίωση
Νέο όριο μειωμένης
Νέο όριο πλήρους
2010
Από 1/7/2015 μέχρι 31/12/2015
50,5
55,5
2011
Από 1/7/2015 μέχρι 31/12/2015
52,5
57,5
2012
Από 1/7/2015 μέχρι 31/12/2015
55,5
60,5
2010
2016
51
56
2011
2016
53
58
2012
2016
56
61
2010
2017
51,5
56,5
2011
2017
53,5
58,5
2012
2017
56,5
61,5
2010
2018
52
57
2011
2018
54
59
2012
2018
57
62
2010
2019
52,5
57,5
2011
2019
54,5
59,5
2012
2019
57,5
62,5
2010
2020
53
58
2011
2020
55
60
2012
2020
58
63
2010
2021
53,5
58,5
2011
2021
55,5
60,5
2012
2021
58,5
63,5
2010
2022
54
59
2011
2022
56
61
2012
2022
59
64
2010, 2011, 2012
2023
62
67

          Για όσους είχαν δικαίωμα συνταξιοδότησης με 35ετία ανεξαρτήτως ορίου, τίθεται ως όριο, από τώρα, η ηλικία των 58 ετών που θα προσαυξάνεται κατ’ έτος έως τα 62. Το μέτρο θίγει κατηγορίες ασφαλισμένων πριν από το 1983 και το 1993.


Προβλέψεις του Ν. 4336/2015
για ασφαλισμένους με 35ετία

Έτος κατοχύρωσης, δηλαδή συμπλήρωσης 10.500 ενσήμων
Έτος θεμελίωσης,
δηλαδή συμπλήρωσης όλων των ενσήμων και του ορίου ηλικίας
Νέο όριο ηλικίας
2011
Από 1/7/2015 μέχρι 31/12/2015
58,5
2012
Από 1/7/2015 μέχρι 31/12/2015
59,5
2011
2016
59
2012
2016
60
2011
2017
59,5
2012
2017
60,5
2011
2018
60
2012
2018
61
2011
2019
60,5
2012
2019
61,5
2011
2020
61
2012
2020
62
2011
2021
61,5
2012
2021
62
2011
2022
62



          Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και ορίου ηλικίας, όπου αυτό προβλέπεται, δεν θίγονται και δύνανται να ασκηθούν οποτεδήποτε. Επομένως, όσοι ασφαλισμένοι έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα πριν από τη δημοσίευση του νόμου, ακόμα και αν δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί, θα συνταξιοδοτηθούν με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν πριν από τη δημοσίευση του νόμου.

          Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ρυθμιστεί κάθε ζήτημα για την εφαρμογή των πινάκων του άρθρου αυτού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Μέχρι να εκδοθούν Υπουργικές Αποφάσεις και διευκρινιστικές εγκύκλιοι, τα στοιχεία από τους πίνακες αναφέρονται με κάθε επιφύλαξη ως προς την ερμηνεία που θα τους δοθεί.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Ολα τα νέα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση
Ολη η υπουργική απόφαση που καθορίζει τα νέα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση. Ποιοι επιβαρύνονται από έξι μήνες έως και 17 χρόνια περισσότερης εργασίας. Οι μεγάλοι χαμένοι των αλλαγών. Αναλυτικοί πίνακες με όλα τα στοιχεία.
Ολα τα νέα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση

Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και ελεύθεροι επαγγελματίες με 35ετία, άνδρες σε ταμεία ΔΕΚΟ - Τραπεζών με 25ετία, γυναίκες στο ΙΚΑ με 10.000 ένσημα και άνδρες με 10.500, μητέρες ανηλίκων και συνολικά περίπου 150.000 ασφαλισμένων θα υποστούν επιβάρυνση από 6 μήνες μέχρι και 17 χρόνια -στην πιο ακραία περίπτωση – μέσω της νέας υπουργικής απόφασης που δημοσιεύθηκε σήμερα σε ΦΕΚ.

Πρόκειται για ασφαλισμένους που μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν με μειωμένη ή πλήρη πριν τα 67 ή τα 62 και δεν πρόλαβαν να θεμελιώσουν δικαίωμα μέχρι τις 18/8/2015. Η υπουργική απόφαση για την εξειδίκευση των διατάξεων του τρίτου μνημονίου προβλέπει πως από 1/1/2022 όλοι θα βγαίνουν στη σύνταξη στα 67 (με 15ετία τουλάχιστον) ή στα 62 με 40 έτη (12.000 ημέρες ασφάλισης) για πλήρη σύνταξη και στα 62 με 15ετία για μειωμένη.

Οι πίνακες της απόφασης που εξειδικεύουν σε έτη και μήνες τους αντίστοιχους πίνακες του τρίτου μνημονίου αφορούν στα όρια συνταξιοδότησης λόγω γήρατος των ασφαλισμένων σε όλους τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή όλα τα Ταμεία του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δεν πρόλαβαν να θεμελιώσουν δικαίωμα μέχρι την 18η Αυγούστου.

Χαμένοι θεωρούνται όσοι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και μισθωτοί έβγαιναν με 35ετία (δηλαδή είχαν κατοχυρώσει δικαίωμα με συμπλήρωση αντίστοιχου χρόνου ασφάλισης μέχρι 31/12/2012), αλλά δεν είχαν συμπληρώσει το απαιτούμενο κατά περίπτωση όριο ηλικίας μέχρι 18/8, θα οδηγηθούν σταδιακά στα 62 σύμφωνα με τον πίνακα 1.

Η υπουργική απόφαση «στέλνει» στα 62 όλους όσοι μπορούσαν να κατοχυρώσουν ή να θεμελιώσουν δικαίωμα με χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο ή ίσο από 10.500 ημέρες (ή 35 έτη). Στα 62 οδηγούνται σταδιακά και όσοι μπορούσαν να φύγουν χωρίς όριο ηλικίας. Γι'αυτές τις κατηγορίες οριοθετείται ένα ηλικιακό όριο στα 58, αν η θεμελίωση προβλέπεται με τουλάχιστον 35 χρόνια ή στα 55 σε κάθε άλλη περίπτωση.

Αναλυτικότερα, στον Πίνακα 1 εμπίπτουν οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, από τις προγενέστερες του ν. 4336/2015 γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, προβλεπόταν χρόνος ασφάλισης για την κατοχύρωση ή θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης μεγαλύτερος ή ίσος με 10.500 ημέρες (ή 35 έτη) ασφάλισης.

 

Όλοι όσοι δεν έχουν συμπληρώσει τα 58 ή τα 55 μέχρι τις 18/8 φέτος οδηγούνται στον βηματισμό που καταλήγει προς τα 67 (πίνακας 2). Αντίστοιχα στα 67 οδηγούνται όλοι οι ασφαλισμένοι που έχουν κατοχυρώσει ή κατοχυρώνουν δικαίωμα για πλήρη αλλά και όσοι μπορούσαν να κατοχυρώσουν ή να θεμελιώσουν δικαίωμα για πλήρη με λιγότερες από 10.500 ημέρες (ή 35 έτη) ασφάλισης. Στον ίδιο βηματισμό μπαίνουν και όσοι έχουν κατοχυρώσει ή κατοχυρώνουν δικαίωμα για μειωμένη σύνταξη (με την αντίστοιχη πλήρη να βαίνει στα 67) και όσοι μπορούσαν να θεμελιώσουν ή κατοχυρώσουν με λιγότερες από 10.500 ημέρες (ή 35 έτη) για μειωμένη.

Αναλυτικά, βάσει της απόφασης στον Πίνακα 2 εμπίπτουν οι ασφαλισμένοι που έχουν κατοχυρώσει ή κατοχυρώνουν μία εκ των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης για τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, των οποίων το καταληκτικό όριο ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης, όπως αυτό έχει καθοριστεί από προγενέστερες του ν. 4336/2015 γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, είναι το 67ο έτος, καθώς και οι ασφαλισμένοι για τους οποίους από τις ίδιες ως άνω προγενέστερες του ν. 4336/2015 διατάξεις προβλεπόταν χρόνος ασφάλισης για την κατοχύρωση ή θεμελίωση δικαιώματος πλήρους συνταξιοδότησης μικρότερος από 10.500 ημέρες (ή 35 έτη) ασφάλισης.

Στον ίδιο πίνακα εμπίπτουν όσοι έχουν κατοχυρώσει ή κατοχυρώνουν τις κατά περίπτωση προϋποθέσεις μειωμένης σύνταξης, η οποία ακολουθεί την αντίστοιχη ως ανωτέρω τελικώς καταλήγουσα στο 67ο έτος της ηλικίας προϋπόθεση πλήρους σύνταξης, καθώς και οι ασφαλισμένοι για τους οποίους από τις ίδιες ως άνω προγενέστερες του ν. 4336/2015 διατάξεις, προβλεπόταν χρόνος ασφάλισης για την κατοχύρωση ή θεμελίωση δικαιώματος μειωμένης συνταξιοδότησης μικρότερος από 10.500 ημέρες (ή 35 έτη) ασφάλισης. Για το χρονικό διάστημα μέχρι 31.12.2021 το όριο ηλικίας θεμελίωσης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 62ο έτος της ηλικίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 3863/2010 (115, Α΄).
 
Επεξήγηση πινάκων και εννοιών

Α. Στήλη «Ηλικία»: εμφανίζει την ηλικία θεμελίωσης πλήρους ή μειωμένης σύνταξης, όπως αυτή προβλεπόταν από τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις πριν την ισχύ του ν. 4336/2015.

Στήλη «Ηλικία συνταξιοδότησης»: εμφανίζει το νέο κατά περίπτωση όριο ηλικίας πλήρους ή μειωμένης σύνταξης από την ισχύ του ν. 4336/2015 και μέχρι 31.12.2021.

Β. Κατοχυρωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα: υφίσταται όταν ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί με τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης του απαιτούμενου κατά περίπτωση χρόνου ασφάλισης ή ορίου ηλικίας, σύμφωνα με το προγενέστερο του ν. 4336/2015 νομοθετικό πλαίσιο.

Γ. Oι ασφαλισμένοι (είτε υπάγονται στον Πίνακα 1 είτε στον Πίνακα 2) που συμπληρώνουν το κατά περίπτωση ισχύον, βάσει του προγενέστερου του ν. 4336/2015 νομοθετικού πλαισίου, όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αποκτούν δικαίωμα λήψης πλήρους ή μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος με τη συμπλήρωση του (σύμφωνα με τους Πίνακες 1 και 2) ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο συμπληρώνεται το ισχύον, κατά περίπτωση ασφαλισμένου, όριο ηλικίας συνταξιοδότησης βάσει του προγενέστερου του ν. 4336/2015 νομοθετικού πλαισίου.

Οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, βάσει του προγενέστερου του ν. 4336/2015 νομοθετικού πλαισίου, δεν προβλεπόταν όριο ηλικίας για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος, αποκτούν δικαίωμα λήψης σύνταξης με τη συμπλήρωση του μεταβατικού νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης της στήλης «ηλικία συνταξιοδότησης» του Πίνακα 1 που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο συμπληρώνουν το κατά περίπτωση προβλεπόμενο όριο ηλικίας της περίπτωσης 2β της υποπαραγράφου Ε3 της παραγράφου Ε του άρθρου 2 του ν. 4336/2015.  Σε περίπτωση που το προβλεπόμενο από τους Πίνακες 1 και 2 μεταβατικό όριο ηλικίας συμπληρώνεται μετά την 1.1.2022, η σύνταξη καταβάλλεται κατά το έτος που συμπληρώνεται το νέο αυτό όριο ηλικίας.

Στην απόφαση ορίζεται και ο μαθηματικός τύπος που οδηγεί στη νέα ηλικία συνταξιοδότησης όσων τα όρια ηλικίας (με το παλαιό νομοθετικό πλαίσιο) δεν ορίζονταν σε ακέραια έτη.

Το πρόσθετο πέναλτι 10% επί των μειωμένων συντάξεων υπολογίζεται επί του ποσού που προκύπτει αφού επιβληθεί πρώτα το «ψαλίδι» 6% κατ'έτος που ίσχυε πριν το τρίτο μνημόνιο, αλλά ακολουθεί τον συνταξιούχο μέχρι να συμπληρώσει το νέο, κατά περίπτωση, όριο ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης (με βηματισμό δηλαδή προς τα 67 ή τα 62). Από τις αυξήσεις των ορίων ηλικίας εξαιρούνται οι υπαγόμενοι στα βαρέα και ανθυγιεινά (συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού καθαριότητας των ΟΤΑ), όσοι συνταξιοδοτούνται λόγω βαριάς αναπηρίας (παραπληγικοί, τυφλοί κλπ) όπως και οι μητέρες και χήροι πατέρες παιδιών ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η απόφαση ξεκαθαρίζει ότι θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4336/2015, ήτοι μέχρι και 18.8.2015, στους Οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και ορίου ηλικίας, όπου αυτό προβλέπεται, δεν θίγονται και δύνανται να ασκηθούν οποτεδήποτε.

* Δείτε όλη την υπουργική απόφαση στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.

Ρούλα Σαλούρου


++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
ΝΕΑ ΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 2018

Νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ισχύουν από την 1η/1/2018 για τους ασφαλισµένους όλων των Ταµείων που συµπληρώνουν µέσα στη νέα χρονιά το 50ό ως το 60ό έτος. Οι αλλαγές του 2018 επιφέρουν αυτόµατη αύξηση των ορίων ηλικίας ως και 2 έτη σε σχέση µε το 2017 για 45 κατηγορίες ασφαλισµένων.
Νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ισχύουν από την 1η/1/2018 για τους ασφαλισµένους όλων των Ταµείων που συµπληρώνουν µέσα στη νέα χρονιά το 50ό ως το 60ό έτος. Οι αλλαγές του 2018 επιφέρουν αυτόµατη αύξηση των ορίων ηλικίας ως και 2 έτη σε σχέση µε το 2017 για 45 κατηγορίες ασφαλισµένων.
Η ηλικία συνταξιοδότησης καθορίζεται, βάσει του ν. 4336/2015, από τηνπραγµατική ηλικία που θα έχουν µέσα στο 2018. Για παράδειγµα στο ∆ηµόσιο, άνδρες και γυναίκες που συµπληρώνουν το 2018 το 55ο έτος και είχαν 25 χρόνια το 2012 µε ανήλικο τέκνο, βγαίνουν στη σύνταξη µε το νέο όριο ηλικίας που είναι το 61ο έτος. Το 2017 το όριο ήταν 59,5 ετών.
Το ένθετο «Ασφάλιση και Συντάξεις» παρουσιάζει σήµερα όλα τα νέα όρια ηλικίας που ισχύουν για όσους κλείνουν τις ηλικίες των 50 ως 60 ετών µέσα στο 2018,καθώς και τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να έχουν ανά Ταµείο για να βγουν στη σύνταξη νωρίτερα από τα 67.
Ξεκινώντας από το ∆ηµόσιο, οι κατηγορίες που θα έχουν αλλαγές στα όρια ηλικίας το 2018 είναι:
1Ασφαλισµένοι που προσλήφθηκαν πριν ή µετά το 1983 και συµπληρώνουν 35ετία το 2018. Η κατηγορία αυτή συνταξιοδοτείται µε το όριο ηλικίας που ισχύει όταν συµπληρώνονται τα 35 έτη υπηρεσίας και το 58ο έτος. Με 35ετία και 58 ετών το 2018, το νέο όριο ηλικίας για σύνταξη είναι το 60ό έτος. Αν όµως το 58ο έτος συµπληρώνεται το 2019 ή το 2020, τότε θα βγουν µε το όριο του 2019 ή του 2020, που είναι 60,5 και 61 ετών, γιατί τότε θα έχουν ταυτόχρονα και τις δύο προϋποθέσεις (35 και 58).
Ασφαλισµένοι που προσλήφθηκαν µετά την 1η/1/1983 αλλά είχαν και ένσηµα σε άλλα Ταµεία (π.χ. ΙΚΑ) και ο συνολικός τους εργασιακός βίος φτάνει στα 37 έτη το 2018 αποχωρούν στα 58,5.
3 Ασφαλισµένοι που προσλήφθηκαν µετά την 1η/1/1983 και συµπλήρωσαν τα 25 έτη το 2011, και έχουν συνολικά 36 το 2018, συνταξιοδοτούνται µε το νέο όριο ηλικίας, που είναι το 60ό έτος, αρκεί να έχουν κλείσει το 58ο έτος. Αν όµως το 58ο έτος το συµπληρώνουν το 2021 ή το 2022, τότε αναγκαστικά θα παρατείνουν την έξοδο µε σύνταξη και θα αποχωρήσουν για το 2021 στα 61,5, ενώ µε το 58ο έτος το 2022 θα έχουν όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 62ο έτος και υποχρεωτικά 40 χρόνια.
4Ασφαλισµένοι που προσλήφθηκαν µετά την 1η/1/1983 και συµπλήρωσαν τα 25 έτη υπηρεσίας τους το 2012 συνταξιοδοτούνται στα 60,5, αρκεί να συµπληρώνουν το 59ο έτος και να έχουν συνολικά 37 έτη µέσα στο 2018. Εναλλακτικά αναγνωρίζουν πλασµατικούς χρόνους για να πιάσουν τις προϋποθέσεις του 2011 (25 και 36 έτη
στο σύνολο µε ηλικία 58 το 2018).
Ασφαλισµένοι που έχουν σύζυγο µε αναπηρία 80% και συµπληρώνουν την 25ετία µετά τις 19/8/2015 βγαίνουν µε το όριο ηλικίας που ισχύει για το 50ό έτος. Οσοι κλείνουν τα 50 φέτος, θα αποχωρήσουν στα 60,2.
Προσοχή: Αν η 25ετία συµπληρώθηκε µέχρι 18/8/2015, τότε διατηρούν το δικαίωµα συνταξιοδότησης στο 50ό
έτος.
6Για γονείς παιδιού µε ανικανότητα 67%, η συνταξιοδότηση παραµένει στο 50ό έτος είτε η 25ετία συµπληρωθεί πριν είτε µετά τις 19/8/2015. Η διαφορά είναι ότι αν η 25ετία συµπληρώνεται µετά τις 19/8/2015, το δικαίωµα εξόδου στα 50 το διατηρεί πλέον ο ένας και όχι οι δύο γονείς, όπως ίσχυε εφόσον είχαν και οι δύο την 25ετία
πριν από τις 19/8/2015.
ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ΓΟΝΕΩΝ ΜΕ ΑΝΗΛΙΚΟ
1Γυναίκες µε 25ετία και ανήλικο τέκνο ως το 2010 έβγαιναν µέχρι το 2015 στη σύνταξη στα 50. Οσες κλείνουν τα 50 το 2018, θα βγουν µε πλήρη σύνταξη στα 60,2. Αν τα 50 τα έκλεισαν το 2017, βγαίνουν στα 58,5, ενώ αν είχαν το 50ό έτος µετά τις 19/8/2015, βγαίνουν στα 55. Σηµειωτέον ότι απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου από τον Απρίλιο του 2016 δικαιώνει και τους άνδρες για σύνταξη µε ανήλικο και διατάξεις του 2010, αλλά η κυβέρνηση δεν την εφαρµόζει.
2 Γονείς (άνδρες και γυναίκες) που συµπλήρωσαν 25ετία το 2011 µε ανήλικο τέκνο έβγαιναν µέχρι το 2015 στη σύνταξη στα 52, ενώ όσοι κλείνουν τα 52 το 2018 θα βγουν µε πλήρη σύνταξη στα 60,2 (σ.σ.:τα όρια ηλικίας για τα
50 και 52 έχουν την ίδια εξέλιξη).
Γονείς (άνδρες και γυναίκες) που συµπλήρωσαν 25ετία το 2012 µε ανήλικο τέκνο έβγαιναν µέχρι το 2015 στη σύνταξη στα 55, ενώ όσοι κλείνουν τα 55 το 2018 θα βγουν µε πλήρη σύνταξη στα 61.
4Οι τρίτεκνοι γονείς έχουν τις ηλικιακές προϋποθέσεις µε τους γονείς ανηλίκων, µε τη διαφορά ότι αντί για 25 χρειάζονται 21 έτη το 2011 και 23 έτη το 2012 για να κατοχυρώσουν τα 52 και 55 και να ακολουθήσουν τα νέα όρια ηλικίας ανάλογα µε το αν έκλεισαν τα 52 ή 55 το 2016, το 2017, το 2018, το 2019, το 2020, το 2021.
5Γυναίκες µε 3 παιδιά που έχουν 20 έτη στο ∆ηµόσιο ως το 2010 βγαίνουν χωρίς όριο ηλικίας.
ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΕΤΗ ΚΑΤΕΒΑΖΟΥΝ ΤΑ ΟΡΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ
Με πλασµατικούς χρόνους οι ασφαλισµένοι συµπληρώνουν πιο γρήγορα την 25ετία ή τα 35-37 έτη και πιάνουν µικρότερα όρια ηλικίας.
Ετσι:
Στα 35 έτη συνυπολογίζεται η στρατιωτική θητεία.
Στα 36 έτη συνυπολογίζονται 4 έτη και επιπλέον ο πλασµατικός χρόνος παιδιών, που είναι 1 έτος για το πρώτο παιδί, 2 έτη για το δεύτερο και 2 για το τρίτο ή και κάθε επόµενο, µε ανώτατο όριο αναγνώρισης τα 5 έτη.
Για την 25ετία των µητέρων ως το 2010, συνυπολογίζεται εξαγορά του χρόνου παιδιών.
Για την 25ετία γονέων το 2011 και 2012, συνυπολογίζονται 4 και 5 πλασµατικά έτη (σπουδών, θητείας, κ.ά.) και επιπλέον χρόνος λόγω τέκνων.
Παράδειγµα: Οι γυναίκες που έχουν 25ετία το 2011 µπορούν να εξαγοράσουν 1 έτος από χρόνο παιδιών για να έχουν 25ετία το 2010. Αυτοµάτως κατοχυρώνουν το 50ό έτος. Οπότε µια ασφαλισµένη που είναι 52 ετών το 2018 και είχε κλείσει τα 50 το 2016 µπορεί να αναγνωρίσει 1 έτος και να έχει 25ετία µε ανήλικο το 2010 και έτσι να βγει στα 56,9 και όχι στα 60,9. Το ίδιο ισχύει και για γονείς µε 25ετία το 2012.






ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Μειωμένες και πλήρεις συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα 
  • Ασφαλισμένη είχε συμπληρώσει έως και 18/08/2015 7.200 ένσημα και είχε την ιδιότητα συζύγου αναπήρου. Από 19/08/2015 θεσπίζεται όριο ηλικίας στα 55 και μπορεί πλέον να συνταξιοδοτηθεί με βάση τον Πίνακα 1 (στα 62) από την ηλικία των 56 ετών και 9 μηνών, αφού το 2016 συμπληρώνει τα 7.500 ένσημα.
  • Ασφαλισμένος/η είχε συμπληρώσει το 2011 10.500 ένσημα και τα 57 ηλικιακά έτη έως και 18/08/2015. Θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 59 ετών, εφόσον φυσικά θα έχει εξασφαλίσει έως και το 2017 (όπου συμπληρώνει το νέο μεταβατικό όριο ηλικίας) τις απαιτούμενες 10.800 ημέρες ασφάλισης που προέβλεπαν οι προγενέστεροι ασφαλιστικοί νόμοι (Ν. 3863/2010, Ν. 4093/2012).
  • Ασφαλισμένος είχε συμπληρώσει τις 10.000 ημέρες ασφάλισης μέχρι 31/12/2012, αλλά συμπληρώνει το 63,5 έτος της ηλικίας του το έτος 2018. Σε αυτή την περίπτωση, θα δικαιούται κανονικά πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση της ηλικίας 65 ετών και 3 μηνών. Ιδιαίτερη προσοχή  θα πρέπει να δοθεί στο ότι το κατοχυρωμένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης έως την έναρξη της ισχύος του ν. 4336/2015 δεν ήταν ακέραιο έτος (δηλαδή ήταν 63,5 ετών), οπότε για τον υπολογισμό του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης μετά την ισχύ του Ν. 4336/2015, οπότε χρησιμοποιούνται οι προβλεπόμενοι μαθηματικοί τύποι.
1.   Ασφαλισμένη έχει συμπληρώσει 10.000 ημέρες ασφάλισης μέχρι 31/12/2012 και γίνεται 58,5 το 2018. Θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 62 ετών και 9 μηνών, εφόσον φυσικά έχει συμπληρώσει έως και το 2018 (όπου συμπληρώνει το νέο μεταβατικό όριο ηλικίας) τις απαιτούμενες για το 2012 10.800 ημέρες ασφάλισης.
2.   Ασφαλισμένη είχε συμπληρώσει 5.500 ημέρες ασφάλισης και είχε ανήλικο τέκνο έως και 31/12/2011. Συμπλήρωσε τα 53 ηλικιακά έτη έως και 18/08/2015. Η εν λόγω ασφαλισμένη έχει θεμελιωμένο δικαίωμα σε μειωμένη σύνταξη έως και 18/08/2015 και αν συνταξιοδοτηθεί αποφεύγει το επιπρόσθετο "πέναλτι" 10%. Παρατηρητέο είναι ότι το "πέναλτι"της μειωμένης σύνταξης θα υπολογιστεί, με βάση την απόσταση από το νέο όριο ηλικίας για την πλήρη (δηλαδή τα 57 που αποτελούσε όριο ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης για το 2011) και με "πλαφόν"τα 5 έτη.
3.   Ασφαλισμένη έχει θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη μειωμένης σύνταξης στις 01/10/2010 (55ο έτος της ηλικίας και 4.500 εκ των οποίων 100 τουλάχιστον ανά έτος την τελευταία 5ετία). Συμπληρώνει το 60ό έτος της ηλικίας στις 01/10/2015 και, υπαγόμενη στον Πίνακα 2 (με όριο ηλικίας τα 67 έτη), θεμελιώνει δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος στην ηλικία των 60 ετών και 11 μηνών. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο ότι στην περίπτωση της μειωμένης εξακολουθεί να ισχύει η προϋπόθεση των 100 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης ανά έτος, την τελευταία πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης για σύνταξη.
4.   Ασφαλισμένος, ο οποίος είχε κατοχυρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του για πλήρη σύνταξη, ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων, το οποίο το συμπληρώνει το 2016: θα δικαιωθεί πλήρους σύνταξης στο όριο ηλικίας των 63 ετών και 3 μηνών, εφόσον έχει και τις απαιτούμενες 4500 ημέρες ασφάλισης. Ακολουθεί, δηλαδή κανονικά τον ΠΙΝΑΚΑ 2, με όριο ηλικίας τα 67 έτη.
5.   Ασφαλισμένος ηθοποιός μελοδραματικού θεάτρου, ο οποίος συμπληρώνει το 52ο έτος της ηλικίας του) τον 10ο/2016, δικαιούται σύνταξη με τη συμπλήρωση του 56ου έτους και 9 μηνών της ηλικίας του (ΠΙΝΑΚΑΣ 2) και εφόσον, βέβαια, κατά τη συμπλήρωση του ανωτέρω ορίου ηλικίας έχει τις απαιτούμενες κατά τη νομοθεσία ημέρες ασφάλισης.
6.   Ασφαλισμένη χορεύτρια, η οποία συμπληρώνει το 50ο έτος της ηλικίας της το 2018, δικαιούται σύνταξη με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 60 ετών και 2 μηνών (ακολουθεί τον ΠΙΝΑΚΑ 2) και εφόσον, βέβαια, έχει τις απαιτούμενες κατά τη νομοθεσία ημέρες ασφάλισης.

Μειωμένες και πλήρεις συντάξεις στο δημόσιο τομέα
1.   Εκπαιδευτικός, ασφαλισμένος μετά την 01/01/1983, συμπλήρωσε μέχρι 31/12/2010 25 έτη ασφάλισης και θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ώστε να μπορεί να συνταξιοδοτηθεί σε ηλικία 60 ετών με 30 συνολικά έτη ασφάλισης. Έως και 18/08/2015, έχει συμπληρώσει τα 30 έτη, αλλά είναι ακόμη 57 ετών. Θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί κανονικά με πλήρη σύνταξη στην ηλικία των 63 ετών και 6 μηνών, με δεδομένο ότι συμπληρώνει την ηλικία των 60 ετών το 2018. Ωστόσο, επειδή συμπληρώνει την 35ετία το 2020, θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα.
2.   Ασφαλισμένος πριν την 1η Ιανουαρίου 1983 στο Δημόσιο, 55 ετών σήμερα, συμπληρώνει, με την εξαγορά της στρατιωτικής του θητείας, συνολικά 35 έτη ασφάλισης και κατοχύρωνε μέχρι και σήμερα δικαίωμα συνταξιοδότησης ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας. Θα συνταξιοδοτηθεί τελικώς, όταν γίνει 60 ετών, εφόσον η 35ετία ήταν αδύνατον να συμπληρωθεί έως και 18/08/2015.
3.   Άγαμη γυναίκα δημόσια υπάλληλος, η οποία ασφαλίστηκε στο Δημόσιο πριν από το 1983, μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί με 35 έτη ασφάλισης με πλήρη σύνταξη χωρίς όριο ηλικίας. Η εν λόγω ασφαλισμένη είχε συμπληρώσει τα 35 έτη ασφάλισης έως και 18/08/2015, οπότε δεν υπόκειται στην αλλαγή των ορίων ηλικίας.
4.   Άνδρας, ασφαλισμένος στο Δημόσιο, που θεμελίωσε δικαίωμα με 25ετία το 2011, χωρίς ανήλικο, μπορούσε, μέχρι 18/08/2015, να συνταξιοδοτηθεί στα 61 ή με 36ετία στα 58. Εάν συμπληρώνει τα 61 το 2022, μπορεί με βάση τον Πίνακα 2 να συνταξιοδοτηθεί στα 67. Αφού όμως το 2011 είχε 25ετία και 29 έτη το 2015, μπορεί κατ’ αρχάς να υπαχθεί στον Πίνακα 1, δεδομένου ότι θα συμπληρώσει τα 36 έτη ασφάλισης το 2022 (εκτός μεταβατικής περιόδου). Επομένως, μπορεί να συνταξιοδοτηθεί με 40 έτη ασφάλισης και στα 62, δηλαδή με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις από αυτές του Πίνακα 2.
5.   Άνδρας με ανήλικο τέκνο, ασφαλισμένος μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 στο Δημόσιο, 51 ετών σήμερα, συμπλήρωνε με εξαγορά πλασματικών ετών μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2011 συνολικά 25 έτη ασφάλισης και κατοχύρωνε μέχρι και σήμερα δικαίωμα συνταξιοδότησης στα 52 ηλικιακά έτη για πλήρη σύνταξη. Λόγω του ότι συμπληρώνει τα 52 το 2016, θα συνταξιοδοτηθεί τελικώς στα 56,9 ηλικιακά έτη με πλήρη σύνταξη, ακολουθώντας και εκείνος τις σχετικές μεταβατικές ανά έτος αυξήσεις.
6.   Γυναίκα, ασφαλισμένη στο Δημόσιο, συμπλήρωσε τα 55 στις 01/08/2015 και έχοντας θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με 25 έτη ασφάλισης το 2010 μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί από τις αρχές Αυγούστου με μειωμένη σύνταξη και με πλήρη στο 60ό έτος της ηλικίας της. Η ασφαλισμένη εμπίπτει στις αλλαγές, με συνέπεια το νέο όριο ηλικίας της για πλήρη σύνταξη να αυξάνεται και μπορεί πλέον να αποχωρήσει με πλήρη σύνταξη στα 65 και 3 μήνες. Έτσι ενώ μπορούσε να αποχωρήσει τον Αύγουστο με ποινή μείωσης 22,5%, σήμερα μπορεί να αποχωρήσει με ποινή μείωσης 56% περίπου.
7.   Άνδρας δημόσιος υπάλληλος που είχε συμπληρώσει τα 58 ηλικιακά έτη έως και 18/08/2015, είχε συμπληρώσει έως και 31/12/2012 συνολικά 25 έτη ασφάλισης. Μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί άμεσα με μειωμένη σύνταξη και με πλήρη σύνταξη στα 63. Ο εν λόγω ασφαλισμένος υπόκειται στις νέες ρυθμίσεις του Ν. 4336/2015 και, παρά το γεγονός ότι είχε θεμελιωμένο δικαίωμα, θα μπορεί πλέον να συνταξιοδοτηθεί με πλήρη σύνταξη στην ηλικία των 66 ετών. Έτσι, ενώ θα μπορούσε να λάβει άμεσα μειωμένη σύνταξη κατά 30%, τώρα θα μπορεί να λάβει μειωμένη σύνταξη κατά 58% περίπου.

ΑΠ 1554 / 2012 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία (αστική ευθύνη) Δημοσίου, Αποζημίωση, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Χρόνος γεννήσεως της αξιώσεως του ζημιωθένος από αδικοπραξία, για ζημία παρούσα ή μέλλουσα χρόνος ενάρξεως παραγραφής. Ανίαρεση. Συζήτησ. παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης. Θεωρείται ότι η αναίρεση δεν ασκήθηκε ως προς τους παραιτηθέντες. Κλήση αναιρεσείοντος με επίδοση του σχετικού δικογράφου στον πληρεξούσιο δικηγόρο του που υπογράφει το αναιρετήριο νόμιμη. Συζήτηση αναιρέσεως παρά την απουσία του κλήτευθέντος ως ανωτέρω αναιρεσείοντος. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει ως προς μη παραιτηθέντα αναιρεσείοντα την ΕΑ 1692/2009 Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η αναίρεση ωβς προς παραιτηθέντες αναιρεσείοντες- δικαστική δαπάνη υπέρ αναιρεσιβλήτου.

Next: ΑΠ 144 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Απόκτηση της νομής πράγματος με παράνομη πράξη και αδυναμία αυτούσιας απόσβεσης του. Έννοιες. Υποχρέωση του νομέα να αποζημιώσει τον κύριο του ακινήτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος (αποκτήσας ) είναι νομέας κατά την άσκηση της αγωγής. Υπολογισμός αποζημιώσεως κρίσιμος χρόνος εκείνος της έκδοσης της ακροάσεως, που κατά τους δικονομικούς κανόνες είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πενταετής παραγραφής της αιτιάσεως κατά του δημοσίου και εν προκειμένω κατά της ΟΣΚ Α.Ε. Έναρξη της παραγραφής. Αναίρεση. Λόγοι αλυσιτελείς. Πότε. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με ψευδή ερμηνεία και εντεύθεν εσφαλμένη εφαρμογή.(Αναιρεί εν μέρει ΕΑ 5867/2013).
$
0
0
Απόφαση 1554 / 2012    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αδικοπραξία (αστική ευθύνη) Δημοσίου, Αποζημίωση, Παραγραφή αξιώσεων.
Περίληψη:

Χρόνος γεννήσεως της αξιώσεως του ζημιωθένος από αδικοπραξία, για ζημία παρούσα ή μέλλουσα χρόνος ενάρξεως παραγραφής. Αναίρεση. Συζήτησ. παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης. Θεωρείται ότι η αναίρεση δεν ασκήθηκε ως προς τους παραιτηθέντες. Κλήση αναιρεσείοντος με επίδοση του σχετικού δικογράφου στον πληρεξούσιο δικηγόρο του που υπογράφει το αναιρετήριο νόμιμη. Συζήτηση αναιρέσεως παρά την απουσία του κλήτευθέντος ως ανωτέρω αναιρεσείοντος. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει ως προς μη παραιτηθέντα αναιρεσείοντα την ΕΑ 1692/2009 Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η αναίρεση ωβς προς παραιτηθέντες αναιρεσείοντες- δικαστική δαπάνη υπέρ αναιρεσιβλήτου.


Αριθμός 1554/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ. συζ. Γ. Δ., το γένος Α. Π., 2. Γ. Δ. του Μ., 3. Γ. Γ. του Ν., 4. Μ. Κ. του Μ., 5. Μ. Μ. του Ε., 6. Ε. συζ. Μ. Μ., το γένος Π. Λ., 7. Ε. Τ. του Γ., 8. Β. Κ. του Π., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ...., και 9. Ε. Ν. του Χ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Λ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ...., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων δήλωσε ότι οι 1η, 2ος, 3ος, 4η, 5ος, 6η, 7ος και 8η αναιρεσείοντες παραιτούνται από το δικόγραφο της από 5-10-2009 αίτησης αναίρεσης τους κατά του παραπάνω αναιρεσιβλήτου και κατά της 1692/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και κατέθεσε το υπ'αριθ. 716/20-4-2012 πληρεξούσιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6117/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 1692/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-10-2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 29-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 299 και 573 του ίδιου ΚΠολΔ, και στην αναίρεση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων μπορεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά (ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο), να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αναίρεσης χωρίς συναίνεση του αντιδίκου του πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, η παραίτηση δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι η αναίρεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Εξάλλου, από το άρθρο 576 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στη συζήτησή της και δεν εμφανιστεί κατ'αυτήν, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι αναιρεσείοντες υπό τους αριθμούς 1 έως και 8 του αναιρετηρίου, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό, με δήλωση του παραστάντος πληρεξουσίου τους, η οποία καταχωρίστηκε στα ίδια πρακτικά, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεώς τους για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1692/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών πριν από την έναρξη της συζήτησης, η δε ένατη από τους αναιρεσείοντες Ε. Ν. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ'αριθμ .9953/8-1-2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσίβλητος, που επισπεύδει τη δίκη, η απούσα ως άνω αναιρεσείουσα κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της υποθέσεως κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, με επίδοση της σχετικής κλήσης κάτω από αντίγραφο της αιτήσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο της (αναιρεσείουσας) που υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως (αναιρέσεως) και ο οποίος τεκμαίρεται ότι είναι αντίκλητος της αναιρεσείουσας για την ανωτέρω επίδοση κατά το άρθρο 143 του ΚΠολΔ (ΑΠ 897/2011, 1379/2009). Μετά από αυτά και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη πρέπει α)να θεωρεί ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν ασκήθηκε ως προς ρηθέντες οκτώ πρώτους αναιρεσείοντες και β)να προχωρήσει κατά τα λοιπά η συζήτηση παρά την απουσία της ως άνω κλητευθείσης ένατης αναιρεσείουσας.
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υποχρέου προς αποζημίωση (Ολομ.ΑΠ 24/2003).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσα ενάτη, ως προς την οποία συζητείται η υπόθεση, οι τελευταίοι εξέθεταν σ'αυτήν μεταξύ των άλλων ότι έλαβαν γνώση της υπ'αριθμ. 30/12/12-11-1996 τεχνικής έκθεσης επικίνδυνης οικοδομής του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Τομέα Ανατολικής Αθήνας, όπου αναφέρονται οι διαπιστωθείσες από τους αρμόδιους υπαλλήλους κακοτεχνίες και ελλείψεις της αναφερόμενης στην αγωγή οικοδομής τους, το αργότερο την 8-3-1996, οπότε, κατά την αγωγή, γνωστοποίησαν στους εναγομένους, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσίβλητος, με εξώδικη δήλωσή τους την ως άνω τεχνική έκθεση επικίνδυνης οικοδομής και τους κάλεσαν να αποκαταστήσουν τις κακοτεχνίες. Τη μελέτη του φέροντος οργανισμού της οικοδομής είχε συντάξει κατόπιν συμφωνίας του με τον μη διάδικο ήδη εργολάβο της οικοδομής, ο αναιρεσίβλητος, πολιτικός μηχανικός, στις ελλείψεις δε αυτές και τις κακοτεχνίες, που καθιστούσαν επικίνδυνη την οικοδομή, είχαν στηρίξει οι αναιρεσείοντες τις αξιώσεις τους από αδικοπραξία κατά του αναιρεσίβλητου, με τον οποίο δεν τους συνέδεε συμβατική σχέση, για τη ζημία που υπέστησαν λόγω των ελλείψεων και κακοτεχνιών της οικοδομής κατά τους σεισμούς της 7-9-1999. Ενόψει του ιστορικού αυτού της αγωγής και του γεγονότος ότι, όπως αναφέρεται και στην αναιρεσιβαλλομένη, από την ανωτέρω ημερομηνία (8-3-1996), οπότε οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της ζημίας και των υποχρέων προς αποζημίωσή τους εναγομένων, μέχρι την άσκηση κατά των τελευταίων της ένδικης αγωγής (11-6-2001), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να μεσολαβήσει οποιοδήποτε διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, ορθώς, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι ένδικες από αδικοπραξία αξιώσεις των αναιρεσειόντων μεταξύ των οποίων και εκείνη της ένατης αναιρεσείουσας (δρχ. 11.409,365) που ενδιαφέρει εδώ, κατά του αναιρεσιβλήτου έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 εδ.α'του ΑΚ και απέρριψε, κατά παραδοχήν της σχετικής ένστασης του αναιρεσιβλήτου-εναγομένου, την εναντίον του τελευταίου αγωγή, μη υποπίπτοντας (το Εφετείο) στην εκ του άρθρου 559 αρ.1 αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 914 και 937 του ΑΚ. Έτσι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως απορριπτέα είναι μετά ταύτα και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, που δεν περιέχει άλλον λόγο, ως προς την δικαζόμενη ως άνω ένατη αναιρεσείουσα. Τέλος, και αφού υπάρχει σχετικό αίτημα του αναιρεσιβλήτου, που παρέστη και υπέβαλε και προτάσεις, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του πρώτου, οι μεν παραιτηθέντες κατά τα άρθρα 188 παρ.1 και 192 του ΚΠολΔ, η δε ένατη (δικαζόμενη) αναιρεσείουσα κατά τα άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 του ίδιου ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η από 5-10-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθ.1692/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ως προς τους υπ'αριθμ. 1 έως και 8 του αναιρετηρίου αναιρεσείοντες Χ. Δ., Γ.Δ., Γ.Γ., Μ.Κ., Μ.Μ., Ε.Μ., Ε.Τ. και Β. Κ..
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως προς την ένατη αναιρεσείουσα Ε. Ν.. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουλίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 144 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Απόκτηση της νομής πράγματος με παράνομη πράξη και αδυναμία αυτούσιας απόσβεσης του. Έννοιες. Υποχρέωση του νομέα να αποζημιώσει τον κύριο του ακινήτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος (αποκτήσας ) είναι νομέας κατά την άσκηση της αγωγής. Υπολογισμός αποζημιώσεως κρίσιμος χρόνος εκείνος της έκδοσης της ακροάσεως, που κατά τους δικονομικούς κανόνες είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πενταετής παραγραφής της αιτιάσεως κατά του δημοσίου και εν προκειμένω κατά της ΟΣΚ Α.Ε. Έναρξη της παραγραφής. Αναίρεση. Λόγοι αλυσιτελείς. Πότε. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με ψευδή ερμηνεία και εντεύθεν εσφαλμένη εφαρμογή.(Αναιρεί εν μέρει ΕΑ 5867/2013).

Next: ΑΠ 729 / 2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία , Αποζημίωση. Περίληψη: Ευθύνη του εργαζομένου για αποζημίωση του εργοδότη, κατ’ αρθρ 652 ΑΚ. Απαιτείται υπαιτιότητα του εργαζομένου έστω και από ελαφρά αμέλεια. Έννοια ανώτερης βίας και τυχηρού για απαλλαγή του εργαζομένου. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη. Απαιτείται για τη θεμελίωσή της υπαιτιότητα. Δεν στοιχειοθετείται από μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι μετέρχεται δραστηριότητα επιρρεπή σε ατυχήματα. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλήττει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες. Δεν ιδρύεται επίσης λόγος αυτός , αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (Απορρίπτει αναίρεση της 1541/2014 αποφ ΜονΕφΘεσσ)
Previous: ΑΠ 1554 / 2012 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία (αστική ευθύνη) Δημοσίου, Αποζημίωση, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Χρόνος γεννήσεως της αξιώσεως του ζημιωθένος από αδικοπραξία, για ζημία παρούσα ή μέλλουσα χρόνος ενάρξεως παραγραφής. Ανίαρεση. Συζήτησ. παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης. Θεωρείται ότι η αναίρεση δεν ασκήθηκε ως προς τους παραιτηθέντες. Κλήση αναιρεσείοντος με επίδοση του σχετικού δικογράφου στον πληρεξούσιο δικηγόρο του που υπογράφει το αναιρετήριο νόμιμη. Συζήτηση αναιρέσεως παρά την απουσία του κλήτευθέντος ως ανωτέρω αναιρεσείοντος. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει ως προς μη παραιτηθέντα αναιρεσείοντα την ΕΑ 1692/2009 Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η αναίρεση ωβς προς παραιτηθέντες αναιρεσείοντες- δικαστική δαπάνη υπέρ αναιρεσιβλήτου.
$
0
0
Απόφαση 144 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων.
Περίληψη:

Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Απόκτηση της νομής πράγματος με παράνομη πράξη και αδυναμία αυτούσιας απόσβεσης του. Έννοιες. Υποχρέωση του νομέα να αποζημιώσει τον κύριο του ακινήτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος (αποκτήσας ) είναι νομέας κατά την άσκηση της αγωγής. Υπολογισμός αποζημιώσεως κρίσιμος χρόνος εκείνος της έκδοσης της ακροάσεως, που κατά τους δικονομικούς κανόνες είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πενταετής παραγραφής της αιτιάσεως κατά του δημοσίου και εν προκειμένω κατά της ΟΣΚ Α.Ε. Έναρξη της παραγραφής. Αναίρεση. Λόγοι αλυσιτελείς. Πότε. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με ψευδή ερμηνεία και εντεύθεν εσφαλμένη εφαρμογή.(Αναιρεί εν μέρει ΕΑ 5867/2013).

Αριθμός 144/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"και με διακριτικό τίτλο "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε."που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της .........
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ"που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .......
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5672/2009 μη οριστική, 2441/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5867/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31/3/2014 αίτησή της και τους από 2/10/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 27/10/2014 συμπληρωματική του έκθεση με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/10/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 5867/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1097 και 1099 του ΑΚ προκύπτει ότι αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη και το πράγμα από υπαιτιότητά του χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον άλλο λόγο, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών κτήση της νομής με παράνομη πράξη υπάρχει όταν ο εναγόμενος νομέας αφαίρεσε τη νομή του πράγματος παράνομα και χωρίς τη θέληση του κυρίου, αδυναμία δε αποδόσεως "για κάποιον άλλο λόγο"συντρέχει και όταν κατά την άσκηση της αγωγής ο εναγόμενος δεν είναι πλέον νομέας του πράγματος, π.χ. λόγω εκποιήσεως του πράγματος σε τρίτον πολλώ δε μάλλον όταν ήδη κατά την περιέλευση του πράγματος στον τρίτο ο εναγόμενος έχει καταστήσει με ενέργειές του αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του. Από τις ανωτέρω, τέλος, διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 922 και 926 του ίδιου ΑΚ προκύπτει ότι αν η παράνομη πράξη έγινε από βοηθητικά πρόσωπα (π.χ. τον βοηθό νομής) ή από προστηθέντα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται ατομικώς, με παράλληλη ευθύνη του νομέα ή του προστήσαντος, έναντι του οποίου τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα αναγωγής. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ'ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ή (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται πλημμέλεια στην απόφαση για παραδοχή της η οποία δεν επιδρά στο διατακτικό της, στηριζόμενο αυτοτελώς (και) σε άλλες παραδοχές, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, ενώ ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, ευθέως ή εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή περιστατικών αντιθέτων προς εκείνα που τον συνιστούν.
ΙΙ. 'Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με την υπ'αριθμ. 12873/8831/00/100/1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Δ' 1508/31-12-1996) κηρύχθηκε (αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ και με δαπάνη της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.", καθολικός διάδοχος της οποίας είναι ήδη η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜEΣ Α.Ε."δυνάμει του άρθρου 132 του ν.4199/2013 και της υπ'αριθμ. Δ16γ/05/483/Γ11-11-2013 κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών κ.λ.π. (ΦΕΚ 2856/τ.Β'/11-11-2013), για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την ανέγερση διδακτηρίου του ΤΕΕ Ελληνικού τμήμα εμβαδού 4100 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 4441,72 τ.μ. του αναφερόμενου ακινήτου της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης "ΑΕΕΓΑ. Η ΕΘΝΙΚΗ"συνολικού εμβαδού 5044 τ.μ. που βρίσκεται στο Ο.Τ. … του Δήμου Αλίμου και ήδη Ελληνικού, ότι με τις αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις καθορίστηκε η προσωρινή αλλά και η οριστική αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα έκταση και τα επικείμενά της (κτίσματα), καθώς και ιδιαίτερη αποζημίωση για το εναπομείναν τμήμα του ακινήτου αι αναγνωρίστηκε η αναιρεσίβλητη δικαιούχος της αποζημιώσεως, ότι η αναιρεσείουσα κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δυνάμει των υπ'αριθμ. 5165/27-3-2000 και 6563/2002 γραμματίων συστάσεως παρακαταθήκης, ποσών, αντίστοιχα, 492.000.000 και 183.047.900 δραχμών, την ορισθείσα ως άνω προσωρινή και οριστική αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα έκταση, και ότι όμως, δέχεται το Εφετείο, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ανέλαβε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων την κατατεθείσα ως άνω αποζημίωση, καθώς και την καθορισθείσα μεταγενεστέρως αποζημίωση για τα επικείμενα του απαλλοτριωθέντος και την ιδιαίτερη αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του εναπομείναντος τμήματος. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Η ενάγουσα, με αίτησή της που επιδόθηκε στον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ και τον Νομάρχη Πειραιά στις 5-12-2001 είχε ζητήσει την άρση του ρυμοτομικού βάρους που επιβλήθηκε στο ακίνητό της με το χαρακτηρισμό αυτού ως χώρου για ανέγερση σχολείου ενώ με αίτησή της, που επιδόθηκε την ίδια ως άνω ημερομηνία στους Υπουργούς Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στον Νομάρχη Πειραιά και στην πρώτη εναγομένη, είχε ζητήσει, κατά το άρθρο 11 §3 Ν.2882/2001, την έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της πλήρους αποζημίωσης στην προθεσμία των δεκαοκτώ (18) μηνών. Κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας εκδόθηκε η 1609/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που είχε επιβληθεί στο εν λόγω ακίνητο της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν αιτήσεις αναιρέσεως, που απορρίφθηκαν με την 1604/2008 απόφαση του ΣτΕ. Μολονότι, όμως, η ενάγουσα είχε επιδώσει στην πρώτη εναγόμενη στις 5-12-2001 την από 30-11-2001 αίτησή της, που ζητούσε την έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αφού δεν είχε συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση, η ΟΣΚ ΑΕ υπέβαλε την από 11-7-2002 αίτησή της προς τη Νομαρχία Αθηνών ζητώντας την έκδοση οικοδομικής άδειας ανέγερσης στο οικόπεδο της ενάγουσας νέας τριώροφης οικοδομής με υπόγειο για την στέγαση του ΤΕΕ Ελληνικού και εκδόθηκε στις 21-11-2002 η υπ'αριθμ. 1018/21.11.2002 άδεια ανέγερσης. Στις 28.11.2002 ο Δ. Σ. ως Πρόεδρος του ΔΣ της "ΟΣΚ ΑΕ"με τον Ε. Π., ως εκπρόσωπο της "ΕΛΕΡΓΟ AE", συνήψαν σύμβαση εκτέλεσης του έργου ανέγερσης του ως άνω σχολείου, σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης, που εγκρίθηκε με την ΑΠ34 - Τ2/12371/10-6-2002 απόφαση του διευθύνοντα συμβούλου της "ΟΣΚ ΑΕ"και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται στο ως άνω συμφωνητικό. Στην έκδοση της οικοδομικής άδειας τη σύναψη της ως άνω συμφωνίας και την εν συνεχεία κατασκευή του έργου αυτού προέβη η "ΟΣΚ ΑΕ"ως εταιρεία "ΟΣΚ ΑΕ"και όχι ως προστηθείσα του Ελληνικού Δημοσίου. Οι εργασίες του κτιρίου ολοκληρώθηκαν στις 1-8-2004, του αύλειου χώρου στις 14-10-2004, οπότε είχε ολοκληρωθεί το έργο. Στις 11-10-2004 ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Συμβατικών έργων Α. Π. και ο επιβλέπων μηχανικός Α. Κ. παρέδωσαν το έργο στη Σχολική Επιτροπή του TEE Ελληνικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο 243 του Ν. 3463/2006, σε κάθε Δήμο για τη στήριξη της διοικητικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων... συνιστώνται οι Σχολικές Επιτροπές, που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 1894/1990 και του ως άνω άρθρου. Έργο της Σχολικής Επιτροπής είναι η διαχείριση των πιστώσεων, που διατίθενται για τη λειτουργία των σχολείων. Αφού η ΟΣΚ AE είχε καταλάβει το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και είχε καταστήσει την αυτούσια απόδοση του ανέφικτη δια της κατασκευής σχολείου και πεζοδρομίων σ'αυτό, χωρίς να ενεργεί ως προστηθείσα, ούτε για λογαριασμό των λοιπών διαδίκων, παρά μόνο για δικό της λογαριασμό, η Σχολική Επιτροπή παρέλαβε στη συνέχεια στις 11-10-2004 τη χρήση του σχολείου αυτού, όπως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 243 του Ν. 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), καθόσον αυτή είναι υπεύθυνη για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας του (θέρμανση, φωτισμό, ύδρευση, καθαριότητα, συντήρηση, αγορά αναλώσιμων υλικών). Η Σχολική Επιτροπή δεν το παρέλαβε ως κάτοχος ούτε για λογαριασμό του Δήμου. Περαιτέρω η Σχολική Επιτροπή είχε υποχρέωση να το παραλάβει για τον σκοπό που εκτέθηκε και δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την παραλαβή, ούτε να προβεί σε κάποιο έλεγχο πριν την παραλαβή. Δηλαδή στον εναγόμενο Δήμο και την Σχολική Επιτροπή αυτού δεν μεταβιβάστηκε δικαίωμα νομής, ούτε κατοχής, ούτε οι ανωτέρω εξέφρασαν τη βούλησή τους να είναι νομείς ή κάτοχοι ή κύριοι αυτού. Περαιτέρω η ενάγουσα, αφού για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 2004 διαπίστωσε ότι κατασκευάστηκε κτίριο στο ακίνητό της, κοινοποίησε εξώδικη διαμαρτυρία στην Νομαρχία Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς στις 5-10-2004, στην ΟΣΚ ΑΕ στις 4-10-2004, στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας, τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, το Ελληνικό Δημόσιο, τον Δ/ντη του Πολεοδομικού Γραφείου Αργυρούπολης. Τους ανωτέρω καλούσε να διακόψουν τις οικοδομικές εργασίες και να ανακαλέσουν την 1018/2002 οικοδομική άδεια. Περαιτέρω με την από 5-10-2004 αίτηση προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ζήτησε την ακύρωση της υπ'αριθμ. 1018/2002 οικοδομικής άδειας και εκδόθηκε η 1099/27-4-2005 απόφαση που ακύρωσε αυτήν. Με την ως άνω έγγραφη διαμαρτυρία της διέκοψε την παραγραφή που επικαλούνται οι εναγόμενοι. Όμως η ΟΣΚ ΑΕ δεν παρέδωσε στην ενάγουσα το οικόπεδο, που κατέλαβε χωρίς δικαίωμα, αφού δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση που είχε κηρυχθεί γι'αυτό, αντίθετα αυτή ολοκλήρωσε το έργο και αυτή διαμόρφωσε τα πεζοδρόμια και το παρέδωσε για χρήση, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας. Η ΟΣΚ ΑΕ το κατέλαβε η ίδια για τον εαυτό της, όχι ως προστηθείσα του Ελλ. Δημοσίου, ούτε για λογαριασμό του Ελλ. Δημοσίου, ή του Δήμου, χωρίς τη συνδρομή στην κατάληψη των λοιπών εναγομένων. Αυτή κατέστησε αδύνατη την αυτούσια απόδοση του ακινήτου, αφού σ'αυτό είχε κατασκευαστεί σχολείο και πεζοδρόμια και δεν είναι δυνατόν ν'αποδοθεί αυτό ως οικόπεδο αλλά ούτε να επανέλθει στην προηγούμενή του κατάσταση. Περαιτέρω έχουν καταστραφεί από την "ΟΣΚ ΑΕ"τα επικείμενα σ'αυτό, προκειμένου να κατασκευαστεί το σχολείο. Η ΟΣΚ ΑΕ προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας και είναι υπόχρεη να καταβάλει αποζημίωση, αφού η αυτούσια απόδοση είναι αδύνατη". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε την τελευταία κυρία του επίδικου (απαλλοτριωθέντος) ακινήτου, υποχρέωσε δε την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ'αυτήν (αναιρεσίβλητη) το συνολικό ποσό των 6.624.307 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωσης λόγω της αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση του επιδίκου, τη νομή του οποίου είχε αποκτήσει η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε με παράνομο τρόπο, με την κατάληψη δηλ. του ακινήτου πριν (χωρίς να) συντελεστεί η απαλλοτρίωση, εν γνώσει τής μη συντελέσεώς της και παρά την αντίθετη θέληση της αναιρεσίβλητης-κυρίας του επιδίκου.
ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1097 και 1099 του ΑΚ, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω (υπό Ι), και όχι εκείνες (προϋποθέσεις εφαρμογής) του άρθρου 1100 του ΑΚ για την (μη) ευθύνη του καλόπιστου νομέα, και το Εφετείο, που εφήρμοσε τις πρώτες, όχι δε την, τελευταία, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο, από τη διάταξη αυτή, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο του κύριου δικογράφου της αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ σχετικά με την παραδοχή της ότι κατά την άσκηση της αγωγής (Φεβρουάριος 2008) η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε., της οποίας καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα, κατά τα προεκτεθέντα, ήταν νομέας του επιδίκου, παρότι δέχεται ότι η ΟΣΚ Α.Ε. είχε παραδώσει από την 14-10-2004 στη Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ Ελληνικού το ανεγερθέν κτηριακό συγκρότημα του σχολείου, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, η ΟΣΚ Α.Ε. έπαυσε να έχει τη νομή και κατοχή του ακινήτου, η οποία (νομή και κατοχή) μεταβιβάστηκε στην προρρηθείσα Σχολική Επιτροπή για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Ελληνικού σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις του άρθρου 5 του ν.1894/1990. Ενόψει του ότι η νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής είναι νομικώς αδιάφορη εν προκειμένω, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. υπό Ι), πολλώ δε μάλλον που κατά τον φερόμενο ως άνω χρόνο της περιελεύσεως της νομής στην Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ Ελληνικού η αυτούσια απόδοση του επιδίκου είχε ήδη, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, καταστεί αδύνατη με ενέργειες της εναγομένης ΟΣΚ Α.Ε. λόγω της ανέγερσης από την τελευταία του σχολικού συγκροτήματος στο επίδικο και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, προορισμένων άλλωστε να παραδοθούν στη Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ, ο εξεταζόμενος αυτός πρώτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος, σύμφωνα με την ίδια νομική σκέψη, αφού και χωρίς την ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου δεν μεταβάλλεται το διατακτικό της απόφασης, στηριζόμενο πλήρως στις λοιπές ως άνω παραδοχές (παράνομη κατάληψη της νομής του επιδίκου και αδυναμία αυτούσιας απόδοσής του από ενέργειες της εναγομένης). Για τον ίδιο προεχόντως λόγο είναι απορριπτέος και ο έκτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής ως προς την νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής, χρόνος ο οποίος είναι νομικώς αδιάφορος εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι ίδιες αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ως προς την παραδοχή της ότι η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε. προέβη στην κατάληψη του επιδίκου και στην εν συνεχεία ανέγερση σ'αυτό του κτηριακού συγκροτήματος του ΤΕΕ Ελληνικού ενεργώντας μόνη της και για δικό της λογαριασμό, ενώ κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας η εναγομένη προέβη στις ανωτέρω ενέργειες ως προστηθείσα και για λογαριασμό του Ελληνικού δημοσίου (ΥΠΕΠΘ) και του Δήμου Ελληνικού, σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 3 του π.δ. 414/1998 και 1 του ν. 3027/2002 για τους σκοπούς της ΟΣΚ Α.Ε. Και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής υπό την προεκτεθείσα έννοια, αφού και χωρίς την ειρημένη παραδοχή του Εφετείου και υπό την υποστηριζόμενη από την αναιρεσείουσα εκδοχή ότι η ΟΣΚ ΑΕ ενήργησε εν προκειμένω ως προστηθείσα και για λογαριασμό του Ελληνικού δημοσίου και του Δήμου Ελληνικού, η ευθύνη της τελευταίας παραμένει ακεραία (εις ολόκληρον με εκείνην του Ελληνικού δημοσίου κ.λ.π. όπως άλλωστε ζητούσε η αναιρεσίβλητη με την αγωγή της), σύμφωνα επίσης με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και δεν ανατρέπεται το διατακτικό της απόφασης. Εξάλλου από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εναγομένης ΟΣΚ Α.Ε. ότι η τελευταία δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην έγερση της αγωγής, τον οποίο ισχυρισμό και απέρριψε το Εφετείο, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τρίτο, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της. Τέλος, με τον έβδομο λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "η ενάγουσα, αφού για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2004 διαπίστωσε ότι κατασκευάστηκε κτίριο στο ακίνητό της, κοινοποίησε εξώδικη διαμαρτυρία", γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας δεν αποδείχθηκε, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, προεχόντως επειδή δεν συνδέεται με κάποιαν δυσμενή για την αναιρεσείουσα έννομη συνέπεια που δέχθηκε το Εφετείο, ώστε να δικαιολογείται και έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για την προβολή του. IV. Κατά τα άρθρα 90, 91, 93 του ν.2362/1995, αντίστοιχα, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, ενώ, τέλος, η ίδια παραγραφή διακόπτεται μόνο με τους αναφερόμενους στο άρθρο 93 τρόπους.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχεται ότι η αδυναμία για την αυτούσια απόδοση του επίδικου ακινήτου στην αναιρεσίβλητη συντελέστηκε με την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του κτιριακού συγκροτήματος (σχολείο) της αναιρεσείουσας και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (κατασκευή πεζοδρομίων), που έλαβαν χώραν την 1-8-2004 και 14-10-2004, αντίστοιχα. Σύμφωνα επομένως με τις παραδοχές αυτές, η αξίωση της αναιρεσίβλητης για αποζημίωση κατά τις ειρημένες διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914 επ. του ΑΚ και 91 του ν.2362/95 γεννήθηκε μέσα στο έτος 2004 και ήταν έκτοτε δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, κατά συνέπειαν δε η παραγραφή της απαίτησης αυτής άρχισε από το τέλος του (οικονομικού) έτους 2004 και δεν είχε συμπληρωθεί κατά την επίδοση της αγωγής στην αναιρεσείουσα, που έγινε την 12-2-2008. Επομένως το Εφετείο, που απέρριψε την ένσταση παραγραφής της αναιρεσείουσας, αν και με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι η παραγραφή αυτή διακόπηκε με την επίδοση στην αναιρεσείουσα, την 4-10-2004, εξώδικης διαμαρτυρίας για τις εκτελούμενες στο ακίνητο της αναιρεσίβλητης εργασίες ανοικοδομήσεως του κτηριακού συγκροτήματος του ΤΕΕ Ελληνικού, η οποία (αιτιολογία) υπόκειται σε ανάκληση κατ'άρθρον 578 του ΚΠολΔ, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 90, 91, 93 του ν.2362/95, που εφαρμόζονται και στον ΟΣΚ Α.Ε. (άρθρ. 34 παρ. 2 π.δ. 414/1998, 14 ν.627/1968), του οποίου, όπως ήδη έχει αναφερθεί, καθολικός διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα εταιρεία (άρθρο 132 ν.4199/13), και τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. V. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση την οποία οφείλει στον κύριο ο νομέας του πράγματος που απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη και του οποίου (πράγματος) η αυτούσια απόδοση είναι αδύνατη από υπαιτιότητα του νομέα περιλαμβάνει κατ'αρχήν την πραγματική αξία του καταληφθέντος πράγματος κατά τον χρόνον της εκδόσεως της αποφάσεως, και ως τέτοιος χρόνος νοείται κατά τους δικονομικούς κανόνες ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο εφαρμόζει εσφαλμένα τον κανόνα δικαίου, προσδίδοντας σ'αυτόν έννοια διαφορετική από την πραγματική (ψευδής ερμηνεία).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη ως αποζημίωση για την ένδικη αιτία το ποσό των 6.624.307 ευρώ, λαμβάνοντας υπ'όψη ως κρίσιμο χρόνο του υπολογισμού της ζημίας και της εντεύθεν οφειλόμενης αποζημίωσης που επιδίκασε τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της αναιρεσίβλητης (Φεβρουάριος 2008), όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη, όχι δε εκείνον της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (27-1-2009), που είναι ο χρόνος υπολογισμού της αποζημιώσεως κατά την έννοια των ειρημένων διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 του ΑΚ. Επομένως το Εφετείο παραβίασε με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή τις ανωτέρω διατάξεις, όπως βάσιμα η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τρίτο, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενη και σημαντική μείωση της αξίας των ακινήτων από την μεσολαβήσασα οικονομική κρίση. Και πρέπει, κατά παραδοχήν του βάσιμου αυτού λόγου, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, που αναφέρονται στο ίδιο κεφάλαιο της αποφάσεως και στη δικαστική δαπάνη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά την επιδικασθείσα στην αναιρεσίβλητη αποζημίωση, να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 183 εδ. β'του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 5867/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα. Και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 729 / 2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία , Αποζημίωση. Περίληψη: Ευθύνη του εργαζομένου για αποζημίωση του εργοδότη, κατ’ αρθρ 652 ΑΚ. Απαιτείται υπαιτιότητα του εργαζομένου έστω και από ελαφρά αμέλεια. Έννοια ανώτερης βίας και τυχηρού για απαλλαγή του εργαζομένου. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη. Απαιτείται για τη θεμελίωσή της υπαιτιότητα. Δεν στοιχειοθετείται από μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι μετέρχεται δραστηριότητα επιρρεπή σε ατυχήματα. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλήττει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες. Δεν ιδρύεται επίσης λόγος αυτός , αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (Απορρίπτει αναίρεση της 1541/2014 αποφ ΜονΕφΘεσσ)

Next: ΑΠ 281 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία . Περίληψη: Κατ’ άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/29-5-2001, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – με βάση την οποία ιδρυόταν λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη – διαγράφηκε η φράση «ή δεν διέταξε απόδειξη», πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.2002) εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του άρθρ.559 αρ.10 ΚΠολΔ, ως είχε.
Previous: ΑΠ 144 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων. Περίληψη: Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Απόκτηση της νομής πράγματος με παράνομη πράξη και αδυναμία αυτούσιας απόσβεσης του. Έννοιες. Υποχρέωση του νομέα να αποζημιώσει τον κύριο του ακινήτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος (αποκτήσας ) είναι νομέας κατά την άσκηση της αγωγής. Υπολογισμός αποζημιώσεως κρίσιμος χρόνος εκείνος της έκδοσης της ακροάσεως, που κατά τους δικονομικούς κανόνες είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πενταετής παραγραφής της αιτιάσεως κατά του δημοσίου και εν προκειμένω κατά της ΟΣΚ Α.Ε. Έναρξη της παραγραφής. Αναίρεση. Λόγοι αλυσιτελείς. Πότε. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με ψευδή ερμηνεία και εντεύθεν εσφαλμένη εφαρμογή.(Αναιρεί εν μέρει ΕΑ 5867/2013).
$
0
0
Απόφαση 729 / 2015    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αδικοπραξία , Αποζημίωση.
Περίληψη:

Ευθύνη του εργαζομένου για αποζημίωση του εργοδότη, κατ’ αρθρ 652 ΑΚ. Απαιτείται υπαιτιότητα του εργαζομένου έστω και από ελαφρά αμέλεια. Έννοια ανώτερης βίας και τυχηρού για απαλλαγή του εργαζομένου. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη. Απαιτείται για τη θεμελίωσή της υπαιτιότητα. Δεν στοιχειοθετείται από μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι μετέρχεται δραστηριότητα επιρρεπή σε ατυχήματα. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλήττει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες. Δεν ιδρύεται επίσης λόγος αυτός , αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (Απορρίπτει αναίρεση της 1541/2014 αποφ ΜονΕφΘεσσ)


Αριθμός 729/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Μ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ........ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ε. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .... και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-6-2012 αγωγή του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15998/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1541/2014 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-10-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 31-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 1-10-2014 με αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 207/15-10-2014 αίτηση του Α. Μ. κατά του Ε. Σ. περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ 1541/2014 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν. Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις, που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Εξάλλου, από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)-ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 11/2014). Έλλειψη νόμιμης βάσης, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (AΠ 200/2014, 139/2014, 11/2014). Όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει δύο ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό της, εφόσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται τελεσφόρως και λυσιτελώς με ειδικό λόγο αναίρεσης, η αναίρεση θ'απορριφθεί ως αλυσιτελής κατ'άρθρο. 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ όσο απευθύνεται κατά της μίας εκ των δύο αιτιολογιών, εφ'όσον η μη πληττόμενη τελεσφόρως αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης (Ολ ΑΠ 25/1994, ΑΠ 856/2014, 675/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα εξής ουσιώδη, αναφορικά με την ένδικη αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά του ήδη αναιρεσείοντος: "Το ένδικο ατύχημα συνέβη στην Ιταλία, στις 23.7.2011 και περί ώρα (Ιταλίας) 18.25', στη χιλιομετρική θέση 125 + 500 της Autostrada Nord (Βόρειος Αυτοκινητόδρομος) Α 14, στην επαρχία Ρίμινι. Η εν λόγω οδός είναι αυτοκινητόδρομος, διπλής κατεύθυνσης, με διαχωριστικό (τσιμεντένιο) στηθαίο ασφαλείας μεταξύ των κατευθύνσεων ύψους 1,30 μ., με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση με διακεκομμένη διαγράμμιση μεταξύ τους και με ασφάλτινο έρεισμα στα άκρα, στην χιλιομετρική δε αυτή θέση είναι ευθεία. Το οδόστρωμα ήταν, την ως άνω ημερομηνία, στεγνό, ο καιρός ήταν αίθριος, η ορατότητα καλή και η κυκλοφοριακή κίνηση ήταν έντονη, όπως τα παραπάνω εμφαίνονται στην έκθεση την οποία συνέταξαν οι C. A. και C. A., αρμόδιοι υπάλληλοι της κρατικής αστυνομίας (Τομέας Αστυνομίας Φορλί Αρχηγείο Υποτομέα Αυτοκινητοδρόμου Φορλί), οι οποίοι έφθασαν στο χώρο του ενδίκου ατυχήματος στις 19.40 της παραπάνω ημέρας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα ήταν οι ακόλουθες: Ο εναγόμενος, κατά τον παραπάνω χρόνο, οδηγούσε τον με αριθμό κυκλοφοράς ... δημόσιας χρήσης τράκτορα-ελκυστήρα διεθνών μεταφορών, με τον με αριθμό κυκλοφορίας Ρ 35446 επικαθήμενο ψυκτικό θάλαμο, ιδιοκτησίας του ενάγοντος και κινείτο στην παραπάνω οδό με κατεύθυνση από Αγκώνα προς Μπολόνια, με ταχύτητα 90 περίπου χλμ/ώρα (στην με αριθ. 11025Β/21.11.2011 τεχνική έκθεση αναφέρεται ότι ο εναγόμενος την προσδιόριζε στα 87 χλμ/ώρα), μεταφέροντας εντός του ψυκτικού θαλάμου διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρία των οποίων ήταν η εταιρία με την επωνυμία "ΚΟΛΙΟΣ Α.Ε.". Αυτός, ενώ κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της οδού, δεν κατέβαλε κατά την οδήγηση την κατ'αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, την οποία όφειλε και μπορούσε, ενόψει των προσωπικών του καταστάσεων και ικανοτήτων να καταβάλει και ειδικότερα οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έτσι ώστε, κατά την εκ μέρους του εκτέλεση ελιγμού μετακίνησης από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς την αριστερή, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο, λόγω και του μεγάλου όγκου του, παρέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και αφού διέσχισε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, προσέκρουσε με σφοδρότητα, με την αριστερή πλευρά του ελκυστήρα στο κεντρικό τμήμα του στηθαίου ασφαλείας τύπου New Jersey, το οποίο υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας της οδού και στη συνέχεια της σύγκρουσης αυτής τα ελαστικά της αριστερής πλευράς του προαναφερόμενου οχήματος, λόγω της τριβής, πήραν φωτιά. Το όχημα, συνέχισε την πορεία του ολισθαίνοντας κόντρα στο στηθαίο ασφαλείας για περίπου 115 μέτρα και σταμάτησε στη λωρίδα προσπέρασης επάνω στο στηθαίο, ενώ η φωτιά επεκτάθηκε και εξελίχθηκε σε μεγάλη πυρκαγιά, όπως τα παραπάνω αναφέρονται στην προαναφερθείσα έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, από την οποία καταστράφηκε ο τράκτορας, ο επικαθήμενος ψυκτικός θάλαμος, το ψυκτικό μηχάνημα του θαλάμου, το σασί του επικαθήμενου ψυκτικού θαλάμου και το μεταφερόμενο εμπόρευμα. O εναγόμενος οδηγός, αρχικά, σε δήλωσή του, αμέσως μετά το ατύχημα, που περιλαμβάνεται στην παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, αναφέρει ότι "καθώς οδηγούσα από Αγκώνα προς Μπολόνια, μετά την έξοδο του Ρίμινι, έσκασε το μπροστινό αριστερό λάστιχο με αποτέλεσμα να με τραβήξει στο αριστερό ρεύμα και να πέσω στα τσιμεντένια προστατευτικά της Autostrada, να προκληθεί τριβή και να πάρω φωτιά". Τον ισχυρισμό του δε αυτόν περί αιφνίδιας και απρόβλεπτης ρήξης του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού του διευθυντηρίου άξονα του ελκυστήρα, εξαιτίας της οποίας έχασε τον έλεγχο του οχήματος, αποδίδοντας το ένδικο ατύχημα σε γεγονός ανωτέρας βίας ή απλού τυχηρού γεγονότος, πρότεινε αυτός και κατά την πρωτοβάθμια δίκη, επαναφέρει δε με τον πρώτο λόγο έφεσης. Ο εν λόγω ισχυρισμός του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, δεν αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας ή έστω και αιφνίδια θραύση [κλατάρισμα] του ελαστικού και η συνεπεία αυτής πρόκληση ατυχήματος, εκτός αν αυτή οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο, όπως αντικείμενο επί του οδοστρώματος το οποίο δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί ο οδηγός και είχε ως αποτέλεσμα την αιφνίδια θραύση του ελαστικού του οχήματος του ή σε κακή ποιότητα του ελαστικού εκ κατασκευής, πλην όμως ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι η θραύση του ελαστικού οφείλεται σε εξωτερικό, εκτός του οχήματος, αίτιο, το οποίο δεν ήταν δυνατό στη συγκεκριμένη περίπτωση να προβλέψει, καταβάλλοντος την προσοχή που όφειλε κάθε συνετός οδηγός και θα κατέβαλε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ούτε ότι το ελαστικό του οχήματος δεν ήταν κατάλληλο για την ασφαλή κίνηση του οχήματος. Αντίθετα, στις προτάσεις του κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ισχυρίστηκε ότι "τα συγκεκριμένα ελαστικά (του διευθυντηρίου άξονα) ήταν από τα καλύτερα και ακριβότερα της αγοράς ελαστικών (μάρκας Continental), τύπου 385/65 R 22,5 και είχαν τοποθετηθεί στο όχημα το 2010. Είναι δε γνωστό ότι από την τοποθέτηση, εφόσον συμβεί, εντός πενταετίας από την κατασκευή αρχίζει η φθορά και υπολογίζεται η διάρκεια ζωής του ελαστικού. Ήταν σχεδόν καινούργια κατά το ατύχημα, καθώς είχαν τοποθετηθεί περί τις 15 ημέρες πριν την πρόσληψή μου δηλ. περί τα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 2010. Το γεγονός αυτό φαινόταν και δια γυμνού οφθαλμού, καθώς όχι μόνο τότε, αλλά και έως και πριν το ατύχημα, το πέλμα τους ήταν σε άριστη κατάσταση, το ίδιο δε συνέβαινε και με τις παρειές αυτών (κανένα σκάσιμο, εξόγκωμα, κόψιμο)". Αλλά και ο ισχυρισμός του ότι, εξαιτίας του ότι τα εν λόγω ελαστικά ήταν καινούργια, η σημειωθείσα ρήξη οφείλεται σε αφανές κατασκευαστικό ελάττωμα, το οποίο δεν προσδιορίζει και πρέπει να αποδοθεί ευθύνη στην κατασκευάστρια εταιρία, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, από την παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, προκύπτει ότι στο σημείο όπου συνέβη το ένδικο ατύχημα δεν βρέθηκαν κάποια τμήματα του ελαστικού τα οποία αποκολλήθηκαν από αυτό λόγω της ρήξης, όπως θα ήταν αναμενόμενο να συμβεί αν ο παραπάνω ισχυρισμός ήταν βάσιμος. Στο συμπέρασμα δε της με αριθ. 11025Β/21.11.2011 τεχνικής έκθεσης που προσκομίζεται από τον εναγόμενο, ως απόδειξη του "κλαταρίσματος", αναφέρεται μία στρέβλωση η οποία εμφανίζεται σε ένα σημείο της κυκλικής περιφέρειας του σώτρου (ζάντας) του εμπρόσθιου αριστερού τροχού, ενώ αόριστα στη συνέχεια αναφέρεται ότι διακρίνονται και άλλες στρεβλώσεις και καταπονήσεις της ζάντας, χωρίς όμως να επιχειρείται κάποιος ειδικότερος σχετικός προσδιορισμός τους, ούτε και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω στρέβλωση αποτελεί απόδειξη του "κλαταρίσματος", απορριπτόμενων των όσων σχετικά ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Ο τελευταίος, σε δήλωσή του, στις 29.7.2011, η οποία επίσης περιλαμβάνεται στην παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, αντίθετα με όσα είχε ισχυριστεί περί "κλαταρίσματος"του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού του τράκτορα - ελκυστήρα, αναφέρει ότι, "ενώ μετέβαινα από Αγκώνα προς Μπολόνια ένα μικρό αυτοκίνητο με προσπέρασε, έκανε τον ελιγμό για να μπει στη δεξιά λωρίδα, ελάττωσε ταχύτητα ενώ βρισκόταν επάνω στη λωρίδα, εγώ έκανα ένα ελιγμό δεξιά για να τον αποφύγω, μετά το αυτοκίνητο μπήκε ακόμη πιο δεξιά, εγώ έκανα και πάλι ελιγμό προς αριστερά με αποτέλεσμα να βρεθώ επάνω στην αριστερή λωρίδα, να προσκρούσω επάνω στο τοιχίο από τσιμέντο του αυτοκινητοδρόμου, όπου σύρθηκε το όχημα και έπιασε φωτιά". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, εξαιτίας της τριβής, όπως προαναφέρθηκε, προκλήθηκε σπινθήρας και λόγω της υπερθέρμανσης μεταδόθηκε φλόγα στο πίσω εξωτερικό αριστερό ελαστικό του τράκτορα-ελκυστήρα, με συνέπεια να εκδηλωθεί φωτιά στο συγκεκριμένο σημείο του οχήματος. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η φωτιά εκδηλώθηκε και επεκτάθηκε άμεσα, γιατί η πρόσκρουση προκάλεσε την θραύση των μπαταριών και προκλήθηκε βραχυκύκλωμα κρίνεται απορριπτέος. Από τις φωτογραφίες του οχήματος προκύπτει, ότι στο πλάγιο τμήμα του ελκυστήρα βρίσκονταν τοποθετημένα πλαστικά καλύμματα κατά τρόπο ώστε να προστατεύονται όσα εξαρτήματα βρίσκονται στο εσωτερικό τμήμα αυτών μεταξύ των οποίων και οι μπαταρίες, που δεν αμφισβητείται ότι καλύπτονταν επιπλέον και από πλαστική θήκη για την μετακίνηση της οποίας είχε διαμορφωθεί σχετική χειρολαβή. Με δεδομένη τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του τμήματος όπου βρίσκονταν οι μπαταρίες δεν αποδεικνύεται ότι και αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ όσων σημείων προσέκρουσαν στο τοιχίο κατά τρόπο ώστε η αρχική φλόγα να προέλθει από αυτές. Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι στην άμεση επέκταση της φωτιάς συντέλεσε διαρροή πετρελαίου, αφού στην σχετική έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας δεν αναφέρεται ότι εμφανίζονται ίχνη πετρελαίου στο οδόστρωμα, ούτε ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε έκρηξη του "ρεζερβουάρ". Επήλθε βέβαια αλλοίωση αυτού, όχι όμως έκρηξη και διαρροή πετρελαίου, στις δε φωτογραφίες που υπάρχουν στην με αριθ. 62467/2012 τεχνική έκθεση της εταιρίας πραγματογνωμόνων με την επωνυμία "Ν. Δ. Ε.Π.Ε.", εμφαίνονται όλα τα "ρεζερβουάρ"του συρμού, χωρίς να είναι κάποιο διαμελισμένο. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, το δικαστήριο κρίνει, ότι υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος και των συνεπειών που προκλήθηκαν από αυτό είναι ο εναγόμενος οδηγός καθόσον αυτός, παρότι έμπειρος και ικανός οδηγός ασχολούμενος επαγγελματικά με την οδήγηση φορτηγών, επέδειξε αμέλεια κατά την εκτέλεση ελιγμού προς τα αριστερά στην παραπάνω οδό και δεν συγκράτησε το όχημα που οδηγούσε, κατά τρόπο ώστε αυτό να παραμείνει κινούμενο εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, άλλα έχασε τον έλεγχο αυτού, τον οποίο δεν ανέκτησε, με τις περαιτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, η πρώτη εστία ζημιών προκλήθηκε κατά την πρώτη επαφή του οχήματος με το στηθαίο ασφαλείας της οδού (πρωτογενής κρούση) και βρίσκεται στην εμπρόσθια μετωπική επιφάνεια προς τα αριστερά. Στη συνέχεια προκλήθηκε η δεύτερη εστία ζημιών, όταν ο συρμός λόγω του είδους της κρούσης και της μη περαιτέρω διείσδυσης των συγκρουσθέντων μερών σχηματίστηκαν ίχνη εξολίσθησης (τριβής) της πίσω αριστερής πλευράς του ελκυστήρα με επακόλουθα ίχνη τριβής του εξωτερικού πίσω αριστερού τροχού του ελκυστήρα του οχήματος, ενώ η τρίτη εστία ζημιών προκλήθηκε όταν το όχημα ακινητοποιήθηκε και λόγω της υπερθέρμανσης από την τριβή της ζάντας του ελαστικού προκλήθηκε φωτιά αρχικά στην πίσω αριστερή πλευρά του ελκυστήρα, η οποία επεκτάθηκε στο υπόλοιπο αμάξωμα και κατέστρεψε τον συρμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι το προσκομιζόμενο, με επίκληση, από τον εκκαλούντα, με αριθ. 2550/1/23.7.2011 έγγραφο της Περιφερειακής Διοίκησης Πυροσβεστικού Σώματος Ρίμινι, το οποίο παραδεκτά προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αφού περιήλθε στον εκκαλούντα μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, απορριπτομένου του περί απαραδέκτου ισχυρισμού του εφεσιβλήτου, όπως και του δεύτερου λόγου έφεσης του εκκαλούντος, δεν ασκεί επιρροή στην παραπάνω κρίση του δικαστηρίου, καθόσον στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι "κατά την άφιξη της πυροσβεστικής στο χώρο του ένδικου ατυχήματος το όχημα ακουμπούσε στο στηθαίο ασφαλείας, ενώ στη λωρίδα υπήρχαν τα ελαστικά που είχαν αποσυνδεθεί από το όχημα πριν αυτό σταματήσει και τα οποία καίγονταν", κάτι το οποίο όμως ήταν φυσικό επακόλουθο της φωτιάς που είχε ήδη εκδηλωθεί, όπως προαναφέρθηκε. Σε ακολουθία των παραπάνω, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω εναγόμενος οδηγός δεν εκτέλεσε την εργασία του με επιμέλεια όπως όφειλε, ως μέσος εκπρόσωπος του επαγγέλματος του, με βάση την επαγγελματική του ιδιότητα, την εμπειρία και την ικανότητά του, ιδιότητες στις οποίες απέβλεπε ο ενάγων κατά την ανάθεση σε αυτόν της παραπάνω εργασίας (άρθρο 652 ΑΚ) και ως εκ τούτου ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε, από αμέλεια (έστω και ελαφρά), στον ενάγοντα-εργοδότη του, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι η επελθούσα ζημία πρέπει να βαρύνει τον ενάγοντα εργοδότη του ως εμπίπτουσα στη σφαίρα του επιχειρηματικού του κινδύνου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ, περί ολικής ή μερικής απαλλαγής του εναγομένου οφειλέτη από την προς αποζημίωση υποχρέωσή του, λόγω συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος (κατά ποσοστό 99%), που παραδεκτά πρόβαλλε ο εναγόμενος στη πρωτοβάθμια δίκη, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, όπως απαιτείται, επαναπροβάλλει δε με τον τρίτο λόγο έφεσης". Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της υπαιτιότητας για το ένδικο ατύχημα και την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί προκλήσεως του ατυχήματος από ανωτέρα βία ή τυχηρό λόγω αιφνίδιας ρήξης του ελαστικού. Ειδικότερα, τον τελευταίο ισχυρισμό κατά το σκέλος του ότι η αιφνίδια ρήξη του ελαστικού καθ'εαυτή, ως γεγονός ανωτέρας βίας ή τυχηρό προκάλεσε το ατύχημα, έκρινε το Εφετείο κατά την κυρία αιτιολογία του ως μη νόμιμο, τον ίδιο δε ισχυρισμό κατά το έτερο σκέλος του ότι η ρήξη του ελαστικού οφείλεται σε αφανές κατασκευαστικό λάθος του ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζεται το κατασκευαστικό λάθος και διότι δεν επικαλείται ο αναιρεσείων άλλο εξωτερικό αίτιο. Η κύρια αυτή αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται με την αναίρεση, στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το αρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ, κατά το πρώτο μέρος του, σύμφωνα με το οποίο το Εφετείο, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφασή του τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί προκλήσεως του ατυχήματος από την αιφνίδια ρήξη του ελαστικού, ως γεγονότος ανώτερης βίας, δεχθέν ότι τέτοια ρήξη δεν επήλθε, για τη θεμελίωση δε της κρίσης του αυτής δέχθηκε ότι: α) "δεν υπήρχαν τμήματα του ελαστικού στο οδόστρωμα, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν ευσταθούσε ο ισχυρισμός μου περί αιφνίδιας θραύσης του ελαστικού και πρόκλησης εξ αυτής πυρκαγιάς", και β) "η φωτιά προκλήθηκε όταν το όχημα ακινητοποιήθηκε", στην συνέχεια δε υιοθετεί -εντελώς αντιφατικά- την έκθεση της πυροσβεστικής υπηρεσίας στην οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της ρητά αναφέρεται ότι "στη λωρίδα υπήρχαν τα ελαστικά που είχαν αποσυνδεθεί από το όχημα πριν αυτό σταματήσει και τα οποία καίγονταν", αιτιάσεις που αναφέρονται στην επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης, είναι αλυσιτελής. Ο ίδιος πρώτος λόγος κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι "ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας και ειδικότερα της αμέλειας του αναιρεσείοντος έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθόσον δεν προσδιορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η μη τήρηση από την πλευρά του της απαιτούμενης από τις περιστάσεις επιμέλειας, αρκούμενη στην παντελώς αόριστη παραδοχή ότι δεν επέδειξε την προσοχή που ένας μέσος συνετός και επιμελής άνθρωπος του κύκλου της δραστηριότητάς του όφειλε να επιδείξει προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος"είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλομένη, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη αιτιολογία, αναφέρεται ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι "οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έτσι ώστε, κατά την εκ μέρους του εκτέλεση ελιγμού μετακίνησης από την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς την αριστερή, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο, λόγω και του μεγάλου όγκου του, παρέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και αφού διέσχισε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, προσέκρουσε με σφοδρότητα, με την αριστερή πλευρά του ελκυστήρα στο κεντρικό τμήμα του στηθαίου ασφαλείας", εκτίθενται δηλαδή επαρκή περιστατικά, ικανά για στοιχειοθέτηση αμελούς συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε παραλείψεις του που έλαβαν χώρα κατά παράβαση των οριζομένων στα άρθρα 12 παρ.1 και 19 παρ.1 του ΚΟΚ (ν. 2696/1999).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ'ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ'είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία από το περιεχόμενο της απόφασης ότι δια της συνήθως γενικής αναγραφής του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.) συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Ο λόγος αυτός αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλματα, τα οποία έχουν γίνει κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τα σφάλματα αυτά αναφέρονται στα αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού. Επομένως, ο λόγος αυτός δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 524/2014). Δεν ιδρύεται, επίσης, λόγος αυτός, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (AΠ 49/2013). Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, για να καταλήξει στο ανωτέρω αναφερόμενο πόρισμά της, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του ότι το ατύχημα οφείλεται σε αιφνίδια και μη δυνάμενη να προβλεφθεί θραύση του ελαστικού του φορτηγού αυτοκινήτου και δεχόμενη ότι υπήρξε αμέλεια από την πλευρά του κατά την οδήγηση, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε τόσο πρωτοδίκως όσο και στην κατ'έφεση δίκη: α) Τις περιεχόμενες στο σχετικό 3 των προτάσεων που κατέθεσε στην συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αριθμημένες έγχρωμες φωτογραφίες με αριθμούς 26Ε, 28Ε και 30Ε, και β) την με αριθμό 801/9.4.2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά του Χ. Μ., η οποία συντάχθηκε στο Προξενείο της Ελλάδος στην Περούτζια της Ιταλίας ενώπιον του Επίτιμου Προξένου της Ελλάδος Κων/νου Χριστογιάννη. Ο λόγος αυτός κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί ανωτέρας βίας και τυχηρού από την αιφνίδια ρήξη του ελαστικού, ο οποίος απορρίφθηκε εν μέρει ως μη νόμιμος και εν μέρει ως αόριστος από το εφετείο είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, από την υπάρχουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, την με αριθμό 1192/29.3.2013 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, με επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του, την με αριθμό 801/9.4.2014 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε στο Προξενικό κατάστημα της Ελλάδος στην Περούτζια της Ιταλίας, ενώπιον του Επίτιμου Προξένου της Ελλάδος, με επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του και η οποία παραδεκτά προσκομίζεται, με επίκληση, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου κατά την συζήτηση της υπόθεσης σε αυτό και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, με επίκληση, στα οποία περιλαμβάνονται και έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, αλλά συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, καθώς και α] τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες και β] την με αριθμό 624 67/28.5.2012 τεχνική έκθεση την οποία συνέταξε, μετά από εντολή του ενάγοντος, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης πραγματογνωμόνων με την επωνυμία "Ν. Δ. Ε.Π.Ε.", την με αριθμ. 519/18.3.2012 τεχνική έκθεση η οποία συντάχθηκε από τον πραγματογνώμονα Γ. Τ., μετά από εντολή του ενάγοντος, τις με αριθμό 11025/3.11.2011 και 11025Β/21.11.2011 τεχνικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τις οποίες συνέταξε, μετά από εντολή του εναγομένου, ο πραγματογνώμονας Ι. Χ., την με αριθμό 2196744312 έκθεση πραγματογνωμοσύνης η οποία συντάχθηκε, μετά από εντολή της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Υδρόγειος", από τον πραγματογνώμονα Α. Μ. και την από 19.12.2011 έκθεση της ίδιας ασφαλιστικής εταιρίας σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, όχι μόνο δεν καταλείπεται αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα αναφερόμενα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος του, που αναφέρεται στο ζήτημα της υπαιτιότητας είναι αβάσιμος. Οι στον ίδιο λόγο αναφερόμενες αιτιάσεις, ότι "από τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, αφού στις φωτογραφίες απεικονίζονται ευκρινώς τόσο ίχνη πλαγιολίσθησης (κυρίως στην δεξιά λωρίδα της κυκλοφορίας), όσο και ίχνη τροχοπέδησης (ιδίως στην αριστερή λωρίδα) οφειλόμενα τα μεν ίχνη πλαγιολίσθησης στην αιφνίδια θραύση του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού, τα δε ίχνη τροχοπέδησης στην προσπάθεια που κατέβαλε ο αναιρεσείων να συγκρατήσει το όχημα, ώστε να αποφευχθεί η πρόσκρουση και εν συνεχεία να το ακινητοποιήσει με ασφάλεια, αφού υπό τις δεδομένες συνθήκες η αποφυγή της πρόσκρουσης ήταν αδύνατη, στην δε ένορκη βεβαίωση, διαβεβαιώνει ο ενόρκως βεβαιών ότι ο αναιρεσίβλητος τον πληροφόρησε ότι το ατύχημα οφείλεται σε αιφνίδια ρήξη του ελαστικού και ότι καθ'υπόδειξή του ο αναιρεσείων, ενώ αρχικά είχε καταθέσει στην Ιταλική αστυνομία ότι η ρήξη του ελαστικού ήταν η αιτία της εκτροπής του αυτοκινήτου, κατέθεσε στη συνέχεια σε νεώτερη κατάθεσή του, διότι με βάση την αρχική κατάθεση πιθανότητα η ασφαλιστική εταιρεία να μην έδινε την αποζημίωση", προβάλλονται απαραδέκτως, διότι αναφέρονται στην εκτίμηση της αποδεικτικής βαρύτητας των μέσων αυτών. Από το άρθρο 300 ΑΚ, το οποίο μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις που ο εργοδότης δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης από τον εργαζόμενο που παρέβη τις από το άρθρο 652 ΑΚ υποχρεώσεις απέναντί του, προκύπτει ότι για να απαλλαχθεί της ευθύνης ο εργαζόμενος ή να μειωθούν οι συνέπειες αυτής, προϋπόθεση είναι κατ'αρχήν να συνετέλεσε στην επέλευση της ζημίας ή στην έκτασή της ο εργοδότης με δικό του πταίσμα και εξαιρετικά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, επιτρέπεται να θεωρηθεί ότι ο ζημιωθείς συνετέλεσε στη ζημία χωρίς πταίσμα. Τέτοια πρόβλεψη από μόνο τον επιχειρηματικό κίνδυνο που έχει αναλάβει ο εργοδότης, που μετέρχεται εργασία επιρρεπή σε ζημίες δεν υπάρχει ούτε στο άρθρο 652 ΑΚ ούτε σε κάποια άλλη διάταξη νόμου. Επομένως, με το να απορρίψει το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του ως μη νόμιμο τον, προβληθέντα πρωτοδίκως και επαναπροβληθέντα με σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιόν του, ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για απαλλαγή του από οποιαδήποτε υποχρέωσή του για αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, άλλως περί περιορισμού της ευθύνης του στο 1%, κατ'εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, με την επίκληση ότι η οδήγηση του οχήματος είναι εργασία επιρρεπής σε ζημίες, από την οποία τον επιχειρηματικό κίνδυνο είχε αναλάβει ο αναιρεσίβλητος εργοδότης του, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 και 300 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία τους και μη εφαρμογή της τελευταίας. Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για παραβίαση των διατάξεων αυτών είναι αβάσιμος.
Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, είναι, πράγματι, αληθές ότι ο εργαζόμενος, όπως κάθε οφειλέτης, έχει την υποχρέωση να εκτελέσει την εργασία του με επιμέλεια. Ο βαθμός της επιμέλειας κρίνεται με βάση τη σύμβαση, εν όψει των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων ή των ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες ο εργοδότης γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει. Σε περίπτωση παραβίασης της επιμέλειας αυτής, ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται στον εργοδότη (ΑΚ 652). Και όπως σε κάθε περίπτωση ζημίας, δύναται να επιδιώξει την απαλλαγή του ή τον περιορισμό της έκτασης της αποζημίωσης, στο μέτρο που ο εργοδότης συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της ζημίας ή στην έκτασή της (ΑΚ 300). Εν τούτοις, η λειτουργία μιας σύμβασης εργασίας εμφανίζει ιδιαιτερότητες, σε σύγκριση με συμβάσεις άλλου είδους. Η παροχή, την οποία ο εργαζόμενος οφείλει από τη σύμβαση, συνίσταται στην εργασία αυτή καθεαυτή και όχι σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο εργοδότης, αντιστοίχως, με την αντιπαροχή του αμείβει την εργασία και όχι την ανάληψη κινδύνων. Ο μισθός, που λαμβάνει ο εργαζόμενος, δεν αντισταθμίζει τους κινδύνους ζημιών, στους οποίους αυτός εκτίθεται κατά την εκτέλεση της εργασίας του, μέσα σε συνθήκες ή καταστάσεις πίεσης, τις οποίες, αποκλειστικά, διαμορφώνει και επηρεάζει ο εργοδότης. Ακόμη και για τον πιο επιμελή και ευσυνείδητο εργαζόμενο, εν όψει της φύσεως της παροχής του, ενδέχεται να καταστεί αναπόφευκτη μία στιγμιαία χαλάρωση της προσοχής, με εντελώς δυσανάλογες συνέπειες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση για πλήρη αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να βρίσκεται σε εύλογη σχέση ούτε με το μισθό, τον οποίο λαμβάνει ο εργαζόμενος ούτε με τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται κατά την παροχή της εργασίας του. Τότε, επιβάλλεται απόκλιση από τον κανόνα της πλήρους ευθύνης για κάθε πταίσμα και πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εργοδότης, ο οποίος αποκομίζει το όφελος από την παροχή της εργασίας, οφείλει να φέρει και τους συναφείς με αυτήν κινδύνους. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό όταν η ζημία επέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας, που έχει ανατεθεί στον εργαζόμενο και βρίσκεται σε συνάφεια με αυτή, ενώ, ταυτόχρονα, ο εργαζόμενος δεν βαρύνεται με δόλο. Μια τέτοια λύση, αν και δεν παρέχεται ευθέως από την ΑΚ 300, συνάγεται με ανάλογη εφαρμογή της (πρβλ. τις περιπτώσεις του "εμμέσου"πταίσματος της ΑΚ 300 εδ. β') και βρίσκει επαρκές έρεισμα στην αρχή ότι ο εργοδότης είναι αυτός, ο οποίος φέρει εξ ολοκλήρου τους κινδύνους από τη λειτουργία της επιχειρήσεως. Διότι η έννομη τάξη θα ήταν ασυνεπής, αν κάποιους λόγους, τους οποίους θεωρεί επαρκείς για την ίδρυση ευθύνης, δεν τους λάμβανε υπ'όψη και ως λόγους "συνευθύνης", κατά την ΑΚ 300. Οπότε, ο δικαστής, κάνοντας χρήση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει η ΑΚ 300 και αξιολογώντας τις συνθήκες εκάστης περιπτώσεως, μπορεί είτε να παράσχει πλήρη αποζημίωση στο ζημιωθέντα εργοδότη, όταν η ζημία προκλήθηκε από δόλο του εργαζομένου, είτε να επιμερίσει τη ζημία, είτε και να απαλλάξει πλήρως τον εργαζόμενο από την ευθύνη, αν η ζημία οφείλεται σε ελαφρά ή ιδιαίτερα ελαφρά αμέλεια. Με την ερμηνεία αυτή, η οποία συμπορεύεται με τις κατευθυντήριες αρχές που διατυπώνονται και στα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και με τον δι'αυτής περιορισμό της ευθύνης του εργαζομένου, το σύστημα της αστικής ευθύνης διατηρεί την προληπτική του λειτουργία, χωρίς να εξοντώνεται οικονομικά το ασθενέστερο μέρος μιας σύμβασης εργασίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με την εν λόγω ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, ως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 300 και 652 ΑΚ, θα έπρεπε να έχει κριθεί βάσιμος. Περαιτέρω, κατ'ομόφωνη κρίση, εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, οι προβαλλόμενες στον ίδιο λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις περί ελλείψεως αιτιολογιών ως προς τη μορφή της αμελείας του αναιρεσείοντος, αν δηλαδή αυτή είναι όλως ελαφρά, ελαφρά ή βαρεία, με συνέπεια το ανέφικτο του αναιρετικού ελέγχου για την ορθή ή μη εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, είναι απαράδεκτες. Απαράδεκτες είναι και οι περαιτέρω αιτιάσεις στον ίδιο λόγο περί παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, μη προβληθείσες ενώπιον του Εφετείου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, αλλά για πρώτη φορά με την αίτηση αναίρεσης. Με το να απορρίψει κατά τα ανωτέρω το Εφετείο, ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί απαλλαγής του ή άλλως μειωμένης ευθύνης του για το ατύχημα, κατ'εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, έλαβε εκ του πράγματος υπόψη, όπως από την απόφασή του προκύπτει, τα προτεινόμενα από τον αναιρεσείοντα προς θεμελίωσή του περιστατικά και συγκεκριμένα ότι η εργασία του ως οδηγού είναι εργασία επιρρεπής σε ζημίες, ότι η αμέλεια που τον βαρύνει είναι ελαφρά και ότι ο μισθός του ανερχόταν σε 1200 ευρώ και βρισκόταν σε προφανή δυσαναλογία προς την έκταση του κινδύνου ζημιών, στον οποίο ήταν εκτεθειμένος κατά την εκτέλεση της εργασίας του και προς την έκταση της ζημίας που καλείτο να αποκαταστήσει. Η περαιτέρω λήψη υπόψη ισχυρισμού περί συντρέχοντος πταίσματος του αναιρεσιβλήτου, με το να προβεί σε υπασφάλιση του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου που οδηγούσε και του μεταφερομένου με αυτό εμπορεύματος και να συντελέσει έτσι στην έκταση της ζημίας δεν ήταν απαραίτητη, διότι ο σχετικός ισχυρισμός, όπως από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, χωρίς αναφορά της αξίας αυτών που υπέστησαν ζημία και της αξίας που ασφαλίσθηκε, ήταν αόριστος. Επομένως, ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, για μη λήψη υπόψη των ανωτέρω περιστατικών που στήριζαν το σχετικό από το άρθρο 300 ΑΚ ισχυρισμό είναι αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1.10.2014, αίτηση του Α. Μ. του Θ. κατά του Ε. Σ. του Ν., περί αναίρεσης της υπ'αριθ. 1541/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΠ 281 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία . Περίληψη: Κατ’ άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/29-5-2001, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – με βάση την οποία ιδρυόταν λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη – διαγράφηκε η φράση «ή δεν διέταξε απόδειξη», πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.2002) εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του άρθρ.559 αρ.10 ΚΠολΔ, ως είχε.

Previous: ΑΠ 729 / 2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία , Αποζημίωση. Περίληψη: Ευθύνη του εργαζομένου για αποζημίωση του εργοδότη, κατ’ αρθρ 652 ΑΚ. Απαιτείται υπαιτιότητα του εργαζομένου έστω και από ελαφρά αμέλεια. Έννοια ανώτερης βίας και τυχηρού για απαλλαγή του εργαζομένου. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη. Απαιτείται για τη θεμελίωσή της υπαιτιότητα. Δεν στοιχειοθετείται από μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι μετέρχεται δραστηριότητα επιρρεπή σε ατυχήματα. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλήττει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες. Δεν ιδρύεται επίσης λόγος αυτός , αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (Απορρίπτει αναίρεση της 1541/2014 αποφ ΜονΕφΘεσσ)
$
0
0
Απόφαση 281 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αδικοπραξία .
Περίληψη:

Κατ’ άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/29-5-2001, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – με βάση την οποία ιδρυόταν λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη – διαγράφηκε η φράση «ή δεν διέταξε απόδειξη», πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.2002) εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του άρθρ.559 αρ.10 ΚΠολΔ, ως είχε.

Αριθμός 281/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1)Σ. συζ. Δ. Σ., το γένος Ν. Π. και 2)Β. συζ. Α. Ζ., το γένος Α. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ν. Ε. του Α., 2)Γ. Β. του Α. και 3)Α. - Μ. Β. του Α., κατοίκων ..., ως κληρονόμων της Φ. χήρας Α. Ε., το γένος Ν. Σ., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .... και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/4/1993 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε η 1779/1994 μη οριστική απόφασή του. Στη συνέχεια ασκήθηκε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου η από 3/8/1994 επικουρική αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών που συνεκδικάσθηκε με την αρχική αγωγή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1341/1995 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 12020/1995 του Εφετείου Αθηνών και μετ'ανακοπή η 7222/1998 του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν αυτών εκδόθηκε η 4309/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η 5294/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση τελευταίας απόφασης καθώς και της 12020/1995 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 30/5/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 178 Α.Κ. δικαιοπραξία που αντιβαίνει, στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται από το περιεχόμενό της, ενόψει όχι μεμονωμένα της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων, που τη συνοδεύουν (Α.Π.826/89 ΕΛ.Δ.31. 1237). Από το πιο πάνω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, όπου αν και υπάρχει εκμετάλλευση δεν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 179 Α.Κ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα εξής: "Δυνάμει του υπ'αριθμ.../24.7.1986 συμβολαίου ως συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής, Ασπασίας Αρχοντάκη-Φλούδα, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Π. Λ. του Α., ηλικίας τότε 80 ετών, πώλησε και μεταβίβασε στην αρχικώς εναγομένη Φ. Ε., κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία εφ'όρου ζωής του, μία διώροφη οικία, με τα παραρτήματα και παρακολουθήματά της, κτισμένη σε οικόπεδο, επιφανείας, κατά τους τίτλους κτήσεως, 171,56 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 248 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…"της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου αυτού και επί της οδού …. αποτελούμενη (η οικία) από ισόγειο επιφάνειας 112,70 τ.μ. και πρώτο όροφο επιφάνειας 58,50 τ.μ. Σύμφωνα με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ως τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε το ποσό των 4.500.000 δραχμών, το οποίο, όπως ρητά αναγράφεται στο συμβόλαιο αυτό, καταβλήθηκε σε μετρητά από την αγοράστρια στον πωλητή, τμηματικώς, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου και εκτός του τόπου σύνταξης αυτού, όπως ρητά διαβεβαίωσαν, σχετικά, οι συμβαλλόμενοι τη συντάξασα τούτο συμβολαιογράφο. Κατά το χρόνο σύνταξης του άνω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, ο πωλητής Π. Λ. διέμενε στον οίκο ευγηρίας με τίτλο "..."που διατηρούσε στο Χαλάνδρι Αττικής η εταιρία με την επωνυμία "…", της οποίας ομόρρυθμο μέλος και διαχειρίστρια ήταν η εναγομένη. Στον εν λόγω οίκο ευγηρίας ο άνω πωλητής είχε εισαχθεί από τις 13-3-1986, ενώ προηγουμένως κατοικούσε μόνος του (εστερείτο συζύγου και τέκνων) στην ως άνω πωληθείσα οικία. Στις 29-7-1989 απεβίωσε ο ανωτέρω Π. Λ. (διέμενε ακόμη στον παραπάνω οίκο ευγηρίας) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις ενάγουσες (ήδη αναιρεσείουσες) ως πλησιέστερες κατά το χρόνο του θανάτου του συγγενείς του (η πρώτη ως τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού του Ν. Π. και η δεύτερη ως τέκνο του προαποβιώσαντος Α. Π. που ήταν τέκνο του προαναφερθέντος αδελφού του θανόντος) και μάλιστα κατά ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαθέτου από καθεμία... Οι ενάγουσες, με την ένδικη αγωγή τους... ισχυρίζονται ότι η ως άνω σύμβαση πωλήσεως (μεταξύ κληρονομουμένου και εναγομένης) είναι άκυρη λόγω της αντίθεσης της στα χρηστά ήθη, αφού η εναγομένη εκμεταλλεύτηκε τα αναφερόμενα προβλήματα υγείας (αρτηριοσκλήρυνση, γεροντική άνοια, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια) που αντιμετώπιζε ο άνω πωλητής (κληρονομούμενος), καθώς και τη σχέση υπεροχής της (ως διευθύντριας του οίκου ευγηρίας) και τον έπεισε να της πωλήσει την ψιλή κυριότητα της παραπάνω οικίας του, αντί του ποσού των 4.500.000 δραχμών, ενώ η πραγματική αξία αυτής ανερχόταν σε 10.000.000 δραχμές... Όμως... δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των ως άνω υποστηριζόμενων από τις ενάγουσες περί αντίθεσης της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη. Ειδικότερα, προς απόδειξη των προβλημάτων υγείας του άνω πωλητή, οι ενάγουσες προσκομίζουν (μεταξύ άλλων) το από 19-6-1992 πιστοποιητικό του Διοικητικού Διευθυντή του νοσοκομείου Αθηνών "Η ΕΛΠΙΣ", το από 10-7-1985 ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα του άνω νοσοκομείου, το από 3-3-1986 ενημερωτικό σημείωμα του Διευθυντή της παθολογικής κλινικής του θεραπευτηρίου ΙΚΑ Τ. και την από 3-7-1992 ιατρική βεβαίωση του Διοικητικού Διευθυντή του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Μελισσιών Α. ΦΛΕΜΙΓΚ (πρώην άνω θεραπευτηρίου). Σύμφωνα με τα ιατρικά αυτά έγγραφα, ο ανωτέρω πωλητής νοσηλεύτηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-1985 έως και 9-7-1985, στο νοσοκομείο "Η ΕΛΠΙΣ"για γαστρορραγία, έχοντας υποβληθεί σε γαστρεκτομή προ 40ετίας περίπου. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 25-2-1986 έως 3-3-1986, νοσηλεύτηκε στο άνω θεραπευτήριο του ΙΚΑ (όπου μεταφέρθηκε μέσω ΕΚΑΒ για επεισόδιο απώλειας συνειδήσεως) για ήπιο σακχαρώδη διαβήτη. Κατά το καρδιογράφημα, στο οποίο υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, εμφάνισε έκτακτες κολπικές συστολές, κατά δε τη νευρολογική εξέταση του, δεν ανευρέθη κάτι από την ψυχική του σφαίρα, ενώ αναφέρεται συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση. Όπως δε, ειδικότερα, αναγράφεται στην ως άνω από 3-7-1992 ιατρική βεβαίωση του νοσοκομείου "Α.ΦΛΕΜΙΓΚ" (διαδόχου του άνω θεραπευτηρίου), σύμφωνα με το ιστορικό νοσηλείας του στο άνω θεραπευτήριο (από 25-2-1986 έως 3-3-1986), ο ανωτέρω (πωλητής) "από ακαθόριστο χρόνο πριν έπασχε από γεροντική άνοια". Την προαναφερόμενη όμως κατάσταση της υγείας του (μετέπειτα αποβιώσαντος) πωλητή, αλλά και την ανάγκη αυτού για φροντίδα και περίθαλψη, δεν αποδείχθηκε ότι εκμεταλλεύτηκε η εναγομένη, ως Διευθύντρια του οίκου ευγηρίας όπου αυτός διέμενε, πείθοντας τον, έτσι, να συνάψουν, στις 14-7-1986, την επίδικη αγοραπωλησία της παραπάνω οικίας του. Δεν αποδείχθηκε, δηλαδή, από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η εναγομένη επωφελήθηκε την άνω κατάσταση της υγείας του πωλητή, καθώς και τη σχέση υπεροχής της που είχε μαζί του (λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητας της), και ότι, με κατάλληλους χειρισμούς, πέτυχε τη μεταβίβαση σ'αυτήν της άνω οικίας του (κατά ψιλή κυριότητα) με μειωμένη αντιπαροχή. Πρέπει δε να αναφερθεί, ότι, για τη φροντίδα και περίθαλψη, που, πράγματι, παρείχετο στον ανωτέρω, στον οίκο ευγηρίας που διηύθυνε η εναγομένη, αυτός κατέβαλλε (μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γ. Γ.) τροφεία, ύψους 45.000 δραχμών μηνιαίως. Εξάλλου, η ύπαρξη διανοητικής αδυναμίας του πωλητή, κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως, δεν καθιστά και ανήθικη τη σύμβαση αυτή, δεδομένου ότι η ανικανότητα από την εν λόγω αιτία (πνευματική νόσο) προς κατάρτιση δικαιοπραξίας ρυθμίζεται ιδιαιτέρως από το άρθρο 131 ΑΚ (ΑΠ 727/1994 Δνη 1996, 71). Επίσης, ενισχυτικό της παραπάνω κρίσεως για τη μη συνδρομή του στοιχείου της εκμετάλλευσης στο πρόσωπο της εναγομένης, αποτελεί και το γεγονός, ότι με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε σ'αυτήν (εναγομένη) μόνον η ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου, ενώ η επικαρπία αυτού παρακρατήθηκε εφ'όρου ζωής από τον πωλητή, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με την οποιαδήποτε διάθεση και βούληση της εναγομένης (αγοράστριας) να εκμεταλλευτεί τα προαναφερόμενα στοιχεία (κατάσταση υγείας του πωλητή και σχέση υπεροχής της) και να καρπωθεί, με αθέμιτο τρόπο, την περιουσία του ηλικιωμένου τροφίμου του άνω οίκου ευγηρίας. Πέραν των ανωτέρω, και σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι το ως άνω συμφωνηθέν (για την πώληση της ψιλής κυριότητας της προπεριγραφείσας οικίας) τίμημα των 4.500.000 δραχμών υπελείπετο, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, και μάλιστα σημαντικά, της πραγματικής και αγοραίας αξίας αυτής (οικίας), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες, που προσδιορίζουν την εν λόγω αξία σε 10.000.000 δραχμές. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την, περιεχόμενη στην άνω εισηγητική έκθεση, κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών (γείτονα του αποβιώσαντος πωλητή), σύμφωνα με την οποία αυτός (μάρτυρας) εκτιμά (αορίστως) ότι η αξία της πωληθείσας οικίας (με κριτήριο το ότι ήταν διώροφη, πέτρινη με κήπο) ανήρχετο, κατά το χρόνο σύναψης της πωλήσεως, σε 10.000.000 δραχμές, χωρίς όμως να διευκρινίζει στην κατάθεση του εάν η εν λόγω αξία αφορά την ψιλή (που ενδιαφέρει εν προκειμένω) ή την πλήρη κυριότητα του ακινήτου αυτού. Εξάλλου, το γεγονός ότι το ως άνω συμφωνηθέν τίμημα για την πωληθείσα ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου (4.500.000 δρχ.) υστερεί σε σύγκριση με την αντικειμενική αξία αυτού, η οποία, κατά τα αναγραφόμενα στο προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ανέρχεται σε 4.805.270 δραχμές, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση για το εν λόγω ζήτημα, καθόσον μάλιστα η παρατηρούμενη αυτή υστέρηση δεν είναι σημαντική και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι επιτρεπτό, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, να ωφελείται κάποιος από σύμβαση με αντίστοιχη ζημία του αντισυμβαλλομένου. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, στο επίμαχο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ότι το ως άνω συμφωνηθέν τίμημα καταβλήθηκε ολόκληρο σε μετρητά, από την αγοράστρια στον πωλητή, πριν από την υπογραφή του εν λόγω συμβολαίου και εκτός του τόπου υπογραφής αυτού, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, όπως, περί αυτού, διαβεβαίωσαν ρητά οι συμβαλλόμενοι τη συντάξασα το συμβόλαιο συμβολαιογράφο. Την αναλήθεια του περιεχομένου των εν λόγω διαβεβαιώσεων (δηλώσεων) των συμβαλλομένων (περί καταβολής του τιμήματος εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου) δεν απέδειξαν (ανταποδεικτικά κατ'άρθρο 441 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, οι ενάγουσες, παρότι αυτές υποστηρίζουν ότι δεν καταβλήθηκε κάποιο τίμημα από την εναγομένη στον πωλητή για την επίμαχη πώληση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη σύμβαση πωλήσεως είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη κατά την έννοια του άρθρου 178 ΑΚ και, ως εκ τούτου, η σύμβαση αυτή δεν είναι άκυρη. Επομένως, η ένδικη επιβοηθητική αγωγή, ως προς τη ... βάση της (της αντίθεσης της σύμβασης στα χρηστά ήθη), πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν".Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και τη στέρησε, έτσι, από τη νόμιμη βάση της, αφού δέχτηκε, ότι ο άνω αποβιώσας πωλητής - τον οποίο και κληρονόμησαν οι αναιρεσείοντες - έπασχε από γεροντική άνοια "από ακαθόριστο χρόνο πριν από την 25.2.1986"και συνάμα αι από ήπιο σακχαρώδη διαβήτη, ενώ είχε εμφανίσει και έκτακτες κολπικές συστολές, και ακολούθως κατέληξε στην κρίση, ότι η αρχικώς εναγομένη - η οποία έχει και αυτή αποβιώσει και στη θέση της έχουν υπεισέλθει οι ήδη αναιρεσίβλητοι κληρονόμοι της - κατά τη σύναψη, στις 24.7.1986, της επίδικης αγοραπωλησίας, ως Διευθύντρια του οίκου ευγηρίας στον οποίο ο εν λόγω πωλητής διέμενε, δεν εκμεταλεύτηκε την άνω κατάσταση της υγείας του, ούτε τη σχέση υπεροχής της, ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητάς της τής Διευθύντριας, ώστε να πετύχει να συμπράξει στην κατάρτιση της επίδικης αγοραπωλησίας και να της μεταβιβάσει την άνω οικία, χωρίς, όμως, και να αναφέρει περιστατικά θεμελιωτικά της κρίσης του αυτής, πού περισσότερο, μάλιστα, που, ενώ, δέχτηκε, ότι "δεν αποδείχθηκε ότι το συμφωνηθέν... τίμημα των 4.500.000 δραχμών υπελείπετο της πραγματικής και αγοραίας αξίας της (οικίας), την οποία οι ενάγουσες αβάσιμα προσδιορίζουν σε 10.000.000 δραχμές"δεν προσδιορίζει αυτήν - πραγματική και αγοραία αξία της - συγκεκριμένα, ώστε να μπορεί να κριθεί εάν η εν λόγω δικαιοπραξία είναι ή όχι αντίθετη στα χρηστά ήθη και να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 178 ΑΚ. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και πρέπει να γίνει δεκτός.
ΙΙ). Κατά το αρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη. Και ναι μεν κατ'αρθρ. 17 παρ. 2 του ν. 2915/29-5-2001, από την παραπάνω διάταξη διαγράφηκε η φράση "ή δεν διέταξε απόδειξη", πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 22 παρ. 2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2002) ως η παρούσα, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., ως είχε. Εξάλλου η διάταξη αυτή ισχύει όσον αφορά την υποχρέωση του δικαστηρίου να διατάξει αποδείξεις, στην τακτική διαδικασία στο Πολυμελές Πρωτοδικείο αν εφαρμόσθηκε η διαδικασία του αρθρ. 270 παρ. 1 σε συν. με 226 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., δηλ. ο πρόεδρος του δικαστηρίου με πράξη του επί της αγωγής ορίζει ότι απαιτείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης. Περαιτέρω το δικαστήριο δεν τάσσει απόδειξη και για ουσιώδη ακόμη περιστατικά, αν αυτά αποδεικνύονται με τα'αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται προαποδεικτικώς? αν τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη, αλλά μόνο τεκμήριο, το Δικαστήριο οφείλει να διατάξει απόδειξη για να μη στερηθεί ο αντίδικος του προσκομίζοντας αυτά, του δικαιώματος της ανταπόδειξης, αλλιώς υποπίπτει στην παραπάνω πλημμέλεια (Α.Π. 336/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 10 περ. β'ΚΠολΔ - όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή -, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς να διατάξει απόδειξη γι'αυτά και συγκεκριμένα γιατί δέχτηκε, ότι η εφεσίβλητη - εναγομένη αγοράστρια Φ. Ε. κατέβαλε στον πωλητή θείο των αναιρεσειουσών Π. Λ. το αναγραφόμενο στο επίμαχο πωλητήριο συμβόλαιο τίμημα των 4.500.000 δραχμών, χωρίς γι'αυτό να διατάξει απόδειξη και οι αναιρεσείουσες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους και με την έφεσή τους ότι ουδέποτε κατέβαλε τούτο η αγοράστρια. Όπως προκύπτει από την προεκδοθείσα 12020/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχτηκε ως νόμιμη την αγωγή κατά τη βάση της από την ΑΚ 178 και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, κράτησε την υπόθεση και διέταξε αποδείξεις ως προς τα επικαλούμενα θεμελιωτικά της βάσης αυτής της αγωγής πραγματικά περιστατικά - αφού η υπόθεση είχε εκδικασθεί στο πιο πάνω Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά την τακτική διαδικασία και δεν υπήρχαν αποδείξεις για τα κρίσιμα θέματα προαποδεικτικώς προσαχθείσες, που να μην καθιστούν αναγκαία την έκδοση προδικαστικής απόφασης - χωρίς όμως να διατάξει απόδειξη ως προς τον προεκτεθέντα που αφορά τη μη καταβολή του τιμήματος αγωγικό ισχυρισμό. Ακολούθησε δε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία - χωρίς να έχει διαταχθεί απόδειξη ως προς τον αγωγικό αυτό ισχυρισμό - απέρριψε την αγωγή ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Με τα δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι επί της ένδικης αγωγής υπάρχει πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, από 4.8.1994, στην οποία ορίζεται ότι απαιτείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης, το Εφετείο έπρεπε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που είχε απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, κατ'αποδοχή του σχετικού λόγου, να διατάξει απόδειξη και ως προς τον προεκτεθέντα αγωγικό ισχυρισμό, που παρέλειψε. Γι'αυτό ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5294/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 2038 / 2014 - Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Επαναφορά πραγμάτων, Κοινοπραξία, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.

Next: ΑΠ 2039 / 2014 - Αδικοπραξία , Ασφαλιστικός σύμβουλος, Σύμβαση πρακτόρευσης. Περίληψη: Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Μη πλημμελής κρίση περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση. - Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. - Αδικοπραξία - Υπεξαίρεση
Previous: ΑΠ 281 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αδικοπραξία . Περίληψη: Κατ’ άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/29-5-2001, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – με βάση την οποία ιδρυόταν λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη – διαγράφηκε η φράση «ή δεν διέταξε απόδειξη», πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.2002) εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του άρθρ.559 αρ.10 ΚΠολΔ, ως είχε.
$
0
0
Απόφαση 2038 / 2014    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Επαναφορά πραγμάτων, Κοινοπραξία, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο...


Περίληψη:
Προσβολή χρηστών ηθών, αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση – Αποζημίωση - Αιτιώδης σύνδεσμος - Διδάγματα της κοινής πείρας - Η απόρριψη ως αορίστων όλων των θεμελιωμένων στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ κεφαλαίων της αγωγής, με τα οποία ζητείται η καταβολή όλων των θετικών και αποθετικών ζημιών, απαγορεύει την περαιτέρω θεμελίωση και ευδοκίμηση της συναφούς αξίωσης από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, που βαίνει χωρίς αντικείμενο και καθίσταται αλυσιτελής η επέλευση από τον ένα διάδικο εις βάρος του άλλου διαδίκου οποιασδήποτε πραγματικής και ηθελημένης ζημίας, η οποία κατά την αγωγή συνδέεται αιτιωδώς και με την προβληθείσα ηθική βλάβη – Παραδοχή αναιρετικού λόγου ως προς το μόνο κεφάλαιο που έκρινε βάσιμο η προσβαλλόμενη απόφαση - Κρατεί και δικάζει την έφεση κατά τον αντίστοιχο λόγο - Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν -Καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα συνολικά για την αναιρετική και την κατ` έφεση δίκη. - Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.


Αριθμός 2038/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Δ. συζύγου Β. Κ., κατοίκου ..., 2) Μ. Κ. του Β., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ... και .... και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ... με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 321/2013 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 3/12/2013 αίτησή τους και τους από 28/7/2014 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 8/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 3/12/2013 αίτησης για αναίρεση της υπ'αριθμό 321/2013 απόφασης του Εφετείου Θράκης
. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι] Με τα κρινόμενα αίτηση αναίρεσης και δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμό 321/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θράκης, η οποία δέχθηκε τυπικά και εν μέρει κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απορριπτική της αγωγής υπ'αριθμό 16/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης μόνον ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και, αφού διακράτησε την υπόθεση σε σχέση με αυτό και δίκασε ως προς αυτό την αγωγή κατ'ουσίαν, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως προς αυτό και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες, εις ολόκληρον καθεμία, να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων [20.000,00] ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 569 παρ. 2 ΚΠολΔ], είναι συνεπώς παραδεκτά [άρθρ. 577 παρ. 1, 569 παρ. 1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθούν ως προς τους λόγους τους [άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ].
ΙΙ] Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, ιδρύεται όταν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με εσφαλμένη ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή [Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988]. Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς, δηλαδή ελέγχεται, αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια [ένσταση, αντένσταση κλπ.], απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κτλ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ'ουσίαν [ΟλΑΠ 27-28/1998]. Αν το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής τους στο νόμο και αυτός ο λόγος αναίρεσης δημιουργείται, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση [ΑΠ 1299/2009, 1704/2008, 625/2008]. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αυτοτελούς αδικοπραξίας, που επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, η οποία επιχειρήθηκε από πρόθεση ή και από παράλειψη αυτού [ΟλΑΠ 10/1991]. Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει τη ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία. Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [άρθρο 932 ΑΚ]. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή η παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ως άνω αποτέλεσμα. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη η συμπεριφορά του δράστη σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση [ΑΠ 43/2013, 1652/2006, 55/2003, 2/2009, 900/2011]. Τέλος, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 β` ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ιδρύεται μόνον, αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν από το δικαστήριο για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων, που αποτέλεσαν τις παραδοχές του Εφετείου και όχι όταν χρησιμεύουν για τη διαπίστωση αυτών, δηλαδή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεων ή ερμηνεία δικαιοπραξίας [ΑΠ 1299/2009], ενώ τα συναλλακτικά ήθη και οι συνήθειες, που αποτελούν τρόπους συμπεριφοράς, οι οποίοι επικρατούν στις συναλλαγές, δεν περιέχουν κανόνες δικαίου και ως εκ τούτου η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον από τον άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κανόνα δικαίου.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμό 321/2013 απόφαση του Εφετείου Θράκης έγιναν δεκτά κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τη συνένωση δύο όμορων οικοπέδων, εμβαδού 374,54 και 335,82 τ.μ. αντίστοιχα, προέκυψε ένα ενιαίο οικόπεδο εμβαδού 710,39 τ.μ., που βρίσκεται στην ..., στη συμβολή των οδών ... και ..., ποσοστό 23,636% εξ αδιαιρέτου του οποίου ανήκει κατ'επικαρπία στην Ε. συζ. Κ. Π. και κατά το ίδιο ποσοστό κατά ψιλή κυριότητα στον ενάγοντα, κατά ποσοστό 23,636% εξ αδιαιρέτου στην Σ. Β., κατά ποσοστό 52,727% εξ αδιαιρέτου κατ'επικαρπία στην πρώτη εναγομένη (Δ. Κ.), κατά ποσοστό 42,36% εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη (Μ. Κ.) και κατά ποσοστό 10,366% εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στον Χ. Κ.. Με το με αριθμό ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου - εργολαβικό της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Παπαδοπούλου - Αστρίδου, ανατέθηκε από τους παραπάνω συγκυρίους του οικοπέδου αυτού, η ανοικοδόμησή του με το σύστημα της αντιπαροχής στην Κοινοπραξία με την επωνυμία "Δ. Χ. Π. Κ.", μέλη της οποίας είναι ο ενάγων, Κ. Π. και ο Χ. Δ.. Η παραπάνω κοινοπραξία, που εμφανίσθηκε στις συναλλαγές με επωνυμία αποτελούμενη από τα ονόματα των δύο μελών της και ανέλαβε την εκτέλεση τεχνικού έργου, το οποίο κατά τα ουσιώδη στοιχεία του αποτελούσε επιχείρηση χειροτεχνίας και επομένως αντικειμενικά εμπορική πράξη, είχε τον χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας. Με δεδομένο δε ότι δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας, που προβλέπει το άρθρο 42 του ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρίες, λειτουργούσε ως ομόρρυθμη εταιρεία "εν τοις πράγμασι"και συνεπώς τα μέλη της, ένα εκ των οποίων είναι και ο ενάγων, ευθύνονται για τις υποχρεώσεις αυτής έναντι τρίτων εις ολόκληρον, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ. Στο από 6-5-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης της παραπάνω κοινοπραξίας, ορίσθηκε (άρθρο 4) ότι τα δύο μέλη της κοινοπραξίας θα συμμετέχουν στα κέρδη και ζημίες αυτής κατά το ποσοστό συμμετοχής τους σ'αυτήν, που συμφωνήθηκε σε ποσοστό 20% για τον Χ. Δ. και ποσοστό 80% για τον ενάγοντα, ορίσθηκε επίσης ότι εκπρόσωποι και διαχειριστές της κοινοπραξίας θα ήταν και οι δύο, ενεργούντες από κοινού ή ο καθένας μόνος του (άρθρο 5). Περαιτέρω, με το από 16-2-2004 έγγραφο τροποποίησης ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε μεταξύ των παραπάνω μελών της κοινοπραξίας, ορίσθηκε, ότι οι οικονομικές απαιτήσεις τρίτων [προμηθευτών, εργατών, ΙΚΑ κ.τ.λ.], που θα προκύψουν από την υπογραφή αυτού μέχρι την πλήρη αποπεράτωση και παράδοση του έργου, θα καλυφθούν από τον ενάγοντα, η δε οικονομική εκκαθάριση και ο επιμερισμός των κερδών και ζημιών θα παραμείνουν ως έχουν. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι με πληρεξούσιο που θα συνταχθεί, ο Χ. Δ. θα εξουσιοδοτούσε τον ενάγοντα να εισπράττει το προϊόν πώλησης των διαμερισμάτων της κοινοπραξίας και εν συνεχεία να καλύπτει τις αναληφθείσες από αυτόν υποχρεώσεις. Με το ως άνω εργολαβικό συμβόλαιο συμφωνήθηκε ως εργολαβικό αντάλλαγμα της εργολήπτριας κοινοπραξίας για την από μέρους της ανάληψη υποχρέωσης ανέγερσης της οικοδομής ποσοστό 511,67%ο εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που θα κατανεμηθεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες, που θα περιέλθουν στην εργολήπτρια ή σε τρίτα πρόσωπα, που θα υποδειχθούν από αυτήν (άρθρο 7), ενώ το υπόλοιπο ποσοστό 488,33%ο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, που θα αντιστοιχούσε στις αναφερόμενες στο συμβόλαιο ιδιοκτησίες του τρίτου και τέταρτου ορόφου της οικοδομής θα περιερχόταν στους οικοπεδούχους (άρθρο 8). Συμφωνήθηκε, ακόμη, με τους όρους του ιδίου εργολαβικού συμβολαίου (άρθρο 9), ότι η μεταβίβαση των παραπάνω ποσοστών εξ αδιαιρέτου προς την εργολήπτρια, που αντιστοιχούν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες του εργολαβικού της ανταλλάγματος, με την αναλογία στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, θα γίνεται σταδιακά με την αποπεράτωση τμημάτων της οικοδομής και ειδικότερα, ποσοστό 253,17%ο εξ αδιαιρέτου μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, ποσοστό 107,61%ο εξ αδιαιρέτου με το πέρας της κατασκευής του φέροντος οργανισμού, ποσοστό 60,23%ο εξ αδιαιρέτου με την τοποθέτηση των δαπέδων και ποσοστό 90,66%ο εξ αδιαιρέτου με την ολοσχερή αποπεράτωση της οικοδομής. Χορηγήθηκε δε στους εκπροσώπους της εργολήπτριας εταιρίας (άρθρο 10) το δικαίωμα να προβαίνουν σε μονομερή πράξη μεταβίβασης της κυριότητας με αυτοσύμβαση, έχοντας γι'αυτό την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα, των ως άνω ποσοστών επί του οικοπέδου και της οικοδομής προς τους ίδιους ή τρίτα πρόσωπα, εφόσον υπάρχει αδικαιολόγητη άρνηση των οικοπεδούχων να συμπράξουν στην κατάρτιση των πωλητηρίων συμβολαίων και έχουν οχληθεί προς τούτο με σχετική εξώδικη πρόσκληση τουλάχιστον προ πέντε (5) ημερών και με τον όρο, ότι η εργολήπτρια εταιρεία έχει εκτελέσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της για την προσήκουσα, με βάση τους συμβατικούς όρους, κατασκευή και αποπεράτωση της οικοδομής και των οριζοντίων ιδιοκτησιών αυτής. Καταληκτικός χρόνος αποπεράτωσης της οικοδομής και παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών πλήρως αποπερατωμένων ορίστηκε το διάστημα είκοσι (20) μηνών από την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Όπως αποδείχθηκε η κοινοπραξία ξεκίνησε κανονικά την εκτέλεση του ανατεθέντος σ'αυτήν έργου μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, την 23-9-2003 και επομένως με βάση τα παραπάνω συμφωνηθέντα, καταληκτική ημερομηνία αποπεράτωσης της οικοδομής και παράδοσης των ιδιοκτησιών των οικοπεδούχων ήταν η 23-7-2005. Κατά την πρόοδο των εργασιών, οι εναγόμενες όχλησαν με την αποστολή των από 15-4-2004 αρχικά και στη συνέχεια από 30-5-2005 εξωδίκων προς τους κοινοπρακτούντες ζητώντας από αυτούς να κατασκευάσουν, επιπλέον των συμφωνηθέντων, που περιλαμβάνονται στην έγγραφη συγγραφή υποχρεώσεων, στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, τζάκια, εντοιχισμένες ντουλάπες και οροφές με γυψοσανίδες στο χώρο των W.C επικαλούμενοι γι'αυτό σχετική προφορική συμφωνία που είχαν καταρτίσει με τον έτερο των κοινοπρακτούντων Χ. Δ., με τον οποίο διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια συμφωνία, αντιθέτως οι εναγόμενες αντισυμβατικά και καταχρηστικά προέβαλαν αξιώσεις για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών στα διαμερίσματα χωρίς επιπλέον αμοιβή. Περί τις αρχές του μηνός Ιουλίου 2005 οι εναγόμενες κλήθηκαν προφορικά από τους κοινοπρακτούντες, προκειμένου να παραλάβουν τις με αριθμούς Γ-1, Γ-2 και Γ-3 οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, του τρίτου ορόφου της οικοδομής, συντάχθηκε δε προς τούτο το από 29-7-2005 πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής, με το οποίο οι εναγόμενες δήλωσαν, ότι παραλαμβάνουν τις ως άνω ιδιοκτησίες τους, με τη ρητή επιφύλαξη να ζητήσουν την αποκατάσταση των παραλείψεων, ατελειών και ελλιπών κατασκευών, που εκθέτουν αναλυτικά για κάθε ένα από τα τρία διαμερίσματα, ορίζοντας στην κοινοπραξία προθεσμία 25 ημερών, προκειμένου να αποκαταστήσει τις ατέλειες αυτές. Συγκεκριμένα οι ατέλειες, που διαπίστωσαν και διατύπωσαν στο σχετικό έγγραφο, είναι οι εξής: Διαμέρισμα Γ-1: ... , Διαμέρισμα Γ-3: ... Διαμέρισμα Γ-2: .... . Τέλος, με την από 13-12-2005 εξώδικη δήλωση, που απέστειλαν οι εναγόμενες προς την συμβολαιογράφο Αλεξανδρούπολης Αναστασία Παπαδοπούλου - Αστρίδου, της γνωστοποίησαν, ότι, επειδή η κοινοπραξία δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, οι ίδιες αρνούνται την υπογραφή οποιουδήποτε συμβολαίου και επίσης δήλωσαν, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκήσουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων αγωγές ακύρωσης των υπογραφέντων παρά τη μη σύμπραξή τους συμβολαίων. Έτσι, οι εναγόμενες δεν προσήλθαν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σμαρώς Καρυωτάκη, ώστε να συμπράξουν στην κατάρτιση του πωλητηρίου συμβολαίου της οριζόντιας ιδιοκτησίας Β-1 προς την αγοράστρια Π. Γ., συντασσόμενης γι'αυτό της υπ'αριθμ. ... πράξης εμφάνισης αλλά άρνησης υπογραφής συμβολαίου. Δεν προσήλθαν ακόμη, στην ως άνω συμβολαιογράφο να συμπράξουν για τους ίδιους λόγους στην πώληση του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-1 στους υποψήφιους αγοραστές Γ. Β. και Α. Κ. και συντάχθηκε προς τούτο η υπ'αριθμό ... πράξη εμφάνισης και άρνησης υπογραφής της ίδιας συμβολαιογράφου. Ενόψει της εκπεφρασμένης άρνησης των εναγομένων να συμπράξουν στην κατάρτιση των πωλητηρίων συμβολαίων ο ενάγων, ως εκπρόσωπος και διαχειριστής της κοινοπραξίας, κάνοντας χρήση του δικαιώματος να προβαίνει η κοινοπραξία σε μεταβίβαση της κυριότητας των διαμερισμάτων με αυτοσύμβαση, που απέρρεε από το εργολαβικό συμβόλαιο (άρθρο 10), εφόσον υπήρχε άρνηση των οικοπεδούχων, προχώρησε σε πώληση των διαμερισμάτων σε συγγενικά του πρόσωπα και ειδικότερα: 1) του διαμερίσματος με αρίθμηση Β-3 του δευτέρου ορόφου, εμβαδού καθαρού 34,60 τ.μ. και μικτού 40,48 τμ, δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Θ. Π. και κατ'επικαρπία στον Σ. Κ., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 43.372,69 ευρώ, 2) του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-3 του πρώτου ορόφου, εμβαδού καθαρού 25,60 τ.μ. και μικτού 26,52 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Σ. Π. και κατ'επικαρπία στην Θ. Κ., συζ. Α. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 90.081,31 ευρώ, 3) του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-2 του πρώτου ορόφου, εμβαδού καθαρού 72,35 τ.μ. και μικτού 84,64 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Σ. Π. και κατ'επικαρπία στην Θ. Κ., συζ. Α. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 75.575,81 ευρώ και 4) του διαμερίσματος με αρίθμηση Β-1 του δευτέρου ορόφου, εμβαδού καθαρού 85,87 τ.μ. και μικτού 100,46 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά πλήρη κυριότητα στον Θ. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 87.488,35 ευρώ. Καθ'όλων των παραπάνω συμβολαίων καθώς και αυτού με αριθμό ..., που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Αλεξανδρούπολης Αναστασία συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, με το οποίο μεταβιβάσθηκε, κατ'ισομοιρία, στους αγοραστές Β. Γ. και Κ. Α., το με αρίθμηση Α-1 διαμέρισμα, οι εναγόμενες άσκησαν αγωγές ακυρότητας για το λόγο, ότι δεν συμβλήθηκαν σ'αυτές ως συνιδιοκτήτριες του οικοπέδου και συγκεκριμένα τις: α) από 27-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-1, β) από 13-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1692/Τ.Π/117/2006 (αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-1, γ) από 19-1-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 291/Τ.Μ/18/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... οριστικό συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-3, δ) από 11-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1697/Τ.Μ/117/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-3, ε) από 13-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1698/Τ.Μ/118/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-2, στ) από 11-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1693/Τ.Π/118/2006 (αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-3. Οι ανωτέρω αγωγές ενεγράφησαν στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου και κατόπιν σχετικών αιτήσεων των αγοραστών ζητήθηκε από την Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης η διαγραφή τους για το λόγο ότι αυτές είχαν χαρακτήρα ενοχικό και ως εκ τούτου δεν απαιτείτο η εγγραφή τους στα βιβλία διεκδικήσεων (βλ. σχετικές από 15-1-2007 αιτήσεις των αγοραστών των με στοιχεία Α-2, Β-1 και Α-3 διαμερισμάτων καθώς και από 5-12-2005 και με αριθμ. πρωτ. 2672/5-12-2005 αίτηση των αγοραστών της υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησίας). Επί των αιτήσεων αυτών η Υποθηκοφύλακας Αλεξανδρούπολης απάντησε αρνητικά (βλ. αρ. πρωτ. 104, 105 και 106/22-1-2007 έγγραφα της). Κατόπιν τούτου, οι αγοραστές της υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησίας, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης την από 14-12-2005 αίτησή τους, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η Υποθηκοφύλακας να διαγράψει την εν λόγω αγωγή από τα βιβλία διεκδικήσεων. Επί της αίτησης αυτής εξεδόθη η υπ'αριθμό 109/2006 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή από τα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης της από 17-10-2005 και με αριθμό κατάθεσης 2542/Τ.Μ./160/31-10-2005 αγωγής ως ενοχικής. Κατά της εν λόγω απόφασης οι ήδη εναγόμενες άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Θράκης την υπ'αριθμό κατάθεσης 51/15-5-2006 έφεση, η οποία μέχρι και σήμερα εκκρεμεί καθώς δεν προσδιορίσθηκε ποτέ. Οι προαναφερθείσες αγωγές ουδέποτε συζητήθηκαν κατ'ουσίαν, καθώς, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ'επικλήσεως από τον εκκαλούντα έγγραφα, κατά τη συζήτηση των με αριθμούς κατάθεσης 1692/Τ.Π/117/2006 και 1693/Τ.Π/118/2006 αγωγών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και της με αριθμό κατάθεσης ... αγωγής ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, παρουσιάσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγουσών και ήδη εναγομένων και δήλωσε, ότι παραιτείται από τα δικόγραφα των εν λόγω αγωγών (βλ. αριθμ. ... και ... πρακτικά συνεδρίασης της δικασίμου 13-5-2009 και αριθμ. 38/2009 πρακτικά συνεδρίασης της δικασίμου 25-2-2009), ενώ για τις έτερες ασκηθείσες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης αγωγές με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης 291/Τ.Μ/18/2006, 1697/Τ.Μ/117/2006 και 1698/Τ.Μ/118/2006, δεν προκύπτει η πορεία τους και πάντως εφόσον δεν αρνούνται ρητά οι εναγόμενες συνάγεται ομολογία τους (άρθρ. 261 ΚΠολΔ) περί της παραδοχής, ότι δεν συζητήθηκαν ποτέ. Η άσκηση των ως άνω αγωγών και η εγγραφή τους στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων λειτούργησε αποτρεπτικά για τους υποψήφιους αγοραστές των διαμερισμάτων της εργολαβικής αντιπαροχής του ενάγοντος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση του υποψήφιου αγοραστή της υπό στοιχείο Β-1 ιδιοκτησίας, Π. Π., ο οποίος είχε προσυμφωνήσει με τον ενάγοντα την αγορά του διαμερίσματος έναντι τιμήματος 160.000 ευρώ και με την από 8-5-2006 επιστολή, που του απηύθυνε (προς τον ενάγοντα), της οποίας τη γνησιότητα δεν αμφισβητούν οι εναγόμενες, υπαναχώρησε, δηλώνοντάς του ότι λόγω της αβεβαιότητας, που δημιουργήθηκε από την άσκηση εκ μέρους των εναγομένων αγωγής για την υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησία και της δήλωσης των τελευταίων, ότι δεν θα συμπράξουν σε κανένα συμβόλαιο παρά θα το προσβάλλουν με αγωγές που θ'ασκήσουν στα αρμόδια δικαστήρια, δεν επιθυμεί πλέον να προβεί στην αγορά του διαμερίσματος και ζήτησε την επιστροφή της προκαταβολής των 5.000 ευρώ, που του έδωσε, όπως και πράγματι έγινε ... . Οι εναγόμενες επικαλούνται, ότι διατηρούν αξιώσεις έναντι της κοινοπραξίας και του ενάγοντος από ελλείψεις στις παραδοθείσες ιδιοκτησίες τους και ότι προέβησαν στις ως άνω ενέργειες, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους, που απέρρεαν από την εργολαβική σύμβαση. Οι ίδιες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης την από 21-4-2009 και με αριθμ. έκθ. κατάθεσης 89/2009 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη κοινοπραξία στην καταβολή προς αυτές ποσού 35.964,25 ευρώ ως αποζημίωση λόγω των ελλείψεων, που παρουσίαζαν οι ιδιοκτησίες τους. Η αγωγή αυτή, αφού συνεκδικάσθηκε με έτερη (αγωγή) της κοινοπραξίας ασκηθείσα εναντίον των ήδη εναγομένων, παραπέμφθηκε λόγω αναρμοδιότητας με την υπ'αριθμό 343/2010 απόφαση του προαναφερθέντος δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί από το καθ'ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, χωρίς έκτοτε να προκύπτει η πορεία της υπόθεσης. Από την αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων προκύπτει, ότι οι εναγόμενες ενήργησαν αντίθετα με την καλή πίστη και τα κρατούντα χρηστά ήθη, με την πιο πάνω έννοια τους και παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου, ότι παρότι, κατά τα προαναφερθέντα, για τις ένδικες αξιώσεις τους άσκησαν το σχετικό ένδικο βοήθημα, που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 690 επ. ΑΚ, δεν επέλεξαν να συνεχίσουν την εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο της εν λόγω αγωγής τους και να προκαλέσουν την ουσιαστική διερεύνηση της αξίωσης τους ικανοποιώντας ενδεχομένως το σχετικό δικαίωμα τους, παρά επέλεξαν την άσκηση των αγωγών ακύρωσης των συμβολαίων μεταβίβασης των ιδιοκτησιών του εργολαβικού ανταλλάγματος και κυρίως της εγγραφής τους στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου, προκειμένου να προκαλέσουν σημαντικότερη ζημία στην κοινοπραξία, όπως και έγινε καθώς οι κοινοπρακτούντες αναγκάσθηκαν να μεταβιβάσουν τα διαμερίσματα της αντιπαροχής τους σε συγγενικά τους πρόσωπα αντί τιμήματος χαμηλότερου αυτού που θα πετύχαιναν υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Οι εν λόγω ενέργειες των εναγομένων ενείχαν πρόθεση επαγωγής ζημίας στον ενάγοντα ως μέλος της κοινοπραξίας και δημιούργησαν κατάφωρη ασυμμετρία μεταξύ του χρησιμοποιηθέντος μέσου [άσκηση αγωγών και εγγραφή τους στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου] και του επιδιωχθέντος σκοπού [επικαλούμενη ικανοποίηση αξίωσης από την εργολαβική σύμβαση]. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά των εναγομένων που τελέσθηκε κατά τρόπο δόλιο, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη κλπ., έτσι, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ, συνιστά αδικοπραξία [919 ΑΚ], που δημιουργεί υποχρέωσή τους προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης". Με τις συγκεκριμένες ως άνω πραγματικές παραδοχές το εφετείο κατέληξε, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο και εκτιμώντας λανθασμένα τις αποδείξεις έκρινε ως αβάσιμο κατ'ουσίαν το περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αγωγικό κονδύλιο και δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε μετά από αυτά την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το τελευταίο κεφάλαιο, που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που είναι διαφορετικό από αυτό της αποζημίωσης και υποχρέωσε τις αναιρεσίβλητες να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο, εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές, το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Υπό τις εκτεθείσες ουσιαστικές παραδοχές το εφετείο προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών - που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε ως αποδεδειγμένα - στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 919 και 932 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε με λανθασμένη εφαρμογή, όσον αφορά τη βασιμότητα του μόνου κεφαλαίου, που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, που ήταν η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του αναιρεσιβλήτου και εις βάρος των αναιρεσειουσών λόγω της αντιβαίνουσας στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς αυτών, δεδομένου, ότι μετά την απόρριψη ως αορίστων όλων των κεφαλαίων της αγωγής, με τα οποία ζητούνταν η καταβολή όλων των θετικών και αποθετικών ζημιών, ως προϋπόθεσης της θεμελίωσης και ευδοκίμησης της ένδικης αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ η περαιτέρω θεμελίωση και ευδοκίμηση της συναφούς αξίωσης από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ απέβαινε άνευ αντικειμένου, αφού πλέον δεν θεμελιωνόταν λυσιτελώς και συγκεκριμένα η επέλευση οποιασδήποτε ζημίας στον αναιρεσίβλητο πραγματικής και ηθελημένης από της πλευράς των αναιρεσειουσών - εναγομένων, η οποία κατά την αγωγή συνδέεται αιτιωδώς και με την προβληθείσα ηθική βλάβη στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος. Κατά συνέπεια, τα υποστηριζόμενα από τις αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά το οικείο σκέλος του περί παραβίασης των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι βάσιμα και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός αναιρετικός λόγος. Μετά από αυτά, ενόψει του ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων, καθόσον η παραδοχή του προαναφερθέντος ως βασίμου άγει στην αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον κατά το μέρος της που αφορά την παραδοχή του κονδυλίου χρηματικής ικανοποίησης της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και εκείνου της δικαστικής δαπάνης, πρέπει η υπόθεση ως προς την έφεση του αναιρεσιβλήτου να κρατηθεί, να δικασθεί από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 65 του ν. 4139/2013, αφού δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση, να γίνει δεκτή η έφεση τυπικά και να απορριφθεί κατ'ουσίαν η αγωγή κατά το αντίστοιχο αγωγικό κεφάλαιο από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ. Το υποβαλλόμενο από τις αναιρεσείουσες αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον δεν αποδεικνύεται, ότι επιχειρήθηκε εκτέλεση εις βάρος τους, καθώς και πότε, από ποίον και προς ποίον καταβλήθηκε το ποσό των 30.464,91 € και μάλιστα, ενώ με την υπ'αριθμό 14/2014 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου [Τμήμα 1ο ως Συμβούλιο] ανεστάλη ως προς τη δεύτερη των αναιρεσειουσών η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης του Αρείου Πάγου επί της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Τέλος, ο αναιρεσίβλητος, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά με την αναιρετική και την κατ` έφεση δίκη δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί την υπ'αριθμό 321/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης κατά το εις το σκεπτικό μέρος της.
Κρατεί και δικάζει την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά τον αντίστοιχο λόγο της, που αφορά το εις το σκεπτικό αγωγικό κεφάλαιο.
Δέχεται αυτήν τυπικά και απορρίπτει κατ'ουσίαν.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει συνολικά για την αναιρετική και την κατ'έφεση δίκη στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων [4.500,00] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 2039 / 2014 - Αδικοπραξία , Ασφαλιστικός σύμβουλος, Σύμβαση πρακτόρευσης. Περίληψη: Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Μη πλημμελής κρίση περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση. - Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. - Αδικοπραξία - Υπεξαίρεση

$
0
0
Απόφαση 2039 / 2014    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αδικοπραξία , Ασφαλιστικός σύμβουλος, Σύμβαση πρακτόρευσης.
Περίληψη:

Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Μη πλημμελής κρίση περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση. - Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. - Αδικοπραξία - Υπεξαίρεση - Δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν «οπωσδήποτε περιελθόντα» σ'αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε.- Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου. - Λόγος αναίρεσης περί λανθασμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων ΑΚ 681 επ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον προϋπέθεσε εσφαλμένα, ότι είχε εξετασθεί η δεύτερη κύρια βάση της αγωγής, που στηριζόταν στη σύμβαση έργου, κάτι, όμως, που είχε παραλείψει να πράξει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.- Αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της απόφασης, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε που δικαζόταν η έφεση της εναγομένης, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή της. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας για την εκ νέου κρίση των απορριφθεισών πρωτοβαθμίως επικουρικών βάσεων.


Αριθμός 2039/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Α.Ε.Γ.Α.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ... και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Δ. Μ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .... και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1643/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2797/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9/10/2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 20/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι] Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμό 2797/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης τυπικά και κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την υπ'αριθμό 1643/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της από 19-7-2007 αγωγής της αναιρεσείουσας, την οποία απέρριψε κατ'ουσίαν. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 §1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). -
ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται με το να μην εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή με το να εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, ή με το να εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 36/88, ΑΠ 1299/2009, 1218, 1854/2007). Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με την κακή εφαρμογή, δηλ. εσφαλμένη υπαγωγή. Προς εξεύρεση της παραβίασης ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση και που συγκροτείται από την μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό) [ΑΠ 1011/2007]. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως την αγωγή ως νόμιμη ή ως μη στηριζόμενη στο νόμο. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ'εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς αυτός δεν αφορά την δημοσία τάξη [ΑΠ 77/2014, 13/2014, 104/2014, αλλά και ΟλΑΠ 1/1987, ΑΠ 1316/1987]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η κατά το άρθρο 914 ΑΚ παράνομη συμπεριφορά, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, μπορεί να συνίσταται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη από δόλο ή αμέλεια του δράστη κατά την έννοια του 330 ΑΚ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης υφίσταται, όταν η πράξη αυτή, καθ'όν χρόνο και υφ'όρους έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά την ανθρώπινη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία. Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ'αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ'αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του αρ. 375 ΠΚ. Όμως δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν "οπωσδήποτε περιελθόντα"σ'αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε. Τέλος, ο ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου [ΑΠ 905/2012, 290/2011].
Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από το παρόν δικαστήριο, απέρριψε, μετά από εφαρμογή και ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω νομικής αοριστίας δεχόμενη τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής της συμβούλου και δη την αξίωση αποζημιώσεως από την επικαλούμενη εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία (υπεξαίρεση ασφαλίστρων), ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 1-2-2014 έως 31-7-2006 : α) ακριβή αντίγραφα των πινακίων παραγωγής και ακυρώσεων κατά πράκτορα και β) πολυσέλιδη αναλυτική καρτέλα λογαριασμού ασφαλιστικού πράκτορα. Στα πινάκια παραγωγής - ακυρώσεων ασφαλίσεων, που αφορούν στην εναγομένη, Δ. Μ., της οποίας ο κωδικός αριθμός ασφαλίστριας είναι "...", παρατίθενται κατά στήλες : Ο αριθμός των παραχθέντων από αυτή συμβολαίων, η ημεροχρονολογία έκδοσής τους, ο αριθμός αποδείξεως, που εκδόθηκε για έκαστο συμβόλαιο, το είδος της ασφάλισης που συνήφθη, το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου πελάτη, η διάρκεια της ασφάλισής του, και τέλος τα αντιστοιχούντα σε κάθε πραγματοποιούμενη ασφάλιση, μικτά και καθαρά ασφάλιστρα. Στα πινάκια αυτά εμφανίζεται ως αξία του συνόλου παραγωγής ασφαλίσεων (ασφαλίστρων) εκ μέρους της εναγομένης, για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 1.2.2004 έως 31.7.2006, μετά από αφαίρεση των επί μέρους ακυρώσεων, και στην κατηγορία "μικτά", (δηλαδή χωρίς αφαίρεση της αντιστοιχούσας σε κάθε παραγωγή προμηθείας της), το ποσό των 71.809,79 ευρώ. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το συνολικό χρηματικό ποσό που φέρεται, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, να "ιδιοποιήθηκε παρανόμως", αλλά και να μην εισέπραξε πλην να όφειλε να εισπράξει η εναγομένη, δεν αφορά στο συνολικό ποσό ασφαλίστρων (71.809,79 ευρώ) του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αλλά ανέρχεται σε μικρότερο ποσό, και δη στο αιτούμενο προς επιδίκαση ποσό των 15.673,83 ευρώ. Ενόψει του ότι τούτο αναγκαίως σημαίνει ότι ασφάλιστρα ύψους (71.809,79 - 15.673,83=) 56.135,96 ευρώ, είτε αφορούν συναλλαγές της εναγομένης με πελάτες της ενάγουσας, το προϊόν των οποίων αποδόθηκε στην τελευταία κατά την συμβατική τους πρόβλεψη, είτε αφορούν συναλλαγές για τις οποίες δεν έγινε είσπραξη ασφαλίστρων, ή τέλος, συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, αλλά το προϊόν τους (εισπραχθέντα ασφάλιστρα) δεν αποδόθηκε στην ενάγουσα, δεν γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός στο αγωγικό δικόγραφο των πράγματι εισπραχθέντων από την εναγομένη ποσών ασφαλίστρων εκ του συνόλου των στα άνω πινάκια παρατιθεμένων κατά χρονολογική σειρά και ονοματεπώνυμο πελάτη, τα οποία αυτή σύμφωνα με τα ενσωματωμένα στην αγωγή πινάκια, φέρεται ότι εισέπραξε ή όφειλε να εισπράξει και τελικώς δεν απέδωσε στην ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, η εναγομένη ενέχεται εξ αδικοπραξίας μόνον για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτή ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει, πλην όμως δεν εισέπραξε. Εξ αιτίας της άνω ελλείψεως το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιες από τις παραγωγές ασφαλίστρων συνολικής αξίας 71.809,79 ευρώ όντως εισπράχθηκαν, ανεξαρτήτως επί εισπραχθέντων και μόνον, το ποίας παραγωγής το προϊόν (ασφάλιστρα) αποδόθηκε στην ενάγουσα από την υπόχρεη προς τούτο εναγομένη, ακόμη περισσότερο, αφού η εναγομένη ρητώς αρνείται την κατάρτιση ορισμένων παραγωγών (ασφαλιστικών συμβολαίων). Τα παραπάνω ελλείποντα στοιχεία δεν αναπληρώνονται ούτε από την ενσωματωθείσα στο αγωγικό δικόγραφο "αναλυτική καρτέλα λογαριασμού πράκτορα", στην οποία κατά στήλες διαλαμβάνονται η ημερομηνία, η περιγραφή αιτίας κίνησης, η αιτιολογία κίνησης, η χρέωση, η πίστωση, το προοδευτικό υπόλοιπο και τελικά το χρεωστικό εις βάρος της εναγομένης κατάλοιπο από 15.673,83 ευρώ. Τούτο, διότι από τις λογιστικές εγγραφές στην καρτέλα αυτή προκύπτουν μεν οι χρεώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της εναγομένης, οι οποίες συμφωνούν με την κίνηση παραγωγής της στα πινάκια παραγωγής, όμως λόγω της μη παραθέσεως των πράγματι εισπραχθέντων από τους πελάτες ποσών και ανεξαρτήτως της εγγραφής στην στήλη των πιστώσεων, χρηματικών ποσών μικρότερων κάθε φορά από τις εκάστοτε χρεώσεις, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια είναι τα όντως εισπραχθέντα ασφάλιστρα από την εναγομένη. Τούτο ανεξαρτήτως και πέραν του ότι παραλείπεται στην αγωγή η αναφορά του ακριβούς ποσοστού προμηθείας της εναγομένης για έκαστο είδος ασφάλισης (ζωής, περιουσίας, αυτοκινήτων) ώστε να μην είναι δυνατό να υπολογισθεί επακριβώς το χρηματικό ποσό που αποτελούσε την προμήθεια της επί εκάστου όντως εισπραχθέντος ασφαλίστρου και ακολούθως το χρηματικό ποσό που όφειλε να αποδώσει η εναγομένη στην ενάγουσα από έκαστη συναλλαγή της με ασφαλιζόμενο πελάτη της τελευταίας, το οποίο όμως, ας σημειωθεί, ως προς την βάση εκ της αδικοπραξίας, είναι δυνατόν να προσδιορισθεί από τις αποδείξεις.
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, και εξ αιτίας της εκ των άνω ελλείψεων, υφίσταται αδυναμία ελέγχου από το Δικαστήριο του μέρους της αγωγής ως προς το οποίο αυτή είναι νόμω βάσιμος κατ'αντιδιαστολή ως προς το μέρος αυτής που είναι νόμω αβάσιμος, ώστε πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς την βάση της αδικοπραξίας ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε στην εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγής, ούτε στο Δικαστήριο να ερευνήσει, ενόψει μάλιστα της αμφισβητήσεως, το κρίσιμο θέμα απόδειξης". Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά κατέληξε η προσβαλλομένη, ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη, έσφαλε και έπρεπε να εξαφανισθεί κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης. Μετά από αυτά, ενόψει των ιστορούμενων στην ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας και με δεδομένη την υπάρχουσα σ'αυτή αναφορά, ότι η αναιρεσίβλητη - εναγομένη είχε την υποχρέωση, σε περίπτωση καθυστέρησης ή άρνησης πληρωμής ασφαλίστρων από τον ασφαλισμένο, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία της οφειλής, να επιστρέψει στην εταιρεία τη σχετική απόδειξη ή και το συμβόλαιο για ακύρωση και ότι μετά την παρέλευση της προθεσμίας τα ασφάλιστρα λογίζονταν ως εισπραχθέντα και χρεώνονταν στην εναγομένη, αλλά και όσων νομικών εκτιμήσεων έγιναν στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου για το σχηματισμό της κρίσης του εφετείου περί της νομικής επάρκειας της αγωγής, δεν προέκυψε, ότι το τελευταίο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος και η κρίση του περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση δεν είναι πλημμελής. Είναι πρόδηλο, ότι δεν προσδιορίζονται και δεν διαχωρίζονται στο αγωγικό δικόγραφο από το σύνολο των παρατιθέμενων στα πινάκια ασφαλίστρων ποία από αυτά πράγματι εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν και ποία η αναιρεσείουσα όφειλε να εισπράξει αλλά δεν εισέπραξε και τελικώς δεν απέδωσε, λαμβανομένου υπόψη, ότι η αναιρεσίβλητη ενέχεται από αδικοπραξία [εν προκειμένω υπεξαίρεση] μόνο για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτή χρηματικά ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει και δεν εισέπραξε. Κατά συνέπεια δεν πληρούται το πραγματικό του από τον αριθμό 1 λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης αναίρεσης αποδίδει την πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, ενώ η δικαιοπραξία στην οποία στηρίζεται η απαίτησή της κατά της αναιρεσίβλητης φέρει τα τυπικά χαρακτηριστικά της ρυθμιζόμενης στο νόμο σύμβασης έργου [ΑΚ 681 επ.] και ως τέτοια έπρεπε να αντιμετωπισθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το τελευταίο δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα τον νομικό χαρακτηρισμό της κρινόμενης διαφοράς και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των παραπάνω άρθρων [681 επ. του ΑΚ], οι οποίες ήταν πράγματι εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. `Ετσι έχοντας ο λόγος αυτός περί λανθασμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων [ΑΚ 681 επ.] είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον προϋπέθεσε εσφαλμένα, ότι είχε εξετασθεί η δεύτερη κύρια βάσης της αγωγής, που στηριζόταν στη σύμβαση έργου, κάτι, όμως, που είχε παραλείψει να πράξει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Η παράλειψη του εφετείου να ερευνήσει τις βάσεις αυτές, συνιστά την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης [ΑΠ 1513/2001]. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της απόφασης, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε που δικαζόταν η έφεση της εναγομένης, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή της. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας [ΑΠ 1887/2008, 834/2008, 124/2007]. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και παραδεκτώς επισκοπούμενα, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, διαδικαστικά έγγραφα και ιδία αυτά της αγωγής, της πρωτόδικης αλλά και της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα (ενάγουσα) με την ένδικη αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη (εναγομένη) να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 15.673,83 € ως υπόχρεη από την επίδικη σύμβαση πρακτόρευσης, τους όρους της οποίας είχε αθετήσει [πρώτη κύρια βάση], αλλά και ως αποζημίωση λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας (δεύτερη κύρια βάση), άλλως, επικουρικώς, την πληρωμή του ποσού αυτού με βάση τον τηρηθέντα μεταξύ τους αλληλόχρεο λογαριασμό [πρώτη επικουρική βάση] και τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού [δεύτερη επικουρική βάση]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του [Μον.Πρωτ. Αθ. 1643/2010] έκανε δεκτή κατ'ουσίαν την αγωγή κατά τη βάση της από την αδικοπραξία παραλείποντας την εξέταση της βάσης από τη σύμβαση πρακτόρευσης και απέρριψε αμφότερες τις, ως άνω, επικουρικές βάσεις ως μη νόμιμες. Το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, μετά από έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας αναιρεσίβλητης, η οποία παραπονούνταν για την παραδοχή της αγωγής κατά την ερειδόμενη στην αδικοπραξία κυρία βάση της, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά την παραπάνω βάση της ως αόριστη. Το Εφετείο, που έπραξε έτσι και δεν προχώρησε, μετά την απόρριψη της αγωγής κατά την ερειδόμενη στην αδικοπραξία κύρια βάση της, στην έρευνα της άλλης κύριας βάσης από τη σύμβαση πρακτόρευσης, που δεν είχε ερευνηθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε είχε απορριφθεί σιωπηρά, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα ίδια είναι βάσιμος. Σημειωτέον, ότι για την εκ νέου κρίση των ρητά απορριφθεισών πρωτοβαθμίως επικουρικών βάσεων από το δευτεροβάθμιο πλέον δικαστήριο έπρεπε να έχει ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της αναιρεσείουσας. Με βάση όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου της αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά ένα μέρος και συγκεκριμένα όσον αφορά την ερειδόμενη στη σύμβαση της πρακτορείας κύρια βάση της ένδικης αγωγής, η οποία δεν ερευνήθηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Η αναιρεσίβλητη ως εν μέρει ηττηθείσα θα καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί εν μέρει κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό την υπ'αριθμό 2797/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 2086 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Αγωγή διεκδικητική ακινήτου. Απόκτηση κυριότητας με σύμβαση και με χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής. Ανάκριση. Λόγοι από τους αριθμούς 1, 8, 11, 14, 19 και 20. Πότε δημιουργούνται. Ειδικότερα αναιρετικός έλεγχος της νομικής και της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής (Επικυρώνει ΕφΛαρ 150/2011).

Previous: ΑΠ 2039 / 2014 - Αδικοπραξία , Ασφαλιστικός σύμβουλος, Σύμβαση πρακτόρευσης. Περίληψη: Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Μη πλημμελής κρίση περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση. - Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. - Αδικοπραξία - Υπεξαίρεση
$
0
0
Απόφαση 2086 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
Περίληψη:

Αγωγή διεκδικητική ακινήτου. Απόκτηση κυριότητας με σύμβαση και με χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής. Ανάκριση. Λόγοι από τους αριθμούς 1, 8, 11, 14, 19 και 20. Πότε δημιουργούνται. Ειδικότερα αναιρετικός έλεγχος της νομικής και της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής (Επικυρώνει ΕφΛαρ 150/2011).

Αριθμός 2086/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Χ. Γ. συζ. Δ., το γένος Ν. Τ., 2) Μ. χήρας Α. Τ., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., και 3) Ν. Τ. Α., κατοίκου ..., (των 2ης και 3ου ως κληρονόμων του Α. Τ.). Οι 2η και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους......, ο οποίος δήλωσε ότι η πρώτη απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον τρίτο.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/5/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/2001 μη οριστική, 135/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 328/2008 μη οριστική και 150/2011 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 26/9/2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 613/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 27/5/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/1/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ'άρθρον 1051 ΑΚ. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του ανωτέρω άρθρου 559. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Στην περίπτωση που η αγωγή αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφο της όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου στον ενάγοντα, ο δε τρόπος κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνον αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και των πριν από αυτόν κτητόρων του ακινήτου, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής, να καθορίσει ο ενάγων, είτε με την αγωγή, καθ'υποφοράν. είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζητήσεως της αγωγής, κατ'επιτρεπτή συμπλήρωση της τελευταίας (άρθρο 224 ΚΠολΔ), και τον τρόπο κτήσεως από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητας επί του επιδίκου μέχρις εκείνου που απέκτησε το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο, τον οποίο αποτελεί και ο με χρησικτησία. Αν η αγωγή αυτή στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας με τον τρόπο αυτό περιστατικά (ΑΠ 443/2011, ΑΠ 1648/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την ένδικη από 6-5-1999 αγωγή του, την οποία εκτιμά, κατ'άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ισχυρίστηκε, ότι είναι κύριος του λεπτομερώς περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, που βρίσκεται στην κοινότητα ... Νομού Μαγνησίας, κυριότητα που απέκτησε με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με τις αναφερόμενες συμβολαιογραφικώς συνταχθείσες πράξεις, που μεταγράφηκαν νόμιμα, επικουρικά δε με έκτακτη χρησικτησία, επειδή νεμόταν αυτό αρχικά ο δικαιοπάροχος του από το έτος 1974 μέχρι το έτος 1994 και μετέπειτα ο ίδιος μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-5-1999) συνεχώς, ενεργώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής που ταίριαζαν στην φύση και τον προορισμό του ως οικοπέδου με παρακείμενη οικία, με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι, ήτοι η ήδη πρώτη αναιρεσείουσα και ο Α. Τ., μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί του κληρονόμοι οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων, περί τα τέλη του έτους 1998 αυθαίρετα κατέλαβαν τμήμα εμβαδού 192,84 τ.μ. από το ακίνητο αυτό και το ενσωμάτωσαν στην παρακείμενη ιδιοκτησία τους. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί κύριος του ως άνω επίδικου τμήματος ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην απόδοση του. Με το πιο πάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, επειδή περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητά της, και ειδικότερα εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο μετάγουν την κτήση της κυριότητας του επιδίκου στο πρόσωπο του ενάγοντος και του προκατόχου του και την προσβολή της από τους αρχικούς εναγομένους, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις από 23-10-2000 προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή είναι αόριστη "γιατί δεν καθορίζει τις πράξεις νομής και κατοχής, που διατείνεται ότι ασκούσε ο ενάγων και ο δικαιοπάροχός του Ι. Κ. επί του επιδίκου"και έτσι δεν αμφισβήτησαν την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο και, συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αγωγής, να καθορισθεί (με τις προτάσεις του ενάγοντος) και ο πρωτότυπος τρόπος (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) με την οποία ο δικαιοπάροχός του έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή δεν έπασχε από (επιγενόμενη) νομική ή ποσοτική αοριστία και το Εφετείο, που έκρινε, ότι η αγωγή είναι ορισμένη δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1, 8 και 14 ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή ως αόριστη, για το λόγο ότι, παρά την εκ μέρους των αρχικών εναγομένων άρνηση της κυριότητας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, ο τελευταίος δεν προέβη στην, κατ'άρθρο 224 ΚΠολΔ, συμπλήρωση της έως ότου φθάσει σε δικαιοπάροχο που έγινε κύριος με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, είναι αβάσιμος ως προς όλα τα μέρη του.
II.- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα(...),ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Ι. Κ. απέκτησε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου την κυριότητα ενός ακινήτου, το οποίο περιγράφεται ως "ερειπωμένος οικίσκος μετά του υπ'αυτόν και μη οικοπέδου, εκτάσεως ημίσεως περίπου στρέμματος ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλαττον, κείμενος εντός του χωρίου ..., συνορευόμενος γύρωθεν με δημόσιον δρόμον Βόλου-..., με κοινοτικήν οδό, με κοινοτικό ρεύμα και με οικίαν και αυλήν Ν. Τ.", με αγορά από τις μέχρι τότε κύριες αυτού Σ. χήρα Σ. ή Σ. Α., Α. και Α. Α. του Σ. ή Σ.. Οι τελευταίες είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος την 8-11-1973 συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Σ. ή Σ. Α., την οποία αποδέχθηκαν με την αριθμ. ... δήλωση αποδοχής ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...).Ο ως άνω δικαιοπάροχός τους Σ. ή Σ. Α. είχε καταστεί κύριος του ιδίου πιο πάνω ακινήτου ως εξής: α) κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Απ. Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα(...),από αγορά από τους μέχρι τότε κυρίους αυτού Φ. και Ν. Κ. του Γ., που ήταν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά, β) κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), από αγορά από τον αδελφό του Σ. Α.., ο οποίος είχε καταστεί κύριος του άνω ποσοστού με το ίδιο ανωτέρω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο. Ο προαναφερόμενος Ι. Κ. από τότε που έλαβε στην κυριότητα και κατοχή του το ως άνω ακίνητο (23-12-1974), ασκούσε με διάνοια κυρίου επ'αυτού πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι το επισκεπτόταν συχνά και το επέβλεπε, συνεχώς μέχρι την 29-9-1984. Τότε, αφού προέβη σε καταμέτρησή του, από την οποία προέκυψε ότι αυτό είχε εμβαδόν 600 τ.μ., δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Γιαννούλα, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), μεταβίβασε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου στον ενάγοντα Α. Μ. του Δ. και τη σύζυγό του Γ. συζ. Α. Μ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Ακολούθως, η τελευταία, δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τσολάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε την κυριότητα του ανωτέρω ποσοστού της, στον ενάγοντα σύζυγο της, ο οποίος έγινε αποκλειστικά κύριος του εν λόγω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, με αγορά από αληθείς κυρίους, δυνάμει των ως άνω συμβολαίων και μεταγραφή αυτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω αποδείξεις αποδείχθηκε, ότι από το χρόνο που το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην κατοχή του ενάγοντος και της συζύγου του Γ. Μ. (21-9-1984), αυτοί ασκούσαν από κοινού επ'αυτού με διάνοια κυρίου πράξεις νομής και κατοχής. Λόγω του ότι κατοικούσαν στην Αθήνα, επισκέπτονταν το ακίνητο, το επέβλεπαν και κατά τους θερινούς μήνες διέμεναν στην υπάρχουσα εντός αυτού, στο βόρειο τμήμα του, ανακαινισμένη οικία, συνεχώς μέχρι την 15-12-1994. Έκτοτε, τις ίδιες πράξεις νομής και κατοχής ασκούσε αποκλειστικά ο ενάγων συνεχώς μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (7-5-1999), με έννομη συνέπεια να καταστεί αποκλειστικά κύριος και με έκτακτη χρησικτησία, με το συνυπολογισμό του δικού του χρόνου χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας των άνω δικαιοπαρόχων του Ι. Κ. και Γ. Μ., που υπερβαίνουν την εικοσαετία. Και ενώ έτσι είχε διαμορφωθεί η πραγματική κατάσταση, περί το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1998, οι εναγόμενοι Χ. συζ. Δ. Γ. και Α. Ν. Τ. (ο οποίος στις 18-2-2004 απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν για εκείνον οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Μ. χήρα Α. Τ. σύζυγος του και Ν. Ν. Τ. γιος του), αυθαίρετα κατέλαβαν τμήμα του πιο πάνω ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του, έχει εμβαδόν 192,84 τ.μ. και απεικονίζεται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή από Νοέμβριο 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Β. Ν. υπό στοιχεία Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Π,Ρ,Ψ,Ω,Λ, φύτεψαν δύο ροδακινιές, αμφισβητώντας την κυριότητα του ενάγοντος επ'αυτού. Το ότι όντως το άνω επίδικο εδαφικό τμήμα αποτελεί τμήμα του προαναφερομένου ακινήτου εμβαδού 600 τ.μ., αποδεικνύεται ιδίως και από τα εξής στοιχεία: α) Σε όλα τα προαναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα ως (νότιο) όριο του όλου ακινήτου αναφέρεται η κοινοτική οδός Βόλου-.... Από την επισκόπηση δε του ως άνω διαγράμματος προκύπτει, ότι και το επίδικο έχει ως νότιο όριο την εν λόγω οδό Βόλου-.... Είναι βέβαια αλήθεια, ότι στο άνω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου ο Ι. Κ. μεταβίβασε κατά συγκυριότητα στον ενάγοντα και τη σύζυγο του, το ανωτέρω όλο ακίνητο, αναφέρεται ότι αυτό συνορεύει νοτίως με ιδιοκτησία αγνώστων. Τούτο όμως έγινε προφανώς από παραδρομή, εφόσον βούληση των συμβαλλομένων ήταν η μεταβίβαση της κυριότητας ολοκλήρου του ακινήτου εμβαδού 600 τ.μ., το οποίο σύμφωνα με τους μεταγενέστερους τίτλους-συμβόλαια μεταβίβασης της κυριότητας είχε ως νότιο όριο τον κοινοτικό δρόμο Βόλου-.... Γι'αυτό και με την αριθμ. ... πράξη διόρθωσης συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Γιαννούλα οι συμβαλλόμενοι δήλωσαν, ότι "εκ παραδρομής σημειώθηκε (στο ... συμβόλαιο) ότι το πωληθέν οικόπεδο συνορεύει με ιδιοκτησία αγνώστου, ενώ το αληθές και ορθό είναι ότι προς την πλευρά αυτή συνορεύει με κοινοτική οδό", β) το εμβαδόν του όλου οικοπέδου που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα σε ανύποπτο χρόνο (21-9-1984) ανέρχεται σε 600 τ.μ. Εάν αφαιρεθεί το επίδικο τμήμα απομένει έκταση εμβαδού (600-192,84=) 407,16 τ.μ., ήτοι κατά πολύ μικρότερη της μεταβιβασθείσας. γ) στα προαναφερόμενα αριθμ. ... και ... συμβολαιογραφικά έγγραφα ως όριο του άνω όλου ακινήτου αναφέρεται ένα κοινοτικό ρέμα. Το ρέμα αυτό υπήρχε το έτος 1974, γι'αυτό και όπως διαπιστώθηκε από τον ως άνω πραγματογνώμονα, υπάρχει μια μεγάλη τρύπα στην υφισταμένη εντός του επιδίκου στο νότιο άκρο του με αριθμό 4 πεζούλα. Αυτό δε το όριο "κοινοτικό ρέμα", σημειώνεται και στο σκαρίφημα του όλου ακινήτου που συντάχθηκε και συνοδεύει τη σχετική δήλωση προς την αρμόδια Οικονομική Εφορία για την καταβολή του αναλογούντος φόρου μεταβίβασης που έγινε με το άνω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο, δ) κατά τα έτη 1975 και 1996, όπως προκύπτει από την ανάλυση των σχετικών αεροφωτογραφιών που έγινε από τον διορισθέντα με την 328/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονα Ν. Β. και αποτυπώνεται στη σχετική έκθεση του, το επίδικο ακίνητο αποτελούσε μια ακαλλιέργητη έκταση, καλυμμένη από ξερά χόρτα και φυσική άγρια βλάστηση. Την ίδια δε μορφή παρουσίαζε και η υπόλοιπη έκταση του άνω όλου ακινήτου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στο βορειοανατολικό άκρο της επίδικης έκτασης, υφίσταται πεζούλα ύψους 3 μ. περίπου (που αποτυπώνεται στο από Ιούλιο 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του άνω πραγματογνώμονα Ν. Β. υπό στοιχεία Α65-Α21), η οποία κατασκευάστηκε περί το έτος 1994 με δαπάνες του ενάγοντος και απέκοψε με την κατασκευή της την επικοινωνία του επιδίκου με την κείμενη βορειοανατολικά υπόλοιπη ιδιοκτησία του τελευταίου, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στο συμπέρασμα, ότι το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα του ανωτέρω όλου ακινήτου των 600 τ.μ. και ότι από της κατασκευής της ο ενάγων αδυνατούσε να ασκήσει επ'αυτού (επιδίκου) πράξεις νομής. Η κατασκευή της πεζούλας αυτής με τη συγκεκριμένη μορφή ήταν αναγκαία, λόγω του ότι η προϋφισταμένη αυτής, που είχε μικρότερο ύψος και ως εκ τούτου επέτρεπε την επικοινωνία του επιδίκου με την υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος, ήταν στατικώς ανεπαρκής και είχε καταστραφεί, έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί το υφιστάμενο στην περιοχή πρόβλημα κατολισθήσεων. Και μετά την κατασκευή αυτής ο ενάγων συνέχισε να ασκεί επί του επιδίκου πράξεις νομής, με το να το επισκέπτεται συχνά και να το επιβλέπει. Ενόψει αυτών, η άνω αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Η. Μ., τοπογράφου μηχανικού, κατά την οποία η επίδικη έκταση ανήκει στον τίτλο ιδιοκτησίας των εναγομένων, δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Όσον αφορά δε τον επικαλούμενο από τους εναγομένους τίτλο κυριότητας του επιδίκου, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με το αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βόλου Απ. Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Ν. Α. Τ., πατέρας των εναγομένων, απέκτησε κατά κυριότητα "μιαν ανώγειον οικίαν μετ'αυλής και περιοχής, κήπου, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων, κειμένων εις συνοικίαν Α. Α. ... του ομωνύμου τέως Δήμου, συνορευομένων εκ δύο μερών με Γ. Κ., με Γ. Π. και με δρόμον". Μετά το θάνατο του ανωτέρω Ν ι κ. Τζοάνου στις 17-7-1973 οι εναγόμενοι, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του, δυνάμει της αριθμ. ... δήλωσης αποδοχής ενώπιον της συμβολαιογράφου Βόλου Mαρ. Καζακίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το άνω ακίνητο, το οποίο προσδιορίζεται ως "μια παλαιά ουχί αντισεισμική λιθόκτιστη και πλακοσκεπής ανώγειος οικία, αποτελούμενη εκ τεσσάρων δωματίων και υπογείου, μετά μικράς αυλής και μικράς περιοχής, συνολικής οικοπεδικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών (200) διακοσίων περίπου, πλέον ή έλαττον, κειμένης εντός της κοινότητας ..., εις την ενορίαν Α. Α., αποτελούμενης εκ τεσσάρων δωματίων και συνορευομένης γύρωθεν με ιδιοκτησίαν Κ. Μ., Φ. Κ., Σ. Α. και κοινοτικήν οδόν". Εάν στην άνω οικοπεδική έκταση εμβαδού 200 τ.μ. συμπεριληφθεί η επίδικη έκταση εμβαδού 192,84 τ.μ., τότε το συνολικό εμβαδόν αυτής ανέρχεται σε 392,84 τ.μ., ήτοι σχεδόν διπλάσιο των 200 τ.μ. που προσδιορίσθηκε στην ανωτέρω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, οπότε λογικά ο προσδιορισμός σ'αυτή του εμβαδού σε 200 τ.μ., δεν μπορεί να οφείλεται σε λανθασμένη καταμέτρηση. Ως εκ τούτου εκτιμάται, ότι αποδίδει την πραγματική κατάσταση και το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στην ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας. Περαιτέρω, εάν όντως οι εναγόμενοι ασκούσαν επί του επιδίκου πράξεις νομής και κατοχής από το έτος 1973 και μετά, συνεχώς μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής με την καλλιέργεια κηπευτικών, όπως ισχυρίζονται, τότε αυτό δεν θα καλυπτόταν όπως προαναφέρθηκε, από ξερά χόρτα και φυσική άγρια βλάστηση, σε αντίθεση με τον όμορο του επιδίκου κήπο των εναγομένων που καλύπτεται από πυκνή βλάστηση και μορφολογικά διαφέρει τελείως από το επίδικο τουλάχιστον από το έτος 1975, που λογικά σημαίνει, ότι οι εναγόμενοι δεν άσκησαν τις επικαλούμενες άνω πράξεις νομής και κατοχής, καθόσον για να έχει την προεκτεθείσα μορφή από το έτος 1975, παρέμεινε ακαλλιέργητο τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1973. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός των αρχικών εναγομένων, ότι οι ίδιοι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου παραγώγως, ήτοι από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 17-7-1973 πατέρα τους Ν. Τ., την οποία αποδέχθηκαν και μετέγραψαν τη σχετική συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής, αλλά και με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος έγινε αποκλειστικά κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι και οι ήδη αναιρεσείοντες ουδέποτε κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου εδαφικού τμήματος με παράγωγο τρόπο ούτε με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, και κατόπιν τούτου αφού δέχτηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, στη συνέχεια δέχτηκε την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο κύριο του επίδικου τμήματος και υποχρέωσε τους ήδη αναιρεσείοντες να αποδώσουν στον αναιρεσίβλητο το επίδικο ακίνητο. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 982, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο τόσο με παράγωγο όσο και με πρωτότυπο τρόπο και της μη απόδειξης ότι οι αναιρεσείοντες κατέστησαν ποτέ συγκύριοι του επιδίκου με οποιοδήποτε τρόπο, παράγωγο ή πρωτότυπο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Ι. Κ. κατέστη κύριος του ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου με συμβόλαιο αγοράς το έτος 1974, το οποίο μετά από καταμέτρηση προέκυψε ότι έχει εμβαδόν 600 τ.μ., ότι ο ανωτέρω από τότε που έλαβε στην κυριότητα και κατοχή του το εν λόγω ακίνητο, ασκούσε επ'αυτού πράξεις νομής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1984, οπότε με πωλητήριο συμβόλαιο μεταβίβασε την κυριότητα του στον αναιρεσίβλητο και τη σύζυγο του τελευταίου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ότι η τελευταία τον Δεκέμβριο του 1994 με πωλητήριο συμβόλαιο μεταβίβασε την κυριότητα του ποσοστού της στον αναιρεσίβλητο σύζυγο της, ο οποίος έγινε αποκλειστικά κύριος του ακινήτου με παράγωγο τρόπο, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, αφού άσκησε συνεχώς πράξεις νομής επ'αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (7-5-1999) με προσμέτρηση του δικού του χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, που υπερβαίνουν την εικοσαετία. Ότι οι αρχικοί εναγόμενοι, ήτοι η ήδη πρώτη αναιρεσείουσα και ο Α. Τ., μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί του κληρονόμοι οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων, τον Δεκέμβριο του 1998 κατέλαβαν αυθαίρετα τμήμα του ως άνω ακινήτου εμβαδού 192,84 τ.μ., ότι οι αρχικοί εναγόμενοι με δήλωση αποδοχής τον Οκτώβριο του 1983 αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους συνολικής οικοπεδικής έκτασης 200 τ.μ. περίπου και όχι 392,84 τ.μ. και ότι οι τελευταίοι ουδόλως άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίων στο επίδικο εδαφικό τμήμα των 192,84 τ.μ. από το έτος 1973. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και κατά το τέταρτο και πέμπτο μέρος του από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αντίστοιχα, με τον οποίο κατά τα ως άνω μέρη του οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
III.-Κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 ΚΠολΔ δικαστική ομολογία είναι μόνον η γενόμενη προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος διαδίκου, ενώ οι γενόμενες ενώπιον άλλου δικαστηρίου καθώς και εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο αποτελούν ομολογίες εξώδικες οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο. Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η ομολογία, δικαστική ή εξώδικη (αρθρ. 339, 352 ΚΠολΔ), ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ'του ΚΠολΔ, όχι δε και του αριθμού 8 περ. β'του ίδιου άρθρου. Εξάλλου η ύπαρξη της ομολογίας κρίνεται αντικειμενικά και δεν αποτελεί προϋπόθεση της η πρόθεση προς ομολογία (ΑΠ 1946/2008, ΑΠ 2225/2007). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν έχει κατά νόμο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμον αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 75/2008, ΑΠ 329/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι πράξεις νομής επί του επίδικου εδαφικού τμήματος ασκούσε ο αναιρεσίβλητος και ότι οι αρχικοί ενάγοντες δεν ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο με την καλλιέργεια κηπευτικών από το έτος 1973, αφού αυτό παρέμεινε ακαλλιέργητο τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1973, δεν έλαβε υπόψη "α) την περιεχόμενη στην αγωγή δικαστική ομολογία του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου ότι για το χρονικό διάστημα από το 1994 μέχρι και το 1998 ο αναιρεσείων επέτρεψε στους αρχικούς ενάγοντες να καλλιεργούν την επίδικη εδαφική λωρίδα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με ντομάτες και άλλα λαχανικά, αν και με την προσθήκη των από 24-10-2010 προτάσεων του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο ενάγων-αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε τα εντελώς αντίθετα και δη ότι δεν καλλιεργούσε το επίδικο ακίνητο, διότι ήταν χέρσο, δεν καλλιεργούσαν ποτέ το επίδικο και τίποτε δεν ήταν φυτεμένο εκεί", και "β) δεν έλαβε υπόψη ούτε την εξώδικη ομολογία του αναιρεσιβλήτου, στην οποία προέβη με την από 28-4-1998 εξώδικη δήλωση του, στην οποία δήλωσε ότι αυτός τοποθέτησε συρμοτόπλεγμα ανάμεσα στο επίδικο και την ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων, για να τους αποκόψει τη δίοδο στο επίδικο τμήμα από την ιδιοκτησία τους". Όσον αφορά όμως την επικαλούμενη δικαστική ομολογία, όπως προκύπτει από την ως άνω περικοπή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και το πιο πάνω απόσπασμα των πρωτόδικων προτάσεων αυτού, καθώς και από το σύνολο της αγωγής και των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου δεν συνάγεται δικαστική ομολογία αυτού, αφού οι περικοπές αυτές δεν συνιστούν δικαστική ομολογία του, καθόσον δεν αποτελούν επιβλαβές για τον φερόμενο ως ομολογούντα αναιρεσίβλητο γεγονός, ως προς το ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει από μέρους αυτού του επίδικου εδαφικού τμήματος με έκτακτη χρησικτησία, καθώς και ως προς το ότι οι αρχικοί ενάγοντες δεν ασκούσαν επί του επιδίκου πράξεις νομής και κατοχής από το έτος 1973 και μετά συνεχώς με την καλλιέργεια κηπευτικών, όπως ισχυρίστηκαν οι αρχικοί ενάγοντες με την ένσταση τους ιδίας κυριότητας. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικαλούμενη εξώδικη ομολογία, από την υπάρχουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "και όλα τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις προτάσεις τους"και από όλο το πιο πάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και την παραπάνω από 28-4-1998 εξώδικη δήλωση του αναιρεσιβλήτου, στην οποία κατά τους αναιρεσείοντες περιέχεται η ως άνω εξώδικη ομολογία. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης και ως προς τα δύο σκέλη του (δικαστική και εξώδικη ομολογία) από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο δεύτερος, κατά το τρίτο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα ότι δεν προσέδωσε στην επικαλούμενη δικαστική ομολογία την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που έχει κατά νόμο, είναι αβάσιμος, γιατί οι ως άνω περικοπές δεν συνιστούν δικαστική ομολογία. Τέλος, ο ίδιος δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 8 περ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η παρά το νόμο μη λήψη υπόψη ενός αποδεικτικού μέσου, όπως η ομολογία, ελέγχεται αναιρετικώς με το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ.
IV.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Δεν αποτελούν δε πράγματα, κατά την πιο πάνω έννοια, και συνεπώς δεν ιδρύεται ο από την παραπάνω διάταξη λόγος αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, και η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά ή συμπεράσματα τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό ή περιστατικά, που εκτίθενται εκ περισσού. Για τη βασιμότητα δε του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως επισκοπείται και το δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, επί κτήσεως κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, είναι και εκείνοι που αναφέρονται σε εμφανείς υλικές πράξεις νομής επί του πράγματος. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν θεωρούνται ως "πράγματα"κατά την παραπάνω διάταξη πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τείνουν σε ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βάσεως της αγωγής ή της ένστασης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης και υπό την επίκληση πλημμελειών από τον αριθμό 8 περίπτ. α'και β', αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα, και δη πράξεις νομής που ο ενάγων-αναιρεσίβλητος "δεν επικαλέστηκε ούτε με την αγωγή του ούτε με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, παρά μόνον με την προσθήκη των προτάσεων του ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποιούσε μόνο την οικία και την αυλή αυτός και η σύζυγός του, ενώ δεν επικαλέστηκε καθόλου άλλες πράξεις, όπως επίβλεψη, κατασκευή πεζούλας, που έλαβε υπόψη το Εφετείο, χωρίς να προταθούν", και αφετέρου ότι δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό των αρχικών εναγομένων ότι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με τακτική χρησικτησία, καθόσον από το 1983 συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με διάνοια κυρίων, καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο την ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Βόλου Μαρίνας Καζακίδη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 8 περ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο προβάλλεται αναιρετική πλημμέλεια της λήψης υπόψη πραγμάτων μη προταθέντων, επειδή για την θεμελίωση της παραδοχής ότι ο αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος του επιδίκου και με έκτακτη χρησικτησία, το Εφετείο, εκτός από τα περιστατικά που επικαλέσθηκε ο τελευταίος, έλαβε υπόψη και άλλα περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, ο εξεταζόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του από τον αριθμό 8 περ. β'για μη λήψη υπόψη προταθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πιο πάνω αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε.
V.- Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται στον τίτλο του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, ήτοι το ... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Γιαννούλα, και ότι η αγορασθείσα με το συμβόλαιο αυτό έκταση έχει εμβαδό 600 τ.μ. και ότι προς τη νότια πλευρά συνορεύει με κοινοτική οδό, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ως άνω συμβολαίου, στο οποίο αναγράφεται ότι το πωληθέν ακίνητο είχε έκταση ημίσεως περίπου στρέμματος ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλαττον και ότι συνορεύει με ιδιοκτησία αγνώστων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι η ως άνω παραδοχή του Εφετείου δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων, που συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, και δη την ... πράξη διόρθωσης συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Γιαννούλα, την ... πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Βόλου Δημητρίου Παπαδόπουλου, το ... πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου και την με αριθμό 30/6-7-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα Νικολάου Βλασταρίδη, πολιτικού-τοπογράφου μηχανικού, η οποία εκτίμηση, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως.
VI.-Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου ( άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-9-2011 αίτησή της Χ. Γ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 150/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απόφαση 392 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Απόκτηση κυριότητας με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο. Προϋποθέσεις. Λόγοι αναιρέσεως από τους άρ. 19 και 11γ του ΚΠολΔ. Πότε δημιουργούνται [Επικυρώνει ΕφΠατρ 127/2011].

$
0
0
Απόφαση 392 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.

Περίληψη:
Απόκτηση κυριότητας με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο. Προϋποθέσεις. Λόγοι αναιρέσεως από τους άρ. 19 και 11γ του ΚΠολΔ. Πότε δημιουργούνται [Επικυρώνει ΕφΠατρ 127/2011]...


Αριθμός 392/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Δ. Λ. και 2)Π. Δ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Π. Γ., κατοίκου ... και 2)Π. Β. Γ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ...η, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/4/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 377/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 127/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/4/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 του ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογήσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ'άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων και τη νομίμως ασκηθείσα ανταγωγή του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγομένων - αντενάγων, με παράγωγο τρόπο (δυνάμει δωρεάς) έχει καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου, έκτασης 353,77 τ.μ, που βρίσκεται εντός του οικισμού …. στην ειδικότερη θέση "..."και στο 157 οικοδομικό τετράγωνο(...). Το εν λόγω ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα, από το έτος 1928, στη γιαγιά του (πρώτου εφεσιβλήτου - αντενάγοντος) Β. χήρα Β. Γ., η οποία ασκούσε σ'αυτό πράξεις νομής και το μεταβίβασε σ'αυτόν δυνάμει του υπ'αριθ. …/28.9.2000 συμβολαίου δωρεάς της συμ/φου Πρέβεζας Μαρίας Γουρζή, που μεταγράφηκε νόμιμα (...). Από τότε αυτός - αντενάγων - κατέχει και νέμεται το εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου. Τμήμα του ακινήτου αυτού αποτελεί και το επίδικο, έκτασης 141,88 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ. με τα στοιχεία Μ, 1, 16, 15, 14, 13, 12, Α, Π, Ο, 20, 19, 18, 17, ΞΙ, Ξ, Μ (...). Στην ίδια περιοχή και στο νότιο τμήμα του παραπάνω ακινήτου του αντενάγοντος υπάρχει οικόπεδο συνιδιοκτησίας των εναγόντων. Τα δύο αυτά οικόπεδα αποτελούσαν ένα ενιαίο ακίνητο, μαζί με μία τρίτη ιδιοκτησία ευρισκόμενη στο νότιο τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγόντων και ανήκε κατά κυριότητα στη γιαγιά των πρώτου εφεσιβλήτου και των εναγόντων - εκκαλούντων Ε. χήρα Π. Γ., η οποία βρίσκονταν στη νομή του περισσότερο από τριάντα χρόνια. Κατά το έτος 1928, η παραπάνω απώτερη δικαιοπάροχος των διαδίκων μεταβίβασε ατύπως το επίδικο (τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της) στην κόρη της Β. Β. Γ., γιαγιά του πρώτου και μητέρα του δεύτερου των εφεσιβλήτων, η οποία και βρίσκονταν στη νομή του αδιαλείπτως μέχρι και το έτος 2000 (που το μεταβίβασε) και είχε καταστεί έτσι κυρία του παραπάνω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Η τελευταία, το προαναφερόμενο έτος (2000) μεταβίβασε λόγω δωρεάς το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο στον πρώτο των εναγομένων - αντενάγοντα, ο οποίος και κατέστη κύριος αυτού - επιδίκου, αφού κυρία ήταν η πιο πάνω δικαιοπάροχος του. Ρητή είναι η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου "το επίδικο ανήκε στον παππού του πρώτου εναγόμενου - αντενάγοντος, από τον οποίο έπαιρνε άδεια προκειμένου να χρησιμοποιεί μία ερειπωμένη αποθήκη που βρίσκεται εντός αυτού και επιβεβαιώνεται και από τις λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται νόμιμα από τους εναγομένους - εφεσιβλήτους, στις οποίες ρητώς αναφέρονται πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου του αντενάγοντος και κυρίως του συζύγου της (ανέγερση των εντός αυτού ευρισκομένων κτισμάτων και χρησιμοποίηση τους κατά την περίοδο της κατοχής). Οι ενάγοντες, προς απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής τους, ισχυρίζονται ότι η απώτερη δικαιοπάροχος γιαγιά τους Ε. χήρα Π. Γ. ήταν κυρία των ιδιοκτησιών των διαδίκων, τις οποίες κατά το έτος 1929 διένειμε ατύπως στις κόρες της Β., Σ. και Α. και ότι η μητέρα τους Σ., στην οποία περιήλθε το επίδικο ακίνητο, βρίσκονταν από τότε στη νομή του, κτίζοντας η ίδια τα εντός του επιδίκου ευρισκόμενα κτίσματα και δη αποθήκη, φούρνο, κοτέτσι και τουαλέτα. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών τους, εκτός της ένορκης εξέτασης του μαρτυρά τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προσκομίζουν και επικαλούνται τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες αναφέρονται πράξεις νομής εκ μέρους της δικαιοπαρόχου μητέρα τους. Πλην όμως, οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, δεδομένου ότι τη συνδρομή των ίδιων ως άνω πραγματικών περιστατικών επικαλέστηκαν για εδαφική έκταση, εμβαδού 53,66 τ.μ. προς νότο του επιδίκου, όμορη με ιδιοκτησία των, την κυριότητα του οποίου (ακινήτου) διεκδικούσαν σε βάρος του αντενάγοντος, το οποίο δυνάμει της υπ'αριθ. 88/2002 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε ότι ανήκει κατά κυριότητα στον εφεσίβλητο - αντενάγοντα. Κυρίως όμως δεν γίνονται πειστικοί, λόγω του γεγονότος ότι υπάρχει σταθερό φυσικό διαχωριστικό όριο των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων. Ειδικότερα, στο πιο πάνω ακίνητο του εφεσιβλήτου βρίσκεται και το όριο των δύο ιδιοκτησιών των διαδίκων, οι οποίες διαχωρίζονται από φυσικό πρανές βράχων με εξάρσεις και ενδιάμεσα κενά, που δημιουργούν μία υψομετρική διαφορά μέχρι 2,5 μέτρων περίπου. Το ακίνητο του εναγομένου - αντενάγοντος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, βρίσκεται χαμηλότερα σε σχέση με εκείνο των εναγόντων και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης από το ένα ακίνητο προς το άλλο, λόγω της εν λόγω υψομετρικής διαφοράς και της μορφολογίας του εδάφους. Η αληθινή θέση της οριακής γραμμής των ιδιοκτησιών των διαδίκων ήταν πάντοτε γνωστή στους εκκαλούντες - αντεναγομένους, αφού ήταν οριοθετημένη με τοιχίο από σκυρόδεμα, παλαιούς λίθους και βράχους. Αδιαμφισβήτητα γνωστή (η οριακή γραμμή) και αποδεκτή ήταν από τη δικαιοπάροχο, μητέρα τους Σ. χήρα Δ. Λ., η οποία σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδος, μεταξύ της ίδιας και της αδελφής της, δικαιοπαρόχου του αντενάγοντος - εφεσιβλήτου, Β. Γ., επί της οποίας εκδόθηκε η 120/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις - σημείωμα της ότι το όριο των δύο ιδιοκτησιών βρίσκεται στο παραπάνω σημείο. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού, προσκόμισε το από Νοεμβρίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Κ., το οποίο συνετάγη καθ'υπόδειξη αυτής, στο οποίο η επίδικη έκταση ρητώς αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία της δικαιοπαρόχου των εναγομένων, καθώς και ένορκες βεβαιώσεις στις οποίες βεβαιώνεται ότι οι δύο ιδιοκτησίες διαχωρίζονται από τη γραμμή απολήξεως φυσικών βράχων επί της οποίας, ο πρώτος των εναγόντων το έτος 1973 κατασκεύασε το προαναφερθέν τοιχίο από σκυρόδεμα, καθώς και ότι η κεραμοσκεπής αποθήκη, τμήμα της οποίας βρίσκεται εντός του επιδίκου, ευρίσκεται εντός της ιδιοκτησίας της δικαιοπαρόχου των εναγομένων - εφεσιβλήτων Β. Γ.. Προς απόκρουση των γεγονότων αυτών, ισχυρίζονται αβασίμως οι εκκαλούντες - ενάγοντες ότι κατά το χρόνο που η δικαιοπάροχός τους προέβη στις πιο πάνω ενέργειες προς αντίκρουση της σχετικής δίκης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ήταν ασθενής, μη δυνάμενη για το λόγο αυτό να επιμεληθεί της υπόθεσης της (...).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το έτος 2006, οι ενάγοντες απαγορεύουν στον πρώτο εναγόμενο - αντενάγοντα ν'ασκήσει πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, το οποίο παρανόμως κατέχουν, καθόσον αυτό αποτελεί τμήμα του προαναφερόμενου ακινήτου του, εμποδίζοντάς τον να εισέλθει και να παραμείνει σε αυτό, αποβάλλοντάς τον με τον τρόπο αυτό από την νομή του.
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι κύριος του επίδικου ακινήτου έχει καταστεί ο πρώτος των εναγομένων-αντενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος, με παράγωγο τρόπο και δη με δωρεά από τη γιαγιά του Β. χήρα Β. Γ., δυνάμει του …/28-9-2000 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου Πρέβεζας Μαρίας Γουρζή που μεταγράφηκε νόμιμα, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε στη μητέρα τους Σ. χήρα Δ. Λ.. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή των εναγόντων-αντεναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και δέχτηκε την ανταγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε όμοια. Με αυτά που δέχθηκε mi έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από την ως άνω άμεση δικαιοπάροχο του πρώτου αναιρεσιβλήτου, στον οποίο το μεταβίβασε με δωρεά το έτος 2000, και της μη απόδειξης ότι το επίδικο είχε περιέλθει ποτέ με έκτακτη χρησικτησία στην δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο και νοτίως αυτού όμορο ακίνητο αποτελούσαν αρχικά ένα ενιαίο ακίνητο, που ανήκε κατά κυριότητα στη γιαγιά των αναιρεσειόντων και του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ε. χήρα Π. Γ., η οποία το έτος 1928 μεταβίβασε ατύπως το επίδικο (τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της) στην κόρη της και μητέρα του πρώτου αναιρεσιβλήτου Β. Β. Γ., η οποία έκτοτε νεμόταν συνεχώς με διάνοια κυρίου το επίδικο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και δη μέχρι το έτος 2000, οπότε το μεταβίβασε λόγω δωρεάς στον εγγονό της πρώτο των αναιρεσιβλήτων, και έτσι είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Μάλιστα, η αληθινή θέση της οριακής γραμμής των ιδιοκτησιών των διαδίκων ήταν πάντοτε γνωστή στους ενάγοντες-αναιρεσείοντες, ήταν δε γνωστή και αποδεκτή και από τη δικαιοπάροχο μητέρα τους Σ. και ότι ήδη με την 88/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, που έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε ο πρώτος αναιρεσίβλητος κύριος σε τμήμα του επιδίκου εμβαδού 53,66 τ.μ. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
II. Κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι κύριος του επίδικου ακινήτου είναι ο πρώτος εναγόμενος-πρώτος αναιρεσίβλητος και ακολούθως να απορρίψει την ένδικη αγωγή και να δεχτεί την ανταγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι οι ίδιοι είναι συγκύριοι του επιδίκου, ήτοι: 1) δέκα πέντε (15) φωτογραφίες και 2) τις 128/1969 και 87/1971 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με τις οποίες αναγνωρίστηκαν οι δικαιούχοι και καθορίστηκε τιμή μονάδος αποζημιώσεως της απαλλοτρίωσης για τη διάνοιξη του δρόμου Νυδρίου-Λευκάδας, καθώς και τα σχετικά κτηματολογικά διαγράμματα μαζί με το ΠΠΔΕ 2920/Φ/23-5-2001 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λευκάδος, Διεύθυνση ΠΠΔΕ, Τμήμα Κατασκευών. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδείκνυα μένα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, και "από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι", και το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα από αυτά.
III. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-4-2011 αίτηση των Μ. Λ. και Π. Λ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 127/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 489 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κυριότητα. Περίληψη: Προϋποθέσεις απόκτησης κυριότητας ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία). Πότε αποκτάται η κυριότητα ακινήτου πρωτοτύπως, κατ΄ άρθρο 12 του ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ. 2 και 3 του ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών. Οι γνωμοδοτήσεις του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δ

Next: ΑΠ 691 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Λόγος από 19 – Απορρίπτεται ως αόριστος αφού δεν αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως. Ούτε αναφέρεται το κρίσιμο ζήτημα, η επιρροή που ασκεί και οι αιτιολογίες που λείπουν, ούτε σε τι συνίστανται ή αντιφατικότητα. Λόγος από 8β – Απορρίπτει αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς.
$
0
0
Απόφαση 489 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Προϋποθέσεις απόκτησης κυριότητας ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία). Πότε αποκτάται η κυριότητα ακινήτου πρωτοτύπως, κατ΄ άρθρο 12 του ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ. 2 και 3 του ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών. Οι γνωμοδοτήσεις του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δ.,
εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Δικαστική ομολογία. Είναι εκείνη που γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος προς το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση με σκοπούς αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη.


Αριθ.μός 489/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Φ. Μ. συζ. Δ., κατοίκου ... και 2) Μ. Κ. συζ. Γ., το γένος Ι. Ξ., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Χ. του Ι., κατοίκου ... και 2) Μ. Π. συζ. Ε., το γένος Ι. Χ., κατοίκου ..., ως καθολικών διαδόχων του Ι. Χ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/1/2001 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ι. Χ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6926/2001 μη οριστική, 7709/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 1368/2009 μη οριστική και 1916/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 2/9/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τα ακριβή αντίγραφα της ένδικης - από 2.9.2011 - αίτησης αναίρεσης, τα οποία περιέχουν την από 3.11.2011 πράξη ορισμού δικασίμου για εκδίκασή της την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο - της 6.2.2013 - και παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειουσών Κωνσταντίνου Τάντση του Αναστασίου, δυνάμει του .../4.2.2013 ειδικού πληρεξούσιου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αιμίλιου Οικονόμου, προς επίδοσή της στους αναιρεσιβλήτους και κλήση τους προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή - της 6.2.2013 - και επί των οποίων υπάρχει βεβαίωση επίδοσής της στους αναιρεσιβλήτους της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., προκύπτει, ότι επισπεύδουν τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείουσες. Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτησή της, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αρ.1, 1194 και 1198 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, ύστερα από συμφωνία, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον τρόπο αυτό, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1046 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ.2 και 3 του ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ'αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφόμενων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση της διαμόρφωσής τους. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερόμενου στο κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (ΑΠ 261/2003 Ελλ.Δνη 45.801). Τέλος, για μεν την ίδρυση του από το άρθρο 559 αρ. 1α'ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ για την ίδρυση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για στέρηση της απόφασης από τη νόμιμη βάση της και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, να μην προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: "Ο αρχικός ενάγων Ι. Χ. αγόρασε διαδοχικά τα κάτωθι κληροτεμάχια: α) με το υπ'αριθ. .../1964 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Κρωπίας Λυκούργου Παπαγιαννάκου που μεταγράφηκε νόμιμα αγόρασε από τον Α. Π. το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο εμβαδού 1000 τμ. Στο δικαιοπάροχό του το κληροτεμάχιο αυτό είχε περιέλθει με παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του υπ'αριθ. .../1953 τίτλου παραχωρήσεως του Υπουργείου Γεωργίας που μεταγράφηκε νόμιμα, β) με το υπ'αριθ. .../1961 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Κρωπίας Παναγιώτη Μ. που μεταγράφηκε νόμιμα αγόρασε από τον Χ. Σ. το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο εμβαδού 1150 τμ. Στο δικαιοπάροχό του το κληροτεμάχιο αυτό είχε περιέλθει με παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του υπ'αριθ. .../1952 τίτλου παραχώρησης του Υπουργείου Γεωργίας που έχει μεταγραφεί νόμιμα, γ) με το υπ'αριθ. .../1955 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Κρωπίας Ευάγγελου Καλαχάνη που μεταγράφηκε νόμιμα αγόρασε από τον Π. Χ. το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο εμβαδού 1160 τμ. Στο δικαιοπάροχό του το κληροτεμάχιο αυτό είχε περιέλθει με παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του υπ'αριθ. .../1952 τίτλου παραχώρησης του Υπουργείου Γεωργίας που μεταγράφηκε νόμιμα. Τα ανωτέρω κληροτεμάχια ευρίσκονται στη θέση "..."ή ... του Δήμου Γέρακα Αττικής και εμφαίνονται με τους ανωτέρω αριθ.μούς στο από 15-6-1951 διάγραμμα της οριστικής διανομής του αγροκτήματος Γέρακα. Η μεταβίβαση των ως άνω κληροτεμαχίων στον ενάγοντα από τους δικαιοπαρόχους του είχε επιτραπεί με σχετικές αποφάσεις του Νομάρχη Αττικής (βλ. τις υπ'αριθ. 89336/1-12-1964, 44697/12-6-1961 και 49068/20-10-1955 αποφάσεις του Νομάρχη Αττικής, αντίστοιχα). Τα κληροτεμάχια αυτά αποτελούσαν ενιαία έκταση η οποία συνόρευε βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 154,45 μ. με το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο, νότια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 152,90μ. με το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο, ανατολικά επί πλευράς 23,40 μ, με το υπ'αριθ. ... κληροτεμάχιο και δυτικά επί πλευράς 22,52 μ με αγροτικό δρόμο. Ο ενάγων από τότε που αγόρασε τα κληροτεμάχια αυτά τα νεμόταν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ήτοι καλλιεργούσε με άμπελο τα υπ'αριθ. ... και ... κληροτεμάχια, ενώ το υπ'αριθ. ... το καλλιεργούσε με βρώμη και βίκο. Μετά την αποξήρανση της αμπέλου έπαυσε να τα καλλιεργεί, πλην, όμως, τα επέβλεπε, τα όργωνε και τα καθάριζε. Ο μάρτυρας του ενάγοντος Σ. Δ. με πειστικότητα και σαφήνεια κατέθεσε ότι αυτός καλλιεργούσε τα κτήματα του ενάγοντος και όταν σταμάτησε να τα καλλιεργεί τα επισκεπτόταν περίπου σαράντα φορές το χρόνο για να εκτελεί αγροτικές εργασίες σε αυτά κατ'εντολή του ενάγοντος. Χαρακτηριστικά δε κατέθεσε ότι μέχρι το έτος 1997, καθόσον μετά έπαυσε να τα επισκέπτεται για λόγους υγείας, δεν είχε ιδεί ποτέ τις εναγόμενες ή άλλο πρόσωπο στην ιδιοκτησία του ενάγοντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 1993 η περιοχή στην οποία ευρίσκονται τα εν λόγω αγροτεμάχια εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Γέρακα και έγινε εφαρμογή του σχεδίου πόλεως στην περιοχή ... ΙΙ, όπως χαρακτηρίζεται αυτή η πολεοδομική ενότητα. Η πράξη εφαρμογής του σχεδίου πόλεως έχει κυρωθεί με την υπ'αριθ. ΠΕ 12227/ 3182/19-9-1997 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα. Στο διάγραμμα εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου στην περιοχή ... II και στους σχετικούς πίνακες της πράξης εφαρμογής η ανωτέρω ενιαία οικοπεδική έκταση περιλαμβάνεται στο υπ'αριθ. 835 οικοδομικό τετράγωνο της περιοχής αυτής και αποτελείται από δύο τμήματα, εκ των οποίων το ένα χαρακτηρίζεται με τα κτηματικά στοιχεία ... εμβαδού 1198,79 τμ. και το άλλο με τα κτηματικά στοιχεία ... εμβαδού 2088,80 τμ. Από τις ιδιοκτησίες αυτές σύμφωνα με την προαναφερόμενη πράξη εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής ... II προέκυψαν και αποδίδονται α) το υπ'αριθ. 10 οικόπεδο του 835 οικοδομικού τετραγώνου, εμβαδού 2250 τμ, όσον αφορά την ιδιοκτησία με κτηματικά στοιχεία ... και β) το υπ'αριθ. 20 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, εμβαδού 846,70 τμ, όσον αφορά την ιδιοκτησία με κτηματικά στοιχεία .... Το εν λόγω υπ'αριθ. 20 οικόπεδο συνορεύει βόρεια, εν μέρει επί πλευράς 15,41 μ με το υπ'αριθ. 01 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας αγνώστου και εν μέρει επί πλευράς 12,82μ με το υπ'αριθ. 03 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, ιδιοκτησίας αγνώστου, νότια, επί πλευράς 27,03μ με το υπ'αριθ. 19 οικόπεδο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας Φ. Ζ., εν μέρει επί πλευράς 11,23μ με το υπ'αριθ. 18 Ν οικόπεδο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας αγνώστου και εν μέρει επί πλευράς 5,5 μ με το υπ'αριθ. 17 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας Γ. Π. και Θ. Λ.. Η δε ιδιοκτησία με κτηματικά στοιχεία ..., από την οποία προέκυψε, όπως προελέχθη, το ως άνω υπ'αριθ. 20 οικόπεδο, συνορεύει βόρεια εν μέρει επί πλευράς 14,55μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως, αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 14,75μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως, αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 31,90μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως, αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 14,70μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 16,15 μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 15,55μ. με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 15,60 μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη, εν μέρει επί πλευράς 15,35μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη και εν μέρει επί πλευράς 15,90 μ, με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του σχεδίου πόλεως αγνώστου ιδιοκτήτη, νότια επί πλευράς 154,05 μ. με την υπ'αριθ. ... ιδιοκτησία του ενάγοντος, ανατολικά επί πλευράς 8,20μ, με μη διανοιχθείσα οδό ... και δυτικά επί πλευράς 8,22 μ, με οδό .... Το ως άνω υπ'αριθ. 20 οικόπεδο αποδόθηκε στις εναγόμενες οι οποίες στη φάση της εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης είχαν υποβάλει σχετική δήλωση ιδιοκτησίας του ανωτέρω ακινήτου με κτηματικά στοιχεία .... Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι το ως άνω υπ'αριθ. ... βασικό ακίνητο, που αποτέλεσε τη βάση διαμόρφωσης του υπ'αριθ. 20 επίδικου οικοπέδου, το απέκτησαν δυνάμει του υπ'αριθ. .../1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κρωπίας Όλγας Παπατσούνη που μεταγράφηκε νόμιμα εξ αγοράς από τους Γ. Π. και Ε. σύζυγο Γ. Π., οι οποίοι ενεργούσαν ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους Μ., στο οποίο το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει με το .../1981 συμβόλαιο της ίδιας παραπάνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω δωρεάς από τον παππού του Δ. Π., ο οποίος το απέκτησε, κατά τα αναγραφόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο, με κληρονομική διαδοχή από τον πατέρα του Γ. Π. που απεβίωσε το έτος 1938 χωρίς να αφήσει διαθήκη και, έτσι, έχουν καταστεί συγκύριες αυτού τόσο με τακτική όσο και με έκτακτη χρησικτησία νεμόμενες αυτό από τότε που το αγόρασαν προσμετρώντας το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους. Ο πραγματογνώμονας Α. Γ. στην από 5-1-2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αναφέρει ότι δεν εφάρμοσε τα από 15-6-1951 διαγράμματα οριστικής διανομής του αγροκτήματος Γέρακα του Υπουργείου Γεωργίας η οποία διανομή κυρώθηκε με την 152565/ΠΕ/1951 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, λόγω καταστροφής των τριγωνομετρικών σημείων της ως άνω διανομής από την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο προσδιορισμός της θέσης των υπ'αριθ. ..., ... και ... κληροτεμαχίων, τα οποία αναφέρονται στους τίτλους του ενάγοντος και, έτσι, να μην μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα εάν το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους του ενάγοντος. Εφάρμοσε στο έδαφος μόνο τους τίτλους των εναγομένων και αποφαίνεται ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους αυτών. Το συμπέρασμα όμως αυτό είναι επισφαλές, καθόσον μόνον εάν ο πραγματογνώμονας εφαρμόσει στο έδαφος τους τίτλους και των δύο διάδικων μερών θα οδηγηθεί σε ασφαλές επιστημονικό και τεχνικό συμπέρασμα σχετικά με το ερώτημα στους τίτλους ποιου από τα διάδικα μέρη περιλαμβάνεται το επίδικο και τούτο διότι μόνο με την εφαρμογή στο έδαφος των τίτλων και των δύο διάδικων μερών θα μπορέσει να έχει σαφή εικόνα των ιδιοκτησιών διαπιστώνοντας τόσο τα θετικά όσο και τα αδύνατα σημεία της εφαρμογής και στη συνέχεια κάνοντας συσχετισμό των στοιχείων που προέκυψαν να αποφανθεί με επιστημονική και τεχνική εγκυρότητα σε ποιούς από τους τίτλους των διαδίκων μερών περιλαμβάνεται το επίδικο. Ο πραγματογνώμονας Χ. Ε. Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός με την από Οκτωβρίου 2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, αφού εφάρμοσε στο έδαφος τους τίτλους των διαδίκων μερών, αποφαίνεται ότι το επίδικο ακίνητο με κτηματικά στοιχεία ... περιλαμβάνεται στους τίτλους του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας εφάρμοσε τα δύο διαφορετικά συστήματα προβολικών συντεταγμένων, ήτοι προβολή συντεταγμένων Υπουργείου Γεωργίας και ΤΜ3° Κ (ήτοι κεντρικής ζώνης 3° ΥΠΕΧΩΔΕ εγκάρσια μερκατορική προβολή) με την οποίαν έγινε η κτηματογράφηση και προκειμένου να κάνει τη μετατροπή του προβολικού συστήματος του Υπουργείου Γεωργίας στο προβολικό σύστημα της κτηματογράφησης χρησιμοποίησε τρία επίσημα τριγωνομετρικά σημεία της γεωγραφικής υπηρεσίας Στρατού που έχουν τιμές καρτεσιανών συντεταγμένων και στα δύο προβολικά συστήματα και μετά από σχετικό μαθηματικό μετασχηματισμό χαρτογραφικών συντεταγμένων κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα.
Συνεπώς ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους των ιδίων και των δικαιοπαρόχων τους ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι τόσο αυτές όσο και οι δικαιοπάροχοί τους ενεργούσαν πράξεις νομής επί του επιδίκου". Δηλαδή, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι ο αρχικός ενάγων, Ι. Χ. του Γ., του οποίου καθολικοί διάδοχοι είναι οι αναιρεσίβλητοι (τέκνα του), απέκτησε την κυριότητα με τον προμνημονευθέντα και επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο (με τα προαναφερθέντα συμβόλαια αγοράς που έχουν νόμιμα μεταγραφεί) και πάντως με τον επικαλούμενο επίσης στην αγωγή πρωτότυπο τρόπο της τακτικής και πιο επικουρικά της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμηθείς το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Ακολούθως, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων - καθολικών διαδόχων του αρχικού ενάγοντος πατέρα τους - κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ'ουσίαν, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη - από 10.1.2001 - διεκδικητική του επίδικου ακινήτου αγωγή του αρχικού ενάγοντος. 'Ετσι, που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο καθ'όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και καθ'όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης ιδίας κυριότητας των ήδη αναιρεσειουσών εναγομένων, και συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατ'ορθήν εκτίμησή του, από τους αριθμούς 1 και 19 (και όχι και από τον αριθμό 8) του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τρίτος, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες και τα δικαστικά τεκμήρια, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 390 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι οι γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στη δεύτερη απ'αυτές, εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 8/2005, 848/1981, 111/1981). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο και τρίτο, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγους της αναίρεσης, από τους οποίους ο τελευταίος όπως ορθά εκτιμάται, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης διεκδικητικής του επίδικου ακινήτου αγωγής του αρχικού ενάγοντος - πατέρα των αναιρεσιβλήτων - , δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις την από Δεκεμβρίου 2010 τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου των αναιρεσειουσών αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Π. με τα συνημμένα σ'αυτήν είκοσι δύο (22) έγγραφα, ο οποίος ύστερα από σχολαστική μελέτη όλων των στοιχείων που αυτές του προσκόμισαν και εκείνων τα οποία ο ίδιος αναζήτησε κατέληξε, ότι το τελικό συμπέρασμα που αναφέρεται στην από Οκτωβρίου 2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο διορισθείς με τη 1368/2009 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Περαιτέρω, ότι δεν έλαβε υπόψη τη 17/2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης με τα συνημμένα σ'αυτήν έγγραφα του διορισθέντα με την 6926/2001 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τοπογράφου μηχανικού Α. Γ.. Και, επίσης, ότι δεν έλαβε υπόψη και τα πιο κάτω έγγραφα, ήτοι: 1) το .../20.7.1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κρωπίας 'Ολγας Παπατσούνη, με το πιστοποιητικό μεταγραφής του, από το οποίο προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες αγόρασαν από το Μ. Γ. Π. τρία αγροτεμάχια έκτασης 940 τ.μ., 1236,50 τ.μ. και 790 τ.μ. στην περιοχή "..."της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γέρακα. 2) Τα από Απριλίου 1990 δύο τοπογραφικά διαγράμματα των μηχανικών Π. Χ. και Κ. Χ. τα οποία προσαρτήθηκαν στο παραπάνω αρ. .../1990 συμβόλαιο, από τα οποία προκύπτει ότι ο δικαιοπάροχός τους προέβαινε σε καταμετρήσεις αυτού. 3.- Το αρ. .../10-07-1981 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμ/φου Όλγας Παπατσούνη, με το πιστοποιητικό μεταγραφής του, με το οποίο ο δικαιοπάροχός τους απέκτησε το επίδικο από τον πάππο του Δ. Π.. Και στο συμβόλαιο αυτό αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα όρια, με ονόματα γειτόνων και μάλιστα ότι στο Νότιο όριο το επίδικο συνορεύει με την ιδιοκτησία Ι. Μ. {Ι. Χ. - αρχικού διαδίκου}. 4.- Την από Μαΐου 1989 Πολεοδομική Μελέτη επέκτασης της Ε.Π.Α. 82-84 με μελετητή τον Α. Μ., στην οποία απεικονίζεται το οικόπεδό τους στο Γ 835 αρ. 31 και αναφέρεται ως χέρσο από φωτοληψία του 1980, μετά την οποία {μελέτη του ρυμοτομικού σχεδίου} έγινε η ένταξη στο σχέδιο Πόλεως της περιοχής. 5.- Απόσπασμα του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου ΓΕΡΑΚΑ ΓΑΡΥΤΤΟΣ II του τοπογράφου μηχανικού Δ. Π., στο οποίο το επίδικο αναφέρεται "χέρσο", καθώς και αποσπάσματα κτηματογραφικού διαγράμματος Π.Ε. και Διαγράμματος πράξης εφαρμογής του ίδιου μηχανικού. 6.- Την Πράξη Εφαρμογής "ΓΑΡΗΤΤΟΣ II - ΓΕΡΑΚΑ"στην οποία εμφαίνεται το αποδιδόμενο σ'αυτές οικόπεδο στο Ο.Τ. 835 με αριθ.μό οικοπέδου 20, ως και το αρ. 16459/1328 έγγραφο της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής το οποίο επιβεβαιώνει την ιδιοκτησία τους. Η Πράξη Εφαρμογής παρά τις υποβληθείσες από τον αρχικό ενάγοντα Ι. Χ. δύο ενστάσεις κατέληξε να δοθεί σε αυτές το επίδικο οικόπεδο και όχι σ'εκείνον, γιατί δεν έκανε εφαρμογή ενός και μόνο τίτλου μεμονωμένα αλλά εφαρμογή, ρυμοτόμηση, εισφορές για όλους τους τίτλους ταυτόχρονα 7.- Φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών της ΓΥΣ των ετών λήψεως 1945, 1960, 1969, 1979 και του ΟΚΧΕ των ετών λήψεως 1979, 1983, 1998, 2001, από τις οποίες διαπιστώνεται ότι το επίδικο ήταν ακαλλιέργητος "χέρσος"αγρός από το 1945 έως το 1969 και από το 1979 έως και το 2001 επίσης ακαλλιέργητος "χέρσος"αγρός δηλαδή ποτέ και σε καμία χρονική περίοδο δεν εμφαίνεται να αποτελούσε αμπέλι ή αμπελώνα. 8.- Το τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Μ. Π. στο οποίο φαίνεται το οικόπεδό τους αναλυτικά μετά την πράξη εφαρμογής. 9.- Το αρ. 236262 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, από το οποίο προκύπτει ότι κατέβαλαν το ποσό των δρχ. 4.152.000 για την εξόφληση της εισφοράς σε χρήμα του επιδίκου στο Δήμο Γέρακα. Και 10.- Τα με Α.Π. 18395/03-08-1999 και 18020/21-7-1999 κτηματογραφικά αποσπάσματα του Εθνικού Κτηματολογίου από τα οποία προκύπτει ότι δήλωσαν το ακίνητό τους στο Εθνικό Κτηματολόγιο, που οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιόν του, με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη της ένστασής τους ιδίας κυριότητας. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από "την από 5.1.2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Α. Γ. αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού...και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία μάλιστα και σχολιάζει, και τα πιο πάνω έγγραφα, από τα οποία τα με αριθμούς .../20.7.1990 και .../10.7.1981 συμβόλαια ειδικά μνημονεύει, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση των λοιπών.
IV. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.. 8 ΚΠολΔ, η λήψη ή μη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης παράστασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), ο δε λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου των αναιρεσειουσών και, έτσι, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη αγωγή των αντιδίκων τους. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη την ένσταση αυτή των αναιρεσειουσών και την απέρριψε ρητά ως ουσιαστικά αβάσιμη. V. Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε πλήττονται μεν όλες ή μία απ'αυτές, η προσβολή όμως μιας απ'αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΟλΑΠ 25/2003). Εξάλλου, από τα άρθρα 339 και 352 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι, όχι κάθε ομολογία αποτελεί δικαστική τοιαύτη, αλλά εκείνη που γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος προς το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη (ΑΠ 1775/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, κατ'ορθήν εκτίμησή του, από τον αριθμό 11 περ. γ' (και όχι από τον αριθμό 12) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείουσες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία του αντιδίκου τους αρχικού ενάγοντος - του οποίου, όπως προεκτέθηκε, καθολικοί διάδοχοι είναι οι αναιρεσίβλητοι -, που αποτελεί πλήρη απόδειξη αναφορικά με τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του περί της εκ μέρους του άσκησης διακατοχικών πράξεων με διάνοια κυρίου αφότου -ως άνω- το επίδικο ακίνητο περιήλθε σ'αυτόν από αγορά και έκτοτε και της εκ τούτου εκ μέρους του κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής και πάντως της έκτακτης χρησικτησίας, ως έχοντας συγκεκριμένα προβάλει με την αγωγή αλλά και οι αναιρεσίβλητοι με την έφεση και τις προτάσεις τους, ότι η μόνη καλλιέργεια του επιδίκου ήταν εκείνη της αμπέλου και όχι βρώμης και βίκου - και μάλιστα από αυτούς - όπως αυθαίρετα δέχτηκε το Εφετείο. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος, παρεκτός του ότι είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού η μη πληττόμενη επιτυχώς με βάσιμο λόγο αναίρεσης επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο αρχικώς ενάγων απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, πρώτιστα, με τον προμνημονευθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι τα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν δικαστική ομολογία του αρχικού ενάγοντος και των καθολικών διαδόχων των αναιρεσιβλήτων, εφόσον αφορούν σε ουσιώδη ισχυρισμό των ιδίων και όχι των αναιρεσειουσών. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, οι οποίες ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2.9.2011 αίτηση των: 1) Φ. συζ. Δ. Μ., το γένος Ι. και Α. Ξ. κ.α. για αναίρεση της 1916/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 691 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Λόγος από 19 – Απορρίπτεται ως αόριστος αφού δεν αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως. Ούτε αναφέρεται το κρίσιμο ζήτημα, η επιρροή που ασκεί και οι αιτιολογίες που λείπουν, ούτε σε τι συνίστανται ή αντιφατικότητα. Λόγος από 8β – Απορρίπτει αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς.

$
0
0
Απόφαση 691 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
Περίληψη:
Λόγος από 19 – Απορρίπτεται ως αόριστος αφού δεν αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως. Ούτε αναφέρεται το κρίσιμο ζήτημα, η επιρροή που ασκεί και οι αιτιολογίες που λείπουν, ούτε σε τι συνίστανται ή αντιφατικότητα. Λόγος από 8β – Απορρίπτει αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς...


Αριθμός 691/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Δήμου Ηγουμενίτσας, που έχει έδρα την Ηγουμενίτσα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας" (Δ.Ε.Υ.Α.Η.) που έχει έδρα την Ηγουμενίτσα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πατρικουνάκο.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Σώμα Ελλήνων Προσκόπων" (ΣΕΠ) και έδρα την Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ιακώβου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 96/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 108/2010 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν τα αναιρεσείοντα νομικά πρόσωπα με την από 14/7/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 8/11/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά την έννοια του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλειπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 12-13/1995). Για να είναι, όμως, ορισμένος και άρα παραδεκτός ο από την ανωτέρω διάταξη προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 559 αρ. 19 και 566 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ζήτημα, η επιρροή που ασκεί στην έκβαση της δίκης και οι αιτιολογίες που λείπουν, ή σε τι συνίσταται η αντιφατικότητα. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, υπό τις οποίες και συντελέσθηκε η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως (Ολ.ΑΠ 32/1996).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος, προβάλλεται ως αναιρετικός λόγος η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι το Εφετείο κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του επίδικου δικαιώματος ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, στον οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά, έστω και συνοπτικώς, στις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως υπό τις οποίες συντελέστηκε η άνω παραβίαση, ούτε και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα στις αιτιολογίες, πληττομένης μόνον, υπό την επίκληση της εκ πλαγίου παραβιάσεως της εν λόγω ουσιαστικής διατάξεως της περί των πραγμάτων αναιρετικώς ανελέγκτου κρίσεως του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997).
Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κ.λ.π. ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984), ενώ αντιθέτως, αποτελούν "πράγματα"οι λόγοι εφέσεως και αντεφέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως (Ολ.ΑΠ. 11/1996). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό η ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ. 25/2003).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β'ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους πρωτοδίκως προταθέντες και με λόγο εφέσεως επαναφερθέντες στο Εφετείο υπό των αναιρεσειόντων εναγομένων ισχυρισμούς, α) περί ιδίας κυριότητος επί του επιδίκου, κτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία, β) περί της εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσιβλήτου. Όπως, όμως, προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς, τους οποίους απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβασίμους. Επομένως, ο άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. β'του ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, που απέρριψε την προταθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, δεν έλαβε υπόψη του περιστατικά που αυτοί επικαλέσθηκαν προς θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεως και ειδικότερα την μακροχρόνια αδράνεια του αναιρεσιβλήτου να ασκήσει το επίδικο δικαίωμα, και τις δαπάνες στις οποίες αυτοί υπεβλήθησαν για την ανακαίνιση του επιδίκου. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, κρίνοντας αποφατικώς περί της βασιμότητος της εν λόγω ενστάσεως, έλαβε υπόψη του και τα ανωτέρω στοιχεία. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (δεύτερος, δεύτερο μέρος), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες (Δήμος και Δημοτική Επιχείρηση με κοινή υπεράσπιση), λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, μειωμένα όμως κατ'άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-7-2010 αίτηση των Δήμου Ηγουμενίτσας κ.λ.π. για αναίρεση της 108/2010 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΠ 747 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Κλήτευση , Κυριότητα. Περίληψη: Συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, στους οποίους έχει επιδοθεί αντίγραφο της αιτήσεως και κλήση για συζήτηση στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου. Αβάσιμος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 1559/2002.

Next: ΑΠ 758 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη- Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο κληρούχος μπορεί να απωλέσει τη νομή ή κυριότητα επί του κλήρου αν τη φυσική εξουσία αποκτήσει και ασκήσει τρίτος με τα προσόντα της χρησικτησίας, όχι όμως και όταν η φυσική εξουσία ασκείται σε τμήμα μόνο κληροτεμαχίου. Λόγος από αριθμ. 1. Απορρίπτει. Λόγος από 8 περ. α Απορρίπτει.
Previous: ΑΠ 691 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Λόγος από 19 – Απορρίπτεται ως αόριστος αφού δεν αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως. Ούτε αναφέρεται το κρίσιμο ζήτημα, η επιρροή που ασκεί και οι αιτιολογίες που λείπουν, ούτε σε τι συνίστανται ή αντιφατικότητα. Λόγος από 8β – Απορρίπτει αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς.
$
0
0
Απόφαση 747 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κλήτευση , Κυριότητα.
Περίληψη:
Συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, στους οποίους έχει επιδοθεί αντίγραφο της αιτήσεως και κλήση για συζήτηση στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου. Αβάσιμος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 1559/2002...


Αριθμός 747/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας-καλούσας: Μ. Β. συζ. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .....
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Ι. Α. του Δ., κατοίκου ..., 2) Ε. Α. του Β., κατοίκου ..., 3) Ά. Α. χήρας Π., κατοίκου ..., 4) Δ. Α. του Π., κατοίκου ..., 5) Π. Μ. συζ. Δ., το γένος Π. Α., κατοίκου ..., και 6) Σ. Τ. του Ι., κατοίκου ... . Η 2η ως κληρονόμος του αναιρεσιβλήτου Β. Α., οι 3η, 4ος και 5η ως κληρονόμοι του αναιρεσιβλήτου Π. Α., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, από τους οποίους παραστάθηκε η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε στην έδρα του και δια του Προεδεύοντος απέρριψε το αίτημα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/6/1995 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 211/1996 του ίδιου Δικαστηρίου η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο λόγω αρμοδιότητας, 253/2001 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής και 1559/2002 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 24/9/2002 αίτησή της, επί την οποίας εκδόθηκε η 1362/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η αναιρεσείουσα με την από 13/4/2011 κλήση της.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 26/11/2003 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική της δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις υπ'αριθμ. 2929-2930/5-7-12, 2916-2917/4-7-12, 2918-2919/4-7-12, 2946-2947/11-7-12, 2945 και 2948/11-7-12 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής ... και τις υπ'αριθμ. 5987-5980/14-7-12 όμοιες του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., τις οποίες η αναιρεσείουσα προσκομίζει και επικαλείται, προκύπτει ότι με επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη δίκη, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αντιδίκους της Ι. Α., πρώτο αναιρεσίβλητο, Ε. Α., που συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος του αποβιώσαντος Β. Α., δεύτερου αναιρεσιβλήτου, Ά. Α., Δ. Α. και Π. Α., που συνεχίζουν τη δίκη ως κληρονόμοι του Π. Α., τρίτου αναιρεσιβλήτου, επίσης αποβιώσαντος, και Σ. Τ., τέταρτη αναιρεσίβλητη, α) ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 1559/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και β) ακριβές αντίγραφο της από 13-4-2011 κλήσεως της αναιρεσείουσας, με τη συνημμένη σ'αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως η 19-9-2012, στην οποία και καλούνται οι καθών η κλήση αναιρεσίβλητοι, μετά την υπ'αριθμ. 1362/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη προηγούμενη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο της 19-9-2012 η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου, με αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η αναβολή δε αυτή και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και εν προκειμένω των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 226§4 εδ.γ-δ του ΚΠολΔ, που ισχύει και στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά τη διάταξη του άρθρου 575 εδ.β'του ίδιου ΚΠολΔ. Επομένως και σύμφωνα με το άρθρο 576§2 του ΚΠολΔ, η συζήτηση θα προχωρήσει παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση.
ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα-ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου (αγρού), αληθούς εμβαδού 7430 τ.μ., το οποίο είχε μεταβιβάσει σ'αυτήν τμηματικά ο πατέρας της με τα υπ'αριθμ. .../1973 και .../1973 προκοσυμβόλαια του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασ. Λιούτα, επειδή ο δικαιοπάροχος πατέρας της δεν ήταν κύριος του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο ανήκε στην κυριότητα των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους, και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική του επιδίκου ως άνω ακινήτου αγωγή της αναιρεσείουσας. Από την ίδια, προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα τη βεβαίωση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και το όλο περιεχόμενό της προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το υπ'αριθμ. πρωτ. .../92/30-6-1993 έγγραφο του Δασαρχείου Αρναίας, με το συνημμένο σ'αυτό τοπογραφικό διάγραμμα, καθώς και το υπ'αριθμ. .../1984 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άρνης Γρηγ. Μπύρου, τα οποία είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα. Επομένως ο μοναδικός, από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα, είναι αβάσιμος, και πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-9-2002 αίτηση της Μ. συζ. Κ. Β. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1559/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 758 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη- Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο κληρούχος μπορεί να απωλέσει τη νομή ή κυριότητα επί του κλήρου αν τη φυσική εξουσία αποκτήσει και ασκήσει τρίτος με τα προσόντα της χρησικτησίας, όχι όμως και όταν η φυσική εξουσία ασκείται σε τμήμα μόνο κληροτεμαχίου. Λόγος από αριθμ. 1. Απορρίπτει. Λόγος από 8 περ. α Απορρίπτει.

$
0
0
Απόφαση 758 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.

Περίληψη:
Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη- Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο κληρούχος μπορεί να απωλέσει τη νομή ή κυριότητα επί του κλήρου αν τη φυσική εξουσία αποκτήσει και ασκήσει τρίτος με τα προσόντα της χρησικτησίας, όχι όμως και όταν η φυσική εξουσία ασκείται σε τμήμα μόνο κληροτεμαχίου. Λόγος από αριθμ. 1. Απορρίπτει. Λόγος από 8 περ. α Απορρίπτει.


Αριθμός 758/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. συζ. Ε., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Ζ. του Κ., 2) Γ. Ζ. του Κ. και 3) Μ. Ζ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους .... και ..........

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/5/1996 διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 153/1997, 3093/1999 μη οριστικές και 2614/2002 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου. Κατά της τελευταίας απόφασης ο 1ος των ήδη αναιρεσιβλήτων άσκησε έφεση και εκδόθηκε η 5923/2000 μη οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παράλληλα, ο 2ος και η 3η των ήδη αναιρεσιβλήτων άσκησαν έφεση κατά της ίδιας ως άνω 2614/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 5315/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 112/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 4977/2009 απόφαση συνεκδικάζοντας τις παραπάνω υποθέσεις. Η αναιρεσείουσα με την από 4/3/2010 αίτησή της ζητά την αναίρεση της 153/1997 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 28/11/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη (ΑΠ 63/2003, ΑΠ 29/1993).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ότι άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21-5-1996 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του περιγραφόμενου ακινήτου, κυριότητα την οποία απέκτησε τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο και δη με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι να της αποδώσουν το περιγραφόμενο τμήμα του ακινήτου αυτού που κατέλαβαν παράνομα, ότι η αγωγή της, εκδικασθείσα με την τακτική διαδικασία, ερήμην του πρώτου εναγομένου Δ. Ζ., απορρίφθηκε με την 153/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, έγινε δεκτή ως προς τον πρώτο ερήμην δικασθέντα των εναγομένων κατά την κύρια βάση της και ως προς τους λοιπούς εναγομένους διατάχθηκαν αποδείξεις για την κύρια βάση της αγωγής. Ότι μετά από έφεση που άσκησε ο ερήμην δικαστείς εναγόμενος κατά της ως άνω απόφασης καθώς και οι λοιποί εναγόμενοι κατά της οριστικής απόφασης του Πρωτοδικείου, εκδόθηκε τελικά η 4977/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως κατ'ουσία αβάσιμη ως προς την κριθείσα κύρια βάση της. Έτσι, η ανωτέρω 153/1997 απόφαση η οποία ήταν εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, κατέστη τελεσίδικη ως προς την οριστική της διάταξη, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η ένδικη αγωγή κατά τη βάση της περί κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου με τακτική και άλλως έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης παραδεκτώς ασκείται κατά της 153/1997 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την οριστική της διάταξη με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η αγωγή, αφού, αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά της οριστικής διατάξεως πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη.
Επειδή, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται, ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης θεωρείται από την παραχώρησή του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου. Γι'αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως, από 23-5-1968 ισχύει ο α.ν. 431/1968, που ορίζει στο μεν άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ. 2185/1952) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδάφ. β'αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του αν.ν. 431/1968 προκύπτει, ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου όχι κληρούχου. Επομένως από την ισχύ του αν.ν. 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, όχι όμως και του τμήματός του, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση δηλαδή της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά τον νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 Α.Κ.) αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (Ολ.ΑΠ 15/2004, Ολ.ΑΠ 568/1986, Ολ.ΑΠ 1520/1982, ΑΠ 613/2012, ΑΠ 1564/2012, ΑΠ 1190/2010, ΑΠ 1413/2003). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, η οποία ήταν εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική και ήδη κατέστη τελεσίδικη ως προς την οριστική της διάταξη, απέρριψε με την άνω οριστική του διάταξη ως μη νόμιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά τις βάσεις της περί κτήσεως κυριότητας του επίδικου ακινήτου με τακτική και άλλως έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, το άνω Δικαστήριο έκρινε, ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο κατά την αγωγή παραχωρήθηκε ως κληροτεμάχιο σε μείζονα έκταση, από το Υπουργείο Γεωργίας στην απώτατη δικαιοπάροχό της Μ. Δ., ο κληρονόμος της οποίας σύζυγός της πώλησε το επίδικο τμήμα αυτού στην Ε. Π., από την οποία το αγόρασε η αναιρεσείουσα, "αποτελεί τμήμα παραχωρηθέντος κλήρου και ως προς το μέρος της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι μέχρι την ισχύ του αν.ν. 431/1968 (23-5-1968) ο αγροτικός κλήρος δεν ήταν επιδεκτικός νομής από άλλον εκτός από τον κληρούχο και τους διαδόχους του και, επομένως, ούτε κυριότητας διά χρησικτησίας, μετά δε την ισχύ του ανωτέρω νόμου, οπότε κατέστη δυνατή η διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας ολοκλήρου του κλήρου, η τοιαύτη κτήση επί τμήματος κληροτεμαχίου, ως εν προκειμένω, εξακολουθεί να απαγορεύεται, λόγω του ότι επέρχεται κατάτμηση του κλήρου". Έτσι, που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα ως άνω σκέψη, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 ΑΚ και άρθρου 1 παρ. 1 α.ν. 431/1968, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού μάλιστα η αναιρεσείουσα-ενάγουσα ουδόλως εκθέτει στην αγωγή της κάποια από τις εξαιρέσεις, που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του α.ν. 431/1968, κατά τις οποίες δεν ισχύει ο περιορισμός αυτός της μη κατάτμησης, και, επομένως, οι συναφείς πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α'του ΚΠολΔ ιδρύεται, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του "πράγματα"που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι παραδεκτά προτεινόμενοι, στηρίζουν κατά το νόμο ή δύνανται να στηρίξουν αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων (αγωγή, ένσταση, αντένσταση κλπ). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο με το να δεχτεί, ότι "μέχρι την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23-5-1968) ο αγροτικός κλήρος δεν ήταν επιδεκτικός νομής από άλλον εκτός από τον κληρούχο και τους διαδόχους του και, επομένως, ούτε κυριότητας διά χρησικτησίας, μετά δε την ισχύ του ανωτέρω νόμου, οπότε κατέστη δυνατή η διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας ολοκλήρου του κλήρου, η τοιαύτη κτήση επί τμήματος κληροτεμαχίου, ως εν προκειμένω, εξακολουθεί να απαγορεύεται, λόγω του ότι επέρχεται κατάτμηση του κλήρου", έλαβε υπόψη πράγματα, που βρίσκονται εκτός των βάσεων της αγωγής της περί κτήσεως κυριότητας με χρησικτησία. Από την επισκόπηση, όμως, του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει, ότι η ενάγουσα-αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης ακινήτου, το οποίο παραχωρήθηκε ως κληροτεμάχιο από το Υπουργείο Γεωργίας στην απώτατη δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας Μ. Δ., ο κληρονόμος της οποίας, σύζυγός της, πώλησε το τμήμα αυτό στην Ε. Π., από την οποία το αγόρασε η αναιρεσείουσα, και ότι έτσι κατέστη αυτή (αναιρεσείουσα) κυρία του τμήματος αυτού, εκτός από παράγωγο τρόπο, και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, το άνω Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική βάση της, που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνακόλουθα ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-3-2010 αίτηση της αναιρεσείουσας Ε. συζ. Ε. Μ. για αναίρεση της 153/1997 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1175 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα. Περίληψη: Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας. Τρόπος κτήσης κυριότητας – παράγωγος –πρωτότυπος. Λόγοι αναίρεσης: ο μοναδικός του κυρίου δικογράφου αίτησης αναίρεσης: από 14, πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 10, δεύτερος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 8α , τρίτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 11α...

Previous: ΑΠ 758 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα. Περίληψη: Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη- Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο κληρούχος μπορεί να απωλέσει τη νομή ή κυριότητα επί του κλήρου αν τη φυσική εξουσία αποκτήσει και ασκήσει τρίτος με τα προσόντα της χρησικτησίας, όχι όμως και όταν η φυσική εξουσία ασκείται σε τμήμα μόνο κληροτεμαχίου. Λόγος από αριθμ. 1. Απορρίπτει. Λόγος από 8 περ. α Απορρίπτει.
$
0
0
Απόφαση 1175 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.

Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας. Τρόπος κτήσης κυριότητας – παράγωγος –πρωτότυπος. Λόγοι αναίρεσης: ο μοναδικός του κυρίου δικογράφου αίτησης αναίρεσης: από 14, πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 10, δεύτερος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 8α , τρίτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 11α...



Αριθμός 1175/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ι. Η. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Ν. Α., το γένος Δ. Κ., και 2) Α. Α. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/7/1991 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/1992 μη οριστική, 101/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 124/2011 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/12/2011 αίτηση και τους από 14/3/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ'έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση για πρώτη φορά στην κατ'έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, διότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο τον ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων, που το πρώτον προτάθηκε στο Εφετείο με τις προτάσεις τους, για εκμίσθωση του επιδίκου ακινήτου από το δικαιοπάροχό τους Σ. Α. στο δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος Ι. Α., ο οποίος και προέκυπτε από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 14-3-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό του οποίου δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, που καταρτίσθηκε μεταξύ των αδελφών Σ. και Ι. Α.. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ο ανωτέρω ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων δεν αποτελεί νέο ισχυρισμό, αλλά διευκρινιστικό της ένστασης ιδίας κυριότητάς τoυς, σε κάθε δε περίπτωση εφ'όσον αποδεικνυόταν εγγράφως, ήταν παραδεκτή η προβολή του το πρώτον στο Εφετείο κατά το άρθρο 527 σε συνδυασμό με το άρθρο 269 παρ. 2 περ. δ'ΚΠολΔ και επομένως το Εφετείο που δεν κήρυξε τον ισχυρισμό αυτόν απαράδεκτο, δεν υπέπεσε στην ως άνω επικαλουμένη πλημμέλεια. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκε ότι ο Ν. Α. του Δ. με άτυπη δωρεά πριν το θάνατό του δώρισε το επίδικο ακίνητο στον υιό του Σ. Α., καθόσον αυτός στήριξε οικονομικά την μέχρι το θάνατο του Ν. Α. άγαμη αδελφή του Α., αλλά και τη χήρα αδελφή του Σ. Π. και τα τρία τέκνα της Ν., Κ. και Α., έσφαλε αφού ουδέποτε αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, ενώ αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο Σ. Α. προίκισε την Α. Π. το έτος 1932. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλομένη απόφαση διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν τα αναφερόμενα στον αμέσως ανωτέρω λόγο αναίρεσης περιστατικά, που αναφέρονται σε άτυπη δωρεά, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8α ΚΠολΔ, αφού έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από το εφετήριο οι αναιρεσίβλητοι με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνταν για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προταθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας με το να δεχθεί ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο Σ. Α. απέκτησε το επίδικο με άτυπη δωρεά της ψιλής κυριότητας από τον πατέρα του κατά το έτος 1926.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την από τον αριθ. 11α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, επειδή το Εφετείο έλαβε υπόψη του το από 1-11-1975 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, το οποίο το πρώτον προσκομίσθηκε από τους αναιρεσιβλήτους με τις προτάσεις στο Εφετείο προς απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητάς τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού στην κατ'έφεση δίκη κατά το άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ είναι επιτρεπτή η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, εκτός αν αποκρουστεί η προσκομιδή του κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-12-2011 αίτηση και τους από 14.3.2013 πρόσθετους λόγους αυτής του Ι. Η. για αναίρεση της 124/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου).
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ - ΣτΕ 2287/2015 Κοινωνική ασφάλιση - Κύριες και επικουρικές συντάξεις - Περικοπές συντάξεων - Επίλυση ζητήματος λόγω σπουδαιότητας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης ΚΑΙ ΣτΕ 2290/2015 Ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4024/2011

$
0
0
Με οδηγό τις αποφάσεις 2287-2090/ 2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας διεκδικούνται τα αναδρομικά για εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.
Τι έκριναν αυτές οι αποφάσεις...

1.Παράνομη ως αντισυνταγματική η κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας.
2.Παράνομη ως αντισυνταγματική η κατάργηση 13ης και 14ης σύνταξης.
3.Παράνομη ως αντισυνταγματική η περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων από τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012.
 

ΣτΕ 2287/2015 Κοινωνική ασφάλιση - Κύριες και επικουρικές συντάξεις - Περικοπές συντάξεων - Επίλυση ζητήματος λόγω σπουδαιότητας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης

(Κοινωνική ασφάλιση - Κύριες και επικουρικές συντάξεις - Περικοπές συντάξεων - Επίλυση ζητήματος λόγω σπουδαιότητας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης)

Κατηγορία: Ασφαλιστικά - ΙΚΑ - ΤΕΒΕ - Λοιπά (ΠΡΟ ΕΦΚΑ)
Περίληψη

Κρίθηκε ότι οι επίμαχες μειώσεις των κυρίων και επικουρικών συντάξεων αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντ. και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες,  διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από  μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Μετά τις διαδοχικές περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφʼ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφʼ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλʼ όφειλε, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου (Αντίθετη μειοψηφία).

Αριθμός 2287/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Δ. Κυριλλόπουλος, Ό. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Χρ. Μπολόφη, Ιω. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Β. Μόσχου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 31 Μαΐου 2013 αγωγή:

της ...., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

κατά των: 1. Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2. Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους α) Αθηνά Πετρόγλου (Α.Μ. 14046) και β) Ελένη Μυλωνά (Α.Μ. 25070), που τις διόρισε με πληρεξούσιο.

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 30 Σεπτεμβρίου 2014 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 9 Οκτωβρίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αγωγή αυτή η ενάγουσα επιδιώκει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων Ταμείων να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, το ποσό που της αναλογεί και το οποίο αντιστοιχεί στις περικοπές της απονεμηθείσας σ’ αυτήν κύριας και επικουρικής συντάξεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο και τις πληρεξουσίες των εναγομένων Ταμείων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι


Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο


1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Φ. Ντζίμα και του Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου, τακτικών μελών της συνθέσεως που δίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, η Σύμβουλος Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου και η Πάρεδρος Β. Μόσχου, αναπληρωματικά έως τότε μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 64/2015).

2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, μετά από αίτηση της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία έγινε δεκτή με την ΠΑ 22/30.9.2014 πράξη της κατά την ως άνω διάταξη Τριμελούς Επιτροπής. Περαιτέρω, με την από 9.10.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.

3. Επειδή, με την ως άνω αγωγή, όπως διευκρινίζεται με το από 14.10.2014 υπόμνημα, η ενάγουσα, συνταξιούχος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να της καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσόν των 13.616,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσόν, κατά το οποίο, όπως αναλυτικώς εκτίθεται στην αγωγή, περιορίσθηκαν οι απονεμηθείσες σε αυτήν από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεις (κύρια και επικουρική), δυνάμει i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του  ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 και β) να επανέλθει η σύνταξή της στο ποσό, που προσδιορίσθηκε με τις αντίστοιχες πράξεις απονομής.  

4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων ... Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα ... Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της  Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό ...».

5. Επειδή, εν προκειμένω, με την ως άνω ΠΑ 22/30.9.2014  πράξη της Τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας, σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων, με τις οποίες επήλθαν διαδοχικές περικοπές στην κύρια και την επικουρική σύνταξη της ενάγουσας.
6. Επειδή, η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 10.10.2014 και «ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 10.10.2014), όπως ορίζεται στο ν. 3900/2010. Κατόπιν αυτού, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, παραδεκτώς εισάγεται προς επίλυση το ανωτέρω ζήτημα και είναι περαιτέρω εξεταστέο.

7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5  ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»∙ στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) –ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς– αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού  Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως –συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)– προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα  μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙ πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.

8. Επειδή, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν να χωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ’ αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.

9. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Αγγ. Θεοφιλοπούλου, οι Σύμβουλοι Χρ. Ράμμος, Μιχ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Μαρκάτης, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Κων. Πισπιρίγκος, Παρ. Μπραΐμη, Σοφ. Βιτάλη και η Πάρεδρος Χρ. Μπολόφη οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες  για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ’ ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση  κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους  απονεμηθεισών παροχών,  όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του  συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων  αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή  διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ’ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρως του ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου, καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή  θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά  περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι η προβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της  απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.  Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στην άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια  παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κλπ), η πτώση του προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται  νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ’ ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση,  αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως.  Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής  μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου, πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως  των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. ʼλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν  άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ’ εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως  των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε  την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος,  αλλ’ ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.

10. Επειδή, εξ άλλου, μειοψήφησε επίσης η Σύμβουλος Ο. Ζύγουρα, η οποία διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντάς την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον ειδικώτερο καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197-2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάστασή τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως –άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους.  Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ’ όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και με την διατήρηση –και μετά τις τυχόν μειώσεις– ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.

11. Επειδή, στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσης από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 10 (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 24 Ν. 4038/2012, Α΄ 14, 2.2.2012), ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των Φορέων Κύριας Ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτής Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Ειδικά για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων (400) ευρώ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις…», στην παράγραφο 11, ότι «από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%», στην παράγραφο 12, ότι «αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη», στην παράγραφο 13, ότι «αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα» και, στην παράγραφο 14, ότι «τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους». Στον ανωτέρω νόμο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα ΙΙΙ και ΙV, αντιστοίχως, το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010», που αποτελούν τα δύο από τα τρία μέρη, από τα οποία απαρτίζεται το «Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding), που υπεγράφη στις 3.5.2010 αφ’ ενός από τον Υπουργό Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και αφ’ ετέρου από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών – μελών της Ευρωζώνης. Όπως δε έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 668/2012, σκ. 28), το εν λόγω Μνημόνιο Συνεννόησης δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη, αλλά «το πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους για την επόμενη τριετία, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την θέσπιση των μέτρων αυτών, προς το σκοπό της αντιμετωπίσεως της, κατά την Κυβέρνηση, συντρεχούσης κατά τον χρόνο της εξαγγελίας του εν λόγω προγράμματος οξείας δημοσιονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας με την ενεργοποίηση και του αποφασισθέντος, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 3845/2010, «το αίτημα της Κυβέρνησης για ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού αποτέλεσε πράξη ευθύνης και ιστορική υποχρέωση απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας λόγω αδυναμίας δανεισμού. Η προσφυγή στο μηχανισμό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης μας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουμε πρόσθετα μέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη χρηματοδότηση των αναγκών μας, αλλά και για να βγούμε ασφαλείς από την κρίση. Το πρόγραμμα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα μέτρα που προτείνονται με το σχέδιο νόμου, θέτουν σε εφαρμογή τον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την παροχή χρηματοδότησης … Το μακροοικονομικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2012 και μετά. … τα μέτρα που προτείνονται είναι επώδυνα. Είναι όμως απαραίτητα για να προστατευθεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, που υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσμενείς συνθήκες της οικονομίας είναι και εθνικό συμφέρον. Είναι απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται μισθοί και συντάξεις χωρίς να υποθηκεύεται το μέλλον των επόμενων γενεών. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγματικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική ... Με τα μέτρα που προτείνονται οι Έλληνες πολίτες θα υποστούν θυσίες. Όμως η εναλλακτική πορεία θα ήταν η κατάρρευση και η καταστροφή. Τα μέτρα που η κυβέρνηση προτείνει, επιφέρουν μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαμηλά και μεσαία επίπεδα μισθών και συντάξεων, …». Εξ άλλου, στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα εξής: «Ι. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 1. Η οικονομική ύφεση εντάθηκε το 2010. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 2% το 2009 και οι δείκτες υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το 2010 ... 2. … Λόγω της υιοθέτησης αδύναμων πολιτικών εσόδων και χαλαρής φορολογικής διαχείρισης, …, τα έσοδα μειώθηκαν αισθητά. Οι δαπάνες, εντωμεταξύ, αυξήθηκαν σημαντικά, ιδιαίτερα για μισθούς και επιδόματα, ... Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο εκτιμώμενο 13,6% του ΑΕΠ ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 115% του ΑΕΠ το 2009 ... 3. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει επηρεαστεί αρνητικά… 4. (...) II. ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: 5. Οι κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ... 6. Η κυβέρνηση προβλέπει μία εκτεταμένη περίοδο προσαρμογής: Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα περιοριστεί σημαντικά το 2010-2011, αλλά αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά στη συνέχεια. Το οικονομικό πρόγραμμα βασίζεται στην υπόθεση αρνητικής ανάπτυξης 4% το 2010 και 2½ % το 2011 … III. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ: 7. … Η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογή των εισοδημάτων σε βιώσιμα επίπεδα είναι αναγκαία για τη στήριξη της δημοσιονομικής διόρθωσης και της μείωσης του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση. Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσμού, ... Καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, οι μεταρρυθμίσεις για την περιφρούρηση της βιωσιμότητας του συστήματος δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν… 8. Η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των δημοσιονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση … : Μειώσεις στις συντάξεις: η απάλειψη της 13ης και της 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από €2500 μηνιαίως με την υιοθέτηση ενός νέου ενιαίου επιδόματος €800 ετησίως. Η μείωση βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. … Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα οικογενειακά επιδόματα δε θα περικοπούν … 11. … Για το υπόλοιπο του 2010, … τα τρία σημαντικότερα άμεσα μέτρα είναι η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημοσίου τομέα και των δαπανών για πληρωμές συντάξεων… 12. Για το 2011 και μετά έχουν προσδιοριστεί επιπλέον μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. … Οι δαπάνες θα μειωθούν κατά ένα ισοδύναμο γύρω στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2013 … οι δαπάνες από μισθούς και επιδόματα θα πρέπει να περιοριστούν … 13. Εκτός από αυτά τα άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση έχει επίσης δρομολογήσει μια σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ελέγχου επί των εσόδων και των δαπανών:

- Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση: Το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και θα περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών εάν δεν ληφθούν υπεύθυνα μέτρα προκειμένου να τεθεί σε μια υγιή βάση. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση η οποία θα πρέπει να εγκριθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει μια μελέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παράμετροι του νέου συστήματος διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία. Τα υπάρχοντα ασφαλιστικά ταμεία θα συγχωνευθούν σε τρία. Η μεταρρύθμιση θα εισάγει ένα νέο σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, με ενιαίους κανόνες που θα ισχύουν κατ’ αναλογία σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης θα οριστεί στα 65 έτη, αυξανόμενη παράλληλα με το προσδόκιμο ζωής. Οι παροχές θα πρέπει να τιμαριθμοποιούνται. Η μεταρρύθμιση επίσης θα περιορίσει την πρόωρη συνταξιοδότηση, ακόμα και για τους ασφαλισμένους προ του 1993, και θα περιορίσει τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Το νέο σύστημα θα προβλέπει επίσης μια σύνταξη κοινωνικού χαρακτήρα με εισοδηματικά κριτήρια για όλους τους πολίτες που βρίσκονται πάνω από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να παρέχεται ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών …» Παραλλήλως, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Οι τριμηνιαίες εκταμιεύσεις της διμερούς οικονομικής βοήθειας από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης θα βασίζονται σε τριμηνιαίους απολογισμούς των προϋποθέσεων για όλη τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας. Η αποδέσμευση των δόσεων θα βασίζεται στην τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων επιδόσεων και στη θετική αξιολόγηση της προόδου στα κριτήρια πολιτικής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και αυτού του Μνημονίου, … Πριν από την καταβολή των δόσεων, οι αρχές πρέπει να παρέχουν μια έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων.

1. Ενέργειες για τον πρώτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2010):

i. Δημοσιονομική Εξυγίανση: ... -Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010). …
-Μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010). …

2. Ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου 2010):
i. …
ii. Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: … Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητά του … Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: …
-Μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις. …
-Μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών. …».

12. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 3863/2010 με τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010). Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι «1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο. 2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός. 3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου. 4. …» και στο άρθρο 2 ότι «1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για δώδεκα μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού. 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου … που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής». Περαιτέρω, στο άρθρο 37 του ίδιου νόμου ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το NAT επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010). Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται…». Εξ άλλου, στο άρθρο 38 του αυτού ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκε από τα άρθρα 138 παρ. Β περ. 10 του ν. 4052/2012 και 30 παρ. 3 του ν. 4075/2012 (Α΄ 89, 11.4.2012) η δε παρ. 3 από το άρθρο 37 παρ. 2 α του ν. 3996/2011, Α΄ 170, 5.8.2011,  ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α., καθώς και η χρηματοδότηση του προγράμματος “Πρόγραμμα κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων”. 2.  Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν.  1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της κύριας σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. δ. … ε. … 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται: α) η διαδικασία απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών…». Τέλος, στο άρθρο 39 του ν. 3863/2010 ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα. 2. Για την τήρησή τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού- Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων. 3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό- Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς». Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρεται ότι αυτός «συνιστά τη θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μία χρόνια, διαρκώς επιδεινούμενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος.». Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με το νόμο επιχειρείται «ριζικός μετασχηματισμός» του συστήματος, που «έχει ως αφετηρία και βάση του την αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραματίζουν στα ασφαλιστικά μας πράγματα το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά. Η αποσαφήνιση των ρόλων γίνεται κυρίως με τη διάκριση μεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης. Σκοπός μας είναι να καταστούν απολύτως σαφή στους συμπολίτες μας δύο πράγματα: τι υποχρεούνται να εισφέρουν και τι δικαιούνται να προσδοκούν. Θεμέλιο του συστήματος είναι η διάκριση … μεταξύ βασικής και αναλογικής σύνταξης. … πρόκειται για κεφαλαιώδη τομή που εκλογικεύει το συνταξιοδοτικό μας σύστημα διαχωρίζοντας τις προνοιακού τύπου παροχές από τις κατά κυριολεξία συντάξεις. Οι πρώτες… συνιστούν έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης… Οι δεύτερες αποτελούν παροχές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους ασφαλισμένους τους, ήτοι αναλογική ανταπόδοση για τις εισφορές που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Η βασική σύνταξη αποτελεί έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της διανεμητικής δικαιοσύνης, η δε αναλογική έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. … Ως έμπρακτη τήρηση της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να διαφυλαχθούν οι πόροι του συστήματος προς όφελος όχι μόνο της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών. … Η συνεχής μετακύλιση, μέσω του δανεισμού και της διόγκωσης των ελλειμμάτων, όλων των βαρών στις μέλλουσες γενεές, αλλά και η άρνηση της Πολιτείας να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συνιστούν ευθεία προσβολή της ισότητας των γενεών και πράξη ασύγγνωστης πολιτικής ανευθυνότητας και κοινωνικής αδικίας. … Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο έκτακτης ανάγκης. … Με το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα … δεν ανασυγκροτούμε μόνο το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, διασώζοντάς τον από την κατάρρευση …, αλλά … συμβάλλουμε στην επίτευξη ενός εξίσου χρήσιμου και πλέον επιτακτικού στόχου, που είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας, η εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας και η είσοδος σε μια νέα περίοδο βιώσιμης ανάπτυξης. … Το βαρύ έργο που επωμιζόμαστε συμπίπτει με δύο σημεία καμπής της νεώτερης οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο είναι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση …Το δεύτερο είναι η δραματική κατάσταση των εθνικών μας δημοσιονομικών μεγεθών. Συνέπεια … είναι ότι … ο δανεισμός πλέον δεν προσφέρεται …». Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως μείζονες παράμετροι της ασφαλιστικής κρίσης αναφέρονται «η δημογραφική, η δημοσιονομική και η αναπτυξιακή, … κοινές σε όλες τις χώρες της Ευρώπης». Επισημαίνεται, όμως, ότι «…στην περίπτωση της Ελλάδας … χρόνιες ενδημικές και κρίσιμες ανεπάρκειες …, όπως η δύσκαμπτη και γραφειοκρατική δομή των ασφαλιστικών οργανισμών, η πέραν κάθε ελέγχου έκταση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, το πελατειακό πολιτικό σύστημα (λ.χ. με τις ανά καιρούς εθελούσιες εξόδους και τις αναγνωρίσεις πλασματικού συντάξιμου χρόνου), η κατά καιρούς διαφθορά αλλά και η σπατάλη συνετέλεσαν και συντελούν τα μέγιστα στην υπονόμευση της βιωσιμότητας του συστήματος ... Το Υπουργείο Εργασίας καλείται να οργανώσει την ομαλή μετάβαση από το νυν στο νέο σύστημα χωρίς να αντλήσει επιπρόσθετους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως είναι προφανές, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό μας ανάγκασε να αναζητήσουμε εκείνο το είδος της μετάβασης το οποίο δεν θα είχε ως συνέπειά του μεγάλες πρόσθετες δαπάνες. Και να αναζητήσουμε ταυτοχρόνως, την αυτοχρηματοδότηση του υφισταμένου ασφαλιστικού συστήματος με συμβολή των συνταξιούχων από ένα επίπεδο σύνταξης και άνω, στην αντιμετώπιση των τρεχουσών οικονομικών δυσχερειών. …». Τέλος, ειδικώς ως προς το άρθρο 38, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρει  ότι «…η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό μορφή περιορισμού σε ορισμένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξομαλύνει τις δημοσιονομικές υπερβάσεις από τις οποίες μαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισμός όσον αφορά τους ΦΚΑ με την σε τακτά χρονικά διαστήματα κάλυψη των ελλειμμάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαμβάνει (μελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήματος) … η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται με κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανομής των βαρών. Επιβάλλεται δε, προκειμένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται μια ικανοποιητική σύνταξη να συμβάλλουν και αυτοί στην μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση των τεράστιων δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος, με την λήψη μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το μέλλον την ομαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων …».

13. Επειδή, εν συνεχεία, θεσπίστηκε ο ν. 3985/2011 με τίτλο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 151/1.7.2011), στα πρότυπα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως που εισήχθησαν με το ν. 3871/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ο οποίος είναι απλώς τυπικός, εξομοιούμενος με προϋπολογισμό περισσοτέρων ετών, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) αποτελεί «βασικό στοιχείο μιας διαφορετικής φιλοσοφίας στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και το πρώτο βήμα για τη μετάβαση σε πολυετείς προϋπολογισμούς, καθώς συμβάλλει στην εμπέδωση της έννοιας του πολυετούς προγραμματισμού των οικονομικών του Δημοσίου». Το πρόγραμμα αυτό, κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση, «περιλαμβάνει για το έτος προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα έτη κατά κύριο λόγο:

- τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη γενική κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της.
- την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων για τα δύο προηγούμενα έτη, το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη.
- όλες τις παραδοχές των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων (…, αριθμό εργαζομένων, μισθολογικές και συνταξιοδοτικές εξελίξεις, …)
- …
- τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών για τη γενική κυβέρνηση, καθώς και τα ανώτατα όρια του Κρατικού Προϋπολογισμού και των ΟΤΑ και ΟΚΑ για την περίοδο,
- τις δαπάνες και τα έσοδα σε κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνική ασφάλιση για τα αντίστοιχα έτη,
-…
- τις εκτιμήσεις ανά οικονομική κατηγορία των ακαθάριστων εξόδων, εσόδων και του ελλείμματος ή πλεονάσματος του κοινωνικού προϋπολογισμού …». Περαιτέρω, στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, μεταξύ των μακροοικονομικών κινδύνων, αναφέρεται και η «επιδείνωση του ʽακροοικονοʽικού σεναρίου … που θα ʽπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά την ανεργία, ʽε περαιτέρω επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές», ενώ γίνεται μνεία της αποκλίσεως από τον προϋπολογισμό του έτους 2010 ως προς το ισοζύγιο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, «καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών», εκτιμάται δε ότι «η απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσμα της βαθύτερης, από το αναμενόμενο, ύφεσης της ελληνικής οικονομίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές» και προβλέπεται ότι η, λίγο ʽεγαλύτερη από την προβλεφθείσα για το έτος 2010, ύφεση «συρρικνώνει τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνει τις κοινωνικές παροχές του κράτους». Ως «κύριες παρεμβάσεις πολιτικής με δημοσιονομικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του έτους 2012» εξαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω αιτιολογική έκθεση, η «μείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (1.260 εκατ. ευρώ), μέσω προσαρμογής των επικουρικών συντάξεων, …», και η «μείωση των δαπανών για επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης μέσω επανελέγχου των στοιχείων των δικαιούχων», εκτιμήθηκε δε ότι με την «επανεξέταση της σκοπιμότητας και τον επαναπροσδιορισμό του συνόλου των μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, μεταξύ άλλων, και προς το ασφαλιστικό σύστημα … θα επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση στις δαπάνες επιχορήγησης του ασφαλιστικού συστήματος εν γένει, συνολικού ύψους 2.099,37 εκατ. ευρώ», ενώ  αναφέρεται ότι με τους ν. 3762/2009, ν. 3863/2010 και ν. 3883/2010 «που αποτελούν επανάσταση στο ασφαλιστικό σύστημα, εξασφαλίστηκε αφενός μεν σε μεγάλο βαθμό η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε διορθώνονται πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών …».

14. Επειδή, οι προβλεπόμενες στο ν. 3985/2011 παρεμβάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πραγματοποιήθηκαν με το ν. 3986/2011 με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152/1.7.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 44 του ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 11 περ. γ αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του ν. 4038/2012 η δε παρ. 12 αυτού από το άρθρο  2 παρ. 7 του ν. 4024/2011, ορίσθηκαν τα εξής: «1. … 2. … 10.  Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντίστοιχα. 11. α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου, του NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας ή έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης, πλην εκείνων που συνταξιοδοτούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βιαίων συμβάντων, καθώς και ορφανικές οικογένειες αυτών. δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επιπλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €). στ) Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010. 12. α) Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115). β) Η παράγραφος 13 καταλαμβάνει από 1.9.2011 και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. 13. α) Από 1.9.2011 θεσπίζεται Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης. β) Η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης των συνταξιούχων των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας όλων των Υπουργείων, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις, δυνάμει ασφάλισης η οποία έχει χωρήσει σε υποκατάσταση υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φ.Κ.Α.. Η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: i. Για συντάξεις από 300,01 € έως 350,00 €, ποσοστό 3% ii. Για συντάξεις από 350,01 € έως 400,00 €, ποσοστό 4% iii. Για συντάξεις από 400,01 € έως 450,00 €, ποσοστό 5% iv. Για συντάξεις από 450,01 € έως 500,00 €, ποσοστό 6% v. Για συντάξεις από 500,01 € έως 550,00 €, ποσοστό 7% vi. Για συντάξεις από 550,01 € έως 600,00 €, ποσοστό 8% vii. Για συντάξεις από 600,01 € έως 650,00 €, ποσοστό 9% viii. Για συντάξεις από 650,01 € και άνω, ποσοστό 10%. γ) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακοσίων ευρώ (300 €). δ) Εξαιρούνται της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. ε) … στ) Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη των φορέων αποδίδονται σε Λογαριασμό του Α.Κ.Α.ΓΕ. το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου, από την παρακράτηση, μήνα. ζ) Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.ΓΕ.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. η) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου επικουρικής σύνταξης. θ) Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.ΓΕ. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 « [η] χώρα βρίσκεται σε βαθιά δημοσιονομική κρίση και σε κατάσταση οιονεί δημοσιονομικής εξάρτησης. Χρόνιες παθογένειες και δημοσιονομικές αστάθειες, σε συνδυασμό με ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, συντέλεσαν στο σταδιακό αποκλεισμό της Ελλάδας από τις πηγές διεθνούς δανεισμού και στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας. Η χώρα μας ζει τη μεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της ... Λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν μέτρα άμεσης εφαρμογής και απόδοσης. Αυτά αποδίδουν αμέσως αποτέλεσμα, ενώ τα άλλα και κυρίως τα ʽέτρα που αφορούν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τα άτυπα φαινόμενα στην ελληνική πολιτική, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονομία, χρειάζονται προετοιμασία, σύστημα, δημόσια διοίκηση, δύσκολα τα συλλαμβάνει κανείς και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδουν μεσοπρόθεσμα…». Ειδικώς, ως προς το ανωτέρω άρθρο 44, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 - αφού επαναλαμβάνονται όσα εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως προς το άρθρο 38 αυτού (βλ. δωδέκατη σκέψη) - αναφέρεται ότι «…προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω μείωση των επιχορηγήσεων από την πλευρά του κρατικού προϋπολογισμού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και δεδομένης της αναγκαιότητας για τον περιορισμό του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, προτείνεται η αναπροσαρμογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων στις κύριες συντάξεις και η θέσπιση Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ώστε να εξασφαλισθεί η ομαλή χρηματοδότηση των φορέων και κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης …». Ως προς την καθιερούμενη δε με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 44 Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, αναφέρεται, ειδικότερα, ότι «Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης, όπως αυτά θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση των αναλογιστικών μελετών, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων αυτών».

15. Επειδή, η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226/27.10.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων», όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού τροποποιήθηκαν από το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4038/2012, ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152). Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α΄ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α` 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α` 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 2. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129). Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α` 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α` 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 3. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσοστό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μείωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ. 4. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιούχους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαίως, μειώνεται κατά 50%. 5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων-τομέων. 6. …». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, σε σχέση με τις νέες μειώσεις, τα εξής: «άμεση προτεραιότητα ζωτικού δημοσίου συμφέροντος είναι η επίτευξη των στόχων και η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε με το ν. 3985/2011 (Α΄ 151) και εξειδικεύθηκε με τις διατάξεις των ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και ν. 4002/2011 (Α΄ 180). Στην προσπάθεια αυτή καλείται να συμβάλει το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Η χώρα αντιμετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιεστικές. Στόχος να διαφυλαχθεί η υπόσταση και η προοπτική της χώρας, ... Για το λόγο αυτό πρωταρχικός στόχος είναι η εφαρμογή των αποφάσεων με τις οποίες διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη, πραγματική βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους [ώστε να] καταστεί δυνατή η παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια…». Ειδικώς, ως προς το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, στην αιτιολογική έκθεση αυτού αναφέρεται ότι «Με τις διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται μείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000,00 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών. Η ρύθμιση είναι αναγκαία λόγω της δαπάνης που προκαλεί στους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης η λήψη σύνταξης σε τόσο μειωμένο όριο ηλικίας. Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης εξαιρούνται από την ανωτέρω μείωση οι συνταξιούχοι αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας, οι συνταξιούχοι που αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της υπηρεσίας καθώς και τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται μείωση κατά 20% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους που δεν εμπίπτουν στη μείωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η μείωση αυτή θεσπίζεται ως συνεισφορά των συνταξιούχων με σχετικό ικανοποιητικό ύψος ποσού κύριας σύνταξης στον ασφαλιστικό τους φορέα. Από τη μείωση αυτή εξαιρούνται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης μόνο οι συνταξιούχοι γήρατος και αναπηρίας που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας καθώς και τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ...».

16. Επειδή, εν συνεχεία, με το ν. 4046/2012 (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκαν αφ’ ενός τα Σχέδια  Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος και αφ’ ετέρου το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, το ανωτέρω Μνημόνιο  Συνεννόησης, σχέδιο του οποίου προσαρτάται ως Παράρτημα V στον εν λόγω νόμο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το  Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Παράρτημα V.1), στο οποίο, εκτός άλλων, αναφέρονται τα εξής: «… Οικονομικές Πολιτικές Α. Δημοσιονομική Πολιτική … 5. … 6. Για να διασφαλίσει την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος, η κυβέρνηση θα αναλάβει τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά των δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη πορεία ανάκαμψης, τα συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση …, θα απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα πέραν εκείνων που έχουν ήδη εγκριθεί ... Το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτευχθεί μέσω περικοπών δαπανών που αποσκοπούν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους … Πολλές από αυτές τις περικοπές θα πρέπει να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ... 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, …, περιλαμβάνουν [τα εξής]: … Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Δεδομένου του υψηλού μεριδίου συντάξεων στις δαπάνες της Ελληνικής κυβέρνησης, η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων. Αυτό θα το κάνουμε με τρόπο που θα προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Ως αρχικά μέτρα, για τη δημιουργία εξοικονομήσεων ύψους €300 εκατομμυρίων το 2012 θα υιοθετήσουμε ένα σχέδιο νόμου για να μεταρρυθμίσουμε τις επικουρικές συντάξεις, και θα … Ε. Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις  … Θα θεσπίσουμε νομοθεσία για την μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργοδότες στο ΙΚΑ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και θα λάβουμε μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι η μείωση αυτή δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. Οι εισφορές θα μειωθούν μόνο όταν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για να καλυφθούν οι μειώσεις στα έσοδα…».

17. Επειδή, εν συνεχεία, τέσσερις μήνες μετά τις θεσπισθείσες με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011 περικοπές συντάξεων, ο ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40/29.2.2012) προέβλεψε νέες περικοπές συντάξεων στο άρθρο 6, το οποίο, ειδικότερα, ορίζει τα εξής: «1. Τα ποσά της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνουν τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ και καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τους λοιπούς φορείς κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνονται κατά 12% από 1.1.2012. Η μείωση αυτή καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 κύριας σύνταξης. Το ποσό της κύριας σύνταξης μετά και την παραπάνω μείωση της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. Όταν δικαιούχοι για τη σύνταξη λόγω θανάτου είναι περισσότεροι του ενός, το ποσό πέραν των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ του συνολικού ποσού σύνταξης μειώνεται κατά το ως άνω ποσοστό. Το εναπομείναν ποσό σύνταξης επιμερίζεται κατά τα ποσοστά των δικαιοδόχων. 2. Τα καταβαλλόμενα ποσά συντάξεων από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), τους Τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και τους Τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), τους Τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και τον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, μειώνονται από 1.1.2012 ως εξής: Οι συντάξεις έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ, κατά ποσοστό 10% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ. Οι συντάξεις από διακόσια πενήντα ευρώ και ένα λεπτό (250,01) έως τριακόσια (300) ευρώ, κατά ποσοστό 15% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων είκοσι πέντε (225) ευρώ. Οι συντάξεις από τριακόσια ευρώ και ένα λεπτό (300,01) και άνω κατά ποσοστό 20% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων πενήντα πέντε (255) ευρώ. Τα ποσοστά των μειώσεων αυτών καταλαμβάνουν και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 επικουρικής σύνταξης. 3. Από τη μείωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαιρούνται οι συνταξιούχοι που προβλέπονται από τις διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 4. Οι αναδρομικές μειώσεις των παραγράφων 1 και 2 παρακρατούνται σε 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη Μαΐου 2012. 5. Τα ποσά των μειώσεων των συντάξεων του άρθρου αυτού αποτελούν έσοδα του φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη. 6. …». Σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4051/2012 –η οποία ουδόλως αναφέρεται στις περικοπές συντάξεων που είχαν επιβληθεί τέσσερις μήνες ενωρίτερα με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011–  εκτίθενται τα εξής: «Η Πολιτεία, μετά την ψήφιση των ν. 3845/2010 (Α΄ 65) και ν. 4046/2012 (Α΄ 28), έχει αναλάβει την υποχρέωση της λήψης συγκεκριμένων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, προκειμένου, μεταξύ άλλων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό και πέραν του θεσμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, όπως αυτό ισχύει και των πρόσθετων εισφορών των παραγράφων 11 - 13, του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), προτείνεται το παρόν άρθρο, με το οποίο επέρχονται περαιτέρω μειώσεις στο ποσό των κύριων και επικουρικών συντάξεων που υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ύψος, λόγω των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας και της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων…».

18. Επειδή, τέλος, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 4  του ν. 4111/2013 (Α΄ 18, 25.1.2013) με έναρξη ισχύος - σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου - από 5.12.2012, ορίσθηκαν τα εξής: «ΙΑ.5. 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν. 2. ... ΙΑ.6. 1. … 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. …». Σχετικά με τις ρυθμίσεις αυτές, στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου τούτου νόμου –χωρίς καμία μνεία των προηγουμένως επιβληθεισών μειώσεων– αναφέρεται ότι η ανωτέρω μείωση συντάξεων «προκειμένου να είναι σε δικαιότερη βάση, γίνεται στο σύνολο της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης ή κύριων συντάξεων ή κύριας και επικουρικής σύνταξης ή μερίσματος που υπερβαίνουν τα 1000,00 ευρώ κατά μήνα. Η μείωση βαίνει αυξανόμενη, ανάλογα με το ύψος της σύνταξης ή των συντάξεων, προκειμένου τα βάρη να κατανέμονται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των συνταξιούχων». Περαιτέρω, όσον αφορά στις περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, εκτίθεται ότι «…οι νέες δημοσιονομικές ανάγκες απαιτούν την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών. Μεταξύ των άλλων μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών κρίθηκε σκόπιμη και αναγκαία η περικοπή όλων των δώρων και του επιδόματος αδείας για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και όλους τους συνταξιούχους, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και η εξασφάλιση της μελλοντικής συνέχισης της καταβολής των παροχών στους δικαιούχους.»

19. Επειδή, από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος, με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914 (Α΄ 171) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20.5.1920 β.δ/τος «Περί επαγγελματικών σωματείων» (Α΄ 112), με τις οποίες προβλέφθηκε η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία (με σκοπό, εκτός άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών εις χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών»), η επικουρική κοινωνική ασφάλιση θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 346). Με το άρθρο αυτό, αφού προβλέφθηκε η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφ’ όσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παράγραφο 3 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών ... Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος (Ι.Κ.Α.) … παρεχομένων τοιούτων, παροχαί». Ακολούθως, με το ν. 997/1979 (Α΄ 287), εν όψει του, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, αιτήματος καθολικεύσεως της επικουρικής ασφαλίσεως, συνεστήθη το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ.) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (άρθρο 1), ως σκοπός δε αυτού ορίσθηκε «η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς …» (άρθρο 2). Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε -μετά την ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. ως αυτοτελούς κλάδου στο Ι.Κ.Α. (με την επωνυμία Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.)- από το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίσθηκαν τα εξής: «Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται,  δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης διατάξεων, στο Ι.Κ.Α. ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης  μισθωτών και δεν υπάγονται, για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. Κατ’ εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί  ασφάλισης  μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας  επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής,  που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που  ασφαλίζονται σ’ αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.», ενώ με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «1. Πόροι του Ταμείου είναι: α) Μηνιαία εισφορά των ησφαλισμένων, οριζομένη εις τρία τοις εκατόν (3%) των αποδοχών αυτών, των, κατά την εκάστοτε διέπουσαν το ΙΚΑ νομοθεσίαν, υποκειμένων εις εισφοράς υπέρ αυτού. β) Μηνιαία ισόποσος συνεισφορά των εργοδοτών. γ) Οι τόκοι των κεφαλαίων και αι πάσης φύσεως πρόσοδοι εκ της περιουσίας του Ταμείου. δ) Πάσα εκ χαριστικής αιτίας παροχή προς το Ταμείον διά πράξεως εν ζωή ή αιτία θανάτου». Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ν. 997/1979 απαγορεύθηκε εφεξής η σύσταση Κλαδικών Ταμείων Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών με μορφή ν.π.δ.δ. (παρ. 1), προβλέφθηκε δε η συγχώνευση στο ως άνω Ταμείο με προεδρικό διάταγμα φορέων, κλάδων ή λογαριασμών επικουρικής ασφαλίσεως, οι οποίοι αδυνατούν –εν όψει του ύψους των εισφορών των ασφαλισμένων και εργοδοτών, των προσόδων περιουσίας, των προϋποθέσεων απονομής των παροχών, του ύψους και της εκτάσεως αυτών και των εξόδων διοικήσεώς τους– να παρέχουν την ελάχιστη ασφαλιστική προστασία, που παρέχει το Ταμείο αυτό (παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 76 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και 8 παρ. 3 του ν. 2335/1995, Α΄ 185). Ακολούθως, με το άρθρο 6 του ν. 1358/1983 (Α΄ 64) προβλέφθηκε η ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. στο Ι.Κ.Α. ως ιδίου κλάδου με ιδιαίτερη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι εφεξής το Τ.Ε.Α.Μ. ονομάζεται «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.)» και διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ι.Κ.Α. (παρ. 2), ενώ παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 997/1979, όπως τροποποιήθηκαν (παρ. 5). Περαιτέρω, με το ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης …» (Α΄ 165), ως προς όλα τα ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως μισθωτών προσδιορίσθηκε το ύψος της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη σε ποσοστό 3% για τον καθένα, υπολογιζόμενο επί των πάσης φύσεως, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του νόμου τούτου, αποδοχών (άρθρα 32 παρ. 1 και 52 παρ. 1), ενώ ορίσθηκε ότι το ύψος της χορηγουμένης από τους φορείς αυτούς συντάξεως «καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από σύνταξη αναλογιστικής μελέτης και γνώμη του Δ.Σ. κάθε επικουρικού φορέα και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε φορέα, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού σχετικά με τις εισφορές, τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τα όρια ηλικίας…» (άρθρο 54, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270). Επακολούθησε ο ν. 3029/2002 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» (Α΄ 160), με το άρθρο 6 του οποίου συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διεπόμενο από το σύνολο των διατάξεων του καταργούμενου Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι «Το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελεί καθολικό διάδοχο του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού» (παρ. 3) και «έχει σκοπό την επικουρική ασφάλιση για παροχή σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλισή του σε περίπτωση γήρατος, αναπηρίας, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου» (παρ. 7), ότι «Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας υπήγοντο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ.» (παρ. 8), ότι «Οι κατά την ισχύ του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. καθίστανται ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και διέπονται από τη νομοθεσία του, όπως κάθε φορά ισχύει» (παρ. 9) και ότι «Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελούν τα πάσης φύσης έσοδα του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ., τα έσοδα από εισφορά ασφαλισμένου, εργοδότη, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του» (παρ. 11). Περαιτέρω, με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 6 προβλέφθηκε ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, διοριζόμενο από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και ότι στις συνεδριάσεις αυτού μετέχει άνευ ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, οριζόμενος, επίσης, από τον ανωτέρω Υπουργό. Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ο οποίος εγκρίθηκε με την 14679/2955/2007 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 2337), ορίσθηκε ότι «Τα Έσοδα και Έξοδα του Ταμείου προσδιορίζονται για κάθε οικονομικό έτος με τον Προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει: Στο μεν σκέλος των εσόδων του: α. Την επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. β. Τα εξ ασφαλιστικών εισφορών βεβαιωθέντα έσοδα τρέχοντος έτους και τα βεβαιωθέντα εντός του έτους από καθυστερούμενες εισφορές και πρόσθετα τέλη ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο που ανάγονται. γ. Οι πρόσοδοι περιουσίας. δ. Τα από κοινωνικούς πόρους έσοδα. ε. Τα από οποιαδήποτε άλλη πηγή έσοδα…», ενώ με το άρθρο 5 παρ. 3 του αυτού Κανονισμού ορίσθηκε ότι «Ο Προϋπολογισμός με την Εισηγητική Έκθεση, μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, …».  Εξ άλλου, με το άρθρο 7 του ανωτέρω ν. 3029/2002 εισήχθη θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των «Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης», τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος (παρ. 1) και «έχουν ως σκοπό την παροχή στους ασφαλισμένους και δικαιούχους των παροχών, επαγγελματικής ασφαλιστικής προστασίας πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση για τους ασφαλιστικούς κινδύνους και ενδεικτικά τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθένειας, διακοπής της εργασίας…» (παρ. 2). Τα Ταμεία αυτά «ιδρύονται προαιρετικά ανά επιχείρηση ή κλάδο ή κλάδους εργαζομένων …» (παρ. 3), όσα δε εξ αυτών χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (παρ. 5), ενώ η υπαγωγή στην ασφάλιση αυτών είναι προαιρετική (παρ. 9). Εν όψει των ανωτέρω χαρακτηριστικών της, η παρεχόμενη από τα τελευταία αυτά Ταμεία ασφάλιση διακρίνεται από την επικουρική ασφάλιση, που έχει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα. Τέλος, με το άρθρο 35 του ν.  4052/2012 (Α΄ 41) συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», ορίσθηκε δε, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, ότι στο Ταμείο αυτό «εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), β) οι τομείς του Tαμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), γ) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και οι τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και στ) o Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ ως προς τους κατ’ επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του…», ενώ στο άρθρο 42 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίσθηκε ότι το ποσό της καταβαλλομένης συντάξεως διαμορφώνεται βάσει, εκτός άλλων παραγόντων, και του «συντελεστή βιωσιμότητας», ο οποίος «θα πρέπει να αναπροσαρμόζει σε ετήσια βάση τις νέες και τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, μέσω ενός μηχανισμού μειωμένης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, ανάλογα με τις καταβαλλόμενες εισφορές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλειμμάτων στο ταμείο, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό» και ότι «Εάν και μετά την εφαρμογή του συντελεστή βιωσιμότητας προκύψει οποιοδήποτε έλλειμμα, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από τεκμηριωμένη πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσό της σύνταξης θα αναπροσαρμόζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με την προϋπόθεση της μη ύπαρξης ελλείμματος σε αυτό και το επόμενο έτος, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό…». Όπως συνάγεται από τις οικείες ως άνω διατάξεις, τα προμνησθέντα επικουρικά ταμεία (Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και, εν όψει τούτου, ως ν.π.δ.δ., τα στοιχεία δε αυτά (υποχρεωτικότητα, μορφή ν.π.δ.δ.) δικαιολογούνται συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, από το γεγονός ότι με τη λειτουργία τους τα εν λόγω Ταμεία συμβάλλουν –διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών («επί πλέον», κατά τη διατύπωση του άρθρου 13 του ν. 6298/1934) εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τα Ταμεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στην επίτευξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δημοσίου σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ούτε, όμως, για τα εν λόγω Ταμεία ούτε για τα λοιπά Ταμεία υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέφθηκε από το νομοθέτη τακτική κρατική χρηματοδότηση, ενώ, ειδικώς για το Ε.Τ.Ε.Α., με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4052/2012 αποκλείσθηκε ρητώς η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, προς αποφυγή δε της δημιουργίας ελλειμμάτων στο Ταμείο αυτό ο προσδιορισμός του ποσού τόσο των νέων όσο και των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων συναρτήθηκε, μέσω του «συντελεστή βιωσιμότητας», με το ύψος των καταβαλλομένων εισφορών («ρήτρα μηδενικού ελλείμματος»).

20. Επειδή, εκτός από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες σκέψεις περικοπές των κύριων και επικουρικών τους συντάξεων, οι συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως υπεβλήθησαν, παραλλήλως, και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και αντίστοιχες επεμβάσεις στη φορολογία ακίνητης περιουσίας με μείωση, επίσης, του αφορολογήτου ορίου και αύξηση των φορολογικών συντελεστών του φόρου ακίνητης περιουσίας και επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011κ.ά.). Εξ άλλου, κατ’ εφαρμογήν του ν. 4050/2012 (Α΄ 36/23.2.2012), εκδόθηκε η 5/24.2.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 37/24.2.2012), με την οποία ομόλογα και άλλοι τίτλοι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου υπήχθησαν στη «διαδικασία τροποποιήσεως επιλέξιμων τίτλων» (PSI), και η 10/9.3.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 50/9.3.2012), με την οποία, κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας, οι ανωτέρω τίτλοι αντικαταστάθηκαν με άλλους μειωμένης αξίας και μακροτέρας λήξεως, όπως δε αναφέρεται στο 2/2232/0023/8.2.2013 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενες δίκες (βλ. ΣτΕ 3009, 3010/2014 Ολ. κ.ά.), η αξία των ως άνω νέων τίτλων προσδιορίσθηκε μέσω δημοπρασίας στο 21,5% της ονομαστικής αξίας των αρχικών. Μεταξύ των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που υπέστησαν την ως άνω «τροποποίηση», περιλαμβάνονται και οι τίτλοι, στους οποίους επένδυσε η Τράπεζα της Ελλάδος ποσό ύψους 16.370.961.274,34 ευρώ εκ του, κατά το άρθρο 15 παρ. 11 του ν. 2469/1997 (Α΄ 38), «Κοινού Κεφαλαίου», στο οποίο είχαν υπαχθεί τα διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων που είχαν μεταφερθεί, δυνάμει του άρθρου τρίτου παρ. 1 του ν. 2216/1994 (Α΄ 83), στην Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 3724/2014 Ολ. σκ. 19).

21. Επειδή, όπως συνάγεται από τα παρατεθέντα στις σκέψεις 11-18 νομοθετήματα και τις αιτιολογικές τους εκθέσεις, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στην αυτή ως άνω σκέψη, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, καθ’ ο μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν οι νόμοι, στους οποίους εντάσσονται οι διατάξεις αυτές, ως προς άλλα ζητήματα –όπως είναι οι διαρθρωτικές μεταβολές του «νέου ασφαλιστικού συστήματος» ή ο χαρακτηρισμός των περικοπών ως εισφοράς εις βάρος συνταξιούχων υπέρ Ειδικών Λογαριασμών του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών– συνάδουν με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων. Η Αντιπρόεδρος Αγγ. Θεοφιλοπούλου, οι Σύμβουλοι Χρ. Ράμμος, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Μαρκάτης, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη και η Πάρεδρος Χρ. Μπολόφη διατύπωσαν τη γνώμη που εκτίθεται κατωτέρω στην εικοστή πέμπτη σκέψη.

22. Επειδή, κατά τη γνώμη του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου, οι επίμαχες μειώσεις των κυρίων και επικουρικών συντάξεων αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες,  διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από  μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

23. Επειδή, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν, κατά τα προεκτεθέντα, το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ’ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων, όπως έχει εκτεθεί, δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο ανωτέρω, εξ άλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς, κατά τα ήδη επίσης εκτεθέντα, ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και εν όψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους»,  ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …».

24. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της  μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και,  εν όψει των παραγόντων αυτών –όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κατά τα εκτεθέντα στην εικοστή σκέψη, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει  μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ.,  επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες  περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω (έβδομη σκέψη) συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ʼλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην έβδομη σκέψη ως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., κ.ά.) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

25. Επειδή, κατά τη γνώμη των δικαστών που μειοψήφησαν, κατά τα εκτιθέμενα στην ένατη σκέψη, από τις παρατεθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν προκύπτουν τα εξής: Η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγίανσης των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστηρίξεως, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μειώσεως των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης», στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης αποδόσεως, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών,  άλλα δε θεωρούνταν ως «διαρθρωτικά», υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή  αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές· όλα, δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (πρβ ΣτΕ 668/2012 σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφαλίσεως συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης αποδόσεως (ΣτΕ 1285/2012 σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται  στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφ’ ενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γηράνσεως του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000) και της αναντιστοιχίας εισφορών-παροχών (προβλήματα, άλλωστε,  όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφ’ ετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδοτήσεως το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφαλίσεως μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενισχύσεως της συνδέσεως εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφεξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αυξήσεως της χρηματοδοτήσεως και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδοτήσεως προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης  βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων» στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% - 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μειώσεως της εξαρτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με την προβλεφθείσα, υφέσεως της ελληνικής οικονομίας (7,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2010), της δραματικής αυξήσεως της ανεργίας και της συνεφελκόμενης αδυναμίας εισπράξεως ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων», την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους (και μέχρι να το συμπληρώσουν) και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και γ) με τη θέσπιση «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης» στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ (ποσοστό μείωσης 40% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ), τη μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ (ποσοστό μείωσης 20% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ). Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων,  αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν  εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Με κριτήριο το ύψος των συντάξεων θεσπίσθηκαν και οι μεταγενέστερες περικοπές δυνάμει του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ. του ν. 4093/2012 που αποτελούν μέτρα εφαρμοστικά του ν. 4046/2012 «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας». Στον τελευταίο αυτό νόμο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα τα νέα Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Παράρτημα V.1) και Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Παράρτημα V.2), στο πρώτο από τα οποία προβλέπεται περαιτέρω «εξορθολογισμός και καλύτερη στόχευση της κοινωνικής δαπάνης», επαναλαμβάνεται ο στόχος του περιορισμού της προβλεπόμενης αυξήσεως στη συνταξιοδοτική δαπάνη κάτω των 2 1/2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέχρι το 2060 και αναφέρεται ότι, δεδομένου του υψηλού μεριδίου συντάξεων στις δαπάνες της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι.  Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι επίμαχες περικοπές συντάξεων εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως.  Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις συντάξεις  ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται  σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφαλίσεως. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις παρατεθείσες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν οι περικοπές στις κύριες συντάξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την πίεση των εισοδημάτων του συνόλου των πολιτών, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαία, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών, από την φύση του, επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η δε επιβολή φορολογίας επί των υπολοίπων πολιτών για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο λιγότερο επαχθές. Εξ άλλου, οι περικοπές χωρούν με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνταξιούχων, καθόσον με τα επιλεγέντα κριτήρια (όρια ηλικίας και ύψος συντάξεων) πλήσσονται οι πλέον ισχυροί από αυτούς και αποτρέπεται η επιβάρυνση  εκείνων που λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη, ειδικά δε καθ’ όσον αφορά την κατηγορία συνταξιούχων προώρως εξελθόντων από την υπηρεσία, οι οποίοι θα λαμβάνουν, εν όψει και του προσδόκιμου ζωής,  συνταξιοδοτικές παροχές για περισσότερα έτη από τα έτη ασφαλίσεώς της, πλήσσονται οι πλέον ευνοημένοι από το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. Εξ άλλου, ακόμη και μετά τις περικοπές το ύψος της συντάξεως των συνταξιούχων που πλήττονται από τις επίμαχες ρυθμίσεις  εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας συντάξεως που χορηγεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και, επομένως,  ζήτημα διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους δεν τίθεται, αν δε σε συγκεκριμένη περίπτωση οι επίμαχες περικοπές είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αρχικώς απονεμηθείσα σύνταξη στο ήμισυ αυτής ο θιγόμενος έχει αξίωση για την ανάκτηση του πέραν του ορίου αυτού τμήματος της συντάξεως. Εν όψει όλων αυτών, οι επίμαχες διατάξεις  δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, άρα, ούτε και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ανεξαρτήτως δε του χρόνου και των συνθηκών της θεσπίσεώς τους, το συνταγματικό κύρος τους δεν εξαρτάται από προηγούμενη εκπόνηση ειδικής μελέτης επιπτώσεων, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην ένατη σκέψη. Για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, που συντάσσεται, κατ’ αρχήν με την ανωτέρω μειοψηφούσα άποψη, κρίσιμο, για την αξιολόγηση της συνταγματικότητος των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι να σταθμισθεί και το ποσοστό αναπληρώσεως των συντάξεων, όπως διαμορφώνονται μετά τις ανωτέρω περικοπές, όσο και να διατηρείται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια. Μόνον δε, κατά το μέτρο που θα προεβάλλετο και θα προέκυπτε ότι το ποσοστό αυτό, εν όψει των συνολικών συνταξίμων αποδοχών (από κύρια και επικουρική κοινωνική ασφάλιση), υπολείπεται ενός ευλόγου ελαχίστου ορίου, ώστε να μην διασφαλίζει τις ως άνω ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, θα ανέκυπτε ζήτημα συνταγματικότητος των εν λόγω περικοπών, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, δικαιολογούνται εν προκειμένω από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος.

26. Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών... β) ... γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) ...». 2. ... 3. ... 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει. 5. ...». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, προβλέφθηκε και ρυθμίσθηκε ο θεσμός της πρότυπης ή «πιλοτικής» δίκης, η οποία αφορά πάσης φύσεως διαφορές, ακυρωτικές ή ουσίας. Εξάλλου, η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ερυθμίζετο παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιάς ευέλικτης νομολογίας. Ειδικώς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως απετέλεσε αντικείμενο του άρθρου 50 του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273), το οποίο όριζε στην παρ. 1: «Η δεχομένη την αίτησιν απόφασις απαγγέλλει την ακύρωσιν της προσβαλλομένης πράξεως, επαγομένη νόμιμον αυτής κατάργησιν έναντι πάντων…». Με όμοιο περιεχόμενο και σε ταυτάριθμο άρθρο επαναλαμβάνεται η ρύθμιση στο ν.δ. 170/1973 και εν συνεχεία και στο ισχύον άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, το οποίο ορίζει στην παρ. 1: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου αυτού, την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφήρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...». Με την νέα διάταξη εδόθη η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. Τα αυτά και για τους ίδιους λόγους δέον αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (πρβλ. ΔΕΚ C43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber). Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στην ενάγουσα, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως. Η κρατήσασα δε αυτή άποψη δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης και Σπ. Μαρκάτης και η Πάρεδρος Β. Μόσχου, οι οποίοι υπεστήριξαν τα εξής: Σε περίπτωση ζημίας προκληθείσης από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, ο αποκλεισμός, με δικαστική απόφαση, της δυνατότητος οποιουδήποτε ζημιωθέντος προσώπου –πέραν εκείνων που έχουν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές– να επιδιώξει δικαστικώς, με αγωγή, την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, αφ’ ενός μεν προσκρούει ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 και 2 του ν. 4055/2012) και του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014), αφ’ ετέρου δε, και προεχόντως, αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως ειδικότερα, εκτίθεται κατωτέρω: Την διατύπωση, με δικαστική απόφαση, κανόνων γενικής εφαρμογής, επιτακτικών ή απαγορευτικών, αποκλείει πρωτίστως η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου. Διότι, βάσει της αρχής αυτής, τέτοιοι κανόνες θεσπίζονται μόνο από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας ή, κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι δε από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια), των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, συνίσταται στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επίλυση δηλαδή διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση αποφάσεως ισχυούσης μεταξύ των μερών, στα οποία αποκλειστικώς αφορούν και οι παρεμπιπτόντως εκφερόμενες κρίσεις, όπως είναι η κρίση περί της συνταγματικότητος του νόμου που εφαρμόσθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως (επί αιτήσεως ακυρώσεως) ή της πράξεως, η οποία προκάλεσε τη ζημία (επί αγωγής). [Τούτο, άλλωστε, αποτελεί έκφανση του γενικώς καθιερούμενου, κατά τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, κατά τον οποίο οποιοδήποτε δικαστήριο έχει εξουσία και, συγχρόνως, υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικώς της εκδίκασης της συγκεκριμένης εκάστοτε διαφοράς, την συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνος δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, να αποκρούει δε την εφαρμογή κάθε κανόνος τον οποίο αυτό κρίνει ως αντισυνταγματικό]. Διαφορετική, ως προς το ζήτημα της παραγωγής αποτελεσμάτων πέραν των διαδίκων της συγκεκριμένης δίκης, είναι η περίπτωση δικαστικής αποφάσεως σε δίκη, αντικείμενο της οποίας είναι ευθέως το κύρος του ίδιου του κανόνα δικαίου, όπως επί αιτήσεως ακυρώσεως κανονιστικής διοικητικής πράξεως ή επί ελέγχου συνταγματικότητος τυπικού νόμου από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος. Η τελευταία, μάλιστα, αυτή περίπτωση είναι και η μόνη κατά την οποία, κατά ρητή συνταγματική διάταξη, αφ’ ενός μεν κάμπτεται ο ανωτέρω συνταγματικός κανόνας του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητος του νόμου, αφ’ ετέρου δε επιτρέπεται να μην ανατρέχει η κήρυξη του κανόνα δικαίου (τυπικού νόμου) ως ανισχύρου στην έναρξη ισχύος του (άρθρο 100 παρ. 4 του Συντάγματος). Προς τις ανωτέρω συνταγματικές προβλέψεις είναι, άλλωστε, απολύτως σύμφωνες α) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, το οποίο, προκειμένου περί της λεγομένης «πιλοτικής» δίκης, οριοθετεί τις συνέπειες της σχετικής αποφάσεως, ορίζοντας ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες» (παρ. 1) και ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του» (παρ. 2) και β) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως ισχύει), με το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται, επί αιτήσεως ακυρώσεως, η δυνατότητα περιορισμού, ως προς τον αιτούντα και μόνον, της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως (παρ. 3β), προβλέπεται, όμως, ρητώς, στην περίπτωση αυτή, ότι «δεν θίγονται οι αποζημιωτικές αξιώσεις» (παρ. 3δ). Περαιτέρω, ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παραβάσεως του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά τη γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό, αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκαταστάσεώς της αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί «πιλοτικής» δίκης, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε, κατ’ αποτέλεσμα, με επιβολή υποχρεώσεως στον δικαστή να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, και θα προσέβαλλε, με τον τρόπο αυτόν, και τη λειτουργική του ανεξαρτησία, κατά παράβαση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου. Μειοψήφησε, επίσης, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Όταν επικρατούν στη χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται πέραν της διενεργείας εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταβολών στο Κράτος και η ταυτόχρονη επιβολή για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αυστηρών φορολογικών και άλλης φύσεως επιβαρύνσεων στους διοικουμένους, η υποχρέωση του νομοθέτη για την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από νόμο, του οποίου διαπιστώθηκε η αντισυνταγματικότητα, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι δυνατόν να μην υλοποιηθεί  αμέσως, η δε πλήρης αποκατάσταση της ζημίας μπορεί, κατά την κρίση του νομοθέτη, να μετατεθεί, μετά από αιτιολογημένη διαπίστωση της αδυναμίας του να την αποκαταστήσει στο  συγκεκριμένο χρονικό σημείο, εν όψει τυχόν συνεχιζομένων  δυσμενών οικονομικών συνθηκών, σε μεταγενέστερο, εύλογο πάντως χρόνο. Η  δε σχετική κρίση του νομοθέτη υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

27. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Διά ταύτα

Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, του άρθρου 2 παρ. 3 του  ν. 4024/2011, του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16, 17 Φεβρουαρίου και 28 Μαΐου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος                                                                   
Σωτ. Αλ. Ρίζος

Η Γραμματέας                                                         
Μ. Παπασαράντη 
++++++++++++++++++++++++++++++++++

ΣτΕ 2290/2015 Ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4024/2011

(Ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4024/2011)
Κατηγορία: Ασφαλιστικά - ΙΚΑ - ΤΕΒΕ - Λοιπά (ΠΡΟ ΕΦΚΑ)
ΣτΕ 2290/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: …………………...

Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2012 αγωγή:
των………..,
κατά του ……...

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 8 Οκτωβρίου 2013 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010και της υπ’ αριθμ. 3663/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος καθώς και της από 27 Οκτωβρίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στην μείωση της επικουρικής συντάξεώς τους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την ……………..

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τις πληρεξουσίες του εναγόμενου Ταμείου, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο


1. Επειδή λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), ……………………

2. Επειδή με αγωγή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της 16/8-10-2013 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου και της 4188/2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της 3663/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος λόγω σπουδαιότητος των τιθεμένων ζητημάτων, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος και ήδη συνταξιούχοι του εναγομένου Ταμείου, ως προς την επικουρική τους σύνταξη, ζητούν, κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., να υποχρεωθή το εναγόμενο να τους καταβάλη νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής (4-4-2012) ποσά: α) 1647,26€ στον πρώτο, β) 1779,84€ στον δεύτερο και γ) 633,60 € στην τρίτη, τα οποία αντιστοιχούν στη ζημία των από την περικοπή, κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2011 έως 30-6-2012, των επικουρικών των συντάξεων, κατ΄ εφαρμογή των αντικειμένων, κατά τους ισχυρισμούς των, στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.

3. Επειδή, ο ν. 3900/2010 (Α΄ 213) όρισε, αρχικά, στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του». Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) ως εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Η ισχύς του ως άνω άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, στις 2.4.2012.

4. Επειδή, η αίτηση των εναγόντων, η οποία έγινε δεκτή με την αναφερόμενη στην σκέψη 2 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010λόγω του τιθεμένου ζητήματος της συνταγματικότητος των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011που αφορά ευρύτερο κύκλο προσώπων, κατετέθη στις 29-3-2012, δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν είχε αρχίσει η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012. Συνεπώς, η αίτηση αυτή παραδεκτώς κατετέθη χωρίς καταβολή του προβλεπόμενου με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, επί ποινή απαραδέκτου, παραβόλου. Εξ άλλου, η 16/2012/8-10-2013 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, εδημοσιεύθη, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 1 ν. 3900/2010, στις εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ (29-10-2013) και ΕΣΤΙΑ (25-10-2013). Συνεπώς, το τιθέμενο με την ανωτέρω αγωγή ζήτημα συνταγματικότητος των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 4024/2011παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 3900/2010, και είναι εξεταστέο.
5. Επειδή, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (φ. 41 τ. Α΄) συνεστήθη το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ). Με το άρθρο 36 του ιδίου νόμου, ορίζονται τα εξής: « Ένταξη 1. Στο ΕΤΕΑ εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) … δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) … Το ΕΤΕΑ λειτουργεί με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση. 2. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΤΕΑ τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ταμεία, τομείς και κλάδοι δύνανται με αποφάσεις των αντιπροσωπευτικότερων οργανώσεων των ασφαλισμένων κάθε ταμείου ή τομέα ή κλάδου να εξαιρούνται από την ανωτέρω ένταξη.». Εξ άλλου, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 12 της από 31-12-2012 Π.Ν.Π., (φ. 256 τ. Α΄), κυρωθείσης με το άρθρο 1 ν. 4147/2013 (φ. 98 τ. Α΄): «1. Από 1.1.2013 εντάσσονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) τα ταμεία και οι τομείς επικουρικής ασφάλισης για τα οποία υποβλήθηκε αίτημα εξαίρεσης από την ένταξη τους στο ΕΤΕΑ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (Α` 41), εφόσον μέχρι 31.12.2012 α) δεν έχουν υποβληθεί στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αναλογιστικές μελέτες και καταστατικά κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/2002 (Α`160) ή β) έχουν υποβληθεί και απορριφθεί. Για όσες περιπτώσεις έχουν υποβληθεί μέχρι 31.12.2012 αναλογιστικές μελέτες και καταστατικά και εκκρεμεί η επεξεργασία τους στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αντίστοιχα, η προθεσμία υποχρεωτικής ένταξης τους στο ΕΤΕΑ παρατείνεται έως την 28.2.2013». Δεδομένου δε ότι αίτηση της ΟΤΟΕ για τη μετατροπή του Ταμείου αυτού σε επαγγελματικό ταμείο υποχρεωτικής ασφαλίσεως (ΝΠΙΔ) απερρίφθη [βλ. Φ21250/4231/165/27-3-2013 έγγραφο του Υπουργού Εργασίας, Κοιν. Ασφαλίσεως και Προνοίας], το ΕΤΑΤ ενετάγη, από 1-3-2013, στο ΕΤΕΑ. Υπό τα δεδομένα αυτά, από της ημερομηνίας εκείνης (1-3-2013), νομιμοποιείται πλέον παθητικώς ως διάδικος στην παρούσα δίκη το ΕΤΕΑ, το οποίο και συνεχίζει τη δίκη, χωρίς διακοπή, κατά το άρθρο 48 παρ. 5 του ιδίου ν. 4052/2012και, συνεπώς, νομίμως παρίσταται.

6. Επειδή, για την εκδίκαση της κρινομένης αγωγής έχουν εφαρμογή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 601/2012 Ολομ. κ.ά.), ως προς μεν την πληρεξουσιότητα, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ.18/1989 (Α 8), ως προς δε το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (φ. 97 τ. Α΄).

7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»∙ στο δε άρθρο 25 ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1), και ότι «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) – ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς – αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται – όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας – η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των φορέων αυτών, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και τη διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως – συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) – προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, 1 Bvl 1/09, 1 Bvl 3/09, 1 Bvl 4/09, ιδίως Rn 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.

8. Επειδή, …………..την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ’ ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ’ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρως του ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι η προβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στη άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κ.λπ.), η μείωση τού προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ’ ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. Άλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ’ εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ’ ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.

9. Επειδή, ……………. διατυπώνοντας την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην σκέψη 7, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν να χωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ’ αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.

10. Επειδή, εξ άλλου, …………….. διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντας την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον ειδικώτερο καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197 - 2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάσταση τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως – άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους. Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012 Ολ.). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ’ όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και με την διατήρηση - και μετά τις τυχόν μειώσεις - ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.

11. Επειδή, από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος, με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914 (φ.171 τ. Α΄) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20-5-1920 β. δ/τος «περί επαγγελματικών σωματείων» (φ. 112 τ. Α΄) προεβλέφθη η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν, ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση, και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία (με σκοπό, εκτός των άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών σε χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών». Εν συνεχεία η επικουρική κοινωνική ασφάλιση θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (φ. 346 τ. Α΄). Με το άρθρο αυτό, αφού προεβλέφθη η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφ’ όσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παρ. 2 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών … Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος, … παρεχομένων τοιούτων, παροχαί.». Ακολούθως, με τον ν. 997/1979 (φ. 287 τ. Α΄), εν όψει του, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, αιτήματος καθολικεύσεως της επικουρικής ασφαλίσεως, συνεστήθη το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ.), ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (άρθρο 1), ως σκοπός δε αυτού ορίσθηκε: «η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς. …» (άρθρο 2). Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε - μετά την ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. ως αυτοτελούς κλάδου στο Ι.Κ.Α. (με την επωνυμία Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.)- από το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίσθηκαν τα εξής: «Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης διατάξεων, στο Ι.Κ.Α ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται, για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. Κατ’ εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ` αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ.». Ακολούθως, με σειρά νομοθετημάτων [άρθρο 57 ν. 1140/1981 (φ. 68 τ. Α΄), άρθρο τρίτο ν. 1305/1982 (φ. 146 τ. Α΄), 6 ν. 3029/2002 (φ. 160 τ. Α΄) κ.λπ.], η επικουρική ασφάλιση επεξετάθη περαιτέρω, έχει δε υποχρεωτικό και καθολικό (από του έτους 1983) χαρακτήρα. Με τον επακολουθήσαντα ν. 2082/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (φ. 165 τ. Α΄) επεδιώχθη, όπως προκύπτει από την σχετική εισηγητική έκθεση, η αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως για την εξασφάλιση της βιωσιμότητος του στο μέλλον. Με τον νόμο αυτό, ως προς όλα τα ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως μισθωτών, προσδιορίσθηκε το ύψος της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη σε ποσοστό 3% για τον καθένα, υπολογιζόμενο επί των πάσης φύσεως, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του νόμου τούτου, αποδοχών (άρθρα 32 παρ. 1 και 52 παρ. 1), ενώ ορίσθηκε ότι το ύψος της χορηγουμένης από τους φορείς αυτούς συντάξεως «καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από σύνταξη αναλογιστικής μελέτης και γνώμη του Δ.Σ. κάθε επικουρικού φορέα και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε φορέα, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού σχετικά με τις εισφορές, τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τα όρια ηλικίας…» (άρθρο 54, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270). Επακολούθησε ο ν. 3029/2002«Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» (Α΄ 160), με το άρθρο 6 του οποίου συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διεπόμενο από το σύνολο των διατάξεων του καταργούμενου Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι «Το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελεί καθολικό διάδοχο του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού» (παρ. 3) και «έχει σκοπό την επικουρική ασφάλιση για παροχή σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλισή του σε περίπτωση γήρατος, αναπηρίας, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου» (παρ. 7), ότι «Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας υπήγοντο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ.» (παρ. 8), ότι «Οι κατά την ισχύ του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. καθίστανται ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και διέπονται από τη νομοθεσία του, όπως κάθε φορά ισχύει» (παρ. 9) και ότι «Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελούν τα πάσης φύσης έσοδα του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ., τα έσοδα από εισφορά ασφαλισμένου, εργοδότη, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του» (παρ. 11). Περαιτέρω, με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 6 προβλέφθηκε ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, διοριζόμενο από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και ότι στις συνεδριάσεις αυτού μετέχει άνευ ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, οριζόμενος, επίσης, από τον ανωτέρω Υπουργό. Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ο οποίος εγκρίθηκε με την 14679/2955/2007 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 2337), ορίσθηκε ότι «Τα Έσοδα και Έξοδα του Ταμείου προσδιορίζονται για κάθε οικονομικό έτος με τον Προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει: Στο μεν σκέλος των εσόδων του: α. Την επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. β. Τα εξ ασφαλιστικών εισφορών βεβαιωθέντα έσοδα τρέχοντος έτους και τα βεβαιωθέντα εντός του έτους από καθυστερούμενες εισφορές και πρόσθετα τέλη ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο που ανάγονται. γ. Οι πρόσοδοι περιουσίας. δ. Τα από κοινωνικούς πόρους έσοδα. ε. Τα από οποιαδήποτε άλλη πηγή έσοδα…», ενώ με το άρθρο 5 παρ. 3 του αυτού Κανονισμού ορίσθηκε ότι «Ο Προϋπολογισμός με την Εισηγητική Έκθεση, μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, …». Εξ άλλου, με το άρθρο 7 του ανωτέρω ν. 3029/2002εισήχθη θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των «Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης», τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος (παρ. 1) και «έχουν ως σκοπό την παροχή στους ασφαλισμένους και δικαιούχους των παροχών, επαγγελματικής ασφαλιστικής προστασίας πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση για τους ασφαλιστικούς κινδύνους και ενδεικτικά τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθένειας, διακοπής της εργασίας…» (παρ. 2). Τα Ταμεία αυτά «ιδρύονται προαιρετικά ανά επιχείρηση ή κλάδο ή κλάδους εργαζομένων …» (παρ. 3), όσα δε εξ αυτών χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (παρ. 5), ενώ η υπαγωγή στην ασφάλιση αυτών είναι προαιρετική (παρ. 9). Εν όψει των ανωτέρω χαρακτηριστικών της, η παρεχόμενη από τα τελευταία αυτά Ταμεία ασφάλιση διακρίνεται από την επικουρική ασφάλιση, η οποία έχει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα.

12. Επειδή, εξ άλλου, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων του β.δ. από 15/20-5-1920 ιδρύθηκε, το 1934, το Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, στο Καταστατικό του οποίου αναφέρονται τα εξής: «Άρθρο 1 (Σύσταση και επωνυμία): Με την από 18 Σεπτεμβρίου 1934 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του Επαγγελματικού Σωματείου, που εδρεύει στην Αθήνα με την επωνυμία "Σύλλογος των Υπαλλήλων της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος"και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 και επόμενα του από 15/20.5.1920 Β. Δ/τος "περί επαγγελματικών Σωματείων"ιδρύεται Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Περίθαλψης με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ". Το Αλληλοβοηθητικό αυτό Ταμείο, που θα αποκαλείται στη συνέχεια για συντομία "Ταμείο"ή "Τ.Υ.Π.Α.Τ.Ε."έχει δική του νομική προσωπικότητα και διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τα αλληλοβοηθητικά Σωματεία και τις διατάξεις του Καταστατικού αυτού. Άρθρο 3 (Σκοποί): Σκοποί του Ταμείου είναι: 1. … 2. … 3. Η παροχή μηνιαίας επικούρησης ή και άλλων οικονομικών βοηθημάτων από τον Ειδικό Λογαριασμό που δημιουργείται για το σκοπό αυτό με τον τίτλο ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΜΕΛΩΝ (ΕΛΕΜ), τον οποίο θα διαχειρίζεται 5μελής Διαχειριστική Επιτροπή (Δ.Ε.) …, και ο οποίος θα εξυπηρετείται αποκλειστικώς με δικούς του πόρους, μη αναμιγνυόμενους, σε καμιά περίπτωση και για κανένα απολύτως λόγο, με αυτούς του κλάδου περίθαλψης και πρόνοιας του Ταμείου ή του Ειδικού Λογαριασμού Αποκατάστασης Τέκνων (ΕΛΑΤ). Η επικούρηση παρέχεται σ’ εκείνα από τα μέλη του και τους δικαιοδόχους των που συνταξιοδοτούνται από το Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας προσωπικού της ΑΤΕ. … 4. … Άρθρο 4 (Μέλη του Ταμείου): Τα μέλη του Ταμείου διακρίνονται σε τακτικά, έκτακτα και επίτιμα. 1. Τακτικά μέλη είναι: α) Οι εργαζόμενοι στην ΑΤΕ με σχέση εξαρτημένης εργασίας και με πλήρη, συνεχή και τακτική απασχόληση. … . β) … 2. Έκτακτα μέλη είναι: α) Οι μετά ενεργό υπηρεσία στην ΑΤΕ και τις εταιρίες του εδ. γ'της παρ. 1 συνταξιοδοτούμενοι. … β) …». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ ορίζονται οι σκοποί του, οι οποίοι συνίστανται «στην παροχή μηνιαίας επικούρησης και λοιπών παροχών, όπως προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και το Νόμο…», στο δε άρθρο 8 του Κανονισμού προβλέπονται οι πόροι του ΕΛΕΜ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται α) εισφορά της ΑΤΕ 9% επί των αποδοχών των εργαζομένων και β) εισφορά 3% των εργαζομένων επί των τακτικών και έκτακτων μηνιαίων αποδοχών τους. Ακολούθως, με το άρθρο 60 του ν. 3371/2005 (φ. 178 τ. Α’ /14-2-2005) ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ” (Ε.Τ.Α.Τ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Με το άρθρο 61 του ιδίου νόμου, όπως συνεπληρώθη με το άρθρο 16 παρ. 2 ν. 3455/2006 (φ. 84 τ. Α’), ωρίσθη ότι: «Σκοπός του Ε.Τ.Α.Τ. είναι: α) Η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992. β) Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται. … γ) Η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την υπαγωγή στο Ε.Τ.Α.Τ. για το οποίο έχουν καταβάλει επιπλέον πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από τις κατά νόμον προβλεπόμενες του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. . … δ) Η είσπραξη των εισφορών εργαζομένου και εργοδότη. ε) Η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ε.Τ.Α.Τ.. στ) Η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του Ε.Τ.Α.Τ., του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ζ) Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τις καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο Ε.Τ.Α.Τ. για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική ασφάλιση του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως ισχύουν κάθε φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.». Με το άρθρο 62 του ιδίου νόμου ωρίσθη ότι: «1. Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Τ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην επόμενη παράγραφο. 2. … 6. Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή … ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες …, το Ε.Τ.Α.Τ., με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, …, αναλαμβάνει την διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. … . Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.), καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. … 7. …». Με το άρθρο 63 του νόμου αυτού ωρίσθη: «Πόροι Ε.Τ.Α.Τ.. Πόροι του Ε.Τ.Α.Τ. είναι: α) Ποσό εισφοράς κάθε πιστωτικού ιδρύματος, το προσωπικό του οποίου έχει ειδικά δικαιώματα πρόσθετης επικουρικής σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Τ. κατά το άρθρο 61. Το ποσό της εισφοράς αυτής καθορίζεται με νόμο μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης και καταβάλλεται μέσα σε δέκα έτη. β) Η περιουσία των ταμείων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Α.Τ.. γ) Οι πρόσοδοι περιουσίας των ως άνω ταμείων επικουρικής ασφάλισης. δ) Κάθε άλλος πόρος που ήθελε ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως αντάλλαγμα των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις υπηρεσίες διαχείρισης που παρέχει το Ε.Τ.Α.Τ.». Κατ’ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005, εξεδόθη το πδ 209/2006 (φ. 209 τ. Α΄), με το οποίο ωρίσθησαν τα εξής: «Άρθρο 1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος τα επικουρικά ταμεία ή οι κλάδοι συντάξεως των Ταμείων που λειτουργούν ως ν.π.ι.δ. σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων αποκαλούνται εφεξής “Ταμεία”. Άρθρο 2. Διαδικασία διαχείρισης και διεκπεραίωσης των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων από το Ε.Τ.Α.Τ. 1. Το Ε.Τ.Α.Τ. υποχρεούται να τηρεί πλήρες μητρώο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων, τη διαχείριση των υποθέσεων των οποίων έχει αναλάβει. … 2. … 3. Οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών παρακρατούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα και καταβάλλονται στο Ε.Τ.Α.Τ. … 4. … 5. … Άρθρο 3. Διαδικασία απονομής ασφαλιστικών παροχών από το Ε.Τ.Α.Τ. 1. … 3. Στους ήδη συνταξιούχους των Ταμείων καταβάλλονται τα ποσά σύνταξης που κατέβαλε το Ταμείο από το οποίο συνταξιοδοτήθηκαν. … 4. Οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και οι παροχές είναι οι προβλεπόμενες από τις καταστατικές διατάξεις των επιμέρους Ταμείων και από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. 5. …». Εξ άλλου, δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (φ. 276 τ. Α΄) ο κλάδος συντάξεως του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε. ενετάγη υποχρεωτικώς, από 1-1-2007 στον κλάδο συντάξεων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Με την ίδια διάταξη δε, ωρίσθησαν και τα εξής: «… Από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (Ε.Λ.Ε.Μ.) που έχει συσταθεί στο ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) και οι διατάξεις του π.δ. 209/2006 (ΦΕΚ 209 Α΄). Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3371/2005και του παρόντος άρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλεπομένων από τις καταστατικές διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομμύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μηνός Ιανουαρίου 2007, και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορά της Α.Τ.Ε. μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Α.Τ. – Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς τα ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 3. … ». Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι της ΑΤΕ, που υπήγοντο στον ΕΛΕΜ, ως προς την επικουρική τους ασφάλιση, η οποία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και διέπεται από το διανεμητικό σύστημα, υπήχθησαν, κατά τούτο, με την παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006, στο ΕΤΑΤ, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει αναλάβει την διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των, που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή η απονομή και καταβολή των συντάξεων των. Τέλος, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», στο οποίο, έχει ήδη ενταχθή, κατά τα προεκτεθέντα, ως προς την επικουρική ασφάλιση το ΕΤΑΤ. Όπως συνάγεται από τις οικείες ως άνω διατάξεις, τα προμνησθέντα επικουρικά ταμεία (Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ΕΤΑΤ, Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και, εν όψει τούτου, ως ν.π.δ.δ., τα στοιχεία δε αυτά (υποχρεωτικότητα, μορφή ν.π.δ.δ.) δικαιολογούνται συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη, από το γεγονός ότι με τη λειτουργία τους τα εν λόγω Ταμεία συμβάλλουν – διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών («επί πλέον», κατά τη διατύπωση του άρθρου 13 του ν. 6298/1934) εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τα Ταμεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως – στην επίτευξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δημοσίου σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.

13. Επειδή, στα πλαίσια της επισημανθείσης από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010«Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 10 (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 24 Ν. 4038/2012, Α΄ 14, 2.2.2012), ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των Φορέων Κύριας Ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτής Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Ειδικά για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων (400) ευρώ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010διατάξεις…», στην παράγραφο 11, ότι «από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%», στην παράγραφο 12, ότι «αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη», στην παράγραφο 13, ότι «αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα» και, στην παράγραφο 14, ότι «τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους». Στον ανωτέρω νόμο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα ΙΙΙ και ΙV, αντιστοίχως, το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010», που αποτελούν τα δύο από τα τρία μέρη, από τα οποία απαρτίζεται το «Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding), που υπεγράφη στις 3.5.2010 αφ’ ενός από τον Υπουργό Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και αφ’ ετέρου από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών – μελών της Ευρωζώνης∙όπως δε έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 668/2012, σκ. 28), το εν λόγω Μνημόνιο Συνεννόησης δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη, αλλά «το πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους για την επόμενη τριετία, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την θέσπιση των μέτρων αυτών, προς το σκοπό της αντιμετωπίσεως της, κατά την Κυβέρνηση, συντρεχούσης κατά τον χρόνο της εξαγγελίας του εν λόγω προγράμματος οξείας δημοσιονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας με την ενεργοποίηση και του αποφασισθέντος, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 3845/2010, «το αίτηµα της Κυβέρνησης για ενεργοποίηση αυτού του µηχανισµού αποτέλεσε πράξη ευθύνης και ιστορική υποχρέωση απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονοµίας λόγω αδυναµίας δανεισµού. Η προσφυγή στο µηχανισµό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο µηχανισµό στήριξης µας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουµε πρόσθετα µέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο τη χρηµατοδότηση των αναγκών µας, αλλά και για να βγούµε ασφαλείς από την κρίση. Το πρόγραµµα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα µέτρα που προτείνονται µε το σχέδιο νόµου, θέτουν σε εφαρµογή τον µηχανισµό στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη - µέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο µε την παροχή χρηµατοδότησης … Το µακροοικονοµικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης από το 2012 και µετά. … τα µέτρα που προτείνονται είναι επώδυνα. Είναι όµως απαραίτητα για να προστατευθεί το υπέρτερο δηµόσιο συµφέρον, που υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσµενείς συνθήκες της οικονοµίας είναι και εθνικό συµφέρον. Είναι απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται µισθοί και συντάξεις χωρίς να υποθηκεύεται το µέλλον των επόµενων γενεών. Για να µπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγµατικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική ... Με τα µέτρα που προτείνονται οι Έλληνες πολίτες θα υποστούν θυσίες. Όµως η εναλλακτική πορεία θα ήταν η κατάρρευση και η καταστροφή. Τα µέτρα που η κυβέρνηση προτείνει, επιφέρουν µείωση του εισοδήµατος των εργαζοµένων στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της διαπραγµάτευσης, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαµηλά και µεσαία επίπεδα µισθών και συντάξεων, …». Εξ άλλου, στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα εξής: «Ι. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 1. Η οικονομική ύφεση εντάθηκε το 2010. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 2% το 2009 και οι δείκτες υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το 2010 ... 2. … Λόγω της υιοθέτησης αδύναμων πολιτικών εσόδων και χαλαρής φορολογικής διαχείρισης, …, τα έσοδα μειώθηκαν αισθητά. Οι δαπάνες, εντωμεταξύ, αυξήθηκαν σημαντικά, ιδιαίτερα για μισθούς και επιδόματα, ... Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο εκτιμώμενο 13.6% του ΑΕΠ ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 115% του ΑΕΠ το 2009 ... 3. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει επηρεαστεί αρνητικά… 4. (...) II. ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: 5. Οι κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ... 6. Η κυβέρνηση προβλέπει μία εκτεταμένη περίοδο προσαρμογής: Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα περιοριστεί σημαντικά το 2010-2011, αλλά αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά στη συνέχεια. Το οικονομικό πρόγραμμα βασίζεται στην υπόθεση αρνητικής ανάπτυξης 4% το 2010 και 2½ % το 2011 … III. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ: 7. … Η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογή των εισοδημάτων σε βιώσιμα επίπεδα είναι αναγκαία για τη στήριξη της δημοσιονομικής διόρθωσης και της μείωσης του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση. Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσμού, ... Καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, οι μεταρρυθμίσεις για την περιφρούρηση της βιωσιμότητας του συστήματος δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν… 8. Η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των δημοσιονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση …: Μειώσεις στις συντάξεις: η απάλειψη της 13ης και της 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από €2500 μηνιαίως με την υιοθέτηση ενός νέου ενιαίου επιδόματος €800 ετησίως. Η μείωση βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. … Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα οικογενειακά επιδόματα δε θα περικοπούν … 11. … Για το υπόλοιπο του 2010, … τα τρία σημαντικότερα άμεσα μέτρα είναι η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημοσίου τομέα και των δαπανών για πληρωμές συντάξεων… 12. Για το 2011 και μετά έχουν προσδιοριστεί επιπλέον μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. … Οι δαπάνες θα μειωθούν κατά ένα ισοδύναμο γύρω στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2013 … οι δαπάνες από μισθούς και επιδόματα θα πρέπει να περιοριστούν … 13. Εκτός από αυτά τα άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση έχει επίσης δρομολογήσει μια σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ελέγχου επί των εσόδων και των δαπανών: • Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση: Το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και θα περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών εάν δεν ληφθούν υπεύθυνα μέτρα προκειμένου να τεθεί σε μια υγιή βάση. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση η οποία θα πρέπει να εγκριθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει μια μελέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παράμετροι του νέου συστήματος διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία. Τα υπάρχοντα ασφαλιστικά ταμεία θα συγχωνευθούν σε τρία. Η μεταρρύθμιση θα εισάγει ένα νέο σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, με ενιαίους κανόνες που θα ισχύουν κατ’ αναλογία σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης θα οριστεί στα 65 έτη, αυξανόμενη παράλληλα με το προσδόκιμο ζωής. Οι παροχές θα πρέπει να τιμαριθμοποιούνται. Η μεταρρύθμιση επίσης θα περιορίσει την πρόωρη συνταξιοδότηση, ακόμα και για τους ασφαλισμένους προ του 1993, και θα περιορίσει τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Το νέο σύστημα θα προβλέπει επίσης μια σύνταξη κοινωνικού χαρακτήρα με εισοδηματικά κριτήρια για όλους τους πολίτες που βρίσκονται πάνω από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να παρέχεται ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών …» Παραλλήλως, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Οι τριμηνιαίες εκταμιεύσεις της διμερούς οικονομικής βοήθειας από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης θα βασίζονται σε τριμηνιαίους απολογισμούς των προϋποθέσεων για όλη τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας. Η αποδέσμευση των δόσεων θα βασίζεται στην τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων επιδόσεων και στη θετική αξιολόγηση της προόδου στα κριτήρια πολιτικής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και αυτού του Μνημονίου, … Πριν από την καταβολή των δόσεων, οι αρχές πρέπει να παρέχουν μια έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων. 1. Ενέργειες για τον πρώτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2010): i. Δημοσιονομική Εξυγίανση: ... -Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010)·… -Μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκ, ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010) … 2. Ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου 2010): i. … ii. Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: … Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του … Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: … -Μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις· … -Μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών˙ …».

14. Επειδή, ακολούθησε η θέσπιση του ν. 3863/2010, «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010). Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι «1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο. 2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός. 3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου. 4. …» και στο άρθρο 2 ότι «1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για δώδεκα μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού. 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου … που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής». Περαιτέρω, στο άρθρο 37 του ν. 3863/2010ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το NAT επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010). Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται…». Εξ άλλου, στο άρθρο 38 του αυτού ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκε από τα άρθρα 138 παρ. Β περ. 10 του ν. 4052/2012και 30 παρ. 3 του ν. 4075/2012 (Α΄ 89, 11.4.2012) η δε παρ. 3 από το άρθρο 37 παρ. 2 α του ν. 3996/2011, Α΄ 170, 5.8.2011, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α., καθώς και η χρηματοδότηση του προγράμματος “Πρόγραμμα κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων”. 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της κύριας σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. δ. … ε. … 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών…». Τέλος, στο άρθρο 39 του ν. 3863/2010ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα. 2. Για την τήρηση τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού- Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων. 3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό- Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς». Στη αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010αναφέρεται ότι αυτός «συνιστά τη θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μία χρόνια, διαρκώς επιδεινούμενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος.». Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με το νόμο επιχειρείται «ριζικός μετασχηματισμός» του συστήματος, που «έχει ως αφετηρία και βάση του την αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραματίζουν στα ασφαλιστικά μας πράγματα το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά. Η αποσαφήνιση των ρόλων γίνεται κυρίως με τη διάκριση μεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης. Σκοπός μας είναι να καταστούν απολύτως σαφή στους συμπολίτες μας δύο πράγματα: τι υποχρεούνται να εισφέρουν και τι δικαιούνται να προσδοκούν. Θεμέλιο του συστήματος είναι η διάκριση … μεταξύ βασικής και αναλογικής σύνταξης. … πρόκειται για κεφαλαιώδη τομή που εκλογικεύει το συνταξιοδοτικό μας σύστημα διαχωρίζοντας τις προνοιακού τύπου παροχές από τις κατά κυριολεξία συντάξεις. Οι πρώτες… συνιστούν έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης… Οι δεύτερες αποτελούν παροχές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους ασφαλισμένους τους, ήτοι αναλογική ανταπόδοση για τις εισφορές που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Η βασική σύνταξη αποτελεί έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της διανεμητικής δικαιοσύνης, η δε αναλογική έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. … Ως έμπρακτη τήρηση της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να διαφυλαχθούν οι πόροι του συστήματος προς όφελος όχι μόνο της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών. … Η συνεχής μετακύλιση, μέσω του δανεισμού και της διόγκωσης των ελλειμμάτων, όλων των βαρών στις μέλλουσες γενεές, αλλά και η άρνηση της Πολιτείας να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συνιστούν ευθεία προσβολή της ισότητας των γενεών και πράξη ασύγγνωστης πολιτικής ανευθυνότητας και κοινωνικής αδικίας. … Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο έκτακτης ανάγκης. … Με το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα … δεν ανασυγκροτούμε μόνο το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, διασώζοντας τον από την κατάρρευση …, αλλά … συμβάλλουμε στην επίτευξη ενός εξίσου χρήσιμου και πλέον επιτακτικού στόχου, που είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας, η εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας και η είσοδος σε μια νέα περίοδο βιώσιμης ανάπτυξης. … Το βαρύ έργο που επωμιζόμαστε να συμπίπτει με δύο σημεία καμπής της νεώτερης οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο είναι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση …Το δεύτερο είναι η δραματική κατάσταση των εθνικών μας δημοσιονομικών μεγεθών. Συνέπεια … είναι ότι … ο δανεισμός πλέον δεν προσφέρεται …». Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010ως μείζονες παράμετροι της ασφαλιστικής κρίσης αναφέρονται «η δημογραφική, η δημοσιονομική και η αναπτυξιακή, … κοινές σε όλες της χώρες της Ευρώπης». Επισημαίνεται, όμως, ότι «…στην περίπτωση της Ελλάδας … χρόνιες ενδηµικές και κρίσιµες ανεπάρκειες …, όπως η δύσκαµπτη και γραφειοκρατική δομή των ασφαλιστικών οργανισμών, η πέραν κάθε ελέγχου έκταση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, το πελατειακό πολιτικό σύστηµα (λ.χ. µε τις ανά καιρούς εθελούσιες εξόδους και τις αναγνωρίσεις πλασµατικού συντάξιµου χρόνου), η κατά καιρούς διαφθορά αλλά και η σπατάλη συνετέλεσαν και συντελούν τα µέγιστα στην υπονόµευση της βιωσιµότητας του συστήµατος ... Το Υπουργείο Εργασίας καλείται να οργανώσει την οµαλή µετάβαση από το νυν στο νέο σύστηµα χωρίς να αντλήσει επιπρόσθετους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως είναι προφανές, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό µας ανάγκασε να αναζητήσουµε εκείνο το είδος της µετάβασης το οποίο δεν θα είχε ως συνέπειά του µεγάλες πρόσθετες δαπάνες. Και να αναζητήσουµε ταυτοχρόνως, την αυτοχρηµατοδότηση του υφισταµένου ασφαλιστικού συστήµατος µε συµβολή των συνταξιούχων από ένα επίπεδο σύνταξης και άνω, στην αντιµετώπιση των τρεχουσών οικονοµικών δυσχερειών. …». Τέλος, ειδικώς ως προς το άρθρο 38, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010αναφέρει ότι «…η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό µορφή περιορισµού σε ορισµένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξοµαλύνει τις δηµοσιονοµικές υπερβάσεις από τις οποίες µαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισµός όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήµατα κάλυψη των ελλειµµάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό µεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαµβάνει (µελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήµατος) … η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται µε κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανοµής των βαρών. Επιβάλλεται δε, προκειµένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται µια ικανοποιητική σύνταξη να συµβάλλουν και αυτοί στην µεγάλη προσπάθεια για την αντιµετώπιση των τεράστιων δηµοσιονοµικών προβληµάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήµατος, µε την λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το µέλλον την οµαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων …».

15. Επειδή, εν συνεχεία, θεσπίστηκε ο ν. 3985/2011«Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 151/1.7.2011), στα πρότυπα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως που εισήχθησαν με το ν. 3871/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ο οποίος είναι απλώς τυπικός, εξομοιούμενος με προϋπολογισμό περισσοτέρων ετών, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) αποτελεί «βασικό στοιχείο μιας διαφορετικής φιλοσοφίας στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και το πρώτο βήμα για τη μετάβαση σε πολυετείς προϋπολογισμούς, καθώς συμβάλλει στην εμπέδωση της έννοιας του πολυετούς προγραμματισμού των οικονομικών του Δημοσίου». Το πρόγραμμα αυτό, κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση, «περιλαμβάνει για το έτος προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα έτη κατά κύριο λόγο: • τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη γενική κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. • την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων για τα δύο προηγούμενα έτη, το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη. • όλες τις παραδοχές των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων (…, αριθμό εργαζομένων, μισθολογικές και συνταξιοδοτικές εξελίξεις, …) • … • τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών για τη γενική κυβέρνηση, καθώς και τα ανώτατα όρια του Κρατικού Προϋπολογισμού και των ΟΤΑ και ΟΚΑ για την περίοδο, • τις δαπάνες και τα έσοδα σε κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνική ασφάλιση για τα αντίστοιχα έτη, •… • τις εκτιμήσεις ανά οικονομική κατηγορία των ακαθάριστων εξόδων, εσόδων και του ελλείμματος ή πλεονάσματος του κοινωνικού προϋπολογισμού …». Περαιτέρω, στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, μεταξύ των μακροοικονομικών κινδύνων, αναφέρεται και η «επιδείνωση του µακροοικονοµικού σεναρίου … που θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά την ανεργία, µε περαιτέρω επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές», ενώ γίνεται μνεία της αποκλίσεως από τον προϋπολογισμό του έτους 2010 ως προς το ισοζύγιο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, «καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών», εκτιμάται δε ότι «η απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσµα της βαθύτερης, από το αναµενόµενο, ύφεσης της ελληνικής οικονοµίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές» και προβλέπεται ότι η, λίγο µεγαλύτερη από την προβλεφθείσα για το έτος 2010, ύφεση «συρρικνώνει τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνει τις κοινωνικές παροχές του κράτους». Ως «κύριες παρεμβάσεις πολιτικής με δημοσιονομικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του έτους 2012» εξαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω αιτιολογική έκθεση, η «μείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (1.260 εκατ. ευρώ), µέσω προσαρµογής των επικουρικών συντάξεων, …», και η «µείωση των δαπανών για επιδόµατα κοινωνικής ασφάλισης µέσω επανελέγχου των στοιχείων των δικαιούχων», εκτιμήθηκε δε ότι με την «επανεξέταση της σκοπιµότητας και τον επαναπροσδιορισµό του συνόλου των µεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισµό, µεταξύ άλλων, και προς το ασφαλιστικό σύστηµα … θα επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση στις δαπάνες επιχορήγησης του ασφαλιστικού συστήματος εν γένει, συνολικού ύψους 2.099,37 εκατ. ευρώ», ενώ αναφέρεται ότι με τους ν. 3762/2009, ν. 3863/2010και ν. 3883/2010 «που αποτελούν επανάσταση στο ασφαλιστικό σύστηµα, εξασφαλίστηκε αφενός µεν σε µεγάλο βαθµό η βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, αφετέρου δε διορθώνονται πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών …».

16. Επειδή, οι προβλεπόμενες στο ν. 3985/2011παρεμβάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πραγματοποιήθηκαν με το ν. 3986/2011«Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152/1.7.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 44 του ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 11 περ. γ αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του ν. 4038/2012η δε παρ. 12 αυτού από το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 4024/2011, ορίσθηκαν τα εξής: «1. … 2. … 10. Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντίστοιχα. 11. α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου, του NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας ή έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης, πλην εκείνων που συνταξιοδοτούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βιαίων συμβάντων, καθώς και ορφανικές οικογένειες αυτών. δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επιπλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €). στ) Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010. 12. α) Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115). β) Η παράγραφος 13 καταλαμβάνει από 1.9.2011 και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. 13. α) Από 1.9.2011 θεσπίζεται Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης. β) Η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης των συνταξιούχων των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας όλων των Υπουργείων, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις, δυνάμει ασφάλισης η οποία έχει χωρήσει σε υποκατάσταση υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φ.Κ.Α.. Η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: i. Για συντάξεις από 300,01 € έως 350,00 €, ποσοστό 3% ii. Για συντάξεις από 350,01 € έως 400,00 €, ποσοστό 4% iii. Για συντάξεις από 400,01 € έως 450,00 €, ποσοστό 5% iv. Για συντάξεις από 450,01 € έως 500,00 €, ποσοστό 6% v. Για συντάξεις από 500,01 € έως 550,00 €, ποσοστό 7% vi. Για συντάξεις από 550,01 € έως 600,00 €, ποσοστό 8% vii. Για συντάξεις από 600,01 € έως 650,00 €, ποσοστό 9% viii. Για συντάξεις από 650,01 € και άνω, ποσοστό 10%. γ) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακοσίων ευρώ (300 €). δ) Εξαιρούνται της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. ε) Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου (β) λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα. στ) Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη των φορέων αποδίδονται σε Λογαριασμό του Α.Κ.Α.ΓΕ. το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου, από την παρακράτηση, μήνα. ζ) Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.ΓΕ.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. η) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου επικουρικής σύνταξης. θ) Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.ΓΕ. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών».

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011« [η] χώρα βρίσκεται σε βαθιά δηµοσιονοµική κρίση και σε κατάσταση οιονεί δηµοσιονοµικής εξάρτησης. Χρόνιες παθογένειες και δηµοσιονοµικές αστάθειες, σε συνδυασµό µε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας στο διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, συντέλεσαν στο σταδιακό αποκλεισµό της Ελλάδας από τις πηγές διεθνούς δανεισµού και στην αδυναµία εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας. Η χώρα µας ζει τη µεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της ... Λόγω της κρίσιµης δηµοσιονοµικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν µέτρα άµεσης εφαρµογής και απόδοσης. Αυτά αποδίδουν αµέσως αποτέλεσµα, ενώ τα άλλα και κυρίως τα µέτρα που αφορούν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τα άτυπα φαινόµενα στην ελληνική πολιτική, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονοµία, χρειάζονται προετοιµασία, σύστηµα, δηµόσια διοίκηση, δύσκολα τα συλλαµβάνει κανείς και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδουν µεσοπρόθεσµα…». Ειδικώς, ως προς το ανωτέρω άρθρο 44, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 - αφού επαναλαμβάνονται όσα εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010ως προς το άρθρου 38 αυτού (βλ. ενδέκατη σκέψη) - αναφέρεται ότι «…προκειµένου να επιτευχθεί η περαιτέρω µείωση των επιχορηγήσεων από την πλευρά του κρατικού προϋπολογισµού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και δεδοµένης της αναγκαιότητας για τον περιορισµό του ελλείµµατος της γενικής κυβέρνησης, προτείνεται η αναπροσαρµογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων στις κύριες συντάξεις και η θέσπιση Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ώστε να εξασφαλισθεί η οµαλή χρηµατοδότηση των φορέων και κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης …». Ως προς την καθιερούμενη δε με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 44 Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, αναφέρεται, ειδικότερα, ότι «Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης, όπως αυτά θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση των αναλογιστικών μελετών, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων αυτών».

17. Επειδή, η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011«Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226/27.10.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων», όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού τροποποιήθηκαν από το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4038/2012, ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152). Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α΄ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α΄ 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 2. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129). Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α` 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α` 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 3. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσοστό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μείωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ. 4. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιούχους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαίως, μειώνεται κατά 50%. 5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων-τομέων. 6. …». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, σε σχέση με τις νέες μειώσεις, τα εξής: «Άµεση προτεραιότητα ζωτικού δηµοσίου συµφέροντος είναι η επίτευξη των στόχων και η εφαρµογή του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε µε το ν. 3985/2011 (Α΄ 151) και εξειδικεύθηκε µε τις διατάξεις των ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και ν. 4002/2011 (Α΄ 180). Στην προσπάθεια αυτή καλείται να συµβάλει το σύνολο των οικονοµικών και κοινωνικών δυνάµεων της χώρας. Η χώρα αντιµετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιεστικές. Στόχος να διαφυλαχθεί η υπόσταση και η προοπτική της χώρας, ... Για το λόγο αυτό πρωταρχικός στόχος είναι η εφαρµογή των αποφάσεων µε τις οποίες διασφαλίζεται η µακροπρόθεσµη, πραγµατική βιωσιµότητα του ελληνικού δηµοσίου χρέους [ώστε να] καταστεί δυνατή η παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων τα επόµενα χρόνια…». Ειδικώς, ως προς το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, στην αιτιολογική έκθεση αυτού αναφέρεται ότι «Με τις διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται µείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000,00 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών. Η ρύθµιση είναι αναγκαία λόγω της δαπάνης που προκαλεί στους ασφαλιστικούς οργανισµούς κύριας ασφάλισης η λήψη σύνταξης σε τόσο µειωµένο όριο ηλικίας. Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης εξαιρούνται από την ανωτέρω µείωση οι συνταξιούχοι αναπηρίας ή γήρατος που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας, οι συνταξιούχοι που αποστρατεύθηκαν µε πρωτοβουλία της υπηρεσίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται µείωση κατά 20% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους που δεν εµπίπτουν στη µείωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η µείωση αυτή θεσπίζεται ως συνεισφορά των συνταξιούχων µε σχετικό ικανοποιητικό ύψος ποσού κύριας σύνταξης στον ασφαλιστικό τους φορέα. Από τη µείωση αυτή εξαιρούνται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης µόνο οι συνταξιούχοι γήρατος και αναπηρίας που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών ...».

18. Επειδή, εξ άλλου, οι ενάγοντες, με την κρινομένη αγωγή, φερόμενοι ως συνταξιούχοι της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, ήδη συνταξιοδοτούμενοι, ως προς την κύρια σύνταξη από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ και ως προς την επικουρική από το εναγόμενο (ΕΤΑΤ ήδη ΕΤΕΑ), δεδομένου ότι ο τηρούμενος στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών (Ε.Λ.Ε.Μ.) ενετάγη υποχρεωτικώς στο ΕΤΑΤ, δυνάμει του ν. 3522/06, ισχυρίζονται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του ν. 4024/2011η μηνιαία επικουρική των σύνταξη υπέστη, από 1-11-2011, μείωση 15%, μείωση, για την οποία λαμβάνεται υπ΄ όψιν η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφαλίσεως της παρ. 13 του άρθρου 44 ν. 3986/2011και ότι, ειδικώτερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά εκκαθαριστικά των συντάξεων των: α) ο πρώτος των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως του κατά 182,81 ευρώ και συνολικώς η ζημία του για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 1645,29 ευρώ, β) ο δεύτερος των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως του κατά 197,76 ευρώ και συνολικώς η ζημία του για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 1779,84 ευρώ και γ) η τρίτη των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως της κατά 70,40 ευρώ και συνολικώς η ζημία της για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 633,60 ευρώ. Προβάλλουν δε, ότι οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 4024/2011, δυνάμει των οποίων εχώρησε η περικοπή των συντάξεων των, «που άγουν στην περικοπή των συντάξεων των και μάλιστα κατά σημαντικότατο ποσοστό και ποσό, λαμβανομένων δε υπόψη των ήδη επιβληθεισών περικοπών, μειώσεων και επιβαρύνσεων με πλήθος προγενεστέρων νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν. 3833/2010, 3845/2010, 3985/2011, 3986/2011, 4002/2011κ. ά.)», αντίκεινται ευθέως σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, καθώς και σε διατάξεις διεθνών συμβάσεων, οι οποίες τυγχάνουν υπερνομοθετικής ισχύος, κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, και άρα η περικοπή της μηνιαίας κύριας συντάξεως των, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τυγχάνει ευθέως παράνομη και αντισυνταγματική. Ειδικώτερα, προβάλλουν ότι οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν τα άρθρα 2 παρ. 1, 4, 17, 22 παρ. 4 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο δε, κατά τους ισχυρισμούς τους, διότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν μέτρα παντελώς δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού από την σχετική εισηγητική του νόμου έκθεση, πέρα από την απλή αναφορά του δημοσίου συμφέροντος α) δεν προκύπτουν –από παράθεση συγκεκριμένων στατιστικών και συγκριτικών στοιχείων, που να επιτρέπουν τη διαπίστωση της υπάρξεως δημοσίου συμφέροντος διαφορετικού από το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου- συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι, που να δικαιολογούν την εξαίρεση από την συνταγματική και υπερνομοθετική προστασία, ούτε β) γίνεται μνεία περί εναλλακτικών μέτρων προς επίτευξη του σκοπού ούτε παρατίθεται αιτιολογία σχετικά με την προτίμηση του ανωτέρω μέτρου έναντι ηπιοτέρων, ούτε γ) προβλέπεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια των μέτρων. Περαιτέρω προβάλλουν ότι οι ανωτέρω διατάξεις, προβλέποντας εξαιρετικά μεγάλη μείωση των ήδη μειωθεισών βάσει προγενεστέρων προσφάτων νομοθετημάτων (ν. 3833/2010, 3845/2010, 4002/2011) συντάξεων των εναγόντων και θίγοντας κεκτημένα συνταξιοδοτικά των δικαιώματα, παραβιάζουν την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (25 παρ. 1 Συντ.), από την οποία συνάγονται οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια της σταθερότητος και προβλεψιμότητος των νομικών καταστάσεων που έχουν νομίμως διαμορφωθή και του αποκλεισμού των αιφνιδίων και απροσδόκητων μεταβολών τους, της πρστατευομένης εμπιστοσύνης, και της χρηστής διοικήσεως Περαιτέρω, προβάλλουν, ότι οι διατάξεις αυτές, παραβιάζουν το άρθρο 4 παρ. 1 εν συνδυασμώ προς το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., από τα οποία απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη για ίση ρύθμιση ομοίων καταστάσεων και προκειμένου περί της κοινωνικής ασφαλίσεως και κατοχυρώνεται η αρχή της ανταποδοτικότητος μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών, επικαλούμενοι ότι εν προκειμένω, το ασφαλιστικό κεφάλαιο του εναγομένου έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα [8 Κανονισμού ΕΛΕΜ, 63 ν. 3371/05(πόροι ΕΤΑΤ)].

19. Επειδή, εξ άλλου, εκ του φακέλου προκύπτει ότι α) ο πρώτος των εναγόντων ο οποίος προσελήφθη στην ΑΤΕ την 13-10-1960 και απεχώρησε την 30-11-1995 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 35 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 1297 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 1013,90 ευρώ, από 1-11-2011 858,10 ευρώ και από 1-1-2012 669,99 ευρώ, β) ο δεύτερος των εναγόντων ο οποίος προσελήφθη στην ΑΤΕ την 22-12-1962 και απεχώρησε την 28-06-1990 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 32 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 1445 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 1071,70 ευρώ, από 1-11-2011 903,16 ευρώ και από 1-1-2012 687,19 ευρώ και γ) η τρίτη των εναγόντων η οποία προσελήφθη στην ΑΤΕ την 21-11-1993 και απεχώρησε την 10-07-2006 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 16 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 598 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 422,63 ευρώ, από 1-11-2011 359,22 ευρώ και από 1-1-2012 278,26 ευρώ.

20. Επειδή, όπως συνάγεται από τα ανωτέρω παρατεθέντα, στις σκέψεις 13-17, νομοθετήματα και τις αιτιολογικές τους εκθέσεις, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στην αυτή ως άνω σκέψη, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη ούτε υπεχρεούτο ο νομοθέτης, βάσει της αρχής της αναλογικότητος, να προβλέψει και να περιορίσει την ισχύ των μέτρων αυτών σε ωρισμένο χρονικό διάστημα. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, καθ’ ο μέρος με αυτές επιβάλλεται μείωση της επικουρικής συντάξεως των εναγόντων, συνάδουν με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, οι επίδικες περικοπές δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα.

21. Επειδή κατά την ……….. από τις παρατεθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν προκύπτουν τα εξής: Η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγιάνσεως των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστηρίξεως, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μειώσεως των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης», στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης αποδόσεως, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών, άλλα δε θεωρούνταν ως «διαρθρωτικά», υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές· όλα, δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενόψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (πρβ ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφαλίσεως συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης αποδόσεως (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011και 2 του ν. 4024/2011περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφ’ ενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γηράνσεως του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000 ) και της αναντιστοιχίας εισφορών - παροχών (προβλήματα, άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφ’ ετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδοτήσεως το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφαλίσεως μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενισχύσεως της συνδέσεως εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφ’ εξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αυξήσεως της χρηματοδοτήσεως και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδοτήσεως προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων» στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% - 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μειώσεως της εξαρτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με τις προβλέψεις, υφέσεως της ελληνικής οικονομίας (7,4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2010), της δραματικής αυξήσεως της ανεργίας και της συνεφελκόμενης αδυναμίας εισπράξεως ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων», την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους (και μέχρι να το συμπληρώσουν) και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και γ) με τη θέσπιση «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης» στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ (ποσοστό μείωσης 40% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ), τη μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ (ποσοστό μείωσης 20% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ). Ειδικώτερα δε, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, επήλθε μείωση των επικουρικών συντάξεων των εκεί αναφερομένων συνταξιούχων ωρισμένων ασφαλιστικών φορέων, μεταξύ των οποίων το ΕΤΑΤ (ήδη ΕΤΕΑ) -και υπό τις στη διάταξη αυτή διακρίσεις ως προς τους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ- κατά 15%. Η μείωση δε αυτή επιβάλλεται αφού προηγηθή – εφ’ όσον προβλέπεται - η παρακράτηση της ειδικής εισφοράς συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης (υπέρ ΑΚΑΓΕ). Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων, αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι περικοπές συντάξεων του ν. 4024/2011εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δηλαδή ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται, μαζί με τις προηγηθείσες περικοπές των κυρίων συντάξεων και την εισφορά αλληλεγγύης του ν. 3863/2010, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα , αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφαλίσεως. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές εκθέσεις των ανωτέρω νόμων προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν οι περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την πίεση των εισοδημάτων του συνόλου των πολιτών, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαία, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών, από την φύση του, επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η δε επιβολή φορολογίας επί των υπολοίπων πολιτών για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο λιγότερο επαχθές. Εξ άλλου, οι περικοπές χωρούν με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνταξιούχων, καθόσον με τα επιλεγέντα κριτήρια (όρια ηλικίας και ύψος συντάξεων) πλήσσονται οι πλέον ισχυροί από αυτούς και αποτρέπεται η επιβάρυνση εκείνων που λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη, ειδικά δε καθ’ όσον αφορά την κατηγορία συνταξιούχων, στην οποία ανήκει η τρίτη ενάγουσα, η οποία εξήλθε προώρως από την υπηρεσία, και αναμένεται, ενόψει και του προσδόκιμου ζωής, να λαμβάνει συνταξιοδοτικές παροχές για περισσότερα έτη από τα έτη ασφαλίσεώς της, πλήσσονται οι πλέον ευνοημένοι από το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. Εξ άλλου, ακόμη και μετά τις περικοπές, το ύψος της κυρίας συντάξεως των συνταξιούχων που πλήττονται από τις επίμαχες ρυθμίσεις εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας συντάξεως που χορηγεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ενώ, και κατά τα εκτιθέμενα από το ΕΤΕΑ (ανωτ. σκ 23) οι πληττόμενες από τις περικοπές αυτές επικουρικές συντάξεις των ασφαλισμένων του ΕΤΑΤ, παραμένουν ανώτερες της μέσης συντάξεως, που χορηγεί το ΕΤΕΑ. Επομένως, ζήτημα διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους δεν τίθεται, αν δε σε συγκεκριμένη περίπτωση οι επίμαχες περικοπές είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αρχικώς απονεμηθείσα σύνταξη στο ήμισυ αυτής ο θιγόμενος έχει αξίωση για την ανάκτηση του πέραν του ορίου αυτού τμήματος της συντάξεως. Εν όψει όλων αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, άρα, ούτε και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ανεξαρτήτως δε του χρόνου και των συνθηκών της θεσπίσεώς τους, το συνταγματικό κύρος τους δεν εξαρτάται από προηγούμενη εκπόνηση ειδικής μελέτης επιπτώσεων. Για τους ίδιους δε ως άνω λόγους δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί πλέον, κατά την …………. εν όψει των αναφερομένων στην έκθεση απόψεων και στα κατατεθέντα από το ΕΤΕΑ υπομνήματα (από 2-6-14, 2-12-14 και 19-12-14) περί του καθεστώτος ασφαλίσεως και των ποσοστών αναπληρώσεως των συντάξεών των (πρβλ. και την ανωτέρω παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση ΣτΕ 3663/2014 σκ. 23), δεν προκύπτει εν προκειμένω υπέρβαση των ορίων, πέραν των οποίων δεν θα ήτο συνταγματικώς ανεκτή η μείωση των συντάξεων των ασφαλισμένων του ΕΤΑΤ (ήδη ΕΤΕΑ), στους οποίους αφορά η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 ν. 4024/2011, όπως διαμορφώνονται μετά τις επίμαχες μειώσεις.

22. Επειδή, κατά την ………….. οι επίμαχες μειώσεις των επικουρικών συντάξεων αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

23. Επειδή, τέλος, τα προβαλλόμενα περί παραβιάσεως εν προκειμένω των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος είναι αβάσιμα, διότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στα συνταξιοδοτικά σχέδια νόμων των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο και δεν αφορούν σε νομοσχέδια σχετικά με παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συντάξεις που παρέχονται από οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων (πρβλ. ΣτΕ 1988/2012 7μ. σκ. 11, ΣτΕ 2087/2012 σκ. 7).

24. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4024/2011, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 και 17 Φεβρουαρίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου του ίδιου έτους.

1768/2018 - ΣτΕ: H επιβολή έκτακτης οικονομικής εισφοράς Δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος η πρόβλεψη του ν. 3758/2009 επιβολής έκτακτης εισφοράς 1.000 € για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από 60.001 - 80.000 €

Next: ΑΠ 480/2018 - Διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών πολυκατοικίας - Στέγη οικοδομής - Χρήση αυτήςΗ ρύθμιση για τα κοινόχρηστα μέρη είναι άσχετη προς το τυχόν εργολαβικό μεταξύ του οικοπεδούχου και του εργολάβου, στον οποίο ανατέθηκε η ανέγερση πολυώροφης οικοδομής. Αυτό (εργολαβικό) δεν ιδρύει την οροφοκτησία, ως μορφή οριζόντιας διαιρεμένης κυριότητας επί ορόφων ή διαμερισμάτων αυτών, αλλά είναι ενοχική απλώς σύμβαση παράγουσα ενοχικές μόνον αξιώσεις και υποχρεώσεις μεταξύ των συμβληθέντων μερώ
$
0
0
1768/2018 - ΣτΕ: H επιβολή έκτακτης οικονομικής εισφοράς
Δεν αντίκειται στο άρθρο 4  του Συντάγματος η πρόβλεψη του ν. 3758/2009 επιβολής έκτακτης εισφοράς 1.000 € για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από 60.001 - 80.000 €

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο...
ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β'Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 29 Οκτωβρίου 2015 αίτηση:

του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Ε'Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη με τον Ιωάννη Αλεξανδράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ....., κατοίκου ...., ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 5991/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αγ. Σδράκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5991/2014 ανέκκλητης αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατ’ αποδοχήν προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε το από 19.7.2011 εκκαθαριστικό σημειωυα της πρώην ΕΓ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, καθ'ο μέρος αφορούσε τον αναιρεσίβλητο και την επιβολή εις βάρος του έκτακτης οικονομικής εισφοράς δυνάμει του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, ποσού 1000 ευρώ, οικονομικού έτους 2008.

3. Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. 2491Δ/31.1.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Κεχαγιά, αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 11. 1.2018 πράξεως της Προέδρου του ΕΓ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου, έχουν κοινοποιηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως στον αναιρεσίβλητο. Νομίμως, συνεπώς, συζητείται η υπόθεση, παρά την μη παράσταση του τελευταίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

4. Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές ήδη ισχύουν, ορίζεται ότι:

«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας...

4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ ...».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελάχιστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων.

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ν. 3900/2010 ορίζεται ότι «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας...». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εν όψει και του σκοπού της θεσπίσεώς της, αίτηση περί αναιρέσεως αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3900/2010, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, χωρεί μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου διαλαμβάνει ρητή και απερίφραστη σκέψη σχετικά με αντίθεση διατάξεως τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2177/2011 7μ., 434, 236, 188/2011 σε Συμβούλιο).

6. Επειδή, σύμφωνα με το σχετικό σημείωμα της φορολογικής αρχής το αμφισβητούμενο ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, ήτοι υπολείπεται των 40.000 ευρώ, και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται εν προκειμένω, η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως.

Με το αναιρετήριο το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται, πάντως, παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3900/2010, εφόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει κρίση περί αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου. Πράγματι, το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο, κάνοντας δεκτό σχετικό λόγο της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, έκρινε ότι, κατά παράβαση των αρχών της φορολογικής ισότητας και δικαιοσύνης και σε αντίθεση προς την πρόσφορη και εύλογη μέθοδο της προοδευτικώς αύξουσας φορολογίας οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3758/2009 σε οριακές περιπτώσεις αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1, 2 και ειδικότερα της φορολογικής ισότητας του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Για το ζήτημα δε αυτό, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν περιελήφθη σχετική κρίση στην απόφαση της Ολομελείας 1685/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως προκύπτει από την σκέψη 15 αυτής, διότι δεν σχετιζόταν με την κρινόμενη εκείνη διαφορά. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του Δημοσίου είναι βάσιμος, δοθέντος ότι, όπως και κατωτέρω εκτίθεται, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει την ως άνω ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 18 του νόμου 3758/2009 στο Σύνταγμα, κατά το μέρος εκείνο που προβλέπει σύστημα καθορισμού του ύψους της επίδικης έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, η εφαρμογή του οποίου στα όρια των προβλεπομένων κλιμακίων έχει, κατά το δίκασαν δικαστήριο, ως αποτέλεσμα την άνιση και δυσανάλογη αντιμετώπιση ουσιωδώς ομοίων κατηγοριών, όπως εν προκειμένω, όπου ο αναιρεσίβλητος με εισόδημα 60.386,13 ευρώ επιβαρύνεται με έκτακτη εισφορά 1000 ευρώ, ενώ φορολογούμενος με εισόδημα 60.000 ευρώ δεν επιβαρύνεται από την έκτακτη αυτή εισφορά. Περαιτέρω, κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως δεν υφίστατο σχετική νομολογία, ειδικώς ως προς το ζήτημα αυτό. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτό, η κρινόμενη αίτηση ασκείται, κατά την ως άνω διάταξη, παραδεκτώς και είναι εξεταστέα περαιτέρω.

7. Επειδή, στο ανωτέρω άρθρο 18 του ν. 3758/2009 («Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις», Α' 68/5.5.2009), υπό τον τίτλο «Έκτακτη Οικονομική Εισφορά», ορίζονται τα εξής:

1.α. Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα των φυσικών προσώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδημα σχολάζουσας κληρονομιάς. Επίσης στο εισόδημα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ'Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α'),

β. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 εφόσον αυτό είναι εξήντα χιλιάδες ευρώ (60.000 €) και άνω.

γ. Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήματος δεν προσμετρούνται τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ'της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.

2. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €) για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από εξήντα χιλιάδες ένα ευρώ (60.001 €) έως ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 €), στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για εισόδημα από ογδόντα χιλιάδες ένα ευρώ (80.001 €) έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €), στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001 €) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €), στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για εισόδημα από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001 €) έως τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 €), στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) για εισόδημα από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001 €) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000 €), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για εισόδημα από πεντακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (500.001 €) έως εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (700.000 €), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για εισόδημα από εφτακόσιες χιλιάδες ένα (700.001 €) έως εννιακόσιες χιλιάδες ευρώ (900.000 €) και στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €) για εισόδημα άνω των εννιακοσίων χιλιάδων ένα ευρώ (900.001 €).

3.α. Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε.

β. Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο, γ. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που βεβαιώνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1. δ. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84 και 85 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν, 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή αυτής της εισφοράς, επιφυλασσόμενων όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Η εισφορά που προκύπτει μετά από έλεγχο που διενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να επιβάλλεται και με το οικείο φύλλο ελέγχου της φορολογίας εισοδήματος. 4.α. Η εισφορά που επιβάλλεται με αυτόν το νόμο καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις [...] β. Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. [...]».

8. Επειδή, με την 1685/2013 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η κατά τις διατάξεις του ν. 3758/2009 έκτακτη οικονομική εισφορά επιβλήθηκε ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, έτσι ώστε να συνεισφέρουν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα, το δε ύψος της καθορίζεται σε συγκεκριμένα ποσά που βαίνουν αυξανόμενα σε αντιστοιχία με κλιμάκια υψηλών πράγματι (άνω των 60.000 ευρώ) καθαρών εισοδημάτων. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου, δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Παρέχεται δε ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα (αυτόθι νομολογία ΣτΕ 4354/1985, 1135/1991, επταμ,, 3423/1991, 444/1995, επταμ., 2974/2001, επταμ. 3485/2007 κ.ά.).

Υπό τα δεδομένα δε αυτά, κρίθηκε με την ως άνω απόφαση της Ολομελείας, ότι το εν λόγω κριτήριο δεν παρίσταται απρόσφορο ούτε αντίθετο με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας και δεν αντίκειται, συνεπώς, στο Σύνταγμα. Περαιτέρω, στην σκέψη 15 της ως άνω αποφάσεως κρίθηκε ότι στο πλαίσιο της κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος ευρείας ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίζει φορολογικές ρυθμίσεις σε συνάρτηση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτό το προβλεπόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3758/2009 σύστημα καθορισμού του ύψους της επίδικης έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, με το ποσό της εισφοράς να αυξάνει κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο κλιμάκιο. Εν συνεχεία, απέρριψε λόγο αναιρέσεως, με τον οποίον προεβάλλετο ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στα όρια των προβλεπόμενων κλιμακίων έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται μετά τη φορολογία μεγαλύτερου εισοδήματος, διαθέσιμο ποσόν μικρότερο του καταλειπομένου μετά τη φορολόγηση μικρότερου εισοδήματος και ότι, ως εκ τούτου, επέρχεται «ανισότητα της δημοσιονομικής θυσίας», προεχόντως, διότι δεν προεβάλλετο από τον τότε αναιρεσείοντα ότι η φορολόγηση του εισοδήματος του συνιστούσε τέτοια περίπτωση.

9. Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στη παράγραφο 5 ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, αναλογα με τις δυνάμεις τους».

Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ'αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους. Περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι, συγκεκριμένα, η καθολικότητα της επιβάρυνσης και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ'αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, σύμφωνα με το άρθρο 78 (παρ. 1) του Συντάγματος. Κατά την έννοια δε των ίδιων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (βλ. ΣτΕ 2809/2017, Ολομ. 2563/2015, Ολομ. 2527/2013 κ.ά.).

Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη ύλη, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ 2809/2017, Ολομ. 2563/2015, Ολομ. 1972/2012 κ.ά.). Ειδικότερα, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτή η επιβολή έκτακτης εισφοράς, όπως η επίδικη, με πρόβλεψη καταβολής εφ’ άπαξ ποσού ανά προβλεπόμενο κλιμάκιο εισοδήματος, στο πλαίσιο δε αυτό ο φορολογικός νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια καθορισμού του αριθμού των κλιμακίων, του ποσού εισοδήματος στο οποίο αφορά καθένα από τα κλιμάκια αυτά και του αντίστοιχα επιβαλλόμενου ποσού έκτακτης εισφοράς (πρβλ. ΣτΕ 2809/2017). Εξάλλου, ο καθορισμός του ποσού των 60.001 ευρώ ως του κατωτάτου ορίου πέραν του οποίου και μόνον επιβάλλεται η επίμαχη εισφορά και ο καθορισμός αυτής σε συγκεκριμένο ποσό για κάθε κλιμάκιο εισοδήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει τα όρια της ως άνω ευχέρειας του νομοθέτη.

Συνεπώς, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 (παρ. 5) του Συντάγματος η πρόβλεψη με το άρθρο 18 παρ 2 του ν. 3758/2009 επιβολής έκτακτης εισφοράς 1.000 ευρώ για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από 60.001 έως 80.000 ευρώ και, ως εκ τούτου, η περί του αντιθέτου κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη, όπως βασίμως προβάλλει το αναιρεσείον Δημόσιο.

Επομένως, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό κρατείται από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο δικάζει την προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και την απορρίπτει.

10. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης τόσο για την κατ’ αναίρεση δίκη όσο και για την ουσιαστική δίκη (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989 και 275 παρ. 1 του ν.2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» Α' 97) (ΣτΕ: 2009/2016).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 5991/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Διακρατεί και δικάζει την προσφυγή.

Απορρίπτει την προσφυγή.

Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από την δικαστική δαπάνη τόσο της αναιρετικής όσο και της ουσιαστικής δίκης.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2018.

Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>