Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Εκούσια Δικαιοδοσία. Αίτηση για διορισμό επιτρόπου ανηλίκου και εποπτικού συμβουλίου, λόγω του ότι αποβίωσαν και οι δύο γονείς του. Αρμόδιο Δικαστήριο το Ειρηνοδικείο, που με βάση τις πρόσφατες τροποποιήσεις έχει υπέρ του «τεκμήριο» ...969/2015 ΕΙΡ ΑΘ

$
0
0

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

969/2015 ΕΙΡ ΑΘ ( 648120) 
Εκούσια Δικαιοδοσία. Αίτηση για διορισμό επιτρόπου ανηλίκου και εποπτικού συμβουλίου, λόγω του ότι αποβίωσαν και οι δύο γονείς του. Αρμόδιο Δικαστήριο το Ειρηνοδικείο, που με βάση τις πρόσφατες τροποποιήσεις έχει υπέρ του «τεκμήριο» αρμοδιότητας κι εξαιρούνται μόνο..
οι υποθέσεις που «ΡΗΤΑ» ανατέθηκαν στο Πρωτοδικείο. Προβλήματα από την πρόχειρη αντιμετώπιση κι αποσπασματική νομοθέτηση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, τις απανωτές αλλαγές κι εξαιρέσεις με Ν. 4138/13, 4139/13, 4198/13 και με βάση και το άρθ. 681Γ ΚΠολΔ, που συντελεί σε εμφάνιση παράλληλης αρμοδιότητας. Προβλήματα προδικασίας, από την μη ύπαρξη Π.Δ και έλλειψη της κατ αρθ. 1593 ΑΚ προβλεπόμενης κοινωνικής υπηρεσίας ανηλίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ αίτηση, θέτει υπό επιτροπεία τον ανήλικο. Ορίζει επίτροπο και εποπτικό συμβούλιο, παραγγέλλει στο Γραμματέα την καταχώριση σε ειδικό βιβλίο και την κοινοποίηση της απόφασης στους αρμόδιους.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ 969/2015

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ και από τον Γραμματέα ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2015 για να δικάσει την εξής υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ..............., κατοίκου Ν. Κόσμου Αττικής (...............), που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Δήμητρας Πλαστήρα.

Η αιτούσα με την από 22/12/2014 και αριθ. Κατ. 106/2015 αίτηση της, εκούσιας δικαιοδοσίας, επιδιώκει να οριστεί δικαστική επίτροπος του ανηλίκου ανιψιού της ..............., που γεννήθηκε στις 22/10/2003 στην Αθήνα και διαμένει μαζί της, λόγω θανάτου των γονέων του.

Ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, και η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις προτάσεις της και ζήτησε την παραδοχή της αίτησής της σαν νόμιμης, βάσιμης και αληθινής. Προσκομίστηκε το υπ αριθ Π026203/14.5.2015 Γραμμάτιο Προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής.

Αφού άκουσε τους ισχυρισμούς,

MEΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.

-------------

Σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 1510, 1511 ΑΚ η γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκείται από κοινού από τους γονείς του. Οταν για πραγματικούς λόγους ο ένας αδυνατεί να την ασκήσει, τότε την ασκεί από μόνος ο άλλος γονέας. Περιλαμβάνει, δε, η άσκηση της γονικής μέριμνας α) την επιμέλεια του τέκνου, β) τη διοίκηση της περιουσίας του, γ) την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του τέκνου. Το δικαίωμα των γονέων (και ταυτόχρονα υποχρέωση) στη γονική μέριμνα απόλλυται, είτε λόγω έκπτωσης από νομικούς λόγους (αρθ. 1537 ΑΚ), είτε και για πραγματικούς λόγους (1536, 1538 ΑΚ), αν μεταβληθούν οι συνθήκες, ή ο γονέας πέθανε, κηρύχθηκε σε αφάνεια, είτε και για λόγους που ορίζει το δικαστήριο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προς ωφέλεια του ανήλικου (1513, 1532, 1535 ΑΚ). Περαιτέρω ο θεσμός της επιτροπείας ανηλίκου, που προβλέπει ο νόμος κι είναι πάντα δοτή από το δικαστήριο ενεργοποιείται κυρίως στην περίπτωση που κανείς από τους γονείς είτε δεν θέλει, είτε δεν μπορεί να ασκήσει τη γονική επιμέλεια του ανήλικου, από πραγματικούς ή νομικούς λόγους, στις περιπτώσεις, που ήδη αναφέρθηκαν, αλλά και περιλαμβάνονται κατά τα λοιπά στα αρθ. 1589 (όπως τελικά αντικασταστάθηκε με αρθ. 19 Ν. 3719/08 και ισχύει) επ ΑΚ. Στην περίπτωση που κανείς από τους γονείς του ανηλίκου δεν βρίσκεται στη ζωή, τότε το δικαστήριο ορίζει επίτροπο για την άσκηση της γονικής μέριμνας και εποπτικό συμβούλιο για την υποβοήθηση και παρακολούθηση του έργου του επιτρόπου (1590). Οι περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις, όπου το δικαστήριο καλείται να βοηθήσει το έργο των γονέων, προς άσκηση γονικής μέριμνας, υπήχθησαν στην «εκούσια δικαιοδοσία» για προφανείς λόγους, λόγω ευέλικτου διαδικασίας, ισχύοντος ανακριτικού συστήματος (744 ΚΠολΔ), ταχύτερης επίλυσης και «ελεύθερης απόδειξης» (αρθ. 759 ΚΠολΔ), που την χαρακτηρίζουν.

Κατ αρθ. 796 § 1 ΚΠολΔ, όταν ζητείται διορισμός, αντικατάσταση, ή παύση επιτρόπου, ειδικού επιτρόπου ή προσωρινού επιτρόπου, τοπικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος, που πρόκειται να τεθεί ή που βρίσκεται σε επιτροπεία. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για το διορισμό ή αντικατάσταση ή την παύση μελών του εποπτικού συμβουλίου. Αρμόδιο, τέλος, καθ ύλη φαίνεται, κατά το γράμμα του νόμου, να είναι το Ειρηνοδικείο, που με τις τελευταίες τροποποιήσεις σχεδιάστηκε κατ αρχή, με βάση το Ν. 4055/2012 και την αιτιολογική έκθεση αυτού, να ανατεθεί σχεδόν το σύνολο των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, που εκδικαζόταν προηγούμενα από το κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο και να αφαιρεθούν εξ αυτού μόνο οι υποθέσεις, που ήταν «πτωχευτικές», όπως κι όσες αφορούσαν το «κτηματολόγιο». Με τον τρόπο αυτό τέθηκε τεκμήριο αρμοδιότητάς υπέρ του, για όσες υποθέσεις δεν ανατέθηκαν «ρητά» σε άλλο δικαστήριο. Παρότι, δε, φαίνεται να ανήκει η αρμοδιότητα στην περίπτωση αυτή στο Ειρηνοδικείο, ορθότερο θα ήταν να ανήκει στο ΜονΠρωτοδικείο ενόψει και των παρ. 3, 4 του ως άνω άρθρου (796 ΚΠολΔ), αλλά και του αρθ. 681Γ ιδίου κώδικα. Η προχειρότητα, του νεώτερου νομοθέτη, η παθογένεια της Ελληνικής Πολιτείας, η αποσπασματική νομοθέτηση, χωρίς προγραμματισμό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η αδυναμία αντίληψης προβλημάτων, εμφαίνονται από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν οι υποθέσεις, που υπάγονται στην «εκούσια δικαιοδοσία». Σε αυτές περιλαμβάνονται υποθέσεις «δημοσίου δικαίου», όπου υπάρχει άμεση υποχρέωση της πολιτείας να ενεργήσει, λαμβάνοντας πρόνοια για προστασία των δικαιωμάτων, μπορούν να επηρεάσουν μεγάλο τμήμα πολιτών κι ευπαθών ομάδων, αποτελούν το «όριο» δικαιωμάτων πολιτών- υποχρεώσεων πολιτείας. O νομοθέτης απόθεσε την υποχρέωση του προς ενέργεια, στους λειτουργούς της δικαιοσύνης και μόνο. Ηδη από την τροποποίηση που δέχτηκε το αρθ. 681Γ ΚΠολΔ με τα αρθ. 44 Ν. 1329/83, 38 του Ν. 2447/96 και παρ. 3 αρθ. 19 Ν. 2591/97, παρατηρούμε, ότι οι ανήλικοι κι η εποπτεία αυτών φαίνεται, να αποτελούν «κοινωνικό έργο» των δικαστηρίων και όχι των «κοινωνικών υπηρεσιών» του κράτους. Ετσι προβλέφτηκε σειρά ενδελεχών ρυθμίσεων για τον τρόπο επικοινωνίας του δικαστή, που δικάζει, με τον ανήλικο και δη και κατά μόνας και τη σύνταξη έκθεσης περί αυτού, την τήρηση ενδελεχών πρακτικών, την γνωστοποίηση σε άλλους φορείς, εκ μέρους του δικαστή και άλλα ανέφικτα. Αυτά δεν αποτελούν έργο των δικαστηρίων, που δεν παρέχουν υπηρεσίες «κοινωνικής μέριμνας», αλλά δικαιοδοτούν κι οι ρυθμίσεις δεν μπορούν, να συμβούν. Κατά τα λοιπά, μια υπηρεσία αρμόδια προς πρόνοια, έλεγχο και φροντίδα των ανηλίκων υποσχέθηκε από το 1996 να δημιουργήσει και μέχρι σήμερα, ούτε υπάρχει, ούτε δημιουργήθηκε, ούτε οργανώθηκε, εφόσον ούτε το Π.Δ διάταγμα προς αυτό εκδόθηκε. Οι πολίτες απλά μεταβαίνουν στους Δήμους υποβάλλονται σε έξοδα και ταλαιπωρία, επιδίδουν την αίτηση και προς αυτούς, που παραλαμβάνει κάποιος υπάλληλος του Δήμου, επιφορτισμένος και με αυτό το έργο, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, με εξαίρεση την επιβάρυνση των πολιτών. Κατά τα λοιπά και νόμους έχουμε και δικαστήρια κι αργοπορία και των δικαστηρίων, που προσπαθούμε να λύσουμε με πειραματισμούς κι αναμόρφωσή τους. Ενώ το πρόβλημα προκύπτει και βρίσκεται εκτός του κόλπου της δικαιοσύνης και δεν λύνεται με αναμόρφωση τμημάτων εντός αυτής. Ετσι, εξαιτίας άρνησης πραγματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων, αμεριμνησίας, έλλειψης προγραμματισμού, απλής λογικής κι αντίληψης της πραγματικότητας καταλήγουμε σε αδιανόητες καταστάσεις, παράλογους πειραματισμούς και ΚΕΝΟ, όπου τίποτε δεν προστατεύεται επαρκώς, ούτε φθάνει σε ικανοποιητική λύση. Ετι, περαιτέρω, δημιουργούνται μη εύλογες καταστάσεις, λόγω της όλης προχειρότητας, που θα πρέπει να πάψουν κάποτε, να υπάρχουν. Συγκεκριμένα: Εξαιτίας της έλλειψης προβλεπτικότητας του νομοθέτη, αποσπασματικής θεώρησης των πραγμάτων, αστήρικτης αισιοδοξίας έγινε πολύ αργότερα αντιληπτό, ότι ο αρχικός σχεδιασμός δεν μπορούσε να ευσταθήσει. Με τη μεταφορά του προβλήματος από τη μια πλευρά στην άλλη δεν λύνεις το πρόβλημα, το μεταθέτεις. Τα Ειρηνοδικεία στερούνταν υποδομές, γραμματειακής υποστήριξης κι υπήρχε άγνοια και του γνωστικού αντικειμένου. Στη συνέχεια εκδόθηκαν νεώτεροι νόμοι, προς επίλυση των προβλημάτων και δη οι 4077/2012, 4138/2013, 4139/2013, 4198/2013. Με τους εξ αυτών 4138/2013 (ΦΕΚ Α 72/19.3.13, αρθ. 9 § 1) και 4198/2013 (ΦΕΚ Α 215/11.10.13, αρθ. 8) θεσπίστηκαν κι άλλες ρητές εξαιρέσεις, που αφορούν την «υιοθεσία», «θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση», «ακούσια νοσηλεία», «τεχνητή γονιμοποίηση», «επιμέλεια τέκνων κι ανάθεσή της σε άλλους» και «διορισμό αναδόχων γονέων ως συνεπιτρόπων». Στις υπαγόμενες στο Πρωτοδικείο, ως εξαιρέσεις, υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, από το οποίο αποσύρθηκε σχεδόν το σύνολο των υποθέσεων αρμοδιότητάς του, από ότι παρατηρούμε, δεν περιλαμβάνεται η επιτροπεία ανηλίκων, αλλά και δεν προβλέπεται με βάση το «ουσιαστικό δίκαιο» κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, δεν λύθηκαν τα προβλήματα. Οι σχετικές υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, που αφορούν και τις περιπτώσεις αυτές, με βάση το αρθρ. 17 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται στην αρμοδιότητα των Μον. Πρωτοδικείων ως η βασική τους ύλη κι εξακολουθούν να εκδικάζονται από αυτά. Παράλληλα οι διαφοροποιήσεις, που αναγκαστικά προβλέπονται κατ αρθ. 681Γ ΚΠολΔ, που παρέμεινε στα περισσότερα τμήματα αυτού, ως είχε από προηγούμενη τροποποίησή του (μη συνδυαζόμενη με τις νεώτερες νομοθετικές απόψεις) στην περίπτωση που ενωθούν με τις λοιπές διαφορές και διαφορές που αφορούν αναγνώριση ή ανυπαρξία επιτροπείας ανηλίκου τέκνου, λόγω της φύσεως της διαφοράς, προβλέπει εφαρμογή κανόνων της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθ. 744, 759), με αποτέλεσμα να εμπλέκονται έτι περισσότερο τα ήδη μη ασφαλή κι ασαφή όρια. Ετσι, σήμερα, ως αποτέλεσμα όλων αυτών και των απανωτών αλλαγών κι εξαιρέσεων παρατηρείται, όχι μόνο συσκότιση των πολιτών, αλλά και παράλληλη αρμοδιότητα στις περιπτώσεις αυτές και των Ειρηνοδικείων και των Μονομελών Πρωτοδικείων, που αποτελεί σημείο προβληματισμού. Πρέπει, να επιλύσει ο νομοθέτης κατά ορθολογικό τρόπο, αφού θα δημιουργήσει ανεπίτρεπτες καταστάσεις και θα οδηγήσει σε έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.

Με την υπό κρίση αίτησή η αιτούσα, ζητεί, να διορισθεί ειδικός επίτροπος του ανηλίκου ..............., τέκνου του αποβιώσαντος αδελφού της, που γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 22/10/2003, κέκτηται την ελληνική ιθαγένεια, διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα (..............., Ν. Κόσμος) για το λόγο ότι μετά το θάνατο και της μητέρας του παραπάνω ανηλίκου, δεν υπάρχει κανείς εκ των γονέων του, προς άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου και να οριστεί και εποπτικό συμβούλιο, προς υποβοήθηση του έργου της.

Ετσι έχουσα η κρινόμενη αίτηση, αρμοδίως, με βάση τα ως άνω ισχύοντα, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 1, 739, 740 παρ. 1, 796 ΚΠολΔ) το δικαστήριο είναι και τοπικά αρμόδιο, εκ της κατοικίας του ανηλίκου, η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον (αρθ. 68 ΚΠολΔ), ως συγγενής του ανηλίκου, είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1518, 1538, 1589, 796 ΚΠολΔ. Πρέπει, τέλος, να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της, με δεδομένο ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 § 2 ΚΠολΔ προδικασία, με επίδοση αντιγράφου της υπό κρίση αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (βλ. την αριθ. 6181/20.1.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά Δημήτριου Γεωργαντά) και την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (βλ τη με αριθμό 6182/20.1.15 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή).

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της αιτούσας, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο και η κατάθεσή του περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά, την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που μετ επικλήσεως προσκομίζει η αιτούσα, τους ισχυρισμούς της, που περιλαμβάνονται στις προτάσεις της κι από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα εξής:

Ο αδελφός της αιτούσας ..............., νυμφεύθηκε την ............... στις 17/5/2003, με την οποία είχε σχέσεις και στις 22/10/2003 γεννήθηκε το τέκνο τους, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 27/7/05 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Δήμου Αθηναίων, με αριθ. ..../τόμος ...../ έτος 2003, που έλαβε το όνομα ................ Ο παραπάνω ανήλικος, από ότι προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων διέμενε με την αιτούσα θεία του και την μητέρα της και γιαγιά του από ηλικίας ενός έτους, διότι οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον φροντίσουν, αφού ήταν και οι δύο χρήστες ναρκωτικών ουσιών κι είχαν εκχωρήσει την μέριμνα του ανηλίκου στην αιτούσα. Συναίνεσαν δε, σε αυτή την ανάληψη της επιμέλειας του ανηλίκου, όχι μόνο οι γονείς του, αλλά και η γιαγιά του ανηλίκου από την πλευρά της μητέρας του. Αρχικά διέμεναν στον Αγιο Δημήτριο στην οδό ............... και στη συνέχεια μετακόμισαν από το θέρος του 2005 σε νέο σπίτι ιδιόκτητο, όπου διαμένουν και σήμερα. Η αιτούσα φρόντισε, να γράψει τον ανήλικο αρχικά σε παιδικό σταθμό και στη συνέχεια σε νηπιαγωγείο και μετά στο δημοτικό σχολείο. Από τότε μέχρι και σήμερα διαμένει μαζί του, στο σπίτι της και το μεγαλώνει η ίδια, χωρίς ουδέποτε το παιδί αυτό να γνωρίσει άλλη οικογένεια. Η ίδια ανέλαβε και το ρόλο της μόρφωσής του και της κοινωνικοποίησης του. Ετσι τον έγγραψε σε διάφορες ομάδες κολύμβησης, προσκοπικές, όπως και φρόντισε για την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Περιέβαλλε, δε, το παιδί με αισθήματα στοργής, ως να ήταν πραγματική του μητέρα και όχι θεία του. Στις 14/2/2008 αποβίωσε ο αδελφός της αιτούσας και πατέρας του ανηλίκου, όπως προκύπτει από την αριθ. πρωτ. 1017/24.11.2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Δωρίδος με αριθ. πράξης 8/τόμος Ε/έτος 2008. Η μητέρα του ανηλίκου ............... χήρα του ............... και νύφη της αιτούσας μετακόμισε στο Περιστέρι, όπου διέμενε με την πατρική της οικογένεια και ενήλικο τέκνο της από προηγούμενο γάμο της, προσπαθώντας να παρακολουθήσει το πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά του ΟΚΑΝΑ. Στις 14/11/2014 απεβίωσε, όπως προκύπτει από την από 19/11/2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Περιστερίου, με αριθ. πράξης ...../τόμος ..../έτος 2014, οπότε και προέκυψε το θέμα της επιτροπείας του παραπάνω ανηλίκου. Η αιτούσα, που είναι 51 ετών και άγαμη έχει αναθρέψει τον ανήλικο από τότε σχεδόν που γεννήθηκε, τον περιέβαλλε με αισθήματα στοργής και μητρική φροντίδα, είναι η μοναδική οικογένεια, που γνώρισε ο ανήλικος, ενώ δεν υπάρχουν άλλοι κοντινότεροι ή και πιο μακρινοί συγγενείς, που μπορούν, να αναλάβουν το έργο της επιμέλειας κι ανατροφής του. Εχει δε, σταθερή εργασία και ακίνητη περιουσία, όπως εμφαίνεται από σχετικές βεβαιώσεις και αντίγραφα της υποβολής φόρου στην οικεία εφορία, που εξασφαλίζει, ότι εκτός από την στοργική φροντίδα μπορεί, να καλύψει και τις άμεσες πρωταρχικές ανάγκες του τελευταίου. Συνεπώς, είναι η πλέον κατάλληλη και παρέχουσα τα εχέγγυα, ότι θα ανταποκριθεί στα καθήκοντά της έναντι του ανήλικου ανιψιού της φροντίζοντάς τον με στοργή, όπως έπραττε μέχρι σήμερα. Αυτό, δε, αποβαίνει και προς ωφέλεια του ανηλίκου. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί για τις ανάγκες της επιτροπείας, εποπτικό συμβούλιο, που θα βοηθά κι επιβλέπει το ρόλο της παραπάνω. Μέλη του εποπτικού συμβουλίου θα οριστούν οι: 1) ..............., μητέρα της αιτούσας και γιαγιά του ανηλίκου, 2) ............... θείος του ανηλίκου, από την πλευρά της μητέρας του και αδελφός της αποβιώσασας και 3) ..............., εξαδέλφη της αιτούσας και θεία του ανήλικου, κατοίκων Αθηνών, ως καταλληλότεροι να αναλάβουν το ρόλο αυτό, στον οποίο συμφωνεί και η μητέρα και γιαγιά του ανηλίκου από την πλευρά της μητέρας του. Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει γνωμοδοτήσει σχετικά η από το άρθρο 1593 ΑΚ προβλεπόμενη κοινωνική υπηρεσία, της οποίας η λειτουργία προβλέφτηκε να ξεκινήσει με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, που δεν εκδόθηκε. Η έκθεση αυτή, όμως, δεν είναι δεσμευτική για την κρίση του δικαστηρίου, που μπορεί να τη συνεκτιμήσει με τα λοιπά στοιχεία, ώστε η έλλειψή της να μη αποτελεί απαράδεκτο, ούτε να εμποδίζει τον ορισμό επιτρόπου του ανηλίκου τέκνου κι εποπτικού συμβουλίου, που απαιτείται για την ανάληψη της μέριμνας αυτού. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η Γραμματέας του Δικαστηρίου αυτού, να καταχωρήσει τα παραπάνω κατ αρθ. 1598 ΑΚ, στα ειδικά βιβλία που τηρούνται για το σκοπό αυτό στο δικαστήριο και να επιμεληθεί για την επίδοση της απόφασης στα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί, ως αρμόδια

Κατ ακολουθία πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη στην ουσία της η αίτηση και να ορισθεί η αιτούσα επίτροπος του ανηλίκου και οι λοιποί μέλη του εποπτικού συμβουλίου, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση.

Θέτει υπό επιτροπεία τον ανήλικο ..............., που γεννήθηκε στις 22/10/2003 στην Αθήνα και διαμένει στον Ν. Κόσμο Αττικής (...............)

Διορίζει επίτροπο την αιτούσα ..............., κατοίκου Ν. Κόσμου Αττικής (...............)

Διορίζει εποπτικό συμβούλιο και μέλη αυτού τους και μέλη του εποπτικού συμβουλίου τους: 1) ............... (γιαγιά του ανήλικου), 2) ............... (θείο του αδελφό της μητέρας του), 3) ............... κατοίκων Αθηνών

Παραγγέλλει στη Γραμματέα του Δικαστηρίου, να καταχωρήσει το διατακτικό της απόφασης στα προβλεπόμενα προς αυτό βιβλία, που τηρούνται στο Ειρηνοδικείο και να μεριμνήσει για την επίδοση της απόφασης στην επίτροπο και την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2015, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, ενώ απουσίαζαν οι αιτούντες.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Ε.Φ.

Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου υπάρχει «τεκμήριο αρμοδιότητας» και δικαιολογητικός λόγος της εμφαινόμενης παράλληλης αρμοδιότητας Πρωτοδικείου. Νόμιμη η αυτοπρόσωπη παράσταση διαδίκων, ....979/2015 ΕΙΡ ΑΘ

$
0
0

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

979/2015 ΕΙΡ ΑΘ (ΕΚΟΥΣΙΑ) ( 648121) 
Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου υπάρχει «τεκμήριο αρμοδιότητας» και δικαιολογητικός λόγος της..
εμφαινόμενης παράλληλης αρμοδιότητας Πρωτοδικείου. Νόμιμη η αυτοπρόσωπη παράσταση διαδίκων, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε υποθέσεις «εκούσιας δικαιοδοσίας» στο Ειρηνοδικείο. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης του άρθ. 94 § 2 ΚΠολΔ. Διεθνής αρμοδιότητα Δικαστηρίου. Ρυθμίζεται στην περίπτωση «ημεδαπού ανηλίκου» από το άρθ. 796§1 ΚΠολΔ και στην περίπτωση «αλλοδαπού» από το άρθ. 24 ΑΚ. Τεκμήριο εκ του άρθ. 1466 ΑΚ, που αποτελεί άρση του τεκμηρίου, που τίθεται εκ του άρθ. 1465. Έννομο συμφέρον αιτούντων γονέων προς τυπική ανατροπή του άρθ. 1465 ΑΚ. Σύγκρουση συμφερόντων ανηλίκου με τους αιτούντες γονείς του. Δέχεται αίτηση, ορίζει επίτροπο.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ 979/2015

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ και από τον Γραμματέα ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2015 για να δικάσει την εξής υπόθεση:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ..............., συζ. ..............., το γένος ..............., 2) ..............., κατοίκων Αιγάλεω Αττικής (...............), που παραστάθηκαν αυτοπρόσωπα.

Οι αιτούντες με την από 25/2/2015 και αριθ. Κατ. 477/2015 αίτηση τους, εκούσιας δικαιοδοσίας, ζήτησαν να διοριστεί ειδικός επίτροπος του ανηλίκου τέκνου τους, για να το εκπροσωπήσει στη δίκη, που πρόκειται να γίνει για προσβολή της πατρότητας.

Ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, και οι αιτούντες ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν την παραδοχή της αίτησής τους.

Αφού άκουσε τους ισχυρισμούς,

MEΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.

-------------

Σύμφωνα με το αρθ. 94 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε παλαιότερα, επιτρεπόταν η παράσταση των διαδίκων στο Ειρηνοδικείο, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση του από Ν. 3994/2011 και 4055/12, το άρθρο άλλαξε, ως εξής: Η § 1 ορίζει, ότι «στα πολιτικά δικαστήρια και για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικου έχουν υποχρέωση, να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (αντικαταστάθηκε με αρθ. 6 § 7 Ν. 4055/2012). Η παρ. 2, τροποποιήθηκε ως εξής: Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση των διαδίκων χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο α)στο Ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της δίκης δεν υπερβαίνει τις 12.000,00€, β) στα ασφαλιστικά μέτρα, γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (αρθ. 7 § 1 του Ν. 3994/2011). Ενώ η § 3 παρέμεινε ως είχε. Εξ αυτών των αλλαγών γίνεται φανερό, ότι το ποσοτικό κριτήριο των 12.000,00€ κατ ανώτατο όριο, υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, που τέθηκε για τις δίκες στο Ειρηνοδικείο, όπου μπορούν οι διάδικοι, να παρίστανται αυτοπρόσωπα, αποτελούσε το μέχρι τότε ανώτατο όριο της καθ ύλη αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων. Η αλλαγή συνέβη για καθαρά τεχνικούς και πρακτικούς λόγους, που δεν αφορούν το κατ ουσία δίκαιο. Ο νομοθέτης αυξάνοντας την υλική αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων, από το ποσό των 12.000,00€ σε αυτό των 20.000,00€, αφαιρώντας ύλη από το Μον. Πρωτοδικείο, που προσέθεσε στα Ειρηνοδικεία, το έπραξε εν μέσω οικονομικής κρίσης, όπου η τάξη των δικηγόρων (όπως κι άλλων επαγγελματιών βέβαια) μαστιζόταν ήδη από μείωση του αντικειμένου των εργασιών τους. Συνεπώς, εκτός από άλλες πρακτικές δυσκολίες, που σήμαινε αυτή η διαφοροποίηση υλικής αρμοδιότητας για όλους, επιβάρυνσης χρόνου και κόστους (η τοπική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείων, σε αντίθεση με το ένα Πρωτοδικείο Αθηνών, είναι κατακερματισμένη, σε διάφορα Ειρηνοδικεία, διάσπαρτα στο λεκανοπέδιο Αττικής), δήλωνε κι επιπλέον επιβάρυνση οικονομική των δικηγόρων, από τους οποίους αφαιρείτο μεγάλο τμήμα υποθέσεων, που δεν θα ήταν υποχρεωτική η παράσταση τους (δίκες Ειρηνοδικείων). Εξ αυτού του λόγου και μόνο προέκυψε η ως άνω αλλαγή του άρθρου της πολιτικής δικονομίας. Διότι, κατά τα λοιπά ο βαθμός δυσκολίας της υπόθεσης, αντίληψης, κατανόησής και δίκαιης λύσης της, που αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο της εξαρχής ρύθμισης, δεν εξαρτάται από το ποσό, στο οποίο ανέρχεται το αντικείμενο της δίκης, αλλά τις συνθήκες, που επικράτησαν για τη διαμόρφωση της σχέσης και τη διάπλαση της αξίωσης. Ως προς τις υποθέσεις «εκούσιας δικαιοδοσίας», όμως, που αφενός δεν υπάρχει διαφορά, υπό την έννοια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Αφετέρου το δικαστήριο διαπλάθει μια έννομη κατάσταση, που κάποιες φορές δεν έχει αντικείμενο χρηματικό, αλλά αποτελεί ουσιαστικά προδικασία, άλλων ενεργειών ή δικών (περιπτώσεις παροχής αδειών για διάφορες ενέργειες σε επιτροπεία ανηλίκων, δικαστικού συμπαραστάτη κ.α). Εκ τρίτου οι περιπτώσεις «γνησίων διαφορών» της εκούσιας δικαιοδοσίας, ομοιάζουν ουσιαστικά με άσκηση δικαιωμάτων δημοσίου δικαίου, που δεν μπορούσαν, να κριθούν αντικειμενικά από τη διοίκηση και γι αυτό υπήχθησαν στα δικαστήρια. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, η κυρίαρχη πολιτεία είναι υπόχρεη, να πράξει και να διασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών. Εξ αυτών των λόγων συνεπώς, παρά το ότι και στην περίπτωση αυτή ο νεώτερος νομοθέτης διέλυσε κυριολεκτικά την ύλη των Πρωτοδικείων (γεγονός που διαφαινόταν ήδη από την έκδοση του Ν. 2447/1996) και τη μετέφερε στα Ειρηνοδικεία, προκαλώντας αναταραχή και δυσκολία στους πάντες (λόγω έλλειψης υποδομών και γνώσης του αντικειμένου) και κυρίως στους πολίτες, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, στις υποθέσεις «εκούσιας δικαιοδοσίας», που εκδικάζονται από τα Ειρηνοδικεία, επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων. Αλλωστε, ας μη ξεχνάμε, ότι η κρίση έπληξε όλους τους πολίτες, που δεν ήταν οι άμεσα ευθυνόμενοι.

Με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 Κ.Πολ.Δ., με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Ελληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου, αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου, το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο, ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 1081/1988 ΕλλΔνη 29,1392).

Σύμφωνα με το αρθ. 796 § 1 ΚΠολΔ, όταν ζητείται ο διορισμός, αντικατάσταση, ή παύση επιτρόπου, ειδικού ή προσωρινού, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος, που πρόκειται να τεθεί ή που βρίσκεται σε επιτροπεία. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για το διορισμό ή αντικατάσταση ή την παύση μελών του εποπτικού συμβουλίου. Αν ο ανήλικος, που έχει την ελληνική ιθαγένεια, δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, η σχετική αίτηση μπορεί, να ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής του στην Ελλάδα, διαφορετικά στο δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους. Με την παραπάνω διάταξη θεμελιώνεται συγχρόνως διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα του δικαστηρίου της τελευταίας συνήθους διαμονής του ανηλίκου στην Ελλάδα, ή του δικαστηρίου της πρωτεύουσας, εφόσον ο ανήλικος έχει την ελληνική ιθαγένεια, όχι όμως και τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή (ΑΠ 503/1987, ΝοΒ 1988, 1210). Ενώ, αν ο ανήλικος δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το αρθ. 24 ΑΚ. Η έννοια της κατοικίας ή διαμονής εκλαμβάνεται από τον Α.Κ. Αρμόδιο, τέλος, καθ ύλη θεωρείται το Ειρηνοδικείο, στο οποίο σχεδιάστηκε κατ αρχή, με βάση το νόμο 4055/2012 και την αιτιολογική έκθεση αυτού, να ανατεθούν όλες σχεδόν οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που εκδικαζόταν προηγούμενα από το κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο, με εξαιρούμενες περιπτώσεις τις «πτωχευτικές υποθέσεις» και όσες αφορούσαν το «κτηματολόγιο». Στη συνέχεια, όμως, με νεώτερους νόμους και δη τον 4138/2013 (ΦΕΚ Α 72/19.3.13, αρθ. 9 § 1) και 4198/2013 (ΦΕΚ Α 215/11.10.13, αρθ. 8) θεσπίστηκαν κι άλλες εξαιρέσεις, που αφορούν την «υιοθεσία», «θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση», «ακούσια νοσηλεία», «τεχνητή γονιμοποίηση», «επιμέλεια τέκνων κι ανάθεσή της σε άλλους» και «διορισμό αναδόχων γονέων ως συνεπιτρόπων». Στις υπαγόμενες στο Πρωτοδικείο, ως αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο, υποθέσεις, από ότι παρατηρούμε, δεν περιλαμβάνεται η επιτροπεία ανηλίκων. Ωστόσο: Oι σχετικές διαφορές, μεταξύ συζύγων αφενός και συζύγων και τέκνων αφετέρου της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας συνεχίζουν, να εκδικάζονται από το Πρωτοδικείο. Η αρμοδιότητα προς αυτές κι όσων διαφορών εκδικάζονταν κατά την εκούσια δικαιοδοσία, ανήκε μέχρι πρόσφατα στο Πρωτοδικείο. Τα νομοθετήματα, που εκδόθηκαν, εμφάνισαν ασάφεια, όπως κι οι απανωτές αλλαγές κι εξαιρέσεις. Αποτέλεσαν λόγους εμφάνισης και σημερινής ασάφειας και παράλληλης αρμοδιότητας και των Μονομελών Πρωτοδικείων και των Ειρηνοδικείων.

Σύμφωνα με τα αρθ. 1465, 1466 ΑΚ τίθεται εκ του νόμου διπλό τεκμήριο ως προς το τέκνο, που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια γάμου της μητέρας του, που μπορεί, να προσβληθεί δικαστικά κι ανατραπεί. Το τεκμήριο, που τίθεται, κατά το νόμο με το καθένα από τα παραπάνω άρθρα (εξ ων το β αποτελεί στην ουσία άρση του πρώτου από το δεύτερο), με βάση το αρθ. 1469 ΑΚ μπορεί, μεταξύ άλλων δικαιούμενων, να προσβάλλει και το τέκνο ή κι η μητέρα του τέκνου, που γεννήθηκε σε γάμο. Σύμφωνα με την § 2 αρθ. 619 ΚΠολΔ η αγωγή για προσβολή της πατρότητας κι ανατροπή του τεκμηρίου, που θέτει ο νόμος στο πρώτο από τα παραπάνω άρθρα (1465), αν ασκείται από το τέκνο, απευθύνεται κατά της μητέρας του και του συζύγου της. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων του τέκνου με τα συμφέροντα του πατέρα του ή της μητέρας του, που ασκούν τη γονική μέριμνα, οπότε, προς δικαστική άρση, πρέπει να διορίζεται από το δικαστήριο ειδικός επίτροπος, για το τέκνο (αρθ. 1517, 1592 ΑΚ), που θα το εκπροσωπήσει στη δίκη.

Με την υπό κρίση αίτησή οι αιτούντες, ζητούν, να διορισθεί ειδικός επίτροπος του ανηλίκου τέκνου τους, που γεννήθηκε στη Νίκαια Αττικής, στις 3/10/2002, κέκτηται την ελληνική ιθαγένεια, διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα (..............., Αιγάλεω), δηλώθηκε μεν ως τέκνο του β συζύγου της α αιτούσας, αλλά, επειδή ο γάμος της με τον πρώτο σύζυγό της ............... λύθηκε καθυστερημένα, με απόφαση του δικαστηρίου της περιφέρειας του Μπερατίου στην Αλβανία, που κατέστη τελεσίδικη στις 24/5/2002, ως αποτέλεσμα, υπάρχει σύγκρουση τεκμηρίων και θεωρείται και τέκνο του πρώτου συζύγου της, ενώ είναι τέκνο του β αιτούντα, με τον οποίο συνήψε σχέσεις και είχε σαρκική επαφή, προκειμένου να το εκπροσωπήσει στη δίκη για προσβολή πατρότητας.

Ετσι έχουσα η κρινόμενη αίτηση, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 1, 739, 740 παρ. 1, 796 ΚΠολΔ), νόμιμα παρίστανται αυτοπρόσωπα οι αιτούντες, το παρόν δικαστήριο, έχει διεθνή αρμοδιότητα επί της προκείμενης υπόθεσης, εφόσον κατ ακολουθία των όσων αναφέρθηκαν, ο ανήλικος έχει την ελληνική ιθαγένεια, διαμένει μόνιμα μέχρι τώρα στην Ελλάδα κι οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον (αρθ. 68 ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1465 § 1, 1466, 1467, 1468, 1469 αρ. 1, 1517, 1591, 1592, 1593, 1628, 1629 ΑΚ και 619 § 1, 796 ΚΠολΔ. Πρέπει, τέλος, να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της, με δεδομένο ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προδικασία, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 748 § 2 ΚΠολΔ, με επίδοση αντιγράφου της υπό κρίση αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (βλ. την αριθ. 6334Β/27.3.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών Αρετής Οικονόμου)

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα των αιτούντων, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά, την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι αιτούντες, τους ισχυρισμούς τους κι από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, τα εξής:

Η α αιτούσα, που είναι Αλβανίδα υπήκοος, που κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα, συνδέθηκε τον Οκτώβριο 2001 με τον β αιτούντα, που έχει ελληνική ιθαγένεια και κατοικεί στην Ελλάδα, με τον οποίο συνήψε ερωτική σχέση, είχε σαρκική επαφή κι εξ αυτού γέννησε, στις 3/10/2002, άρρεν τέκνο, που αναγνώρισε ο τελευταίος ως δικό του και καταχωρήθηκε, με αριθ. ...../ τόμο ...../ έτους 2002, στο Δήμο Νίκαιας Αττικής (βλ επικαλούμενο και προσκομιζόμενο, με αριθ. πρωτ. 65378/2002, απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης, του Δήμου Νίκαιας). Στις 2/6/2003 η α αιτούσα νυμφεύθηκε, με πολιτικό γάμο, το β, πατέρα του τέκνου της, όπως προκύπτει από την μετ επικλήσεως προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη γάμου, αριθ. ...../ τόμο ...../ έτος 2003, του Ληξιαρχείου Αιγάλεω. Ο β αιτών προέβη σε εκούσια αναγνώριση του ανηλίκου τέκνου του, δυνάμει της αριθ. 25168/10.6.03 πράξης της Συμ/φου Αθηνών ............... Το τέκνο βαφτίστηκε στη συνέχεια .............. (βλ την 9/2003 ληξιαρχική πράξη βάφτισης Δήμου Αιγάλεω). Συνεπεία των παραπάνω, αφού το ανήλικο τέκνο γεννήθηκε εντός 300 ημερών από την τέλεση του β γάμου, θεωρείται κατά τεκμήριο τέκνο του β αιτούντα (1466 ΑΚ). Η α αιτούσα, όμως, πριν από το γάμο, αυτό (δεύτερο), είχε τελέσει α πολιτικό γάμο στην πολιτεία Μπερατίου Αλβανίας, με τον, επίσης Αλβανό υπήκοο, .............., στις 18/9/2000. Ο γάμος κράτησε λίγες εβδομάδες, συμφώνησαν, να τον λύσουν συναινετικά κι ανέλαβε, να ενεργήσει τις απαιτούμενες διαδικασίες για τη λύση του ο παραπάνω, που δεν ξανασυνάντησε έκτοτε η α αιτούσα. Ο γάμος λύθηκε καθυστερημένα, όπως προκύπτει από την αριθ. 418 απόφαση Δικαστηρίου Περιφέρειας Μπερατίου Αλβανίας, που κατέστη αμετάκλητη στις 24/5/02 και προσκομίζεται σε μετάφραση. Εξ αυτών, εφόσον το τέκνο γεννήθηκε σε λιγότερο από 300 ημέρες από την λύση του α γάμου, αλλά και σε λιγότερο από 300 ημέρες από την πραγματοποίηση του β γάμου, υπάρχει τεκμήριο, ότι το ανήλικο τέκνο είναι του β αιτούντα και όχι του πρώτου συζύγου της α αιτούσας. Αυτό δεν εμποδίζει τους αιτούντες να θέλουν, να λυθεί η σύγκρουση τεκμηρίων, που υπάρχει ως προς το τέκνο τους και δημιουργεί προβλήματα. Εχουν, συνεπώς, έννομο συμφέρον και νομιμοποιούνται να ασκήσουν αγωγή, με αντικείμενο την και τυπική ανατροπή του εκ του νόμου τεκμηρίου, όσον αφορά την πατρότητα του ανήλικου τέκνου τους. Εφόσον ο .............. δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του. Συντρέχει έτσι νόμιμη περίπτωση, να ορισθεί ειδικός επίτροπος του ανηλίκου, που θα το εκπροσωπήσει στην περί προσβολής πατρότητάς του δίκη, αφού λόγω της ανηλικότητάς είναι ανίκανο προς δικαιοπραξία, δεδομένου ότι τα συμφέροντά του συγκρούονται με αυτά των γονέων του. Περαιτέρω, η προτεινόμενη από τους αιτούντες προς διορισμό της, ως ειδικού επιτρόπου του ανηλίκου, .............., κατοίκου Πειραιά, φίλη των αιτούντων, παρέχει τα εχέγγυα, ότι θα ασκήσει με επάρκεια το λειτούργημα, είναι κατάλληλη κι αποδέχεται αυτό. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει γνωμοδοτήσει σχετικά η από το άρθρο 1593 ΑΚ προβλεπόμενη κοινωνική υπηρεσία, που η λειτουργία της προβλέφτηκε, να ξεκινήσει με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, που δεν εκδόθηκε. Η έκθεση αυτή, όμως, δεν είναι δεσμευτική για την κρίση του δικαστηρίου, που μπορεί μόνο να τη συνεκτιμήσει με τα λοιπά στοιχεία, ώστε η έλλειψή της να μη αποτελεί απαράδεκτο, ούτε να εμποδίζει τον ορισμό ειδικού επιτρόπου, που απαιτείται για την αγωγή προσβολής πατρότητας του ανηλίκου και τη συζήτηση της.

Κατ ακολουθία πρέπει να γίνει δεκτή κι ως βάσιμη στην ουσία της η αίτηση και να ορισθεί το προαναφερόμενο πρόσωπο ειδικός επίτροπος του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση.

Διορίζει την κ. .............., κάτοικο Πειραιά (οδός ..............), ειδικό επίτροπο του ανηλίκου άρρενος τέκνου των αιτούντων, .............., που γεννήθηκε την 3/10/02, από τους αιτούντες και δηλώθηκε γνήσιο τέκνο τους, να το εκπροσωπήσει στη δίκη περί προσβολής πατρότητάς του.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2015, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, ενώ απουσίαζαν οι αιτούντες.



Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Ε.Φ.



Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

$
0
0

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

42/2014 ΑΠ ( 625053) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2014/451) Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη .,.
να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, γιατί και το εν μέρει ψευδές αυτής κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη, με αναψηλάφηση, απόφαση. Αδιάφορος ο λόγος της ψευδούς κατάθεσης, ενώ δεν έχει σημασία, αν η κατάθεση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή εκτός δίκης, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, ούτε αν εκτιμήθηκε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Όρια ελέγχου του επιλαμβανόμενου της ψευδορκίας δικαστηρίου. Η αναγνώριση του ψεύδους απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή και με κύρια αγωγή, αν είναι αδύνατη η έναρξη ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας, εκτός από άλλους λόγους, και λόγω θανάτου του ψευδώς καταθέσαντος μάρτυρα. Δεν αποδείχθηκε το ψευδές των κατατεθέντων από τον μάρτυρα περιστατικών, αλλά αντίθετα η αλήθεια αυτών. Αναίρεση. Λόγοι. Η παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του σχετικού αναιρετικού λόγου. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 200/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 42/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1)Α. χήρας Ε. Β., το γένος Η. Δ. , η οποία δεν παραστάθηκε, 2)Μ. (Μ.) Β. του Ε. και 3)Ε. συζ. Δ. Μ., το γένος Ε. Β. , κατοίκων ... , οι οποίες παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δέσποινα Καλογήρου, η οποία δήλωσε ότι η 1η αναιρεσείουσα απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις 2η και 3η που συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και παρίστανται με την ίδια.

Του αναιρεσιβλήτου: Π. Δ. του Σ. , κατοίκου .... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ρουμελιώτη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/10/2000 αγωγή των αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 364/2001, 294/2004 μη οριστικές, 367/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 200/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/3/2009 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 29/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δικ. ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο άνθρωπος επομένως έχει τέτοια ικανότητα από τότε που θα γεννηθεί ζων μέχρι το θάνατό του (άρθρα 34 και 35 ΑΚ). Εξάλλου κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δικ. το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 διαδικαστική προϋπόθεση, κατά δε το άρθρο 556 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. δικαίωμα αναίρεσης έχουν εφόσον νικήθηκαν στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου είναι άκυρη και απορριπτέα, γιατί η έλλειψη του να έχει κάποιος την ικανότητα διαδίκου αποτελεί απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η δε ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη, από 18-10-2000 αγωγή, ασκήθηκε από τις τρεις αναιρεσείουσες, στο όνομα των οποίων εξεδόθησαν οι υπ` αριθμ. 364/2001 και 294/2004 παρεμπίπτουσες, περί αποδείξεων αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, ενώ στη συνέχεια η υπ` αριθμ. 367/2006 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο όνομα της δεύτερης και τρίτης αναιρεσείουσας ατομικά και ως κληρονόμων της εν μεταξύ στις 12-7-2004 αποβιώσασας μητέρας τους πρώτης αναιρεσείουσας (βλ. αντίγραφο της υπ` αριθμ. …/13-7-2004 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Βαθέος Χαλκίδος). Στο όνομα της δεύτερης και τρίτης αναιρεσείουσας εξεκκλήθει η παραπάνω απόφαση και εκδόθηκε η προσβαλλομένη 200/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που ασκήθηκε στο όνομα της εν λόγω αποβιώσασας Α. χήρας Ε. Β. είναι άκυρη, αφού αυτή δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο κατά το χρόνο ασκήσεώς της, ήτοι για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης και γι` αυτό πρέπει να απορριφθεί, ενώ η δηλωθείσα στο ακροατήριο από τη δεύτερη και τρίτη αναιρεσείουσα συνέχιση της δίκης, στο όνομά τους ως κληρονόμων της πρώτης, δεν επάγεται καμία έννομη συνέπεια, εφόσον η αίτηση έπρεπε να ασκηθεί από την αρχή στο όνομα των ίδιων και μόνο.

Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 6 Κ.Πολ.Δικ. "αναψηλάφιση επιτρέπεται μεταξύ άλλων, αν η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν". Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, γιατί και το εν μέρει ψευδές αυτής κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη, με αναψηλάφιση, απόφαση. Ο λόγος της ψευδούς κατάθεσης είναι αδιάφορος, αφού η διάταξη δεν διαλαμβάνει διακρίσεις, ενώ, εξάλλου δεν έχει σημασία, αν η κατάθεση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή εκτός δίκης, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, ούτε αν εκτιμήθηκε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Με τα δεδομένα αυτά, το επιλαμβανόμενο της ψευδορκίας δικαστήριο (ποινικό ή το δικάζον την κύρια πιο πάνω αναγνωριστική αγωγή) περιορίζεται στην αναγνώριση του ψεύδους της μαρτυρικής κατάθεσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα του διαδίκου που επιδίωκε την αναγνώριση της ψευδορκίας να ασκήσει στη συνέχεια αίτηση αναψηλάφησης και δεν επεκτείνει την έρευνά του στην επίδραση που είχε η ψευδής κατάθεση στην έκβαση της δίκης, αφού αυτό αποτελεί αντικείμενο έρευνας του μέλλοντος να δικάσει την αναψηλάφιση δικαστηρίου. Η αναγνώριση του ψεύδους απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή και με κύρια αγωγή, αν είναι αδύνατη η έναρξη ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας, εκτός από άλλους λόγους, και λόγω θανάτου του ψευδώς καταθέσαντος μάρτυρα. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον τα δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσία και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του. Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσία στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτέ, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμων, σ` αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη, αναγνωριστική ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης αγωγή των αναιρεσειουσών, ώστε αυτές να θεμελιώσουν δικαίωμα αγωγής αναψηλάφησης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά:

Επί της από 28-6-1995 αγωγής (διεκδικητικής κυριότητας) του ήδη εναγομένου, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 247/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή αυτή, αναγνωρίστηκε ο (τότε) ενάγων (ήδη εναγόμενος) κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος και υποχρεώθηκαν οι (τότε) εναγόμενες (ήδη ενάγουσες) να του το αποδώσουν. Το εν λόγω (επίδικο) εδαφικό τμήμα είναι σχήματος τριγώνου, έχει έκταση 21,82 τ.μ, βρίσκεται μέσα στο χωριό … και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 6μ. με κοινοτική οδό, νότια επί πλευράς 5,85μ με ιδιοκτησία των τότε εναγομένων και βορειοδυτικά επί πλευράς 9,40 μ, με ιδιοκτησία του τότε ενάγοντος. Κατά της άνω απόφασης άσκησαν έφεση οι (τότε) εναγόμενες, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 196/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ` ουσίαν. Κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο, ως μάρτυρας του ενάγοντος (αποδείξεως), ο αδελφός αυτού Ε. Δ. , ο οποίος μεταξύ άλλων, κατέθεσε τα εξής: "η ιδιοκτησία του ενάγοντος... συνορεύει με την ιδιοκτησία των εναγομένων με όριο ευθεία από το κυπαρίσσι που είναι φυτεμένο στου ενάγοντα και καταλήγει στον κοινοτικό δρόμο, παράλληλα με το σπίτι των εναγομένων το όριο", "... στο συγκεκριμένο σημείο ( επίδικο) παλιά η οικογένεια μας είχε σταύλο. Το τοιχείο, ερείπια του οποίου υπάρχουν τώρα, ήταν το κτίσμα-σταύλος που η οικογένεια μας έβαζε τα ζώα, γκρεμίστηκε μετά το `40, εδώ και 20-30 περίπου χρόνια"και "η μάντρα που φαίνεται, (σε επιδειχθείσα στο μάρτυρα φωτογραφία) είναι το υπόλοιπο από τον παλιό σταύλο. Στην αριθμ. 2 φωτογραφία είναι το θεμέλιο της μάντρας. Τα παράθυρα νύχτα τα άνοιξαν οι εναγόμενοι. Το επιδεικνυόμενο στη φωτογραφία παράθυρο είναι ανοιγμένο 15-20 χρόνια. Το σπίτι υπάρχει από παλιότερα αλλά χωρίς παράθυρα στην πλευρά αυτή". Επίσης, κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας ο (τότε) ενάγων προσκόμισε, με επίκληση, την υπ` αριθμ. 5004/30-9-1994 ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως άνω μάρτυρος ενώπιον της Συμβ/φου Χαλκίδας ................. ................ , ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι "το επίδικο, δηλαδή το τρίγωνο που διεκδικούν, ο πατέρας μου είχε επιτρέψει στον Π. Μ. να το χρησιμοποιεί ως χασάπικο κι είχε φτιάξει αυτός εκεί ένα κιόσκι. Οι κληρονόμοι του Ε. Β. , εάν ήταν δικό τους το επίδικο τρίγωνο, θα το είχαν περιφράξει και τη μάντρα που είχαν φτιάξει την είχαν φέρει στην ευθεία του σπιτιού τους και δεν την είχαν φέρει προς το μέρος μας". Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγουσες (τότε εναγόμενες) ζητούν να αναγνωρισθεί ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα του (τότε) ενάγοντος (ήδη εναγομένου) είναι ψευδή, προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα αναψηλάφησης της ως άνω υπ` αριθμ. 196/2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που στηρίχθηκε στα όσα παραπάνω (ψευδώς) κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Από τα προαναφερόμενα όμως αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής, δηλαδή δεν αποδείχθηκε ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα είναι ψευδή. Ειδικότερα, ως προς το κατατεθέν απ` αυτόν ζήτημα του ορίου των δύο (ομόρων) ιδιοκτησιών (εναγουσών και εναγομένου), το οποίο (όριο) είναι καθοριστικό για το σε ποία ιδιοκτησία περιλαμβάνεται το επίδικο (τριγωνικό) εδαφικό τμήμα, αποδείχθηκε ότι τούτο (όριο) πράγματι ξεκινάει από το κυπαρίσσι που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του εναγομένου(δυτικά του τριγώνου) και καταλήγει, σε ευθεία γραμμή, στον κοινοτικό δρόμο (ανατολικά του επιδίκου και των δύο ως άνω ιδιοκτησιών), σε κάθετη θέση προς αυτόν και παράλληλα προς τον βορεινό τοίχο της (παλαιάς) οικίας των εναγουσών και δεν αποτελεί τούτο (όριο) την πλάγια πλευρά (προς βορράν) του επιδίκου (τριγωνικού) εδαφικού τμήματος (υποτείνουσα αυτού), όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγουσες με την αγωγή τους. Επίσης αποδείχθηκε ότι εντός του επιδίκου, πριν από το έτος 1940, η οικογένεια του εναγομένου είχε κατασκευάσει και διατηρούσε στάβλο (όπου στάβλιζε τα ζώα της), ο οποίος καθαιρέθηκε (καταργήθηκε) μετά το έτος 1940 και απέμεινε ο (μοναδικός) λιθόκτιστος τοίχος κατά μήκος της "υποτείνουσας"του επιδίκου (τριγωνικού) εδαφικού τμήματος, ο οποίος (τοίχος) με την πάροδο του χρόνου καταστράφηκε και απέμεινε ένα μικρό τοιχείο από πέτρες. Το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των εναγουσών και πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας αυτής (με άνοιγμα προς το επίδικο) κατασκευάστηκε από το δικαιοπάροχο των εναγουσών μετά το έτος 1940 και μετά την κατάργηση του ως άνω στάβλου της οικογένειας του εναγομένου και μάλιστα αφότου η παραπάνω παλαιά οικία χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του δικαιοπαρόχου των εναγουσών. Προηγουμένως, το εν λόγω κτίσμα (οικία) χρησιμοποιείτο ως καφενείο και στο σημείο του τοίχου όπου ανοίχθηκε αργότερα το παράθυρο υπήρχε (εσωτερικά) εσοχή που χρησιμοποιείτο για τις ανάγκες του καφενείου. Μάλιστα, η διάνοιξη του παραθύρου έγινε νυκτερινές ώρες από κάποιο γείτονα των διαδίκων Γ. Β. , που ασχολείτο και με οικοδομικές εργασίες. Μετά την κατάργηση του παραπάνω στάβλου, ο πατέρας του εναγομένου είχε επιτρέψει στον Π. Μ. να κατασκευάσει στο επίδικο πρόχειρο σφαγείο ζώων-κρεοπωλείο, χρησιμοποιώντας τον ως άνω τοίχο (λιθόκτιστο) και στέγαστρο από κλαδιά δένδρων. Το ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα του εναγομένου δεν είναι ψευδή προκύπτει, κατ` αρχήν, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μαρτύρων του εναγομένου (αδελφού και γαμβρού επ` αδελφή αυτού), οι όποιοι, λόγω της σχέσης τους με τον εναγόμενο, της ηλικίας τους (69 και 77 ετών αντίστοιχα) και της συνεχούς διαμονής τους, ανέκαθεν, πλησίον του επιδίκου, μπορούν να έχουν γνώση και αντίληψη για τα όσα έλαβαν χώρα σχετικά με το επίδικο, καλύτερη εκείνης των μαρτύρων των εναγουσών, από τους οποίους ο μεν πρώτος διέμενε στο … (όπου βρίσκεται το επίδικο) μέχρι το έτος 1964 (έως ηλικία 18 ετών) ο δε δεύτερος εγκαταστάθηκε στο … (στην οικία των εναγουσών) το έτος 1974. Ειδικότερα, το ότι το υπάρχον κατά μήκος της μεγάλης πλευράς (υποτείνουσας) του επιδίκου (τριγωνικού) τμήματος πέτρινο τοιχείο αποτελεί υπόλειμμα του ανεγερθέντος, πριν από το έτος 1940, από τον πατέρα του εναγομένου στάβλου και όχι υπόλειμμα διαχωριστικού των δύο ιδιοκτησιών μανδρότοιχου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, συνάγεται και από το ότι ανατολικά της παλαιάς οικίας (ήδη κατεδαφισθείσης) των εναγουσών (προς τον κοινοτικό δρόμο) υπήρχε πλιθόκτιστη μάνδρα με κάγκελα, η οποία/ όμως, στο βόρειο άκρο αυτής, σχημάτιζε ορθή γωνία και ενώνετο με την βορειανατολική γωνία της άνω οικίας και δεν συνέχιζε προς τα βόρεια κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του επιδίκου, όπως θα έπρεπε εάν πράγματι τούτο αποτελούσε τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγουσών και το ως άνω τοιχείο αποτελούσε το όριο των δύο ιδιοκτησιών (βλ. και προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες φωτογραφία (αρ. 1), ληφθείσα το έτος 1991, όπου φαίνονται τα ίχνη εκσκαφής της θεμελίωσης της ήδη καθαιρεθείσης περιτοίχισης, καθώς και τα καθαιρεθέντα κάγκελα, τοποθετημένα στη βόρεια πλευρά της οικίας των εναγουσών, ενόψει της κατεδάφισης αυτής. Τα αντικείμενα (καρότσα, κάγκελα) που φαίνονται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, τοποθετημένα από τις ενάγουσες στο επίδικο, δεν μαρτυρούν και προηγούμενη χρήση του επ` αυτές, αφού η λήψη των εν λόγω φωτογραφιών έγινε το έτος 1991, ενώ δηλαδή είχαν αρχίσει οι διενέξεις των διαδίκων σχετικά με το επίδικο και επίκειτο η κατεδάφιση της παλαιάς όμορης οικίας των εναγουσών. Εξ άλλου, στο από Σεπτεμβρίου 1962 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Π. Π. , το οποίο είναι προσαρτημένο στο υπ` αριθμ. ... /1964 συμβόλαιο του Συμβ/φου Χαλκίδας ................... , αποτυπώνεται το όλο, μείζονος εκτάσεως, ακίνητο του πατέρα του εναγομένου Σ. Δ. , διηρημένο σε τρία τμήματα, τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν στα τρία τέκνα αυτού, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος στον οποίο μεταβιβάστηκε το με στοιχείο Α τμήμα(όμορο του επιδίκου) με το υπ` αριθμ. ... /1964 δωρητήριο συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου. Στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα και στη νοτιοανατολική γωνία του μεταβιβασθέντος στον εναγόμενο τμήματος, σχηματίζεται, τριγωνικού σχήματος, εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 11,25 τ.μ, ενώ, κατά μήκος της νότιας πλευράς του άνω τμήματος, σχηματίζεται λωρίδα πλάτους 1,00 μ., εκτάσεως 11,50 τ.μ, στην οποία αναγράφεται η ένδειξη "προς τακτοποίησιν". Την εν λόγω αποτύπωση του άνω τοπογράφου ο διορισθείς, με την 81/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας (δικάζοντος κατ` έφεση την από 28-6-95 αγωγή του νυν εναγομένου) πραγματογνώμονας Α. Π., τοπογράφος μηχανικός, ερμήνευσε, στην από 18-6-98 έκθεσή του, ως καταγραφή προθέσεως του δικαιοπαρόχου του εναγομένου για ανταλλαγή, μεταξύ αυτού και του δικαιοπαρόχου των εναγουσών, του άνω αποτυπωμένου (διαγραμμισμένου) τριγωνικού τμήματος (με το οποίο συμπίπτει κατά ένα μέρος το επίδικο) με την, επίσης, διαγραμμισμένη, εδαφική λωρίδα της νότιας πλευράς του ακινήτου του, καταλήγοντας τελικά (ο πραγματογνώμονας) στο συμπέρασμα ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα περιλαμβάνεται στους τίτλους των νυν εναγουσών (τότε εναγομένων). Τέτοια όμως πρόθεση ανταλλαγής δεν προκύπτει ότι αποτυπώθηκε σε κάποιο άλλο (έγγραφο) στοιχείο, ούτε βεβαίως προκύπτει ότι έλαβε χώρα τέτοια ανταλλαγή. Μάλιστα, με το ως άνω υπ` αριθμ. ... /1964 δωρητήριο συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο(από τον πατέρα του) ολόκληρο το αποτυπωμένο στο άνω διάγραμμα με στοιχ. Α τμήμα του ακινήτου, εκτάσεως 218,90 τ.μ, συμπεριλαμβανομένου σ` αυτό τόσον του επιδίκου εδαφικού τμήματος όσον και της άνω εδαφικής λωρίδας, χωρίς να γίνεται καμία μνεία περί μελλοντικής ανταλλαγής αυτών, όπως θα έπρεπε εάν πράγματι υπήρχε τέτοια πρόθεση του άνω δικαιοπαρόχου. Τούτο επισημαίνεται και από τον πραγματογνώμονα, Ε. Π. , τοπογράφο-μηχανικό, που διορίσθηκε με την υπ` αριθμ. 294/04 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο οποίος, στην υπ` αριθμ. 47/2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, εκθέτει μεν την παραπάνω άποψη του ως άνω πραγματογνώμονα, χωρίς όμως να φαίνεται και ότι συμφωνεί με αυτή. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπ` αριθμ. 1653/27-8-1982 οικοδομική άδεια και τις υπ` αριθμ. 503/14-4-83 και 472/30- 3-83 αναθεωρήσεις αυτής, που έχουν εκδοθεί κατ` αίτηση των εναγουσών για το όμορο του επιδίκου ακίνητο τους, καθώς και στα συνοδεύοντα αυτές τοπογραφικά διαγράμματα, που έχει συντάξει, καθ` υπόδειξη αυτών (εναγουσών), η μηχανικός Ε. Π. , το επίδικο εμφανίζεται ως περιλαμβανόμενο στην όμορη ιδιοκτησία του εναγομένου (και όχι των εναγουσών), ενώ στο από μηνός Ιουλίου 1983 τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε, μεταγενέστερα, η ίδια ως άνω μηχανικός, καθώς και στο συνοδεύον την υπ` αριθμ. 64/3-2-92 μεταγενέστερη οικοδομική άδεια τοπογραφικό διάγραμμα της ίδιας μηχανικού, που συντάχθηκαν πάλι κατ` εντολήν των εναγουσών, το επίδικο, σε διαφοροποίηση προς τα παραπάνω, εμφανίζεται ως περιλαμβανόμενο στην όμορη ιδιοκτησία των εναγουσών (βλ. και σχετική επισήμανση στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Π. ).

Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 544 αρ. 6 Κ.Πολ.Δικ., αφού υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της με την αναγνώριση, ως ψευδών των επίμαχων μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της προδιαληφθείσας ουσιαστικής διάταξης. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κατατεθέντα από τον αναφερόμενο μάρτυρα είναι ψευδή και ότι αντίθετα αποδείχθηκαν ως αληθινά τα από αυτόν κατατεθέντα, ότι δηλαδή το όριο των δύο όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, ξεκινάει από το κυπαρίσσι που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου και καταλήγει σε ευθεία γραμμή στον κοινοτικό δρόμο, ότι πριν το έτος 1940 η οικογένεια του αναιρεσιβλήτου είχε κατασκευάσει στάβλο, μετά την κατάργηση του οποίου απέμεινε τελικά, ένα μικρό τοιχείο από πέτρες και ότι το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των εναγουσών και ήδη αναιρεσειουσών κατασκευάστηκε από το δικαιοπάροχο αυτών μετά το έτος 1940. Ενόψει τούτων, ο πρώτος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα των επικαλουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, των φωτογραφιών και της εκθέσεως πραγ/νης είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο, ενώ οι αιτιάσεις κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από το εξαχθέν, αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται, επαγωγικά, από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ.ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτέ πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., του ακυρωτικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 εδ. β` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κατατεθέντα από τον αναφερόμενο μάρτυρα είναι ψευδή, καθόσον "το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των αναιρεσειουσών και πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας αυτής (με άνοιγμα προς το επίδικο) κατασκευάστηκε από τον δικαιοπάροχο αυτών μετά το 1940 και μετά την κατάργηση του σταύλου της οικογένειας του αναιρεσιβλήτου και μάλιστα αφότου η παλαιά οικία χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών. Μάλιστα, η διάνοιξη του παραθύρου έγινε νυκτερινές ώρες από κάποιο γείτονα των διαδίκων Γ. Β. , που ασχολείτο και με οικοδομικές εργασίες", γιατί δεν είναι δυνατή η κατασκευή σε χωριό, σε τοίχο λιθόκτιστης, πολύ παλαιάς οικίας, σε νυκτερινές ώρες ενός παραθύρου, που η κατασκευή περιείχε ειδικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και απαιτούσε υλικά εξειδικευμένα με ειδικές τεχνικές γνώσεις. Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, γιατί η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ως προς τις ειδικές τεχνικές γνώσεις για την κατασκευή παραθύρου με ειδικά αρχιτεκτονικά στοιχεία) δεν αφορά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτόν αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει του αναιρετικού λόγου.

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ίδιου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα.

Επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ή η εισηγητική έκθεση εξέτασης μαρτύρων. Επίσης δεν αποτελούν έγγραφα εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όπως η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, περαιτέρω παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο και ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσκομισθείσας από τις αναιρεσείουσες φωτογραφίας, με το να δεχθεί ότι σ` αυτήν "φαίνονται τα ίχνη εκσκαφής θεμελίωσης της ήδη καθαιρεθείσης περιτοίχησης", καθώς επίσης και τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, που επαναφέρθηκαν, νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στην υπ` αριθμ. 67/2003 Εισηγητική έκθεση, του ορισθέντα ως Εισηγητή δικαστή, με την υπ` αριθμ. 364/2001 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας). Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και μάλιστα α) όσον αφορά την φωτογραφία, γιατί όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) το αποδεικτικό πόρισμα δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη φωτογραφία αυτή, αλλά απλώς το Εφετείο την συνεκτίμησε, χωρίς να την εξαίρει, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως τις λοιπές προσκομισθείσες από τις ενάγουσες φωτογραφίες, το από Σεπτεμβρίου 1962 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Π. Π. , τις μαρτυρικές καταθέσεις, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης κλπ (φύλλα Αβ και 5 της απόφασης) και β) όσον αφορά τις προτάσεις, την εισηγητική έκθεση και την έκθεση πραγ/νης, γιατί δεν συνιστούν "έγγραφα"κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 368 και 388 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει, ότι, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ., περί της οποίας δεν πρόκειται στην παρούσα περίπτωση, η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή η συμπλήρωση της γενομένης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες ή ο αριθμός των πραγματογνωμόνων που θα οριστεί, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και η σχετική κρίση αυτού δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ενώ η έκθεση πραγ/νης, κατά το άρθρο 387 Κ.Πολ.Δικ., που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, που να είναι αντίθετη με το πόρισμα της πραγ/νης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγ/νης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη και μάλιστα ούτε με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά ούτε και με τη διάταξη του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, αφού οι κανόνες των άρθρων 368, 388 και 387 είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ` εκτίμηση του περιεχομένου του, με την επίκληση των προαναφερθεισών διατάξεων των αριθμών 1 και 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων με τον διορισμό τριών πραγματογνωμόνων και όχι μόνο ενός, πράγμα το οποίο αν έπραττε το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης που θα συντασσόταν θα ήταν δεσμευτικό για το δικαστήριο και θα παρείχε πλήρη απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ο αριθμός των πραγματογνωμόνων που θα διορισθεί απόκειται στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 αναιρετικός λόγος αφού η προβλέπουσα τη συμπλήρωση της πραγ/νης διάταξη του άρθρου 388 Κ.Πολ.Δικ. είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, ενώ η επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου είναι αλυσιτελής, αφού αναφέρεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, όπως επίσης αλυσιτελής είναι και η επίκληση των σχετικών με την πραγ/νη διατάξεων της προϊσχύσασας, πριν το 1971, δικονομίας, οι οποίες δεν έχουν εφαρμογή στην ένδικη υπόθεση που αφορά σε αγωγή ασκηθείσα το 2000. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Η δεύτερη και η τρίτη από τις αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δικ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19-3-2009 αίτηση των Α. χας Ε. Β. , το γένος Η. Δ. , Μ. Β. του Ε. και Ε. συζ. Δ. Μ., το γένος Ε. Β. κατά του Π. Δ. του Σ. , για αναίρεση της υπ` αριθμ. 200/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την δεύτερη και την τρίτη αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Αγωγή διανομής επί ακινήτων. Κρίση του Εφετείου ότι τα επίδικα δεν ήταν επίκοινα, αφού η δικαιοπάροχος, από κληρονομιά μητέρα των αρχικών διαδίκων, δεν είχε την κυριότητά τους, κατά το χρόνο του θανάτου της, καθόσον..177/2014 ΑΠ.

$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

177/2014 ΑΠ ( 639378) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αγωγή διανομής επί ακινήτων. Κρίση του Εφετείου ότι τα επίδικα δεν ήταν επίκοινα, αφού η δικαιοπάροχος, από κληρονομιά μητέρα των αρχικών διαδίκων, δεν είχε την κυριότητά τους, κατά το χρόνο του θανάτου της, καθόσον η κυριότητά της είχε καταλυθεί με την επ’ αυτών, με τα προσόντα...
της έκτακτης χρησικτησίας, αποκτηθείσα κυριότητα από την εναγομένη, η οποία είχε αποκτήσει ήδη από ετών την κατοχή τους με άτυπη παραχώρηση από τη μητέρα τους, ασκώντας σ’ αυτά για περισσότερο από είκοσι χρόνια, με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής. Διδάγματα κοινής πείρας. Η παραβίαση αυτών ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 252/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.


  
Αριθμός 177/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Δ. συζ. Λ. Κ., θυγ Δ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσεβρένη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Τ. συζ. Δ. Μ., το γένος Δ. Μ., κατοίκου ..., 2)Τ. Β. του Β., κατοίκου ..., 3)Β. Β. του Τ., κατοίκου ... και 4)Θ. συζ. Κ. Ρ., θυγ. Τ. Β., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ζαφείρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1998 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/1998 μη οριστική, 20/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 308/2006 του Εφετείου Ιωαννίνων. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1191/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την 308/2006 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/2009, 66/2011, 38/2012 μη οριστικές και 252/2012 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19/11/2012 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξ ετέρου ο λόγος αυτός είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 609/2013). Τέλος τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, πραγματικά η νομικά, δεν συνιστούν παραδοχές της αποφάσεως, με βάση τις οποίες, διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία"της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια . Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση την νομίμως, σ` αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αγωγή διανομής, (επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, με την ΑΠ 1191/2008, υπ` αριθμ. 308) 2006 απόφαση του Εφετείου και μετ` αναίρεση η δεχθείσα την έφεση υπ` αριθμ. 387/2009 απόφαση, που κράτησε την αγωγή και αφού την δίκασε την απέρριψε ως μη νόμιμη για τα επτά, υπό στοιχ. Α1 έως Α7 και από την πατρική γραμμή φερόμενα ως επίκοινα ακίνητα, ενώ διέταξε αποδείξεις για τα λοιπά δυο και από την μητρική γραμμή φερόμενα ως επίκοινα ακίνητα, καθώς και οι υπ` αριθμ 61/2011 και 38/2012 περί αποδείξεως και επανάληψης της συζητήσεως, αντίστοιχα) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Π. χα Δ. Μ. το γένος Ι. Ν., μητέρα της ενάγουσας-εφεσίβλητης, της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των εκκαλούντων, καθώς και της αρχικά δεύτερης εναγομένης Γ. συζ. Β. Τ., μετά το θάνατο της οποίας συνεχίζουν τη δίκη αυτή οι νόμιμοι κληρονόμοι της, ήτοι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εκκαλούντων, είχε στην αποκλειστική κυριότητα της τα ακόλουθα ακίνητα: 1) Ένα ορεινό αγροτεμάχιο, έκτασης 2.400 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "…"της κτηματικής περιφέρειας ... Δήμου … και συνορεύει με αγροτικό δρόμο, δημοτική έκταση και με ιδιοκτησία Σ. Μ.. Και 2) Ένα αγροτεμάχιο έκτασης 625 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "..."της κτηματικής περιφέρειας ... Δήμου … και συνορεύει με την επαρχιακή οδό Άρτας-Χανόπουλου και με ιδιοκτησίες Α. Σ., Θ. Σ. και Ε. Σ. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η Π. χήρα Δ. Μ. είχε στην κυριότητα της τα ανωτέρω δύο ακίνητα, συνομολογείται από όλους τους διαδίκους. Δεν αποδείχθηκε, όμως, περαιτέρω από την έχουσα το σχετικό δικονομικό βάρος ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ότι η μητέρα της Π. είχε και κατά το χρόνο του θανάτου της, στις 25-1-1993, την κυριότητα των ως άνω ακινήτων, όπως αυτή αβάσιμα ισχυρίστηκε με την αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, η Π. Μ. περί το έτος 1965 παραχώρησε άτυπα τα πιο πάνω δύο ακίνητα στη θυγατέρα της πρώτη των εκκαλούντων για την οικονομική της αποκατάσταση, καθώς αυτή ήταν ήδη τότε παντρεμένη με τον Δ. Μ.. Η τελευταία παρέλαβε τα ακίνητα στη νομή και κατοχή της και άρχισε να τα εκμεταλλεύεται σύμφωνα με τη φύση και τον προορισμό τους. Ειδικότερα, όπως και η μητέρα της παλαιότερα, εκμίσθωνε τη χρήση τους σε κτηνοτρόφους της περιοχής, κυρίως του πρώτου από αυτά, που είναι ορεινό, καλλιεργούσε τα ελαιόδεντρα που υπήρχαν σ` αυτά και συνέλεγε τον καρπό τους, ενώ στη συνέχεια, περί το έτος 1974, φύτεψε σ` αυτά και νέα ελαιόδεντρα (βλ. και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Χ. Μ., όπου αναφέρεται ότι στο μεν ακίνητο στη θέση "..."υπάρχουν 21 μεσαία και 45 μικρά ελαιόδεντρα, ενώ στο ακίνητο στη θέση "..."υπάρχουν 19 μεσαία ελαιόδεντρα). Νεμόμενη δε η πρώτη των εκκαλούντων τα ακίνητα αυτά με διάνοια κυρίας και με τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, από το 1965 συνεχώς και για είκοσι και πλέον χρόνια, κατέστη κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, με αποτέλεσμα να αποσβεστεί η κυριότητα της μητέρας της που προϋπήρχε επί των ακινήτων αυτών. Έτσι, κατά τον επισυμβάντα στις 25-1-1993 θάνατο της, η Π. Μ. δεν είχε πλέον στην κυριότητα της τα ανωτέρω ακίνητα. Όλα τα παραπάνω σαφώς αποδείχθηκαν από την κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλούντων Β. Β., ο οποίος λόγω της συγγενικής του σχέσης με την Π. Μ., καθώς η τελευταία ήταν αδελφή της μητέρας του, αλλά και λόγω της ηλικίας του (γεν. το έτος 1937), καθώς και του γεγονότος ότι είναι μόνιμος κάτοικος ..., είναι σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια πρόσωπα και γεγονότα που αφορούν τα δύο επίδικα ακίνητα. Συγκεκριμένα ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι τα δύο επίδικα ακίνητα η Π. Μ. τα έδωσε στη θυγατέρα της Τ. (πρώτη των εκκαλούντων) λίγα χρόνια μετά το 1957 (5 με 10 χρόνια περίπου), αφού προηγουμένως τα αξιοποιούσε η ίδια είτε με την εκμίσθωση του πρώτου (ορεινού) ακινήτου σε κτηνοτρόφους της περιοχής, είτε καλλιεργώντας το δεύτερο, που είναι πεδινό, με καπνά. Κατέθεσε επίσης για το γεγονός ότι τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν στα ακίνητα φυτεύτηκαν από την πρώτη των εκκαλούντων και ότι μάλιστα ότι ο ίδιος τη βοήθησε στο φύτεμα των δέντρων αυτών. Αντίθετα, η κατάθεση του μάρτυρα της εφεσίβλητης Ι. Κ., δεν κρίνεται πειστική. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος σημειωτέον γεννήθηκε το 1954, κατέθεσε για όσα γνωρίζει από τον πατέρα του και όχι από δική του γνώση και αντίληψη, καθώς ο ίδιος δεν είναι μόνιμος κάτοικος ..., ενώ δεν είχε και τόσο στενή συγγενική σχέση με την Π. Μ., η οποία ήταν εξαδέλφη της μητέρας του. Έτσι, η κατάθεσή του ότι τα ελαιόδεντρα φυτεύτηκαν στα δύο επίδικα ακίνητα από την Π., όπως του είπε ο πατέρας του, ελέγχεται για την ακρίβεια της, δεδομένου ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάθεση του προηγούμενου μάρτυρα για το θέμα αυτό, ο οποίος μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, βοήθησε ο ίδιος την πρώτη των εκκαλούντων στο φύτεμα των δέντρων. Άλλωστε το 1974, που φυτεύτηκαν τα νέα ελαιόδεντρα κατά τον πιο πάνω μάρτυρα της εφεσίβλητης, η Π. Μ. ήταν ήδη ηλικίας 66 ετών (γεννήθηκε το 1908, σύμφωνα με το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της, του Ληξιάρχου της Κοινότητας ...) και συνεπώς δεν είναι λογικό να ενδιαφέρεται η ίδια σε μία τέτοια ηλικία για την περαιτέρω αξιοποίηση της περιουσίας της και την επαύξηση της αξίας της και όχι οι θυγατέρες της και πιο συγκεκριμένα η πρώτη των εκκαλούντων. Όπως μάλιστα κατέθεσε ο μάρτυρας των εκκαλούντων "μόλις παντρεύονταν οι κόρες τους έδινε και τα κτήματα"και στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη εκτέθηκε, παραχώρησε στην πρώτη των εκκαλούντων μετά το γάμο της τα δύο επίδικα ακίνητα, η οποία ενδιαφέρθηκε στη συνέχεια να τα αξιοποιήσει με τη φύτευση νέων ελαιοδέντρων. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την 31/16-8-2011 βεβαίωση του Προέδρου του Τ.Ο.Ε,Β. ..., σύμφωνα με την οποία, από 1994, οπότε συγκροτήθηκε ο εν λόγω Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων, η πρώτη των εκκαλούντων (και όχι οι κληρονόμοι της Π. Μ.) είχε δηλώσει τον ελαιώνα στη θέση "Ορεινά"και τακτοποιούσε κανονικά τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τον Οργανισμό αυτό. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω βεβαίωση αφορά το πρώτο από τα δύο επίδικα ακίνητα, δεδομένου ότι οι θέσεις "Ορεινά"και "..."αφορούν την ίδια τοποθεσία (βλ. την 43/17-11-2011 βεβαίωση του Προέδρου του ίδιου πιο πάνω Οργανισμού). Όλα τα ανωτέρω εξ άλλου δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι με το από 27-5-1964 ιδιωτικό συμφωνητικό η Π. χήρα Δ. Μ. και οι τρεις θυγατέρες της, δηλαδή η ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη και η αρχικά δεύτερη εναγομένη επώλησαν από κοινού στους αδελφούς Δ. και Π. Ζ. το με αριθμό … κληροτεμάχιο της οριστικής διανομής του αγροκτήματος .... Και τούτο διότι με το ως άνω συμφωνητικό οι πωλήτριες προέβησαν στην εν λόγω πώληση με την ιδιότητα τους ως κληρονόμων του Δ. Μ., όπως αναφέρεται στο συμφωνητικό, στην κληρονομιά του. οποίου περιλαμβανόταν το πωλούμενο ακίνητο. Τα δύο επίδικα όμως ακίνητα, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνονταν στην περιουσία της Π. Μ. και όχι στην περιουσία του συζύγου της Δ. Μ.. Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τη συνεκκληθείσα κατ` άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, υπ` αριθμ. 58/1998 απόφασή του, δέχθηκε όσον αφορά τα δύο ως άνω ακίνητα της αγωγής ότι η μητέρα των αρχικών διαδίκων Π. χήρα Δ. Μ. ήταν αποκλειστική κυρία αυτών κατά το χρόνο του θανάτου της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονούνται οι εκκαλούντες με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης τους. Πρέπει κατά συνέπεια να εξαφανιστεί η ως άνω απόφαση κατά το κεφάλαιο της που αναφέρεται στα δύο ως άνω ακίνητα και το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και δικάσει κατ` ουσίαν την υπόθεση (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ήτοι την από 8-1-1998 αγωγή ως προς τα εν λόγω ακίνητα (υπό στοιχεία Β1 και Β2 ακίνητα). Περαιτέρω δε, αφού ανακληθεί η 387/2009 προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά το μέρος της που αναφέρεται στα δύο πιο πάνω ακίνητα, με την οποία διατάχθηκε περαιτέρω η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για το εφικτό ή μη της αυτούσιας διανομής τους και η οποία επομένως είναι μη οριστική κατ` άρθρο 309 ΚΠολΔ (ΑΠ 603/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ), η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη ως προς τα υπό στοιχεία Β1 και Β2 ακίνητα, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των αρχικών διαδίκων ήταν κυρία των ακινήτων αυτών κατά το χρόνο του θανάτου της και συνεπώς η ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη και η αρχική δεύτερη εναγομένη δεν κατέστησαν, ως κληρονόμοι της, συγκύριες των ακινήτων αυτών κατά τα αναφερόμενα αδιαίρετα ποσοστά". Ακολούθως το Εφετείο, αφού ανακάλεσε την αναφερομένη παραπάνω, υπ` αριθμ. 387/2009, απόφαση του Εφετείου, κατά το μέρος που διέτασσε αποδείξεις ως προς τα δύο ακίνητα, για τα οποία είχε κριθεί νόμιμη η αγωγή, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το αφορόν τα εν λόγω ακίνητα κεφάλαιό της και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί το Εφετείο έκρινε ότι τα επίδικα δεν ήταν επίκοινα, αφού η δικαιοπάροχος, από κληρονομιά μητέρα των αρχικών διαδίκων, δεν είχε την κυριότητά τους, κατά το χρόνο του θανάτου της (25.1.1993), καθόσον αυτή (κυριότητα) είχε καταλυθεί με την επ` αυτών, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αποκτηθείσα κυριότητα από την πρώτη εκκαλούσα - εναγομένη, η οποία από το 1965 που απόκτησε την κατοχή τους με άτυπη παραχώρηση από τη μητέρα τους, άσκησε σ` αυτά για περισσότερο από είκοσι χρόνια, με διάνοια κυρίου τις αναφερόμενες και προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εκτίθενται σ` αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα καταλυτικά της κυριότητας της παραπάνω δικαιοπαρόχου των διαδίκων, επί των επιδίκων ακινήτων, περιστατικά και η εντεύθεν ανυπαρξία διανεμητέας περιουσίας, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των οικείων περί συγκυριότητας και διανομής διατάξεων (αρθρ. 1113, 795 επ, 480 επ ΚΠολΔικ), ενώ η αναφερόμενη διηγηματικά χρησιδεσποτεία της πρώτης εναγομένης, ως εκφεύγουσα του αντικειμένου της δίκης, δεν δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την κυριότητα αυτής επί των επιδίκων, ούτε επηρεάζει το διατακτικό. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και κατά το μέρος που αναφέρεται στη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το δικαστήριο με ανεπαρκείς και εσφαλμένες αιτιολογίες και παραδοχή της καταθέσεως του μάρτυρα των εναγομένων Β. Β., κατέληξε στο πόρισμα ότι η πρώτη εκκαλούσα - εναγομένη απέκτησε τη νομή των επιδίκων, με άτυπη, από το 1965 παραχώρηση από τη κοινή δικαιοπάροχο των διαδίκων μητέρα τους, καθόσον τούτο δεν ήταν δυνατό να συμβεί, αφού τα ακίνητα αυτά ήταν η μοναδική περιουσία της και δεν θα μπορούσε να τα παραχωρήσει στο ένα παιδί της και να αποκληρώσει τα άλλα, είναι απαράδεκτες, γιατί ανάγονται αποκλειστικά και απροκάλυπτα στη στάθμιση των αποδείξεων και στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, που κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ακόμη η αιτίαση ότι είναι αναιτιολόγητη η αποδοχή της αποφάσεως, κατά την οποία το παραπάνω περί άτυπης παραχώρησης πόρισμα "δεν αναιρείται από το ότι οι διάδικες μαζί με τη μητέρα τους, με το από 27.5.1964 ιδιωτικό συμφωνητικό πούλησαν ένα κοινό ακίνητο στους αδελφούς Δ. και Π. Ζ., γιατί στην πώληση αυτή προέβησαν ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του πατέρα τους", αφορά σε επιχείρημα της αποφάσεως και δεν συνιστά αιτιολογία, ώστε να επιδέχεται μομφή από την ερευνώμενη διάταξη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔικ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔικ 559 αρ.1) - ΑΠ 87/2013, ΑΠ 92/2013 -. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για τη υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η ότι κατά παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής γνώσης και εμπειρίας και του καθιερωμένου στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην Κοινότητα της καταγωγής των διαδίκων, ήτοι στη Γραμμενίτσα Άρτας, εθίμου της ισομερούς κατανομής, στα τέκνα, της περιουσίας των γονέων τους, δέχθηκε ότι η δικαιοπάροχος των διαδίκων παραχώρησε άτυπα τα επίδικα ακίνητα, που ήταν η μοναδική της περιουσία, στην πρώτη εναγομένη, ήτοι σε ένα μόνο τέκνο της, αποκληρώνοντας στην ουσία τα δύο άλλα. Ο λόγος αυτός, αιτώμενος τη μη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας προς διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών είναι απαράδεκτος, ενώ κατά το μέρος που αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν συμμορφώθηκε με το επικαλούμενο τοπικό έθιμο είναι αόριστος και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔικ (Ολ. ΑΠ 1300/2007) τη φερομένη ως παραβιασθείσα νομική διάταξη, που παραπέμπει στο περιεχόμενο του εθίμου, για την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. α ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλ. κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο, οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Ήτοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Προς "πράγματα"μη προταθέντα εξομοιώνονται και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαραδέκτως όπως λ.χ. η μη παραδεκτή μεταβολή της αγωγικής βάσης ή πρόταση νέων ισχυρισμών, χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔικ ή λήψη υπόψη από το Εφετείο ισχυρισμού και δεν είχε επαναφερθεί, σ` αυτό, κατά τρόπο παραδεκτό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ. Περαιτέρω δεν αποτελούν "πράγματα"με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του εδαφίου 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη ισχυρισμό των εκκαλούντων που προτάθηκε για πρώτη φορά με τις από 1.4.2009 ενώπιον του Εφετείου προτάσεις της μετ` αναίρεση δίκης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔικ. Ότι ο ισχυρισμός αυτός, που αφορούσε σε απάντηση κατά της ένδικης, από 8.1.1998 αγωγής και κατά το μέρος που αυτή εκδικαζόταν κατά τη μετ` αναίρεση δίκη ήταν "....Αρχάς του μηνός Μαρτίου του έτους 1957 η μέχρι τότε αποκλειστική κυρία, νομεύς και κάτοχος τούτων μήτηρ μου Π. συζ Δ. Μ., θυγ. του Ι. Ν. και της Θ. μεταβίβασε και παρέδωσε εις εμέ (πρώτη εναγομένη Τ. συζ. Δ. Μ.) δια την οικονομικήν μου αποκατάστασιν...". Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός, δεν προτάθηκε το πρώτον από τις εκκαλούσες - εναγόμενες με τις προτάσεις τους στο Εφετείο κατά την μετ` αναίρεση δίκη, αλλά ως αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός, ως προς την κυριότητα της δικαιοπαρόχου-μητέρας τους επί των επιδίκων δύο, υπό στοιχ. Β1 και Β2, ακινήτων, είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επειδή δεν είχε τεθεί με την εκδοθείσα περί αποδείξεων υπ` αριθμ. 58/1998 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου θέμα αποδείξεως, ούτε τέθηκε τέτοιο θέμα με την μετ` αναίρεση εκδοθείσα εν μέρει οριστική υπ.` αριθμ. 387/2009 απόφαση του Εφετείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η έφεση και μεταξύ άλλων είχε διαταχθεί ως προς τα επίδικα πραγ/νη, διατάχθηκε σχετική απόδειξη με την υπ.` αριθμ. 66/2011 απόφαση του Εφετείου και στη συνέχεια μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων αυτών, που έγιναν στο ακροατήριο και περιέχονται στα υπ.` αριθμ. 38/2.11.2012 πρακτικά του Εφετείου, εκδόθηκε η ταυτάριθμη υπ.` αριθμ. 38/2012 απόφαση του δικαστηρίου εκείνου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως και στη συνέχεια εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ.` αριθμ. 252/2012 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή για τα δύο ένδικα ακίνητα, καθόσον έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα, που είχε το σχετικό δικονομικό βάρος, δεν απέδειξε την κυριότητα της μητέρας της σ` αυτά κατά το χρόνο του θανάτου της, στις 25.1.1993, ενώ αντίθετα οι εναγόμενες και δή η πρώτη από αυτές Τ. συζ. Δ. Μ. ανταπέδειξε ότι "η μητέρα της Π. Λ. περί το έτος 1965 της παραχώρησε άτυπα τα εν λόγω δύο ακίνητα για την οικονομική της αποκατάσταση, καθώς αυτή ήταν ήδη τότε παντρεμένη με τον Δ. Μ.".Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, που έγινε δεκτός, ως ανταποδεδειγμένος, ανεξάρτητα από το ότι ήταν αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός και δεν συνιστούσε "πράγμα"με την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, δεν ήταν οψιγενής ισχυρισμός, που παρά το νόμο λήφθηκε υπόψη και ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από το εδαφ. 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 15 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση. Ο λόγος αυτός αποτελεί κύρωση του εδ. α του άρθρου 309 ΚΠολΔικ, που απαγορεύει την ανάκληση των αποφάσεων που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, ήτοι αποφάσεων που περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και έτσι δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά κύριο ή παρεπόμενο ή παρεμπίπτον αίτημα παροχής έννομης προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία ως προς το εν λόγω αίτημα. Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός όταν δεν ανακληθεί, έστω και εσφαλμένα μη οριστική απόφαση, παρόλο που το ζήτησε ο διάδικος, είναι δε μη οριστική απόφαση και αυτή που διέταξε αποδείξεις. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ιδρύεται επί παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προαναφερθείσας διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην συμπροσβαλλομένη υπ.` αριθμ. 66/2011 μη οριστική απόφαση του Εφετείου (αρθρ. 553 παρ.2 ΚΠολΔικ), που όπως αναφέρεται παραπάνω διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις πλημμέλεια ότι δεν ανακάλεσε την προεκδοθείσα υπ` αριθμ. 387/2009 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου κατά το μέρος που και αυτή διέτασσε αποδείξεις και δη πραγ/νη για τα δύο ένδικα ακίνητα. Η αιτίαση αυτή δεν αφορά σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν ιδρύει τον επικαλούμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο, αλλά ούτε και το λόγο του αριθμού 15 του ίδιου άρθρου λόγο ιδρύει, καθόσον δεν υφίσταται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, παραβίαση της δικονομικού χαρακτήρα διατάξεως του άρθρου 309 ΚΠολΔικ από την μη ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως, όπως είναι η πληττόμενη κατά το μέρος που θέτει θέματα αποδείξεως, καθόσον κατά το μέρος αυτό δεν αποφαίνεται οριστικά, επί αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, έστω και αν διηγηματικά και για τις ανάγκες των ως αποδεικτέων κριθέντων θεμάτων, αποδίδει την κυριότητα των επιδίκων στη δικαιοπάροχο των αρχικών διαδίκων μητέρα τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, αφού με την εκδοθείσα στη συνέχεια και προσβαλλομένη υπ` αριθμ. 252/2012 οριστική απόφαση του Εφετείου, ανακλήθηκε η εν λόγω 66/2011 απόφαση, κατά το επίμαχο μην οριστικό μέρος της. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔικ που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/12. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19.11.2012 αίτηση της Δ. συζ. Λ. Κ., το γένος Δ. Μ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 252/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Συγκυριότητα επί κληρονομιαίων ακινήτων. Κληρονομική διαδοχή. Αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας επί των κληρονομιαίων πραγμάτων. Η κυριότητα των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο...383/2014 ΑΠ

Next: Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει...388/2014 ΑΠ
$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

383/2014 ΑΠ ( 625114) 
Συγκυριότητα επί κληρονομιαίων ακινήτων. Κληρονομική διαδοχή. Αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας επί των κληρονομιαίων πραγμάτων. Η κυριότητα των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται..
στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Τα στοιχεία αυτά της αποδοχής και της μεταγραφής δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται στην αγωγή εφόσον ο θάνατος του κληρονομούμενου επήλθε πριν την εισαγωγή του αστικού κώδικα και η κληρονομία διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου. Ερμηνεία διαθήκης. Δεν εφαρμόζονται τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, τα οποία αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες αλλά σε συμβάσεις. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 173/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.


  
Αριθμός 383/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Σ. του Χ., κατοίκου ... και 2) Ε. συζ. Δ. Π., το γένος Χ. Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιοι δικηγόρο τους Χρήστο Μπήινα.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Σ. του Σ., που δεν παραστάθηκε, 2) Ε. Π. του Ι., 3)Ε. Π. του Ι. και 4)Β. Π. του Ι., συζ. Χ. Κ., κατοίκων ....., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μπαρδή, ο οποίος δήλωσε ότι ο 1ος αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 20/8/2012 (όπως προκύπτει από την με αριθμό .....…/2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Κοζάνης) και κληρονομήθηκε από τη σύζυγός του Σ. Σ., το γένος Χ. Σ., η οποία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/2/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 169/2006 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 20/6/2007 αίτηση και τους από 22/9/2008 προσθέτους λόγους τους, επί των οποίων εκδόθηκε η 406/2009 του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 169/2006 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από κείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Στη συνέχεια το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας εξέδωσε την 173/2011 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 28/3/2012 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 7/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της από 28-3- 2012 αίτησης για αναίρεση της υπ` αριθ. 173/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη συζήτηση της κρινόμενης από 28-3-2012 αίτησης των: 1)Ε. Σ. του Χ. και 2)Ε. συζύγου Δ.Π., το γένος Χ. Σ. για αναίρεση της υπ`αριθμ.173/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας στην αναφερόμενη της παρούσας απόφασης δικάσιμο (16-10-2013) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου αναιρεσιβλήτου Δ. Σ. του Σ. Παναγιώτης Μπαρδής δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος αυτός απεβίωσε στην Κοζάνη στις 21-8-2012 και ότι στη θέση αυτού υπεισέρχεται ως εκ διαθήκης κληρονόμος του όσο αφορά τα επίδικα ακίνητα η συζυγός του Σ. χήρα Δ. Σ. και ότι επαναλαμβάνει την από το λόγο αυτόν διακοπείσα αναιρετική δίκη, η δήλωσή του δε αυτή καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τη Σ. χήρα Δ. Σ.: 1)την υπ`αρ..../12/21-8-2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου του Δήμου Κοζάνης, 2) την υπ`αρ..../30-1-2001 δημόσια διαθήκη του Δ. Σ. του Σ. (πρώτου αρχικά αναιρεσίβλητου) που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Κοζάνης ......... ............. και δημοσιεύθηκε με τα υπ`αρ.363/22-11-2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και 3)το υπ`αρ.6697/1-10-2013 πιστοποιητικό μη αποποίησης κληρονομίας του Πρωτοδικείου Κοζάνης, ο προαναφερόμενος πρώτος αρχικά αναιρεσίβλητος απεβίωσε την 20- 8-2012 και άφησε ως κληρονόμο του, όσο αφορά τα επίδικα ακίνητα, με την προμνημονευόμενη δημόσια διαθήκη του τη σύζυγό του Σ. χήρα Δ. Σ., που δεν αποποιήθηκε την κληρονομία αυτή μέσα στην προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών που ορίζεται από το άρθρο 1847 ΑΚ. Συνεπώς αυτή αυτοδικαίως υπεισήλθε στην κληρονομία αυτού και σύννομα ζήτησε την επανάληψη της διακοπείσας δίκης (άρθρα 286 περ.α`, 287 και 290 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα το Δικαστήριο αυτό προχωρεί στη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την παρουσία όλων των διαδίκων.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 του ΑΚ, προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Τα αμέσως πιο πάνω στοιχεία της αποδοχής και της μεταγραφής αυτής δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται στην αγωγή στην περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), εφόσον η κληρονομία του, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που δεν απαιτούσαν την τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.12 Παν. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν.69 Πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ ΒΡΔ, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική) είτε σιωπηρή, εναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμιξη σ`αυτή και απόκτησή της. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.2310/1920 "περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής"που καταργήθηκε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 96 του Εισ.ΝΑΚ αλλά εφαρμόζεται για την κληρονομία των προσώπων που αποβίωσαν πριν την 23-2-1946, ο επιζών σύζυγος καλείται αυτοδικαίως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μετά των συγγενών της πρώτης τάξης στο 1/4 της κληρονομίας, χωρίς τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος περιορίζεται στη νόμιμη μοίρα. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία δεν αποκλείεται να εφαρμοσθεί και στην άσκηση δικαιώματος που πηγάζει από τις δημοσίας τάξεως διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολομ. ΑΠ 17/1995).

Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν επί πλέον και περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, η μεταγενέστερη δε επιδίωξη από αυτόν ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο. Επίσης πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ.163/2004). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Τέλος, κατά την έννοια του αριθ. 19 του ιδίου άρθρου, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα"των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ` την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΑΠ 163/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Στις 1-1-1942 απεβίωσε στην Κοζάνη, όπου και κατοικούσε όσο ζούσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Ε. Σ. του Ν. και κατέλειπε, ως εγγύτερους συγγενείς, οι οποίοι κλήθηκαν στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, την σύζυγο του, Ε., το γένος Π. Κ. και τα ενήλικα τέκνα του, Ν., Π., Α., Χ., Π. και Ε.. Κατά τον ως άνω χρόνο του θανάτου του, ο Ε. Σ. ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος των πιο κάτω ακινήτων, πού βρίσκονται στην κτηματική περιοχή της …, ήτοι 1) Ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 5.500 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αμπέλι Α. Δ. και χέρσο, 2) ενός αγρού, στη θέση "..." (καλογριές), εκτάσεως 6.000 τ.μ, περίπου, πού συνορεύει με αγρούς αδελφών Δ., Ν. Π. αδελφών Π. και αδελφών ............ ........... 3) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 18.000 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρό , αγροτικό δρόμο και χέρσο, 4) ενός αγρού, στη θέση "...". εκτάσεως 2.500 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Γ. Τ.. αδελφών Β., Ε. Κ. και με δρόμο προς το χωριό Άργιλος, 5) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 11.000 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Ε. Κ., αδελφών Β.. δημοτικό δρόμο και δρόμο προς το χωριό Άργιλος, 6) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 1.100 τ. μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Σ. Δ., Σ., Γ. Δ. και με δρόμο προς Παναγία, 7) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 2.000 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Μ., Σ., αδελφών Π. και Δ. Δ., 8) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 2.800 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Μ., Σ. Δ., αδελφών Δ. και αδελφών Κ., 9) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 16.000 τ.μ., περίπου, που συνορεύει με αγρούς Ι. Γ., Λ. Μ., Χ. Γ. και Μ. Τ., 10) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 1.500 τ.μ. περίπου, πού συνορεύει με αγρούς Λ. Κ., Ν. Γ. και αδελφών Ρ., 11) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 1.800 τ.μ., περίπου, που συνορεύει με αγρούς ............. , αγροτικό δρόμο, αδελφών Δ., Ν. Μ. και με δρόμο, 12) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 800 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με ακίνητα Γ., Ε. Δ. Σ. Τ. και με δρόμο προς Σιόποτο, 13) ενός αγρού, στη θέση "...-...", εκτάσεως 1.000 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς αδελφών Τ., αδελφών Γ. και λατομεία, 14) ενός αγρού, στη θέση "... ...", εκτάσεως 1.200 τ.μ., περίπου, που συνορεύει με αγρούς Κ. Φ.. αδελφών Τ., αδελφών Γ., Σ. και αδελφών Τ., 15) ενός αγρού, στη θέση "... - ...", εκτάσεως 1.000 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς - αδελφών Κ., αδελφών Π., αδελφών Κ. και αδελφών Κ.,, 16) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 3.500 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει με αγρούς αδελφών Π., Χ.Ζ., αδελφών Χ. και αδελφών Κ., 17) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 3.200 τ.μ., περίπου, που συνορεύει με αγρούς Σ. Λ., με αγροτικό δρόμο Κορυτσάς και με δρόμο Αγίου Νικάνωρος προς Σιόποτο, 18) ενός αγρού, στη θέση "...", εκτάσεως 4.200 τ.μ., περίπου, πού συνορεύει γύρωθεν με αγρό Δ. Π., αγρό Ι. Σ. και αγροτικό δρόμο, καθώς και ενός οικοπέδου, επί της οδού … στην …, εμβαδού 162 τ.μ περίπου, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στα επίδικα. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι από τα παραπάνω ακίνητα τα υπ` αριθμ. 1 και 5 αγοράσθηκαν ατύπως από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων το μεν υπ` αριθμ. 1 το έτος 1960 από τον Δ. Σ., το δε υπ` αριθμ. 5 το έτος 1950 από την Ι. Κ. Β., όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, αφού ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζεται συναφώς από τους τελευταίους... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τα αναφερόμενα ανωτέρω τέκνα του αποβιώσαντος Ε. Σ., αποδέχθηκαν την κληρονομιά πού κατέλιπε ο πατέρας τους, εκδηλώνοντας την σχετική θέληση τους ρητά και σιωπηρά, με πράξεις που ενέχουν ανάμειξη στην κληρονομιά του, καταλαμβάνοντας ο καθένας το κληρονομικό τους μερίδιο, μόνο ο Π., Χ. και Ε. καθώς και η σύζυγος του Ε.. Ειδικότερα, μετά τον θάνατο αυτού η σύζυγος του και τα παραπάνω τέκνα του διέμεναν αρχικά στην συζυγική και πατρική οικία, που βρισκόταν στο επί της οδού … στην …οικόπεδο και στη συνέχεια στην οικοδομηθείσα επί του υπ` αριθμ. .. αγρού οικία, καλλιεργούσαν τους αγρούς και συνέλεγαν τους καρπούς αυτών. Οι πράξεις αυτές συνιστούν ενεργό ανάμιξη στην κληρονομιά και έγιναν με σκοπό να αποκτήσουν οι παραπάνω το κληρονομικό τους μερίδιο επί αυτής. Αποτελούν δε κατά το βυζαντινορωμαικό δίκαιο, που ίσχυε τότε, νόμιμο τρόπο αποδοχής της κληρονομιάς, με αποτέλεσμα οι παραπάνω να καταστούν κληρονόμοι του ως άνω αποβιώσαντος, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Αναφορικά με τα υπόλοιπα τέκνα αυτού, δηλαδή τον Ν., Α. και Π. αποδείχθηκε ότι ουδέποτε αναμείχθηκαν στην κληρονομιά του πατέρα τους. Ειδικότερα, ο Ν., είχε ήδη μεταναστεύσει, πριν το έτος 1910, στην Αμερική, χωρίς να επανέλθει έκτοτε στην Ελλάδα και χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την κληρονομιαία περιουσία, η Α., είχε τελέσει γάμο μετά του Ε. Σ. και διέμενε μαζί του και η Π., είχε και αυτή τελέσει γάμο, το έτος 1940, με τον αυτοκινητιστή Ι. Π. και είχε απομακρυνθεί, και αυτή, μετά την τέλεση του γάμου της. από την πατρική οικία. Στη συνέχεια, συγκεκριμένα στις 6-5-1946 απεβίωσε στην Κοζάνη η σύζυγος του Ε. Σ., Ε., χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλειπε ως συγγενείς, τα τέκνα της, Ν., Π., Α., Χ., Π. και Ε., τα οποία αποδέχθηκαν σιωπηρώς την επαχθείσα σ` αυτούς από τη μητέρα τους κληρονομιά, με την παρέλευση απράκτου της οριζόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας αποποιήσεως. Στην κληρονομιά της τελευταίας περιλαμβανόταν και το κληρονομικό της μερίδιο από την κληρονομιά του συζύγου της, Ε. Σ.. Ετσι τα κληρονομικά μερίδια των τέκνων της, στην κληρονομιά του αποβιώσαντος συζύγου της, διαμορφώθηκαν {1/4:6} ως εξής: Του Ν. σε ποσοστό 1/24, του Π. σε 7/24, της Α. σε 1/24, του Χ. σε 7/24, της Π. σε 1/24 και του Ε. σε 7/24. Το έτος 1970 απεβίωσε στην Αμερική ο Ν., χωρίς να αφήσει κατιόντες και έτσι το κληρονομικό του μερίδιο από την κληρονομιά της προαποβιώσασας μητέρας του επί της κληρονομιάς του πατέρα του, περιήλθε στα αδέλφια του, τα οποία αποδέχθηκαν σιωπηρώς, με την παρέλευση απράκτου της προς αποποίηση τετράμηνης προθεσμίας, το επαχθέν κληρονομικό μερίδιο του αδελφού τους, το οποίο προστέθηκε στα κληρονομικά τους μερίδια, τα οποία διαμορφώθηκαν {1/24:5} ως εξής: Του Π. σε ποσοστό 6/20, της Α. σε 1/20, του Χ. σε 6/20, της Π. σε 1/20 και του Ε. σε 6/20. Στη συνέχεια, το έτος 1977 απεβίωσε Π., ο οποίος με την υπ` αριθμ. .../1976 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου ...... ............... και δημοσιεύθηκε με το υπ` αριθμ. 81/1997 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, κατέλειπε το κληρονομικό του μερίδιο από την επαχθείσα, κατά τα παραπάνω, κληρονομιά επί του ευρισκομένου επί της οδού …, στην … οικοπέδου, στα τέκνα της αδελφής του Π., δηλαδή στον Ε., Ε. και Β. (δεύτερο, τρίτο και τέταρτη των εναγόντων). Ως προς δε το κληρονομικό του μερίδιο επί των λοιπών προαναφερθέντων κληρονομιαιων, από τον πατέρα του ακινήτων (αγρών) εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Έτσι τα κληρονομικά μερίδια των ευρισκομένων εν ζωή, κατά τον χρόνο του θανάτου του, αδελφών του Α., Χ., Π. και Ε., οι οποίοι αποδέχθηκαν σιωπηρώς, με την παρέλευση απράκτου της οριζόμενης από το νόμο τετράμηνης προς αποποίηση προθεσμίας, την επαχθείσα σ` αυτούς κληρονομιά, διαμορφώθηκαν {6/20 : 4} ως εξής: Της Α. σε 5/40, του Χ. σε 15/40, της Π. σε 5/40 και του Ε. σε 15/40 στα αναφερόμενα ως άνω ακίνητα, πλην του επί της οδού … οικοπέδου, επί του οποίου τα κληρονομικά τους μερίδια ήταν της Α. 1/20, του Χ. 6/20, της Π. 1/20 και του Ε. 6/20. Στις 14-2- 1980, απεβίωσε η Α., η οποία κατέλειπε ως εγγύτερο μοναδικό συγγενή της, αφού ο σύζυγος της είχε ήδη προαποβιώσει, το τέκνο της Δ. Σ., πρώτο ενάγοντα, και στις 6-8-1986, απεβίωσε και η Π., η οποία κατέλειπε ως εγγύτερους συγγενείς της, αφού και ο σύζυγος αυτής είχε προαποβιώσει, τα τέκνα της Ε., Ε. και Β. (2ο, 3ο και 4η των εναγόντων). Τέλος, στις 28-4-1992, απεβίωσε και ο Ε., ο οποίος με την από 18-3-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ` αριθμ. 97/1997απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και τα ταυτάριθμα αυτής πρακτικά, κατέλειπε το κληρονομικό του μερίδιο στα τέκνα της αδελφής του Π., Ε., Ε. και Β. (2ο, 3ο και 4η των εναγόντων). Με την υπ` αριθμ .../1991 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κοζάνης ............. , πού μεταγράφηκε νόμιμα (Τομ. … και αριθμ. …) στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, ο ανωτέρω αποβιώσας (Ε. Σ.) αποδέχθηκε κληρονομικό μερίδιο επί των επιδίκων ακινήτων, ποσοστού 1/5 εξ αδιαιρέτου, περιελθόν σ` εκείνον, σύμφωνα με το περιεχόμενο της άνω δήλωσης, κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου από τον αποβιώσαντα πατέρα του Ε. Σ., κατά ποσοστό 1/20 από την αποβιώσασα μητέρα του Ε. και κατά ποσοστό 1/20 από τον αποβιώσαντα αδελφό του Π.. Ωστόσο, όμως, ο Ε. Σ. με την ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς αποδέχθηκε α) μικρότερο ποσοστό από αυτό που του αναλογούσε από την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, το ποσοστό του, από την περιουσία του πατέρα του ανερχόταν σε 1/4 εξ αδιαιρέτου, β) μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που του αναλογούσε από την κληρονομιά της μητέρας του, αφού το ποσοστό που του αναλογούσε ανέρχονταν σε 7/24 και αποδέχθηκε ποσοστό 1/20 και γ) μικρότερο ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του αδελφού του Π., διότι από το ποσοστό κληρονομιάς του τελευταίου, το οποίο, κατά τον χρόνο του θανάτου του, ανερχόταν σε 6/20 εξ αδιαιρέτου, αποδέχθηκε ποσοστό 1/20, αντί αυτού που, κατά τα προαναφερθέντα, του αναλογούσε των 15/40 εξ αδιαιρέτου. Κατά συνέπεια, ο Ε. Σ., βάσει της δηλώσεως κληρονομιάς και των αναλογούντων στην πραγματικότητα σ` αυτόν ποσοστών κληρονομιάς, κατά τον χρόνο του θανάτου του, καταστεί συγκύριος των επίδικων ακινήτων, κατά ποσοστό 15/40 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων με την υπ` αριθμ. .../1991 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, πού μεταγράφηκε νόμιμα (Τομ. … και αριθμό …) στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, αποδέχθηκε την κληρονομιά της μητέρας του, Α., επί των επίδικων ακινήτων, κατά ποσοστό όμως μεγαλύτερο από αυτό που είχε εκείνη καταστεί συγκυρία και δη κατά ποσοστό 15/60 εξ αδιαιρέτου, αποδεχόμενος α) ποσοστό 3/20, προερχόμενο από την κληρονομιαία περιουσία του Ε. Σ., πατέρα της δικαιοπαρόχου του Α., στην κληρονομιά όμως του οποίου, προαναφέρθηκε, η ανωτέρω δεν αναμίχθηκε και συνεπώς δεν κατέστη κληρονόμος του, κατά το παραπάνω ποσοστό, β) ποσοστό 1/20 από την κληρονομιά της Ε. Σ., μητέρας της δικαιοπαρόχου του, το οποίο όμως είναι μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι κληρονόμησε η ανωτέρω και ανέρχονταν σε 1/24 και γ) ποσοστό 1/20 από την κληρονομιά του αδελφού της μητέρας του, Π. μολονότι το ποσοστό κληρονομιάς αυτής (μητέρας του) από την, κληρονομιαία περιουσία του ανωτέρω αδελφού της ανέρχονταν σε 5/40, χωρίς να αποδεχθεί το ποσοστό κληρονομιάς, πού περιήλθε στην μητέρα του από το κληρονομιαίο ποσοστό επί των επιδίκων του αδελφού της Ν.. Ενόψει της ανωτέρω δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς και των ποσοστών κληρονομιάς που πράγματι αναλογούσαν στην δικαιοπάροχο του, κατέστη συγκύριος των επιδίκων κληρονομιαίων ακινήτων, κατά ποσοστό 15/120 ή 1/8 εξ αδιαιρέτου. Οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εναγόντων Ε., Ε. και Β. Π. με την υπ` αριθμ. .../1991 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, πού μεταγράφηκε νόμιμα (Τομ. .. και αριθμό …) στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, αποδέχθηκαν την κληρονομιά της μητέρας τους, Π.ς, επί των επιδίκων ακινήτων, κατά ποσοστό όμως μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι εκείνη ήταν συγκυρία και δη κατά ποσοστό 15/60 εξ αδιαιρέτου, αποδεχόμενοι την κληρονομιά κατά τα ίδια ακριβώς ποσοστά που αποδέχθηκε για λογαριασμό της μητέρας του, Α.ς και ο πρώτος ενάγων, όπως αναφέρονται παραπάνω και χωρίς να αποδεχθούν και αυτοί το ποσοστό κληρονομιάς, πού περιήλθε στην μητέρα τους από το κληρονομιαίο ποσοστό επί των επιδίκων του αδελφού της, Ν.. Επίσης, οι παραπάνω ενάγοντες με την υπ` αριθμ..../1992 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, πού μεταγράφηκε νόμιμα (Τομ… και αριθμό …) στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, αποδέχθηκαν και την κληρονομιά του θείου τους Ε., επί των επιδίκων ακινήτων, κατά ποσοστό 5/20 εξ αδιαιρέτου ήτοι κατά ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό που εκείνος είχε καταστεί πράγματι συγκύριος και πού ανερχόταν, όπως προαναφέρθηκε, σε 15/40 εξ αδιαιρέτου. Ενόψει της ανωτέρω δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς και των ποσοστών κληρονομιάς που πράγματι αναλογούσαν στους δικαιοπαρόχους τους, κατέστησαν ο 2ος, 3ος και 4η των εναγόντων συγκύριοι των επιδίκων κληρονομιαίων ακινήτων, κατά ποσοστό 20/120 ή 1/6 εξ αδιαιρέτου έκαστος [5/40 της μητέρας : 3 τέκνα = 5/120 κάθε τέκνο + 15/40 από θείο Π. : 3 = 15/120]. Ακολούθως, στις 31-5-1994 απεβίωσε και το τελευταίο εν ζωή τεκνό του Ε. Σ., ο Χ. και εγκατέστησε με την υπ` αριθμ. .../1994 δημόσια διαθήκη του, πού συντάχθηκε ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου και δημοσιεύθηκε με τα υπ` αριθμ. 200/1994 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, ως κληρονόμους του, τους εναγομένους, εκ των οποίων οι πέντε πρώτοι είναι τέκνα του και οι υπόλοιποι δύο εγγονοί του και ειδικότερα κατέλειπε το κληρονομικό του μερίδιο επί της κληρονομιαίας από τον πατέρα του περιουσίας σε όλους τους παραπάνω πλην του υπ` αριθμ. 17 επιδίκου ακινήτου (οικία με οικόπεδο επί της οδού … αρ. …, περιοχή ... της Κοζάνης), το οποίο κατέλειπε στον πρώτο των εναγομένων, Ε. Σ.. Οι εναγόμενοι ...ισχυρίσθηκαν ότι ο πατέρας του δικαιοπαρόχου τους (Χ. Σ.), Ε. Σ., το έτος 1932 δώρισε άτυπα στον τελευταίο τους αναφερόμενους λεπτομερώς στην αγωγή αγρούς (πλην των 1ου και 5ου, οι οποίοι περιήλθαν στην νομή του από αγορά), έκτοτε δε αυτός νέμονταν και κατείχε αυτούς συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και την άσκηση της περί κλήρου αγωγής (το έτος 1991), ασκώντας επ` αυτών τις αναφερόμενες πράξεις νομής, χωρίς ποτέ οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων να προβάλουν κληρονομικό δικαίωμα ή συγκυριότητα επ` αυτών και συνεπώς ο δικαιοπάροχος τους κατέστη κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας". Περαιτέρω και αναφορικά με την ένσταση των εναγομένων περί ιδίας κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων που απέκτησαν με έκτακτη χρησικτησία, το Εφετείο δέχθηκε τ`ακόλουθα: "αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι μετά τον θάνατο του πατερά του, το έτος 1942 ο Χ. Σ. καλλιεργούσε αυτούς από κοινού με την μητέρα και τους αδελφούς του Π. και Ε., με τους οποίους συνέχισε να τους καλλιεργεί από κοινού και μετά, τον κατά το έτος 1946, θάνατο της μητέρας τους και μέχρι τα τέλη του έτους 1989, χωρίς να αμφισβητήσει μέχρι τότε το κληρονομικό δικαίωμα και συνακόλουθα και το δικαίωμα συγκυριότητας αρχικά των προαναφερομένων αδελφών του και στη συνέχεια των εναγόντων στην κληρονομιαία παραπάνω ακίνητη περιουσία". Γι` αυτό κατέληξε στην κατ`ουσίαν απόρριψη της ως άνω ένστασης περί ιδίας κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων, όπως όμοια την είχε απορρίψει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ`αρ.4/2004 απόφασή του. Ακόμη όσον αφορά την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος από τους ενάγοντες που πρότειναν οι εναγόμενοι, το Εφετείο την απέρριψε ως κατ`ουσίαν αβάσιμη με την ακόλουθη αιτιολογία: "οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, όπως και οι ίδιοι οι ενάγοντες, όταν για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε το κληρονομικό τους δικαίωμα επί των επιδίκων από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων, Χ. Σ., όχι μόνο δεν αδράνησαν, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι αλλά εναντιώθηκαν αμέσως -στη βούληση του τελευταίου, ασκώντας την περί κλήρου αγωγή, η οποία, κατά τα ανωτέρω, απορρίφθηκε, για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ούτε ποτέ εξ άλλου δήλωσαν ότι παραιτούνται του κληρονομικού τους δικαιώματος αλλά ούτε και συνάγεται τέτοια βούληση τους από την προαναφερθείσα συμπεριφορά αυτών. Το γεγονός δε της συνοικήσεως του Χ. Σ. στην ανεγερθείσα επί του υπ` αριθμ. 17 ακινήτου οικίας μετά των αδελφών του, αμφοτέρων ατέκνων, Π. και Ε., έως του θανάτου των τελευταίων, επί τον οποίον (υπ`αρ.17 ακινήτου) ο Ε. είχε αναγείρει, όπως προαναφέρθηκε, και αποθήκη που μέχρι το θάνατό του χρησιμοποιούσε ως ξυλουργείο, καταδεικνύει την συγκυριότητα των άνω δικαιοπαρόχων των εναγόντων στα επίδικα και ουδόλως ενέχει παραίτηση αυτών ή των εναγόντων από το δικαίωμα συγκυριότητάς τους".

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο κατέληξε κρατώντας αυτό την υπόθεση και δικάζοντας κατ`ουσίαν την από 4-2-2003 ένδικη αγωγή, αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους στα επίδικα ακίνητα και ειδικότερα τον μεν πρώτο αυτών κατά ποσοστό 15/120 ή 1/8 εξ αδιαιρέτου καθένα δε των λοιπών κατά ποσοστό 20/120 το 1/6 εξ αδιαιρέτου και υποχρέωσε τους εναγομένους να αποδώσουν στους ενάγοντες, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά τη συγκυριότητα των επιδίκων ακινήτων.

Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου πουν εφάρμοσε ως προς την κτήση της συγκυριότητας των εναγόντων επί των επιδίκων ακινήτων (άρθρα 7 του Ν.2310/1920, 1094, 1033, 1193 και 1846 ΑΚ) η προσβαλλόμενη δε απόφασή του έχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Επομένως οι δεύτερος και πέμπτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι διαλαμβανόμενες περαιτέρω στον τέταρτο λόγο αιτιάσεις περί του ότι τα υπ`αριθμ.1 έως 5 ακίνητα της αγωγής δεν ανήκαν στον κληρονομούμενο Ε. Σ. και δεν ταυτίζονται με εκείνα που κατείχε αυτός κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, από το έτος 1888, και ως εκ τούτου έπρεπε να απορριφθεί, ως μη νόμιμη, πλήττουν, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, την ανέλεγκτη αναιρετικά επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια ο τέταρτος, κατά το οικείο μέρος του από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, όλα τα προαναφερθέντα γενόμενα δεκτά και κατ`ουσίαν, αποτέλεσαν και περιεχόμενο της υπό κρίση διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, και συνεπώς η αγωγή είναι νομικά ορισμένη στο πλαίσιο εφαρμογής στη μείζονα σκέψη διατάξεων για τη θεμελίωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής της συζύγου του αποβιώσαντος στις 10-1-1942 Ε. Σ., στο προσδιοριζόμενο με την αγωγή ποσοστό του 1/4 της κληρονομιάς, με το οποίο ικανοποιείται η αξίωση αυτής, ώστε να μη τίθεται ζήτημα εφαρμογής του εκ του ΒΡΔ δικαίου ποσοστού της απόρου χήρας. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση, που έκρινε νομικά ορισμένη την αγωγή, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και επομένως ο πρώτος από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, προκειμένου να γίνει ερμηνεία διαθήκης, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες αλλά σε συμβάσεις. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, ως κρίση περί τα πράγματα, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τα παραπάνω εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της βούλησης του διαθέτη, είτε γιατί αυτή δεν εκφράστηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράστηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό. Αν δε το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεση, περί της ύπαρξης αμφιβολίας ή κενού ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη, παραλείψει να προσφύγει στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες προς εξεύρεση της αληθινής (πραγματικής ή ακόμη και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη, κάνοντας χρήση ακόμη και στοιχείων κειμένων εκτός της διαθήκης, η απόφαση του ελέγχεται για παραβίαση των κανόνων αυτών με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 1 του άρθρ.559 ΚΠολΔ. Αντίθετα η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η βούληση του διαθέτη είναι πλήρης και σαφής δεν ελέγχεται αναιρετικά. Κατά συνέπεια ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το οικείο μέρος του από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια της παραβιάσεως του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, ότι η βούληση του διαθέτη ... είναι πλήρης και σαφής. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμ.10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, ως προς την κληρονομική διαδοχή των κληρονόμων του Π. Σ., δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη, αλλά μετά την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν μετ`επίκληση οι διάδικοι, χωρίς να υποχρεούται να τάξει προς τούτο αποδείξεις, μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως (αρθ.14 του ν.2915/2001). Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμ.17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή δεν περιέχει αντιφατικές διατάξεις κρίνοντας ότι η ένδικη διεκδικητική αγωγή είναι κατ`ουσίαν βάσιμη.

Επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, συνεπεία της αοριστίας του, είναι και ο τέταρτος λόγος, κατά το μέρος, που με αυτόν αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμ.11 και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, δοθέντος ότι δεν προσδιορίζονται ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο χωρίς να τα προσκομίσουν και να τα επικαλεστούν οι διάδικοι, επιπλέον δε περιορίζεται στην αριθμητική αναφορά και μόνο του άρθρου 559 αριθμ.13 ΚΠολΔ, χωρίς να προσδιορίζει το συγκεκριμένο σφάλμα του Δικαστηρίου ως προς τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεχόμενο την κατ`αντιμωλία των τότε εκκαλούντων και εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων συζήτηση των αντιθέτων εφέσεων παρά την κατάθεση από τους τελευταίους των προτάσεων τους κατά την ημέρα της συζήτησής τους ενώπιον του, ενώ έπρεπε να τους ερημοδικήσει λόγω της κατ`αυτούς (αναιρεσείοντες) εκπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεων τους και της εντεύθεν μη προσήκουσας παράστασης τους, ενόψει του ότι η συζήτηση γινόταν στο Εφετείο με τη παραπομπή σ`αυτό από τον Άρειο Πάγο με την υπ`αρ.406/2009 απόφαση του τελευταίου (κατ`εφαρμογή των άρθρων 581 παρ.2, 237 και 524 παρ.3 και 4 του ΚΠολΔ) υπέπεσε στην από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως ως μη νόμιμος, καθόσον από τον προαναφερόμενο αριθμό του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν χώρησε παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού δικαίου, όπως είναι και αυτή του άρθρου 524 ΚΠολΔ που εφήρμοσε ορθά το Εφετείο κατά την ενώπιον του διαδικασία δεχόμενο ότι σύννομα οι εκκαλούντες - εφεσίβλητοι κατέθεσαν προτάσεις κατά την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης σ`αυτό. Εξάλλου οι αναιρεσείοντες δεν ισχυρίζονται ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 528 ΚΠολΔ στην κατά τα ως άνω μετ`αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης.

Κατ`ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-3-2012 αίτηση των Ε. Σ. του Χ. και Ε. συζύγου Δ. Π. για αναίρεση της υπ`αριθμ.173/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.



Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει...388/2014 ΑΠ

$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

388/2014 ΑΠ ( 639778) 
Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και...
περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ` αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη. Νομική και ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής. Έννοιες. Αποκατάσταση αστών προσφύγων. Μετά τη παρέλευση έτους από την πληρωμή ολοκλήρου του τιμήματος του ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας ασχέτως της εκδόσεως παραχωρητηρίου και της μεταγραφής αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε προ της 11-11-1944 λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ότι εξοφλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή. Επομένως, μετά παρέλευση έτους από την κατά τα άνω πλασματική εξόφληση του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1915 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ` αριθμ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 388/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) α) Θ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., β) Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ... γ) Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., δ) Ν. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ε) Κ. Σ. του Δ., κατοίκου ... ως μόνων νομίμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού ενάγοντος Δ. Σ. του Θ., 2) Θ. Σ. του Β., κατοίκου ..., 3) Ε. συζ. Χ. Π., το γένος Β. Σ., κατοίκου ... 4) Γ. Σ. του Π., κατοίκου ..., 5) Δ. Σ. του Π., κατοίκου ... και 6) Μ. Σ. του Κ., κατοίκου ... ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος την 17-2-2006 αρχικού ενάγοντος Κ. Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Γεωργίου.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Β. του Γ. και 2) Σ. συζ. Ν. Β., το γένος Σ. Χ., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-2003 αγωγή των ήδη 2ου, 3ης, 4ου και 5ου των αναιρεσειόντων και των ήδη αποβιωσάντων Δ. και Κ. Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 15-1-2005 προσεπίκληση των ήδη αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4130/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 551/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-1-2011 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 8-2-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Κ.υ Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από 2-11-2012 κλήση των αναιρεσειόντων φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 5-1-2011 αίτησή τους για αναίρεση της υπ` αρ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μετά τη ματαίωση αυτής (συζήτησης) κατά τη δικάσιμο της 22-2-2012. Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους αναιρεσείοντες υπ` αρ. ... και .../28-2-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. και τις υπ` αρ. … και …/5- 6-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … με τις συνημμένες στις δύο τελευταίες: 1) απόδειξη παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε από το Α.Τ. Αμπελοκήπων Αθηνών και 2) βεβαίωση κατάθεσης συστημένου γράμματος στα ΕΛΤΑ (κατάστημα Ομονοίας Αθηνών, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής κατά την αρχική ορισθείσα δικάσιμο της 22-2-2012 ως και της κλήσης με την οποία ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος για συζήτηση αυτής, λόγω της ματαίωσης της κατά την αρχική ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκαν με επιμέλεια των αναιρεσειόντων νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δύο αναιρεσιβλήτους. Οι τελευταίοι όμως δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 6-11-2013 κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατέθεσαν δήλωση μη παράστασής τους σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (άρθρο 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως το δικαστήριο αυτό πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων που έχουν νόμιμα κλητευθεί (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

2. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1 περ. α`, β` ΚΠολΔ και 1094 ΑΚ συνάγεται, ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του διεκδικούμενου ακινήτου και η νομή ή κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1712, 1721, 1724, 1813, 1846, 1193, 1195, 1198 1199 ΑΚ, προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αρκεί η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση αυτού (άρθρο 974 ΑΚ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αν η διεκδικητική αγωγή που αφορά ακίνητο, στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ` αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, αν δε η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ` αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη) Η συμπλήρωση της αγωγής αυτής ως προς τις πράξεις νομής με τις προτάσεις δεν είναι παραδεκτή. Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σε αυτή και ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην κρίση περί του νόμω βάσιμου της ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, καίτοι διαλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 10-4-2003 αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι απέκτησαν τη συγκυριότητα του περιγραφομένου ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας που διέπεται από τις διατάξεις του ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ), κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων (Θ. Σ. και Ε. Π.), όπως ρητά αναφέρεται σ` αυτή (αγωγή), δεν έχουν αποδεχθεί, (όπως συνέβη με τους άλλους ενάγοντες), την κληρονομιά των φερομένων ως δικαιοπαρόχων τους Β. Σ. και Ι. Σ. με δημόσιο έγγραφο, ούτε έχει εκδοθεί επ` ονόματι τους σχετικό κληρονομητήριο. Ότι όλοι οι ενάγοντες και οι λοιποί συγκληρονόμοι (που δεν είναι διάδικοι) νέμονταν από κοινού το επίδικο ακίνητο "αδιατάρακτα και ανενόχλητα με διάνοια κυρίου και έγιναν αδιαμφισβήτητοι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοί της κατά αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας με αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων"και ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι από το έτος 2001 κατέχουν το επίδικο ακίνητο. Γι` αυτό ζήτησαν να αναγνωριστούν συγκύριοι αυτού και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους το αποδώσουν. Η αγωγή, σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα, ως προς τους ανωτέρω ενάγοντες Θ. Σ. και Ε. Π., που συνομολογούν ότι δεν έχουν προβεί σε νομότυπη δήλωση αποδοχής κληρονομιάς των δικαιοπαρόχων τους και μεταγραφή αυτής είναι, ως προς τον επικαλούμενο παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας μη νόμιμη, αφού δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή χωρίς νομότυπη δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και μεταγραφή. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς όλους τους ενάγοντες, αναφορικά με την βάση της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας του επίδικου ακινήτου και ειδικότερα στην έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν γίνεται στο δικόγραφο της αναφορά υλικών πράξεων νομής (εκ μέρους των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους) πάνω στο επίδικο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση τους να το έχουν σαν δικό τους. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως πάσχουσα από νομική αοριστία, ως προς τους ανωτέρω δύο ενάγοντες και ήδη πρώτο και τρίτη από τους αναιρεσείοντες, αντίστοιχα, λόγω μη αναφοράς νόμιμου τίτλου κτήσης του επικαλούμενου δικαιώματος τους, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφού για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική επάρκεια της ένδικης αγωγής, δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούν οι προδιαληφθείσες (σχετικές με την κληρονομική διαδοχή) διατάξεις.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, ο οποίος αληθώς αποδίδει πλημμέλεια μόνο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τους αριθ. 8 και 14 του ιδίου άρθρου, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο), είναι αβάσιμος. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ως άνω λόγος αναίρεσης και ως προς την αποδιδομένη πλημμέλεια από τον αριθ.9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Εφετείο δεν άφησε αδίκαστη αίτηση και συγκεκριμένα βάση της αγωγής για κτήση του επίδικου ακινήτου (εκ μέρους των εναγόντων αυτών) με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού από την επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι δεν περιείχετο βάση τακτικής χρησικτησίας, ενώ εκείνη της έκτακτης χρησικτησίας ήταν αόριστη, καθώς παρακάτω ειδικότερα εκτίθεται. Περαιτέρω, το Εφετείο με το να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως αόριστη ως προς τη βάση της περί κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, λόγω μη αναφοράς των πράξεων νομής, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Επομένως, είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, ο οποίος αληθώς αποδίδει πλημμέλεια μόνο από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τους αριθ. 1 και 8 του ιδίου άρθρου, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο).

3. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 2, 4, 10, 12, 16, 20 και 70 του από 15/28-7-1939 β.δ. "περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας", που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η παραχώρηση του επιδίκου ακινήτου στην δικαιοπάροχο των διαδίκων (1932), συνάγεται ότι, μετά παρέλευση έτους από την πληρωμή ολοκλήρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας ασχέτως της εκδόσεως παραχωρητηρίου και της μεταγραφής αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε προ της 11-11-1944 λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ότι εξοφλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 του ν. 18/1944 και 1§ 3 του α. ν. 1073/1946. Επομένως, μετά παρέλευση έτους από της κατά τα άνω πλασματικής εξόφλησης του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1915 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ν. ΒΧΗ/1912, ν. δ. 12.4/16.5.1926 ΑΜ. 1534/1938), παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου (ΑΠ 2010/2009, ΑΠ 1137/2009). Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία), αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα οι υλικές και εμφανείς πάνω σ` αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ν. 30 Κ (512) Βασ. 117 (19,2) ν.μον. παρ. 13 Κ (5,13) ν. 13 παρ. 3 Π (23,5) Νεαρ. Λέοντος 20 υπ` 22 και Νεαρ. Ιουστιν. 91 κεφ. Α) και οι οποίες κατά το άρθρο 78 Εισ.Ν.ΑΚ. εφαρμόζονται σε προίκες που είχαν συσταθεί προ της ισχύος του ΑΚ, κύριος προικώου αδιατίμητου ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου είναι ο προικολήπτης σύζυγος, μετά δε το θάνατο αυτού η κυριότητα περιέρχεται αυτοδικαίως στην επιζώσα σύζυγο, χάριν της οποίας η προίκα είχε συσταθεί. Αν ο προικοδότης δεν είναι κύριος ή το προικοσυμβόλαιο έχει κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα που αποκλείει την κτήση της κυριότητας, ο προικολήπτης δεν καθίσταται κύριος(ΑΠ 970/2007). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση αυτών και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι και τα αναγκαία, κατά νόμο, περιστατικά, προς στήριξη της αγωγής ή κάποιας νόμιμης ένστασης. (Ολ.ΑΠ 28/1997 και ΑΠ 48/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία ισογείου ορόφου) στη διασταύρωση των οδών …και …, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων, παραχωρήθηκε για προσφυγική αποκατάσταση στη Σ. Σ. προσωρινώς από το έτος 1932, με την 21300/1932 απόφαση του τότε Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας και οριστικώς κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή δυνάμει, του νομίμως μεταγραφέντος, 4348/1947 οριστικού παραχωρητηρίου του ίδιου Υπουργείου. Η ως άνω κυρία του επιδίκου, ήδη από το έτος 1935 οπότε η κόρη της Κ. τέλεσε γάμο με τον αξιωματικό Κ. Μ. τους εγκατέστησε σ` αυτό, το δε έτος 1939, με το .../1939 προικοσυμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ......................... συνέστησε υπέρ αυτών επιτρεπώς κατά το άρθρο 12 παρ. 3 του από 28.7.1938 ΒΔ/τος, "περί κωδικοποιήσεως της περί αυτών προσφύγων νομοθεσίας"αδιατίμητη προίκα υπέρ αυτών παρακρατώντας δικαίωμα οικήσεως σε τμήμα του ακινήτου το οποίο και άσκησε μέχρι το έτος 1957 οπότε απεβίωσε. Από την ως άνω σύσταση της προίκας ο Κ. Μ. υπό την ιδιότητα του προικολήπτη ασκούσε συνεχώς επί του επιδίκου πράξεις νομής διάνοια κυρίου, με καλή πίστη, και μετά το θάνατο της συζύγου του Κ. το έτος 1960, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της από κοινού με την συγκληρονόμο κόρη τους Μ., και οι δύο αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την .../1969 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ...................... , που μεταγράφηκε νομίμως. Ειδικότερα, ο Κ. Μ. πέραν του ότι κατοικούσε στο επίδικο με την οικογένεια του και αποπλήρωσε, σε εκτέλεση υποχρέωσης που είχε αναλάβει με το προικοσύμφωνο, με δικά του χρήματα το τίμημα της παραχώρησης των δραχμών 29.000 και εκπλήρωνε τακτικώς τις υποχρεώσεις για δημοτικά τέλη κλπ., ενήργησε κατά καιρούς επισκευές και προσθήκες επίσης με δικά του χρήματα, μετέτρεψε το ένα δωμάτιο της οικίας σε κατάστημα, όταν δε υπηρετούσε στην επαρχία εκμίσθωνε προς τούτους το κατάστημα και το διαμέρισμα και εισέπραττε μόνος τα μισθώματα.

Συνεπώς, ήδη κατά το 1966 είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο των Κ. Μ. και Μ. Μ. κατά προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, εικοσαετής, από την εισαγωγή του αστικού κώδικα, νομή διάνοια κυρίων χωρίς το δικαίωμα τους να αμφισβητηθεί απ` οποιονδήποτε εκτός της περιπτώσεως της αγωγής νια την οποία γίνεται κατωτέρω λόγος και ως εκ τούτου έκτοτε κατέστησαν συγκύριοι του με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι το ως άνω προικοσυμβόλαιο δεν είχε μεταγραφεί. Σημειωτέον ότι η κυριότητα τους κρίθηκε με την 4204/1974 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία επικύρωσε η 1945/1975 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, σε δίκη επί αγωγής διανομής του επιδίκου ως επικοίνου, την οποία άσκησε και κατ` αυτών ο εκ των εναγόντων Δ. Π. Σ. Ειδικότερα, η αγωγή απορρίφθηκε τελεσιδίκως, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι οι Κ. Μ. και Μ. Μ. ήταν κύριοι του ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (1970). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Κ. Μ., που απεβίωσε το έτος 1996, με την .../1991 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Λάρισας ....................... , που δημοσιεύθηκε νομίμως, εγκατέστησε κληρονόμο επί του μεριδίου του στο επίδικο την κόρη του Μ.. Η τελευταία αποδέχθηκε την κληρονομιά του με τη νομίμως μεταγραφείσα .../1997 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών .................... και, συνεπώς, από το χρόνο του θανάτου του Κ. Μ. κατέστη αποκλειστική κυρία όλου του ακινήτου. 

Κατ` ακολουθίαν, οι εναγόμενοι (μισθωτές του ακινήτου από το έτος 1986) προς τους οποίους η ανωτέρω Μ. ήδη συζ. Ν. το πώλησε με το .../2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ................. , που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησαν από κυρία και για νόμιμη αιτία και ως εκ τούτου κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου. Τα διατυπωθέντα με την έφεση παράπονα περί νομικού σφάλματος της εκκαλουμένης, διότι δέχθηκε την ένσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων, παρόλο που δεν επικαλούνται ότι οι δικαιοπάροχοι τους, συγκληρονόμοι με τους ενάγοντες του επιδίκου με απώτατη κοινή δικαιοπάροχο τη Σ. Σ., και επομένως συγκύριοι (δεδομένου ότι κατά το θάνατο της δεν είχε συμπληρωθεί από κανένα χρόνος χρησικτησίας) δεν κατέστησαν γνωστό ότι νέμονται το όλο και όχι μόνο το μερίδιο που κληρονόμησαν διάνοια κυρίου είναι απορριπτέα. Τέτοια επίκληση δεν ήταν αναγκαία εφόσον κατά τα εκτιθέμενα (και αποδειχθέντα άλλωστε, κατά τα προαναφερόμενα) οι Κ. Μ. και Κ. Μ. νέμονταν ιδίω και όχι κληρονομικά) δικαιώματι εγκαταστάθηκαν στη νομή προ του θανάτου της Σ. Σ. ήσαν νομείς και κατά το χρόνο του θανάτου και ως εκ τούτου η νομή την άσκηση της οποίας συνέχισαν δεν περιλαμβανόταν στην κληρονομιά της. Σημειωτέον ότι η σχετική διεκδικητική αγωγή που ήταν αντικείμενο της κληρονομιάς έχει οπωσδήποτε υποκύψει σε παραγραφή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή, αναφορικά με τους υπόλοιπους ενάγοντες, πλην των δευτέρου και τρίτης από αυτούς, (ως προς τους οποίους η αγωγή απερρίφθη ως μη νόμιμη), κατ` αποδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρότειναν οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Κρίνοντας το Εφετείο, ότι οι Κ. και Μ. Μ. έγιναν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με το συνυπολογισμό και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Κ. Μ. (συζύγου του πρώτου και μητέρας της δεύτερης), δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 1045, 974 και 1051 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό τους, ούτε εκείνες των άρθρων 17 του β.δ 330/1960 και 2 του α.ν 1539/1938, που δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, ούτε καμία από τις άλλες διατάξεις που επιπλέον αναφέρουν οι αναιρεσείοντες με τους σχετικούς λόγους αναίρεσης που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω. Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος κατά το πρώτο μέρος του, έβδομος και όγδοος, κατά πρώτο και το τρίτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τ` αντίθετα είναι αβάσιμοι. Ας σημειωθεί ότι η αιτίαση που διατυπώνεται με τον ως άνω τέταρτο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί νομή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Μ. Μ. (μετά το θάνατο της μητέρας της) στο επίδικο ακίνητο και κατά το χρόνο που αυτή ήταν ανήλικη, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 127 ΑΚ, είναι προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο, ούτε εξάλλου προκύπτει από την από 27-2-2007 έφεση τους, ότι προέβαλαν σχετικό ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, που προβάλλεται με τους ανωτέρω τρίτο και έβδομο λόγους αναίρεσης, ότι δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος έκτακτης χρησικτησίας (στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων), αφού από την κατά την κατά το έτος 1947 μεταγραφή του οριστικού παραχωρητηρίου και την εξόφληση του τιμήματος, οπότε και ήταν, κατ` αυτούς, δυνατή η έναρξη χρησικτησίας, και μέχρι το 1966, (που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι είχαν τη νομή οι ανωτέρω), δεν παρήλθε εικοσαετία, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, μετά την παρέλευση έτους από την πλασματική αποπληρωμή του τιμήματος, δηλαδή μετά την 11-11-1945, το επίδικο ακίνητο (που είχε παραχωρηθεί πριν την 11-11-1944) ήταν δεκτικό χρησικτησίας και κατά συνέπεια, (σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης), από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2- 1946) και μέχρι και το 1966 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας.

Περαιτέρω, έτσι, όπως παραπάνω, έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των Κ. Μ. και Μ. Μ. με έκτακτη χρησικτησία, αφού εξέθεσε σ` αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήσαν αναγκαία για την απόκτηση εκ μέρους αυτών της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο με τον εν λόγω πρωτότυπο τρόπο και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων του ΑΚ, τις οποίες και εφάρμοσε. Δεν απαιτείτο δε για την νομική πληρότητα της απόφασης η αναφορά του ποσοστού κατά το οποίο νέμονταν το επίδικο ακίνητο καθένας από τους Κ. και Μ. Μ., δεδομένου ότι η τελευταία, κατά τα αναφερόμενα σ` αυτή (απόφαση) κατέστη συννομέας του επιδίκου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας κατά το 1960 μητέρας της Κ. Μ., ήτοι κατά το ανήκον σ` αυτή (από το νόμο) ποσοστό εξ αδιαιρέτου, ούτε ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων νομής (εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων) μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Ενώ δεν υπάρχει ασάφεια (της προσβαλλόμενης απόφασης) εκ του ότι δεν προσδιορίζεται σε ποιον από τους δικαιοπαρόχους των Κ. Μ. και Μ. Μ. αναφέρεται ο ανωτέρω συνυπολογισμός της νομής, αφού είναι προφανές ότι αυτός (συνυπολογισμός) αναφέρεται στη νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου τους, ήτοι της Κ. Μ., η οποία, όπως προκύπτει από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της αναιρεσιβαλλόμενης νεμόταν το επίδικο ακίνητο (από την εισαγωγή του Α Κ και μέχρι το θάνατό της) αυτοπροσώπως και δια του συζύγου της, ο οποίος, σημειωτέον, δεν είχε καταστεί κύριος του αδιατίμητου προικώου λόγω μη μεταγραφής του προικοσυμβολαίου. Επομένως, οι τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και όγδοος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Κατά το μέρος, εξάλλου, που με τους λόγους αυτούς οι αναιρεσείοντες πλήττουν την εκτίμηση της ουσίας των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο και ειδικότερα την αξιολόγηση, ανάλυση και στάθμιση των επιμέρους αποδεικτικών μέσων, οι ίδιοι λόγοι είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

4. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 λόγος αναίρεσης συντρέχει όταν υπάρχει παράβαση (ευθεία και εκ πλαγίου) ουσιαστικού κανόνος δικαίου εφόσον ο κανόνας αυτός απετέλεσε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει όταν ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας ιστορικώς μόνο αναφέρεται στην απόφαση και μάλιστα σε αιτιολογίες πλεοναστικές που δεν στηρίζουν το διατακτικό της. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, από τους αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ψέγουν το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι "η σχετική διεκδικητική αγωγή που ήταν αντικείμενο της κληρονομιάς έχει οπωσδήποτε υποκύψει σε παραγραφή", χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό του χρονικού σημείου έναρξης και συμπλήρωσης αυτής (παραγραφής), παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 249, 251, 1094,1095, 981 εδ. α` και 974 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που εκ περισσού εκφέρθηκε δεν στηρίζει το διατακτικό της.

5. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994 1113, 1884 ΑΚ, συνάγεται ότι ο συγκληρονόμος, ως συγκοινωνός, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών κληρονόμων, στους οποίους αυτοδικαίως και χωρίς να ενεργήσουν υλικές πράξεις σε αυτό, περιέρχεται η σύννομη του, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, που είχε τη νομή του. Δεν μπορεί δε ο συγκληρονόμος να αντιτάξει κατά των λοιπών κληρονόμων κτητική παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστό σ` αυτούς ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό κληρονομιαίο πράγμα αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος και από τη γνωστοποίηση αυτή παρέλθει η απαιτούμενη για τη χρησικτησία εικοσαετία. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη της κοινωνίας κατά τον χρόνο έναρξης της αποκλειστικής νομής από μέρους εκείνου που προβάλλει την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, και, επομένως, δεν έχει εφαρμογή όταν κατά την ίδρυση της κοινωνίας, έχει ήδη αρχίσει και εξακολουθεί υφισταμένη η νομή χρησικτησίας, αφού ο αρχικός νομέας έχει ήδη απολέσει την νομή, ενώ ως προς τον χρησιδεσπόζοντα η ίδρυση της κοινωνίας στο δικαίωμα της κυριότητος δεν επιφέρει αυτοδικαίως απώλεια της νομής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό ότι οι Κ. Μ. και Κ. Μ. εγκαταστάθηκαν στη νομή του επίδικου ακινήτου πριν από το θάνατο της Σ. Σ. (1957) και νέμονταν αυτό και κατά το χρόνο θανάτου της, ιδίω και όχι κληρονομικώ δικαιώματι, και κατά συνέπεια δεν απαιτείτο οι χρησιδεσπόζοντες να γνωστοποιήσουν στους συγκληρονόμους της Σ. Σ., μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, (προκειμένου να αντιτάξουν κατ αυτών κτητική παραγραφή) την πρόθεση τους να νέμονται το επίδικο αποκλειστικά για δικό τους λογαριασμό, αφού δεν υπήρχε νόμιμη σχέση κοινωνίας μεταξύ τους. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης, κατά το έβδομο μέρος του, από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση της (ευθείας και εκ πλαγίου) παραβίασης των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι αβάσιμος.

6. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 953, 954,1002 και 1117 ΑΚ, 1 και 14 του ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1 και 2 του ν.δ. 1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου"προκύπτει, ότι, εκτός από τις περιπτώσεις σύστασης οροφοκτησίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 480 Α` ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 11.του ν.1562/1985 ή τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 του τελευταίου νόμου, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή, είτε με σύμβαση του κυρίου και του αποκτώντος, είτε με σύμβαση μεταξύ των συγκυρίων του όλου ακινήτου, είτε με διάταξη τελευταίας δήλωσης, όχι όμως και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, η οποία, ας σημειωθεί, είναι δυνατή μόνο επί συνεστημένης ήδη χωριστής κυριότητας ορόφου ή διαμερίσματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση και αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή (σελ.2), η επίδικη οικία, με το εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του οικοπέδου της, αποτελεί αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1029 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, και κατά συνέπεια ήταν επιτρεπτή η απόκτηση της με χρησικτησία. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης, κατά το όγδοο μέρος του, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων απέκτησαν την κυριότητα της επίδικης οικίας με έκτακτη χρησικτησία, παραβίασαν τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, είναι αβάσιμος.

7. Επειδή, οι αναιρεσείοντες με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγουν το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι συστάθηκε νομίμως υπέρ του προικολήπτη Κ. Μ. αδιατίμητη προίκα καθώς και δικαίωμα οίκησης υπέρ της προικοδότριας (Σ. Σ.), χωρίς μεταγραφή του προικοσυμβολαίου, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 3 του από 28-7-1938 β.δ, 1183, 1187, 1143 και 1033 ΑΚ. Επίσης οι αναιρεσείοντες, με τον όγδοο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενοι την ίδια ως άνω αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 1, καθώς και εκείνη του αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, α) με το δεύτερο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι ο Κ. Μ. υπό την ιδιότητα του προικολήπτη ασκούσε επί του επιδίκου ακινήτου πράξεις νομής με καλή πίστη, χωρίς το προικοσυμβόλαιο να μεταγραφεί, παραβίασε, (ευθέως και εκ πλαγίου), τις ουσιαστικού διατάξεις των άρθρων 1041 και 1045 ΑΚ, β) με το τέταρτο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι ο Κ. Μ. έγινε συγκύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ, δεδομένου ότι τα προικώα εξαιρούντο της χρησικτησίας κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) με το πέμπτο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι αυτοί (αναιρεσείοντες) δεν είχαν καταστεί, λόγω του θανάτου της μητέρας τους Σ. Σ. (κυρίας του επιδίκου) αυτοδικαίως συννομείς της κληρονομιάς της, στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 983, 1041, 1043, 1193, 1195, 1199, 1710 και 1846 ΑΚ και δ) με το έκτο μέρος του, διότι, με το να προσμετρήσει στο χρόνο νομής των Κ. Μ. και Κ. Μ. επί του επιδίκου ακινήτου εκείνο της Σ. Σ. για την κτήση της κυριότητάς τους με έκτακτη χρησικτησία παραβίασε (ευθέως και εκ πλαγίου) την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ. Ολοι οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι: α) δεν υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης για απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους του προικολήπτη, (ούτε και σύσταση του πιο πάνω δικαιώματος της οίκησης), με παράγωγο τρόπο (λόγω προίκας), για το λόγο όπως ρητά αναφέρεται σ` αυτήν (απόφαση) το σχετικό προικοσυμβόλαιο δεν έχει μεταγραφεί, β) η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων υπό την ισχύ του ΑΚ, και κατά συνέπεια η ύπαρξη ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο του νομέα είναι αδιάφορη, γ) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ενόψει των πιο πάνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ, την εφαρμογή της οποίας, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται να προτείνουν οι αναιρεσείοντες, δ) η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε (ανελέγκτως) ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν στη νομή της Σ. Σ. κατά το χρόνο θανάτου της (1957) και, συνεπώς, δεν έχουν εφαρμογή οι επικαλούμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ε) δεν υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί προσμέτρησης στο χρόνο νομής των Κ. Μ. και Κ. Μ. εκείνου της νομής της Σ. Σ., η οποία, όπως αναφέρεται στην απόφαση, από το έτος 1935 παρέδωσε τη νομή στους τελευταίους λόγω προίκας.

8. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθ. 11περ. γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που αυτοί νόμιμα, μεταξύ άλλων, προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής τους και το ουσία αβάσιμο της ένστασης ιδίας κυριότητας των αντιδίκων τους. Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: α) Το 4348/1947 παραχωρητήριο του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας με τη σχετική βεβαίωση μεταγραφής του, β) την 17584/1968 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) το 637/1968 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου με τη σχετική βεβαίωση μεταγραφής του, δ) τις .../1966 και .../1966 πράξεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Κηφισιάς .............................. με τις σχετικές βεβαιώσεις μεταγραφής τους, ε) την ../1982 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Βύρωνα, τα από 7-12-1982και 5507/19-4-1990 πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών και τα 19087/2002 και 18992/2002 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών και στ) τις από 19-3-1969 και 14-4-1970 αγωγές διανομής του Δ. Σ. και τις πρωτόδικες προτάσεις και τη συνημμένη σ` αυτές προσθήκη-αντίκρουση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτήν βεβαίωση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής δεν γεννάται καμία απολύτως αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα ως άνω έγγραφα, το πρώτο από τα οποία ρητά μνημονεύεται σ` αυτή, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για την στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού πορίσματός του.

9. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ` αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφαση του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ένατος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος.

10. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Γενικά, για να είναι ορισμένος ένας λόγος αναίρεσης δεν αρκεί η απλή μνεία του αριθμού του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προβλέπει το σχετικό λόγο, ούτε η επανάληψη του κειμένου της σχετικής διάταξης, χωρίς να προσδιορίζονται τα αναγκαία στοιχεία, που, σύμφωνα με αυτήν, απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης. Ειδικότερα, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 λόγο αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται, στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, ήτοι τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά, όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο, όταν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Και στις δύο δε περιπτώσεις (της παρά το νόμο λήψης ή μη λήψης υπόψη) πρέπει να αναφέρεται ποία επίδραση ασκούσε στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός. Περαιτέρω, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 12 λόγο αναίρεσης, για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, θα πρέπει επίσης να εξειδικεύεται το αποδεικτικό μέσο και να αναφέρεται στο αναιρετήριο, για την απόδειξη ποιου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο, ποια επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης, ποία αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε σ` αυτό από το δικαστήριο της ουσίας και ποίο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδουν στο Εφετείο την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 8 περ.α` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, οι αναιρεσείοντες, με τον ίδιο λόγο, κατά το τέταρτο μέρος του, ψέγουν το Εφετείο, διότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Οι προβαλλόμενες με το λόγο αυτό αιτιάσεις είναι απορριπτέες προεχόντως ως αόριστες διότι οι αναιρεσείοντες α) δεν προσδιορίζουν ποίοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και δεν λήφθηκαν υπόψη και β) δεν αναφέρουν ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα ως προς τα οποία το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη τους και δεν προσδιορίζουν ποία αποδεικτική δύναμη προσέδωσε σ` αυτά το Εφετείο και ποίο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης.

Μετά απ` όλα τα προεκτιθέμενα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος των ηττώμενων αναιρεσειόντων ελλείψει σχετικού αιτήματος των αντιδίκων τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-1-2011 αίτηση του Θ. Σ. και λοιπών ομοδίκων του για αναίρεση της υπ` αριθμ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Οθωμανικό δίκαιο «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274. Παραχώρηση ακινήτων που αποτελούσαν κατηγορία δημοσίων γαιών, σε ιδιώτες. Με τη παραχώρηση αυτή δεν προσποριζόταν στον ιδιώτη η κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), περιεχόμενο του οποίου ήταν ορισμένη ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους, που ..710/2014 ΑΠ.

Previous: Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει...388/2014 ΑΠ
$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

710/2014 ΑΠ ( 638092) 
Οθωμανικό δίκαιο «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274. Παραχώρηση ακινήτων που αποτελούσαν κατηγορία δημοσίων γαιών, σε ιδιώτες. Με τη παραχώρηση αυτή δεν προσποριζόταν στον ιδιώτη η κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), περιεχόμενο...
του οποίου ήταν ορισμένη ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους, που αναφερόταν στον τίτλο. Μόνο για τις καλλιεργήσιμες δημόσιες γαίες αρκούσε η συνεχής και ανεμπόδιστη κατοχή και καλλιέργεια τους επί δεκαετία για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης εγκατάστασης, ισοδύναμης προς εκείνο της διηνεκούς εξουσίασης όχι όμως και για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τα λιβάδια για την εξουσίαση των οποίων ήταν αναγκαία η έκδοση ταπίου. Η παραχώρηση σε ιδιώτες ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών με άλλον τρόπο, πλην της χορηγήσεως ταπίου ήταν ανίσχυρη και δεν μπορούσε να προσπορίσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σ’ αυτούς, πολύ περισσότερο να καταλύσει την κυριότητα του δημοσίου και να δημιουργήσει κυριότητα του ιδιώτη. Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο δημόσιο. Προϋποθέσεις. Αναίρεση. Στέρηση νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών από την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων για τη κτήση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Αναιρεί την υπ’αριθμ. 450/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει.


  
Αριθμός 710/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Ο., ο οποίος δεν παραστάθηκε, διότι απεβίωσε στις 21/3/2011, όπως αναφέρεται στην από 8/3/2013 κλήση και κληρονομήθηκε από τις καλούσες: 1) Κ. χήρα Ν. Σ., το γένος Χ. Ν. και 2) Ε. Σ. του Ν. .. . .. οι οποίες συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Ψαρά.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/6/2003 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 315/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 450/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 17/6/2010 αίτησή του και οι καλούσες με την από 8/3/2013 κλήση τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 7/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των καλουσών ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ.περ.α, 287, 291 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως ρητώς με δήλωση των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση αλλά και σιωπηρώς με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε την 21-3-2011 δηλαδή μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Κ. Σ. και από τη θυγατέρα του Ε. Σ., οι οποίες με την από 8-3-2013 κλήση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, γνωστοποίησαν στο αναιρεσείον το θάνατο του τελευταίου και δήλωσαν ότι συνεχίζουν για εκείνον τη διακοπείσα δίκη. Ο θάνατος του αναιρεσιβλήτου και η συγγενική σχέση που στηρίζει την κληρονομική διαδοχή του αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη θανάτου, το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης καθώς και το πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα περί μη δημοσίευσης διαθήκης αυτού.

Συνεπώς νομίμως επαναλήφθηκε η προκειμένη δίκη και παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης.

Επειδή σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3, 9, 12, 13, 19, 30, 34, 49, 68, 71, 78 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών"της 7ης Ραμαζάν 1274, τα ακίνητα κτήματα διακρίνονται α) σε ιδιόκτητα (μούλκια), τα οποία έχουν στην πλήρη και απόλυτη κυριότητα τους αυτοί που τα εξουσιάζουν β) στα δημόσια (μιριγιέ) στα οποία περιλαμβάνονται τα χωράφια, οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων), οι λειμώνες (τσάιρια), τα δάση, καθώς επίσης και τα μέρη στα οποία υπάρχουν δένδρα, που δεν τα φυτεύει κανένας γ) στα αφιερωμένα σε έναν ευαγή σκοπό (μεβκουφέ) δ) στα εγκαταλειμμένα και ε) στα νεκρά. Η κυριότητα των δημοσίων γαιών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση στους ιδιώτες των παραπάνω ακινήτων, τα οποία αποτελούν την κατηγορία των δημοσίων γαιών γίνεται με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται "ταπί", το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου και αποτελούσε τίτλο αναγνωριστικό έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της για κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης. Η παραχώρηση αυτή δεν προσπόριζε στον ιδιώτη εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα) αλλά μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), περιεχόμενο του οποίου ήταν ορισμένη ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους, που αναφερόταν στον τίτλο. Μόνο δε για τις καλλιεργήσιμες δημόσιες γαίες αρκούσε η συνεχής και ανεμπόδιστη κατοχή και καλλιέργεια τους επί δεκαετία για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης εγκατάστασης, ισοδύναμης προς εκείνο της διηνεκούς εξουσίασης όχι όμως και για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τα λειβάδια για την εξουσίαση των οποίων ήταν αναγκαία η έκδοση ταπίου. Eτσι η παραχώρηση σε ιδιώτες ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών με άλλον τρόπο, πλην της χορηγήσεως ταπίου ήταν ανίσχυρη και δεν μπορούσε να προσπορίσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σ` αυτούς, πολύ περισσότερο δε να καταλύσει την κυριότητα του δημοσίου και να δημιουργήσει κυριότητα του ιδιώτη. Τέτοια κατάλυση της κυριότητας του δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτιο γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης μπορούσαν να προσπορίσουν. Επειδή κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ των νόμων 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), 9 παρ. 1, Β (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στη Θεσσαλία από την απελευθέρωση της δηλαδή από το έτος 1882, κατά τις οποίες , σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ. Ν.ΑΚ κρίνεται η κτήση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα, έστω και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο. Προϋπόθεση της χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο επί συνεχή τριακονταετία, με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12, Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48, Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος μπορούσε να συνυπολογίσει το χρόνο των δικαιοπαρόχων του για τη συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιοπαρόχου του, για την ειδική δε διαδοχή και μάλιστα και για τη μεταβίβαση της νομής του επιδίκου, χρειαζόταν δικαιοπραξία υποβαλλόμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, σύμφωνα με το ν. τη` της 26/10-6/11-1856 "περί μεταγραφής κλπ."Οι διατάξεις αυτές του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου δεν καταργήθηκαν με το ν. της 21-6/03- 07-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων"στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπον κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων εφαρμόζονται εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις". Η τριακονταετία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως την 11-09-1915, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, σε συνδυασμό με τρ άρθρο 21 του ΝΔ/τος της 22-4/26-05-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης"που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", αφού έκτοτε είχε ανασταλεί η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων και του χρόνου χρησικτησίας, από δε την 26-05- 1926, που ακόμα ίσχυε η αναστολή αυτή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα του Δημοσίου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία (ΟλΑΠ 75/1987). Ετσι οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου δημοσίου, ιδιωτικού δάσους ή δασικής έκτασης για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητα του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών"της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 περί εξελέγξεως τίτλου δασών και το άρθρο 2 των διασαφητικών διατάξεων της 15 Σαπάν 1276, η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα (1882), περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με την 20-6/02-07-1881 σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για την προσάρτηση τους, που κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ της 11/13-03-1882. Η τυχόν παραχώρηση σε ιδιώτη δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επ` αυτών γίνεται μόνον με την έκδοση ειδικού τίτλου (ταπίου), με τον οποίο οι ιδιώτες δεν αποκτούν δικαίωμα κυριότητας στα ακίνητα αυτής της κατηγορίας, καθ` όσον εξακολουθούν να ανήκουν στο Τουρκικό Δημόσιο. Επειδή κατά το άρθρο 1 του Ν.2074/1920, οι βοσκήσιμες γαίες, οι οποίες, είχαν αφεθεί στην κοινή χρήση κατά τα άρθρα 94, 95, 96, 98, 99 εδ1, 100, 101 και 102 του από 7 Ραμαζάν 1274 (1856), τουρκικού νόμου περί γαιών, καθίστανται περιουσίες των συνοικισμών υπέρ των κατοίκων των οποίων είχαν ανέκαθεν προορισθεί παραχωρούμενες στην πλήρη κυριότητα και κατοχή αυτών, αναγνωριζομένων ως νομικών προσώπων, κατά δε το άρθρο 12 του Ν. 1051/1917 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2 του Ν. 2074/1920, η περιουσία συνοικισμού αναγνωριζομένου εις ιδίαν κοινότητα, καθίσταται από της ισχύος του νόμου τούτου περιουσία της κοινότητας που αποτελέσθηκε από το συνοικισμό. Ο προσδιορισμός της έννοιας των γαιών που έχουν αφεθεί ή εγκαταλειφθεί στην κοινή χρήση γίνεται με ευθεία παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του περί γαιών νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856).

Από τις διατάξεις αυτές και ειδικότερα εκείνες των άρθρων 1 παρ. 4, 5 παρ. 2 και 91-102 του νόμου αυτού προκύπτει ότι οι γαίες που είχαν αφεθεί στην κοινή χρήση μεταξύ των οποίων και οι βοσκήσιμες εκτάσεις, αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία γαιών, διαφορετική από εκείνη των δημοσίων γαιών, διότι ανήκαν μεν, όπως και οι τελευταίες στο Οθωμανικό Δημόσιο (Κράτος), αλλά ενώ στις δημόσιες γαίες παραχωρείτο στους ιδιώτες υπό ορισμένες προϋποθέσεις το δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), στις καθιερωμένες στην κοινή χρήση γαίες απαγορευόταν η εξουσίασή τους από ιδιώτη με οποιονδήποτε τρόπο και αυτές παραχωρούντο είτε επισήμως με την έκδοση αυτοκρατορικών διαταγμάτων (σουλτανικών φιρμανιών) είτε και απλώς κατ` ανοχή του τουρκικού κράτους στην αποκλειστική χρήση της ολότητας των κατοίκων ενός ή περισσοτέρων χωρίων ή κωμοπόλεων το δικαίωμα των οποίων είχε κατοχυρωθεί ως απαράγραπτο με το άρθρο 102 του νόμου περί γαιών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του Β.Δ/τος της 12-12-1833 που έχει ισχύ νόμου "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοιδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834"όλα τα λειβάδια (ή βοσκοτόπια) για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) δηλαδή έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία υπέρ ιδιώτη, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Εξάλλου από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του Βυζαντινορωμαικού δικαίου, 18, 21 του ν. της 21.6/03-07-1837, 21 του ΝΔ/τος της 22.4/16-05-1926, 60 ν. ΣΟΖ71855 και 12 παρ. 1 του ν. ΔΝΖ/1912 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη και υπό ιδιωτών εφόσον αυτοί τους ενέμοντο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριάντα χρόνια μέχρι και την 11-09-1915.

Επίσης κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ των ν. 12 πανδ. (18.7), ν. 14 παρ. 8 πανδ. (11.7), ν. 69 πανδ. (29.2), οι οποίες έχουν εφαρμογή όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 92 Εισ. Ν.ΑΚ), οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται όλοι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, που ορίζει ο νόμος 2310/1920 "περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής"εκτός από τους οικείους δηλαδή τα τέκνα που τελούσαν υπό την πατρική εξουσία κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούν την επαχθείσα σ` αυτούς κληρονομιά με μονομερή δήλωση της βουλήσεως τους για αποδοχή αυτής (υπεισέλευση στην κληρονομιά). Η δήλωση αυτή, που αποτελεί μη απευθυντέα δικαιοπραξία, εκφράζεται είτε ρητώς (εγγράφως ή προφορικώς) είτε σιωπηρώς συναγόμενη από τις πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση ανάμιξης στην κληρονομιά και απόκτηση αυτής χωρίς να απαιτείται πανηγυρικώς τύπος γι` αυτήν (ΑΠ 995/2012). Περαιτέρω επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, η οποία θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση (1033 ΑΚ) ο ενάγων αρκεί να προβάλει όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος δηλαδή να αναφέρει στην αγωγή το μεταβιβαστικό της κυριότητας τίτλο και η μεταγραφή του, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του επιδίκου. Αν δε αμφισβητηθεί ειδικά ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του ενάγοντος είχε το δικαίωμα, οφείλει ο ενάγων κατά παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του της πρώτης συζήτησης να ισχυρισθεί και να αποδείξει τα περιστατικά που στηρίζουν τη κτήση κάποτε του δικαιώματος από το δικαιοπάροχο του και ανάλογα με την έκταση της αμφισβήτησης και των απωτέρων μέχρι τη συμπλήρωση πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών (χρησικτησία). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ`ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ως ζητήματα δε των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση με την αναίρεση προσβάλλεται η 450/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που απέρριψε κατ` ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 315/2006 της απόφασης του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δίκασε κατ` αντιμωλία των διαδίκων, αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του αναιρεσιβλήτου, που στηριζόταν στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου και στον πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), την οποία δέχθηκε ως κατ` ουσίαν βάσιμη. Oπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε με αυτήν ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Εις τον ενάγοντα δυνάμει της από 28-2-1961 ιδιογράφου διαθήκης του αποβιώσαντος της 30-10-1966 πατρός του Ο. Σ., δημοσιευθείσης και κηρυχθείσης κυρίας δια των υπ` αριθμ. 9/1968 πρακτικών συνεδριάσεως και αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την οποία απεδέχθη δια της νομίμως μεταγραφείσης εις τα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου .... ...... δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ........, περιήλθε μία έκταση εμβαδού 2.168.543,90 τμ. Κείμενη εις την θέση "Αύρα"ή "Ζάσθενη""Ζάσταινη"της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σηπιάδας-πρώην Κοινότητας Αργαλαστής, όπως εμφαίνεται εις το από Ιουνίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα ......... συνορευόμενη ........ Το προπεριγραφόμενον ακίνητο περιήλθε εις την κυριότητα του αμέσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος δυνάμει του υπ` αριθμ. .../1930 διανεμητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Αργαλαστής, .................... , μεταγραφέντος νομίμως, κατά το οποίο διανεμήθηκε μεγαλύτερη έκταση περιελθούσα εις τον πατέρα του ενάγοντος και τον αδελφό του Γ. Σ. ισομερώς εξ αδιαιρέτου δυνάμει της υπ` αριθμ. 531/1928 αποφάσεως του Δικαστηρίου των εν Βόλω Πρωτοδικών, μεταγραφείσα .........., κατά την οποία διανεμήθηκε μεγαλύτερη έκταση, είχαν δεν αποκτήσει ποσοστό εξ αδιαιρέτου 1/8 του όλου ακινήτου εκτάσεως 6.000 στρεμμάτων δια του νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου πωλήσεως του συμβολαιογράφου .... πλέον δε και 1/8 εξ αδιαιρέτου δια του μεταγεγραμμένου συμβολαίου .....του συμβολαιογράφου........... , αντιστοίχως από τους Π. Κ. και Ε. Κ. και Χ. Γ. και Ά. συζ. Χ. Γ. Εις τους προαναφερόμενους απώτερους δικαιοπαρόχους του είχε περιέλθει, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου ..../1914 συμβολαίου του συμβολαιογράφου......., ενώ εις τους δικαιοπαρόχους αυτών περιήλθε εκ κληρονομικής διαδοχής την οποία απεδέχθησαν και μετέγραψαν. Εις τον απώτερον δικαιοπάροχον των προαναφερομένων Κ. Ι. Α. είχε περιέλθει το ακίνητο κατά κυριότητα, νομή και κατοχή εκ κληρονομιάς της αποβιώσασας το έτος 1895 συζύγου του Ά. Α., εις την οποία περιήλθε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή ποσοστόν 1/2 αδιαιρέτου του όλου ακινήτου με αγορά από την Π. συζ. Δ. Φ. κατά το έτος 1863, δηλαδή επί τουρκοκρατίας της Θεσσαλίας δυνάμει του αριθμ. 62 της πέμπτης (5) μηνός Ραμαζάν του έτους εγήρας 1280, (ήτοι 1863) συμβολαίου Χοτζετίου του ιεροδικαστού της Υποδιοικήσεως Βόλου. Πρέπει να λεχθεί ότι η άνω Π. Φ. με το προδιαληφθέν συμβόλαιο το έτερον 1/2 εξ αδιαιρέτου επώλησε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή εις την Α. Κ. Γ., περιήλθε δε το προπεριγραφόμενο ευρυτέρας εκτάσεως ακίνητο εις την Π. Φ. κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή από αγορά από την Κοινότητα Αργαλαστής, κατά το έτος 1843 και χρησιμοποιούνταν ως χορτολιβαδική έκταση. Επομένως, από το έτος 1863, ότε οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος απέκτησαν το επίδικο με το άνω συμβόλαιον Χοτζέτι μέχρι το έτος 1966 κατά το οποίο ο ενάγων το απέκτησε, κατά το προδιαληφθέντα με κληρονομική διαδοχή, όλοι οι δικαιοπάροχοι αυτού το ενέμοντο αδιάκοπα με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτου, καθόσον το κατείχαν με τίτλο ("Χοτζέτι") κι εν συνεχεία το μετεβίβασαν νομίμως με κληρονομική διαδοχή, Οι προδιαληφθείσες μεταβιβάσεις περιέχονται εις τα μεταγεγραμμένα νομοτύπως συμβόλαια, επικυρωμένα κατά τις διατάξεις του άρθρου 52 ΝΔ 3026/1954 "περί Κωδικός Δικηγόρων"αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται με επίκληση νομοτύπως, και δεν προσβάλλονται από το εναγόμενo ως πλαστά. Ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι το "Χοτζέτι"δεν αποτελούσε επίσημο οθωμανικό τίτλο, αναγνωρισμένο από τους οθωμανικούς νόμους, αποτελών τον πρώτον λόγος της ένδικης εφέσεως, κρίνεται αβάσιμος καθόσον το "Χοτζέτι"αποτελούσε τίτλο Ιεροδικαστηρίου μέχρι τα έτη 1860-1870 προ του κτηματολογίου εις την Οθωμανική αυτοκρατορία και ισοδύναμον τίτλον του "ταπίου". Περαιτέρω απεδείχθη ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, και αν θεωρηθεί ότι δεν απέκτησε ο τελευταίος την κυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγον τρόπον, από το έτος 1882, ότε ενσωματώθηκε η Θεσσαλία εις το Ελληνικό Κράτος, μέχρι το έτος 1915, ήτοι επί τριακονταετία, ασκούσαν νομή με διάνοια κυρίου με καλή πίστη, χρησιμοποιούσαν το επίδικο ως χορτολιβαδική έκταση, καλυπτόμενη από νανώδη και ποώδη άγρια βλάστηση, επίσης είχαν και την εκμετάλλευση του εντός του επιδίκου λατομείου, ενώ η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος Α. Κ. Γ. κατά το έτος 1913 κατέβαλε φόρους επί των βοσκησίμων γαιών...... Περαιτέρω απεδείχθη ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και αν η επίδικη έκταση χαρακτηρισθεί ως δάσος κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ως εκ της περιγραφής της μορφολογίας του ακινήτου, λαμβανομένης υπόψιν της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως ως περιγράφονται εις την έκθεση αυτοψίας κατ` έτος 1979 του Δασάρχη Βόλου, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικώς ότι "εις το βιβλίο κτηματολογίου ιδιοκτητών δασών αναγράφονται δια το δάσος Ζάσταινης (επίδικη έκταση): ιδιοκτησία, ιδιωτικον έκτασης 4.000 στρέμματα, ονοματεπώνυμον ιδιοκτητών: Δ. και Χ. Γ., Ο. Σ. και Π. Γ.εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ουδεμία διακατοχική πράξη ησκήθη ...... Ενώ οι προκάτοχοι του αιτούντος (ήδη ενάγοντος-εφεσίβλητου) διαχειρίζονται αυτήν ως ιδιωτική βάσει δικαιοπραξιών αρχομένων από το έτος 1863 και μέχρι σήμερα". Μέχρι δε την εκ του Νόμου ενδικοφανή διαδικασία την οποία ακολούθησε το Συμβούλιον Ιδιοκτησίας Δασών Λαρίσης κατ` έτος 1999 και δυνάμει της υπ` αριθμ. 134 Γνωμοδοτήσεως του απεφάνθη ότι έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση του ενάγοντος περί αναγνωρίσεως της κυριότητος του εις την επίδικη έκταση, υπήρξε αδιάκοπη νομή με διάνοι α κυρίου από το έτος 1882, ως εδέχθη και το πρωτόδικον Δικαστήριον και κρίνεται απορριπτέος ο δεύτερος λόγος της εφέσεως ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, του εναγομένου ισχυριζόμενου ότι το πρώτον οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος άσκησαν πράξεις νομής μετά το έτος 1917 επί της δασικής εκτάσεως. Επομένως, δεχθέν το πρωτοβάθμιον Δικαστήριον ότι ο ενάγων απέκτησε δικαίωμα κυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου τόσο με παράγωγον τρόπον όσον και με τις προϋποθέσεις της εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία ήταν ιδιωτική, προσμετρώντας εις τον δικόν του χρόνο και αυτόν των δικαιοπαρόχων του, και αναγνώρισαν τον ενάγοντα κύριον της προπεριγραφομένης εκτάσεως, ορθώς τον Νόμον εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ` ουσίαν την αγωγή και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου, δικαίωμα που απέκτησε με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ως εκ διαθήκης κληρονόμος του πατέρα του, την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε με μετέγραφε σχετική δήλωση αποδοχής όσον και με πρωτότυπο, έκτακτη χρησικτησία. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παραδεκτώς κατ` άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αυτό ως εναγόμενο, ρητώς αμφισβήτησε την κυριότητα των απωτέρων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, και πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι τούτο ανήκει στην κατηγορία των δημοσίων γαιών ως ανέκαθεν δάσος κατά το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του και το υπόλοιπο ήταν δασική έκταση, και εν μέρει χορτολιβαδιών σε κάθε περίπτωση δε το επίδικο στη συνολική του επιφάνεια ήταν δασική έκταση, που ανήκε ως δημόσια γη στο Τουρκικό Δημόσιο και από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως το 1881, που κυρώθηκε με το Ν.ΠΛΖ/1882 περιήλθε στην κυριότητα του, και κανείς δε χρησιδέσποσε τούτο επί τριάντα χρόνια μέχρι την 11-09-1915, ο δε ενάγων καθ` υποφορά εξέθετε στην αγωγή τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του.

Συνεπώς κρίνοντας το Εφετείο ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, χορτολιβαδική έκταση δηλαδή ακίνητο που ανήκει στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και άρα στην κυριότητα του Τουρκικού Δημοσίου και ότι τούτο μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα το 1863 στις απώτερες, δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, Α. Α. και Α. Γ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην κάθε, μια λόγω αγοράς με χοτζέτιο του Ιεροδικαστή από την πωλήτρια Π. Φ., στην οποία είχε περιέλθει κατά κυριότητα λόγω αγοράς με ιδιωτικό έγγραφο το 1843 από την πωλήτρια και κυρία αυτού Κοινότητα Αργαλαστής, απώτατη δικαιοπάροχο του ενάγοντος, υπό την εκδοχή ότι επρόκειτο για την ολότητα των κατοίκων της περιοχής που βρισκόταν το επίδικο, που αναγνωρίσθηκε μετέπειτα σε Κοινότητα Αργαλαστής, αφού ως νομικό πρόσωπο δεν υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης της κυριότητας τούτου, παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1, 2, 3, 12, 13, 19, 30, 34, 49, 68, 71, 78, 91-102 του Οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν περί γαιών, 2 και 3 των οδηγιών της 13ης Μουχαρέμ 1293 "περί εξελέγξεως τίτλων γαιών", 2 των διασαφητικών οδηγιών της 15ης Σαπάν 1276 και της 20-6/2-7-1881 σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν.ΠΖΛ της 11/13-3-1882, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, σ` ότι αφορά την κτήση της κυριότητας των απωτέρων και απωτάτων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος σε σχέση με την κύρια βάση της αγωγής, τη θεμελιούμενη στον παράγωγο τρόπο, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τούτων, αφού στα δημόσια ακίνητα μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτη, και μόνο με τη χορήγηση ταπίου από τον αρμόδιο κρατικό υπάλληλο, στη δε ολότητα των κατοίκων χωρίου ή κωμόπολης μόνο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης παραχωρείτο είτε επισήμως με σουλτανικό φιρμάνι είτε και απλώς κατ` ανοχή του Τουρκικού κράτους, ούτε δε το ταπίον ούτε το χοτζέτιο μπορούσαν να καταλύσουν την κυριότητα του δημοσίου. Ετσι η απώτατη και απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με τους προαναφερόμενους τίτλους, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάσουν τούτο σε έτερο πρόσωπο και συνεπώς δεν απέκτησε και ο ενάγων την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο. Περαιτέρω το Εφετείο στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο, κατά την επικουρική βάση της αγωγής τη θεμελιούμενη στην έκτακτη χρησικτησία, που συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος με την άσκηση συνεχούς φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίων και καλή πίστη επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια μέχρι την 11-9-1915, (ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 πανδ. (50-4), ν. 2 παρ. 20, πανδ. (41-44), 6 πανδ. (44,3), 76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 πανδ. (23.3) λόγω της παραδοχής της ότι το επίδικο ακίνητο, που αποτελούσε τμήμα μείζονος ακινήτου και προήλθε ως διαιρετό πλέον τμήμα αυτού (μείζονος ακινήτου) με δικαστική διανομή που έλαβε χώρα το 1928, είναι χορτολιβαδική έκταση είτε κατά την επάλληλη αιτιολογία της, δάσος. Ειδικότερα δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα και με πλήρη χρονική συνέχεια ποιοι ήταν οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, καθένας των οποίων άσκησε στο μείζον παραπάνω ακίνητο με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου διακατοχικές πράξεις, ως καθολικός ή ειδικός διάδοχος του προηγούμενου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας δηλαδή από το 1882 μέχρι την 11-09-1915, και πως απέκτησαν την ιδιότητα αυτή (του καθολικού ή ειδικού διαδόχου) ώστε να δικαιολογείται η προσμέτρηση στο χρόνο της χρησικτησίας του εκάστοτε νομέως και εκείνου του δικαιοπαρόχου του. Ετσι ενώ το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι το 1863 με χοτζέτιο αγόρασαν το επίδικο ακίνητο η Α. Α. και η Α. Γ. κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, δέχεται ακολούθως ότι την πρώτη που νεμήθηκε από το 1882 τούτο με καλή πίστη κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου κληρονόμησε το 1895 που πέθανε, ο σύζυγος της Κ. Α.ς, χωρίς όμως να αναφέρονται σ`αυτήν τα περιστατικά που στηρίζουν την κτήση της κυριότητας του κληρονόμου αυτού κατά το ΒΡΔ, καμμία δε αναφορά γίνεται ως προς την τύχη του υπόλοιπου 1/2 εξ αδιαιρέτου μέχρι την 11- 09-1915, δηλαδή ποιος ή ποιοι νεμήθηκαν τούτο με καλή πίστη κατά το ίδιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Περαιτέρω δέχεται το Εφετείο ότι με το .../1914 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών .... .. ... .. , που μεταγράφηκε νόμιμα, περιήλθε η κυριότητα εξ αδιαιρέτου ποσοστού του μείζονος ακινήτου στους Π. Κ., Ε.Κ., Χ. Γ. και Α.Γ. (δικαιοπαρόχους του ενάγοντος) και ότι στους δικαιοπαρόχους αυτών περιήλθε "με κληρονομική διαδοχή, την οποία αποδέχθηκαν και μετέγραψαν", χωρίς όμως να αναφέρεται ποιοι ήταν οι δικαιοπάροχοι των συμβληθέντων στο προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, ποιο είναι το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, ποιος ή ποιοι ήταν οι κληρονομούμενοι, με ποιο τρόπο κατέστησαν συγκύριοι και σε ποιο ποσοστό του μείζονος ακινήτου, πως κατέστησαν κληρονόμοι αυτών οι συμβληθέντες στο παραπάνω συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενόψει της διάκρισης των κληρονόμων και του τρόπου απόκτησης της ιδιότητας του κληρονόμου κατά το ΒΡΔ δίκαιο και σε ποιο ποσοστό ο καθένας απέκτησε την κληρονομιά, καθώς και ο χρόνος που νεμήθηκε καθένας τούτων ως εξ αδιαιρέτου συγκύριος με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη το μείζον ακίνητο.

Συνεπώς υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού από το παραπάνω αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη και σαφή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ή ότι δε συνέτρεχαν οι όροι της εφαρμογής τους. Επομένως οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. όπως ο πρώτος συμπληρώθηκε κατ`άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της ευθείας παραβίασης των προαναφερθεισών διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα αντίστοιχα, είναι βάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Ο αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), μειωμένη κατά τα άρθρο 22 παρ. 1, 3 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ. Ν. Κ.Πολ.Δ., 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και της ΥΑ (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) 134423/1992.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 450/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Λάρισας, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Αμφισβήτηση κυριότητας επί εδαφικών λωρίδων. Άσκηση αναίρεσης κατά διαδίκου που αποβίωσε. Διάκριση περιπτώσεων ανάλογα με τον χρόνο αποβίωσης του διαδίκου. Η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος διαδίκου, χωρίς ...728/2014 ΑΠ

$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

728/2014 ΑΠ 
Αμφισβήτηση κυριότητας επί εδαφικών λωρίδων. Άσκηση αναίρεσης κατά διαδίκου που αποβίωσε. Διάκριση περιπτώσεων ανάλογα με τον χρόνο αποβίωσης του διαδίκου. Η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος διαδίκου, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο ...
αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσίβλητου. Παράλειψη του Εφετείου να λάβει υπόψη του, ως προς την κυριότητα των εναγουσών στα επίδικα ακίνητα και των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Αναιρεί την υπ’αριθμ. 5420/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.


  
Αριθμός 728/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Εταιρείας με την επωνυμία "...............", που εδρεύει στα …, τελεί υπό πτώχευση και εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο Ρ. Π., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασπασία Γιαννοπούλου και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "........................................"που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργύριο Καρρά.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ. και 2) Α. Γ. Λ., συζ. Ε. Π., κατοίκου .... Η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ανδρέου και δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α) Γ. Μ. του Δ., β) Ν. Μ. του Δ. και γ) Μ. Σ., το γένος Δ. Μ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3396/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5420/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/2/2013 αίτηση και τους από 31/10/2013 προσθέτους λόγους τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι.

Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά το άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Αρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του (αρθρ.35 ΑΚ). Εξάλλου κατ`άρθρο 313 παρ.1 εδ.δ ΚΠολΔ, απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατ`ανυπάρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και το αποβιώσαν, δεν έχει υπόσταση, χαρακτηριζόμενη ρητά ως ανύπαρκτη. Εξ ετέρας όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ`αναίρεση δίκη (αρθρ. 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διατάξεις, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετακλήτως), αν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε, τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνης της γνωστοποιήσεως του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επαναλήψεως διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν δε ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζητήσεως εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής επ`αυτής αποφάσεως, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της ως άνω αποφάσεως ένδικα μέσα, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση προτού ασκηθεί η αναίρεσή του, μ`οποιονδήποτε τρόπο, του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και ν`απευθύνει κατ`αυτών την αναίρεση. Η αναίρεση συνεπώς που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρες και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως, ήτοι στις 14.2.2013, η πρώτη αναιρεσίβλητη Α., χήρα Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ., είχε ήδη και δή από 13.1.2013, αποβιώσει (βλ. υπ` αριθμ. 20/3/15.1.2013 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Δήμου Αθηναίων). Πλήν όμως η αναίρεση παραδεκτά ασκήθηκε κατ`αυτής, καθόσον οι αναιρεσείουσες δεν γνώριζαν τον θάνατό της, του οποίου έλαβαν γνώση μετά την άσκηση της αναίρεσης και συγκεκριμένα στις 16.2.2013, με τη γνωστοποίηση σ`αυτές του θανάτου της, καθώς και των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της, ήτοι των τριών παιδιών της, που τελικά είναι και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της και μάλιστα κατ`ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, κατά τη νόμιμα δημοσιευθείσα με το υπ`αριθμ.1/2013 πρακτικό Δημοσιεύσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου της ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ............... συνταχθείσας υπ` αριθμ..../6.6.2011 δημοσίας διαθήκης της (βλ. τις από 16-2-2013 επισημειώσεις του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, επί του επιδοθέντος σε κάθε αναιρεσείουσα αντίγραφο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την προσαρτημένη σ` αυτό γνωστοποίηση θανάτου και κληρονόμων καθώς και των οικείων νομιμοποιητικών εγγράφων και τα προαναφερθέντα πρακτικό δημοσιεύσεως και αντίγραφο δημόσιας διαθήκης). Οι ως άνω κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση της εν λόγω αποβιώσας αναιρεσίβλητης και συνεχίζουν την εναντίον της αναιρετική δίκη, ενώ οι ασκηθέντες από 31.10.2013 πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά απευθύνθηκαν εναντίον τους, αφού κατά τα προαναφερθέντα κατά το χρόνο αυτό (31.10.2013) είχε γνωστοποιηθεί το γεγονός του θανάτου της δικαιοπαρόχου τους. Ενόψει τούτων η αναίρεση είναι παραδεκτή, όπως παραδεκτοί είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων έχει λάβει χώρα και εμπρόθεσμη επίδοση, ήτοι προ τριάντα τουλάχιστον ημερών από την ορισθείσα συζήτηση της αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ` αριθ. .../1.11.2013, .../1.11.2013, .../1.11.2013 και .../1.11.2013 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστ. επιμελητού Αθήνας ….

Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ` του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Κατά την έννοια του παραπάνω εδαφίου του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν με επίκληση, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 338 επ του ΚΠολΔ.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ`αυτό, αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε κατ`ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ένδικη διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων και των κατ`αυτής υποβληθεισών ένστασεων ιδίας κυριότητας και παραγραφής τα ακόλουθα, συνοπτικά, πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη ενάγουσα με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ`αριθμ…./1958 συμβόλαιο και η Α. Ρ. με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ`αριθμ…./1958 συμβόλαιο, του συμβ/φου Αθηνών .............. , μεταβίβασαν η μεν πρώτη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2772,80 τ.μ., η δε δεύτερη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2600 τ.μ., που βρίσκονται στη θέση "..."της περιοχής "... στον Θ. ή Λ. Γ. η πρώτη και στην "....................."η δεύτερη. Στα εν λόγω συμβόλαια αναφέρεται ότι κάθε πωλήτρια έχει αφήσει παρακείμενο του πωληθέντος αγροτεμαχίου εδαφικό τμήμα πλάτους 6μ και μήκους 80μ., ήτοι εμβαδού 480 τμ. το καθένα, με σκοπό τη δημιουργία ιδιωτικής οδού. Τα πωληθέντα και παρακείμενα των εδαφικών αυτών τμημάτων αγροτεμάχια, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, περιήλθαν στην κυριότητα της δεύτερης εναγομένηςμ ως ενιαίο αγροτεμάχιο, επιφανείας 5.200 τ.μ., ενώ η δεύτερη από τις παραπάνω εδαφικές λωρίδες, φέρεται ως ανήκουσα κατά κυριότητα και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στις εναγόμενες, με απώτερη εκ κληρονομίας δικαιοπάροχό τους την Α. Ρ.. Περί το τέλος του 2004 οι εναγόμενες εταιρείες απέβαλαν τις ενάγουσες από τα επίδικα, συνολικής επιφανείας 960 τ.μ. (480 + 480), εδαφικά τμήματα, αντικαθιστώντας την προστατευτική μπάρα που υπήρχε στη νότια πλευρά των επιδίκων και κτίζοντας μανδρότοιχο με συρματόπλεγμα στη βόρεια πλευρά. Τα εδαφικά αυτά τμήματα που αφέθηκαν για τη δημιουργία ιδιωτικής οδού και για την εξυπηρέτηση και επικοινωνία, με την Ιερά Οδό των προς βορράν των εδαφικών αυτών λωρίδων ιδιοκτησιών των κληρονόμων των Ι. και Ν. Ρ., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγουσες, δεν είναι κοινόχρηστες (λωρίδες) γιατί δεν χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστος χώρος με την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, αλλά ούτε και τέθηκαν σε κοινή χρήση με τη βούληση των ιδιοκτητών. Στις επίδικες εδαφικές λωρίδες με τη συναίνεση και τη ανοχή του συζύγου της πρώτης ενάγουσας και αδελφού της δεύτερης Δ. Μ., η εταιρεία του οποίου είχε μισθώσει παρακείμενο οικόπεδό τους, στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους οι εναγόμενες, ενώ τα κλειδιά της πόρτας, που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των επιδίκων τα κατείχε πάντα ο Δ. Μ. Από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη στάθμευε τα αυτοκίνητά της στο επίδικο, δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι νεμόταν αυτό με την πρόθεση να το έχει δικό της, καθόσον αυτό γινόταν με τη συναίνεση των εναγουσών, ενώ η δεύτερη εναγόμενη δεν αγόρασε με τον τίτλο κτήσεως του παρακειμένου των επιδίκων ακινήτων τους και τα επίδικα, ούτε αποδείχθηκε ότι ο πωλητής του ακινήτου αυτού (Συνεταιρισμός Γ` ΚΤΕΛ) νεμόταν αυτά για διάστημα είκοσι ετών, ενώ η μνεία στο μεταβιβαστικό αυτό συμβόλαιο ότι το πωληθέν αγροτεμάχιο συνορεύει με τα επίδικα "τα οποία νεμόταν η πωλήτρια εταιρεία για διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών", δεν ασκεί επιρροή. Ακόμη το γεγονός της εκμισθώσεως των επιδίκων ακινήτων από τη δεύτερη εναγομένη τόσο στην πρώτη, όσο και σε άλλους μισθωτές, για να χρησιμοποιηθούν ως χώρο, σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, καθόσον οι ενάγουσες δεν γνώριζαν, αλλά ούτε και όφειλαν να γνωρίζουν εάν τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ανήκαν σε υπαλλήλους της δεύτερης εναγόμενης ή των μισθωτριών της. Οι ενέργειες της δεύτερης εναγόμενης έγιναν με σχεδιασμό και σκοπιμότητα προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί των επιδίκων, εκμεταλλευόμενη την ανοχή των εναγουσών για στάθμευση των αυτοκινήτων της, ώστε να επικαλεσθεί νομή από του χρόνου αγοράς του παρακειμένου ακινήτου της, ήτοι από το 1984, η δε δήλωση από αυτή (δεύτερη εναγομένη) των επιδίκων από το 1997 στο έντυπο Ε-9 ήταν προσχηματική και έγινε για τη θεμελίωση αξιώσεων επί του επιδίκου, ενώ ο χρόνος εκδηλώσεώς τους δεν είναι επαρκής για τη θεμελίωση δικαιώματος έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθούν ως αβάσιμες οι ενστάσεις της δεύτερης εναγόμενης περί ιδίας κυριότητας και περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως των εναγουσών". Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και αφού την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη αναγνώρισε την κυριότητα των εναγουσών επί των επιδίκων εδαφικών λωρίδων και δη την πρώτη ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία της μιας από τις εδαφικές αυτές λωρίδες και τις δύο δι ενάγουσες συγκύριες, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου της άλλης εδαφικής λωρίδας και υποχρέωσε τις εναγόμενες να τις αποδώσουν....". Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ.11 περ.γ του άρθρου 559 πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείουσες, μεταξύ άλλων, επαναπροσκόμισαν και επικαλέσθηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη, από τα οποία προέκυπτε το ουσία αβάσιμο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων και η ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας των αναιρεσειουσών και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α)την από 31.3.1985 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης, στην οποία αυτές αναφέρουν ότι από το 1953 είχαν δημιουργήσει οδό επιφανείας 960 τ.μ. (480+480) που είχε αφεθεί από τις ιδιοκτησίες τους και ότι οι εναγόμενες - αναιρεσείουσες από τον Φεβρουάριο του 1985 προέβησαν στην κατασκευή μεγάλης θύρας, που κάλυπτε όλο το πλάτος της οδού, με αποτέλεσμα να τις εμποδίζουν από την χρήση της οδού, προσβάλλοντας παράνομα, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, την προσωπικότητά τους, β) τις από 9.2.2005 και 22.9.2005 αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων κατά των εναγομένων - αναιρεσειουσών, στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία ή αναφορά περί δικαιώματος κυριότητας ή νομής επί των επιδίκων, αλλά μόνο προσβολή της προσωπικότητάς τους εξαιτίας φερόμενων κατασκευών από τις αναιρεσείουσες, που παρεμποδίζουν τη διέλευσή τους προς τις ιδιοκτησίες τους. Το Εφετείο βεβαιώνει μεν στην προσβαλλομένη απόφασή του ότι για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς το ανωτέρω ζήτημα έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν, ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι. Ομως από μόνη τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του και το σύνολο των ως άνω αιτιολογιών αυτής δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο και αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την κυριότητα και συγκυριότητα των εναγουσών στα επίδικα ακίνητα και οι ως άνω αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, δοθέντος ότι η απόφαση, ενώ στηρίζεται στις καταθέσεις των μαρτύρων και σε όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία προκύπτει, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεν ασχολείται καθόλου με τα πιο πάνω έγγραφα των αναιρεσειουσών και μπορούσε βεβαίως το Δικαστήριο, ως μη δεσμευόμενο από τα όσα αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, να καταλήξει σε αντίθετο πόρισμα, ενόψει όμως της σοβαρότητας των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, έπρεπε να τα αντικρούσει ειδικώς, μη αρκούσης προς τούτο της αόριστης αναφοράς της αποφάσεως ότι "το ότι σε δικόγραφα των εναγουσών τα επίδικά αναφέρονται με τον εντελώς αδόκιμο όρο ως κοινόχρηστος δρόμος, δεν αρκεί για να συναγάγει το δικαστήριο ότι αυτά (επίδικα) είχαν εξαιρεθεί της ιδιοκτησίας των εναγουσών και ότι ο καθένας μπορούσε να τα χρησιδεσπόσει". Ενόψει τούτων ως προς τα έγγραφα αυτά (τρείς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων), στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ`ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος, από αυτές, παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 5420/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου.

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.




Ακυρότητα δικαιοπραξίας ως καταπλεονεκτικής. Προϋποθέσεις. Φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από ...820/2014 ΑΠ

$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

820/2014 ΑΠ ( 638102) 
Ακυρότητα δικαιοπραξίας ως καταπλεονεκτικής. Προϋποθέσεις. Φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το...
οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, η οποία ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Η κρίση, όμως του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία διαπιστώνει κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ότι συνέτρεξαν ή όχι τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικά. Σύμβαση πώλησης ακινήτου. Καταβολή μικρότερου τιμήματος σε σχέση με αυτό που είχε προσδιορίσει η Δ.Ο.Υ. Επρόκειτο για απλή δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής και όχι για φανερή δυσαναλογία, δηλαδή τέτοια που γίνεται αντιληπτή από λογικό άνθρωπο με συναλλακτική πείρα. Οι αγοραστές δεν εκμεταλλεύθηκαν κάποια οικονομική ανάγκη του πωλητή. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6201/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 820/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Π. χήρας Γ. Β., το γένος Σ. Κ., ατομικά και ως νομίμου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Γ. και του Δ. Β., κατοίκου ..... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζαφείρη.

Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Α. Ε. Γ., 2) Ε. Δ. Γ., ως νόμιμου κληρονόμου του ....., κατοίκων ..., και 3) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...............", πρώην "................", που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαδημητρίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και για την 3η παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της .............. , ο οποίος διόρισε την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλεία Σεϊτανίδου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και του ήδη αποβιώσαντος Δ. Β., που κατατέθηκε στο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3397/2002 μη οριστική, 1910/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6201/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19/3/2010 αίτησή της και τους από 21/12/2012 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε τις από α) 11/1/2013 και β) 30/7/2013 εκθέσεις του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημήτριου Μαζαράκη, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης αντίστοιχα. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια της 3ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α`, 287, 291 και 292 ΚΠολΔ τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ` αναίρεση δίκη (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση γίνεται από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι της στιγμής της επελεύσεως του θανάτου κάποιου διαδίκου ήταν πληρεξούσιός του. Ο αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί προσκαλώντας τον για τον σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου. Ο κληρονόμος δεν μπορεί να κληθεί να επαναληφθεί η δίκη που έχει διακοπεί πριν περάσει η προθεσμία της αποποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση από την με χρονολογία ... με αριθμό …, τόμο . έτους … ληξιαρχική πράξη θανάτου της Δ/νσης Ληξιαρχείου του Δήμου Αθηναίων αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσείων Β. Δ. απεβίωσε στις .... δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης που έγινε στις 22 Μαρτίου 2010, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 23-1-2013. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η δίκη αναβλήθηκε για την εις την αρχή της παρούσης αναφερομένη δικάσιμο αφού δηλώθηκε ο θάνατος του αναιρεσείοντος Δ. Β. και επήλθε βίαια διακοπή της δίκης. Ηδη, με την από 23-9-2011 κλήση της αναιρεσείουσας Π. Γ. Β., ατομικώς και ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του υιού της αρχικώς αναιρεσείοντος Δ. Β. του Γ. η οποία επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους στις 21-10-2011 όπως προκύπτει από τις υπ` αριθμ. 10526Β`/21-10-2011 (για τον αναιρεσίβλητο Α. Γ.), υπ` αριθμ. 10528Β`/21-10-2011 (για τον αναιρεσίβλητο Ε. Γ.) και υπ` αρ. 10530Β`/21-10-2011 (για την αναιρεσίβλητο εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... ....... .... ...........") εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Τ., νομίμως επαναλαμβάνεται η βιαίως διακοπείσα δίκη. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 569 παρ. 2, 571 παρ. 1 ΚΠολΔ συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 111 παρ. 1 και 2, 568 παρ. 2,3 και 4, 570 παρ. 1 και 3 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι το δικόγραφο των προσθέτων λόγων πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί στον αναιρεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα (30) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η προθεσμία υπολογίζεται με βάση την αρχική δικάσιμο και όχι την ορισθείσα μετά από αναβολή, ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 6201/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, κατατέθηκε στη γραμματεία του παραπάνω Εφετείου στις 22-3- 2010 και με την από 18-10-2011 πράξη της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και Προέδρου του Γ` Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε χρονολογία συζήτησης αυτής η 23-1-2013. Στις 21-12-2012, η αναιρεσείουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου με αριθμό 212/2012 το από 21-12- 2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης το οποίο επέδωσε στους αναιρεσιβλήτους στις 21-12-2012 όπως προκύπτει από τις υπ` αριθμ. 6602Γ`/21-12-2012, 6603Γ`/21-12-2012 και 6601Γ`/21-12-2012 με τις συνημμένες σ` αυτή από 21-12-2012 απόδειξη παραλαβής εγγράφου από τον αξιωματικό Υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Μοσχάτου και βεβαίωση παραδόσεως του αυτού δικαστικού επιμελητή εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Ε. Π.. Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατατεθέντες και επιδοθέντες στους αναιρεσιβλήτους τουλάχιστον τριάντα (30) πλήρεις ημέρες πριν από την αρχική ημεροχρονολογία συζητήσεως της ένδικης αίτησης αναίρεσης, έχουν ασκηθεί παραδεκτώς. Επειδή, κατά το άρθρο 178 ΑΚ "αδικοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή σκοπό στον οποίον αυτοί αποβλέπουν αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατά δε το άρθρο 179 ΑΚ το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγουμένου άρθρου 178: "άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή". "Οπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής - καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνον του ενός απ` αυτά. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθως πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από το Αρειο Πάγο (Ολ ΑΠ 714/1973, ΑΠ 2095/2009). Η κρίση, όμως του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία διαπιστώνει κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ότι συνέτρεξαν ή όχι τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ` άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 554 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε με αυτή τα ακόλουθα: Ο Γ. Β. του Δ., πατέρας του πρώτου ενάγοντα και σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας, ο οποίος πέθανε στις ..., χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους ενάγοντες κατά ποσοστά 3/4 και 1/4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ήταν κύριος, από κληρονομία της μητέρας του Ε. χήρας Δ. Κ. που είχε πεθάνει το έτος 1974, ενός οικοπέδου εμβαδού 287,20 τ.μ. με τα τρία πάνω σε αυτό αυτοτελή κτίσματα, που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό .... Το έτος 1980 ο παραπάνω δικαιοπάροχός τους εγκατέλειψε την συζυγική εστία, στο πιο πάνω επίδικο ακίνητο και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα της οδού ..., στην Αθήνα. Με το με αριθμό ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ........... ........... , που μεταγράφηκε νόμιμα, επώλησε το επίδικο ακίνητο, κοινά και αδιαίρετα, στον πρώτο εναγόμενο Α. Γ. και στον Δ. Γ., ο οποίος πέθανε το έτος 1983 και κληρονομήθηκε από τον γυιό του Ε. Γ., δεύτερο εναγόμενο. Ως τίμημα πώλησης αναγράφηκε στο συμβόλαιο το ποσό του 1.000.000 δραχμών, ενώ η προεκτίμηση της εφορίας ήταν 5.784.000 δραχμές, δεδομένου, ότι τότε, δεν ίσχυε ακόμα το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων (άρθρο 41 ν.1249/1982). Η τελική εκτίμηση της αξίας του από την εφορία ήταν 6.418.000 δραχμές. Τρία κτίσματα του ακινήτου ήταν τότε μισθωμένα, το ένα στον Σ. Σ. αντί μισθώματος 10.000 δραχμών το μήνα, το δεύτερο στην Ε. Δ. αντί μισθώματος 3.060 δραχμών το μήνα και το τρίτο στην Α. Μ. αντί μισθώματος 2.500 δραχμών το μήνα. Με το παραπάνω συμβόλαιο όλες αυτές οι μισθωτικές σχέσεις μεταβιβάστηκαν στους αγοραστές. Το ακίνητο, τότε, ήταν βεβαρυμένο με δύο υποθήκες και δύο κατασχέσεις. Συγκεκριμένα, με υποθήκη για δραχμές 181.965 υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με υποθήκη για δραχμές 106.000 υπέρ των Σ. και Κ. Κ., με αναγκαστική κατάσχεση για δραχμές 605.159 υπέρ του Α` Ταμείου Κεφαλαίου Αθηνών και με ίδια κατάσχεση για δραχμές 106.756 υπέρ των Σ. και Κ. Κ.. Για την εξόφληση των πιο πάνω ποσών, κατά τα υπόλοιπα που οφείλονταν, αναγράφηκε στο συμβόλαιο, ότι οι πωλητές παρακράτησαν ποσό 600.000 δραχμών, από το τίμημα πώλησης με απόδοση λογαριασμού από μέρους τους για την εξάλειψη των υποθηκών και άρση των κατασχέσεων (βλ. το συμβόλαιο και το από 27-2-1981 συμφωνητικό απόδοσης λογαριασμού). Στις 3-3-1981 οι αγοραστές επέστρεψαν στον πωλητή το ποσό των 215.000 δραχμών, από το ποσό των 600.000 δραχμών που είχαν παρακρατήσει (βλ. σημείωση με την υπογραφή του πωλητή στο περιθώριο του παραπάνω συμφωνητικού απόδοσης λογαριασμού). Αποδείχθηκε, όμως, ότι το πραγματικό τίμημα πώλησης του επιδίκου ακινήτου ήταν 3.500.000 δραχμές. Το επιπλέον ποσό των 2.500.000 δραχμών έλαβε ο πωλητής ως τίμημα εκτός συμβολαίου και εξέδωσε την επικαλούμενη και νόμιμα προσκομιζόμενη από τους εναγομένους-εφεσίβλητους, από 27-2-1981 απόδειξη είσπραξης. Το ιδιωτικό αυτό έγγραφο είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει οι εναγόμενοι και στις δύο συζητήσεις της πρωτόδικης δίκης και ο ισχυρισμός των εκκαλούντων για βραδεία προσκόμισή του είναι προφανώς αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, ο ισχυρισμός τους ότι το έγγραφο τούτο είχε προσβληθεί ως πλαστό στη δίκη που ανοίχθηκε με την από 7-2-1991 προηγούμενη αγωγή του δικαιοπαρόχου τους Γ. Β. κατά των εναγομένων, δεν ασκεί νόμιμη επιρροή, διότι, με την με αριθμό 1723/2001 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που έκρινε τελεσίδικα την αγωγή αυτή, το επίμαχο έγγραφο κρίθηκε ως γνήσιο και όχι πλαστό. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο αυτό βασίζει την πεποίθησή του για το πιο πάνω πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε και στην σαφή και διεξοδική κατάθεση της μάρτυρος των εναγομένων Ε. Μ.. Με το με αριθμό ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ................... , που μεταγράφηκε νόμιμα, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι επώλησαν το επίδικο ακίνητο στην τρίτη εναγομένη, αντί τιμήματος 16.000.000 δραχμών, ενώ η αντικειμενική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 7.740.000 δραχμών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, όταν ο δικαιοπάροχος των εναγόντων ... επώλησε το επίδικο ακίνητο με το με αριθμό ... συμβόλαιο, ελάμβανε από αυτό μισθώματα ύψους 15.660 δραχμών το μήνα, όπως προαναφέρθηκε. Ακόμη, από κληρονομία της μητέρας του Ε. χήρας Δ. Κ. ήταν κύριος ενός οικοπέδου εμβαδού 202 τ.μ., που βρίσκεται στην Αθήνα και στην οδό .... Με το με αριθμό ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ............... , που μεταγράφηκε νόμιμα, το οικόπεδο αυτό συνενώθηκε με όμορο οικόπεδο εμβαδού 128 τ.μ. ιδιοκτησίας ............ . Με το με αριθμό ... συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, του ίδιου, όπως παραπάνω, Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, στο ενιαίο οικόπεδο προβλέφθηκε η ανέγερση πολυκατοικίας, με το σύστημα της αντιπαροχής, από την οποία θα περιέρχονταν στον Γ. Β., κατά κυριότητα, το με στοιχεία Ι-1 κατάστημα του ισογείου, εμβαδού 127 τ.μ., με πατάρι εμβαδού 60,27 τ.μ. και η με στοιχεία Υ-1 αποθήκη του υπογείου επιφάνειας 127 τ.μ. Επίσης, από την οικοδομή που τελικά ανεγέρθηκε, ο Γ.Β.ς αγόρασε το με στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου, εμβαδού 54 τ.μ., αντί αναγραφόμενου τιμήματος 1.458.000 δραχμών, με το με αριθμό ....... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ................ , που μεταγράφηκε νόμιμα. Τέλος, την ημέρα που καταρτίστηκε το επίμαχο με αριθμό ... συμβόλαιο πώλησης, καταρτίστηκε και το με αριθμό ... προσύμφωνο πώλησης ακινήτου του ίδιου Συμβολαιογράφου, .......... ........ ..... , με το οποίο ο Γ. Β.ς προσυμφώνησε να αγοράσει, με τίμημα 200.000 δραχμές, ένα αγροτικό ακίνητο (ελαιοστάσιο) επιφάνειας 4.020 τ.μ. στην .... Τους πωλητές στην δικαιοπραξία αυτή εκπροσώπησε ο πρώτος εναγόμενος Α. Γ.. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τον επίδικο χρόνο (27-2-1981) δεν ήταν κακή η οικονομική κατάσταση του ενάγοντα, ο οποίος ας σημειωθεί ότι στο παρελθόν είχε δοκιμαστεί οικονομικά και ψυχολογικά, καθόσον το έτος 1975 είχε αποβιώσει από ανίατη νόσο η θυγατέρα του. Δεν αποδείχθηκε, δηλαδή, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής οικονομική ανάγκη του ενάγοντα, την οποία μάλιστα να γνώριζαν και να εκμεταλλεύτηκαν οι αγοραστές, ουσιαστικές προϋποθέσεις απαραίτητες για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΠ 1356/98 ΕλλΔνη 40,303, ΑΠ 52/96 ΕλλΔνη 37,1327, ΑΠ 1081/94 ΕΕΝ 1995,641). Εξάλλου, το τίμημα των 3.500.000 δραχμών που καταβλήθηκε για την αγορά του επιδίκου ακινήτου είναι δυσανάλογο με την αξία του των 6.418.000 δραχμών που εκτίμησε τελικά η Εφορία. Δεν βεβαιώθηκε ότι η αγοραία αξία του ήταν υπέρτερη και μάλιστα στο ποσό των 16.000.000 δραχμών που επικαλούνται οι ενάγοντες. Πρόκειται, όμως, για απλή δυσαναλογία παροχής- αντιπαροχής και όχι για φανερή δυσαναλογία, δηλαδή τέτοια που γίνεται αντιληπτή από λογικό άνθρωπο με συναλλακτική πείρα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι δεν εκμεταλλεύτηκαν με οποιοδήποτε τρόπο κάποια οικονομική ανάγκη του ως άνω πωλητή, η οποία δεν υπήρχε ως άμεση και επιτακτική και κατόπιν τούτου απέρριψε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση της αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης δικαιοπραξίας ως αντίθετης στα χρηστά ήθη και ιδιαίτερα ως αισχροκερδούς, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε καθόσον στις παραδοχές του περιλαμβάνονται τα αναγκαία περιστατικά που δεν καθιστούν άκυρη ως καταπλεονακτική την επίδικη σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητάς του ως άνω επιδίκου ακινήτου. Επομένως οι συναφείς πρώτος κατά το πρώτο μέρος του και εκτός κατά το πρώτο μέρος του λόγο αναίρεσης του κυρίου δικογράφου, τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του όπως αναπτύσσεται στα με αριθμό 1, 2, 3 και 4 τμήματα του μέρους αυτού και τέταρτος, πέμπτος και έκτος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης, με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη εκμετάλλευσης της ανάγκης, απειρίας ή κουφότητας του Γ. Β. από τους αναιρεσίβλητους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο (27-2-1981) υφίστατο επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής οικονομική ανάγκη του ως άνω Γ. Β. την οποία μάλιστα να γνώριζαν και να εκμεταλλεύτηκαν οι αναιρεσίβλητοι. Περαιτέρω, δεν υφίσταται αντίφαση με την παραδοχή του Εφετείου ότι "Εξάλλου το τίμημα των 3.500.000 δραχμών που καταβλήθηκε για την αγορά του επιδίκου ακινήτου είναι δυσανάλογο με την αξία των 6.418.000 δραχμών που εκτίμησε τελικά η Εφορία"και της παραδοχής ότι "πρόκειται όμως για απλή δυσαναλογία παροχής - αντιπαροχής και όχι για φανερή δυσαναλογία δηλαδή τέτοια που γίνεται αντιληπτή, από λογικό άνθρωπο με συναλλακτική πείρα"αφού το πόρισμα της προσβαλλομένης απόφασης εκτίθεται σαφώς. Τέλος, ο μη προσδιορισμός του εκπροσωπήσαντος το νομικό πρόσωπο της τρίτης των αναιρεσιβλήτων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ".........................."πρώην ".................."αφορά επουσιώδες στοιχείο της αιτιολογίας που δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, γιατί η σχετική αναφορά στην προσβαλλομένη απόφαση δεν αφορά στην επίμαχη δικαιοπραξία. Επομένως, οι συναφείς δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος κατά το τρίτο μέρος του και ένατος λόγοι αναίρεσης του κυρίου δικογράφου από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 1 εδ. β` ΚΠολΔ που ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του, όπως αυτό αναπτύσσεται στο με αριθμητικό στοιχείο 5 τμήμα του λόγου αυτού, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την από την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι κατά τον χρόνο σύναψης της επίμαχης συμβάσεως πωλήσεως (27-2-1981) δεν αποδείχθηκε επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής οικονομική ανάγκη του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και πωλητή Γ. Β. την οποία μάλιστα να γνώριζαν και να εκμεταλλεύτηκαν οι αγοραστές και κατόπιν τούτου να απορρίψει την ένδικη αγωγή, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίστανται στο ότι "η ύπαρξη ληξιπροθέσμων χρεών προς το Ελληνικό Δημόσιο και προς τρίτους οι οποίοι έχουν προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, αποτελεί έντονη ανάγκη ευρέσεως χρημάτων και δη μόνιμη, αδήριτη, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού τα αναφερόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά ως διδάγματα της κοινής πείρας δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων αλλά αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες κρίνουν ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 9/1997). "Πράγματα"υπό την έννοια αυτή αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς. Δεν αποτελούν "πράγματα"και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 8 περ. β` ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια ότι τι Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους αγωγικούς ισχυρισμούς που απετέλεσαν και λόγους εφέσεως ότι "ο δικαιοπάροχός τους Γ. Β.ς κατά το χρόνο πωλήσεως της επίδικης οικίας με το επίμαχο συμβόλαιο (27-2-1981), αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα και ψυχολογικά προβλήματα λόγω ανίατης ασθένειας της ανήλικης θυγατέρας του η οποία και τελικά απεβίωσε το έτος 1975 σε ηλικία 15 ετών και ότι κατά τον ίδιο χρόνο είχε άμεση επιτακτική και ενεστώσα οικονομική ανάγκη προς εξεύρεση χρημάτων για την πληρωμή ανεξόφλητων πιεστικών και ανεπίδεκτων αναβολής χρεών του περί των οποίων ασκείτο πίεση από τους δανειστές του, οι οποίοι είχαν εκδώσει σε βάρος του αποφάσεις και είχαν εγγράψει πάνω στο επίδικο ακίνητο δύο υποθήκες και δύο κατασχέσεις". Από την προσβαλλομένη απόφαση, όμως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς και λόγους έφεσης και τους απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμους. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που με αυτόν προσβάλλεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Μη παραδεκτή δε πρόταση συνιστά και η επαναφορά στο Εφετείο ισχυρισμών που δεν έγινε κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ κατά το οποίο για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγουμένης συζήτησης που τους περιέχουν, με προσκόμιση των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Επομένως, η συρραφή και ενσωμάτωση ολοκλήρου του κειμένου των προτάσεων, που είχαν υποβληθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών που επαναφέρονται σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρώτων που τους περιέχουν, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς των ισχυρισμών (Ολ. ΑΠ 9/2000). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 11 περ β` ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β`, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα αφενός μεν με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του, αφετέρου δε με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, πρασάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 8 περ. α` ΚΠολΔ και από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 11 περ. β`, αντίστοιχα, πλημμέλειες ότι το Εφετείο δικάζοντας την έφεσή της κατά τη πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσίαν η ένδικη αγωγή της, που έχει ως επικουρική βάση την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης δικαιοπραξίας, αφ` ενός μεν παρά το νόμο δέχθηκε ισχυρισμό των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων και δη ότι πέραν του τιμήματος των 1.000.000 δραχμών που γράφτηκε στο πωλητήριο συμβόλαιο, το πραγματικό τίμημα πώλησης ήταν 3.500.000 δραχμές και το επιπλέον ποσό των 2.500.000 δραχμών, έλαβε ο δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας και πωλητής ως τίμημα εκτός συμβολαίου και ο οποίος εξέδωσε την από 27-2-1981 απόδειξη είσπραξης, ενώ ούτε τον ισχυρισμό αυτό ούτε την ως άνω απόδειξη είσπραξης οι αναιρεσίβλητοι είχαν προτείνει και επικαλεσθεί παραδεκτώς με τις προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διότι περιορίστηκαν σε απλή συρραφή και ενσωμάτωση ολόκληρου του κειμένου των προτάσεων τους που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης όμως και δη τις από 15-1-2009 προτάσεις των δύο πρώτων των αναιρεσιβλήτων και τις από 15-1-2009 προτάσεις της τρίτης αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι στη σελίδα 75 των προτάσεών τους και η τρίτη αναιρεσίβλητη στη σελίδα 54 των προτάσεων της, αντίστοιχα, επανυπέβαλαν ειδικώς τον ως άνω ισχυρισμό προς αντίκρουση του πέμπτου λόγου έφεσης της αναιρεσείουσας και με ειδική μνεία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την από 27-2-1981 απόδειξη είσπραξης, η δε αναφορά της προσβαλλομένης απόφασης ότι "σημειώνεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι ισχυρισμοί που περιέχονται στις ενσωματωμένες πρωτόδικες προτάσεις όλων των διαδίκων, καθώς και τα έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις αυτές, διότι δεν γίνεται κανονική επαναφορά των ισχυρισμών και επίκληση των εγγράφων με τον τρόπο που ορίζει η διάταξη του άρθρου 240ΚΠολΔ", δεν αφορά τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων και την από 27-2-1981 απόδειξη είσπραξης, των οποίων νόμιμα και παραδεκτά έγινε επανυποβολή και επίκληση. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι αναίρεσης με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποιά αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς όμως να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο εκθέτει σ` αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, από τα οποία άντλησε την κρίση του ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα δε την ως άνω από 27-2-1981 απόδειξη είσπραξης, την οποία κατά την παραδοχή του Εφετείου οι αναιρεσίβλητοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν.

Επομένως, ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, ο από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων λόγος αναίρεσης ιδρύεται, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που τον προβλέπει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τους έκτο κατά το δεύτερο μέρος του και όγδοο λόγους αναίρεσης, αντίστοιχα, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ 12 ΚΠολΔ, παραπονούμενοι ότι η απόφαση αυτή, απέδωσε μεγαλύτερη δύναμη αποδείξεως στο ... προσύμφωνο πώλησης ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών ...... και στην κατάθεση της μάρτυρος των αναιρεσιβλήτων Ε. Μ., ενώ δεν απέδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στην προσκομισθείσα και επικληθείσα 1723/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε επί δίκης που ανοίχθηκε με την από 7-2-1981 προηγούμενη αγωγή του Γ. Β. κατά των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων και στην οποία αναφέρεται ότι η αντικειμενική αξία του επιδίκου κατά την 31-12- 1990 ανερχόταν, όπως αναγράφεται στο ... συμβόλαιο, του συμβολαιογράφου ............... σε 7.740.000 δραχμές αλλά η πραγματική του αξία ανερχόταν σε πολύ μεγαλύτερο ποσό και κατά την αναιρεσείουσα στο ποσό των 22.000.000 δραχμών. Οι λόγοι αυτοί σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Επειδή, κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 ΚΠολΔ δικαστική ομολογία είναι μόνον η γενόμενη προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε ή του ενταταλμένου δικαστή, αποτελεί δε, πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος διαδίκου, ενώ οι γενόμενες ενώπιον άλλου δικαστηρίου καθώς και εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο αποτελούν ομολογίες εξώδικες οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο. Εξ άλλου, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διάδικους αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η ομολογία δικαστική ή εξώδικη (άρθρα 339, 352 ΚΠολΔ), ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ 11 γ` ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον έβδομο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ` άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι το πραγματικό τίμημα πώλησης του επιδίκου ακινήτου ήταν 3.500.000 δραχμές και όχι 1.000.000 δραχμές που αναγράφηκε στο συμβόλαιο, δεν έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες και επικληθείσες, με τις προτάσεις αυτών ενώπιον του Εφετείου, υποβληθείσες στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών από 8-10-1991 προτάσεις των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων επί δίκης που ανοίχθηκε με την 7-2-1981 προηγούμενη αγωγή του Γ. Β. κατά των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων, στις οποίες οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι ομολογούν "ότι το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ... τίμημα του 1.000.000 δραχμών είναι δίκαιο και εύλογο "Από την υπάρχουσα, όμως, στην προσβαλλομένη απόφαση ρητή διαβεβαίωση κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "όλα, χωρίς κάποια εξαίρεση, τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι"και από όλο το πιο πάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τις παραπάνω προτάσεις των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων στις οποίες κατά την αναιρεσείουσα περιέχεται η ως άνω εξώδικη ομολογία. Κατ` ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 19-3- 2010 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ 6201/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) αίτημα αυτών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19-3-2010 αίτηση της Π. χήρας Γ. Β. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 6201/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και τους προσθέτους αυτής λόγους.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τους δύο πρώτους και στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για την τρίτη αναιρεσίβλητη.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

$
0
0

Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

1032/2014 ΑΠ ( 629933) 
Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση..
της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος πράγματος. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Αναγκαίο περιεχόμενο της σχετικής ένστασης από την άποψη του χρόνου προβολής της, είναι η αναφορά κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, των περιστατικών που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψη της αγωγής για την αιτία αυτής, διαφορετικά η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 281 ΑΚ από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επιπλέον εσφαλμένη και η κρίση αυτού ότι η αφαίρεση του μπετόν εκτός των θεμελίων της οικοδομής των εναγομένων και η απόδοση του παρανόμως κατεχόμενου υπεδάφους στους ενάγοντες θα είχε επίδραση στη στατικότητα της οικοδομής των εναγομένων με δυσανάλογη υπέρμετρη οικονομική και κοινωνική βλάβη τους έναντι της ζημίας των εναγόντων, ενόψει της δυνατότητας που είχαν να ζητήσουν κατ’ άρθ. 1010 ΑΚ, την επιδίκαση της κυριότητας των δύο επίδικων εδαφικών λωρίδων που κατέλαβαν από τους ενάγοντες. Το δικαστήριο αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 53/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγαίου, που δίκασε ως Εφετείο. Παραπέμπει.


  
Αριθμός 1032/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)..του ., κατοίκου ... 2)... του .., 3).. του .., κατοίκων ..., 4)... του ., συζ. ..., κατοίκου ... 5)... του .., συζ. ..., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) .. του .., κατοίκου ..., 2).. του .., 3).. συζ. ..., το γένος ... και 4). συζ. ..., το γένος ..., κατοίκου .... Η 3η απεβίωσε όπως αναφέρεται στην από 30/9/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τους 1ο και 2ο και από τις (καθείς η κλήση): α)... του .. και ).. του .., κατοίκων ... Ο 1ος των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπακωνσταντίνου, η 4η των αναιρεσιβλήτων και η 1η των καθείς η κλήση εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 2ος των αναιρεσιβλήτων απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον 1ο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Η 2η των καθών η κλήση δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αιγιαλείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 53/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/7/2010 αίτησή τους. 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 20/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. 

Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων και της παραστάσας καθής η κλήση ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 ΚΠολΔ αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.δ`ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 575 εδ.α ΚΠολΔ κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη νέα μετ`αναβολή δικάσιμο για συζήτηση της υπόθεσης δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήση όλων των διαδίκων.

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση όλων των διαδικαστικών εγγράφων, με την από 30-9-2011 κλήση των αναιρεσειόντων εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 25-7-2010 αίτησή τους για αναίρεση της υπ`αριθμ.53/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγαίου, που εκδόθηκε κατ`έφεση κατά της υπ`αρ.19/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας. Κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο (11-1-2012) για συζήτηση της ως άνω αίτησης, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 23-1- 2013, όταν αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 20-11-2013 λόγω της αποχής των δικηγόρων, όταν με αίτημά των αναιρεσειόντων, που παρέστησαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηρακλή Βαλβή αναβλήθηκε και πάλι η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο. Κατ`αυτήν όμως, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, οι αναιρεσείοντες δεν εμφανίστηκαν ενώπιον αυτού, ούτε κατέθεσαν δήλωση περί μη εμφάνισης τους (άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει το Δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη σκέψη, να προχωρήσει στην υπόθεση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι αναιρεσείοντες. Εξάλλου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου αναιρεσίβλητου που παρέστη μαζί του δήλωση ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος (....) απεβίωσε μετά την άσκηση της αναίρεσης, ότι κληρονομήθηκε από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, ο οποίος υπεισέρχεται στη δίκη και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Επίσης ότι μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης απεβίωσε και η τρίτη αναιρεσίβλητη (...) η οποία κληρονομήθηκε από τις: 1).. του .. και 2)... του.., οι οποίες υπεισέρχονται στη δίκη και συνεχίζουν τη δίκη στη θέση της αρχικώς τρίτης αναιρεσίβλητης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει: 1)από το υπ`αρ.πρωτ.ΔΥ/2011 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της ... του .. του ληξιαρχείου του Δήμου Αιγιαλείας, 2)το υπ`αρ. πρωτ. 52591/2011 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του .. .. του .. του ιδίου ως άνω δήμου, 3)το υπ`αρ.πρωτ.ΔΥ/2012 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Θ. Λ. του Η. του ληξιαρχείου του ίδιου ως άνω δήμου και 4)το υπ`αριθμ.1519/18-1- 2013 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Θ. Λ., που απεβίωσε στις 30-11-2012 του ιδίου ως άνω δήμου και άφησε κατά την ημέρα του θανάτου του ως μόνους πλησιεστέρους συγγενείς τα τέκνα του Β., Α. και Η. Λ. Επομένως οι Η. Λ., Π. Λ., Β. Λ. και Α. Λ. νόμιμα συνεχίζουν μετά το θάνατο του δευτέρου και της τρίτης των αρχικώς αναιρεσιβλήτων ως αναιρεσίβλητοι την προκειμένη αναιρετική δίκη (άρθρα 285 παρ.1, 287 και 290 ΚΠολΔ).

Επειδή, κατά το άρθρο 1010 ΑΚ αν ο κύριος ακινήτου, ανεγείροντος πάνω σ`αυτό οικοδομή, την επεκτείνει καλόπιστα στο γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γηπέδου δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου πριν από την ανέγερση της οικοδομής κατά μεγάλο μέρος το δικαστήριο μπορεί κατά εύλογη κρίση, να επιδικάσει την κυριότητα του γηπέδου που καταλήφθηκε στον κύριο του ακινήτου που οικοδομήθηκε. Η επιδίκαση γίνεται έναντι καταβολής της αξίας του γηπέδου κατά το χρόνο της κατάληψης του και αποκατάστασης κάθε άλλης ζημίας, ιδίως από την τυχόν μείωση της αξίας του υπολοίπου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής μπορεί να ζητηθεί μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι δε και με ένσταση που προτείνεται από τον ενοικοδομήσαντα προς αντίκρουση διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος πράγματος (ΑΠ 443/2011 και ΑΠ 230/1993). Εξάλλου, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνη του άρθρου 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι για την πληρότητα της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής, από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψη της αγωγής για την αιτία αυτής, διαφορετικά η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 472/1983). Περαιτέρω, κατ`άρθρο 560 αρ.1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης του πρωτοδικείου που εκδόθηκε σε έφεση κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμ.1 εδ.α`του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου), που είναι αντίστοιχος με τον από τον αριθμ.1 εδ.α`του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων (ένστασης, αντένστασης και λοιπών) καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ`ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγαίου, που δίκασε ως Εφετείο, με αυτήν απορρίφθηκε ως κατ`ουσίαν αβάσιμη η ένδικη διεκδικητική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσειόντων κατά των αναιρεσιβλήτων, και κατά το μέρος με το οποίο ζητούσαν, εκτός των άλλων που δεν ενδιαφέρουν, να αναγνωριστεί το δικαίωμα της συγκυριότητάς τους επί των αναφερομένων σ`αυτήν δύο εδαφικών λωρίδων και συγκεκριμένα: α)μιάς μήκους 2 μετρ., πάχους 0,15 έως 0,25 μ. και βάθους 2 μετρ. περίπου και β)μιας άλλης μήκους 0,75 μ., πάχους 0,25 μ. και βάθους 2 μετ. και να υποχρεωθεί οι εναγόμενοι σε απόδοσή τους. Η αγωγή απορρίφθηκε κατά το μέρος αυτό, κατά παραδοχή ως κατ`ουσίαν βάσιμης της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, που παραδεκτά πρότειναν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφεραν νόμιμα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγαίου οι αναιρεσίβλητοι. Ειδικότερα το προαναφερόμενο δικαστήριο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έκρινε ως επαρκή για τη θεμελίωση της από το άρθρο 281 ΑΚ ένστασης των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων: "Αν και οι ενάγοντες επισκέπτονται συχνά την ανωτέρω οικία τους και είχαν δει τις εργασίες ανέγερσης της ανωτέρω όμορης οικίας των εναγομένων....ώστε επομένως ήταν σε θέση να γνωρίζουν την ανωτέρω επέκταση των θεμελίων της στην ιδιοκτησία τους, για τα οποία είχε γίνει σχετική εμφανής εκσκαφή, δεν εναντιώθηκαν σε αυτή κατά το χρόνο εκείνο που έλαβε χώρα (1993) αυτή, παρά μόνο διαμαρτυρήθηκαν για πρώτη φορά το έτος 2004, δηλαδή μετά από 11 ολόκληρα χρόνια και αφού αυτή είχε πλέον ολοκληρωθεί και κατοικηθεί από τον πρώτο εναγόμενο και την οικογένειά του, κατά τρόπο ώστε εύλογα από την μακρόχρονη αυτή αδράνειά τους δημιουργήθηκε στους εναγόμενους η πεποίθηση ότι δεν ασκούσαν το σχετικό δικαίωμά τους. Εκτός όμως από την μακρόχρονη αδράνεια αυτών η τυχόν απόδοση του ανωτέρω υπεδάφους της ιδιοκτησίας των εναγόντων σε αυτούς με αφαίρεση του μέρους των θεμελίων της οικοδομής των εναγομένων που εισέρχεται σε αυτή, κρίνεται ότι θα έχει επίδραση στη στατικότητα της οικοδομής με δυσανάλογα υπέρμετρη οικονομική και κοινωνική βλάβη των εναγομένων, έναντι της ζημίας που υφίστανται από την υπόγεια αυτή επέκτασή της στο ακίνητό τους οι ενάγοντες, η οποία ενόψει του πολύ μικρού πλάτους της που φτάνει μόλις τα 1,25 μ. και του ότι αυτή έχει λάβει χώρα μόνο στο υπέδαφος του ακινήτου, μη αποστερώντας αυτούς ουσιαστικά από τη χρήση του ακινήτου τους, του οποίου η επιφάνεια παραμένει ανέπαφη, κρίνεται σημαντικά υποδεέστερη της ζημίας που θα υποστούν οι εναγόμενοι εάν υποχρεωθούν να αφαιρέσουν τα τμήματα αυτά της θεμελίωσης της οικοδομής τους, κατά τρόπο ώστε μία τέτοια απόδοση των εν λόγω εδαφικών τμημάτων στους ενάγοντες, να δημιουργούν την εντύπωση προφανούς αδικίας που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος των εναγόντων". Έτσι που έκρινε το δικάσαν ως Εφετείο Πολυμελές Πρωτοδικείου Αιγαίου σχετικά με την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της συγκυριότητας που είχαν παραδεκτώς προτείνει οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι κατά της ένδικης διεκδικητικής αγωγής παραβίασε τον από το άρθρο 281 ΑΚ κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα εσφαλμένα τον εφάρμοσε, υπαγάγοντας σ`αυτόν τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τη θεμελίωση της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της κυριότητας των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων επί των δύο επιδίκων εδαφικών λωρίδων που προσέβαλαν τη νομή τους οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι το πρώτον κατά το έτος 1993, με την έκχυση μπετόν από τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσιβλήτους πέραν από τα θεμέλια της οικοδομής τους μέσα στο αφανές υπέδαφος του ομόρου οικοπέδου των εναγόντων, καταλαμβάνοντας τις δύο επίδικες λωρίδες, μη αποσαφηνίζοντας αν η τοιαύτη έκχυση του μπετόν ήταν ορατή εξαρχής ή έγινε αντιληπτή από τους ενάγοντες το πρώτον το 2004 κατά τη γενόμενη απ`αυτούς εκσκαφή στο οικόπεδο τους, με συνέπεια να μη έχει παρέλθει μικρό χρονικό διάστημα αδράνειας μέχρι την άσκηση της από 10-2-2006 ένδικης διεκδικητικής αγωγής. Επιπλέον η κρίση του δικάσαντος ως Εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου ότι η αφαίρεση του μπετόν εκτός των θεμελίων της οικοδομής των εναγομένων και η απόδοσης του παρανόμως κατεχομένου υπεδάφους στους ενάγοντες θα έχει επίδραση στη στατικότητα της οικοδομής τους (εναγομένων) με δυσανάλογη υπέρμετρη οικονομική και κοινωνική βλάβη τους έναντι της ζημίας των εναγόντων που υφίστανται από την υπόγεια αυτή επέκταση στο ακίνητό του, συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της κυριότητας των εναγόντων επί των δύο επίδικων εδαφικών λωρίδων, είναι εσφαλμένη, ενόψει της δυνατότητας που έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 1010 ΑΚ, να ζητήσουν την επιδίκαση της κυριότητας των δύο επίδικων εδαφικών λωρίδων που κατέλαβαν από τους ενάγοντες (βλ.σχ.ΑΠ 1800/2009), ως ζήτησαν στην προκειμένη περίπτωση οι δύο πρώτοι αυτών με τη σχετική από 25- 1-20007 ανταγωγή που παραδεκτά άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας και δεν την εξέτασε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγαίου ως παρελκούσης της εξέτασης της μετά την απόρριψη της ένδικης αγωγής, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατ` ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος από το άρθρο 560 αριθμ.1 εδ.α ΚΠολΔ (και όχι από το άρθρο 559 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην υπό κρίση άσκηση αναίρεσης) λόγος αναίρεσης ως βάσιμος. Αντίθετα όλοι οι λοιποί λόγοι αναίρεσης με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου Πολυμελές Πρωτοδικείου πλημμέλειες άλλες, εκτός της ανωτέρω, όχι από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στο άρθρο 560 ΚΠολΔ, αλλά από τους αριθμ.19, 19γ και 20 του άρθρου 159 ΚΠολΔ (έλλειψη νόμιμης βάσης, μη λήψη υπόψη επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και παραμόρφωση εγγράφου αντίστοιχα), που δεν αναφέρονται στο άρθρο 560 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Στη συνέχεια, λόγω της παραδοχής του ως άνω λόγου αναίρεσης ως βασίμου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έγινε δεκτή με αυτήν η από 24-10-2007 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο σύνολό της στο ίδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την υπ`αριθμ. 53/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγαίου, που δίκασε ως Εφετείο, μόνο κατά το μέρος που δέχθηκε την από 24-10-2007 έφεση των αναιρεσιβλήτων.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το πιο πάνω μέρος, στο ίδιο Πολυμελές Πρωτοδικαίο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως. 

Και 

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Π.Β.

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου. Αναγκαίο περιεχόμενο αυτής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η ακριβής περιγραφή του ...1114/2014 ΑΠ

$
0
0

Οθωμανικό δίκαιο «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274. Παραχώρηση ακινήτων που αποτελούσαν κατηγορία δημοσίων γαιών, σε ιδιώτες. Με τη παραχώρηση αυτή δεν προσποριζόταν στον ιδιώτη η κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), περιεχόμενο του οποίου ήταν ορισμένη ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους, που ..710/2014 ΑΠ.

1114/2014 ΑΠ ( 640223) 
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου. Αναγκαίο περιεχόμενο αυτής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε...
να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η ακριβής περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνει και με αποτύπωση του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα. Στην περίπτωση που η αγωγή αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφό της όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου στον ενάγοντα, και, μόνο αν αμφισβητείται, ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του είχε το δικαίωμα, οφείλει, επίσης, να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση του δικαιώματος στο πρόσωπο του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση. Αν η κυριότητα στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας, με τον τρόπο αυτό, περιστατικά. Μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου. Προϋποθέσεις. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 4910/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 1114/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Β. του Α., κατοίκου .... και 2) Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Στεφάνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Τ. του Ι., κατοίκου ...... και 2) Μ. Τ. του Α., συζ. Ι. Τ.. Ο 1ος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μ. Γκέλη, η οποία δήλωσε ότι 2η αναιρεσίβλητη απεβίωσε στις 7/10/2011 (όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα με αριθμό ... ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Μεγάρων) και κληρονομήθηκε από τον 1ο αναιρεσίβλητο, ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από την ίδια.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2006 αγωγή και την από 5/5/2006 ανακοίνωση δίκης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 849/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4910/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/7/2011 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 286 παρ. 1 περ. α` του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, από τη διάταξη δε του άρθρου 290 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπερ του οποίου επήλθε διακοπή. Εξάλλου από το άρθρο 1167 εδ α` του ΑΚ ορίζεται ότι η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή, ενώ από το άρθρο 1168 του ΑΚ ορίζεται ότι η επικαρπία αποσβήνεται άμα ενωθεί με την κυριότητα στο ίδιο πρόσωπο.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει επί τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικών συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου στις 22-1-2014, κατά τη συζήτηση της από 17- 7-2011 αίτησης του Π. Β. και της Α. Κ. του Σ. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4910/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων Ε. Τ. του Ι., με δήλωση του που καταχωρίστηκε στα παραπάνω πρακτικά, γνωστοποίησε ότι την 7-10-2011 αποβίωσε η μητέρα του Μ. Τ. του Α. δεύτερη ενάγουσα, και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη, που ήταν επικαρπώτρια επί νομότυπη αγορά του επιδίκου ακινήτου, του οποίου αυτός ήταν ψιλός κύριος και ότι πλέον αυτός κατέστη κύριος αυτού και συνεχίζει την προκείμενη αναιρετική δίκη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει επί την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο υπ` αρι. Πρωτ. ... ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μ. Τ. του Α. του ληξιαρχείου του δήμου Μεγαρέων, προκύπτει ότι στις 7-10-2011, δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (26-7-2011) αποβίωσε η ανωτέρω διάδικος, που ήταν μητέρα του πρώτου αναιρεσιβλήτου.

Συνεπώς, μετά την επελθούσα ως άνω διακοπή της δίκης, νόμιμα υπεισήλθε σ`αυτήν ο πρώτος αναιρεσίβλητος που τη συνεχίζει μόνος ως αποκλειστικός κύριος πλέον του επιδίκου ακινήτου. Επειδή, κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 του ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ`αυτήν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, με την οποία ορίζεται, ότι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου, συνάγεται, ότι η νομή συγκρατείται από δύο στοιχεία, το σωματικό και το πνευματικό περί της συνδρομής των οποίων κρίνει το δικαστήριο με βάση τις εμφανείς υλικές πράξεις επί του πράγματος, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και με τις οποίες εκδηλώνεται η θέληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του αμέσως πιο πάνω άρθρου (974 ΑΚ) προς εκείνες των άρθρων 1041, 1042, 1045, και 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο ακίνητο για μία δεκαετία, ενώ με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία (ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο), με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, όπου απαιτείται προς συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το εδάφιο 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του ανωτέρω άρθρου 559.

Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η ακριβής περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνει και με αποτύπωση του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα, γιατί έτσι μπορεί και ο εναγόμενος να αμυνθεί και να ταχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Στην περίπτωση που η αγωγή αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγη μεν κτήση, πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφο της όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου στον ενάγοντα, και, μόνο αν αμφισβητείται, ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του είχε το δικαίωμα, οφείλει, επίσης, να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση του δικαιώματος στο πρόσωπο του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση, αν δε στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας με τον τρόπο αυτό περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την ένδικη από 2-5-2006 αγωγή τους, την οποία εκτιμά, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ ως διαδικαστικό έγγραφο ο Αρειος Πάγος, ισχυρίστηκαν, ότι κατέστησαν ο πρώτος εξ αυτών ψιλός κύριος και η δεύτερη επικαρπώτρια ενός οικοπέδου εμβαδού 1036,21 τ.μ., που βρίσκεται στη ..., με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων ......... ......... .... από τους αληθείς συγκυρίους Γ. και Μ. Φ., οι οποίοι το είχαν αποκτήσει με βάση τους αναφερόμενους τίτλους από το 1960, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής εκείνου των ανωτέρω δικαιοπαρόχων τους, ασκώντας τόσο οι δικαιοπάροχοι τους όσο και οι ίδιοι επί του οικοπέδου όλες τις πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα και ειδικότερα το επέβλεπαν, το καθάριζαν από τα άγρια χόρτα και τυχόν σκουπίδια, το αποτύπωναν σε διαγράμματα κ.λ.π., πράξεις για τις οποίες ποτέ και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε και ούτε τους ενόχλησε, ότι το οικόπεδο αυτό ήταν οριοθετημένο και περιφραγμένο από τους δικαιοπαρόχους τους, όπως ακόμη συνεχίζεται, με συρματόπλεγμα, οι διαστάσεις δε που αναφέρονται στον ως άνω τίτλο κτήσεως και στα αναφερόμενα σχεδιαγράμματα προκύπτουν με σταθερά διακριτά σημεία (ορόσημα) επί του εδάφους. Οτι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής το επίδικο ακίνητο στην πρώτη εγγραφή στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Μεγάρων και στους κτηματολογικούς πίνακες φέρεται ανακριβώς, ότι αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου (οικοπέδου) 1832 τ.μ. με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ..., με φερόμενους δικαιούχους στην εν λόγω εγγραφή τους Π. Β. και Α. Κ., οι οποίοι μετά την εγγραφή αυτή μεταβίβασαν τούτο στον Α. Τ., δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων ....... . Ζήτησαν δε, ενόψει της ως άνω αμφισβήτησης, του δικαιώματος τους επί του επιδίκου, να αναγνωριστεί η κυριότητα τους στο επίδικο ακίνητο και ειδικότερα βάσει του περιεχομένου της αγωγής να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είναι ψιλός κύριος και η δεύτερη αναιρεσίβλητη επικαρπώτρια του επιδίκου και να διαταχθεί η διόρθωση της πιο πάνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε να αναγραφούν οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες των ως άνω δικαιωμάτων επί του επιδίκου. Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, επειδή περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητά της, εκτίθεται δε σ` αυτή, μεταξύ άλλων, σαφώς και ορισμένως ο τρόπος με τον οποίο ο πρώτος αναιρεσίβλητος έγινε ψιλός κύριος και η δεύτερη αναιρεσίβλητη επικαρπώτρια του επιδίκου με παράγωγο τρόπο αλλά και με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και μάλιστα νεμόμενη η ίδια το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών με την προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, ενώ προσδιορίζεται επακριβώς και το επίδικο κατά θέση, όρια, επιφάνεια και πλευρικές διαστάσεις, και χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρουν οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι τον τρόπο κτήσεως των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, αφού επικαλούνται κτήση κυριότητας των άμεσων δικαιοπαρόχων τους Γ. και Μ. Φ. διά χρησικτησίας. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή δεν αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητας, ούτε έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ούτε κατά παράβαση του νόμου θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα περιστατικά ως προς την περιγραφή του επίδικου τμήματος, δεν υπέπεσε στις από τους αριθμούς 1, 8 και 14, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες. Επομένως, οι συναφείς πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πρώτος, κατά το δεύτερο και τρίτο μέρος του, καθώς και τέταρτος από τους αριθμούς 8 και 14 του ίδιου άρθρου, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη - ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... του συμβολαιογράφου Μεγάρων ............ οι Ι. Μ. και Μ. Μ. μεταβίβασαν κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή λόγω πωλήσεως στους Δ. και Γ. Κ. ένα ακίνητο (οικόπεδο) εκτάσεως 1.200 τ.μ., που βρίσκεται στη ..., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της ομώνυμης κοινότητας, το οποίο συνορεύει Ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Π., Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Ο., Βόρεια που ενδιαφέρει την κρινόμενη υπόθεση, με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Γ. και Νότια με ιδιοκτησία Χ. Μ.. Τούτο είχε περιέλθει στους πωλητές με κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 7.4.1938 πατέρα τους Γ. Μ. στην οποία υπεισήλθαν και στον τελευταίο δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... (Τόμος … αρ. …) συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων .............. , λόγω δωρεάς εν ζωή του πατέρα του Μ. Μ.. Οι ανωτέρω Γ. και Δ. Κ., αληθείς κύριοι του πιο πάνω ακινήτου, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... (Τόμος … αρ. …) συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων .................. , μεταβίβασαν τούτο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, λόγω πωλήσεως, στο Γ. Τ.. Μετά τον επισυμβάντα στις 11.6.1959 στη Βαλτιμόρη ΗΠΑ θάνατο του Γ. Τ. οι κληρονόμοι του Σ. Τ., Γ. Τ. και Μ. Τ., πατέρας, αδελφός και χήρα, αντίστοιχα του αποβιώσαντος, αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά κατά ποσοστό 1/4, 1/4 και 2/4 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, δυνάμει της με νομίμως μεταγραφείσης ... πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Κηφισιάς ........... , που νόμιμα μεταγράφηκε (Τόμος … αριθ. …), στην οποία περιλαμβανόταν και το πιο πάνω ακίνητο, ενώ με το ... συμβόλαιο του αμέσως πιο πάνω συμβολαιογράφου οι ανωτέρω κληρονόμοι Σ. και Γ. Τ. μεταβίβασαν το ως άνω κληρονομικό τους μερίδιο (2/4 εξ αδιαιρέτου) κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στη Μ. τέως χήρα Γ. Τ. και ήδη σύζυγο Γ. Φ. και κατά το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου στο Γ. Φ., κατοίκων ..., οι οποίοι έκτοτε εγκαταστάθηκαν στη νομή του ο καθένας κατά το πιο πάνω ιδανικό του μερίδιο (3/4 και 1/4 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα). Ακολούθως, οι τελευταίοι δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... (Τόμος … αρ. …) συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων ............. μεταβίβασαν τούτο κατά μεν το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας στον πρώτο των εναγόντων Ε. Τ., κατά δε το δικαίωμα της επικαρπίας στη δεύτερη των εναγόντων σύζυγο του πρώτου Μ. Τ.. Το εν λόγω ακίνητο, που είναι περίκλειστο (τυφλό) καθόσον δεν έχει πρόσοψη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, έχει σύμφωνα με τον τίτλο αυτό έκταση 1040,53 τ.μ. και εμφανίζεται στο συνημμένο στο ως άνω συμβόλαιο από Φεβρουαρίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Σ. με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΑ, συνορεύει δε κατά το διάγραμμα αυτό Βόρεια με ιδιοκτησίες Γ. και Β. (2ου εναγομένου) σε τεθλασμένη πλευρά ΓΔΕ 30,30 μ, ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. σε πλευρά ΕΖ 28,8μ, Νότια με ιδιοκτησίες κληρονόμων Μ. και Τ. σε πλευρά 36 μ και δυτικά με ιδιοκτησίες Π. και Ο. Χ. σε τεθλασμένη πλευρά ΑΒΓ 32,45μ. Το ακίνητο αυτό είναι επίδικο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου κατ` ακριβέστερη καταμέτρηση έχει έκταση 1036,21 τ.μ., εμφανίζεται δε στο από Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Σ. που προσαρτάται στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής με τα στοιχεία ΒΓΔΕΖΘΙΑ και συνορεύει σύμφωνα με αυτό βόρεια σε πλευρά Θ-Η 18,93μ με ιδιοκτησία Γ. και σε πλευρά Η-Ζ 11,27μ με ιδιοκτησία του τετάρτου των εναγομένων πρώην δε ιδιοκτησία του δευτέρου και της τρίτης των εναγομένων, έχουσα κωδικό αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ..., ανατολικά σε πλευρά Ζ-Ε 4,49μ, Ε-Δ 23,83μ και Δ-Γ 0,77μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Π., δυτικά σε πλευρά Θ-Ι 25,31 μ με ιδιοκτησία Π., και σε πλευρά Ι-Α 8,39μ με ιδιοκτησία Κ., νότια σε πλευρά Α-Β 14,07μ και σε πλευρά Β-Γ 22,25μ με άλλη ιδιοκτησία εναγόντων. Αποδεικνύεται επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι δυνάμει της νομίμως μεταγραφείσας ... (Τόμοι … αρ. …) δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Μεγάρων .................. η Α. χήρα Ε. Γ. και οι Μ., Δ. και Κ. Γ. του Ε. ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 18.1.1968 Ε. Γ. συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, στην οποία, μεταξύ των κληρονομιαίων, περιλαμβανόταν και ποσοστό 22/24 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού με ένδεκα (11) ελαιόδενδρα που ορίζετο Βορείως με κληρονόμους Ν. Γ., και Νοτίως, που ενδιαφέρει την κρινόμενη υπόθεση, με ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. (απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων). Σημειωτέον ότι το υπόλοιπο ποσοστό εξ αδιαιρέτου (2/24) του ως άνω αγρού ανήκε στην Α. σύζυγο Μ. Κ. το γένος Σ. Γ., η οποία με το ... συμβόλαιο του αμέσως πιο πάνω συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε (τόμος ...) μεταβίβασε τούτο λόγω πωλήσεως στον ανωτέρω Κ. Γ. του Ε., ανηψιό της. Το εν λόγω αγροτεμάχιο είχε περιέλθει στους ανωτέρω Ε. Γ. και Α. Κ., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και κατά τα ως άνω ποσοστά συγκυριότητας σε καθένα, στο μεν πρώτο με χρησικτησία στη δε δεύτερη εκ κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 15.11.1945 αδελφού τους Κ. Γ.. Ακολούθως οι ανωτέρω Α. χήρα Ε. Γ., Μ., Δ. και Κ.ς Γ.ς δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων ............ (τόμος … αρ. …) μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον δεύτερο και την τρίτη από τους εναγομένους τα 409/1000 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω αγρού και ήδη οικοπέδου, το οποίο σύμφωνα με το επισυναπτόμενο στο εν λόγω συμβόλαιο από Νοεμβρίου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Γ. Κ. έχει έκταση 1809,50 τ.μ., εμφανίζεται δε στο διάγραμμα αυτό με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α και συνορεύει βόρεια επί πλευράς Α-Κ 42,75μ και Ι-Θ 28,40μ με ιδιοκτησίες Χ. και Π. αντίστοιχα, νότια επί τεθλασμένης πλευράς Γ-Δ-Ε 32,26μ με ιδιοκτησία Γ. και επί πλευράς Ζ-Η 32,25μ με ιδιοκτησία Χ., ανατολικά επί πλευράς Κ-Ι 11,52μ με ιδιοκτησία Π. και επί πλευράς Θ-Η 36,05 με ιδιοκτησία Σ. και δυτικά επί πλευράς Α-Β-Γ 25,45μ με την οδό ... μ και επί πλευράς Ε-Ζ 18,35 με ιδιοκτησία Γ.. Ακολούθως, με την ... πράξη του αμέσως πιο πάνω συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε (τόμος …αρ. …) οι ως άνω εναγόμενοι (δεύτερος και τρίτη) ως συγκύριοι του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 409/1000 εξ αδιαιρέτου, σύστησαν με τους ανωτέρω, κατά το υπόλοιπο ποσοστό 591/1000 εξ αδιαιρέτου, συγκυρίους του ίδιου ακινήτου Α., Δ., Μ. και Κ. Γ. κάθετη ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971, σύμφωνα με την οποία πράξη σε αυτούς (εναγομένους) θα ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα η μέλλουσα να ανεγερθεί κάθετη ιδιοκτησία (οικοδομή) στο καθορισμένο τμήμα του κοινού αγροτεμαχίου, που εμφανίζεται με τα στοιχεία ΑΒΜΛΙΚΑ στο από Νοεμβρίου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Γ. Κ. εκτάσεως 739,50 τ.μ. με ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου οικοπέδου 409/1000 εξ αδιαιρέτου και με πρόσοψη επί της οδού ...,45 μέτρων, ενώ στους λοιπούς συγκυρίους θα ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα η μέλλουσα να ανεγερθεί κάθετη ιδιοκτησία (οικοδομή), στο επίσης καθορισμένο με στοιχεία Β-Γ-Δ-Ε- Ζ-Η-Θ-Ι- Λ-Μ- Β του ιδίου ως άνω διαγράμματος, υπόλοιπο τμήμα του κοινού αγροτεμαχίου εκτάσεως 1070 τ.μ., αε ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου οικοπέδου 591/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο είναι περίκλειστο (τυφλό). Τούτο το τμήμα είναι το επίδικο. Κατόπιν τούτου οι πιο πάνω εναγόμενοι, αφού έλαβαν την αριθ. 229/ Μ-Α 167/1982 άδεια της Νομαρχίας Αττικής, ανήγειραν στο καθορισμένο να περιέλθει σε αυτούς με την προαναφερόμενη πράξη τμήμα του ενιαίου ακινήτου ισόγεια οικοδομή 120,36 τ.μ., ενώ ακολούθως με το ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων, που νόμιμα μεταγράφηκε (τόμος 319 αρ. 64) οι ανωτέρω συγκύριοι των 591/1000 εξ αδιαιρέτου μεταβίβασαν το ιδανικό τους μερίδιο και την αντιστοιχούσα σε αυτό κάθετη ιδιοκτησία, δηλαδή το επίδικο, λόγω πωλήσεως, στους παραπάνω εναγομένους. Ετσι, οι ανωτέρω εναγόμενοι φέρονται με τα πιο πάνω ... και ... συμβόλαια να έχουν καταστεί συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός ενιαίου οικοπέδου 1809,50 τ.μ., τμήμα του οποίου, ήτοι το προαναφερόμενο με στοιχεία Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Λ-Μ-Β εκτάσεως 1070 τ.μ. και κατ` ακριβέστερη καταμέτρηση 1036,21 τ.μ., είναι το επίδικο. Αποδεικνύεται ακόμη ότι η περιοχή του Δήμου ..., εντός των ορίων του οποίου βρίσκεται το ανωτέρω οικόπεδο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, στα πλαίσια εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Νόμο 2308/1995. Έτσι, κλήθηκαν όσοι έχουν εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της υπό κτηματογράφησης περιοχής, να υποβάλλουν δήλωση με περιγραφή του δικαιώματος τους και αναφορά στην αιτία κτήσεώς του. Κατά την εν λόγω διαδικασία, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εναγόμενους επικαλούμενοι ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος του παραπάνω οικοπέδου δυνάμει των προαναφερόμενων συμβολαίων (..., ... σε συνδυασμό με τις 14270/1980 και 21639/1989 συμβολαιογραφικές πράξεις), προσκόμισαν τους εν λόγω τίτλους για την εγγραφή τους ως δικαιούχων του ακινήτου αυτού στα κτηματολογικά βιβλία, ενώ αντιθέτως οι ενάγοντες λόγω άγνοιάς τους σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας κτηματογράφησης των ακινήτων στην περιοχή του Δήμου ..., παρέλειψαν εντός των προθεσμιών που καθορίστηκαν να υποβάλλουν δήλωση στο Κτηματολογικό Γραφείο Μεγάρων περί του εγγραπτέου δικαιώματος τους επί του πιο πάνω ακινήτου τους, καθώς και τα απαιτούμενα για την απόδειξη αυτού έγγραφα. Κατόπιν τούτου μετά το πέρας της κτηματογράφησης, στους κτηματολογικούς πίνακες και στην πρώτη εγγραφή στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο καθώς και το συνοδεύον αυτό κτηματολογικό διάγραμμα του Κτηματολογικού Γραφείου Μεγάρων, το ανωτέρω επίδικο οικόπεδο εμφανίζεται να αποτελεί τμήμα του μείζονος οικοπέδου των 1832 τ.μ. με ΚΑΕΚ ... και με δικαιούχους τους ανωτέρω εναγομένους (δεύτερο και τρίτη), οι οποίοι, μετά την πιο πάνω εγγραφή, δυνάμει του ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων .........., που καταχωρήθηκε στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο Μεγάρων με αριθμό καταχώρησης 468/22.8.2005, μεταβίβασαν τούτο, λόγω πωλήσεως, στον τέταρτο από τους εναγομένους Α. Τ.. Με βάση όμως τα πιο πάνω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στους προαναφερόμενους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων των εναγομένων (Α.ς χήρας Ε. Γ., Μ.ς, Δ.ς, Κ.υ Γ. του Ε.) δηλαδή το ... πωλητήριο συμβόλαιο και την ... πράξη αποδοχής κληρονομιάς αναφέρεται πως το ακίνητο τους έχει νότιο όριο την ιδιοκτησία Μ. δηλαδή το επίδικο, γεγονός για το οποίο οι εναγόμενοι καμία εξήγηση δεν δίδουν, στους δε τίτλους ιδιοκτησίας των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους αναφέρεται πως το ακίνητο τους έχει βόριο όριο την ιδιοκτησία των κληρονόμων Γ., των δικαιοπαρόχων δηλαδή των εναγομένων, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο είναι το αναφερόμενο στους προεκτεθέντες τίτλους ιδιοκτησίας (κυριότητας) των εναγόντων (... πωλητήριο συμβόλαιο) και των δικαιοπαρόχων τους, άμεσων Μ.ς και Γ. Φ. (36/1960 πωλητήριο συμβόλαιο και 35/1960 πράξη αποδοχής κληρονομιάς), απώτερων Γ. Τ. (10064/1958 πωλητήριο συμβόλαιο) και απώτατων, Δ. και Γ. Κ. (... πωλητήριο συμβόλαιο) και Γ. Μ. (12341/1901 δωρητήριο συμβόλαιο). Το πρώτον δε οι δικαιοπάροχοι των εναγόμενων (Αικ. Γ. και τα τέκνα αυτής) ενεφάνισαν τούτο ως ανήκον στην ιδιοκτησία τους τόσο στην προαναφερόμενη πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας και στο επισυναπτόμενο σε αυτήν τοπογραφικό διάγραμμα. Εξάλλου, οι ενάγοντες, αφότου το έτος 1999 περιήλθε σε αυτούς το επίδικο, δυνάμει του πιο πάνω ... πωλητητηρίου συμβολαίου, και πριν από αυτούς οι δικαιοπάροχοι τους Μ. Φ. και Γ. Φ. από το έτος 1960, που περιήλθε σ` αυτούς τούτο, δυνάμει του πιο πάνω 36/1960 πωλητηρίου συμβολαίου και της 35/1960 πράξης αποδοχής κληρονομιάς και εφεξής μέχρι το έτος 1999 νέμονταν το επίδικο ασκώντας επί αυτού συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεώς του που προσιδιάζουν με τη φύση και τον προορισμό του, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο τα παραπάνω συμβόλαια και με διάνοια κυρίων με τη θέληση δηλαδή να το έχουν δικό τους. Πιο συγκεκριμένα οι μεν ενάγοντες το επισκεπτόταν, το επέβλεπαν, φρόντιζαν για τον καθαρισμό και την υδροδότησή του, κατασκεύασαν εντός αυτού μικρή αποθήκη και προστάτευαν τα σύνορά του από τους τυχόν καταπατητές, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα και δη τους εναγόμενους, οι δε ανωτέρω δικαιοπάροχοι τους, όταν το 1960 εγκαταστάθηκαν στη νομή του, φρόντισαν για τον καθορισμό και την περίφραξή του με τσιμεντόλιθους και συρματόπλεγμα, φύτεψαν δύο ελιές και λυγαριές, ενώ έστω και αν δεν βρισκόταν σε σωματική επαφή με το ακίνητο τους, διότι ήσαν μόνιμοι κάτοικοι Αμερικής, διαρκώς είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτό και κάθε στιγμή μπορούσαν να ενεργήσουν πράξεις φυσικής εξουσιάσεώς τους. Αντίθετα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενοι (δεύτερος και τρίτη) έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο δηλαδή δυνάμει των ....... και ... πωλητηρίων συμβολαίων, καθόσον οι ανωτέρω δικαιοπάροχοι τους Α. χήρα Ε. Γ., Μ., Δ. και Κ.ς Γ.ς του Ε. δεν ήσαν κύριοι τούτου, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, το επίδικο δεν περιλαμβανόταν στους τίτλους ιδιοκτησίας τους δηλαδή το 56324/1969 πωλητήριο συμβόλαιο και την 58359/1970 πράξη αποδοχής κληρονομιάς, ενώ εξάλλου οι εν λόγω δικαιοπάροχοι τους Αικ. Γ. κ.λ.π. ούτε δια χρησικτησίας κατέστησαν συγκύριοι τούτου με την προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής εκείνου των δικαιοπαρόχων τους Ε. Γ. και Α.ς Κ., όπως αβάσιμα διατείνονται. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι επί του επιδίκου ασκούσαν εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής ο Ε.ς Γ.ς από το 1940 και εφεξής μετά το θάνατο του (1968) και η Α. Κ. από τον επισυμβάντα το 1945 θάνατο του αδελφού της Κ. Γ. και εφεξής μέχρι το έτος 1969 που μεταβίβασε το ιδανικό της μερίδιο στον ανηψιό της Κ. Ε. Γ., έκαστος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό συγκυριότητας του 44/48 εξ αδιαιρέτου ο Ε.ς Γ.ς και 4/48 εξ αδιαιρέτου η Α. Κ., αλλά ούτε και μετά το θάνατο του Ε. Γ. οι ανωτέρω κληρονόμοι του σύζυγος και τέκνα, Α. χήρα Ε. Γ., Μ., Δ. και Κ. Γ. του Ε. αντίστοιχα άσκησαν επί του επιδίκου διακατοχικές πράξεις νομής. Σημειωτέον ότι οι πράξεις νομής αυτών περιορίζονταν στο έχον επί της οδού ..... πρόσοψη οικόπεδο των 739 τ.μ. επί του οποίου, μετά τη γενόμενη κατά τα ως άνω σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, συνέχισαν να ασκούν διακατοχικές πράξεις νομής οι εναγόμενοι (δεύτερος και τρίτη) και σε καμιά περίπτωση επί του επιδίκου, καθόσον δεν θεωρούνται εμφανείς πράξεις νομής ικανές να προσπορίσουν δικαίωμα κυριότητας σε αυτούς (εναγόμενους) δια χρησικτησίας, η εκπόνηση τοπογραφικών διαγραμμάτων ή η δήλωση του συγκεκριμένου ακινήτου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που μεσολάβησε, αφότου το επίδικο περιήλθε σε αυτούς (εναγόμενους), ως κάθετη ιδιοκτησία, δυνάμει του ... πωλητηρίου συμβολαίου μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2006) δεν αρκεί για την κτήση κυριότητας εκ μέρους τους με έκτακτη χρησικτησία αλλά ούτε και με τακτική, διότι λείπει το στοιχείο της καλής πίστης. Για το κρίσιμο ζήτημα ποιος από τους διαδίκους ασκούσε πράξεις νομής επί του επιδίκου κατέθεσε κατηγορηματικά και με σαφήνεια ο μάρτυρας των εναγόντων Ι. Τ. (έτος γεν. 1931) πατέρας του πρώτου εξ αυτών. Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα αυτού οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους ασκούσαν επί του επιδίκου τις προαναφερόμενες πράξεις νομής. Ειδικότερα, ο μάρτυρας αυτός καταθέτει μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο όταν το 1999 το αγόρασε ο γιος του, ενάγων, ήταν περιφραγμένο από τους πωλητές ιδιοκτήτες του δηλαδή το ζεύγος Φ., ότι η περίφραξη ήταν παλαιά, ότι δεν είχε γνωρίσει τους πρώην ιδιοκτήτες, καθόσον έμεναν στην Αμερική, τους γνώριζαν όμως και τους έβλεπαν οι γείτονες όταν το επισκέπτονταν καθώς επίσης καταθέτει ότι εντός αυτού υπήρχαν δύο ελιές ξεραμένες και λυγαριές. Η κατάθεση του μάρτυρα αυτού, ο οποίος έχει άμεση γνώση όσων καταθέτει, κρίνεται αξιόπιστη και δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων Σ. Β. (έτος γεν. 1965) και Α. Τ. (έτος γεν. 1954), ούτε από κανένα από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους εναγόμενους αποδεικτικά στοιχεία, οι οποίοι καμία εξήγηση δεν δίδουν γιατί στους τίτλους των δικαιοπαρόχων των εναγομένων δηλαδή στο 56324/1969 πωλητήριο και στην 58359/1970 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς το αναφερόμενο σε αυτούς αγροτεμάχιο φέρεται να συνορεύει με το επίδικο. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ενάγοντες κατέστησαν ο μεν πρώτος ψιλός κύριος η δε δεύτερη επικαρπώτρια του επιδίκου με παράγωγο τρόπο ήτοι δυνάμει του ... πωλητηρίου συμβολαίου από τους αληθείς κυρίους τούτου Μ. και Γ. Φ., αλλά και με πρωτότυπο τρόπο έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθέντες τούτο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της 20ετίας με την προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής εκείνου των ανωτέρω δικαιοπαρόχων τους, αλλά και με τακτική χρησικτησία ως νεμηθέντες τούτο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 10 ετών με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο. Η καταλυτική της αγωγής ένσταση περί ιδίας κυριότητας, που οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες πρόβαλλαν είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες νεμήθηκαν τούτο συνεχώς και αδιαλείπτως για γονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 10 ετών". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι κατέστησαν ο μεν πρώτος ψιλός κύριος και η δεύτερη επικαρπώτρια του επίδικου ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) και ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου ούτε με παράγωγο τρόπο, διότι οι δικαιοπάροχοι τους δεν ήταν κύριοι τούτου, ούτε με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από το 1989 μέχρι την άσκηση της αγωγής το έτος 2006 δεν συμπληρώνεται εικοσαετία, αλλά ούτε και με τακτική χρησικτησία, διότι λείπει το στοιχείο της καλής πίστης και κατόπιν τούτου, αφού απέρριψε την ένσταση των αναιρεσειόντων περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, δέχτηκε την ένδικη αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Ετσι, που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194, 1198, 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόδειξης της απόκτησης από τους αναιρεσιβλήτους της ψιλής κυριότητας και της επικαρπίας, αντίστοιχα, και της μη απόδειξης της ένστασης ιδίας κυριότητας των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου. Ειδικότερα, το Εφετείο με σαφήνεια δέχτηκε, ότι στους αναφερόμενους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων αναφέρεται, ότι το ακίνητο τους έχει νότιο όριο την ιδιοκτησία Μ., δηλαδή το επίδικο ακίνητο, στους δε τίτλους ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους αναφέρεται, ότι το ακίνητο τους έχει βόρειο όριο την ιδιοκτησία των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων, ότι έτσι αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο είναι το αναφερόμενο στους τίτλους των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, καθόσον οι δικαιοπάροχοι τους δεν ήταν κύριοι τούτου, ούτε οι δικαιοπάροχοι τους αυτοί έγιναν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον οι όποιες διακατοχικές πράξεις νομής που άσκησαν περιορίζονταν στο έχον επί της οδού ..... πρόσοψη οικοπέδου των 739 τ.μ. και όχι επί του επιδίκου. Εξάλλου, η επάλληλη αιτιολογία του Εφετείου, ότι "σε κάθε περίπτωση ο χρόνος που μεσολάβησε, αφότου το επίδικο παρήλθε στους αναιρεσείοντες το 1989 μέχρι και την άσκηση της αγωγής το 2006 δεν αρκεί για την κτήση κυριότητας εκ μέρους τους με έκτακτη χρησικτησία αλλά ούτε και με τακτική, διότι λείπει το στοιχείο της καλής πίστης", η οποία δεν προσβάλλεται επιτυχώς με κάποιο λόγο αναίρεσης, στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφαση, της οποίας το πόρισμα εκτίθεται σαφώς. Και δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου, ότι το επίδικο ακίνητο που μεταβιβάστηκε στους αναιρεσιβλήτους με πωλητήριο συμβόλαιο το έτος 1999 είναι περίκλειστο (τυφλό), καθόσον δεν έχει πρόσοψη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό και της παραδοχής του, ότι οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων και οι ίδιοι ασκούσαν πράξεις νομής επ` αυτού, καθόσον από ανατολικά και δυτικά συνόρευαν με ιδιοκτησίες τρίτων και μάλιστα νότια με άλλη ιδιοκτησία των ιδίων των αναιρεσιβλήτων και όχι των αναιρεσειόντων. Επομένως, οι συναφείς έβδομος, όγδοος, ενδέκατος, δωδέκατος, κατά το πρώτο μέρος του, και δέκατος τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και δεύτερος, πέμπτος, ένατος, δωδέκατος, κατά το δεύτερο μέρος του, και δέκατος τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται, αν το Δικαστήριο επιδίκασε κάτι δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την έννοια της ως άνω διάταξης θεωρείται η αίτηση, που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία και όχι αίτηση για παραδοχή ενστάσεως, προτάσεων, πραγματικών ισχυρισμών ή αποδεικτικών μέσων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. α` Κ.πολ.Δ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε διατάξει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Μεγάρων, έτσι ώστε να φαίνονται ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είναι ψιλός κύριος και ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη είναι επικαρπώτρια του επίδικου ακινήτου, χωρίς οι ενάγοντες να έχουν υποβάλλει τέτοιο αίτημα. Από την επισκόπηση, όμως, της πρωτόδικης απόφασης και του δικογράφου της από 2-5-2006 ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, προκύπτει, ότι οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι ρητώς είχαν ζητήσει να διορθωθεί ολικά η πρώτη εγγραφή στα ως άνω κτηματολογικά βιβλία, ώστε να συμπεριληφθούν τα στοιχεία τους ως ιδιοκτητών του επίδικου ακινήτου ως ξεχωριστής πλέον ιδιοκτησίας συνολικής επιφανείας 1. 036, 21 τ.μ. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έκτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον προβληθέντα ισχυρισμό τους, τον οποίο επανέφεραν με λόγο έφεσης, ότι νεμήθηκαν με καλή πίστη το επίδικο ακίνητο, καθόσον οι δικαιοπάροχοι τους εγγυήθηκαν ότι το επίδικο που τους πώλησαν ανήκε σ` αυτούς κατ` αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον προβληθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμο. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001), αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί καμιά απόδειξη γι` αυτά -πράγματα- ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Επομένως, ο έκτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε τους αγωγικούς ισχυρισμούς ως αληθινούς χωρίς απόδειξη, και απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι νεμήθηκαν με καλή πίστη το επίδικο ακίνητο που τους πώλησαν οι δικαιοπάροχοι τους χωρίς αποδείξεις, είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση, ως προς την αλήθεια των θεμελιωτικών της αγωγής ή του ως άνω ισχυρισμού πραγματικών γεγονότων, από τα μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι.

Επειδή, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (Ολομ.ΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον δέκατο λόγο και τελευταίο εξεταζόμενο της αναίρεσης από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι με το να δεχτεί αυτό ότι οι δικαιοπάροχοι τους το πρώτον ενεφάνισαν το επίδικο ακίνητο ως ανήκον στην ιδιοκτησία τους τόσο στην πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Μεγάρων ............. και ότι το επίδικο ακίνητο είναι το αναφερόμενο στους τίτλους ιδιοκτησίας (κυριότητας) των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων (... πωλητήριο συμβόλαιο) και των δικαιοπαρόχων τους άμεσων, απώτερων και απώτατων, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των προσκομισθέντων από αυτούς (αναιρεσείοντες) εγγράφων, ήτοι α) το ... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων ..................... και β) την ........ πράξη αποδοχής κληρονομιάς του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, με τα οποία οι δικαιοπάροχοι τους κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, το οποίο περιγράφεται σ` αυτά ως τμήμα μείζονος ακινήτου εμβαδού 1800 τ.μ. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά του, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και σε όλα τα έγγραφα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους, και ειδικότερα όλους τους τίτλους που προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητοι, ακόμη και αυτούς που αφορούν τους άμεσους, απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους τους, καθώς και όλους τους τίτλους που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερθέντα δύο συμβολαιογραφικά εγγραφή χωρίς να στηρίξει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το επί της ουσίας πόρισμα του στα τελευταία αυτά έγγραφα.

Συνεπώς, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ` ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17-7-2011 αίτηση των 1) Π. Β. του Α. και 2. Α. Κ. του Σ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 4910/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Και

Καταδικάζει τους ως άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαϊου 2014.

Και

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαϊου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.

Κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Νόμιμος τίτλος. Έννοια αυτού. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει νομίμως μεταγραφεί, και το οποίο ..1192/2014 ΑΠ

$
0
0

Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

1192/2014 ΑΠ ( 640247) 
Κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Νόμιμος τίτλος. Έννοια αυτού. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο, που..
έχει νομίμως μεταγραφεί, και το οποίο παρουσιάζει εξωτερικά τους όρους του έγκυρου τίτλου, τυχόν δε ελαττώματα, κείμενα εκτός αυτού, όπως είναι και η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, καλύπτονται από τη χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής. Πώληση ξένου ακινήτου. Μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης πώλησης. Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου. Προστασία του αληθινού κυρίου στην περίπτωση μεταβιβάσεως με συμβολαιογραφικό έγγραφο με διεκδικητική αγωγή, την οποία εφόσον αυτό το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να την στρέψει μόνον κατ’ αυτού και όχι κατά του πωλητή, εναντίον του οποίου μπορεί να ασκήσει την αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή. Κτήση κυριότητας ακινήτου με κληρονομική διαδοχή. Η επαγωγή και μόνον κληρονομίας στο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά το καταλειπόμενο σ’ αυτό ακίνητο δημόσια περιουσία, αλλά αυτό γίνεται μόνον από της μεταγραφής της περί αποδοχής της κληρονομίας δηλώσεως του Δημοσίου. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 4085/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 1192/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Ελληνικού Δημοσίου/Ταμείου Εθνικού Στόλου (ΤΕΣ), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Ταμείο Εθνικής Αμυνας (ΤΕΘΑ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Ταμείο Αεροπορικής Aμύνης (ΤΑΑ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιούς τους Ευγενία Βελώνη, Νομική Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Θεόδωρο Ράπτη, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσίβλητων: 1)Ι. συζ. Ν. Κ. το γένος Π. Τ. και 1)Ε. Κ. του Ν., συζ. Θ. Μ., κατοίκου .... Η 2η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Καρατζά, ο οποίος δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε στις 16/7/2010 (όπως προκύπτει από την με αριθμό 131/2010 τομ.22 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Αθηναίων) και κληρονομήθηκε από την 2η η οποία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/12/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 926/2002 μη οριστική, 1514/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4085/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν τα αναιρεσείοντα νομικά πρόσωπα με την από 30/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 34, 35 ΑΚ, 62, 73, 313 παρ.1 περ.δ` ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ίδιου Κώδικα που κατ` άρθρο 573 παρ.1 εφαρμόζονται και στην κατ` αναίρεση δίκη, προκύπτει ότι, αν μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης απεβίωσε ο διάδικος, ο αντίδικός του πρέπει να απευθύνει την αναίρεση κατά των κληρονόμων του, άλλως αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει, με οποιοδήποτε τρόπο, γνώση του Θανάτου του αντιδίκου του, διαφορετικά η αναίρεση δεν είναι άκυρη και χωρεί νόμιμα η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη Θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ολ ΑΠ 27/1987). Τόσο η βίαιη διακοπή της δίκης λόγω Θανάτου του διαδίκου όσο και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του μπορούν να γνωστοποιηΘούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί άμεση συζήτηση της υπόθεσης (ολ ΑΠ 22/2000 ΝοΒ 200.602). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης που κατατέθηκε στις 7/7/2011 εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η δεύτερη αναιρεσίβλητη Ε. Κ. με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Καρατζά, ο οποίος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δήλωσε τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω του θανάτου, στις 6/7/2010, της πρώτης αναιρεσίβλητης Ι. Κ., και ότι αυτή κληρονομήθηκε (εξ αδιαθέτου) από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη Ε. Κ. (κόρη της), η οποία παρίσταται και συνεχίζει εκουσίως τη δίκη στο όνομα εκείνης, καθώς και ατομικά για τον εαυτό της. Ο θάνατος της Πρώτης αναιρεσίβλητης και η συγγενική που στηρίζει την κληρονομική ιδιότητα της δεύτερης αναιρεσίβλητης αποδεικνύονται από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζει η τελευταία, τα γεγονότα δε αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικώς από τα αναιρεσείοντα (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι ο Θάνατος της πρώτης αναιρεσίβλητης, κατά την 16/7/2010, έλαβε χώρα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από το Εφετείο (8/7/2008) και πριν από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης αναίρεση ς (7/72011). Από κανένα, όμως, αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι τα αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αυτής γνώριζαν το θάνατο της Πρώτης αναιρεσίβλητης, ο οποίος γνωστοποιήθηκε σε αυτά, το πρώτον, στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι έγκυρη κατά το μέρος που στρέφεται κατά προσώπου που έχει αποβιώσει πριν από την άσκησή της, δηλαδή κατά της Πρώτης αναιρεσίβλητης, και νομίμως συνεχίζεται η παρούσα δίκη με τη δεύτερη αναιρεσίβλητη που παραστάθηκε νομίμως με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ατομικά και ως (εξ αδιαθέτου) κληρονόμος της πρώτης (αναιρεσίβλητης). Κατά τα άρθρα 1846, 1198 και 1199 ΑΚ ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 1198 ΑΚ που ορίζει ότι χωρίς μεταγραφή στις περιπτώσεις των άρθρων 1192 ΑΚ εδάφια 1 έως και 4 και 1193 ΑΚ δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο. Με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 ΑΚ η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του κληρονομουμένου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεν κυριότητα του κληρονομιαίου ακινήτου με το θάνατο του κυρίου παύει να υπάρχει για αυτόν, με την αυτοδίκαιη δε περιέλευση της περιουσίας του ως συνόλου στον κληρονόμο του, ο τελευταίος αποκτά αυτοδικαίως το κληρονομικό δικαίωμα που αποτελεί την ιδιάζουσα, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής, νομική αιτία κτήσεως της κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου.

Συνεπώς, μέχρι της μεταγραφής της αποδοχής η κυριότητα του κληρονόμου επί του κληρονομιαίου ακινήτου είναι μετέωρη, επέρχεται δε μόνον από της διενέργειας αυτής, αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, χωρίς, πάντως, η αναδρομική αυτή ενέργεια να συνεπάγεται και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων, που έχουν νόμιμα αποκτηθεί επί ακινήτου της κληρονομίας, όπως κυριότητα αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι το χρόνο της μεταγραφής (ΑΠ 1201/2012). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21- 6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "Περί δικαιοστασίου", τα οποία εκδόθηκαν βάσει αυτού από 12-9-1915 μέχρι και 16-5-1926, του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "περί διαιτητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 "Περί Προστασίας των δημοσίων κτημάτων"και του άρθρου 53 Εισ.Ν.ΑΚ, συνάγεται ότι εξαιρούνται της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα, ήτοι τα ανήκοντα κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον ο προς τούτο απαιτούμενος χρόνος νομής δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-19 15 (ολ. ΑΠ 75/1987). Η επαγωγή και μόνον κληρονομίας στο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά το καταλειπόμενο σ` αυτό ακίνητο δημόσια περιουσία, αλλά τούτο γίνεται μόνον από της μεταγραφής της περί αποδοχής της κληρονομίας δηλώσεως του Δημοσίου, από την οποία επέρχεται και, μάλιστα, αναδρομικώς η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου από το θάνατο του κληρονομούμενου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και. στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Ειδικότερα κατά την έννοια της διάταξης 1041 ΑΚ νόμιμος τίτλος είναι κάθε νομικό γεγονός, προσποριστικό κυριότητας κατά πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο. Στη δεύτερη περίπτωση για τη συγκρότηση του νόμιμου τίτλου αρκούν τα περιστατικά που συνιστούν μεταβίβαση κυριότητας, χωρίς να απαιτείται και ύπαρξη κυριότητας του μεταβιβάζοντα, η οποία χρειάζεται μόνο για την παράγωγο κτήση, διότι με τη χρησικτησία ο νόμος αποβλέπει ακριβώς στην αναπλήρωση του ελλείποντος στοιχείου της κυριότητας του δικαιοπαρόχου. `Ετσι νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει νομίμως μεταγραφεί, και το οποίο παρουσιάζει εξωτερικά τους όρους του έγκυρου τίτλου, τυχόν δε ελαττώματα, κείμενα εκτός αυτού, όπως και η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, καλύπτονται από τη χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, μεταξύ δε αυτών και η καλή πίστη, ήτοι η πεποίθηση του νομέα, μη οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του, πως με τον τίτλο απέκτησε την κυριότητα, η οποία πεποίθηση πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513, 1033, 1191 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης πώλησης. Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (άρθρ. 1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος, και συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάσθηκε από μη κύριο. Ο αληθής κύριος στην περίπτωση μεταβιβάσεως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, προστατεύεται με διεκδικητική αγωγή (1094 ΑΚ), την οποία όμως, εφόσον αυτό το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να την στρέψει μόνον κατ` αυτού και όχι κατά του πωλητή. Κατά του τελευταίου, εφόσον και αυτός αμφισβητεί το εμπράγματο αυτό δικαίωμά του, μπορεί να ασκήσει την αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν από τα κατ` είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Την ... απεβίωσε στην Αθήνα ο ηλικίας 79 ετών Β. Λ. Ε., ο οποίος όσο ζούσε ήταν κύριος μεγάλης περιουσίας. Ένα από τα περιουσιακά του στοιχεία ήταν το οικόπεδο, που βρίσκεται στην Αγία Παρασκευή Αττικής, στο … ΟΤ, επί της οδού ..., που έχει έκταση 3.709,45τμ. Με το υπ` αριθμό ... προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ................. , ο παραπάνω οικοπεδούχος, λίγο πριν από το θάνατό του, είχε αναθέσει στην εταιρεία "..............."την ανέγερση δύο συγκροτημάτων πολυκατοικιών στο παραπάνω οικόπεδο, με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ στη συνέχεια με την υπ` αριθμό 76/20-6-1978 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, υπήγαγε τα οικοδομήματα στις διατάξεις της οριζοντίου ιδιοκτησίας. Την 2... δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το 1848/1978 πρακτικό του, η υπ` αριθμό ... δημόσια διαθήκη του Β. Ε., που φέρεται να έχει συνταχθεί από τη συμβολαιογράφο Αθηνών .......... . Με τη διαθήκη αυτή εγκαθίσταται κληρονόμος στη ψιλή κυριότητα όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Β. Ε., ο ανήλικος (τεσσάρων ετών), κατά το χρόνο εκείνο, Β. Χ. Π. και σύζυγός του Ο. Ε., με την οποία δεν είχε αποκτήσει τέκνα, στην επικαρπία της παραπάνω περιουσίας. Η τελευταία την 30-8-1978 αποποιήθηκε, με δήλωση στο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών την εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου της, για την οποία συντάχθηκε η 790/30-8-1978 πράξη του άνω γραμματέα. Ετσι, ο ανήλικος Β. Π. κατέστη μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας του Β. Ε.. Την κληρονομία αυτή αποδέχθηκε για λογαριασμό του ανήλικου, Ο πατέρας του Χ. Π., ο οποίος, στη συνέχεια, μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Αγίας Παρασκευής. Ο Χ. Π., που ήταν δικηγόρος, γνώρισε μέσω του νομίμου εκπροσώπου της εργολήπτριας εταιρείας Κ. Σ., το Ν. Κ., σύζυγο και πατέρα αντίστοιχα της δεύτερης και Τρίτης των εναγομένων, ο οποίος ήταν επίσης δικηγόρος και υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της εργολήπτριας εταιρείας. Εν όψει και της γνωριμίας αυτής, ο Χ. Π., ανέλαβε την υποχρέωση με το υπ` αριθμό ... προσύμφωνο συμβόλαιο, που συμπληρώθηκε με το ... όμοιο, της παραπάνω συμ/φου, να πωλήσει και να μεταβιβάσει, για λογαριασμό του ανηλίκου, στην Ι. σύζυγο Ν. Κ. την κυριότητα του υπό στοιχείο Γ- 5 διαμερίσματος του τρίτου πάνω από την πυλωτή ορόφου, του κτιρίου Β του παραπάνω συγκροτήματος πολυκατοικιών, της υπό στοιχείο Υ-7 αποθήκης και της υπό στοιχείο 7 θέσης στάθμευσης, που βρίσκονταν στο στάδιο εκτελέσεως εργασιών. Το τίμημα για την αγορά των ακινήτων αυτών συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.250.000 δραχμών, η δε αγοράστρια κατέβαλε, έναντι του τιμήματος, το ποσό των 800.000 δραχμών, παραλαμβάνοντας μετά τη κατάρτιση του δευτέρου προσυμφώνου, ήτοι την 5-4-1979 και τη νομή των ακινήτων, με σκοπό να επιφέρει αλλαγές στη διαρρύθμιση του διαμερίσματος και να αποπερατωθούν οι εργασίες με υλικά που θα επέλεγε η ίδια. Εν τω μεταξύ, η Ο. χήρα Β. Ε., η οποία μετάνιωσε για την κατά τα παραπάνω αποποίηση της κληρονομίας του συζύγου της, ζήτησε με αγωγή της την ακύρωση της δήλωσής της για αποποίηση της κληρονομιάς του. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα με την 8217/1980 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και επίσης απορρίφθηκε τελεσίδικα και η παρέμβαση της Ο.ς Ε. στη δίκη για έκδοση κληρονομητηρίου, το οποίο είχε ζητήσει και ο Χ. Π. για λογαριασμό του ανήλικου και το οποίο τελικά εκδόθηκε (βλ. το 988/12-6-1981 πιστοποιητικό). Κατόπιν αυτών καταρτίστηκε το υπ` αριθμό ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της παραπάνω συμ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα, με το οποίο ο Χ. Π., εκπροσωπώντας τον ανήλικο γιο του, μεταβίβασε οριστικά στη δεύτερη εναγόμενη την κυριότητα των παραπάνω ακινήτων, ενώ αυτή κατέβαλε το υπόλοιπο τίμημα. Η δεύτερη εναγόμενη, η οποία ήδη, από την υπογραφή του δευτέρου προσυμφώνου, βρισκόταν στη νομή των ακινήτων, συνέχισε να την ασκεί με καλή πίστη και με την πεποίθηση του νομέα, μη οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά της, ότι με το παραπάνω συμβόλαιο και τη μεταγραφή του, απέκτησε την κυριότητά του. Ετσι, και ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες αποπεράτωσης του διαμερίσματος, επέφερε αλλαγές στη διαρρύθμισή του και ζήτησε να γίνουν συμπληρωματικές εργασίες, καταβάλλοντας επιπλέον χρήματα μέχρι και την αποπεράτωσή του. Στη συνέχεια η ίδια μεταβίβασε τα 3/5 εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος στο σύζυγό της με το υπ` αριθμό ... συμβόλαιο της παραπάνω συμ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ενώ με το υπ` αριθμό ...... συμβόλαιο της ίδιας συμ/φου, που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στις 31-5-1983, σι δύο συγκύριοι μεταβίβασαν το ίδιο διαμέρισμα, ως προίκα, στη θυγατέρα του Ε.- τρίτη εναγόμενη, λόγω του επικείμενου γάμου της με το Θ. Μ.. Η τελευταία, αφού παρέλαβε τη νομή του διαμερίσματος, το χρησιμοποιεί, μετά την αποπεράτωσή του για κατοικία αυτής και της οικογένειάς της και γενικά ασκεί, μετά και την κατάργηση του θεσμού της προίκας, όλες τις πράξεις που αρμόζουν στον κύριο του ακινήτου, με διάνοια κυρίας, με του προαναφερόμενο ... συμβόλαιο, το οποίο φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του στοιχεία, έχοντας την πεποίθηση ότι κατά το χρόνο της κατάρτισης, όσο και της μεταγραφής του, οι γονείς της ήταν κύριοι του ακινήτου και ότι η μητέρα της είχε αγοράσει το διαμέρισμα αυτό από αληθή κύριο. Τον Απρίλιο του έτους 1987, αποκαλύφθηκε ότι ο παραπάνω Χ. Π., πατέρας του Β. Π., είχε διαπράξει, με τη σύμπραξη και άλλων συνεργών, οκτώ (8) δολοφονίες ηλικιωμένων και ευπόρων ατόμων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και ο Β. Ε.ς, ενώ στη συνέχεια, κατασκευάζοντας πλαστές διαθήκες, πωλητήρια, συμβόλαια κλπ άρπαζε τις περιουσίες τους. Για τις πράξεις αυτές και για τη δολοφονία του Β. Ε., κρίθηκε ένοχος από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΕ) Αθηνών, η απόφαση του οποίου έγινε αμετάκλητη με τη 1819/1993 απόφαση του Αρείου Πάγου. Μετά την αποκάλυψη της εγκληματικής δραστηριότητας του Χ. Π., η ευρισκόμενη στη ζωή και υπέργηρη, πλέον, σύζυγός Ο. Ε., συνέταξε, λίγο πριν από το θάνατό της, στις 22-12-1987, την από 8-12-1987 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ` αριθμό 230/1988 Πρακτικό του, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους της τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας (Ταμείο Εθνικής Αμυνας, Ταμείο Εθνικού Στόλου και Ταμείο Αεροπορικής Άμυνας), ήτοι τα ενάγοντα Ταμεία, στα μετρητά (καταθέσεις σε ταμιευτήρια και Εθνική Τράπεζα), καθώς και στα κληρονομιαία από το θανόντα σύζυγό της ακίνητα. Στη συνέχεια, ο ορισθείς εκκαθαριστής της κληρονομίας της Ο.ς Ε. άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 26-10- 1992 αγωγή κατά του ενηλικιωθέντος πλέον Β. Π., με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, και την αναγνώριση της ακυρότητας της προαναφερόμενης δημόσιας διαθήκης του Β. Ε.. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την 11232/1996 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, το οποίο αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της προαναφερόμενης διαθήκης ως πλαστής και δεχόμενο, ότι η κληρονομιαία Περιουσία του Β. Ε., είχε περιέλθει με την από 25-8-1971 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κύρια, στη σύζυγό του Ο., η οποία αποδέχθηκε την επαχθείσα σ` αυτή κληρονομία με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την αποποίησή της, και ότι, ακολούθως, με την από 8-12-1987 ιδιόγραφη διαθήκη αυτής, κληρονόμος της είναι το Ελληνικό Δημόσιο (Ένοπλες Δυνάμεις), υποχρέωσε τον εναγόμενο Β. Π. να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο, που είχε παρέμβει στη δίκη, τα ακίνητα, που κατείχε, ως κληρονόμος Του Β. Ε.. Η παραπάνω απόφαση έγινε αμετάκλητη, μετά την έκδοση της 1450/1997 απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατόπιν αυτών Το Ελληνικό Δημόσιο με την υπ` αριθμό 1054817/2181/Α0011/31-7-2000 πράξη του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 8-9-2000 (ΦΕΚ 81/8-9-2000), προέβη για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων (εναγόντων ταμείων), σε συμπληρωματική αποδοχή περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας της Ο.ς Ε., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίδικα ακίνητα και ακολούθως μετέγραψε την πράξη αυτή στο Υποθηκοφυλακείο Αγίας Παρασκευής στις 19-10-2000. Ομως κατά το χρονικό σημείο αυτό, η τρίτη εφεσίβλητη είχε ήδη αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου διαμερίσματος με τακτική χρησικτησία (πρωτότυπο τρόπο), διότι το νεμόταν διανοία κυρίας με το προαναφερόμενο ... συμβόλαιο, που φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του στοιχεία, συνεχώς από το χρόνο της μεταγραφής του (31-5-1983) και μετέπειτα, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας (ΑΚ 1041), έχοντας την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, τόσο κατά το χρόνο της κατάρτισης, όσο και κατά το χρόνο της μεταγραφής του παραπάνω συμβολαίου, ο οποίος ενδιαφέρει, εν προκειμένω, διότι μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει, ότι οι προικοδότες γονείς της ήταν κύριοι αυτού, η δε μητέρα της Ι. σύζυγος Ν. Κ. απέκτησε την κυριότητά του από αληθινό κύριο με το προαναφερόμενο ... συμβόλαιο και τη μεταγραφή του. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα εκκαλούντα δεν αμφισβητούν με την έφεσή τους την ύπαρξη καλής πίστης στο πρόσωπο των δεύτερης και τρίτης εναγομένων-εφεσιβλήτων κατά τους άνω κρίσιμους χρόνους, ήτοι της μεταγραφής των ... και ... συμβολαίων. Περαιτέρω, μέχρι και τη μεταγραφή της προαναφερόμενης πράξης του Υπουργείου Οικονομικών, η τρίτη εναγομένη είχε αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία και την κυριότητα της αποθήκης και του χώρου σταθμεύσεως, αφού είχε εγκατασταθεί στη νομή τους, από το έτος 1983, δηλαδή συγχρόνως με την εγκατάστασή της στη νομή του διαμερίσματος, χρησιμοποιώντας αυτά σύμφωνα με τον προορισμό τους, ως βοηθητικούς χώρους και χώρους εξυπηρέτησης του διαμερίσματος, νεμόμενη αυτά με διάνοια κυρίας, ενώ πριν απ` αυτή στη νομή τους βρίσκονταν οι δικαιοπάροχοι γονείς της, η δε μητέρα της, από 5/4/1979, με συνέπεια με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της να έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπό της, την 5/4/1999, εικοσαετής χρόνος νομής (άρθρα 1045 και 1051 ΑΚ). Την έναρξη του χρόνου της νομής και την άσκηση αυτής από τις δεύτερη και Τρίτη εναγόμενες, για χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας, στην αποθήκη και στον χώρο σταθμεύσεως, δεν αμφισβητούν με την έφεσή τους τα εκκαλούντα ταμεία. Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, εφόσον η τρίτη εναγομένη είχε αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας με τακτική χρησικτησία, που συμπληρώθηκε την 31/5/1993, όσον αφορά το διαμέρισμα, και με έκτακτη χρησικτησία, που συμπληρώθηκε την 5/4/1999, όσον αφορά στην αποθήκη και το χώρο σταθμεύσεως, ήτοι σε χρόνους, που η κυριότητα των ακινήτων αυτών, ως κληρονομιαίων, ήταν μετέωρη και τελούσε υπό την αίρεση της μεταγραφής της κληρονομίας, δεν μπορεί να καταλυθεί, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής της αποδοχής, το εν λόγω δικαίωμα κυριότητας της τρίτης εναγομένης, ούτε μπορούν να εφαρμοστούν οι προαναφερόμενες περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων διατάξεις και, ειδικότερα, του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938, διότι καθ` όλο το παραπάνω, μέχρι και της μεταγραφής, διάστημα, τα ακίνητα, δεν είχαν το χαρακτήρα του δημοσίου κτήματος αλλά Θα την αποκτούσαν αναδρομικά, από το χρόνο του θανάτου της κληρονομουμένης την 22/12/1987, μόνο στην περίπτωση, που κατά το χρόνο της μεταγραφής, δεν είχε αποκτηθεί νόμιμο δικαίωμα τρίτου και, στην προκειμένη περίπτωση, της τρίτης εφεσίβλητης σ` αυτά". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι τα ενάγοντα-αναιρεσείοντα δεν απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων, με κληρονομική διαδοχή από τη διαθήκη της Ο.ς Ε., από το χρόνο του θανάτου της (22/12/1987), και κατόπιν τούτου, επικύρωσε, μετ` απόρριψη κατ` ουσία της έφεσής τους, την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε εκφέρει όμοια κρίση και είχε απορρίψει την ένδικη (από 14/2/2000) διεκδικητική αγωγή ω προς την τρίτη εναγομένη, κατά παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας αυτής με (τακτική αλλά και έκτακτη) χρησικτησία. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 513, 1033, 1041, 1045, 1846, 1198, 1199 ΑΚ,2 και 4 του α.ν. 1539/1938, 18 και 21 του νόμου της 216/3.7.1837, 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 ν.ΔΞΗ/1912, 51, 53 ΕισΝΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, Ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1α` ΚΠολΔ, με τους οποίους τα αναιρεσείοντα υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8β` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αυτούς (ολ ΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ολ ΑΠ 469/1984), ούτε τέλος τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα και συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ολ ΑΠ11Ι/1996).

Στην προκείμενη περίπτωση, τα αναιρεσείοντα, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση ότι, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τον πρωτοδίκως και κατ` έφεση προβληθέντα αγωγικό ισχυρισμό τους περί μη ύπαρξης κυριότητας των αναιρεσιβλήτων στα επίδικα ακίνητα λόγω της πώλησής τους, και, συνακόλουθα, της μεταβίβασης της κυριότητάς τους από μη κύριο. Οπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος συνδέεται με το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα περί ακυρότητας των μεταβιβαστικών συμβολαίων, το Εφετείο δέχτηκε ότι "αντιθέτως από τα όσα τα αναιρεσείοντα ισχυρίζονται, η δικαιοπάροχος της δεύτερης αναιρεσίβλητης, δηλαδή η Πρώτη αναιρεσίβλητη Ι. συζ. Ν. Κ., δεν απέκτησε κυριότητα με παράγωγο τρόπο, δηλαδή στηριζόμενη στην κυριότητα του δικού της δικαιοπαρόχου, αλλά ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη απέκτησε κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τακτική αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, που καλύπτει την έλλειψη κυριότητας της άνω δικαιοπαρόχου Ι. συζ. Ν. Κ., εφόσον τόσο η τελευταία, όσο και. η ίδια, αμέσως μετά την κατάρτιση των συμβάσεων πωλήσεως με τα ως άνω συμβόλαια και τη μεταγραφή αυτών, εγκαταστάθηκαν στη νομή των επίδικων οριζοντίων ιδιοκτησιών με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση του νομέα, μη οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά τους, πως με τα ως άνω συμβόλαια και τη μεταγραφή τους απέκτησαν την κυριότητα των επιδίκων", και, ακολούθως, απέρριψε ως αλυσιτελή τον σχετικό αγωγικό ισχυρισμό. Επομένως, ο περί του αντιθέτου πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30/6/2011 αίτηση των Ελληνικού Δημοσίου κλπ για αναίρεση της 4085/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τα αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6 Μαΐου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Παράγωγη κτήση κυριότητας επί ακινήτου. Προϋποθέσεις. Έκτακτη χρησικτησία. Άσκηση νομής σε ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ο ισχυρισμός περί ακυρότητας μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου λόγω..1203/2014 ΑΠ

$
0
0

Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

1203/2014 ΑΠ ( 640399) 
Παράγωγη κτήση κυριότητας επί ακινήτου. Προϋποθέσεις. Έκτακτη χρησικτησία. Άσκηση νομής σε ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το...
εξουσιάζει. Ο ισχυρισμός περί ακυρότητας μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου λόγω της δημιουργίας μη άρτιων οικοπέδων πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να είναι ορισμένος, ώστε να θεμελιώσει παραδεκτά τον σχετικό λόγο αναίρεσης. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 10/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, που δίκασε ως Εφετείο.


  
Αριθμός 1203/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ......... , κατοίκου .... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημοσθένη Λιόντο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 2)Α. Γ. του Α., κατοίκου ..., και 3)Ε. συζ. Β. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/5/2006 αγωγή των ήδη 1ου και 2ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 182/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 10/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/5/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδ. α`, γ`και δ`, 568 παρ. 4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ` αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μια ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ` αναβολή διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις 7337Β`/5.10.20-12, 7343Β`/10.10.2012 και 29498/28.11.2012 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Α. Μ. του Πρωτοδικείου Καστοριάς οι δύο πρώτες και Ε. Λ. του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων η τρίτη, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της δικηγόρου Καστοριάς Λουκίας Καραγεωργίου, ως πληρεξουσίας της αναιρεσείουσας .... ........ , δυνάμει του 5177/1.10.2013 πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Καστοριάς ........... , που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 2.10.2013 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης, κατά την αρχική αυτή δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους. Κατ` αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε- μετά από κοινό αίτημα των διαδίκων-για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ` αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία τους, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α`και γ` ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1192 παρ. 1, 1194, 1198 και 1033 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με συμφωνία, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον τρόπο αυτό, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ, συνάγεται ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά "Δυνάμει του αριθ. ... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Καστοριάς ..... ....... ... , νομίμως μετεγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστοριάς στις ..., στον τόμο … και με αριθμό μεταγραφής …, οι ενάγοντες (και ήδη αναιρεσίβλητοι) απέκτησαν με αγορά από την Ε. Κ. την πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 ή 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός ακινήτου κείμενου στην κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος Οξυάς του Δήμου Βιτσίου Νομού Καστοριάς, εντός των ορίων του ομώνυμου οικισμού και ειδικότερα ενός οικοπέδου εμβαδού 123,66 τ.μ., μετά της επ` αυτού παλαιάς πέτρινης και άνευ στέγης εγκαταλελειμμένης διώροφης οικίας εμβαδού 84 τ.μ., που εμφαίνεται στο συνημμένο στο προαναφερθέν συμβόλαιο με ημερομηνία Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Τ., το οποίο περικλείεται με κεφαλαία γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει Βόρεια με κοινοτική έκταση επί πλευράς Α-Β μήκους γραμμικών μέτρων 12,22, Νότια με δημοτική οδό επί πλευράς Γ-Δ μήκους μέτρων γραμμικών 12,22, Ανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. Κ. επί πλευράς Β-Γ μήκους μέτρων γραμμικών 10,12 και Δυτικά με υπόλοιπο ακίνητο ιδιοκτησίας Ε. Κ. επί πλευράς Α-Δ μήκους μέτρων 10,12. Το εν λόγω οικόπεδο αποτελεί κατά το προαναφερθέν συμβόλαιο διαιρετό άρτιο και οικοδομήσιμο τμήμα ενός μείζονος οικοπέδου συνολικής έκτασης 349,475 τ.μ., το οποίο περιήλθε στην κυριότητα της κατά τα ανωτέρω δικαιοπαρόχου των εναγόντων από δωρεά εν ζωή του πατέρα της Α. Κ. του Η., δυνάμει του υπ` αριθμ. ... συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της πρώην συμβολαιογράφου Μακροχωρίου Καστοριάς ...... ... ......... ....... , νομίμως μετεγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστοριάς στις ... στον τόμο … και με αριθμό μεταγραφής …. Ακολούθως, στην κυριότητα του πατέρα της δικαιοπαρόχου των εναγόντων Α. Κ. το άνω μείζον ακίνητο είχε περιέλθει μετά από άτυπη δωρεά από τον Α. Κ. το 1950, ως ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα που ο πρώτος πρόσφερε στο δεύτερο και ο οποίος (Α. Κ.) μέχρι και το θάνατό του ...-βλ. την υπ` αριθμ. ... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου Οξυάς Καστοριάς) διέμενε μόνιμα στην πετρόκτιστη διώροφη οικία εμβαδού 84 τ.μ., την οποία εξάλλου είχε κτίσει με δικιές του δαπάνες. Εκτοτε και μέχρι και το 2003, οπότε ο Α. Κ. μεταβίβασε το εν λόγω μείζον ακίνητο στη θυγατέρα του Ε. Κ., ο ίδιος νεμόταν τούτο συνεχώς και αδιαλείπτως διάνοια κυρίου, ασκώντας σε αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, ειδικότερα δε -μετά το θάνατο του ως άνω απώτατου δικαιοπαρόχου- χρησιμοποιούσε τα εντός αυτού κτίσματα και τη διώροφη οικία, ως αποθηκευτικούς χώρους εναποθέτοντας προς φύλαξη διάφορους γεωργικούς καρπούς, όπως πατάτες και κρεμμύδια, αλλά και γεωργικά εργαλεία, τροφή για τα ζώα του και άλλα συναφή είδη, ενώ το συμπεριέλαβε και στη συνημμένη στην ατομική δήλωση περιουσιακής κατάστασης του έτους 1997 δήλωση ακινήτων (Ε9), χωρίς μάλιστα ποτέ να οχληθεί από τρίτους, καθιστάμενος με αυτό τον τρόπο αποκλειστικός κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στη συνέχεια, η Ε. Κ. από το 2003 που περιέλαβε στη νομή και κυριότητά της το παραπάνω μείζον ακίνητο ως και το 2005, οπότε πώλησε ένα διαιρετό άρτιο και οικοδομήσιμο τμήμα αυτού στους ενάγοντες, νεμόταν τούτο συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας σε αυτό διάφορες υλικές πράξεις νομής, όπως για παράδειγμα το επόπτευε, το φρόντιζε καθαρίζοντάς το από τα αγριόχορτα και χρησιμοποιούσε καθημερινά τα εντός αυτού κείμενα κτίσματα, συμπεριλαμβανομένης και της πετρόκτιστης οικίας ως αποθήκες, φυλάσσοντας διάφορα γεωργικά προϊόντα, όπως μπάλες χόρτου, πατάτες, φασόλια, βρίζα και σιτάρι...Στη συνέχεια, το 2005 οπότε μεταβιβάστηκε στους ενάγοντες η κυριότητα του προπεριγραφέντος διαιρετού τμήματος των 123,66 τ.μ., εντός του οποίου βρίσκεται και η παραπάνω παλαιά πετρόκτιστη εγκαταλελειμμένη και άνευ σκεπής διώροφη οικία εμβαδού 84 τ.μ., αυτοί παρέλαβαν τη νομή του και αμέσως ξεκίνησαν τις εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης της οικίας. Ωστόσο, οι εργασίες αυτές διακόπησαν το Μάιο του 2005 μετά από καταγγελία της εναγομένης (και ήδη αναιρεσείουσας) προς την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, λόγω υπέρβασης της χορηγηθείσας στους αντιδίκους της έγκρισης εκτέλεσης εργασιών μικρής κλίμακας στην παραπάνω πετρόκτιστη οικία (βλ. το υπ` αριθμ. ... έγγραφο διακοπής εργασιών και το υπ` αριθμ. ... έγγραφο αμφότερα της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος Ν. Καστοριάς προς την εναγομένη- ενάγουσα, με τη σημείωση ότι "για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της παραπάνω οικίας θα πρέπει να απευθυνθείτε στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δ/νση Γεωργίας-Τοπογραφική)"). Τελικά, οι εν λόγω οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν μετά την άρση της διακοπής τους λόγω της έκδοσης της υπ`αριθμ. .... οικοδομικής άδειας με τίτλο: Αντικατάσταση στέγης διώροφου κτιρίου και επισκευή φέρουσας τοιχοποιίας" (βλ. ομότιτλη άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ν. Καστοριάς και το υπ` αριθμ. .. .. έγγραφο άρσης διακοπής εργασιών της ίδιας ως άνω υπηρεσίας). Με τον ανωτέρω περιγραφέντα τρόπο οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του ως άνω ακινήτου (διαιρετό τμήμα του οικοπέδου με την επ` αυτού οικία) κατά 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος τόσο με παράγωγο τρόπο (λόγω πώλησης) όσο και με πρωτότυπο (με έκτακτη χρησικτησία), νεμόμενοι αυτό με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας για περισσότερα από είκοσι συνεχή χρόνια προσμετρώντας στο δικό τους χρόνο νομής και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, κατά τα προαναφερθέντα". Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, "ότι το (πιο πάνω) ακίνητο που διεκδικούν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (και ήδη αναιρεσίβλητοι) είναι διαφορετικό στο σύνολό του από το ανήκον στην εκκαλούσα εναγομένη (και ήδη αναιρεσείουσα) με αριθμό 359...Επομένως, η αγωγή τους θα έπρεπε να γίνει εν όλω δεκτή...Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο, την δέχθηκε εν μέρει(όπως εν μέρει δέχτηκε και την αντίθετη περί κυριότητας ακινήτου αγωγή της αναιρεσείουσας), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πράγματι τα ακίνητα που ανήκουν στους διαδίκους είναι διαφορετικά, πλην του τμήματος του αύλιου χώρου, εμβαδού 13,44 τ.μ. ..το οποίο δέχτηκε ότι ανήκει κατά κυριότητα στην εκκαλούσα εναγομένη ενάγουσα (και ήδη αναιρεσείουσα). Ενόψει, όμως, της διατάξης του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, που απαγορεύει στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να χειροτερεύσει με την απόφασή του τη θέση της εκκαλούσας εναγομένης-ενάγουσας, καθόσον δεν έχει ασκηθεί από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες-εναγομένους (και ήδη αναιρεσιβλήτους) αυτοτελής έφεση ή αντέφεση επί της κρινόμενης υπόθεσης), το Δικαστήριο δεν δύναται να εκδώσει απόφαση που να οδηγεί σε αφαίρεση από αυτήν του εδαφικού τμήματος, που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα αναγνώρισε ως ανήκον σε αυτή κατά κυριότητα και κατά συνεπεία, δεν είναι επιτρεπτή η κατά τούτο εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης". Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας, έτσι, την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ετσι που έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που αφορούν στην απόκτηση της κυριότητας ακινήτου παραγώγως, με συμφωνία, και τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι περιλαμβανόμενες στον ίδιο αναιρετικό λόγο περαιτέρω αιτιάσεις, επίσης, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην προεκτεθείσα κρίση του, αν και η αναιρεσείουσα είχε, ωστόσο, ισχυρισθεί και αποδείξει ενώπιον των Δικαστηρίων της ουσίας, ότι το επίδικο ακίνητο είχε παραχωρηθεί σ` αυτήν το έτος 1994 από την επιτροπή απαλλοτριώσεων Καστοριάς και έκτοτε νεμόταν αυτό, άλλως κατά πλάσμα δικαίου ήταν νομέας αυτού, όταν μάλιστα με βάση την υπ` αριθμ. 22/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς αναγνωρίστηκε προσωρινά νομέας και κάτοχος του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας την ασκηθείσα έφεση από τον πρώτο αναιρεσίβλητο κατά της υπ` αριθμ. 149/2005 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καστοριάς (δικάσαντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) που είχε εκφέρει όμοια κρίση, ενόψει άλλωστε και του ότι η ανωτέρω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε στις 29.11.2005 επί της από 16.11.2005 αντίστοιχης γενόμενης δεκτής αίτησής της, δηλαδή πριν από την έκδοση των υπ` αριθμ. πρωτ. ... και ... αποφάσεων του Νομάρχη Καστοριάς, με βάση τις όποιες ανακλήθηκε στην ουσία η προαναφερθείσα υπ` αριθμ. 56/1994 απόφαση της επιτροπής απαλλοτριώσεων Καστοριάς, που σημαίνει ότι το επίδικο ακίνητο είναι αυτό που παραχωρήθηκε σε αυτήν από την επιτροπή απαλλοτριώσεων, η έκθεση δε πραγματογνωμοσύνης, στην οποία το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την αντίθετη κρίση του, είναι ασαφής και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, είναι απορριπτέες, προεχόντως, ως απαράδεκτες, εφόσον αφορούν αποκλειστικά στην περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται, μεταξύ άλλων, για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και ναι μεν η διάταξη του άρθρου 2 του ν.δ. 690/1948, με την οποία απαγορεύεται, με ποινή την αυτοδικαίως επερχόμενη ακυρότητα, η μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδων που συνεπάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων, είναι δημόσιας τάξης, δεδομένου όμως ότι- και μετά το Π.Δ. της 14/27.7.1999 "Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας- οι όροι της αρτιότητας δεν ορίζονται ενιαίως, αλλά ποικίλλουν όχι μόνο κατά πόλεις αλλά και κατά θέση στην ίδια πόλη (βλ. λ.χ. το άρθρο 85 αρ. 1α, εδαφ. β` του άνω Π.Δ/τος, ότι μπορεί να ορίζονται τομείς με διαφορετική αρτιότητα οικοπέδων, προκειμένου να διασφαλιστεί ο τυχόν ιδιαίτερος χαρακτήρας του οικισμού στους τομείς αυτούς, ο ισχυρισμός περί ακυρότητας μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου λόγω της δημιουργίας μη άρτιων οικοπέδων πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να είναι ορισμένος, ώστε να είναι σε θέση το δικαστήριο να εφαρμόσει την παραπάνω διάταξη και να είναι παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 2 του άνω ν. δ/τος, πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως απαράδεκτοι, εφόσον σαφής και συγκεκριμένος σχετικός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα στο Δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου, ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των δικογράφων της έφεσής της (βλ. τη σελ. 20 αυτής) και των προτάσεών της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. τη σελ. 15 αυτών), ζήτησε την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Ειρηνοδικείου Καστοριάς, γιατί το Δικαστήριο αυτό "δέχθηκε ότι από ένα οικόπεδο συνολικού εμβαδού 349,475 τ.μ. έγινε κατάτμηση ενός διαιρετού τμήματος έκτασης 123,66 τ.μ., μέσα στο οποίο μάλιστα υπάρχει παλαιά εγκαταλελειμμένη οικία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι είναι εγκαταλελειμμένη, χωρίς να μνημονεύει, εάν αυτό είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταβίβασή του και τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου", το άνω δε οικόπεδο εμβαδού 349,475 τ.μ. "κατατμήθηκε σε δύο τμήματα, χωρίς να ελεγχθεί, εάν και τα δύο ή το ένα εξ αυτών είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και εάν επιτρεπόταν ή όχι η κατάτμησή του σε διαιρετό τμήμα έκτασης 123,66 τ.μ., χωρίς περαιτέρω να μνημονεύει, εάν νομικά και τεχνικά μπορούσε να διαιρεθεί και αποτελέσει διαιρετό τμήμα", χωρίς δηλαδή να προτείνει ευθέως ισχυρισμό περί ακυρότητας του παραπάνω συμβολαίου από τη διάταξη του άρθρου 2 του άνω ν. δ/τος και να αναφέρει συγκεκριμένα, γιατί η κατάτμηση του μείζονος οικοπέδου σε δύο τμήματα, το ένα τα οποία αποτελεί το επίδικο, συνεπάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2.5.2011 αίτηση της Α. Κ. του Ι., για αναίρεση της 10/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, που δίκασε ως Εφετείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 30 Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Για την έκτακτη χρησικτησία, δεν απαιτείται, για τον συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου χρόνου νομής, ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας επί του ακινήτου, αλλά.1352/2014 ΑΠ.

$
0
0

Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

1352/2014 ΑΠ ( 640427) 
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Για την έκτακτη χρησικτησία, δεν απαιτείται, για τον συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου χρόνου νομής, ειδική διαδοχή στο δικαίωμα ...
της κυριότητας επί του ακινήτου, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή του ακινήτου, η οποία χωρεί με παράδοση με τη βούληση του νομέα και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε ο μεταβιβάζων. Διακοπή του χρόνου της χρησικτησίας. Αποτελέσματα. Τέτοια διακοπή επέρχεται και όταν ο νομέας είτε παύσει εκούσια ή ακούσια να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε παύσει να έχει τη διάνοια κυρίου, δηλαδή τη θέληση να εξουσιάζει το πράγμα σαν δικό του. Ο νομέας ακινήτου δεν μπορεί να αντιτάξει ότι έγινε κύριος δια συνυπολογισμού του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, εναντίον του τελευταίου αυτού ή εκείνου, προς τον οποίο μεταβίβασε την κυριότητα ο δικαιοπάροχος δια συμβάσεως νομίμως μεταγεγραμμένης, καθόσον τούτο αντιτίθεται στο θεσμό της χρησικτησίας και της δημοσιότητας των πράξεων επί ακινήτων. Κτήση κυριότητας επί των κληρονομιαίων με κληρονομική διαδοχή. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 450/2012 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.


  
Αριθμός 1352/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Μ. χας Α. Α., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ...., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαρίλαο Βερβενιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ζ. χας Φ. Κ., το γένος Γ. Φ., 2) Α. Φ. Κ. και 3) Γ. Κ. του Φ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Λάππα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/11/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 150/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 450/2012 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8/2/2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 30/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 8/2/2013 αίτησης της Μ. Α. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 450/2012 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ιδίου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Τέτοια πράξη νομής αποτελεί και η εποπτεία του ακινήτου. Από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για την έκτακτη χρησικτησία, δεν απαιτείται, για τον συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου γι` αυτήν στο νόμο χρόνου νομής (εικοσαετία), ειδική διαδοχή στο επί του πράγματος δικαίωμα της κυριότητας, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή του πράγματος, η οποία χωρεί με παράδοση με οικεία βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που έχει ο μεταβιβάζων, και συνεπώς αν αυτή ήταν κτητική, προσπορίσασα κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον μεταβιβάσαντα, η ίδια μεταβιβάζεται και στον αποκτώντα με τα ίδια κτητικά προσόντα, ο οποίος στη περίπτωση αυτή δεν προσμετρά, αλλά συνεχίζει την ήδη κτητική νομή του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να απαιτείται η σχετική συμφωνία να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί, δεδομένου ότι η νομή δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1048 εδ. α` ΑΚ, η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής, κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 1050 ΑΚ, αν η χρησικτησία διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή δεν υπολογίζεται. Νέα χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά τη λήξη της διακοπής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, προκύπτει ότι ορισμένα γεγονότα που προβλέπονται περιοριστικά από το νόμο επιφέρουν διακοπή της χρησικτησίας, με συνέπεια ο χρόνος που διανύθηκε μέχρι τη διακοπή να μην υπολογίζεται πλέον. Σ` αυτά τα γεγονότα συγκαταλέγεται η απώλεια της νομής, που επέρχεται όταν ο νομέας διαζευκτικά ή συμπλεκτικά είτε παύσει εκούσια ή ακούσια να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε παύσει να έχει τη διάνοια κυρίου, δηλαδή τη θέληση να εξουσιάζει το πράγμα σαν δικό του. Ακολούθως, από το συνδυασμό των άρθρων 369, 1033, 1045, 1051, 1192 και 1198 του Α.Κ. προκύπτει σαφώς ότι ο νομέας ακινήτου δεν μπορεί να αντιτάξει ότι έγινε κύριος δια συνυπολογισμού του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, εναντίον του τελευταίου τούτου (ήτοι του δικαιοπαρόχου του) ή εκείνου, προς τον οποίο μεταβίβασε την κυριότητα ο δικαιοπάροχος δια συμβάσεως νομίμως μεταγεγραμμένης, καθόσον τούτο αντιτίθεται στο θεσμό της χρησικτησίας και της δημοσιότητας των πράξεων επί ακινήτων. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός - κληρονόμος - αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί (ΟλΑΠ 1593/1979, ΑΠ 1185/2010, ΑΠ 818/2010, ΑΠ 504/2009, ΑΠ 218/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκηση του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, η μεταγενέστερη άσκηση του καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ` απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να επέρχονται δυσμενείς (και όχι απαραίτητα αφόρητες ή δυσβάστακτες) για τα συμφέροντα του υπόχρεου οφειλέτη επιπτώσεις (Ολ.ΑΠ 33/2005, Ολ.ΑΠ 7/2002, Ολ.ΑΠ 8/2001). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης σε ευθεία παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθεμένα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθμ 19 του ίδιου άρθρου, ανεπαρκής αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομικής βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ως αποδεικτικό πόρισμα, τα ακόλουθα : "Το επίδικο οικόπεδο βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου ... . Εχει εμβαδόν 1100 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακίνητο ιδιοκτησίας Η. Κ., με κοινοτικό δρόμο, με ακίνητο ιδιοκτησίας της εναγομένης και με τα υπ` αριθ. 3 και 4 οικόπεδα ιδιοκτησίας Γ. Κ.. Κύριος του ακινήτου αυτού και απώτερος δικαιοπάροχος όλων των διαδίκων, όπως συνομολογούν αμφότερες οι διάδικες πλευρές, ήταν ο Γ. Κ. του Ν., πεθερός της πρώτης ενάγουσας και παππούς της δεύτερης και του τρίτου των εναγόντων και πατέρας της εναγομένης, ο οποίος απεβίωσε στις 6-12-2003 (βλ. την υπ` αριθ. 35/Α/2003 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου ... Καρδίτσας). Στις 21-2-1995, ο Γ. Κ. του Ν. με το υπ` αριθμόν .../1995 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καρδίτσας .............. , το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, για την καλύτερη εκμετάλλευση και αξιοποίηση του οικοπέδου που ανήκε στην κυριότητα του, και το οποίο βρισκόταν εντός της Κοινότητας ..., συνολικής επιφάνειας 5.549 τ.μ., τα όρια του οποίου δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προέβη στην κατάτμηση αυτού σε πέντε (5) άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, αυτοτελή μεταξύ τους, όπως αυτά εμφαίνονται ειδικότερα στο προσαρτώμενο στο άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Α. Β., ακριβές φωτοαντίγραφο του οποίου, επικυρωμένο από την προαναφερθείσα συμβολαιογράφο με ημερομηνία 27-4-2010, το οποίο νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, ως ακολούθως: Α) το με αριθμό 1 οικόπεδο, επιφάνειας 1.003 τ.μ. συνορευόμενο γύρωθεν με κοινοτικό δρόμο, με ιδιοκτησία Ε. Κ., και με τα οικόπεδα με αριθμούς 3 και 2 3 ιδιοκτησίας του ιδίου. Β) το με αριθμό 2 οικόπεδο, επιφάνειας 1.093 τ.μ, οριζόμενο γύρωθεν με ιδιοκτησία Μ. Α., με κοινοτικό δρόμο, και με τα οικόπεδα με αριθμό 1 και 3 του ιδίου. Γ) το με αριθμό 3 οικόπεδο, επιφάνειας 1.341 τ.μ., οριζόμενο γύρωθεν με κοινοτικό δρόμο, με το οικόπεδο με αριθμό 4 ιδιοκτησίας του ιδίου, με ιδιοκτησία Μ. Α., και με τα οικόπεδα 2 και 1 ιδιοκτησίας του ιδίου. Δ) το με αριθμό 4 οικόπεδο, επιφάνειας 1.102 τ.μ., οριζόμενο γυρωθεν με κοινοτικό δρόμο, με ιδιοκτησία Η. Κ., και το οικόπεδο 5 ιδιοκτησίας του ιδίου και με το οικόπεδο με αριθμό 3 ιδιοκτησίας του ιδίου, μετά της εις αυτό διώροφης οικοδομής. Και Ε) το με αριθμό 5 οικόπεδο (επίδικο), επιφανείας 1.110 τ.μ., οριζόμενο γύρωθεν με ιδιοκτησία Η. Κ., με κοινοτικό δρόμο, με ιδιοκτησία Μ. Α., και με τα οικόπεδα 3 και 4 του ιδίου. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 21-2-1995 ο προαναφερθείς Γ. Κ. του Ν., δια του υπ` αριθμόν .../21-2-1995 συμβολαίου που συντάχθηκε ενώπιον του ιδίου ανωτέρω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής, στον υιό του και δικαιοπάροχο των εναγόντων Φ. Κ., μεταξύ άλλων και την ψιλή κυριότητα επί του προπεριγραφέντος οικοπέδου με αριθμό 5, έκτασης 1.110 τ.μ, ενώ παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία επ` αυτού. Ο ανωτέρω Φ. Κ., απεβίωσε στις 6-2- 2002 (βλ. την με αριθμό 41/7-2-2002 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Καρδίτσας), και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ενάγοντες, κατά ποσοστό 2/8 από την πρώτη εξ αυτών, σύζυγο του, και τα δύο τέκνα του δεύτερη και τρίτο εξ αυτών κατά ποσοστό 3/8 καθένα. Οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την κληρονομιά δυνάμει της με αριθμό .../24-1-2003 πράξης αποδοχής κληρονομιάς που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Καρδίτσας ............... , που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο προαναφερθείς Γ. Κ. του Ν., δια του με αριθμό .../10-4-1980, συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νεβροπόλεως ................. , το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε ως προίκα στον σύζυγο της θυγατέρας του Μ. Κ. (εναγομένης) Α. Α., ένα οικόπεδο εντός του ..., ευρισκόμενο στη θέση "...", εκτάσεως 540 τ.μ., συνορευόμενο γύρωθεν Ανατολικά με κοινοτικό δρόμο, δυτικά με κοινοτικό δρόμο, βόρεια με δρόμο και νότια με ιδιοκτησία του ιδίου του προικοδότη. Ακολούθως με το με αριθμό .../5-8-1982 συμβόλαιο της ίδιας προαναφερθείσας συμβολαιογράφου Νεβροπόλεως (το οποίο, επίσης, μεταγράφηκε νόμιμα), που συντάχθηκε μεταξύ του άνω προικολήπτη και προικοδότη έγινε ανταλλαγή του παραπάνω οικοπέδου των 540 τ.μ, με ένα άλλο οικόπεδο, εκτάσεως, επίσης, 540 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια θέση "..."που συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Κ., δυτικά με κοινοτικό δρόμο, βόρεια εν μέρει με αγροτικό δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία Τ. και νότια εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Κ. και εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων Η. Κ.. Η ανταλλαγή αυτή επιτράπηκε δια της με αριθμό 5018/15/5/1981 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ηδη μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας, η κυριότητα του αμέσως προπεριγραφέντος οικοπέδου μετατέθηκε στην εναγομένη. Η εναγομένη, με τις προτάσεις της που κατατέθηκαν νομότυπα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρότεινε ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ισχυριζόμενη ότι ο κοινός με τους αντιδίκους της και απώτερος δικαιοπάροχος όλων, Γ. Κ. (πατέρας της ιδίας και του δικαιοπαρόχου των εναγομένων Φ. Κ.), κατά το έτος 1980, της μεταβίβασε προφορικά την κυριότητα νομή και κατοχή ενός οικοπέδου, συνολικής εκτάσεως 1.146,17 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση "..."στο Νεοχώρι Καρδίτσας και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Φ. Κ. και ιδιοκτησία Ι. Κ., δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Τ. και δημοτική οδό, βόρεια με ιδιοκτησία Ν. Κ. και νότια με δημοτική οδό, όπως αυτό απεικονίζεται στο νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αυτή τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου- Τοπογράφου μηχανικού Β. Θ.. Ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του αμέσως προαναφερθέντος οικοπέδου εκτάσεως 1.146,17 τ.μ., την κυριότητα του οποίου απόκτησε η εναγομένη, με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας τις αναφερόμενες λεπτομερώς πράξεις νομής και κατοχής, συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου, υπό τα όμματα του πατέρα της Γ. Κ. και στη συνέχεια του αδελφού της Φ. Κ. και των κληρονόμων αυτού (εναγόντων), χωρίς ουδεμία διαμαρτυρία και εναντίωση αυτών, από το έτος 1980 μέχρι και το χρόνο επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, κατά το έτος 2009, ήτοι επί 29 συνεχή έτη. Η ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης δεν αποδείχτηκε ουσιαστικά βάσιμη. Και τούτο διότι ο πατέρας της Γ. Κ., γνώριζε ότι για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, λόγω προικός, απαιτείται κατάρτιση της σχετικής δικαιοπραξίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού, όπως σαφώς συνάγεται από την ενέργεια του να της μεταβιβάσει ως προίκα το προπεριγραφόμενο οικόπεδο, δια του προεκτεθέντος .../10-4-1980 συμβολαίου. Επίσης, γνώριζε ότι για την ανταλλαγή του αμέσως προαναφερθέντος προικώου με άλλο ακίνητο, εκτός από την άδεια του αρμοδίου δικαστηρίου, απαιτείτο, επίσης, συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, και γι` αυτό προέβη στην κατάρτιση του πιο πάνω με αριθμό ..../5-8-1982 συμβολαίου ανταλλαγής ακινήτου. Από τις ανωτέρω ενέργειες του Γ. Κ., προκύπτει σαφώς, ότι εάν αυτός κατά το έτος 1980 είχε τη βούληση να μεταβιβάσει στην εναγομένη την κυριότητα, νομή και κατοχή του πιο πάνω οικοπέδου, εκτάσεως 1.146,17 τ.μ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, θα ακολουθούσε την ίδια τυπική διαδικασία για τη μεταβίβαση του, την οποία γνώριζε και εφάρμοσε και για την μεταβίβαση της κυριότητας, κατά το ίδιο έτος 1980, του άνω προικώου ακινήτου. Εξάλλου, από την ενέργεια του να προβεί στην ανταλλαγή του παραπάνω προικώου ακινήτου, δια του προαναφερθέντος με αριθμό .../5-8-1982 συμβολαίου, με το προπεριγραφέν έτερο οικόπεδο, στην ίδια θέση "......", με το ίδιο ακριβώς εμβαδόν των 540 τ.μ., συνάγεται σαφώς ότι στην εναγομένη ο Γ. Κ. ήθελε να μεταβιβάσει την κυριότητα, νομή και κατοχή, του συγκεκριμένου οικοπέδου που περιγράφεται στο οικείο συμβόλαιο ανταλλαγής ακινήτων και όχι το οικόπεδο μεγαλύτερης έκτασης 1.146,17 τ.μ. στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο. Άλλωστε, εάν ο Γ. Κ. είχε πράγματι μεταβιβάσει προφορικά κατά το έτος 1980 στην εναγομένη το πιο πάνω οικόπεδο των 1.146,17 τ.μ. στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, δεν υπήρχε λόγος να μην αναγραφεί το γεγονός αυτό στο προαναφερθέν .../5-8-1982 συμβόλαιο της ανταλλαγής οικοπέδων, το οποίο καταρτίστηκε νόμιμα, προς άρση κάθε αμφισβήτησης της ταυτότητας και των ορίων του ακινήτου επί του οποίου συστάθηκε προίκα υπέρ της εναγομένης θυγατέρας του. Στη συνέχεια, ο Γ. Κ. με το με αριθμό .... .. ......../1995 συμβολαιογραφικό έγγραφο, προέβη στην κατάτμηση του άνω οικοπέδου εκτάσεως 5.549 τ.μ., σε πέντε (5) αυτοτελή άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, από τα οποία το επίδικο μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα στον δικαιοπάροχο των εναγόντων Φ. Κ., δυνάμει του υπ` αριθμόν .../21-2-1995 συμβολαίου, και τα προαναφερθέντα έτερα δύο επί μέρους οικόπεδα, επίσης κατά ψιλή κυριότητα, στον υιό του Ν. Κ. και στην θυγατέρα του Α. Κ., δυνάμει των με αριθμούς .../21-2-1995 και .../20-12-1996 συμβολαίων, αντίστοιχα, ενώ παρακράτησε για τον εαυτό του, σ` όλες τις ανωτέρω μεταβιβάσεις την επικαρπία εφ` όρου ζωής. Εάν ο Γ. Κ. είχε ήδη μεταβιβάσει άτυπα την κυριότητα, νομή και κατοχή του επιδίκου στην εναγομένη από το έτος 1980, όπως. η τελευταία ισχυρίζεται, δεν θα προέβαινε στη μεταβίβαση της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού (του επιδίκου) στον δικαιοπάροχο των εναγόντων και σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε να μεταβιβάσει στην εναγομένη και έτερο ακίνητο, πλέον εκείνου το οποίο της είχε μεταβιβάσει ως προίκα, θα το έπραττε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, διαδικασία την οποία γνώριζε και τήρησε και ως προς τα ανωτέρω τέκνα του, όπως προεκτέθηκε. Κατά συνέπεια, δεν αποδείχτηκε, ότι ο κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων Γ. Κ. κατά το έτος 1980 μεταβίβασε άτυπα την νομή και κατοχή του επιδίκου στην εναγομένη. Σημειώνεται, ότι για άτυπη μεταβίβαση της κυριότητας αυτού δεν μπορεί να γίνει λόγος ενόψει των προεκτεθέντων διατάξεων, που καθιερώνουν την μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού. Αλλωστε, η ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, που προτείνει η εναγομένη, την οποία ισχυρίζεται ότι απόκτησε με έκτακτη χρησικτησία, με χρόνο έναρξης το έτος 1980, δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του ιδίου του δικαιοπαρόχου της, ούτε κατά του δικαιοπαρόχου των εναγόντων Φ. Κ., προς τον οποίο ο Γ. Κ. μεταβίβασε την κυριότητα αυτού με το προαναφερθέν νόμιμα μεταγεγραμμένο συμβόλαιο, καθόσον τούτο αντιτίθεται στο θεσμό της χρησικτησίας και της δημοσιότητας της μεταβίβασης της κυριότητας επί ακινήτων, όπως προεκτέθηκε αναλυτικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 μέχρι και τον χρόνο μεταγραφής του με αριθμό .../21-2-1995 συμβολαίου με το οποίο μεταβιβάστηκε η ψιλή κυριότητα του επιδίκου από τον μέχρι τότε αποκλειστικό κύριο αυτού Γ. Κ. στον δικαιοπάροχο των εναγόντων Φ. Κ., δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στον χρόνο των είκοσι ετών που απαιτείται για την απόκτηση της κυριότητας αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατά συνέπεια, αφού το επόμενο χρονικό διάστημα από το έτος 1995 έως και το έτος 2009 (χρόνος επίδοσης της υπό κρίση αγωγής) δεν επαρκεί για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, διότι δεν συμπληρώνεται το απαιτούμενο χρονικό διάστημα της εικοσαετίας από την έναρξη της (χρησικτησίας), η άνω ένσταση ιδίας κυριότητας που πρότεινε η εναγομένη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή η ένσταση ιδίας κυριότητας, που πρότεινε η εναγομένη και κρίθηκε ότι η τελευταία απόκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης ως βάσιμοι κατ` ουσίαν. Περαιτέρω, η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρότεινε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων ισχυριζόμενη, ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η άσκηση από την ίδια και το σύζυγο της, από το έτος 1980 έως και το έτος 2009 (ήτοι μέχρι το χρόνο της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής), συνεχώς και αδιαλείπτως των αναφερομένων παρακάτω πράξεων νομής και κατοχής επί του επιδίκου, με τη σύμφωνη γνώμη και παρότρυνση του πατέρα της Γ. Κ. και του αδελφού της Φ. Κ., οι οποίοι ουδέποτε της ανέφεραν ότι ο πρώτος μεταβίβασε κατά το έτος 1995 με το προαναφερθέν συμβόλαιο την κυριότητα αυτού στον τελευταίο, δημιούργησαν εύλογα σ` αυτή την πεποίθηση ότι η κυριότητα του επιδίκου ανήκει στην ίδια, και ότι οι προαναφερθέντες δεν θα διεκδικήσουν την κυριότητα αυτού, καθώς και ότι με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε η παρακάτω πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για την ίδια. Η ένσταση αυτή - η οποία δεν ερευνήθηκε κατ` ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έγινε δεκτή η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης επί του επιδίκου και απορρίφθηκε για το λόγο αυτό η υπό κρίση αγωγή- πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα από το παρόν Δικαστήριο. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε, ότι η εναγομένη χρησιμοποιεί το επίδικο ως αύλειο χώρο της οικίας της, που βρίσκεται στο όμορο με το ως άνω επίδικο προικώο ακίνητο που της μεταβίβασε κατά κυριότητα ο πατέρας της, Γ. Κ., με το προαναφερθέν συμβόλαιο ανταλλαγής ακινήτων και η οποία (οικία), ήδη χρησιμοποιείται από αυτή ως ξενώνας ενοικιαζομένων δωματίων. Εντός του προαναφερθέντος προικώου ακινήτου η εναγομένη κατά το έτος 1981 ανήγειρε την αμέσως προαναφερθείσα οικία. Κατά το ίδιο έτος 1981 η εναγομένη, με δικές της δαπάνες, κατασκεύασε τοιχίο μεταξύ του επιδίκου και του ομόρου ακινήτου του Ι. Κ.. Στη συνέχεια κατά τα έτη 1986-1987 κατασκεύασε με δικές της δαπάνες περίφραξη μεταξύ του επιδίκου και του όμορου ακινήτου του Ε. Τ.. Το έτος 1990 τοποθέτησε εκ νέου καινούργιο τοιχίο στη νότια πλευρά του επιδίκου, η οποία συνορεύει με τη δημοτική οδό, καθώς και μια σιδερένια καγκελόπορτα, προκειμένου να ασφαλίσει καλύτερα την είσοδο της οικίας της από αυτή την πλευρά. Κατά το έτος 1997 προέβη στην τσιμεντόστρωση και του μέρους του επιδίκου που χρησιμοποιούσε ως αύλειο χώρο της οικίας της, καθώς και στην τσιμεντόστρωση του οριζοντίου διαδρόμου, που το ένα άκρο του ξεκινά από την ανωτέρω σιδερένια καγκελόπορτα που τοποθετήθηκε στο επίδικο προς την πλευρά που αυτό συνορεύει με την πιο πάνω δημοτική οδό, διασχίζει εσωτερικά το επίδικο και καταλήγει στην είσοδο της οικίας της, που όπως προαναφέρθηκε ανεγέρθηκε επί του άνω προικώου ακινήτου. Και τέλος, κατά το έτος 2000, με δαπάνες της η εναγομένη τοποθέτησε πασσάλους στην ανατολική πλευρά του όλου οικοπέδου, στο οποίο ισχυρίζεται η ίδια ότι συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, προκειμένου να καταστούν ευδιάκριτα και αδιαμφισβήτητα τα όρια ολοκλήρου του ακινήτου της έναντι των τρίτων. Η παραπάνω χρησιμοποίηση του επιδίκου από την εναγομένη ως προαύλειου χώρου του όμορου μ` αυτό οικοπέδου ιδιοκτησίας της, όπου βρίσκεται η οικία της, και οι προπεριγραφείσες κατασκευές σ` αυτό, έγιναν με την άδεια του πατέρα της, ο οποίος μέχρι το έτος 1995 ήταν αποκλειστικός κύριος αυτού και στη συνέχεια με την άδεια του αδελφού της Φ. Κ., ως ψιλού κυρίου αυτού και του επικαρπωτή αυτού πατέρα της, μέχρι του χρόνου θανάτου του τελευταίου, στα πλαίσια της συγγενικής τους σχέσης και συγκεκριμένα προς διευκόλυνση της εναγομένης, έτσι ώστε να έχει η τελευταία ευχερέστερη πρόσβαση από την οικία της (και ήδη ξενώνα) προς την άνω Δημοτική οδό, με την οποία συνορεύει το επίδικο, δεδομένου του ότι, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας Χ. Α., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά πρόταση της, η άλλη είσοδος στο προικώο ακίνητο της ενάγουσας από την πλευρά που "... είναι προς το Β. Τ., έχει πάνω από δέκα μέτρα υψομετρική διαφορά με ελικόπτερο πρέπει να μπει ........", και "... δεν χωράει ένα αυτοκίνητο να μπει ..."από την δημοτική οδό που υπάρχει από εκείνη την πλευρά. Η συναίνεση των προαναφερθέντων πατέρα και αδελφού της εναγομένης, στην ως άνω χρησιμοποίηση του επιδίκου ως προαυλίου χώρου της οικίας της, δεν αποδείχτηκε ότι χορηγήθηκε κατόπιν παραίτησης αυτών από τα αντίστοιχα δικαιώματα τους κυριότητας, νομής και κατοχής επ` αυτού, έτσι ώστε να δημιουργηθεί εύλογα η πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν επρόκειτο να τα ασκήσουν στο μέλλον. Η κατάθεση του μάρτυρα Β. Κ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά πρόταση των εναγόντων, είναι ρητή και κατηγορηματική στο σημείο τούτο, ότι δηλαδή η ως άνω χρήση του επιδίκου ως προαυλείου της οικίας της εναγομένης, έγινε κατόπιν "συνεννόησης"με τον πατέρα και αδελφό της, προς διευκόλυνση της "......... αλλά όχι να το διεκδικήσει ... απλώς την άφησε να περάσει ...""... για να μην πάει γύρω-γύρω ....", ενισχύεται δε και από την προαναφερθείσα κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, σχετικά με την δυσχέρεια της πρόσβασης στην οικία της από την άλλη πλευρά του ακινήτου της που συνορεύει με δρόμο. Το ότι οι προπεριγραφείσες κατασκευές εντός του επιδίκου έγιναν από την εναγομένη με δικές της δαπάνες, δεν δύναται να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα, ενόψει του ότι είναι εύλογο και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προβεί σ` αυτές για την ασφάλεια της οικίας της (περιφράξεις) και την διευκόλυνση της πρόσβασης σ` αυτή (διάδρομος), αφού το χρησιμοποιούσε (το επίδικο) ως προαύλειο αυτής, με δικά της έξοδα, καθόσον η ίδια έκανε χρήση και ωφελούνταν από την ύπαρξη αυτών των κατασκευών. Αλλωστε, το γεγονός ότι κατά το έτος 1995, ο πατέρας της μεταβίβασε με το προαναφερθέν συμβόλαιο την ψιλή κυριότητα επί του επιδίκου στον αδελφό της Φ., παρακρατώντας την επικαρπία εφ` όρου ζωής του ο ίδιος, εν γνώσει του ότι η εναγομένη ήδη το χρησιμοποιούσε ως προαύλειο της οικίας της, δεν ήταν πρόσφορο για την πρόκληση σ` αυτή εύλογης πεποίθησης ότι ο ίδιος ή ο παραπάνω αδελφός της δεν θα είχαν την πρόθεση να ασκήσουν τα άνω δικαιώματα τους επικαρπίας και κυριότητας, αντίστοιχα, επ` αυτού. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν γνώριζε ότι κατά το έτος 1995, με το υπ` αριθμόν .../21-2-1995 συμβόλαιο ο πατέρας της μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του επιδίκου στον αδελφό της Φ. και παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία αυτού εφ` όρου ζωής, δεν αποδείχτηκε ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον αντίκειται και στα διδάγματα της κοινής πείρας να μην πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από τα αδέλφια της, στα οποία ο πατέρας τους είχε, επίσης, μεταβιβάσει με συμβόλαια τα επί μέρους οικόπεδα που είχαν δημιουργηθεί από την κατάτμηση του προπεριγραφέντος οικοπέδου, όμορου με το δικό της προικώο ακίνητο, όπου βρισκόταν και η πιο πάνω οικία της, δεδομένου ότι τέτοια ζητήματα συζητούνται μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας, ιδίως, όταν πρόκειται για διανομή της περιουσίας των γονέων προς τα τέκνα τους. Από τις όλες προεκτεθείσες ενέργειες του πατέρα της και του αδελφού της, Φ. (δικαιοπαρόχου) των εναγόντων δεν αποδείχτηκε, ότι δημιουργήθηκε στην εναγομένη και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση, ότι αυτοί δεν πρόκειται να ασκήσουν τα ανωτέρω δικαιώματα τους επί του επιδίκου και ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής από τους ενάγοντες και κληρονόμους του παραπάνω αδελφού της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Επομένως, η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της υπό κρίση αγωγής εκ μέρους των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο, ενόψει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα και δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής, μετά από εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης και απόρριψη ως κατ` ουσίαν αβάσιμη τόσο της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της εναγομένης, όσο και της από το άρθρο 281 ΑΚ προβληθείσας ένστασης εκ μέρους της εναγόμενης, δέχθηκε την αγωγή ως κατ` ουσίαν βάσιμη (αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους του επιδίκου ακινήτου του και υποχρέωσε την εναγόμενη να το αποδώσει στου ενάγοντες). Ετσι κρίνοντας το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου(ΑΚ) που εφάρμοσε, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή της σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω κανόνων-ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε και επομένως αυτή δεν στερείται νόμιμης βάσης. Συνακόλουθα οι από τους αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δύο πρώτοι λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης με τους οποίους η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα των ανωτέρω είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 270 παρ 3 εδ. γ` και δ` ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 και εφαρμόζονται κατά το αρθρ. 524§1 εδ. α` ΚΠολΔ και στην κατ` έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του αρθρ. 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών πρώτων από τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικο μέρη, υποπίπτει στις πλημμέλειες από το αρθρ. 559 αριθ. 11α και 14 ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και παρά το νόμο δεν τα κηρύσσει απαράδεκτα (ΑΠ 1103/2011, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 747/2008). Το όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (αρθρ. 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (αρθρ. 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές τρεις συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε με ν.δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον περιορισμό των ένορκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις σοβαρές κατά κανόνα υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας. Εξάλλου σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ.11 περ.γ ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σ`αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης (κατά το πρώτο μέρος του) ισχυρίζεται ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην ως άνω αναιρετική πλημμέλεια καθόσον δεν έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, τα οποία η ίδια επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο. Όπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα του σημείου της όπου γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα, ρητώς μνημονεύονται οι εν λόγω ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που αναμφίβολα συναξιολόγησε και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο νομίμως (άρθρα 270 παρ.2 εδ.γ και δ και 524 παρ.1 εδ.α` ΚΠολΔ) δεν έλαβε υπόψη του, ως πλεονάζουσες, την υπ’ αριθμ. .../21-4-2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Μ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Καρδίτσας .......... και την υπ’ αριθμ. .../22-4-2010 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα Α. Τ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ............. ..... , από τις συνολικά πέντε ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα στο Εφετείο, χωρίς να ισχυρισθεί όμως ότι τις δύο ως άνω ένορκες βεβαιώσεις επιπλέον των τριών παλαιοτέρων, ενόρκων βεβαιώσεων, προσκόμισε μόνο για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων των αντιδίκων της ή για την αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών τους που παραδεκτά πρότειναν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό και καταχωρήθηκαν στα αντίστοιχα πρακτικά. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από τους αριθμ.11 περ.γ και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος (κατά το λοιπό, πλην του παραπάνω μέρος του) της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα των προεκτιθεμένων.

Κατ` ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-2-2013 αίτηση της Μ. χήρας Α. Α. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 450/2012 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. 

Και

Καταδικάζει την ως άνω αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Κοινωνία δικαιώματος επί κληρονομιαίων ακινήτων. Ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή...1378/2014 ΑΠ

$
0
0

Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

1378/2014 ΑΠ ( 642572) 
Κοινωνία δικαιώματος επί κληρονομιαίων ακινήτων. Ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών...
αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η γνώση των λοιπών συγκυρίων για αντιποίηση της νομής μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση εκείνου που αντιποιείται τη νομή του κοινού, είτε από αντιπρόσωπό τους. Γνωστοποίηση της αντιποιήσεως εκ μέρους του κατόχου δεν απαιτείται, όταν ο νομέας με τη βούλησή του τον καθιστά νομέα και ο ίδιος αποξενώνεται από τη νομή, έκτοτε δε αρχίζει και ο υπολογισμός του χρόνου χρησικτησίας. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 40/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.


  
Αριθμός 1378/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Τoυ αναιρεσείοντος: Ε. Τ. του Ι., κατοίκου ..... και ήδη ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ζαχόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Τ. του Ι., κατοίκου της πρώην Κοινότητας .… και ήδη …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αγγελο Βρεττό.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/1/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και της Ζ. Τ., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2009 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/2/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/3/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με τη περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και την κατοχή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 983 του ίδιου κώδικα η νομή ως δικαίωμα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα στο όνομα και των λοιπών κοινωνών-συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ` αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποίησης. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η για αντιποίηση της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για τη αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οποιονδήποτε και αν προέρχεται. Είναι όμως αυτονόητο ότι γνωστοποίηση της αντιποιήσεως εκ μέρους του κατόχου δεν απαιτείται, όταν ο νομέας με τη βούλησή του τον καθιστά νομέα και ο ίδιος αποξενώνεται από τη νομή, κατά το άρθρο 976 εδ. β` ΑΚ, αφού στη βούληση μεταβιβάσεως της νομής ενυπάρχει και η γνώση ότι ο κάτοχος καθίσταται νομέας, έκτοτε δε αρχίζει και ο υπολογισμός του χρόνου χρησικτησίας. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται, για την ταυτότητα του λόγου και επί κληρονομιαίων ακινήτων και συνεπώς, ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Εξ ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση του χρησιδανείου ο χρήστης παραχωρεί στον χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, η οποία είναι RE καταρτιζόμενη σύμβαση και δεν υπόκειται σε τύπο ως κύριος. Περαιτέρω προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, ήτοι αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για την εφαρμογή του. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ως αιτήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμευση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Εξ ετέρου ο λόγος αυτός είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ` αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσω δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή και δη την κύρια περί κλήρου αγωγική βάση και τις επικουρικές ήτοι την διεκδικητική συγκυριότητας με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) και την αναγνωριστική συγκυριότητας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών ο αναιρεσείων από κοινού με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αδελφή του Ζ. Τ. του Ι., συζ. Π. Γ. κατά του αναιρεσιβλήτου ετεροθαλούς αδελφού τους Θ. Τ. του Ι.: "Οι διάδικοι είναι αδέλφια, τέκνα του αποβιώσαντος στις 15.7.1946, στο Πολύδενδρο Γρεβενών πατρός τους Ι. Τ. του Μ., γεωργού, κατοίκου και εν Ζ. (βλ. την με αριθμό 2/15-7-1946 ληξιαρχική πράξη θανάτου της άλλοτε Κοινότητας και ήδη Τοπικού Διαμερίσματος … και την με αριθμό …/9-4- 1996 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβ/φου Γρεβενών .......... , που προσκομίζουν οι ενάγοντες). Τα επίδικα ακίνητα είναι αγροί και βρίσκονται στην κτηματική περιοχή της πρώην Κοινότητας και ήδη Τοπικού Διαμερίσματος Πολυδένδρου του Δήμου Ηρακλεωτών Γρεβενών, πλην του τελευταίου (αριθμός 32 στην αγωγή), το οποίο αποτελεί οικόπεδο εντός του οικισμού του Πολυδένδρου Γρεβενών. Συγκεκριμένα είναι: 1) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν τη με αριθμό …/1942 δημοσία διαθήκη του παππού των διαδίκων Μ. Τ., δύο στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ποτάμι, Νότια με ιδιοκτησία Β. Π., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Λ., 2) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Δ.Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 3) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, τριών στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων (5.000 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Δ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Σ., 4) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Ζ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Τ., 5) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Μ., Νότια με ρέμα, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 6) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ., 7) ένας αγρός στη θέση "…"ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο στρεμμάτων και ημίσεως, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (5.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Νότια και Ανατολικά με ιδιοκτησία αδελφών Λ. και Δυτικά με χέρσο, 8) ένας αγρός στη θέση "…"ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Λ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 9) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Μ., Νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Τ. και Δυτικά με δάσος, 10) ένας αγρός στη θέση "Ε. Μ.", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νοτίως με Β. Κ., Ανατολικά με δάσος και Δυτικά με αδελφούς Ζ., 11) ένας αγρός στη θέση "…"ή "…", έκτασης, εντός των ορίων του ενός στρέμματος (1.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Νότια με ρέμα, Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Κ., 12) ένας αγρός στη θέση ".…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Β. Γ., Ανατολικά με δρόμο και Δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Ξ., 13) ένας αγρός στη θέση "…"ή "…", της κτηματικής περιοχής Πολυδένδρου, συνολικής έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων και εννιακοσίων τετραγωνικών μέτρων (4.900 τ.μ.), το οποίο απαρτίζονταν από δύο τεμάχια: α) ένα τεμάχιο, έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τεσσάρων στρεμμάτων (4.000 τ.μ.) και β) ένα τεμάχιο, έκτασης εννιακοσίων τετραγωνικών μέτρων (900 τ.μ.), το οποίο απέκτησε ο πατέρας των διαδίκων, Ι. Τ., από κλήρο και μετά από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, συνορεύει δε ολόκληρος ο αγρός, Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Κ. Κ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 14) ένας αγρός στη θέση "…"ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τεσσάρων στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (4.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Κ. Κ., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 15) ένας αγρός στη θέση "…"έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Α. Π., Νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ., Ανατολικά με ποτάμι και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 16) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Γ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Φ. Μ., 17) ένας κήπος στη θέση "…"κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, εξακοσίων τετραγωνικών μέτρων (600 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Α. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Χ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Π. Π., 18) ένας κήπος στη θέση "…", κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, εξακοσίων τετραγωνικών μέτρων (600 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Ανατολικά με ποτάμι και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Τ., 19) μία άμπελος στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων της, ενός και ημίσεως στρέμματος (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με χέρσο, Νότια με ιδιοκτησία Β. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Ξ. και Δυτικά με χέρσο, 20) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, τριών στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (5.500 τ.μ), που συνορεύει : Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Νότια με ιδιοκτησία αδελφών Β., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με ιδιοκτησία Σ. Τ., 21) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Ζ., Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά και Δυτικά με δάσος, 22) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ρέμα, Νότια με ιδιοκτησία Β. Κ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Κ., 23) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (3.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Τ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία ....................... και Δυτικά με ιδιοκτησία ............. .................. , 24) ένας αγρός στη θέση "Στάμνες", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία ............... , Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία ... ...... και Δυτικά με ρέμα, 25) ένας αγρός στη θέση "Μότσκες", έκτασης ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Γ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Τ., 26) ένας αγρός στη θέση "Βαϊνά", έκτασης, κατά την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο και ημίσεως στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ. και Δυτικά με δρόμο. Ολα τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν στον πατέρα των διαδίκων, Ι. Τ., από κληρονομιά του πατέρα του Μ. Τ., την οποία του κατέλειπε με τη με αριθμό …/1942 δημοσία διαθήκη του, πού συνέταξε ενώπιον του τότε Συμβολαιογράφου Γρεβενών ........ ..... , στην οποία αναμίχθηκε αμέσως μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου του, συνεχίζοντας τις πράξεις νομής αυτού, εκτός από τμήμα έκτασης 900 τ.μ. του με αρίθμηση 13 στην κρινόμενη αγωγή αγρού, που περιήλθε σ` αυτόν απ` ευθείας από κλήρο, μετά από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά Β.Ρ.Δ, αφού κατείχε και ενέμετο αυτά με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανένα και η οποία (έκτακτη χρησικτησία) συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του, καθόσον αυτός ασκούσε όλες τις πράξεις που προσιδιάζουν στα ακίνητα και για χρόνο υπέρτερο των 30 ετών, ήτοι τα όργωνε, τα έσπερνε, συνέλεγε τους καρπούς τους, έβοσκε τα αιγοπρόβατα, τα φύλασσε δε από διεκδικήσεις τρίτων. Επιπλέον, ο κληρονομούμενος πατέρας των διαδίκων Ι. Τ. ή Τ. ήταν αποκλειστικός κύριος, κατά τον χρόνο θανάτου του (15-7-1946) και των παρακάτω ακινήτων της ιδίας κτηματικής περιοχής ήτοι, 27) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης οκτώ στρεμμάτων (8.000 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Ζ., Νότια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με δρόμο, 28) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δρόμο, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Ζ., 29) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησίες Βόρεια με δρόμο, Νότια με ιδιοκτησία Γ. Κ. και ήδη Θ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Γ., 30) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.) που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Γ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Γ., 31) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με δρόμο και Δυτικά με ιδιοκτησία της Α. Κ. Λ. και 32) ενός οικοπέδου εντός του οικισμού της τότε Κοινότητας Πολυδένδρου, έκτασης εκατό τετραγωνικών μέτρων (100 τ.μ.), πού συνορεύει γύρωθεν, Βόρεια με κοινοτικό δρόμο, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ.. Οι παραπάνω με αρίθμηση από 27 έως και 31 αγροί και το τελευταίο από τα περιγραφόμενα επίδικα οικόπεδο των 100 τ.μ. περιήλθαν στο δικαιοπάροχο κληρονομούμενο πατέρα των διαδίκων από την ανάμιξη του, ως τέκνου, στην αδιάθετη με την ανωτέρω διαθήκη περιουσία του αποβιώσαντος πατρός του (παππού των διαδίκων), Μ. Τ., ομού μετά της μητριάς του Κ. χήρας Μ. Τ. και των αδελφών του Τ. συζ. Α. Δ., Α. συζ. Α. Τ. και Α. συζ. Ε. Π. κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, καθώς και των θυγατέρων του προαποβιώσαντος αδελφού του Δ. Τ., Κ., Ζ. και Α., οι οποίοι προέβησαν σε άτυπη διανομή μεταξύ τους των ποσοστών τους επί των αδιαθέτων κληρονομιαίων ακινήτων του Μ. Τ., με αποτέλεσμα, στην καλόπιστη νομή του Ι. Τ. να περιέλθουν τα ανωτέρω ακίνητα. Ο εναγόμενος για τα συγκεκριμένα ακίνητα (αριθμούς 27 έως και 31) ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι οι αγροί αυτοί δεν περιλαμβάνονται στη διαθήκη του Μ. Τ., καθόσον μεταβιβάσθηκε η νομή τους στον ίδιο, από τον παππού του όσο αυτός ζούσε και συνεπώς δεν αποτελούν κληρονομιαία περιουσία του πατρός του, αλλά προσωπική του περιουσία, που εκφεύγει της κληρονομιάς. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου ούτε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης) αναφέρει κάτι σχετικό στην ένορκη κατάθεσή του, αλλά ούτε και οι μάρτυρες του σε προηγηθείσα δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων επί της, από 9-12-1996, με όμοιο αίτημα, αγωγής των εναγόντων (αριθμ. καταθ. 3/13-1-1998), η οποία απερρίφθη τελεσιδίκως, ως αόριστη, με τη με αριθμό 122/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πλην του στοιχείου ότι ο αγρός στη θέση, "…"είναι ανταλλάξιμος, όπως αναφέρει ο μάρτυρας του εναγόμενου στην ανωτέρω δίκη, Δ. Β., πού από μόνο του όμως δεν αναιρεί την κυριότητα του Ι. Τ., καθόσον δεν αποδεικνύεται και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο (δημόσιο έγγραφο). Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του δεν αμφισβητεί ειδικότερα: α) τα περιμετρικά όρια των επίδικων ακινήτων, όπως αυτά διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο και β) το ότι το τμήμα των 900 τ.μ. από το με αριθμό 13 επίδικο ακίνητο περιήλθε στον Ι. Τ. από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου. Από αυτή τη μη ειδικότερη αμφισβήτηση των ανωτέρω συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ομολογία του εναγόμενου ως προς τα παραπάνω και ειδικότερα ως προς τα ακριβή όρια των επιδίκων ακινήτων και την ακριβή έκταση αυτών εντός των ορίων αυτών, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και αναφέρονται ανωτέρω (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος επίσης με τις προτάσεις του δεν αμφισβητεί ειδικότερα τα όρια και την έκταση των με αριθμούς 27 - 32 ακινήτων από τα επίδικα, ενώ συνομολογεί ότι τα αναφερόμενα στη διαθήκη του παππού του ακίνητα που κατέλειπε στο υιό του Ι. Τ., δικαιοπάροχο των διαδίκων, είναι κληρονομιαία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά το θάνατο του Ι. Τ., τα τρία τέκνα του, ο Θ. (εναγόμενος), ο Ε. και Ζ. (ενάγοντες) παρέλαβαν στη νομή τους τα κληρονομιαία ακίνητα και άρχισαν να τα καλλιεργούν υπό την εποπτεία και διαχείριση του μεγαλυτέρου αδελφού Θ., αποκερδαίνοντας, με την εκμετάλλευση τους, τα έξοδα διατροφής και συντήρησης τους. Το έτος 1961 η Ζ. αρχικά και στη συνέχεια το έτος 1963 ο Ε. μετανάστευσαν στην Αυστραλία και πριν από την αναχώρηση τους παραχώρησαν την νομή των κληρονομικών τους μεριδίων στον εναγόμενο αδελφό τους, Θ., ο οποίος, σε αντάλλαγμα, ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει τα έξοδα μετανάστευσης τους (εισιτήρια, ρουχισμό και διαμονή στην Αθήνα), τα οποία ανέρχονταν, για αμφότερους, στο υψηλό για την εποχή εκείνη ποσό των 30.000 δραχμών περίπου, όση και η αξία των κληρονομικών τους μεριδίων, την οποία ο μάρτυρας ανταπόδειξης προσδιορίζει στο ποσό των 500 δραχμών ανά στέμμα (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης). Ετσι, ήδη από τα έτη 1961 και 1963, ο εναγόμενος άρχισε να νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του εξ ολοκλήρου τα επίδικα, ασκώντας αποκλειστικά τη φυσική τους εξουσίαση και εκμετάλλευση με διάνοια κυρίου, με φροντίδα, επιτήρηση, καλλιέργεια, βελτίωση και εκχέρσωση, συνεχώς και χωρίς όλα αυτά τα χρόνια να ενοχληθεί από κανέναν και ιδιαίτερα από τα αδέλφια του, τους ενάγοντες, πού, μετά την αναχώρηση τους, εγκαταστάθηκαν πλέον μόνιμα στην Αυστραλία, χωρίς πρόθεση επιστροφής για εκ νέου εγκατάσταση τους στην πατρίδα. ΣΤΟ σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι ενάγοντες, μετά την αναχώρηση τους επισκέφθηκαν το Πολύδενδρο Γρεβενών, ο μεν Ε. το έτος 1996, η δε Ζ. το έτος 1998, ενώ κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης απουσίας τους δεν ενδιαφέρθηκαν για τα επίδικα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας, δεδομένου ότι δεν επιχειρήθηκε εκ μέρους τους καμία πράξη δηλωτική της θέλησης τους για φυσική εξουσίαση των κληρονομιαίων ακινήτων, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να εκδηλωθεί παρά τη μακρόχρονη απουσία τους στο εξωτερικό, αφού ούτε ο μάρτυρας απόδειξης καταθέτει κάτι σχετικά, ούτε οι ενάγοντες προσκομίζουν μετ` επικλήσεως κάποιο στοιχείο (λ.χ. επιστολή διαμαρτυρίας, όχληση, διεκδίκηση) δηλωτικό της ανωτέρω βουλήσεώς τους, δεδομένου ότι γνώριζαν ότι όλα τα χρόνια ο αδελφός τους καλλιεργούσε τα κληρονομιαία αποκλειστικά για τον εαυτό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από τη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος επιβεβαιώνει τόσο την καταβολή μετρητών στους ενάγοντες από τον εναγόμενο για τα έξοδα μετάβασής τους στην Αυστραλία εντός της οικίας του (εναγομένου), όσο και το γεγονός ότι, κατά την αναχώρησή τους από την Ελλάδα, του παρέδωσαν, προκειμένου ν` ασκεί αποκλειστικά για τον εαυτό του, την νομή των μεριδίων τους επί των επιδίκων, γεγονότα πού επιβεβαιώνονται από τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και τη λογική, αφού τα δύσκολα εκείνα χρόνια ήταν αδύνατο ένας νέος και αγρότης στο επάγγελμα, να καλύψει μόνος του τα παραπάνω τεράστια για την εποχή εκείνη έξοδα, οι δε ενάγοντες, κατά τους άνω χρόνους αναχώρησής τους στην Αυστραλία ήταν ηλικίας 18 ετών η δεύτερη και 23 ετών ο πρώτος, ο οποίος μάλιστα μόλις είχε αποπερατώσει την στρατιωτική του θητεία και ήταν φυσικό να μη διαθέτουν αμφότεροι τα για την μετανάστευσή τους απαιτούμενα χρηματικά ποσά. Εντελώς αντίθετη επί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών είναι η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος αναφέρει ότι δεν υπήρχε καμία συμφωνία για άτυπη μεταβίβαση των κληρονομιαίων μεριδίων των εναγόντων στον ενάγοντα και ότι τα έξοδα μετάβασής τους τα κάλυψαν οι θείοι τους (αδέλφια της μητέρας τους), γεγονός όμως πού δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Το δε προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες, από 18-11-1998, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έγγραφο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Πολυμορφωτικών υποθέσεων της Αυστραλίας, σύμφωνα με το οποίο τα ναύλα για την άφιξη του Ε. Τ. στην Αυστραλία με το πλοίο "Ε."κατεβλήθησαν από την κυβέρνηση της Αυστραλίας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εναγόμενος κατέβαλε στον αδελφό του χρήματα για τα έξοδα μετάβασης του στην αλλοδαπή, καθόσον ένα μέρος μόνο των εξόδων, που απαιτούνται για τη μετανάστευση ενός ατόμου, αποτελούν τα ναύλα του πλοίου, πέραν δε αυτών η διαδικασία αυτή απαιτεί και λοιπές δαπάνες (άφιξη και διαμονή στην Αθήνα μέχρι την αναχώρηση του πλοίου, άλλα γραφειοκρατικά έξοδα και έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων για την μετακίνηση, έξοδα στοιχειώδη για το πρώτο διάστημα της άφιξης στην αλλοδαπή κ.λ.π). Επίσης, αποδείχθηκε ότι από τα έτη 1961-1963 και έπειτα, ο Θ. Τ. ασκεί τη φυσική εξουσίαση των κληρονομιαίων ακινήτων διάνοια κυρίου, αφού όχι μόνο τα επιτηρεί, φροντίζει και καλλιεργεί, αλλά και επεξέτεινε και εκχέρσωσε αυτά, δαπανώντας προς τούτο διάφορα χρηματικά ποσά, δαπάνες τις οποίες, σύμφωνα με τη λογική, δεν θα επιχειρούσε εάν πίστευε ότι του ανήκαν αυτά μόνο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Εξάλλου, στα παραπάνω συνηγορεί και το γεγονός ότι την εποχή εκείνη η αναχώρηση προς μετανάστευση σε μια μακρινή ήπειρο, όπως η Αυστραλία, πραγματοποιούνταν χωρίς προοπτική επιστροφής των μεταναστών στην πατρίδα και με σκοπό μόνιμης εγκατάστασης στην αλλοδαπή. Επίσης, τα παραπάνω και ειδικότερα την οικονομική ενίσχυση των εναγόντων από τον εναγόμενο, προκειμένου να καλύψουν αυτοί τα στοιχειώδη έξοδα μετάβασης τους στην Αυστραλία, επιβεβαιώνει με την ένορκη βεβαίωση του ο Κ. Μ. (αριθμός ..…/21-3-2007), ο οποίος αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο εναγόμενος και η σύζυγος του, του μετέφεραν ότι τα χρήματα αυτά τα δανείσθηκε ο εναγόμενος από τρίτους και συγκεκριμένα τους: α) Κ. Ε. από την Τραπεζίτσα Κοζάνης, β) Κ. Γ. από το Πολύδενδρο (οι οποίοι του το επιβεβαίωσαν, όπως αναφέρει, προσωπικά), γ) Κ. Σ. από το Κάστρο Γρεβενών και δ) Β. Τ. από τα Γρεβενά. Τα παραπάνω ενισχύονται και από την υπ` αριθμ…./8-9-1998 ένορκη βεβαίωση του Δ. Κ. (γενν. 1924), κατοίκου Κοκκινιάς Γρεβενών ενώπιον της Συμβολαιογράφου Γρεβενών ............ , ο οποίος τυγχάνει γνώστης των επιδίκων και των διαδίκων, η οποία εκτιμάται, ως απλό έγγραφο, για τη συναγωγή τεκμηρίων, καθόσον έχει ληφθεί σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της παρούσας αγωγής για να χρησιμοποιηθεί στην ανωτέρω προηγηθείσα μεταξύ των διαδίκων δίκη. Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επιβεβαίωσε πλην των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και τα ονόματα των προαναφερθέντων προσώπων, από τα οποία ο εναγόμενος δανείσθηκε χρήματα για την κάλυψη των εξόδων μετάβασης των εναγόντων στην Αυστραλία, πού αναφέρει στην ένορκη βεβαίωση του ο Κ. Μ., καθώς και το γεγονός ότι ο ενάγων όταν ήρθε το έτος 1996 από την Αυστραλία ζήτησε από τον εναγόμενο μόνο ένα οικόπεδο (για οικοδόμηση), δηλώνοντας ότι δεν έχει καμία απαίτηση (εννοεί από τα κληρονομιαία). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει και ενόρκως ο βεβαιών Κ. Μ., ο οποίος ήταν παρών σε σχετική συνάντηση του Ε. και του Θ. Τ. στην οικία του τελευταίου, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ε. Τ. δήλωσε στον εναγόμενο ότι δεν έχει αξίωση από την κληρονομία του πατρός των διαδίκων και ζήτησε ως χάρη να του παραχωρήσει ο εναγόμενος ένα χωράφι που βρίσκεται στην άκρη του χωριού Κοκκινιά, στη θέση "…", για ανοικοδόμηση όταν επιστρέψει από την Αυστραλία. Οι ενάγοντες επικαλούνται την, από 6- 8-1996, υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 του εναγόμενου προς τον αδελφό του, ενάγοντα, Ε. Τ., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, ο εναγόμενος φέρεται δηλών ότι ο ανωτέρω αδελφός του ως κληρονόμος του πατρός των διαδίκων δικαιούταν να λάβει στο μερίδιο του και το οικόπεδο στη η θέση "…"στην Κοκκινιά, εκτάσεως τριών (3) στρεμμάτων, περίπου. Η ανωτέρω δήλωση, μόνον για συναγωγή τεκμηρίου μπορεί να χρησιμεύσει και δεν συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου προς τον ενάγοντα Ε. Τ., αναφορικά με το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου στην κληρονομιά του πατρός των, καθόσον, δεν αναφέρεται σ` αυτήν ρητά σε τι συνίσταται το μερίδιο του Ε. Τ., ενώ το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο οικόπεδο, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δήλωση αυτή του εναγόμενου δόθηκε από αυτόν προς τον αδελφό του από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση (βλ. την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση) στην πατρώα γη και όχι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι παρόμοια δήλωση δεν έγινε από τον εναγόμενο και προς την δεύτερη ενάγουσα αδελφή του, προφανώς διότι δεν ετέθη από την τελευταία ζήτημα παραχωρήσεως και σ` αυτήν για τον ίδιο σκοπό, αντιστοίχου εδαφικού τμήματος από την πατρική περιουσία. Εξάλλου, αν η εν λόγω δήλωση είχε την έννοια της αναγνωρίσεως από τον εναγόμενο του εξ αδιαιρέτου κληρονομικού μεριδίου του πρώτου ενάγοντα, δεν υπήρχε λόγος να γίνεται σ` αυτήν ειδική μνεία του προαναφερθέντος αγρού - οικοπέδου στη θέση "…", αφού σε περίπτωση που τα κληρονομιαία ακίνητα είχαν παραχωρηθεί κατά χρήση στον εναγόμενο, βάσει συμβάσεως χρησιδανείου (όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες), όλα αυτά, μεταξύ των οποίων και ο εν λόγω αγρός θ` αποτελούσαν στο μέλλον αντικείμενο διανομής μεταξύ των διαδίκων, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδος εκάστου. Μάλιστα ο χρόνος της δήλωσης (6-8-1996), σε σχέση με την επίσκεψη του Ε. Τ. στην οικία του εναγομένου, που ο ενόρκως βεβαιών Κ. Μ. τοποθετεί χρονικά τον Αύγουστο του 1996, ενισχύουν την κρίση ότι η δήλωση αυτή δόθηκε στα πλαίσια όχι της αναγνώρισης εξωδίκως των δικαιωμάτων του Ε. Τ. στην περιουσία του εναγομένου, αλλά από ηθική προαίρεση του τελευταίου, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, ως αδελφού, πού ζει σε μακρινή χώρα της αλλοδαπής επί πολλά έτη και προκειμένου να λάβει, από χαριστική αιτία, το εν λόγω ακίνητο. Την σύνταξή της δε, προς εξασφάλιση της παραχωρήσεως σ` αυτόν και για τον συγκεκριμένο σκοπό, του προαναφερθέντος αγρού ζήτησε ο πρώτος των εναγόντων ακριβώς διότι γνώριζε ότι, λόγω της προηγηθείσης ατύπου μεταβιβάσεως του κληρονομικού του μεριδίου, ουδέν δικαίωμα είχε επί των κληρονομιαίων ακινήτων. Σε αντίθετη κρίση, ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να οδηγήσουν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ούτε και οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις (βλ. ανωτέρω), καθώς και οι λαμβανόμενες υπόψη, ως απλά έγγραφα, από 17-2-1999, ένορκες καταθέσεις, των Χ. και Ζ. Κ., θείων της Ζ. Τ. (δεύτερης ενάγουσας). Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες προς επίρρωση των ισχυρισμών τους ότι καταρτίσθηκε, κατά την αναχώρησή τους τα έτη 1963 και 1961 στην Αυστραλία σύμβαση χρησιδανείου με τον εναγόμενο αδελφό τους, προκειμένου αυτός να ποιείται απλώς χρήση των κληρονομικών μεριδίων τους επί των επιδίκων δεν προσκομίζουν κάποιο σχετικό, έστω και ιδιωτικό έγγραφο (λ.χ. επιστολή), από το οποίο να προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατείχε και νεμόταν όλα αυτά τα χρόνια τα κληρονομικά τους μερίδια για λογαριασμό τους, ενόψει και του διαλαμβανομένου στην αγωγή ισχυρισμού τους ότι ο εναγόμενος προέβη τα χρόνια πού ακολούθησαν την μετανάστευση τους σε ανταλλαγές ορισμένων εκ των κληρονομιαίων αγρών με αγρούς ομόρων ιδιοκτητών και γενικά τους ενημέρωνε για την φροντίδα και διαχείριση τους. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν παρακρατεί τα κληρονομικά μερίδια των εναγόντων επί των επιδίκων αντιποιούμενος, ως κληρονόμος, το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομιάς του πατρός των διαδίκων Ι. Τ., αλλά ως αποκλειστικός κύριος των επιδίκων με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος αυτά συνεχώς και αδιαλείπτως κατά το ποσοστό αυτών 2/3 εξ αδιαιρέτου, από την μεταβίβαση της νομής σ` αυτόν ατύπως των κληρονομικών μεριδίων των εναγόντων (1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος) τα έτη 1961 και 1963, αντίστοιχα και για χρονικό διάστημα υπέρτερο της εικοσαετίας (άρθρο 1045 ΑΚ) μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής, ασκώντας επ` αυτών τις αρμόζουσες στον κύριο διακατοχικές πράξεις νομής, που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της, αφού αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν κατακρατεί ως κληρονόμος τα επίδικα, ως προς το εξ αδιαιρέτου ποσοστό των εναγόντων, αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα, όσο και ως προς τις επικουρικές της βάσεις (διεκδικητική με παράγωγο τρόπο και αναγνωριστική με πρωτότυπο τρόπο), αφού αποδείχθηκε από τα παραπάνω ως κατ` ουσίαν βάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο εναγόμενος, παρελκούσης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των, επικουρικά προβαλλομένων κατά της αγωγής ενστάσεων παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της μη αντιποιήσεως από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο του κληρονομικού δικαιώματος και ενάγοντα - αναιρεσείοντα επί της συννομής κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων ακινήτων, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμους του αποβιώσαντος στις 15-7-1946 πατέρα τους και ότι η συννομή αυτή αποκτήθηκε το 1963 από τον εναγόμενο λόγω παραδόσεώς της από τον ενάγοντα και σε αντάλλαγμα της καλύψεώς των δαπανών μεταναστεύσεως στην Αυστραλία του δεύτερου από τον πρώτο, ο οποίος απέκτησε την συγκυριότητα του εν λόγω εξ αδιαιρέτου ποσοστού με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμήθηκε με διάνοια συγκυρίου για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1871, 1710, 983, 980, 981, 982, 1113 και 1045 ΑΚ. Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πρώτος, τρίτος (κατά το 2ο μέρος του) και τέταρτος (κατά το 2ο μέρος του) από τους λόγους της αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου, κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν ως προς το ζήτημα της παραδόσεως της νομής των επιδίκων, της κάλυψης των εξόδων της μεταναστεύσεως στην Αυστραλία και της εξασφαλίσεως, από δανεισμό, του αναιρεσίβλητου των χρημάτων αυτών, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη η αιτίαση του τρίτου λόγου κατά την οποία η παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το συμπέρασμα που προκύπτει από την από 6.8.1996 υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1996 είναι ότι η δήλωση αυτή του εναγομένου προς τον ενάγοντα αδελφό του δόθηκε "από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση στην πατρώα γη και ότι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων"αντιφάσκει με την εν συνεχεία παραδοχή ότι "υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι παρόμοια δήλωση δεν έγινε από τον εναγόμενο προς την αδελφή του, προφανώς γιατί δεν ετέθη από την τελευταία ζήτημα παραχρήσεως και σ` αυτήν αντίστοιχου εδαφικού τμήματος από την πατρική περιουσία", είναι επίσης απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν στην κατάλυση του ασκηθέντος με την περί κλήρου αγωγή δικαιώματος, ήτοι σε ζήτημα του οποίου η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, αλλά σε συμπέρασμα και επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων και συνακόλουθα δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο. Επίσης απαράδεκτη είναι η αιτίαση του τέταρτου λόγου κατά την οποία η προσβαλλομένη αιτιολογεί ανεπαρκώς ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση χρησιδανείου, καθόσον αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον μόνο τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω η αιτίαση του ίδιου τέταρτου λόγου (1ο μέρος) κατά την οποία το Εφετείο παραβίασε ευθέως την περί χρησιδανείου διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ, καθόσον απαίτησε για την κατάρτιση της οικείας συμβάσεως έγγραφο τύπο, ήτοι απαίτησε στοιχεία περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έγινε δεκτό ότι η κατάρτιση του χρησιδανείου απαιτεί τύπο, αλλά ότι η κατάρτιση της επικαλουμένης αυτής άτυπης συμβάσεως δεν αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο, όπως θα μπορούσε να είναι πχ μία επιστολή. Ακόμη η αιτίαση που περιέχεται στο ίδιο μέρος του ίδιου λόγου (4ος λόγος - 1ο μέρος) κατά την οποία το δικαστήριο άφησε αδίκαστη την αίτηση του αναιρεσείοντα ότι "για τη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων, εφόσον αυτή έλαβε χώρα, θα έπρεπε να τηρηθεί έγγραφος τύπος, ώστε να διασφαλισθεί ο αγοραστής-εναγόμενος για το ποσό που αντί για τίμημα κατέβαλε στον ενάγοντα για τα έξοδα μεταναστεύσεως του τελευταίου στον Αυστραλία, όταν μάλιστα ο εναγόμενος το ποσό αυτό το είχε δανειστεί από τρίτους"είναι απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε "αίτηση", αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσείοντα και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., κατά την οποία (διάταξη) ως "αίτηση"αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 25/2003).

Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας, να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, χωρίς να το εξαίρει, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αναιρετική πλημμέλεια και ειδικότερα ότι, το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 6.8.1996 υπεύθυνης δήλωσης του Ν.1599/1986 του εναγομένου (αναιρεσίβλητου) προς τον ενάγοντα (αναιρεσείοντα) στην οποία αναφέρεται ότι "ο αδελφός μου Ε. Τ. ως κληρονόμος του πατέρα μας Ι. Τ. δικαιούται στο μερίδιό του και ανάλογο οικόπεδο και σαν τέτοιο συμφωνείται να πάρει χωριστά το πατρικό μας οικόπεδο στη θέση "…"στην Κοκκινιά, εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων", με το να δεχθεί ότι "η ανωτέρω δήλωση μόνο για συναγωγή τεκμηρίου μπορεί να χρησιμεύσει και δεν συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου προς τον Ε. Τ. αναφορικά με το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου στην κληρονομιά του πατρός τους, καθόσον δεν αναφέρεται σ` αυτήν ρητά σε τι συνίσταται το μερίδιο του Ε. Τ., ενώ το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο οικόπεδο, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δήλωση αυτή του εναγομένου δόθηκε από αυτόν προς τον αδελφό του από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση στην πατρώα γη και όχι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων ...". Ο λόγος αυτός είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος"του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που αυτός (αναιρεσείων) θεωρεί ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της αποφάσεως, αλλά και από την παραδεκτή επισκόπηση του όλου περιεχομένου της (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το αποδεικτικό πόρισμα ως προς το ζήτημα της άτυπης παραδόσεως της νομής των επιδίκων στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά απλώς το δικάσαν Εφετείο, το συνεκτίμησε, χωρίς να το εξαίρει, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα τις μαρτυρικές καταθέσεις στο ακροατήριο και τις επικαλούμενες ένορκες βεβαιώσεις. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή ως διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται, επαγωγικά, από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ. ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Ομως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει, διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται, όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. του ακυρωτικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο μέρος του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο εφόσον δέχθηκε ότι η αναφερομένη, στην από 6-8-1996 υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, "παραχώρηση ακινήτου προερχόταν αποκλειστικά την περιουσία του αναιρεσιβλήτου"τα διδάγματα της κοινής πείρας επέβαλαν να δεχθεί ότι θα έπρεπε "να υπάρχει και αντίστοιχη παραίτηση του αναιρεσείοντα από τα δικαιώματά του στα λοιπά κληρονομιαία στοιχεία, πράγμα το οποίο ούτε έγινε, αλλά ούτε και ζητήθηκε από τον αναιρεσίβλητο". Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, γιατί τα ως άνω διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτούς αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες (ελλείψεις) δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο. Περαιτέρω με το πρώτο μέρος του τέταρτου λόγου και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι κατά παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας που επιβάλλουν την μη τήρηση εγγράφου τύπου για τη σύμβαση χρησιδανείου, όταν αυτή καταρτίζεται μεταξύ προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενή συγγενική σχέση, δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων, που είναι αδέλφια, για την τυχόν μεταξύ τους κατάρτιση τέτοιας συμβάσεως θα έπρεπε να τηρηθεί έγγραφος τύπος, όταν τα ίδια διδάγματα δεν απαιτούν την τήρηση τύπου, ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ούτε για τη μεταβίβαση ακινήτων. Ο λόγος αυτός προεχόντως είναι απαράδεκτος γιατί όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω για τον 4ο λόγο (1ο μέρος) στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι υφίσταται τέτοια παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει αλλά και γιατί αφορά σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22-2-2012 αίτηση του Ε. Τ. του Ι. κατά του Θ. Τ. του Ι., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 40/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

ΕΞΑΛΛΕΙΨΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΜΕ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΕΧΕΙ ΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ

$
0
0


ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ ΟΤΑΝ ΤΟ  ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΕΧΕΙ ΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΟ                     ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ  

1) Έρευναστο κτηματολόγιο για να διαπιστώσουμε αν έχει περαστεί το βάρος.

2) Αίτηση στο κτηματολόγιο για έκδοση αποσπάσματος, ώστε να μνημονευθεί στην αίτηση και στην απόφαση ο αριθμός πρωτοκόλλου ,όπως επίσης και το ΚΑΕΚ (κόστος αποσπάσματος για το κάθε δικαίωμα 15 ευρώ). 
Αφού πραγματοποιηθεί η κατάθεση της αίτησης και εκδοθεί απόφαση :
1) Προσκομίζουμε στο κτηματολογικό γραφείο την απόφαση της εξάλειψης της προσημείωσης υποθήκης.
2) Αιτούμαστε με το αντίστοιχο έντυπο την καταχώρηση εγγραπτέας πράξης (συνολικό κόστος 5 ευρώ).  

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ Δ. ΚΑΛΑΙΤΖΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++=

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ


ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
(Διαδικασία άρθρων 683 επ. Κ.Πολ.Δ)

ΑΙΤΗΣΗ

(εξάλειψης προσημείωσης υποθήκης)

1) Της ....., το γένος ....

2) Του ......

 

ΚΑΤΑ

Της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ  ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πεσμαζόγλου αρ. 2-6).

===========================================

  
Με τη με αριθμό .....απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, η καθ’ ης ενέγραψε προσημείωση υποθήκης για ποσό 32.400 Ευρώ, για την εξασφάλιση των τοκοφόρων απαιτήσεών της που απορρέει από την υπ'αριθμόν ...... σύμβαση δανείου, από χορήγηση στεγαστικού δανείου  με επιτόκιο σταθερό για ένα χρόνο 3,47% και μετά το πέρας    του πρώτου χρόνου το εκάστοτε κυμαινόμενο    επιτόκιο της Τράπεζας, το οποίο θα εξοφλούνταν σε δέκα (10) έτη χωρίς περίοδο χάριτος, με μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που περιέχονται στην ανωτέρω σύμβαση δανείου, τα προσαρτήματα αυτής και τις πρόσθετες σ'αυτήν πράξεις, στο παρακάτω ακίνητο, ήτοι:

από ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού 277,01 τ.μ που βρίσκεται μέσα στο σχέδιο του Δημοτικού διαμερίσματος Κατερίνης, στην Πολεοδομική Ενότητα Επέκταση Εθνικού Σταδίου, στο ..... Γ Ο.Τ. και στην οδό Λουκιανού, με αριθμό οικοπέδου έξι (06), που συνορεύει ολόγυρα Βορειοανατολικά με το με αριθμό 10 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, νοτιοανατολικά με το με αριθμό 07 του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, νοτιοδυτικά νε την οδό Λουκιανού  και βορειοδυτικά με το με αριθμό 05 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, που περιήλθε στους καθών κατά ½ ιδανικό μερίδιο εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμ. ..... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κατερίνης, Αναστασίας Γιαννιτσάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο .... και .... του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης. Έχει ανεργεθεί οικοδομή , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν 3741/29 περί διηρημένης ιδιοκτησίαςαποτελούμενη από ένα ισόγειο με αρ ΚΑΕΚ .... όπως απεικονίζεται στο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος με αριθμό πρωτοκόλλου 219, δεύτερο ισόγειο με αριθ.ΚΑΕΚ ..... και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου με αριθ. ΚΑΕΚ 3......και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου με αριθμ. ΚΑΕΚ ........ και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου με αριθ. ΚΑΕΚ 390196217010/0/5 και αρ. πρωτ. 219 και το δικαίωμα υψούν με αριθμ. ΚΑΕΚ ......και αρ.πρωτ. 219. Για τα προαναφερόμενα ακίνητα ακολούθησε διανομή μεταξύ των ,αρχικά, εξ αδιαιρέτου συγκύριων Ά...........

Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στον καθένα δυνάμει του με ........συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κατερίνης, Αναστασίας Γιαννιτσάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο .....και αριθμό .....του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης.

Η παραπάνω προσημείωση μη τραπείσα ακόμη σε υποθήκη έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης στις 13-11-2003 στον τόμο ...και αριθμό ... και έχει εγγραφεί ως εμπράγματη ασφάλεια στα ανωτέρω ΚΑΕΚ.

Επειδήεξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους ενεγράφη η παραπάνω προσημείωση αφού ήδη εξοφλήθηκε η από την παραπάνω αιτία απαίτηση της καθ’ ης και δεν έχει η τελευταία καμία άλλη απαίτηση εναντίον των αιτούντων.
Επειδήη καθ’ ης συναινεί στην εξάλειψη της παραπάνω προσημείωσης.
Επειδή επομένως συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διαταχθεί δικαστικά η ανάκληση της υπ’ ..... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης και η εξάλειψη της εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης.
Επειδήη παρούσα αίτηση είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, φέρεται δε για συζήτηση στο αρμόδιο δικαστήριο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΖΗΤΩ: Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση. Να ανακληθεί η υπ’ αριθ. ... απόφαση του Δικαστηρίου σας και να διαταχθεί η εξάλειψη της παραπάνω προσημείωσης υποθήκης, εγγεγραμμένης στα βιβλία υποθηκών του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης στις 13-11-2003 στον τόμο .. και αριθμό ....,καθώς και η ανάκληση της καταχώρισης της ανωτέρω προσημείωσης στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο Κατερίνης και στα με αριθμούς ......   επί των ανωτέρω ακινήτων ιδιοκτησίας μας.

 

     Κατερίνη……………


     Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ



++++++++++++++++++++++++++++++++++

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ .………/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

…..ΔΙΚΑΣΤΗΣ:………………………………………….., …. που ορίσθηκε από …………..

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ:
ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ:    /   /2015.


ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ: 1) ...και

2) ...

 οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Γ. Καλαϊτζή (Α.Μ. 144), Κατερίνη, οδός 16ης Οκτωβρίου 2.


ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:Η  ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ  ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πεσμαζόγλου αρ. 2-6). και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε ………………………………………………………, δυνάμει του με αριθμό            πληρεξουσίου

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ: ../0./2015.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: ………./2015

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΙΤΗΣΗΣ: Εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης.

Η συζήτηση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, όπου οι διάδικοι παραστάθηκαν εκούσια, όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΣΚΕΠΤΙΚΟ


Με την αίτηση ζητείται η ανάκληση της με αριθμό .....απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και η εξάλειψη της προσημείωσης που ενεγράφη δυνάμει της αποφάσεως αυτής στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου στις 13-11-2003 στον τόμο 157 και αριθμό 78 και έχει εγγραφεί ως εμπράγματη ασφάλεια.,για ποσό 32.400 Ευρώ, αρχικά επί του ακινήτου, ήτοι:

από ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού 277,01 τ.μ που βρίσκεται μέσα στο σχέδιο του Δημοτικού διαμερίσματος Κατερίνης, στην Πολεοδομική Ενότητα Επέκταση Εθνικού Σταδίου, στο 599 Γ Ο.Τ. και στην οδό Λουκιανού, με αριθμό οικοπέδου έξι (06), που συνορεύει ολόγυρα Βορειοανατολικά με το με αριθμό 10 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, νοτιοανατολικά με το με αριθμό 07 του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, νοτιοδυτικά νε την οδό Λουκιανού  και βορειοδυτικά με το με αριθμό 05 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, που περιήλθε στους καθών κατά ½ ιδανικό μερίδιο εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμ. 38/2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κατερίνης, Αναστασίας Γιαννιτσάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 476 και αριθ.387 του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης. Έχει ανεργεθεί οικοδομή , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν 3741/29 περί διηρημένης ιδιοκτησίαςαποτελούμενη από ένα ισόγειο με αρ ΚΑΕΚ ... όπως απεικονίζεται στο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος με αριθμό πρωτοκόλλου 219, δεύτερο ισόγειο με αριθ.ΚΑΕΚ ...και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου με αριθ. ΚΑΕΚ ...και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου με αριθμ. ΚΑΕΚ ...και αρ.πρωτ. 219, ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου με αριθ. ΚΑΕΚ 390196217010/0/5 και αρ. πρωτ. 219 και το δικαίωμα υψούν με αριθμ. ΚΑΕΚ ...6και αρ.πρωτ. 219. Για τα προαναφερόμενα ακίνητα ακολούθησε διανομή μεταξύ των ,αρχικά, εξ αδιαιρέτου συγκύριων ......
Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στον καθένα δυνάμει του με αριθμ....συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κατερίνης, Αναστασίας Γιαννιτσάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ....και αριθμό ....του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης.

Η παραπάνω προσημείωση μη τραπείσα ακόμη σε υποθήκη έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς στον τόμο ...και  αριθμό ..και έχει εγγραφεί ως εμπράγματη ασφάλεια στα ανωτέρω ΚΑΕΚ.

Η ανάκληση της ανωτέρω αναφερόμενης αποφάσεως και  η εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης που ενεγράφη βάσει αυτής ζητείται για το λόγο ότι μετεβλήθησαν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίσθηκε η έκδοση της απόφασης αυτής και συγκεκριμένα διότι η απαίτηση της καθ’ ης εξοφλήθηκε.
Η αίτηση είναι νόμιμη κατά το άρθρο 696 παρ.3, 706 Κ.Πολ.Δ. και 1330 ΑΚ και πρέπει να γίνει δεκτή και στην ουσία της επειδή από την ομολογία της καθ’ ης πιθανολογούνται τα πραγματικά περιστατικά και συνεπώς πρέπει να ανακληθεί η ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση και να εξαλειφθεί η προσημείωση υποθήκης που έχει εγγραφεί δυνάμει αυτής, εν όψει του ότι αυτή δεν έχει τραπεί ακόμη σε υποθήκη.

ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ


ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣκατά αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙτην αίτηση.

ΑΝΑΚΑΛΕΙτη με αριθμό ...απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με σκοπό την εξάλειψη της  προσημείωσης υποθήκης που ενεγράφη δυνάμει αυτής στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης στις 13-11-2003 στον τόμο 157 και αριθμό 78 καθώς και την ανάκληση της καταχώρισης της ανωτέρω προσημείωσης στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο Κατερίνης και στα με αριθμούς ΚΑΕΚ ....  επί των ανωτέρω ακινήτων ιδιοκτησίας των αιτούντων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε παραχρήμα με την παρουσία της γραμματέως …………………………….  

ΚΑΤΕΡΙΝΗ, …/…/2015


Ο/Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Ο/Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  






Σερβιτόρος σε κυλικείο αμειβόμενος με το νόμιμο ποσοστό ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

$
0
0

Κοινωνία δικαιώματος επί κληρονομιαίων ακινήτων. Ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή...1378/2014 ΑΠ

Α.Α. 
Αριθμός ………/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Γ’
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Άννα Μιχαλοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντίνο Γεωργιάδη και Ιωάννη Χατζηχαραλάμπους, Εισηγητή, Εφέτες και τη Γραμματέα Άννα
Αρναούτη...


ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 15 Μαρτίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………… ……………… του ……………., κατοίκου Θεσσαλονίκης [οδός …………. αριθμός ……….. — ………………………. ], για τον οποίο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ……………. ……………… [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. …………….]. 
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………….. ……………. του …………….., κατοίκου Θεσσαλονίκης [οδός ……….. αριθμός ….. —  …………………….. ], για τον οποίο παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Αθανάσιος Παλιοτζίκας [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 3012] και Θεοδώρα Νέτσκα [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 8597].

Ο ενάγων με την αγωγή του κατά του εναγομένου [αριθ. έκθ. κατάθεσης …………./2007] προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ζήτησε ότι αναφέρει σ’ αυτή. Το Δικαστήριο αυτό με την οριστική του απόφαση ……………../2009 έκανε δεκτή κατά ένα μέρος την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την έφεσή του [αριθ. έκθ. κατάθεσης ………./2009].



Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και 
κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο 
στη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των 
διαδίκων που παραστάθηκαν στο ακροατήριο 
αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Από τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, 
όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την 
παράγραφο 4 του άρθρου 16 Ν. 2915/2001, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 22 σε 
συνδυασμό με το άρθρο 15 Ν. 2943/2001, 
εφαρμόζεται για τις υποθέσεις των οποίων η 
πρώτη συζήτηση προσδιορίστηκε να γίνει μετά την 
1—1—2002 και με την οποία ορίστηκε ότι «αν 
ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε σαν 
να ήταν παρών, η εκκαλουμένη απόφαση 
εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από 
την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών 
δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς 
που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως», 
προκύπτει ότι ο διάδικος που δικάστηκε στον 
πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών μπορεί να ασκήσει 
έφεση, η προθεσμία της οποίας συντρέχει με 
εκείνη της ανακοπής. Στην περίπτωση αυτή η 
πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια 
του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και 
των προσθέτων αυτής λόγων, χωρίς έρευνα των 
λόγων της έφεσης και χωρεί νέα κρίση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς 
που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, χωρίς να 
υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 
ΚΠολΔ. Έτσι εισάγεται καθεστώς αναιτιολόγητης έφεσης, η οποία εξομοιώνεται από πλευράς αποτελεσμάτων προς την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, ενώ αυτή έχει καταργηθεί. 1-1 λειτουργία αυτή της έφεσης, όπως Τονίζεται στην οικεία εισηγητική έκθεση (Κεφ. Α’ αριθμ. 12), συνδέεται με τις συνέπειες της ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό, λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. Α.Π. 1015/2005 Ελλ.Δνη 2005 σελ. 1101, Εφ. Δωδ. 136/2009 ΕλλΔνη δημ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 20—11—2009 και με αριθ. εκθ. κατ. ……..2009 έφεση του εναγομένου, ο οποίος δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην σαν να ήταν παρών, κατά της υπ’ αριθμ. ………./2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 έως 676 Κ.Πολ.Δ., με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη η από ………2007 και με αριθμό εκθ. κατ. ……..2007 αγωγή του εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου κώδικα προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. την από 21—10-2009 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …………… ………………, στο επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης που ο εκκαλών προσκομίζει με επίκληση). Επομένως, η έφεση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, σύμφωνα δε με τις προεκτεθείσες σκέψεις, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (έφεση) . Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί κατά την ουσιαστική της βασιμότητα. Με την έφεση πρέπει να συνεκδικαστεί και η αντέφεση που ασκήθηκε νόμιμα σύμφωνα με την παρ. Ι του άρθρου 674 Κ.Πολ.Δ., από τον εφεσίβλητο — ενάγοντα, με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις του. Ή αντέφεση όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη γιατί με το μοναδικό λόγο της πλήττεται το κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ένδικη αγωγή κατά το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω απόλυσης που δεν συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο της πληττόμενης με την έφεση απόφασης, με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή κατά το κονδύλιο των μισθών υπερημερίας λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος από τον εργοδότη του διαρκούσης της σύμβασης εργασίας, χωρίς να γίνει δεκτό ότι έλαβε χώρα άκυρη καταγγελία αυτής εκ μέρους του εργοδότη, ώστε επικουρικά και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία από το δικαστήριο, να δικαιούται να ζητήσει ο ενάγων αποζημίωση απόλυσης. Ο τελευταίος, που ηττήθηκε στη δίκη αυτή καθόσον αφορά την απόρριψη της αντέφεσής του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αντεφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Σύμφωνα με τις με αριθμούς 77/1981, 80/1982, 61/1983, 102/1984, 112/1985 αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών (αλλά και εκείνες που επακολούθησαν, όπως οι 65/1986, 64/1987 όμοιες, η Σ.Σ.Ε. της 29—6—1988, η απόφαση 65/1989 που ερμηνεύθηκε με την 170/1990 απόφαση του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών και η 34/1991 Π.Δ.Δ.Δ. Αθηνών), οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις Υπουργικές Αποφάσεις 16862/1981, 18434/1982, 14013/1984, 11452/1985 και 13650/1987 αντίστοιχα (βλ. ΔΕΝ 1990.892 επ.), οι σερβιτόροι των ζαχαροπλαστείων, καφενείων, κυλικείων, καφετεριών κλπ. και οι βοηθοί τους αμείβονται με το οριζόμενο κάθε φορά από την οικεία αγορανομική διάταξη ποσοστό φιλοδωρήματος. Ήδη το ποσοστό αυτό ορίζεται (σε 16% στο λογαριασμό των πελατών) με τη διάταξη του άρθρου 54 του ν. 2224/1994. Ακόμη, οι σερβιτόροι των πιο πάνω κατηγοριών επιχειρήσεων αμείβονται, παράλληλα με τα εισπραττόμενα κάθε φορά ποσοστά, και με το λεγόμενο συμβολικό μισθό, που συνίσταται σε ένα μικρό σταθερό ποσό που προσδιορίζεται δραχμικά και αναπροσαρμόζεται περιοδικά με τις συλλογικές ρυθμίσεις. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των πιο πάνω αποδοχών υπολείπεται του εκάστοτε ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει την προκύπτουσα κατά μήνα διαφορά. Συνεπώς ο νόμιμος ελάχιστος μισθός των σερβιτόρων είναι αυτός που αναλογεί στα υποχρεωτικά φιλοδωρήματα, εκτός αν υπολείπεται του εκάστοτε προβλεπόμενου ως άνω ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, οπότε ως νόμιμος (ελάχιστος) μισθός θεωρείται το κατώτατο αυτό ημερομίσθιο ασφαλείας (βλ. ΑΠ 357/2004, ΕλΔ 2005 σελ.1427, ΑΠ 551/2001 ΔΕΝ 57 σελ.1430, ΕφΑθ 3757/2007, ΕλλΔνη 2007 σελ.884). Εξάλλου, με την 19040/1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του ν. 1901/1980, του άρθρου 2 παρ. 2 ν.δ. 4547/1966 και άρθρου 1 ν. 1082/1980, από το έτος 1981 και μετά ρυθμίστηκε με πάγιο τρόπο το θέμα που αφορά τη χορήγηση των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 της απόφασης αυτής οι σερβιτόροι και οι βοηθοί τους που αμείβονται με ποσοστά, λαμβάνουν επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα, αυξημένα όμως στα ποσοστά που με λεπτομέρεια ορίζονται στην απόφαση αυτή. Το προϊόν της παραπάνω αύξησης των ποσοστών περιέρχεται στον οικείο εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει ως επίδομα Χριστουγέννων ποσό ίσο με το 25πλάσιο και ως επίδομα Πάσχα ποσό ίσο με το 15πλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης του ΙΚΑ, στην οποία κάθε σερβιτόρος ή βοηθός του ανήκει ή ανάλογο κλάσμα (ΑΠ 1200/1991, ΕΕΔ 51. 497, ΕφΠειρ 190/2000, ΕλΔ 
43.813). Περαιτέρω, κατά το β.δ/μα της 15.11.1949, που εκδόθηκε βάσει της παρ. 4 του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», οι μισθωτοί, που αμείβονται με ποσοστά που εισπράττονται από τους πελάτες της επιχείρησης, δικαιούνται, κατά τη διάρκεια της αδείας τους, από την επιχείρηση, αποδοχών που υπολογίζονται με βάση το εκάστοτε τεκμαρτό ημερομίσθιο το οποίο καθορίζεται από το ΙΚΑ (ΑΠ 215/1992 ΕΕργΔ 53. 639, ΕφΠειρ 190/2000 ο.π.). Εξάλλου, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχόλησης και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη (Α.Π. 2016/2007 δημοσ. Νόμος, Α.Π. 184/2007 δημοσ. Νόμος, Α.Π. 66/2007] δημοσ. Νόμος) . Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά, ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, και επέρχεται. έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (Ολ.ΑΠ 30/2007, ΑΠ 1314/2009 δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 4—12—200? και με αριθμ. εκθ. κατ. ………./5—12—2007 αγωγή του, όπως αυτή περιορίστηκε νόμιμα και μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την έφεση, ο ενάγων ιστορούσε ότι την 1-4-1992 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως σερβιτόρος στην επιχείρηση κυλικείου που ο τελευταίος διατηρούσε και εκμεταλλευόταν στο ισόγειο του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης, επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, επί οκτώ (8) ώρες την ημέρα ήτοι από 7.30 μέχρι 15.30, έναντι των εκάστοτε ημερήσιων αποδοχών του, οι οποίες συμφωνήθηκαν σε ποσοστό 11% στο λογαριασμό των πελατών, μετά την αφαίρεση φόρων και δημοτικών τελών. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης εργασίας του, με τους ως άνω όρους και συνθήκες, απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου μέχρι την 1.8.2007, ότε και επέστρεψε στην εργασία του από την ετήσια άδεια αναψυχής του και διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος είχε διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του χωρίς να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του. Ότι με τον τρόπο αυτόν ο εργοδότης του κατέστη υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας του και του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.8.200? μέχρι 31.5.2008. Ότι καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου ο τελευταίος δεν του κατέβαλε τον οριζόμενο από τις οικείες ΣΣΕ μηνιαίο συμβολικό μισθό, τα επιδόματα εορτών, τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας. Ζήτησε δε, επικαλούμενος έγκυρη σύμβαση εργασίας και επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητάς της, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 2.7.2007 το ποσό των 12.499,41 ευρώ για συμβολικούς μισθούς, το ποσό των 8.836,47 ευρώ για επιδόματα εορτών και το ποσό των 8.918,60 ευρώ για επιδόματα και αποδοχές αδείας του, καθώς και το ποσό των 18.468,66 ευρώ ως μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από 1.8.2007 έως 31.5.2008, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ένα από τα ανωτέρω κονδύλια ήταν καταβλητέο, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, εκ των οποίων να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 8.836,47 ευρώ των επιδομάτων εορτών και ποσό 3.163,55 ευρώ από το συνολικό ποσό των 8.918,60 ευρώ του κονδυλίου των αποδοχών και επιδομάτων αδείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγωγή κατά τα λοιπά της κονδύλια, κατά τα οποία απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, εφόσον δεν προσβάλλεται με έφεση του ενάγοντος, δεν μεταβιβάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Νε το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή, κατά την κυρία βάση της είναι αρκούντως ορισμένη, καθότι στο δικόγραφό της εκθέτονται με σαφήνεια τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Ειδικότερα δε περιγράφεται, με επαρκή ακρίβεια, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνδέει τους διαδίκους, ο χρόνος της σύναψής της, οι συμβατικές ημερήσιες αποδοχές του ενάγοντος, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχόλησης του ενάγοντος και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εναγομένου εργοδότη, χωρίς να την καθιστά αόριστη η μη αναφορά των χρηματικών παροχών που έλαβε, δεδομένου ότι δεν ζητείται διαφορά μισθού, ώστε το Δικαστήριο μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και. ο εναγόμενος να προβάλει τους αναγκαίους προς υπεράσπισή του ισχυρισμούς. Κατά το κονδύλιό της όμως των αποδοχών και επιδομάτων αδειών ύψους 8.918,60 ευρώ που ο ενάγων με δήλωσή του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία ανέπτυξε με τις εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις του, περιόρισε μερικώς το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα της, σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, μετατρέποντας, όπως προαναφέρθηκε, μέρος του ποσού των 8.918,60 ευρώ, ήτοι κατά το ποσό των 5.755,07 ευρώ, κατά το οποίο υπερβαίνει τις 3.163,53 ευρώ σε αναγνωριστικό, διευκρινίζοντας ότι ζητεί να του επιδικαστεί το ποσό των 3.163,53 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος του οφείλει το υπόλοιπο π0σό των 5.755,07 ευρώ, τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ένα επί μέρους ποσό ήταν καταβλητέο, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, είναι απορριπτέα και κατά τις δύο βάσεις της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Και τούτο διότι με τον τρόπο αυτόν ο ενάγων δεν προσδιόρισε στη δήλωσή του στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτή διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις του, σε ποια ειδικότερα ποσά του ως άνω κονδυλίου της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, σε εν μέρει καταψηφιστικό και σε εν μέρει αναγνωριστικό. Ενόψει δε και του ότι κάθε επί μέρους ποσό ζητείται με το νόμιμο τόκο από διαφορετική δήλη ημέρα καταβολής του, το αίτημα αυτό της αγωγής με το οποίο, μετά τον πιο πάνω περιορισμό του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από τη σχετική δήλωση και τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος ότι περιορίζεται ανάλογα το επί μέρους κονδύλιο, είναι αόριστο στο σύνολό του, αφού δεν διευκρινίζεται ακριβώς ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, και δεν είναι δυνατό να διαγνωσθεί σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω και ουσία βάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως να αποφασιστεί ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωριστούν και ποιες να επιδικαστούν στον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 1314/2009 ο.π.). Ακόμη, απορριπτέα ως μη νόμιμη (προόρως ασκηθείσα), είναι η αγωγή κατά την κυρία βάση της (δεν ζητείται με την επικουρική), και κατά το μέρος του κονδυλίου της με το οποίο ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα ως μισθούς υπερημερίας και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας του έτους 2008 πριν από την παρέλευση του έτους αυτού, αφού ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να τα χορηγήσει ακόμη και τον τελευταίο μήνα του έτους. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου και να απορριφθεί η αγωγή κατά το πρώτο από τα ανωτέρω κονδύλιό της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της και κατά το δεύτερο εξ αυτών ως μη νόμιμη. Κατά τα λοιπά της κονδύλια και κατά την κυρία βάση της, η αγωγή είναι νόμιμη καθώς στηρίζεται στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 648, 651, 653, 655, 656, 680, 341, 345, 346 και 349 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, και αφού για το παραδεκτό της συζήτησή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 Ε.Ν.ΚΠολΔ, δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου αφού το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000,00 ευρώ της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από καμία διάταξη νόμου δεν απαγορεύεται η μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου σύναψη ειδικής συμφωνίας για τμηματική καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ή για καταλογισμό σε αυτά των ποσών που καταβάλλονται πάνω από τα ελάχιστα νόμιμα όρια αποδοχών, δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το άρθρο 8 ν.4321/1963, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 ν.4469/1965, που αφορά τους οικοδόμους, με το οποίο ορίστηκε ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία για καταβολή ή προκαταβολή, πριν από τον καθοριζόμενο χρόνο, δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα ή για συμψηφισμό των από τις παροχές αυτές απαιτήσεων με τις επί πλέον των κάθε φορά ισχυόντων για κάθε κατηγορία ελαχίστων ορίων μισθού καταβαλλόμενες αποδοχές, διότι η διάταξη αυτή, η οποία εντάσσεται μέσα στο νόμο αυτό και προβλέπει τη σύσταση Ειδικού Λογαριασμού Οικοδόμων, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει γενική εφαρμογή για όλους τους μισθωτούς της χώρας και συνεπώς δεν πλήττει τις κατ’ αυτήν συμφωνίες όλων των μισθωτών, αλλά μόνο τις συμφωνίες των στα άρθρα 1 και 3 ν.4321/1963 προσώπων, ήτοι των οικοδόμων. Αντίθετα, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο νομοθέτης, τελώντας σε επίγνωση ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας για τμηματική καταβολή των επιδομάτων εορτών ή ειδικής συμφωνίας για καταλογισμό σ’ αυτά των επί πλέον των ελαχίστων ορίων αποδοχών συμφωνούμενων ποσών και θέλοντας να εισάγει εξαίρεση από της αρχής αυτής ως προς τους οικοδόμους, προδήλως λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας τους, θέσπισε την ως άνω απαγορευτική διάταξη (Ολ.ΑΠ 452/1971, ΑΠ 392/2005 ΔΕΕ 2006 σελ. 313). Στην προκειμένη περίπτωση, με το σχετικό του ισχυρισμό (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του), ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι συμφώνησε με τον ενάγοντα σερβιτόρο, να του καταβάλλει ως αμοιβή του ποσοστό 11% επί των ημερησίων ακαθαρίστων εισπράξεών του και στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των άλλων και τα επιδόματα δώρων εορτών καθώς και κάθε άλλο επίδομα (όπως και ο συμβολικός μισθός), καθώς το ποσό που του καταβλήθηκε ήταν υπέρτερο των νομίμων αποδοχών του. Ο ισχυρισμός αυτός και αληθής υποτιθέμενος πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, το νόμιμο ποσοστό της αμοιβής του ενάγοντος ως σερβιτόρου ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 54 του ν. 2224/1994, και ανέρχεται σε 16% στο λογαριασμό των πελατών. Οι δε νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο άθροισμα του ποσού που εισέπραξε το συγκεκριμένο μήνα από το ποσοστό των 16% στο λογαριασμό των πελατών και του ποσού του συμβολικού μισθού, που συνίσταται σε ένα μικρό σταθερό ποσό που προσδιορίζεται δραχμικά και αναπροσαρμόζεται περιοδικά με τις συλλογικές ρυθμίσεις. Επομένως, οι ανωτέρω νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος είναι υπέρτερες αυτών που υποστηρίζει ο εναγόμενος ότι του καταβλήθηκαν. Συνακόλουθα, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτά που υποστηρίζει ο εναγόμενος με τον ως άνω ισχυρισμό του, ήτοι ότι στο ποσό που θα εισέπραττε ο ενάγων ως σερβιτόρος από το ποσοστό των 11% στο λογαριασμό των πελατών, συμφωνήθηκε να συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των άλλων και τα επιδόματα δώρων εορτών καθώς και κάθε άλλο επίδομα (όπως και ο συμβολικός μισθός) είναι αληθινά, δεν υφίσταται διαφορά υπέρ των καταβαλλομένων και σε βάρος των νομίμων αποδοχών του, στην οποία να καταλογισθούν τα επιδόματα δώρων εορτών και ο συμβολικός μισθός, και για το λόγο αυτόν ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. 


Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955 “πάσα αξίωση μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσ0ν η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας”. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για καθιέρωση ουσιαστικού απαραδέκτου, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκην και τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, χωρίς δηλαδή να προταθεί η ακυρότητα με αγωγή ή ένσταση, ανταγωγή ή αντένσταση (η υποβολή αίτησης ασφαλιστικού μέτρου δεν αρκεί, γιατί η αίτηση αυτή δεν είναι αγωγή προς οριστική διάγνωση), η καταγγελία καθίσταται ισχυρή και τόσο το δικαίωμα επίκλησης και προσβολής της ως άκυρης, όσον και οι αξιώσεις του μισθωτού που προϋποθέτουν την ακυρότητα αποσβένυνται, η δε σχετική αγωγή, ένσταση κλπ απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ως απαράδεκτες ουσιαστικά (Α.Π. 1514/2008 δημ. Νόμος, Α.Π. 404/2008 δημ. Νόμος). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το ανωτέρω ουσιαστικό απαράδεκτο καλύπτει όχι μόνο την καταψηφιστική αγωγή, αλλά και την αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης αγωγή, η οποία αποτελεί τη βάση της καταψηφιστικής αγωγής (Α.Π. 2081/2007 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με το σχετικό ισχυρισμό του που αναπτύσσει με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής του ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η αξίωση του ενάγοντος για αναγνώριση της υποχρέωσής του να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας έχει αποσβεστεί γιατί έχει υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955. Και τούτο διότι, όπως αυτός υποστηρίζει, ο ενάγων ιστορεί στην αγωγή του πως η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε ακύρως από τον εργοδότη του την 1- 8-2007, και εφόσον η υπό κρίση αγωγή κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν στις 6—12-2007, η αξίωση του αντιδίκου του για αναγνώριση της υποχρέωσής του να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας έχει αποσβεστεί. Ο ισχυρισμός του αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, γιατί στηρίζεται επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης. Και τούτο διότι όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων δεν στηρίζει την αγωγή του, καθόσον αφορά το κονδύλιο των μισθών υπερημερίας, σε άκυρη εκ μέρους του αντιδίκου του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, επί της οποίας και μόνον έχει εφαρμογή η ως άνω διάταξη, αλλά στην άρνηση του εργοδότη του να αποδεχτεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του, για την οποία δεν υποστηρίζει ότι καταγγέλθηκε ακύρως από αυτόν, περίπτωση στην οποία δεν έχει εφαρμογή η εν λόγω διάταξη. 


Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 670, 671, 457 παρ. 2 και 3, 460 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: α) Το δικαστήριο, στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία όμως εκτιμά ελεύθερα, χωρίς να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική τους ισχύ. Έτσι είναι μεν δυνατόν να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία αυτή και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα ή άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, όχι όμως και τα πλαστά ή τα μη γνήσια. β) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρ. 455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δηλώσεως περί αρνήσεως της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί. γ) Εφόσον το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, το παραγόμενο από τη μη αμφισβήτηση της γνησιότητας υπογραφής αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, του επικαλούμενου την πλαστότητα βαρυνομένου με την απόδειξή της (ΚΠολΔ 463). Και αν μεν αποδειχθεί κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγεται το έγγραφο η πλαστότητα του περιεχομένου του ως άνω εγγράφ0υ, τούτο κατά το πλαστό μέρος του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν προκύψει ότι τούτο είναι γνήσιο, τότε το έγγραφο είναι ληπτέο υπόψη (ΑΠ 2/2008 ΕλλΔνη 2008 σελ. 1024, ΑΠ 1323/1996 ΕΕργΔ 1998 σελ. 376) . Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασής του που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους έστω και αν κάποια από αυτά δεν μνημονεύονται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος διατηρούσε και 
εκμεταλλευόταν στο ισόγειο του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος ήτοι επιχείρηση καφέ — ζαχαροπλαστείου. Το κατάστημά του αυτό μίσθωνε, με σύμβαση μίσθωσης που κατάρτιζε με το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ), κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού. Στην επιχείρησή του αυτή απασχολούοε τουλάχιστον πέντε (5) εργαζομένους, δύο (2) εκ των οποίων ήταν σερβιτόροι. Για τις ανάγκες της επιχείρησής του, τον Ιούλιο του 1992, προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου προκειμένου να τον απασχολήσει ως σερβιτόρο, με τη συμφωνία να εργάζεται πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα ήτοι από 9.00 μέχρι 13.00, και να αμείβεται με ποσοστό 11 % επί των καθαρών εισπράξεων. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου απασχολούμενος επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, κατά πλήρες όμως ωράριο, ήτοι επί οκτώ ώρες (8) ώρες την ημέρα, από 7.30 μέχρι τις 15.30. Και τούτο διότι η επιχείρηση του εναγομένου άνοιγε και ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τους πελάτες της δικηγόρους και διαδίκους μετά τις 8.00 το πρωί και μέχρι τις 15.00 το απόγευμα, πλην όμως ο ενάγων, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί του για να προετοιμάσουν το πρωί το κατάστημα ώστε να υποδεχθούν τους πελάτες του αναπτύσσοντας τα τραπεζοκαθίσματα που είχαν συγκεντρώσει το απόγευμα προκειμένου να καθαριστεί ο χώρος αλλά και να προβούν σε κάθε άλλη συναφή ενέργεια ώστε αυτό να είναι έτοιμο προς χρήση, αναλάμβαναν εργασία τριάντα (30) λεπτά πριν από τις οκτώ (8) το πρωί και σχολούσαν τριάντα (30) λεπτά μετά από τις τρεις (3) το απόγευμα. Και ενώ ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση του εναγομένου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, ο τελευταίος προς εξυπηρέτηση της επιχείρησής του αλλά και προς καταστρατήγηση των διατάξεων του εργατικού δικαίου περί καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας από μέρους του της σύμβασης εργασίας του (άρθρο 5 παρ. 1 του 
νόμου 3198/1955), τον υποχρέωσε: α) να 
υπογράφει σε τακτά χρονικά διαστήματα δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του και β) να του δώσει την εντολή να συντάσσει και υπογράφει για λογαριασμό του κάθε φορά νέα σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης, μέχρι και το έτος 2004 αορίστου χρόνου και στη συνέχεια ορισμένου χρόνου με κατά κανόνα τετράμηνη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος συνέταξε κατ’ εντολή του ενάγοντος διαδοχικές συμβάσεις μερικής απασχόλησής του, τις οποίες και κατέθεσε από 8—10—2004 και μετέπειτα στην Επιθεώρηση Εργασίας του Δυτικού Τομέα Θεσσαλονίκης με αριθμούς πρωτοκόλλου 4500/8-10-2004, 1681/9—5—2004, 3321/16—3—2006, 175/11—1— 2006 και 283/12—1—2007 (βλ. το υπ’ αριθμ. 
πρωτ. 2006/27—9—2007 έγγραφο της ως άνω 
Επιθεώρησης Εργασίας και τις από 19-4-2004, 27— 
9—2004, 9—1—2006, 2—5—2006 και 8—1—2007 
συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα ο ενάγων, καθώς και το από 3-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό — δήλωση, που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος). Μάλιστα, στις συμβάσεις αυτές αναφέρεται ότι ο ενάγων αμείβεται ως ωρομίσθιος με σταθερές ωρομίσθιες αποδοχές (ωρομίσθιο) και όχι με ποσοστό 11 % επί των καθαρών εισπράξεων, όπως πράγματι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων, με τις εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις του, προσβάλει παρεμπιπτόντως τις ως άνω έγγραφες συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ως πλαστές, χωρίς να αποδίδει την πλαστογραφία τους σε κάποιο πρόσωπο, υποστηρίζοντας ότι δεν τις υπέγραψε αυτός. Τα εν λόγω έγγραφα, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι ουσιώδη για τη διάγνωση της υπόθεσης, επιμένει να τα χρησιμοποιεί ο ενάγων (άρθρο 464 ΚΠολΔ). Καθόσον δε αφορά την πλαστότητά τους, το Δικαστήριο τούτο, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δέχεται ότι οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος συντάχτηκαν και 
υπογράφηκαν για λογαριασμό και κατ’ εντολή του από τον εναγόμενο, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού του περί πλαστότητάς τους ως ουσιαστικά αβάσιμου. Οι συμβάσεις όμως αυτές, ως προς τις ώρες εργασίας του ενάγοντος και τη συμφωνηθείσα διάρκειά τους, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Για το λόγο αυτόν Πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συνδέεται με τον ενάγοντα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης και όχι με μία αορίστου πλήρους απασχόλησης. Με τους ως άνω όρους και συνθήκες ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου μέχρι την 1-7- 2007. Στις 2.7.2007 ο εναγόμενος χορήγησε στον ενάγοντα τις ημέρες της ετήσιας άδειας αναψυχής του αυτούσιες. Όταν όμως ο τελευταίος επέστρεψε από την άδειά του την 1-8—2007, βρήκε το κατάστημα του εναγομένου κλειστό. Αναζήτησε δε τον εργοδότη του Προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα της απασχόλησής του, πλην όμως αυτός απέφυγε να τον συναντήσει, αλλά και να απαντήσει στις τηλεφωνικές του κλήσεις. Ο εναγόμενος, έκλεισε την επιχείρησή του στις 26- 7—2007 όταν του επιδόθηκε η από το ΤΑΧΔΙΚ η από 
13—6—2007 καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως του καταστήματός του και Προτού υποχρεωθεί δικαστικά να αποδώσει τη χρήση του μισθίου του στον εκμισθωτή του, χωρίς να ειδοποιήσει προς τούτο τον ενάγοντα, γιατί δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά (βλ. την από 20—7-2007 εξώδικη δήλωσή του προς το ΤΑΧΔΙΚ που αυτός επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου, όπως αυτός εκτιμάται από το Δικαστήριο, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η άρνησή του να απασχολήσει τον εναγόμενο οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, άλλως σε γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία, ώστε δεν κατέστη υπερήμερος από υπαιτιότητά του περί την αποδοχή της εργασίας του (βλ. ΑΠ 465/2010 δημ. Νόμος), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Παρά ταύτα όμως ο εναγόμενος δεν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου του ενάγοντος, του οποίου δεν αποδέχτηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες, ώστε περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη — δανειστή και του οφείλει μισθούς υπερημερίας για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1—8—2007 μέχρι 31—5—2008. 
Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου, όπως αυτός εκτιμάται από το Δικαστήριο, με τον οποίο υποστηρίζει ότι κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος άκυρα, και συγκεκριμένα κατά παράβαση του άρθρου 5 ν.3198/1995, ήτοι χωρίς έγγραφο (προφορικά) και καταβολή αποζημίωσης απόλυσης την 1-8-2007, καταγγελία την οποία ο αντίδικός του δεν προσβάλει για την ακυρότητά της, οπότε η σύμβαση εργασίας του λύθηκε και συνεπώς δεν οφείλει στον αντίδικό του μισθούς υπερημερίας έστω και αν αρνείται να αποδεχτεί τις προσφερόμενες σε εκτέλεση αυτής υπηρεσίες του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακόμη, ο εργοδότης του δεν κατέβαλε στον ενάγοντα και του οφείλει ακόμη το συμβολικό μισθό καθώς και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας του επιδίκου χρονικού διαστήματος από 1— 1—2002 μέχρι 31—7—2007. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, μ3ολικός μισθός του ενάγοντος σύμφωνα με τις ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας 
προσωπικού των τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων», από 31.5.2002 (ΔΕΝ 2002 σελ.919}, από 9.5.2003 [ΔΕΝ 2003 σελ.922], από 22.6.2004 [ΔΕΝ 2004 σελ.1076], από 25.4.2005 [ΔΕΝ 2005 σελ.694] και από 29.5.2006 [ΔΕΝ 2006 σελ.776] ανέρχεται: α) από 1—1—2002 στο ποσό των 120,70 ευρώ το μήνα, β) από 1—7— 2002 στο ποσό των 132,12 ευρώ το μήνα, γ) από 
1-1—2003 στο ποσό των 128,54 ευρώ το μήνα, δ) από 1—1—2004 στο ποσό των 133,68 ευρώ το μήνα, ε) από 1—7—2004 στο ποσό των 136,35 ευρώ το μήνα, στ) από 1—1—2005 στο ποσό των 139,36 ευρώ το μήνα, ζ) από 1—7-2005 στο ποσό των 143,96 ευρώ το μήνα, η) από 1-1-2006 στο ποσό των 148,28 ευρώ το μήνα, 8) από 1—7—2006 στο ποσό των 152,73 ευρώ το μήνα, ι) από 1-1—2007 στο ποσό των 157,31 ευρώ το μήνα, και ια) από 1-7- 2007 στο ποσό των 162,03 ευρώ το μήνα. Το ως άνω ποσό του συμβολικού μισθού προσαυξάνεται σύμφωνα με την από 3—8—2003 ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων», με το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, που ορίζεται σε ποσοστό 10% επ’ αυτού για κάθε τριετία και μέχρι πέντε τριετίες συνολικά. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο ενάγων λάμβανε κατά το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την ετήσια άδεια αναψυχής του διάρκειας ενός μηνός, για την οποία ζητεί με την υπό κρίση αγωγή την καταβολή σχετικής αποζημίωσης, δικαιούται συμβολικό μισθό για έντεκα (11) μήνες ετησίως, καθώς κατά το μήνα που δεν εργαζόταν δικαιούταν αποζημίωση α

Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Προϋπόθεση για τη σύσταση αυτής, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους, οπότε ..2070/2014 ΑΠ..

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

2070/2014 ΑΠ ( 651594) 
Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Προϋπόθεση για τη σύσταση αυτής, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα ή ...
περισσότερους κυρίους, οπότε μπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόμημα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία) είτε σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδομημάτων, οπότε συνυπάρχει κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη συνιδιοκτησία). Αμφιβολία του αναιρετικού δικαστηρίου αν με βάση τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ιδιοκτησιών που περιγράφονταν στο επίμαχο συμβολαιογραφικό έγγραφο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της σύστασης σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας ή της απαγορευμένης, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2052/1992, σύστασης νέων απλών κάθετων ιδιοκτησιών σε ακίνητο εκτός σχεδίου, και συνακόλουθα της αυτοδίκαιης ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας. Ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αφού αφορούσε τη δυνατότητα καταστρατήγησης των σχετικών με την έκταση εφαρμογής της κάθετης συνιδιοκτησίας διατάξεων στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές. Παραπέμπει στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 672/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.


  
Αριθμός 2070/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία ".........."που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δαούτη.

Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία "............"που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιo δικηγόρο του Δ. Μ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/5/2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 30/5/2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 36/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 672/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/10/2007 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 3/1/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 563 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. γ` και δ` του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίου, κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995 προκύπτει, ότι στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπάγονται α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου και β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτή για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της τακτικής Ολομέλειας. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι πρόκειται για ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου"ορίζεται ότι "εν τη έννοια του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κωδικός δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονας, ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων τούτων, επιφυλασσομένων των πολεοδομικών διατάξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση για τη σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της λεγόμενης κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους, οπότε μπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόμημα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία) είτε σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδομημάτων, οπότε συνυπάρχει κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη συνιδιοκτησία). Και στις δύο περιπτώσεις η κάθετη συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, οι οποίες ισχύουν απαραλλάκτως και επί της κάθετης ιδιοκτησίας, διότι ο ανωτέρω ν. 1024/1971 δεν επέφερε καμία μεταβολή στη νομική κατασκευή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώθηκε με τις ανωτέρω διατάξεις.

Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ προκύπτει, ότι επί κάθετης ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα, στο αυτοτελές οικοδόμημα ή σε όροφο ή διαμέρισμα αυτού, παρεπόμενος δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως κατ` ανάλογη μερίδα στα κοινά μέρη του όλου ενιαίου οικοπέδου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους συνιδιοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το έδαφος του ενιαίου οικοπέδου. Την περίπτωση σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας σε περισσότερα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί ή πρόκειται να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, αλλά σε ορισμένο για κάθε συνιδιοκτήτη ξεχωριστό τμήμα του κοινού οικοπέδου, ο καθένας από τους συνιδιοκτήτες θεωρείται έναντι του συγκυρίου του αυτοτελής κύριος της χωριστής ιδιοκτησίας επί του τμήματος αυτού, χωρίς να δικαιούται να επεκταθεί σε τμήμα που έχει καθοριστεί για την ανέγερση οικοδομής από τον άλλο συνιδιοκτήτη, παρόλο που έναντι της πολιτείας θεωρείται συγκύριος εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου (ΑΠ 40/2007, 1677/2000). Για την έγκυρη σύσταση της κάθετης αυτής ιδιοκτησίας δεν απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων στη συστατική πράξη ή αναφορά στις οικείες διατάξεις, αλλά αρκεί να προκύπτουν τα χαρακτηριστικά της από διάφορα στοιχεία της συμβάσεως, όπως είναι ο χωρισμός του ενιαίου οικοπέδου σε τμήματα, μέσα στα οποία κάθε (συν)ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης και ανοικοδόμησης, και ο επακριβής προσδιορισμός εκάστου περιερχομένου στους συνιδιοκτήτες τμήματος κατ` έκταση, θέση και όρια (ΑΠ 1139/95). Εξάλλου, η οριζόντια ιδιοκτησία αποτελεί ιδιαίτερη μορφή κυριότητας, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, του ν. 3741/1929 και αποτελείται από δύο στοιχεία, τη χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου υπάρχουσας ή μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομής και την αναγκαστική συγκυριότητα, κατ` ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του ορόφου και διαμερίσματος ορόφου. Από το πνεύμα, εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και, ιδίως από το σκοπό τους, συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση (Ολ ΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 42.58, ΑΠ 264/2010). Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρο 1002 εδ. β` ΑΚ και 1 παρ.2 ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας, για τη νόμιμη σύσταση της οποίας απαιτείται η διαίρεση της οικοδομής σε δύο τουλάχιστον αυτοτελή και αυθύπαρκτα διαμερίσματα του μόνου ορόφου ή σε δύο τουλάχιστον ορόφους. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3, 4, 13 του άνω ν. 3741/1929 και 1002, 1108, 1117 του ΑΚ προκύπτει ότι υπό τους όρους των άρθρων 4 και 13 του νόμου αυτού όλοι οι ιδιοκτήτες και συνιδιοκτήτες αυτοτελών οικοδομημάτων, που υπάγονται στις διατάξεις της κάθετης ιδιοκτησίας, μπορούν με την αρχική συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών να κανονίσουν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της συνιδιοκτησίας τόσο στα κοινά μέρη που θα καθορίσουν, όσο και στις διαιρεμένες ιδιοκτησίες, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που αποτελούν ενδοτικό δίκαιο. Τέλος με το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. α` του ν. 2052 της 4/5.6.1992 αντικαταστάθηκε το άρθρο 1 παρ. 2 του ν.δ. 1024/1971 και ορίστηκε, ότι κάθετη ιδιοκτησία μπορεί να συσταθεί μόνο επί οικοπέδων κείμενων εντός σχεδίων πόλεων, εντός ορίων οικισμών προ του 1923, καθώς και εντός ορίων οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων, που καθορίζονται βάσει του από 24/4/1985 π.δ/τος, όπως ισχύει, ενώ με το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. β` του ίδιου πιο πάνω νόμου προστέθηκε άρθρο 4, μετά το άρθρο 3 του ν.δ. 1024/1971 (το δε άρθρο 4 αυτού αριθμήθηκε ως άρθρο 5) και ορίσθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 του νομοθετικού αυτού διατάγματος ότι κάθε δικαιοπραξία, με την οποία συνίσταται διηρημένη, κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα, ιδιοκτησία μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση από την επιτρεπτή κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, προκύπτει, ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή ισχυρίστηκε, ότι με το αναφερόμενο συμβόλαιο του 1999, που μεταγράφηκε νόμιμα και που καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...........................", που ενεργούσε ως ειδική εκκαθαρίστρια και εκπρόσωπος της εταιρείας "....................."η οποία είχε τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση, μεταβιβάστηκε προς την αναιρεσείουσα ως στοιχείο του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση εταιρείας η περιγραφόμενη στην αγωγή έκταση, συνολικής επιφάνειας 17.630 στρεμμάτων, στη ..., εκτός σχεδίου και που αποτελεί ενιαίο τουριστικό και αγροτοβιομηχανικό συγκρότημα γνωστό ως "Π. Κ.". Ότι το όλο ως άνω ακίνητο το έτος 1990 υπήχθη στο σύστημα της οροφοκτησίας, μεταξύ δε των κάθετων ιδιοκτησιών που συστήθηκαν νόμιμα στο μείζον ακίνητο περιλαμβάνεται και η κάθετη ιδιοκτησία με το στοιχείο Στ-ι (ιώτα), που έχει κατ` αποκλειστική χρήση την περιγραφόμενη έκταση εμβαδού 1.665 στρεμ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο μείζον ακίνητο 5,76% και με πρόβλεψη στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ανεγέρσεως επ` αυτής κτισμάτων επιφάνειας 20.000 τ.μ. Ότι με το αναφερόμενο ... "ειδικό πληρεξούσιο και εργολαβικό"η άνω υπό εκκαθάριση εταιρεία ανέθεσε στους δικηγόρους Αθηνών Δ. Μ. και Θ. Λ. το έργο της αποτροπής των επαπειλούμενων πλειστηριασμών του ακινήτου της λόγω χρεών προς τις Τράπεζες ύψους 11.000.000.000 δραχμών περίπου, έναντι αμοιβής που θα συνίστατο σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου κλιμακούμενο από 1% έως 3%, παρέχοντας συγχρόνως σ` αυτούς την εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσουν και με αυτοσύμβαση προς τον εαυτό τους ή προς τρίτους το ποσοστό του ακινήτου, που αντιστοιχεί στην αμοιβή τους. Ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, με την ... πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών ............ εκχώρησαν προς την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία "..............."το πιο πάνω δικαίωμα της αμοιβής τους και, ακολούθως, με το ... συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, οι εν λόγω δικηγόροι, ενεργώντας αφενός ως εκπρόσωποι και πληρεξούσιοι της άνω πωλήτριας εταιρείας και αφετέρου ως εκπρόσωποι της αγοράστριας αναιρεσίβλητης εταιρείας, μεταβίβασαν δι` αυτοσυμβάσεως προς την τελευταία ποσοστό 1,25% εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου, που αντιστοιχεί στην υπό στοιχεία Στ-ι κάθετη ιδιοκτησία με του επί πλέον όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στο συμβόλαιο. Τέλος, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζήτησε να αναγνωριστεί άκυρο το ως άνω ... συμβόλαιο, ότι αυτή είναι κυρία της επίδικης διαιρεμένης ιδιοκτησίας, που φέρεται ότι μεταβιβάστηκε προς την αναιρεσίβλητη με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο, και ότι η αναιρεσίβλητη δεν έχει κανένα δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου. Περαιτέρω, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με την ένδικη αγωγή και τους περιεχόμενους σ` αυτή λόγους ακυρώσεως του πιο πάνω συμβολαίου, δέχτηκε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: "... όπως προκύπτει απ το περιεχόμενο του επίμαχου συμβολαίου που παρατίθεται αυτούσιο σε άλλο σημείο της ένδικης αγωγής, με αυτό (το συμβόλαιο) δημιουργείται - και μεταβιβάζεται - οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομής επί του εδάφους που αντιστοιχεί στην ήδη υφιστάμενη υπό στοιχ. Στι κάθετη ιδιοκτησία, πρόκειται δηλαδή γιασύνθετη κάθετη ιδιοκτησία στην οποία, όπως παραπάνω εκτίθεται, αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας θα είναι ο όροφος που θα κατασκευαστεί και θα έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του ενιαίου οικοπέδου των 17.630 στρ., 1,25%... Με τον υπό στοιχ. 1,2 λόγο ακυρότητας ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι το συμβόλαιο είναι διττώς άκυρο, αφενός επειδή η γενόμενη με αυτό δημιουργία νέας αυτοτελούς ιδιοκτησίας αποτελεί στην πραγματικότητα διαίρεση της ιδιοκτησίας Στι σε δυο κάθετα τμήματα κατά παράβαση του Ν 2052/1992 και αφετέρου, επειδή η σύσταση της ιδιοκτησίας αυτής έγινε μονομερώς, χωρίς τη σύμπραξη όλων των ιδιοκτητών της Στι ιδιοκτησίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος διότι, ως προς το πρώτο σκέλος του: Οπως ήδη προαναφέρθηκε, η αναιρεσείουσα παραθέτει στην αγωγή της αυτολεξεί το κρίσιμο περιεχόμενο του προσβαλλόμενου συμβολαίου. Από το περιεχόμενο αυτό, και παρά το γεγονός ότι είναι πράγματι διατυπωμένο κατά τρόπο δυσνόητο προκύπτει εντούτοις ότι δεν συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι ακυρότητας, διότι δεν προκύπτει ότι διαιρέθηκε η Στι κάθετη ιδιοκτησία σε δύο κάθετα τμήματα, ως αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες, ώστε να προσκρούει στην απαγόρευση του Ν. 2052/1992, αλλά συνεστήθη νέα οριζόντια ιδιοκτησία επί της νομίμως συσταθείσας -πριν από την ισχύ του εν λόγω νόμου- Στι κάθετης ιδιοκτησίας και συμφωνήθηκε ότι η ιδιοκτησία αυτή θα έχει την αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση του τμήματος εκείνου της Στι ιδιοκτησίας, εμβαδού 170 στρεμμάτων που περιγράφεται στο συνημμένο στο συμβόλαιο τοπογραφικό. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ο υπό στοιχ. 1,3 λόγος ακυρότητας, με τον οποίο η ενάγουσα επαναλαμβάνει ότι είναι άκυρη η γενομένη με το συμβόλαιο σύσταση νέας ιδιοκτησίας, επειδή αποβλέπει στην καταστρατήγηση της απαγόρευσης δημιουργίας καθέτων ιδιοκτησιών σε ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως που θεσπίζει ο Ν. 2052/1992...". Στη συνέχεια το Εφετείο, κατά την έρευνα άλλου λόγου ακυρότητας (υπό στοιχ. 1.5), δέχθηκε ότι: "Σύμφωνα με το επίμαχο ... ειδικό πληρεξούσιο και εργολαβικό του συμβολαιογράφου Αθηνών ............ , εις εκτέλεση του οποίου καταρτίστηκε το προσβαλλόμενο συμβόλαιο -αφού προηγήθηκε εκχώρηση της εξ αυτού απαιτήσεως προς την εναγομένη εταιρία-η εξουσιοδοτούσα κυρία του όλου ακινήτου εταιρία ...., παρέσχε στους εν λόγω, δικηγόρους την εξής εντολή και πληρεξουσιότητα: "προς λήψη της άνω αμοιβής των (η οποία αμοιβή συμφωνήθηκε σε γ η ποσοστού 3% του ακινήτου) οι εντολοδόχοι δικαιούνται να εκτελέσουν το παρόν και να μεταβιβάσουν την γη που θα αντιστοιχεί κατά τα άνω στην αμοιβή τους, εις εαυτούς ή τρίτους... και με αυτοσύμβαση, με προσύμφωνο ή οριστικό συμβόλαιο καθώς και με τη μορφή σύστασης κάθετης επί μέρους ιδιοκτησίας με ποσοστό συνιδιοκτησίας ανάλογο της έκτασης που θα δικαιούνται, σε σχέση με τα ποσοστά που αντιστοιχούν στην κάθετη ιδιοκτησία εντός της οποίας ήδη σήμερα βρίσκεται η ως αμοιβή μεταβιβασθησόμενη γη, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής....". Ωστόσο, όπως ομολογεί η ενάγουσα στην αγωγή της, ολόκληρο το μείζον ακίνητο των 17.630 στρεμμάτων έχει υπαχθεί στο σύστημα της κάθετης ιδιοκτησίας, γεγονός που αποκλείει τη μεταβίβαση αυτούσιου ποσοστού εξ αδιαιρέτου 3% του ακινήτου. Έτσι, προκειμένου να εκτελεστεί το εν λόγω προσύμφωνο, θα έπρεπε, είτε να μεταβιβαστεί (ολόκληρη) μία από τις αρχικώς συσταθείσες κάθετες ιδιοκτησίες, εφόσον όμως υπήρχε κάθετη ιδιοκτησία με ποσοστό συγκυριότητας 3% επί του όλου (δηλαδή ποσοστό ίσο με εκείνο της απαίτησης), πράγμα που δεν επικαλείται η ενάγουσα, είτε να συσταθεί νέα κάθετη ιδιοκτησία με την κατ` ανάγκην διαίρεση μιας από τις υπάρχουσες -όπως ρητά προβλέπεται στο προσύμφωνο-, πράγμα όμως που, μετά την ισχύ του Ν. 2052/1992 (ο οποίος δεν ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου), απαγορεύεται.

Συνεπώς, ο μοναδικός τρόπος εκτέλεσης και υλοποίησης του προσυμφώνου ήταν η δημιουργία σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, με τη μορφή της συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας επί νομίμως συσταθείσης καθέτου ιδιοκτησίας, όπως ακριβώς έγινε με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι από το επίμαχο 6728/1944 συμβόλαιο, "παρά τη δυσνόητη διατύπωση του", δεν προκύπτει ότι διαιρέθηκε η ήδη νομίμως συσταθείσα Στι κάθετη ιδιοκτησία σε δύο κάθετες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, αλλά ότι συστάθηκε νέα οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομή επί του εδάφους που αντιστοιχεί στην ήδη υφιστάμενη Στι κάθετη ιδιοκτησία. Ότι πρόκειται για σύνθετη κάθετη ιδιοκτησία, στην οποία αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας θα είναι ο όροφος που θα κατασκευαστεί με ποσοστό συνιδιοκτησίας 1,25% επί του ενιαίου οικοπέδου των 17630 στρεμμάτων. Ότι δεν προκύπτει η διαίρεση της Στι κάθετης ιδιοκτησίας σε δύο κάθετα τμήματα ως αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες, ώστε να προσκρούει στην απαγόρευση του ν. 2052/92. Ότι συμφωνήθηκε η ιδιοκτησία αυτή θα έχει την αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση του τμήματος εκείνου της Στι ιδιοκτησίας, εμβαδού 170 στρ. που περιγράφεται στο συνημμένο στο συμβόλαιο τυπογραφικό. Ότι η κυρία του όλου ακινήτου εταιρεία ... , με το ... ειδικό πληρεξούσιο και εργολαβικό προσύμφωνο (σε εκτέλεση του οποίου καταρτίστηκε το ... συμβόλαιο), παρέσχε στους δικηγόρους Θ. Λ. και Δ. Μ. την εντολή και πληρεξουσιότητα για τη λήψη της ως άνω αμοιβής τους (η οποία συμφωνήθηκε σε γη, ποσοστού 3% επί του ακινήτου) να μεταβιβάσουν τη γη που θα αντιστοιχεί στην αμοιβή τους, στους εαυτούς τους ή σε τρίτους., και με αυτοσύμβαση, με προσύμφωνο ή οριστικό συμβόλαιο, καθώς και με τη μορφή σύστασης κάθετης επιμέρους ιδιοκτησίας με ποσοστό συνιδιοκτησίας ανάλογο της έκτασης που θα δικαιούνται σε σχέση με τα ποσοστά που αντιστοιχούν στην κάθετη ιδιοκτησία, εντός της οποίας ήδη σήμερα βρίσκεται η, ως αμοιβή, μεταβιβασθησόμενη γη και ότι μοναδικός τρόπος εκτέλεσης και υλοποίησης του προσυμφώνου, μετά την ισχύ του ν. 2052/1992 (ο οποίος δεν ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου), ήταν η δημιουργία σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε όλους τους λόγους ακυρότητας του επίμαχου (...) συμβολαίου (μεταξύ των οποίων και τους υπό στοιχεία 1, 2 κατά το πρώτο σκέλος και 1.3 λόγους) που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της και επανέφερε με την έφεση της στο Εφετείο, το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε εκφέρει παρόμοια κρίση. Από την επισκόπηση, όμως, του δικογράφου της ένδικης αγωγής, όπου παρατίθεται (και δεν αμφισβητείται) αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα του ... συμβολαίου με τον τίτλο "μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου και συμπλήρωση σύστασης αυτοτελών ανεξάρτητων ιδιοκτησιών"του συμβολαιογράφου Αθηνών ....... , προκύπτει ότι μεταξύ της κυρίας του όλου ακινήτου εταιρείας ..... και της αναιρεσίβλητης, συμφωνήθηκαν, εκτός των άλλων, κατά τα εξής: "Ρυθμίζεται μεταξύ των συμβαλλόμενων εσαεί η διοίκηση και χρήση της άνω υπό στοιχεία ανεξάρτητης ιδιοκτησίας κατά τρόπο ώστε ο κάθε συγκύριος λαμβάνει και παραλαμβάνει στην εσαεί αποκλειστική για τον εαυτόν του και τους δικαιοδόχους του κατά την απόλυτη κρίση του ασκούμενη χρήση, διοίκηση, διαχείριση, κάρπωση, απόλαυση, εκμετάλλευση και εν γένει απόλυτη εξουσία καθορισμένο τμήμα της όλης ιδιοκτησίας, δικαιούμενος να το διαμορφώνει και οικοδομεί κατά την απόλυτη κρίση του και να απαγορεύει και αποκρούει εσαεί οποιαδήποτε επέμβαση του αντισυμβαλλόμενου συνιδιοκτήτη ή οποιουδήποτε τρίτου επί του τμήματος της όλης ιδιοκτησίας, που λαμβάνει και ειδικότερα η αφενός συμβαλλόμενη λαμβάνει κατά τα άνω στην αποκλειστική της χρήση το έδαφος της υπό στοιχεία ΣΤ1 ανεξάρτητης ιδιοκτησίας, επιφάνειας εκατόν εβδομήντα (170) περίπου στρεμμάτων, που εμφαίνεται στο συνημμένο στο παρόν- απόσπασμα από το τοπογραφικό διάγραμμα, που έχει προσαρτηθεί στο υπ` αριθμ. ... συμβόλαιο - του συμβολαιογράφου Αθηνών .............- υπό τα τεθέντα περιμετρικά στοιχεία Α,Β,Γ,Γ1,Γ2,Δ,Δ1,Ε,Ζ,Η,ΗΙ,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ, Ο,Α και που συνορεύει με το υπόλοιπο μείζον ακίνητο και προς νοτιανατολικά σε ευθεία πλευρά με όμορο κτήμα Π., η δε αφετέρου συμβαλλόμενη λαμβάνει κατά τα άνω στην αποκλειστική της χρήση ό,τι απομένει από την εν λόγω ανεξάρτητη ιδιοκτησία. Συμφωνείται επίσης ότι πέραν παντός άλλου κτίσματος η αφενός συμβαλλόμενη θα ανεγείρει επί της εν λόγω υπό στοιχεία ΣΤ1 ανεξάρτητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στην ανατολική και μακρύτερα της θάλασσας ευρισκόμενη και υπό στοιχείο Α σημειούμενη στο συνημμένο σχέδιο γωνία του εδάφους, του οποίου την αποκλειστική χρήση θα έχει κατά τα άνω η αφενός συμβαλλόμενη, ήτοι στο σημείο που το βορειοανατολικό όριο του εδάφους αποκλειστικής χρήσης της αφενός συμβαλλόμενης με το εκείθεν έδαφος συναντά το όριο του μείζονος ακινήτου με το όμορο κτήμα Π., εις τρόπο ώστε η μια πλευρά της εν λόγω οικοδομής που θα ανεγερθεί να είναι εφαπτόμενη ή εγγύς παράλληλη προς το όριο του μείζονος ακινήτου με το κτήμα Π. και η άλλη πλευρά να είναι εφαπτόμενη με το όριο των εδαφών αποκλειστικής χρήσης της αφενός συμβαλλόμενη με την υπόλοιπη έκταση του μείζονος ακινήτου. Η οικοδομή αυτή, που θα είναι κατά την κρίση της αφενός συμβαλλομένης επιφάνειας τουλάχιστον 30 τετραγωνικών μέτρων, θα αποτελείται από δύο επί μέρους ίσα τμήματα, που θα την χωρίζουν από Βορρά προς Νότον, από τα οποία το ένα, θα βρίσκεται προς την πλευράν του εδάφους της υπό στοιχεία ΣΤ1 ανεξάρτητης ιδιοκτησίας, που λαμβάνει κατά τα άνω στην αποκλειστική χρήση της α` συμβαλλόμενης, ενώ το άλλο, θα βρίσκεται προς την εντεύθεν κατεύθυνση. Επί της μίας αυτής οικοδομής συνιστώνται δια του παρόντος δυο ανεξάρτητες και αυτοτελείς οριζόντιες επί μέρους ιδιοκτησίες, κατ` εφαρμογή του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, από τις οποίες η ευρισκόμενη προς την κατεύθυνση του εδάφους αποκλειστικής χρήσης της αφενός συμβαλλόμενης ανήκει κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας νομής και κατοχής στην αφενός συμβαλλόμενη και η άλλη ανήκει στην αφετέρου συμβαλλόμενη. Συνιδιόκτητα συμφωνείται ότι θα είναι το έδαφος του μείζονος ακινήτου και της μεταβιβαζόμενης υπό στοιχεία ΣΤ1 κάθετης ιδιοκτησίας με τα ποσοστά, που προαναφέρθηκαν και οι μεσοτοιχίες της άνω οικοδομής επί της οποίας, συνιστώνται οι συνιστώμενες με το παρόν δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες. Η χρήση του εδάφους της όλης υπό στοιχεία ΣΤ1 υφιστάμενης κάθετης ιδιοκτησίας επί της οποίας θα βρίσκεται η άνω οικοδομή, όπου οι συνιστώμενες με το παρόν ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ρυθμίζεται και συμφωνείται] ότι θα είναι η ίδια με εκείνη που ήδη ανωτέρω έχει συμφωνηθεί και αναφέρεται, ως εσαεί ρύθμιση της χρήσης της όλης εν λόγω υπό στοιχεία ΣΤ1 ανεξάρτητης καθέτου ιδιοκτησίας, ήτοι η κάθε συμβαλλόμενη θα έχει στην εσαεί αποκλειστικής χρήση της και προς εξυπηρέτηση της οριζόντιας ιδιοκτησίας της ό,τι εκ της όλης υπό στοιχεία ΣΤ1 ανεξάρτητης κάθετης ιδιοκτησίας κατά τα άνω λαμβάνει, με τα δικαιώματα απόλυτης κατά την κρίση της χρήσης, διοίκησης και διαμόρφωσης, όπως και πιο πάνω λεπτομερώς αναπτύσσονται. Η κάθε συμβαλλόμενη δικαιούται να διαμορφώνει και επεκτείνει όσο και όπως επιθυμεί, και πάντως σε αρμονία με το αρχιτεκτονικό ύφος της εν γένει περιοχής και του συγκροτήματος Π. Κ. και με την επιφύλαξη της τήρησης των πολεοδομιών διατάξεων, την δόμηση της οριζόντιας ιδιοκτησίας της, κατασκευάζοντας οποιεσδήποτε κατασκευές την εξυπηρετούν κατά την απόλυτη κρίση της, μόνον όμως επί του τμήματος του εδάφους της όλης καθέτου ιδιοκτησίας, που λαμβάνει κατά τα άνω στην αποκλειστική της χρήση. Δικαιούται, όπως είναι ευνόητο και προβλέπεται από τον νόμο, επί πλέον η κάθε συμβαλλόμενη και χωρίς την σύμπραξη της άλλης, να διαιρεί την οριζόντια ιδιοκτησία, που κατά τα ανωτέρω αποκτά σε οσεσδήποτε επί μέρους οριζόντιες ιδιοκτησίες στις οποίες να συναρτά οποιαδήποτε και οσαδήποτε κατά την κρίση της από τα δικαιώματα της που αντιστοιχούν στην ιδιοκτησία, που της μεταβιβάζεται με το παρόν και τις οποίες να μεταβιβάζει και εν γένει διαθέτει περαιτέρω κατά την απόλυτη κρίση της. Η αφενός συμβαλλόμενη διατηρεί με το παρόν το δικαίωμα και ενόψει του γεγονότος ότι εκτελεί προς το παρόν μόνον εν μέρει το υπ` αριθ. ... συμβόλαιο μου, να τοποθετηθεί και εξαντλεί επί του άνω εδάφους των εκατόν εβδομήντα (170) περίπου στρεμμάτων, που λαμβάνει στην αποκλειστική της χρήση, το όλο δικαίωμα δόμησης και κάλυψης που αντιστοιχεί στην όλη έκταση, που δυνάμει του συμβολαίου αυτού δικαιούται λαμβάνειν".

Με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος, λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι παραβιάστηκε η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2052/1992 που απαγορεύει τις δικαιοπραξίες σύστασης διηρημένων (κάθετων) ιδιοκτησίαν σε ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, καθόσον το επίμαχο συμβόλαιο, αν και κατ` επίφαση και προσχηματικά φέρεται να περιέχει σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, αποτελεί στην πραγματικότητα σύσταση νέας κάθετης ιδιοκτησίας, που περιγράφεται ως τμήμα σύνθετης κάθετης και φέρεται υπό στοιχείο ΣΤ-ένα (ΣΤ-1). Και τούτο διότι, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα: α) πράγματι διαιρείται η χρήση της νόμιμης κάθετης ιδιοκτησίας ΣΤ-ι (ΣΤ-ι) σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το ένα έχει επιφάνεια εκατόν εβδομήντα (170) στρεμμάτων και περιέρχεται στην αναιρεσίβλητη, το δε υπόλοιπο που έχει έκταση χιλίων τετρακοσίων ενενήντα πέντε (1495) στρεμμάτων παραμένει στην αναιρεσείουσα, β) στο όριο των δύο αυτών τμημάτων μπορεί να ανεγερθεί οικοδομή επιφάνειας τριάντα (30) τετραγωνικών μέτρων, εκ των οποίων τα 15 τμ προς την πλευρά των 170 στρεμμάτων που αναλογούν στην αναιρεσίβλητη από την όλη κάθετη ιδιοκτησία και τα υπόλοιπα 15 τμ προς την πλευρά των υπολοίπων στρεμμάτων που παραμένουν στην αναιρεσείουσα, γ) η αναιρεσίβλητη στο τμήμα των 170 στρεμμάτων που της αναλογούν, μπορεί να ανεγείρει κτίσματα συνολικής επιφάνειας 67.800 τμ, δι` εκμεταλλεύσεως του συντελεστού δόμησης 2% που έχει ορισθεί για ολόκληρη την έκταση των 17.630 στρεμμάτων με το π.δ. 30.9.1976 (ΦΕΚ Δ 315/1976), ενώ η αναιρεσείουσα στο τμήμα που παραμένει σε αυτή δεν μπορεί να ανεγείρει τίποτε, αφού ολόκληρο το δικαίωμα δόμησης, το οποίο κατά την αναφερόμενη ανωτέρω πράξη συστάσεως οριζοντίου (ιδιοκτησίας ανήκει στην κάθετη ιδιοκτησία ΣΤ-ιώτα (ΣΤ-ι) περιέρχεται στη δήθεν οριζόντια ιδιοκτησία ΣΤ-1, δ) η οικοδομή των τριάντα (30) τμ που προβλέπεται να ανεγερθεί στο μέλλον επί του διαχωριστικού ορίου των δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν έχει κανένα απολύτως οργανικό ή λειτουργικό προορισμό, και επομένως δεν είναι οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά αποτελεί το νομιμοφανές εργαλείο για να παρακαμφθεί η εκ του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2052/1992 απαγόρευση συστάσεως καθέτων ιδιοκτησιών σε ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως. Με το λόγο αυτό αναίρεσης φέρεται επομένως προς κρίση το ζήτημα, αν με βάση τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ιδιοκτησιών που περιγράφονται στο επίμαχο συμβόλαιο και στον εξεταζόμενο λόγο αναίρεσης συντρέχουν οι προϋποθέσεις της σύστασης σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας ή της απαγορευμένης, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2052/1992, σύστασης νέων (απλών) κάθετων ιδιοκτησιών σε ακίνητο εκτός σχεδίου, και εντεύθεν της αυτοδίκαιης ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας. Το ζήτημα αυτό είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, αφού αφορά τη δυνατότητα καταστρατήγησης των σχετικών με την έκταση εφαρμογής της κάθετης συνιδιοκτησίας διατάξεων στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές. Πρέπει, επομένως ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος, λόγος της αίτησης αναίρεσης να παραπεμφθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού η απόφαση παραπομπής είναι ομόφωνη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιφυλασσομένου του δικαστηρίου για την έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον ανωτέρω από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος, λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Παραδεκτό συζήτησης έφεσης όταν ο πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνων κλήθηκε να παραστεί στη συζήτηση. Ναυτική ασφάλιση. Καταγγελία της ναυτικής ασφάλισης. Αναζήτηση ασφαλίσεων. Αξίωση ασφαλίσματος. Εννομο....480/2014 ΕΦ ΠΕΙΡ

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

480/2014 ΕΦ ΠΕΙΡ ( 626035) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2015/470) Παραδεκτό συζήτησης έφεσης όταν ο πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνων κλήθηκε να παραστεί στη συζήτηση. Ναυτική ασφάλιση. Καταγγελία της ναυτικής ασφάλισης. Αναζήτηση ασφαλίσεων. Αξίωση ασφαλίσματος. Εννομο συμφέρον πρόσθετης παρέμβασης. Εφαρμοστέο...
δίκαιο κατά το άρθρο 25 ΑΚ. Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Αγγλικό δίκαιο Marine Insurance Act 1906. Νομολογία Αγγλικών Δικαστηρίων και επιστημονική ερμηνεία. Διεθνής συναλλακτική συνήθεια Institute of London Underwiters. Εντυποι όροι Ασφαλίσεως. Υπέρτατη καλή πίστη (uberima fides) και άρθρο 17 Μ.Ι.Α. Εννοια uberima fides. Ανακοινώσεις ασφαλισμένου και ουσιώδη περιστατικά (άρθρα 18, 20) Μ.Ι.Α. Αναδρομική ισχύς ακυρωσίας. Παράθεση νομολογίας του Αγγλικού Court of Appeal του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Ουσιώδεις όροι και Warranty - express warranty, implied Narranty. Εξαιρέσεις άρθρο 34 Μ.Ι.Α. Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και ναυαγιαίρεση ν. ΓΩΠΣΤ/1911, ΚΙΝΔ, Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου 1989β ν. 2391/1996 για την επιθαλάσσια αρωγή. Αμοιβή. Κριτήρια αμοιβής. Εξαντλητική απαρρίθμηση κριτηρίων όχι ενδεικτική. Παθητική νομιμοποίηση εναγομένου επιθαλάσσιας αρωγής, κύριος, εφοπλιστής μισθωτής γυμνού πλοίου. Ρητή η σιωπηρή αποδοχή της αρωγής εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου που δέχεται την αρωγή. Εντολή. Παράλληλη εφαρμογή άρθρων 247, 248, 249, 251, 254 ΚΙΝΔ. Περισσότεροι αρωγοί. Επιμερισμός της αμοιβής επί συμφωνίας και εν ελλείψει συμφωνίας. Συζητητικό σύστημα ΚΠολΔ τρόπος επίκλησης εγγράφου κατ΄ έφεση. Δεν αρκεί γενική αναφορά εγγράφων. Επίκληση ενόρκων βεβαιώσεων κατ΄ έφεση. Ενορκες βεβαιώσεις στην αλλοδαπή. Προθεσμίες κλήτευσης διαδίκου. Πρόσθετες ένορκες βεβαιώσεις. Οριο ενόρκων βεβαιώσεων και για τους 2 βαθμούς δικαιοδοσίας και άρθρο 20 του Συντάγματος. Τρόπος επίκλησης της ένορκης βεβαίωσης. Λήψη υπόψη ενόρκων καταθέσεων, της ποινικής διαδικασίας. Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης 1980. Εξώδικος συμβιβασμός. Καλυπτόμενη από τη σύμβαση ασφάλισης δαπάνη. Υποκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας στα δικαιώματα του ασφαλισμένου για αποκατάσταση της ζημίας. Εξαφάνιση εκκαλουμένης στο σύνολό της χάριν του ενιαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης. Δικαστικά έξοδα και εφαρμογή Ν. Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). (Παρατηρήσεις Δ.Χατζημιχαήλ Δ/ΝΗ 2015,470).


  
Αριθμός 480/2014 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Παρέσσα Τσαντεκίδου, Πρόεδρο Εφετών, Χρήστο Τζανερρίκο, Αριστέα Τσαμαδια - Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία « ................................, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανάργυρο Κουτσούκο, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία « ............», που εδρεύει στον Ταύρο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Μάρκο Δάρα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΠΡΟΣ τον......................................................, κάτοικο Αίγινας.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν, 1) η εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία ..............................» την από 6-8-2008 και με αριθ. εκθ. καταθ. 8398/ 2008 αγωγή, 2) η εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία « ...................την από 5-11-2008 και με αριθ. εκθ. καταθ. 11056/ 2008 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση, και 3) ο ............................. (ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), την από 12-11-2008 και με αριθ. εκθ. καταθ. 11363/ 2008 πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθ. 246/ 2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή και απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη - εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία " ....................................................με την από 8-3-2010 και με αριθ. εκθ. καταθ. 286/ 2010 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 681/ 2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 8/3/2010 (αρ. καταθ. 286/ 2010) έφεσης κατά της υπ` αριθμό 246/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ηδη με την από 13-05-2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. 556/ 2013 κλήση της εναγόμενης - καλούσας - εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «επαναφέρεται προς εκδίκαση η προκειμένη υπόθεση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρεται με την από 13-5-2013 και με αριθμό πρωτοκόλλου Εφετείου Πειραιώς 556/16-5-2013 κλήση της εκκαλούσας-εναγομένης, μετά την έκδοση της υπ`αριθμ.681/2012 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, η ένδικη από 8-3- 2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου 286/8-3-2010 και αριθμό πρωτοκόλλου Εφετείου Πειραιώς 279/8-3-2010 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 246/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο συνεκδίκασε την από 6-8-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8398/7-8-2008 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσιβλήτου με την από 12-11-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11363/2008 πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση του .......................... κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 500, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη-εκκαλούσα στις 11-02-2010, όπως προκύπτει από την υπ`αριθμ.2373Δ/11-02-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Γεράσιμου Βαλλιανάτου και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 8-3-2010, όπως προκύπτει από την υπ`αριθμ.286/8-3-2010 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 500 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτώς προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011, ΦΕΚ Α`165/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία, εφόσον ο προσθέτως παρεμβαίνων υπέρ της εναγομένης κλήθηκε για να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως προκύπτει από την υπ`αριθμ.2725Δ/17-5-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Αικατερίνης Αγγελοπούλου.

Με την από 6-8-2008 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 41.591,58 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, για ασφάλισμα, λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και αναλογικώς επιστραφέντα, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως εκ μέρους της εναγομένης, μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα, ενώ με το από 12-11-2008 αυτοτελές δικόγραφο ο προσθέτως παρεμβαίνων παρενέβη υπέρ της εναγομένης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος και δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 41.591,58 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη με την κρινομένη έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή της εφεσιβλήτου.

Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α Α.Κ., σύμφωνα με την οποία οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν, καθιερώνεται η αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την υποβολή μιας σύμβασης, αναφερομένης σε διεθνή συναλλαγή, στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας. Η αυτονομία, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Αλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της έννοιας του συνδέσμου, ώστε να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Οπως, μάλιστα, παρατηρείται σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων διατυπώνονται και συντάσσονται σύμφωνα προς τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται με βάση τους όρους της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Συνεπώς, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τοιαύτης συμβάσεως με το αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος. Εξάλλου, οι όροι του ασφαλιστηρίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση ασφαλίσεως, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (Α.Π. 1584/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της νομολογίας των αγγλικών δικαστηρίων (case Law) και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (Authorities), ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω αγγλικού νόμου (Μ.Ι.Α. 1906) έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέως των άγγλων ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία «Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου» (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, διεπομένης υπό του αγγλικού δικαίου, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφαλίσεως νόμου, του κοινού δικαίου και της αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφαλίσεως θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985 (Α.Π. 1650/2001 ΕλλΔνη 43.1039, Εφ.Πειρ.566/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.618/2005 ΕΝΔ 2005.250, Εφ.Πειρ.525/2003 ΕΝΔ31.377, Εφ.Πειρ.996/1999 ΕΝΔ 29.165).

III. Βασική και θεμελιώδης αρχή του δικαίου της ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί η αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως (uberrima Fides), η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 17 του ως άνω νόμου (Μ.Ι.Α. 1906). Τούτο διαλαμβάνει ότι : "Μία σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως είναι σύμβαση βασιζόμενη στην υπέρτατη καλή πίστη (the utmost good Faith) και εάν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθή, υφ΄οιουδήποτε συμβαλλομένου, δύναται ν` ακυρωθή υπό του άλλου συμβαλλομένου μέρους". Δια της ως άνω διατάξεως θεσπίζεται ρητώς αμοιβαία υποχρέωση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για την επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως εντός των πλαισίων της μεταξύ τους συναλλαγής, από του σταδίου των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως μέχρι και μετά τη λήξη αυτής, περιλαμβανομένου του σταδίου της υποβολής απαιτήσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου (βλ. υπόθεση Black King Shipping Corporation and Wayang Panama SAV Mark Ronald Maskie (The Litsion Pride) (1985) (1) (Lloyd`s Rep 437), παρέχει δε, σε περίπτωση παραβιάσεώς της από το ένα μέρος, το δικαίωμα στο άλλο να ακυρώσει, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, τη σύμβαση και μάλιστα αναδρομικώς και κατά πάντα χρόνο, ακόμα και μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου. Η έννοια της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου, και συγκεκριμένα, έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή τη πεπλανημένη δήλωση ή τη, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικόνισες έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία. Ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως, εφαρμοζόμενες κυρίως στο προσυμβατικό στάδιο, αποτελούν οι προβλεπόμενες στα άρθρα 18 και 20 Μ.Ι.Α. 1906 βασικές υποχρεώσεις (ασφαλιστικά βάρη), που γεννώνται στο πρόσωπο του ασφαλισμένου κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και προ της συνάψεως της ασφαλιστικής συμβάσεως για προσυμβατικές ανακοινώσεις ουσιωδών περιστατικών και ακρίβεια γενομένων δηλώσεων. Ο ασφαλιστής βασίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην καλή πίστη του ασφαλισμένου να πληροφορηθεί τα περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν το χαρακτήρα και τη φύση του προτεινομένου προς ασφάλιση κινδύνου, προκειμένου να τον εκτιμήσει και να αποφασίσει εάν θα τον αναλάβει ή όχι και έναντι ποίου ασφαλίστρου. Το άρθρο 18 προβλέπει τα εξής: "Ανακοινώσεις του ασφαλιζόμενου [1] Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσης παραγράφου, ο ασφαλιζόμενος οφείλει να ανακοινώσει στον ασφαλιστή προ της καταρτίσεως της συμβάσεως οιονδήποτε ουσιώδες περιστατικό (material circumstance) γνωρίζει, αυτός δε (ασφαλιζόμενος) θεωρείται ότι γνωρίζει οιονδήποτε περιστατικό, το οποίο όφειλε να γνωρίζει κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του. [2] Οιονδήποτε περιστατικό είναι ουσιώδες εάν δύναται να επηρεάσει την κρίση συνετού ασφαλιστού στον καθορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφαση του εάν θα αναλάβη τον κίνδυνο. [3] Κατά πόσον κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν ανεκοινώθη είναι ή όχι ουσιώδες κρίνεται κατά περίπτωση". Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906: 1. Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορα του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου, όπως π.χ. σε περίπτωση δήλωσης από τον ασφαλιζόμενο αξίας μεγαλύτερης από την πραγματική αναφορικά με θαλαμηγό σκάφος. Η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου συνεχίζεται και για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση ήδη συναφθείσας ασφάλισης. Η συνέπεια της μη τηρήσεως εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών του καθήκοντος επιδείξεως της υπέρτατης καλής πίστεως ορίζεται υπό του νόμου (Μ.Ι.Α. 1906), ο οποίος δίδει το δικαίωμα στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση (the contract may be avoided the other party). Καθίσταται δηλονότι αυτή ακυρώσιμος κατ` επιλογήν του βλαπτόμενου μέρους. Το δικαίωμα ακυρώσεως δύναται να ασκηθεί κατά πάντα χρόνο, μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου εισέτι, εφόσον δε ασκηθεί έχει αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενομένη εξ αρχής (ab in initio) (βλ. Arnould`s Law of Marine Insurance 16 (tm) ed (1981) P. 438, Α.Π.308/2009, Α.Π.1657/2006 ΕΝΔ 37.118 και ΕλλΔνη 49.1383, αντιστοίχως, Εφ.Πειρ.530/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.773/2005 αδημ. σε ν.π., Εφ.Πειρ.890/2003 ΕΝΔ 31.372) και γεννάται υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εξαπατήσεως ή δολίας παραπλανήσεως, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούται να παρακρατήσει την παροχή του ετέρου (άρθρο 84 Μ.Ι.Α. 1906). Τις ίδιες ακριβώς συνέπειες (ακυρώσιμη ασφαλιστική σύμβαση) έχει η εκ μέρους του ασφαλισμένου παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, στον ασφαλιστή ουσιωδών περιστατικών κατά τις διαπραγματεύσεις προ της καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, ως και η εκ μέρους αυτού εσφαλμένη ή πεπλανημένη απεικόνιση (misrepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906 προς τον ασφαλιστή. Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το δικαίωμα ακυρώσεως του ασφαλιστηρίου γεννάται αποκλειστικώς και μόνοστο πρόσωπο του ασφαλιστού και όχι στο πρόσωπο αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν δύναται να προτείνει ακυρότητα της συμβάσεως εξ αιτίας δικής του παράνομης συμπεριφοράς. Ειδικότερα η υπό της άνω διατάξεως του άρθρου 18 [2] επιβαλλομένη υποχρέωση στον ασφαλιζόμενο να ανακοινώσει-αναγγείλει-αποκαλύψει (disclose) οιονδήποτε περιστατικό του είναι γνωστό, τον θέτει προ διλήμματος, υπό την έννοια ότι πρέπει να αποφασίσει τι είδους πληροφορίες, που έχουν σχέση με τον κίνδυνο, οφείλει να αποκαλύψει. Οταν ο ασφαλιστής επιδιώκει να ακυρώσει το ασφαλιστήριο εκ λόγων αποσιωπήσεως ουσιώδους περιστατικού, τα επιχειρήματα φυσικά εστιάζονται στο συγκεκριμένο στοιχείο της μη ανακοινωθείσης (αποκρυβείσης) πληροφορίας. Ο έλεγχος περί του πότε ένα περιστατικό είναι ουσιώδες (the test of materiality) και το συναφές ζήτημα ως προς την έννομη συνέπεια της μη ανακοινώσεως τούτου είναι τα δύο κύρια θέματα στο πεδίο του ασφαλιστικού δικαίου που εγένοντο αφορμή για αρκετή συζήτηση. Επί αρκετό χρονικό διάστημα το θέμα του ουσιώδους περιστατικού εθεωρείτο ότι είχε λυθεί στην υπόθεση THE CTI [Container Transport International Inc V Oceanus Mutual Underwriting Association] [1984] 1 Lloyd`s Rep. 476. Τα ζητήματα αυτά ωστόσο επανήλθαν δριμύτερα στην υπόθεση Pan Atlantic Insurance Co Ltd V Pine Top Insurance Co [THE PINE TOP] [1994] 2 Lloyd΄s Rep. 427. To Εφετείο [Court of Appeal] στην υπόθεση The CTI έκρινε ότι υπήρχε μόνο ένα τεστ για τον καθορισμό της συνέπειας της μη αποκαλύψεως κάποιου ουσιώδους περιστατικού. Το μέτρο συγκρίσεως, όπως τούτο καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 18 [2], είναι ο μέσος συνετός ασφαλιστής, όχι ο πραγματικός, ο συγκεκριμένος ασφαλιστής. Το δικαστήριο έκρινε ότι ένα περιστατικό είναι ουσιώδες μόνο εάν η αποκάλυψή του θα είχε αποφασιστικώς επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστού. Το κατά πόσο ο συγκεκριμένος ή πραγματικός ασφαλιστής ωθήθηκε εκ της μη αποκαλύψεως του γεγονότος στην κατάρτιση της συμβάσεως εθεωρείτο άσχετο. Η απόφαση έκρινε ότι εφαρμόζεται μόνο ένα κριτήριο. Το ουσιώδες περιστατικό και το δικαίωμα ακυρώσεως καθωρίζοντο από την πραγματική επίδραση της μη αποκαλύψεως της πληροφορίας στο μέσο συνετό ασφαλιστή. Ο κανών δικαίου επέβαλε ότι, εάν η μη αποκαλυφθείσα πληροφορία οδηγούσε το μέσο συνετό ασφαλιστή είτε να απορρίψει είτε να δεχθεί να αναλάβει τον κίνδυνο υπό επαχθέστερους όρους, τούτο και μόνο αρκούσε, ώστε να μεταβιβάσει στο συγκεκριμένο ασφαλιστή το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση. Εάν και κατά πόσο ο συγκεκριμένος ασφαλιστής παρακινήθηκε στην πραγματικότητα από τη μη αποκαλυφθείσα πληροφορία να συνάψει τη σύμβαση εθεωρείτο αμελητέο. Εν αντιθέσει προς την υπόθεση Thei CTI, στην υπόθεση The Pine Top εκρίθη ότι δεν υφίσταται ένα, αλλά δύο στάδια ερεύνης. Το πρώτο είναι να κριθεί εάν το περιστατικό είναι ουσιώδες και το δεύτερο το δικαίωμα του ασφαλιστού να ακυρώσει τη σύμβαση. Στην τελευταία αυτή υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο [House of Lords] αντιμετώπισε το ζήτημα εάν ο ασφαλιστής θα ηδύνατο να ακυρώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λόγω μη αναγγελίας ουσιώδους πληροφορίας εκ μέρους του ασφαλισμένου. Οσον αφορά τον όρο "περίσταση" [περιστατικό] (circumstance) του άρθρου 18 {2} η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιεστράφη πρώτον ως προς το εάν η επίδραση στον υποθετικό μέσο συνετό ασφαλιστή πρέπει να είναι αποφασιστική και δεύτερον ως προς το εάν, σε περίπτωση αποκρύψεως, το περιστατικό είναι τέτοιο ώστε να ωθήσει τον ασφαλιστή να συμβληθεί ή όχι. Επί του πρώτου ζητήματος το Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνεύον την ως άνω διάταξη, αφού απέρριψε το τεστ περί αποφασιστικής επιδράσεως, έκρινε ότι εκείνο το οποίο οφείλει να ανακοινώσει ο ασφαλισμένος είναι η πληροφορία, η οποία είναι αντικειμενικώς ουσιώδης, εκείνη δηλονότι η οποία πρέπει να αποκαλυφθεί, καν εισέτι επί τη ανακοινώσει της στο συνετό ασφαλιστή, εκείνος θα ανελάμβανε τον κίνδυνο υπό τους αυτούς όρους. Επί του δευτέρου ζητήματος το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο ασφαλιστής οφείλει να αποδείξει, όχι μόνο ότι η μη αποκαλυφθείσα πληροφορία είναι ουσιώδης, υπό την προαναφερθείσα έννοια, αλλά, επίσης, ότι αυτός πράγματι ωθήθηκε να συνάψει τη σύμβαση με τους συγκεκριμένους όρους. Εάν η μη αποκάλυψη ή η ανακριβής δήλωση δεν παρακίνησε πράγματι τον ασφαλιστή στη σύναψη συμβολαίου, δηλονότι θα συνήπτε ούτος τη σύμβαση καν εισέτι γνώριζε τα αληθή γεγονότα, δεν θα επιτραπεί στον ασφαλιστή να βασισθεί επ` αυτού του γεγονότος ως λόγου προς ακύρωση της συμβάσεως. Είναι φανερό από την υπόθεση The Pine Top ότι ο ασφαλιστής δεν έχει ένα απεριόριστο δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση, αλλά πρέπει πρώτον να αποδείξει το ουσιώδες της μη ανακοινωθείσης πληροφορίας και δεύτερον ότι παρακινήθηκε να συνάψει τη σύμβαση με τους σχετικούς όρους (βλ.Susan Hodges LAW OF MARINE INSURANCE edition 1996 chapter 6 Pg 83 et seq. Esrec. 88-92, Malcom Clarke- INSURERS-INFLUENCED BUT YET NOT INDUCED (1994) LMCLQ 473 etseq, Α.Π.1657/2006 ΕΠΊΣΚΕΔ 2006.1065, Α.Π.1651/2005 ΕΝΔ 33.241, Εφ.Πειρ.285/2011, Εφ.Πειρ.232/2011, Εφ.Πειρ.9/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 144/2005 αδημ. σε ν.π.). Στην περίπτωση, όμως, απαλλαγής του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του, λόγω παραβίασης της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης από τον ασφαλισμένο, είτε επειδή ο τελευταίος απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία, όσον αφορά το αντικείμενο της ασφάλισης, είτε προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με αυτό, το βάρος αποδείξεως της αποκρύψεως (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων βαρύνει τον ασφαλιστή, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι : α) το ουσιώδες στοιχείο υπήρχε κατά την περίοδο της συνάψεως της συμβάσεως, β) το γνώριζε ο ασφαλισμένος, γ) το εν λόγω στοιχείο αποκρύφθηκε και δ) η απόκρυψη του στοιχείου λειτούργησε παρελκυστικά και παρέσυρε τον ασφαλιστή στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με τους συμφωνημένους συγκεκριμένους όρους. Επίσης, ο ασφαλιστής, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει το βάρος αποδείξεως για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου, που τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως (Εφ.Πειρ.4/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ 1141/2004 ΕΕμπΔ 2004.573). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 και των ρητρών INSTITUTE YACHTS CLAUSES, στη σύμβαση ασφαλίσεως πλοίου επιτρέπεται στους συμβαλλόμενους να θεωρούν ορισμένους όρους αυτής ουσιώδεις "warranty", οι οποίοι περιέχονται ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (express warranty) ή και εξυπακούονται (implied warranty) και αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων σε σχέση με την κατάσταση του ασφαλισμένου πλοίου, κατά τρόπο ώστε η παράβαση οιουδήποτε από αυτούς τους όρους από τον τελευταίο να συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το ασφαλιστήριο. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ` οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Η απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περατώσεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσονδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσονδήποτε αναπόφευκτη δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από το γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει τα εξής: "1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Οταν μια εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ` εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως. Το βάρος δε της απόδειξης της παράβασης φέρει ο ασφαλιστής".

VI. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά : α)η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση ΥΠΈΞ της 19-6/4-7-1996 στον ΚΝοΒ 1996 σελ. 978). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος- Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (Α. Αντάπαση : Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, 1992, Ι σελ. 151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο της Σύμβασης (CM1 Yearbook 1999, σελ. 457-459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης (σχόλια Ι. Κοροτζή σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2002, σελ. 54-55). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1,12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Οσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου, αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του πλοίου που κινδυνεύει (Εφ.Πειρ.6/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.751/2007 ΕΝΔ 36.52, Εφ.Πειρ.953/2005 ΕΝΔ 34.193, Εφ.Πειρ.961/2000 ΕΝΔ 29.50). Επίσης είναι αρκετό το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενό της αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι σοβαρός, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις, που, ενδεικτικά, μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο, είναι: 1))η εγκατάλειψη του ταξιδιού 2)η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου 3)ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες 4) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων κ.α. (Ι. Κοροτζή: Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, έκδοση 1988, σελ. 46-48, 52-53, 57-58). Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των σωθέντων (άρθρα 12, 13 παρ. 3). Αμοιβή αρωγής είναι το εκ του νόμου οφειλόμενο και υπό του δικαστηρίου καθοριζόμενο αντάλλαγμα, καταβλητέο στον ή στους αρωγούς από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 13, 15 παρ. 1). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την αξία του σωθέντος πλοίου, αποτελούν περιοριστικώς: α)η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β)) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέπει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό δ)η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του ή το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (Εφ.Πειρ.24/2011, Εφ.Πειρ.831/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.4/2008 ΕΝΔ 2008.139, Εφ.Πειρ.322/2007 ΕΝΔ 2007.297, Εφ.Πειρ. 1172/2005 ΕΝΔ 2006.187, Εφ.Πειρ.953/2005 ΕΝΔ 2006.193, Εφ.Πειρ.696/2000 ΕΕμπΔ 2001.578). Τα κριτήρια αυτά αναφέρονται από το νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) εξαντλητικά (περιοριστικά) και όχι ενδεικτικά και υπόκεινται στον κανόνα ότι αποβλέπουν στην ενθάρρυνση του αρωγού (προθυμία, ικανότητα, εξοπλισμό του, Λ. Γεωργακόπουλου: Ναυτικό Δίκαιο, 2006, παρ. 32, 35, Εφ.Πειρ.297/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω υπόχρεος για την καταβολή της αμοιβής, δηλαδή παθητικό υποκείμενο της δημιουργούμενης από την παροχή της αρωγής σχέσης, είναι μόνο οι δικαιούχοι των αντικειμένων της διάσωσης, καθόσον μάλιστα μόνο ως προς αυτούς μπορεί να λεχθεί ότι η θαλάσσια αρωγή είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα. Ετσι παθητικά υποκείμενα της θαλάσσιας αρωγής είναι κατά κανόνα ο κύριος του διασωθέντος πλοίου είτε το εκμεταλλεύεται ο ίδιος είτε-όχι (Α. Αντάπαση, όπ.π., σελ. 450), ο εφοπλιστής, ο μισθωτής, γυμνού πλοίου (Ι. Κοροτζή, όπ.π., σελ. 216). Ειδικότερα, όταν ο πλοίαρχος του κινδυνεύοντος πλοίου αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την αρωγή ή συνάψει ρητά ή σιωπηρά σύμβαση ρυμούλκησης ενεργεί για λογαριασμό και του κυρίου του πλοίου και του μισθωτή, καθόσον με τη σύμβαση της ναυτολόγησης του αναλαμβάνει την «επιμέλεια αλλότριας υπόθεσης», κύριο χαρακτηριστικό των ρυθμίσεων της εντολής (Α. Αντάπαση, όπ.π., σελ 451 και σημ. 41, Ι. Κοροτζή, όπ.π., σελ. 85-86, Εφ.Πειρ.516/2010, Εφ.Πειρ.4/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 247, 248, 249, 251 παρ. 3 και 254 ΚΙΝΔ, οι οποίες εφαρμόζονται παράλληλα με την ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αλλά και του άρθρου 13 αυτής, αμοιβή αpωγής (σώστpα) είvαι το εκ του νόμου οφειλόμενο και από το δικαστήριο καθοριζόμενο αντάλλαγμα (αν δεν επιτευχθεί συμφωνία), το καταβλητέο στον αρωγό από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων, το οποίο (δικαστήριο), για τον καθορισμό του, λαμβάνει ως βάση, κατά πρώτο λόγο, το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε, τις προσπάθειες και το ζήλο εκείνων που βοήθησαν, τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξαν το πλοίο το οποίο βοηθήθηκε, οι επιβάτες, το πλήρωμα και το φορτίο, οι σώστες και το αρωγό πλοίο, το χρόνο που διατέθηκε, τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε και κατά δεύτερο λόγο την αξία των πραγμάτων που διασώθηκαν μετά την πάροδο του κινδύνου η οποία, (αμοιβή), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί την αξία των πραγμάτων που διασώθηκαν (Εφ.Πειρ. 194/2009, Εφ.Πειρ.751/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η αρωγή παρασχέθηκε από περισσότερους αρωγούς και δεν υπάρχει συμφωνία των μερών που ορίζει διαφορετικά, το άρθρο 15 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως ορίζει ότι ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ των αρωγών γίνεται με βάση τα κριτήριατου άρθρου 13. Δεν κάνει λόγο το άρθρο 15 παρ. 1 για την περίπτωση που τα μέρη έχουν συμφωνήσει δναφορεηκά. Ομως, γενικότερα, η συμφωνία των μερών επικρατεί της εφαρμογής των κριτηρίων του άρθρου 13, δυναμένη πάντως να προσβληθεί με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της Διεθνούς Συμβάσεως (Εφ.Πειρ.318/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η δε οφειλόμενη γι` αυτήν αμοιβή κατανέμεται μεταξύ τους, ανάλογα με τη συμβολή του καθενός από αυτά στη διάσωση του πλοίου που κινδύνευσε (Εφ.Πειρ.906/2009 ΕΝΔ 2010.68, Εφ.Πειρ. 4/2008 ΕΝΔ 2008.139).

V. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, αλλά και μόνον εκείνα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεv προσκoμίσθηκαv νοούνται και εκείνες των οποίων δεν εγινε σαφής και ορισμένη, επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου που είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.1127/2013, Α.Π.87/2013, Α.Π.48/2013, Α.Π.1365/2012, Α.Π.1352/2012, Α.Π.1182/2012, Α.Π.133/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ` έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ.Α.Π.9/2000, 14/2005). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 (αλλά και το ν. 3994/2011) και εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ., και στην κατ` έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή μέσα στην προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώπιον κάθε πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση από τους διαδίκους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον, κατά το άρθρο 36 του ν. 3994/13.7.2011, περιλαμβάνονται στα, κατά το άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ., περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες και τηρήθηκε η οριζόμενη από τη διάταξη αυτή προϋπόθεση, για την έγκυρη λήψη τους, δηλαδή η προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήευση του αντιδίκου του διαδίκου, που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, παράλληλα δε τέθηκε όριο, ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που κάθε διάδικη πλευρά μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρο 218 Κ.Πολ.Δ.) ή της ανταγωγής (άρθρο 268 Κ.Πολ.Δ.), δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (κύρωση με ν.δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις σοβαρές, κατά κανόνα, υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (Α.Π.1103/2011). Αν πρoσκoμισθούν από έvα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του Κ.Πολ.Δ., ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π.1103/2011). Εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα και δεν περιλαμβάνονται στα, κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δ., έγγραφα, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία τους στην απόφαση, η οποία (μνεία), αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει απο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π.197/2013, Α.Π.854/2012). Εξάλλου, η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει,να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή ο αριθμός, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (Α.Π. 1456/2013, Α.Π.1461/2013, Α.Π.638/2012, Α.Π.1136/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπό των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου και των εγγράφων, που οι διάδικοι επαναπροσκομίζουν μετά νομίμου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, επικλήσεως, μεταξύ των οποίων είναι η υπ` αριθμ. 490/24-3-2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου του Sebastian Schaeffer, που προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθηκε στα πλαίσια άλλης προγενέστερης δίκης, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Ολ.Α.Π.239/1975, Α.Π.339/2009, Α.Π.591/2002, Εφ.Λαμ. 114/2009, Εφ.Πειρ.381/2006, Εφ.Δωδ.292/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, που σχετίζεται με το ένδικο ατύχημα, αλλά και τα εν γένει έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε (Εφ.Λαμ. 18/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), καθώς και των υπ` αριθμ. 1891, 1892/5-11-2009 και 1912/9-11-2009 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των, .................................., που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπου και εμπροθέσμου, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., κλητεύσεως των αντιδίκων, όπως προκύπτει από τις υπ`αριθμ.1682Β/2-11-2009 και 1675Β/2-11-2009 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Αννας-Μαρίας Αντωνελάκη, που προσκομίζει η ενάγουσα και των υπ` αριθμ. 44986 και 44987/5-11-2009 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ανδρέα Χρονόπουλου των και. .............. της υπ` αριθμ. 720/6-11-2009 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ...................... του ..........................., που, επίσης, ελήφθησαν κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων, όπως προκύπτει από τις υπ`αριθμ.7701Γ και 7702Γ/2-11-2009 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Αικατερίνης Αγγελοπούλου, που προσκομίζει, μετά νομίμου επικλήσεως, η εναγομένη, μη λαμβανομένων υπόψη των υπολοίπων τριών ενόρκων βεβαιώσεων, που επικαλείται και προσκομίζει, διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, οι, πέραν των τριών πρώτων, προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και, ως τέτοιο, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και των φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφσβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), προκειμένου τα ως άνω να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη (άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ.) είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να παραλείπεται κάποιο άλλο, πλην των υπερβαινουσών τον προβλεπόμενο αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων, για την κατ` ουσία διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει αναφορά ειδικώς παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του υπ`αριθμ.6001717/2004 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που συνήψε η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρεία, δια της μεσίτριας εταιρείας με την επωνυμία ".........................."με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, καλύφθηκε ασφαλιστικά το υπό ελληνική σημαία μηχανοκίνητο τουριστικό σκάφος αναψυχής με το όνομα "......................."με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ............... και διεθνές διακριτικό σήμα ................, κ.ο.χ. 48,09, μήκους 17,45 μ., πλάτους 4,90 μ. και βάθους 2,02 μ., έτους ναυπήγησης 2003 και οι δύο (2) οκτακύλινδρες μηχανές πετρελαίου, MAN D 2848LE 403, ισχύος 588 KW εκάστης, που διέθετε, καθώς και ο υπόλοιπος εξοπλισμός αυτού, πλοιοκτησίας της ενάγουσας, το οποίο είναι εφοδιασμένο με την με αριθμό Φ.3344.1/4097/2003 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής. Η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης ανανεώθηκε με τα υπ` αριθμ............/2005, .............../2006 και ............../2007 ασφαλιστήρια συμβόλαια, με περίοδο ασφάλισης του τελευταίου εξ αυτών από 22.6.2007 έως 21.6.2008 και για ασφαλιζόμενη αξία όπως καθορίσθηκε, κατόπιν συμφωνίας των μερών, λαμβανομένης υπόψη και της σταδιακής μείωσης της εμπορικής αξίας αυτού, εξαιτίας της παλαιότητάς του, 830.000,00 ευρώ, έναντι ολικών ασφαλίστρων 8.510,04 ευρώ, καταβλητέων σε δύο (2) δόσεις των 4.255,02 ευρώ εκάστης στις 22-6-2007 και 22-12-2007. Η ως άνω (αρχική) σύμβαση είχε καταρτισθεί κατόπιν διαπραγματεύσεων των διαδίκων, στο πλαίσιο των οποίων η ενάγουσα είχε υποβάλει προς την εναγομένη την από 3-6-2004 έγγραφη πρότασή της περί ασφαλίσεως του εν λόγω σκάφους, μέσω της ως άνω ασφαλιστικής πράκτορα. Οπως συνομολογείται, η επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση και, συνακόλουθα, η εξ αυτής απορρέουσα, ήδη ένδικη, διαφορά διέπονται από τον αγγλικό νόμο της θαλάσσιας ασφάλισης, το κοινό δίκαιο, αλλά και την αγγλική πρακτική και πλέον συγκεκριμένα τις επισυναπτόμενες στο ασφαλιστήριο και αποτελούσες αναπόσπαστο τμήμα αυτού Ρήτρες του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985), αλλοδαπό δίκαιο στο οποίο τα μέρη, με όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εγκύρως υποβλήθηκαν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 εδ. α Α.Κ. (μη εφαρμοζόμενης επί ασφαλιστικών συμβάσεων, ως εν προκειμένω, της κυρωθείσας με το ν. 1792/1988 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης 1980, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 αυτής), όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το μη πληττόμενο σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, δοθέντος ότι αποτελεί καθιερωθείσα συναλλακτική πρακτική οι ασφαλιστικές συμβάσεις, που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλωτά ναυπηγήματα (σκάφη) και πλοία, να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, λόγω της ευελιξίας του δικαίου τούτου, της αυστηρότητάς του, της απαρεγκλήτου τηρήσεως των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους συμβαλλόμενους, την επί σειρά ετών νομολογιακή διαμόρφωσή του και την καθιέρωση του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική. Επομένως, λόγω της ανωτέρω συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων ρήτρας, η ύπαρξη και η εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως και οι όροι αυτής, θα κριθούν σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, εφόσον τούτο διέπει την επίδικη σύμβαση. Τόσο στο αρχικό ασφαλιστήριο, όσο και στα ανανεωτήρια αυτού ανεγράφη ότι δεν ισχύουν για την προκειμένη ασφάλιση οι όροι 5.1, 10.1, 10.6, 10.10, 11.6.3, 19.3, 21 και 22 των Ρητρών του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής. Την 1η-7-2007 και περί ώρα 11.00 το ως άνω σκάφος απέπλευσε από τη μαρίνα του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας στο Φάληρο Αττικής, με κυβερνήτη, σύμφωνα με το από 15-6-2007 ναυλοσύμφωνο διάρκειας ενός μηνός, το ναυλωτή.....................κάτοχο άδειας χειριστή ταχύπλοου σκάφους, με προορισμό το Αγκίστρι Αίγινας, όπου κατέπλευσε στις 12.15 και απέπλευσε στις 13.30 με κατεύθυνση την Πέρδικα Αίγινας. Επί του σκάφους επέβαιναν, επίσης, οι............................................. Στις 16.55, και αφού επιβιβάστηκαν--τέσσερα ακόμη άτομα, οι .............................το σκάφος απέπλευσε από την Πέρδικα Αίγινας με προορισμό τη μαρίνα του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Λίγη ώρα μετά και ενώ το σκάφος έπλεε στη θαλάσσια περιοχή του ακρωτηρίου Τούρλος της Αίγινας (2,8 ν.μ. βορείως του όρμου της Αγίας Μαρίνας), όπου έπνεαν βόρειοι-βορειοανατολικοί άνεμοι εντάσεως 4-5, με ριπές 6, της διεθνούς κλίμακας μποφόρ, λόγω αμέλειας του ως άνω κυβερνήτη, το σκάφος προσέκρουσε σε χαρτογραφημένο ύφαλο, με αποτέλεσμα να αποκοπεί ο δεξιός άξονας, να στραβώσουν ο αριστερός άξονας, η αριστερή προπέλα και τα δύο τιμόνια, ενώ στο εσωτερικό του μηχανοστασίου καταστράφηκε η μία ρεβέρσα και εισέρχονταν ύδατα. Ο ως άνω κυβερνήτης αμέσως έσβησε τις μηχανές, πόντισε την άγκυρα του σκάφους, η οποία και το συγκράτησε και, αφού έκανε έλεγχο του σκάφους και διαπίστωσε εισροή υδάτων και ακυβερνησία αυτού, κάλεσε, μέσω του .............., εκπροσώπου της ενάγουσας, βοήθεια. Στις κλήσεις για βοήθεια ανταποκρίθηκαν αρχικά ένα μικρό ταχύπλοο σκάφος, αγνώστων στοιχείων, που έπλεε στην περιοχή, το οποίο δεν μπόρεσε να παράσχει βοήθεια, λόγω της μικρότερης ιπποδύναμης της μηχανής του και εν συνεχεία το υπό αγγλική σημαία σκάφος αναψυχής .............................., πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «..................» και με κυβερνήτη το.....................το οποίο, επίσης, έτυχε να πλέει στις νότιες ακτές του νησιού επιστρέφοντας από ταξίδι αναψυχής στη μόνιμη θέση ελλιμενισμού του στη μαρίνα του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Το προαναφερθέν σκάφος ρυμούλκησε το «.....................» στον όρμο της Αγίας Μαρίνας, αλλά, λόγω των αβαθών, το εγκατέλειψε 50 μέτρα από τα βραχώδη αβαθή του μυχού του όρμου της Αγίας Μαρίνας, στα οποία, μετά βεβαιότητας, θα συντριβόταν, λόγω της κατεύθυνσης των ανέμων, που ήταν προς τη στεριά, αν δεν επενέβαινε το αλιευτικό σκάφος «.................» του.............................το οποίο προσέδεσε το παρασυρόμενο σκάφος και το απομάκρυνε. Το τελευταίο σκάφος, που ανταποκρίθηκε στις κλήσεις για βοήθεια του «.............», ήταν το «.....................», N.A. αριθμ. ......., ιδιοκτησίας του ....................., ο οποίος είναι κάτοχος πτυχίου επαγγελματία δύτη και διαθέτει καταδυτικό συνεργείο. Ο τελευταίος περί ώρα 17.35, και αφού, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με το Λιμεναρχείο Αίγινας, επιβιβάστηκε επί του σκάφους του ο υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος ........................, αναχώρησε με το ως άνω σκάφος για την περιοχή Τούρλος, για τον εντοπισμό και την παροχή βοήθειας στο κινδυνεύον σκάφος. Οταν έφθασε στην περιοχή, το «............................» είχε ήδη απομακρυνθεί και γι` αυτό μετέβη στον όρμο της Αγίας Μαρίνας, όπου με τη βοήθεια του ολοκληρώθηκε η πρόσδεση. Ακολούθως, ο ..................διενήργησε έλεγχο των υφάλων του σκάφους, προχώρησε σε απάντληση των υδάτων με μέσα του σκάφους «................» και σε στεγανοποίηση του ρήγματος. Επειδή δε ο όρμος της Αγίας Μαρίνας δεν παρείχε πλήρη ασφάλεια, προχώρησε σε ρυμούλκηση του «...........................» στο λιμάνι της Αίγινας, όπως συνομολογείται και από την ενάγουσα, ενώ την επομένη ημέρα το επίδικο σκάφος ρυμουλκήθηκε από το Ρ/Κ «..........................» με προορισμό την Δ μαρίνα της Γλυφάδας, όπου αφίχθη στις 18.30, προκειμένου να αποκατασταθούν οι βλάβες που είχε υποστεί. Από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η διάσωση του «............................» επετεύχθη μετά τις πολύωρες προσπάθειες του συνεργείου του...............και για το λόγο αυτό μόνο το εν λόγω, διασωστικό συνεργείο εδικαιούτο της, κατά νόμο, αμοιβής, οι οποία και κατεβλήθη από την εναγομένη, ενώ, αντιθέτως, οι προπεριγραφείσες ενέργειες του σκάφους «.............................» δεν επέφεραν κάποιο ωφέλιμο, για το κινδυνεύον σκάφος, αποτέλεσμα, ώστε να δικαιούται, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, νόμιμη αμοιβή για επιθαλάσσια αρωγή. Η ρυμούλκηση του ενδίκου σκάφους από το «.........................."από το σημείο όπου συνέβη το ατύχημα έως τον όρμο της Αγίας Μαρίνας δεν επέφερε κάποιο ωφέλιμο αποτέλεσμα για το κινδυνεύον σκάφος. Στο σημείο, όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο το «.............................», μετά την πρόσκρουση στον ύφαλο, δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο έκπτωσής του στην ακτή, αλλά κίνδυνο ολοσχερούς κατάκλισής του με θαλάσσια ύδατα, μέσω των ανοιγμάτων στη γάστρα του, με αποτέλεσμα την καθολική βύθισή του. Οι υπηρεσίες, που ήταν αναγκαίες για τη λύτρωση του επιδίκου σκάφους από τον κίνδυνο που άμεσα το απειλούσε, ήταν η απάντληση των ήδη συσσωρευμένων στο εσωτερικό του ποσοτήτων θαλασσινού νερού, η στεγανοποίηση των ανοιγμάτων στον πυθμένα του και εν συνεχεία η ανέλκυση του στην ξηρά. Για την απάντληση του ήδη συσσωρευμένου νερού ήταν αναγκαία η χρήση ισχυρών φορητών απαντλητικών εξαρτημάτων, για τη στεγανοποίηση του ρήγματος ήταν αναγκαία η εκτέλεση υποβρύχιας επιχείρησης με τη χρήση στεγανοποιητικών υλικών, ενώ για την ανέλκυση του στην ξηρά ήταν αναγκαία η μεταφορά του σε τόπο όπου διέθετε τις απαραίτητες, για τέτοιες εργασίες, εγκαταστάσεις, μέσα και υποδομές. Ο πλησιέστερος τόπος, που διέθετε τα κατάλληλα μέσα για την ανέλκυση του σκάφους στην ξηρά, βρισκόταν επί των βορείων ακτών του νησιού, σε απόσταση περί τα 10 ν. μ. από τον τόπο του συμβάντος. Επομένως, το, μετά από εξώδικο συμβιβασμό, που επέφερε παραίτηση από την από 10-01-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1258/7-02-2008 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καταβληθέν στις 28-5- 2008 από την ενάγουσα στην πλοιοκτήτρια, τον πλοίαρχο και το μοναδικό μέλος πληρώματος του «.......................................................», ως αμοιβή επιθαλάσσιας αρωγής, συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ δεν αποτελεί δαπάνη που καταβλήθηκε για σωστικές υπηρεσίες που οδήγησαν στην αποτροπή ζημιών από ασφαλισμένο κίνδυνο που απειλούσε το επίδικο σκάφος, ώστε να αποτελεί καλυπτόμενη δαπάνη από την μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστική σύμβαση, καθότι, και μετά τη διακοπή των υπηρεσιών του προαναφερθέντος πλοίου, το «....................» συνέχισε να βρίσκεται σε κίνδυνο, τον οποίο τελικά απέτρεψαν άλλοι διασώστες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε το ποσό των 40.000,00 ευρώ έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, όπως βασίμως υποστηρίζεται με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση έφεσης, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και κατ` ουσία. Η εναγομένη με την από 22-4-2008 εξώδικη δήλωση, η οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα αυθημερόν, κατάγγειλε την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση, ισχυριζόμενη ότι το ασφαλιζόμενο σκάφος της ενάγουσας, κατά παράβαση σχετικού συμβατικού όρου, χρησιμοποιείτο για επαγγελματικές ναυλώσεις και όχι για ιδιωτική αναψυχή του ιδιοκτήτη του. Η καταγγελία αυτή επέφερε τη λύση συμβάσεως για το μέλλον και οφείλει η εναγομένη, σύμφωνα με ρητό όρο της συμβάσεως, να προβεί σε αναλογική ημερήσια επιστροφή του καθαρού ασφαλίστρου υπολογιζόμενη επί των ασφαλίστρων που έχουν χρεωθεί για την περίοδο της ενεργούς υπηρεσίας. Οφείλει, επομένως, η εναγομένη να επιστρέψει στην ενάγουσα τα αναλογούντα στο χρονικό διάστημα από 23-4-2008 έως 21-6-2008 ασφάλιστρα, λόγω της πρόωρης λήξης της συμβάσεως ασφαλίσεως, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 1.591,58 ευρώ, δεδομένου ότι τα ασφάλιστρα του β εξαμήνου ανέρχονταν σε 4.774,74 ευρώ. Ισχυρίζεται η εναγομένη ότι η ενάγουσα παραβίασε το καθήκον της υπέρτατης καλής πίστης, καθόσον, κατά τις διαπραγματεύσεις, παραβίασε την υποχρέωση ανακοινώσεως οποιουδήποτε περιστατικού θα επηρέαζε την κρίση της, ως ασφαλιστή, και την παραπλάνησε ως προς τη χρήση του ασφαλισθέντος σκάφους, καθώς και ότι αθέτησε δύο ρητές εγγυήσεις, που περιλήφθησαν στην επίδικη σύμβαση ασφαλίσεως, δηλαδή ότι το ασφαλισθέν σκάφος θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά και μόνο για την προσωπική αναψυχή του ιδιοκτήτη του και ότι ο ιδιοκτήτης ή επαγγελματίας καπετάνιος θα ήταν χειριστής του και θα βρισκόταν πάντα επ` αυτού, όταν θα ταξίδευε, καθόσον η ενάγουσα ναύλωνε τούτο σε τρίτους έναντι ανταλλάγματος. Πλην όμως, η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Η μοναδική περίπτωση που προέκυψε είναι η ένδικη, για την οποία η εναγομένη είχε, μέσω της προαναφερομένης ασφαλιστικής πράκτορα, ενημερωθεί με την από 27-4-2007 επιστολή της ενάγουσας, στην οποία αναγραφόταν ότι το σκάφος θα ναυλώνεται με κυβερνήτη το ......................του οποίου η άδεια χειριστή ταχύπλοου σκάφους είχε επισυναφθεί στην επιστολή, και είχε συναινέσει, σύμφωνα με σχετικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης, ενέκρινε δε, μετά το ένδικο ατύχημα, με την καταβολή στις 21-8-2007 στον .....................................του ποσού των 80.000,00 ευρώ, για τις υπηρεσίες που προσέφερε για τη διάσωση του σκάφους και στις 5-12-2007 στην ενάγουσα του ποσού των 75.782,73 ευρώ, που απαιτήθηκε για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών του σκάφους. Ως προς τον ισχυρισμό της εναγομένης, τέλος, ότι η ενάγουσα παρέλειψε να λάβει δικαστικά μέτρα κατά του υπαιτίου του ενδίκου ατυχήματος, ώστε να ελαχιστοποιήσει, με τον τρόπο αυτό, την ζημία, που υπέστη, εφόσον η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα τα ως άνω ποσά, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ασφαλισμένης ενάγουσας και η ίδια ενομιμοποιείτο ενεργητικώς για τη δικαστική αποκατάσταση της ζημίας. Επομένως, απορριπτομένων των σχετικών λόγων της υπό κρίσης έφεσης και εφόσον δεν αποδείχθηκε εξαπάτηση της εναγομένης από την ενάγουσα, η τελευταία δικαιούται επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι εφέσεως, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και κατ` ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και κατά το μη θιγέν μέρος αυτής, χάριν της ενότητας της εκτελέσεως εν ευρεία έννοια (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2003, σελ. 430 επ., Α.Π. 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, Εφ.Πειρ.602/2011, Εφ.Λαμ.18 και 15/2011, Εφ.Πειρ. 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής. Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία και έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενό της, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές μείζονες σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 346 Α.Κ., 176, 907, 908 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ` ουσία και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.591,58 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 Α.Κ.). Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν.4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κωδικός, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την από 8-3-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου 286/8-3-2010 και αριθμό πρωτοκόλλου Εφετείου Πειραιώς 279/8-3-2010 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 246/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (1.591,58), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσιβλήτου- ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιουνίου 2014 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Ιουνίου 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

Πολιτική δικονομία. Εμπράγματες αγωγές για ακίνητα. Υποχρέωση προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ ως προϋπόθεση του παραδεκτού. Μη εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 ως αντίθετη προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, παροχής...15203/2014 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

15203/2014 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 628410) 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΔΕΕ 2014/881 , ΑΡΜ 2014/1854) Πολιτική δικονομία. Εμπράγματες αγωγές για ακίνητα. Υποχρέωση προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ ως προϋπόθεση του παραδεκτού. Μη εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 ως αντίθετη προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, παροχής έννομης..
προστασίας από τα δικαστήρια και της αρχής της αναλογικότητας. Διάκριση της ανωτέρω υποχρέωσης από αυτήν του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, που απαγορεύει τη συζήτηση εμπράγματης αγωγής, της οποίας το αντικείμενο φέρεται να περιήλθε στον ενάγοντα με κληρονομική διαδοχή, εάν δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου για την υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας, καθόσον η εν λόγω διάταξη επιβάλει μόνο υποχρέωση υποβολής δήλωσης και όχι και καταβολής και εξόφλησης του αντίστοιχου φόρου. Διεκδικητική αγωγή. Σώρευση αιτήματος ακυρότητας συμβολαίου και απόδοσης ωφελημάτων. Μη νόμιμο το αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας του συμβολαίου λόγω έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάσαντος. Η σύμβαση είναι έγκυρη, δεν μεταβιβάζεται όμως η κυριότητα από μη κύριο. Αποδοχή κληρονομίας σε ποσοστό ακινήτου που ανήκε σε έτερο κληρονόμο και μεταβίβαση αυτού στους εναγόμενους. Ενσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων λόγω κτήσεως του ακινήτου με τις διατάξεις της τακτικής χρησικτησίας. Λόγω της κακοπιστίας της δεν προσμετράται ο χρόνος της νομής της δικαιοπαρόχου των εναγομένων στον χρόνο της καλόπιστης χρήσης τους συνεπώς δεν συμπληρώνεται η απαιτούμενη δεκαετία. Απορρίπτει ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της άσκησης της αγωγής δεκατρία έτη μετά το θάνατο του κληρονομούμενου. Επιδικάζει ωφελήματα. Δεκτή η αγωγή.


  
ΑΠΟΦΑΣΗ 15203/2014 Αριθμός κατάθεσης κλήσης: 27787/07.11.2013 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Πέτρο Αλικάκο, Πρωτοδίκη, Χρυσάνθη Νεραντζίδου, Πάρεδρο(επειδή κωλύονται οι λοιποί Τακτικοί Δικαστές) - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ζωή Παπαδοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 31 Ιανουαρίου του 2014, για να δικάσει τις με αριθμό κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 11576/2011 διεκδικητική αγωγή και 2435/2013 προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που φέρονται προς συζήτηση με την με αριθμό 27787/7-11-2013 κλήση, κατόπιν της με αριθμό 6705/06.8.2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε στο παρόν δικαστήριο, μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ κύριας αγωγής: …………………………………………………….., κατοίκου Ραχώνας Νομού Πέλλας, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Τορπουζίδη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 6416), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. 

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ κύριας αγωγής: 1) …………………… του …………………………………. της …………………………, κατοίκου Χαριλάου Θεσσαλονίκης, οδός ………………………………. και 2) …………………………… του …………………… και της …………………………. κατοίκου ομοίως, που παραστάθηκαν αμφότεροι διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Τσιάκου (ΑΜΔΣΘ 2941), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ- ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ παρεμπίπτουσας αγωγής: 1) …………………………………………………………. και της ……………………, κατοίκου …………………………………………………………. Θεσσαλονίκης, οδός ………………………………… αρ. …..και 2) …………………………………….κατοίκου ομοίως, που παραστάθηκαν αμφότεροι διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Τσιάκου (ΑΜΔΣΘ 2941), η οποία δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου της με αρ. κατ. 2435/2013 προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσας αγωγής

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ παρεμπίπτουσας αγωγής: ……………………… του ………………………………………………., κατοίκου Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης, η οποία δεν παραστάθηκε.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση, με την με αριθμό 27787/7.11.2013 κλήση, η με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου 11576/7.11.2013 διεκδικητική αγωγή της καλούσας- ενάγουσας κατά των καθ’ ων η κλήση - εναγομένων και η με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου 2435/4.2.2013 προσεπίκληση δικονομικής εγγυήτριας - παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης των δεύτερων κατά της ………………………………………, κατόπιν της με αριθμό 6705/6.8.2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που κήρυξε εαυτό καθ’ ύλη αναρμόδιο και τις παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο. Ωστόσο με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των καθ’ ων η κλήση - προσεπικαλούντων -εναγόντων (παρεμπίπτουσας αγωγής) στο ακροατήριο, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αυτοί παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της με αριθμό κατ. 2435/2013 προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης κατά της ..............., η οποία αν και κλητεύθηκε νόμιμα για τη σημερινή δικάσιμο (βλ. την με αριθμό 1924γ/20.11.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κουρκουβάτη) δεν παρέστη, οπότε και η εν λόγω προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (άρθρα 294,295 ΚπολΔ). 

Με το Ν.4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται « 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2.Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου….. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής,…..» , στο άρθρο 2 αυτού « 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως…. γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) ….ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους…. ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται…..3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του….8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα…», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Αρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού.. 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη……5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.» Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ενωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Ομως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Αλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, MoνΠρωτΧαν 2/2014 (δημ.στην τράπεζα ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, MoνΠρωτΧαν 210/2014 αδημ., ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία Ι σ. 415). Εξάλλου, ειδικά στην περίπτωση της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου του άρθρου 1094 του ΑΚ, με την οποία ο ενάγων αξιώνει την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση του πράγματος από τον εναγόμενο που νέμεται ή κατέχει το ακίνητο, αφενός δεν νοείται να είναι φορολογικά υπόχρεοι για το ίδιο ακίνητο τόσο ο ενάγων που το διεκδικεί, όσο και ο εναγόμενος που το νέμεται και που συνήθως προβάλει δικαίωμα ιδίας κυριότητας, οπότε υπάρχει πολλαπλή φορολόγηση του ιδίου ακινήτου, και μάλιστα με μη δυνατότητα επιστροφής του καταβληθέντος φόρου στον ηττηθέντα διάδικο, αφετέρου ο ενάγων καλείται να καταβάλει φόρο για ένα ιδιοκτησιακό αγαθό που βρίσκεται σε επιδικία και επιπλέον δεν απολαμβάνει. Τέλος, είναι διαφορετική η περίπτωση του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, που απαγορεύει τη συζήτηση εμπράγματης αγωγής, της οποίας το αντικείμενο φέρεται να περιήλθε στον ενάγοντα με κληρονομική διαδοχή, εάν δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου για την υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας ή πράξη επιβολής φόρου, καθόσον η εν λόγω διάταξη -σε αντίθεση με την προρρηθείσα του άρθρου 9 παρ.2 του Ν.4223/2013- επιβάλει μόνο υποχρέωση υποβολής δήλωσης και όχι και καταβολής και εξόφλησης του αντίστοιχου φόρου. Αλλωστε η πάγια νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ ολ 1331/1985 Ελλ.Δ/νη 26.1133, ΑΠ 437/1998 Ελλ.Δ/νη 39.1275, ΕφΘρ 214/2014 ΝΟΜΟΣ) έκρινε ότι η μη αναστολή της συζητήσεως, κατά τις επιταγές της διατάξεως του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973 που επιδιώκει φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, που δεν διέταξε την αναστολή, για την επίτευξη των επιδιωκομένων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν δημιουργεί απαράδεκτο, που συνεπάγεται την εξαφάνιση της απόφασης, που δεν το διέταξε . 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί αυτών, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από του χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνον εάν αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί τούτο(ΑΠ 1722/2011, Τ.Ν.Π Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθ. 1 και 1198 ΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ακινήτου μεταβιβάζεται με σύμβαση, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται. Για να μεταβιβαστεί όμως με σύμβαση η κυριότητα ακινήτου, για οποιαδήποτε αιτία, χαριστική ή επαχθή, απαιτείται να υπάρχει το δικαίωμα σ` εκείνον, ο οποίος το μεταβιβάζει, κατά το χρόνο μεταγραφής της σχετικής συμβάσεως (ΑΠ 934/2000 ΑρχΝ 2001.490, ΑΠ 888/1977 ΝοΒ 1978.703, ΕφΑθ 4562/1992 ΑρχΝ 1992.464, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΑΚ, υπ` άρθρο 1033 αριθ. 2). Εάν, συνεπώς, εκείνος που μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή η κυριότητα αυτού, σύμφωνα με τη γενική αρχή του β.ρ.δ «ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος» (Πανδ. 50 . 17.54 - Βασ 2.3.54), η οποία έχει διατηρηθεί και υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα (ΕφΔωδ 82/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 1997.1901, ΕφΑθ 7217/1991 ΕλλΔνη 1993.637, Μπαλής, ΓενΑρχ, 8η έκδ., παρ. 30, σελ. 95 και ΕμπρΔικ, 4η έκδ., παρ.61, σελ. 160 επ., Απ. Γεωργιάδης, Εμπρ Δικ, τ. ΙΙ.1, σελ124). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι άκυρη η δικαιοπραξία και μάλιστα τόσο η υποσχετική, όσο και η εκποιητική, η οποία καταρτίζεται σε εκτέλεση της υποσχετικής (ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 38.1900, ΕφΘεσ 2462/1990 ΕλλΔνη 33.1224, ΕφΑθ 1008/1982 Αρμ ΛΣΤ.718, Γαζής στην ΕρμΑΚ, υπ` άρθρο 513, Ζέπος, ΕνοχΔικ, Β` έκδ., σελ. 57). Επομένως, όπως συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 ΑΚ, η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (βλ. ΑΠ 729/2011 ΕλλΔνη 2011.1027, ΑΠ 1199/1989 ΕλλΔνη 1991.531, ΕφΑθ 2077/2009 ΕλλΔνη 2010.785, ΕφΔωδ 305/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 1997. 1901). Εναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτήν απαιτείται (1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος και συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (ΕφΠειρ 503/1997 ό.π., ΠΠρΑθ 3746/2011 Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή προκύπτει, ότι ο κύριος ακινήτου αξιώνει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του ακινήτου. Ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στο δεύτερο αίτημα ή μόνο στο πρώτο αίτημα, οπότε η αγωγή έχει το χαρακτήρα αναγνωριστικής. Η σημασία αναφέρεται στην έκταση του δεδικασμένου. Στη δίκη πάντως που αφορά διεκδικητική αγωγή κρίνεται παρεμπιπτόντως και το δικαίωμα της κυριότητας, γιατί στην αγωγή αυτή, κατά νομική αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας χωρίς να πρόκειται για σώρευση αγωγών (ΑΠ 135/2012 Τ.Ν.Π. Νόμος). Ο αληθής κύριος στην διεκδικητική του αγωγή έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου» (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, ό.π., παρ. 117, 4δ, σελ. 308), με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης, λόγω της έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάσαντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν μεταβιβάσας δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αποκτών, λόγω της έλλειψης αυτής του δικαιοπαρόχου, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., 117, 4ζ, ΕφΠειρ 503/1997 ό.π.). Επιπροσθέτως δε, η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς, η οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν έχει ανάγκη ανακοινώσεως σε άλλον, τελειούται με την δήλωση και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Η δήλωση όμως αυτή είναι άκυρη: α) εάν έγινε από ανίκανο για δικαιοπραξία, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες γι’ αυτό διατυπώσεις, β) εάν έγινε από πλάνη για τον λόγο της επαγωγής, γ) εάν έγινε πριν από την επαγωγή και δ) εάν έγινε με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς, ε) ενώ ακόμη είναι δυνατόν να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή βάσει των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επ., 150 επ., 1526, 1527, 1625, 1851,1857 ΑΚ), στ) ενώ η σχετική δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς δυνατόν επίσης να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής (ΑΠ 729/2011 ΕλλΔνη 2011,1027, Εφθεσ 300/2010 Αρμ 2011,776, Β. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ», τόμος ΣΤ`, ημίτομος Α`, άρθρο 1857 ΑΚ, παρ. 1, σελ. 622-623, Αναστασίου Αθανασόπουλου «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμος Β`, άρθρα 1195- 1197 ΑΚ, αρ. 3, σελ. 952, Απ. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ», τόμος IX, άρθρο 1857 ΑΚ, σελ. 559-560) ή ζ) ως άκυρη εάν γίνει για μέρος μόνον της κληρονομιάς (ΠΠρΑμφ 87/2012, Τ.Ν.Π. Νόμος).Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 εδαφ. α` του ΑΚ προκύπτει, ότι ο νομέας του πράγματος ενέχεται σε απόδοση των ωφελημάτων που έχουν εξαχθεί από αυτό και εκείνων που μπορούσαν να εξαχθούν κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης από την επίδοση της (διεκδικητικής) αγωγής. Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας για την οποία νέμεται το πράγμα και ανεξαρτήτως οχλήσεως προς απόδοση και αρκεί η πληροφόρηση του νομέα με οιονδήποτε τρόπο, ότι δεν έχει δικαίωμα νομής (ΑΠ 958/2004 Τ.Ν.Π Νόμος). 

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει ότι ο πατέρας της ................. του ............. και της ............. και η δεύτερη σύζυγός του .................. απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το λεπτομερώς στην αγωγή περιγραφόμενο διαμέρισμα 4ου ορόφου οικοδομής κείμενης στη Θεσσαλονίκη επί της οδού ............ αρ....., εμβαδού 34 τμ , δυνάμει του με αριθμό ......./31.1.1997 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .............., που νόμιμα μεταγράφηκε. Οτι η ίδια μετά το θάνατο του ανωτέρω την 17-1-1998, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καλούμενη στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής με τον αδερφό της και την τότε σύζυγο του θανόντα, τον κληρονόμησε κατά τα 3/8 και κατέστη κυρία σε ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, δυνάμει της με αριθμό 44/2010 Εκθεσης Αποδοχής Κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, νομίμως μεταγραφείσης εις τόμο .... και αριθμό .... των Βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η σύζυγος του πατέρα της .............., πέρα από το ποσοστό που λόγω αγοράς της ανήκε, αποδέχτηκε κακόπιστα δυνάμει της με αριθμό ......../10.7.1998 αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .................. και όλο το υπόλοιπο ποσοστό του 50% του θανόντα συζύγου της, εμφανιζόμενη ως η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η οικογενειακή μερίδα που δημιουργήθηκε στην Κοινότητα Κλειδιού Ημαθίας για τον ερχόμενο από τη Γεωργία Ελληνα σύζυγό της δεν ήταν ενήμερη. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έτσι η σύζυγος του πατέρα της .......... εμφάνισε εαυτήν αποκλειστική κυρία, νομέα και κάτοχο του ως άνω ακινήτου, το οποίο εν συνεχεία και χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα τουλάχιστον για το ποσοστό 18,75% που η ενάγουσα αναδρομικά κι εκ του χρόνου επαγωγής απέκτησε αποδεχόμενη την κληρονομιά του πατέρα της, πούλησε δυνάμει του με αριθμό ........../2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ......... κατ΄ ισομοιρία στους εναγομένους που τώρα το νέμονται ότι η μισθωτική αξία όλου του ακινήτου είναι 250 ευρώ μηνιαίως, του δε ποσοστού της ενάγουσας 46,87 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητά: α) να αναγνωριστεί ότι είναι συγκυρία του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου της κατά ποσοστό 18,75% και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα τόσο της με αριθμό 3308/10.7.1998 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..................., όσο και του με αριθμό ....../2003 πωλητήριου συμβολαίου της ιδίας, τουλάχιστον κατά το ποσοστό που είναι κυρία η ενάγουσα, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρο ως απόδοση ωφελήματος, το ποσό των 46,87 ευρώ μηνιαίως από την επίδοση σε αυτούς της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το ιστορικό και τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή στην οποία σωρεύονται διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου, αγωγή ακύρωσης συμβολαίου και απόδοσης ωφελημάτων (στην οποία παραδεκτά δηλώνεται η παραίτησή τους από το δικόγραφο της με αριθμό 16.882/2.11.2010 αγωγής τους), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (αρ. 7, 9, 11 περ. 1, 18 και 30 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η δεύτερη σωρευόμενη αγωγή, συνιστά διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη προηγηθείσα νομική σκέψη, το αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας συμβολαίου πώλησης λόγω έλλειψης κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντα, αλλά και το αίτημα ακύρωσης της αποδοχής κληρονομιάς ως δικαιοπραξίας για λόγο που δεν περιλαμβάνεται στους ανωτέρω εκτιθέμενους δεν είναι νόμιμα, και επομένως η αντίστοιχη σωρευόμενη αγωγή, είναι μη νόμιμη κι απορριπτέα. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις 1094, 1096, 1193, 1194, 1195, 1710, 1813, 1820, 1846 του ΑΚ και 907, 908, 176 ΚΠολΔ και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της δεδομένου ότι για το παραδεκτό της : α) περίληψή της έχει εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο κι επικαλούμενο με αριθμό 24.579/5.8.2011 σχετικό πιστοποιητικό, β)έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ.τα προσκομιζόμενα υπό σειρά Α αγωγόσημα με αριθμούς 397710, 397709, 358973, 432806, 432807, 593044) και γ) προσκομίσθηκε η κατ΄άρθρο 5 του Ν.2308/1995 δήλωση κτηματογράφησης, ενώ κατά την νομική σκέψη που προηγήθηκε δεν υποχρεούται η ενάγουσα στην προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. καθότι το ακίνητο βρισκόταν στη νομή των εναγομένων οι οποίοι και ήταν φορολογικά υπόχρεοι ως προς αυτό. 

Για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, με την οποία απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος άμα υπερβαίνει τα όρια τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, πρέπει από τη μια μεριά ο δικαιούχος να μην έχει ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το δικαίωμά του, από την άλλη δε να συντρέχουν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο δικαιούχος έχει δημιουργήσει με τη συμπεριφορά του εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και έτσι η παρ’ όλα αυτά άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σ` ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες και για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρήθηκε και που η ανατροπή του συνεπάγεται βαριές συνέπειες για τον υπόχρεο, να αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1023/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Οι καθ’ ων η κλήση - εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας αμφισβητώντας τη συγγενική της σχέση με τον ............ Περαιτέρω κι επικουρικά ισχυρίζονται ότι καταχρηστικά η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμά της δεκατρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα της ανατρέποντας μια ήδη δημιουργηθείσα από αυτούς κατάσταση σχετιζόμενη με την απόκτηση, τη συντήρηση κι απόλαυση του ακινήτου επιπλέον ότι οι ίδιοι νέμονται και κατέχουν καλόπιστα το ακίνητο πλέον της οκταετίας από τότε που το αγόρασαν, σε συνέχεια της επί πενταετίας καλόπιστης νομής και κατοχής αυτού από την δικαιοπάροχό τους, οπότε και το έχουν έτσι αποκτήσει. Ο πρώτος εκ των ανωτέρω ισχυρισμών σκοπεί να θεμελιώσει την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος που απορρίπτεται ως μη νόμιμος διότι και αληθές υποτιθέμενο το πραγματικό των ισχυρισμών που επικαλούνται οι εναγόμενοι δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για τη συνδρομή της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη. Ο δεύτερος ισχυρισμός συνιστά την ένσταση της τακτικής χρησικτησίας, είναι νόμιμος θεμελιούμενος στα άρθρα 1041 και 1051 του ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, ενός για κάθε διάδικη πλευρά, που περιέχονται στα με αριθμό 6705/2013 πρακτικά της 11.4.2013 δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπό κρίση αγωγής, καθώς και από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η ενάγουσα, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο .................. του .......... και της .......... γεννήθηκε στις 17.12.1939 στο Σοχούμι Αμπχαζίας Γεωργίας και στις 3.12.1965 παντρεύτηκε την επίσης ελληνικής ιθαγενείας ............... του ............. Στον έγγαμο βίο τους οι ανωτέρω απέκτησαν δύο τέκνα, την ...............(ενάγουσα) που γεννήθηκε στις 26.9.1966 στο Ρουστάβι της Γεωργίας, γενομένης σχετικής καταχώρησης στο αρμόδιο ληξιαρχείο με αριθμό πράξης 1422/3.10.1966 και τον ........... που γεννήθηκε στο ίδιο μέρος στις 30.7.1971, γεγονός επίσης καταχωρημένο με αριθμό πράξης 1283/5.8.1971. Εν συνεχεία, ο μεταξύ αυτών γάμος λύθηκε στις 17.12.1989 συνταχθείσης επ’ αυτού της με αριθμό 63 πράξης στο ληξιαρχείο του Τετριτσκάρο, ενώ εκδόθηκε και το με αριθμό 397340/20.1.1990 πιστοποιητικό διάλυσης του γάμου τους. Το έτος 1997 ο ............. ήλθε προς εγκατάσταση στην Ελλάδα, όπου μετά την διαπίστωση της από γεννήσεως ελληνικής ιθαγένειάς του δυνάμει της με αριθμό 158/15.1.1997 απόφασης του Νομάρχη Ημαθίας, εξέδωσε το με αριθμό ........... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, κατέστη δημότης Κοινότητας Κλειδιού Ημαθίας και κατοίκησε στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω προκύπτουν από τα επικυρωμένα αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που προσκομίζει κι επικαλείται η ενάγουσα, τα δε πιστοποιητικά γέννησης αυτής και του αδερφού της, το διαβατήριο της μητέρας της και το πιστοποιητικό λύσης του γάμου των γονέων της, συνταγμένα στη ρωσική γλώσσα με συνημμένη την επίσημη μετάφρασή τους. Στην ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη Ημαθίας, πέρα της από γέννησης διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας του ..................., διαπιστώθηκε η από θρησκευτικό γάμο απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας της δεύτερης συζύγου του, ............. του ......... και της .........., γεννηθείσας στο Σοχούμι Αμπχαζίας, η οποία έτσι πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα, ενώ έμειναν κενά τα πεδία της απόφασης που αναφέρονται στην ύπαρξη τέκνων. Περαιτέρω, παραγγέλθηκε η εγγραφή της οικογένειας στο μητρώο αρρένων και στο δημοτολόγιο του Κλειδιού Ημαθίας, οπότε και ο Πρόεδρος της εν λόγω Κοινότητας ενέκρινε την εγγραφή των ανωτέρω στην με αριθμό ...... οικογενειακή μερίδα. Κατά την ανωτέρω διαδικασία της εγκατάστασης του .............. στην Ελλάδα και της πολιτογράφησής του με την έκδοση ελληνικού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ουδεμία αναφορά έγινε εκ μέρους του στην ύπαρξη των τέκνων που είχε αποκτήσει με την πρώην σύζυγό του ............ Πέραν τούτου και προς απόδειξη ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών ότι η ......................, ήταν σύζυγός του και δικαιούταν να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, έγινε χρήση του με αριθμό ............ αντιγράφου της με αριθμό ......... ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών, επί της οποίας μνημονεύεται ότι α) στο Αλαχάντσκι Αμπχαζίας τελέστηκε την 23/4/1968 ο πολιτικός γάμος των ανωτέρω για τον οποίο συνετάχθη η με αριθμό 184/23.4.1968 πράξη του εκεί Ληξιάρχου και β) ο χ.ο.(θρησκευτικός) γάμος έγινε στις 25.5.1968 μετά τον οποίο η σύζυγος κράτησε το επίθετο ............. Τα ανωτέρω βεβαιούμενα στην ληξιαρχική πράξη γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών η οποία προσκομίζεται σε απλό αντίγραφο και στην σε αυτή μνημονευόμενη ληξιαρχική πράξη του Ληξιάρχου του Αλαχάντσκι Αμπχαζίας, αλλοδαπού δημοσίου εγγράφου το οποίο ουδόλως προσκομίζεται, περί της οικογενειακής κατάστασης του .................. έρχονται σε αντίθεση και είναι λογικά ασύμβατα με τα περιστατικά που αποδεικνύονται από την ενάγουσα δεδομένου ότι εμφαίνεται α) ο δεύτερος γάμος του ............... να έχει τελεστεί, ενώ υφίσταται ο πρώτος, γεγονός που τον καθιστά δίγαμο, β) το δεύτερο παιδί του ........................ ονόματι ..............., να είναι γεννημένος μετά την τέλεση του β’ γάμου, αλλά από τη σύζυγο του α’ γάμου και γ) να τελείται γάμος κατά τον θρησκευτικό τύπο το 1968 στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα από την ενάγουσα με έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα ουδέποτε προσβλήθηκε, σε συνδυασμό με την μη προσκομιδή πρωτοτύπων εγγράφων από την πλευρά των εναγομένων συνηγορούν υπέρ της έγερσης αμφιβολιών για την υπόσταση του επικαλούμενου β γάμου του θανόντα κι όχι για τη συγγενική σχέση της ενάγουσας με αυτόν. Εξάλλου αυτή η πεποίθηση του Δικαστηρίου ενισχύεται εκ του ότι η ................ερχόμενη στην Ελλάδα με την μητέρα της δυνάμει της με αριθμό ............./27.9.2002 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας απέκτησε τη ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση στις 22.9.2003 κι εγγράφηκε στα δημοτολόγια του Δήμου Γιαννιτσών Νομού Πέλλης. Στην εκεί οικογενειακή μερίδα με αριθμό ......... εγγράφηκε η μητέρα της ......... ως αποκτήσασα την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση στις 6.6.2007 και ο αδερφός της .............ως αποκτήσας την ελληνική ιθαγένεια στις 30.7.1971 από γεννήσεως. Στα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα που μνημονεύθηκαν στην αρχή του σκεπτικού (πιστοποιητικά γέννησης ενάγουσας και αδελφού της, πιστοποιητικό διάλυσης γάμου των γονέων της) αναγράφεται η ελληνική ιθαγένεια αυτών των προσώπων. Ωστόσο, ερχόμενοι στην Ελλάδα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα ο καθένας, ανάλογα με το κάθε φορά επίκαιρο νομοθετικό καθεστώς, που ρύθμιζε την απόδοση ιθαγένειας στους ομογενείς, ο μεν .............. αλλά και ο υιός του ............... που τη αιτήθηκαν πριν το έτος 2000, τους αναγνωρίστηκε λόγω γέννησης, η δε ενάγουσα και η μητέρα της που την αιτήθηκαν μετά την αλλαγή του νόμου το 2000, τους αποδόθηκε λόγω πολιτογράφησης. Με την ανωτέρω δε αίτησή της η ενάγουσα κατέθεσε ως δικαιολογητικό και την προηγηθείσα απόφαση κτήσης ιθαγένειας του πατέρα της .......... και το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας αυτού, που σύμφωνα με το άρθρο 76 Ν. 2910/2001 είναι προαπαιτούμενα αναγνώρισης της ιθαγένειας του αιτούντα και λήφθησαν υπόψη από τα αρμόδια όργανα. Περαιτέρω, ο ................... εν ζωή και η .............. απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας δυνάμει του με αριθμό ......./31-1-1997 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ............... , νομίμως μεταγραφέντος στα Βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εις τόμο ...... και αριθμό ......, ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 4ου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής επί της οδού ...... αρ. ........, έχον πρόσοψη στην πρασιά της οικοδομής, εμβαδού καθαρού 34 τ.μ. αποτελούμενου από ένα δωμάτιο, σαλόνι, κουζίνα και προχώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 2,19% εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους, η δε οικοδομή κτίσθηκε σε οικόπεδο εμβαδού 285 τ.μ. που συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης βόρεια με οικία ιδιοκτησίας ..................., νότια με οικία τέως ανταλλάξιμου ακινήτου και τώρα με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και σήμερα με την οδό ......... και από τις λοιπές πλευρές του με οικοδομές αγνώστων ιδιοκτητών, με προσωρινό ΚΑΕΚ 19 044 27 17 003. Αυτός και η ........... αποδείχθηκε ότι είχαν οικογενειακές σχέσεις με τα παιδιά του ..... (ενάγουσα) και ............... από τον πρώτο του γάμο, αφού το ζευγάρι τύγχανε ομόδειπνο με τον γιό του και τη σύζυγο αυτού, οι οποίοι έμεναν στα Κουφάλια, όπου ο ...................... απεβίωσε στις 17.1.1998 και κηδεύτηκε εκεί με φροντίδες του υιού του και της δεύτερης συζύγου του ................., συνταχθείσης της με αριθμό 8/17.1.1998 ληξιαρχικής πράξης θανάτου. Εκ των ανωτέρω δημιουργείται πλήρης δικανική πεποίθηση στο παρόν Δικαστήριο περί του ότι η δεύτερη σύζυγος του ................... γνώριζε την ύπαρξη των τέκνων αυτού και δη του υιού του από τον προηγούμενο γάμο. Ωστόσο, μετά το θάνατο του ανωτέρω, αυτή προέβη στην αποδοχή όλης της κληρονομίας του συζύγου της που συνίστατο στην κατά 50% συγκυριότητα του ως άνω διαμερίσματος, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, δυνάμει της με αριθμό 3308/10.7.1998 αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ................., που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης σε τόμο ........... και αριθμό ....... Για τη σύνταξή αυτής της αποδοχής, η .............. προσκόμισε ως δικαιολογητικό, το με αριθμό 359/9.3.1998 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της Κοινότητας Κλειδιού Ημαθίας, στο οποίο δεν εμφαίνοταν τα τέκνα του ..............., καθότι ως προελέχθη δεν έγινε καμία σχετική δήλωση κατά την εγγραφή αυτού στα αντίστοιχα δημοτολόγια, η δε συμβολαιογράφος δεν αναζήτησε επιπλέον αποδεικτικά της οικογενειακής κατάστασης του θανόντα από τη χώρα στην οποία γεννήθηκε και έζησε μέχρι το 1997. Εν συνεχεία, η ..............., φερόμενη ως αποκλειστική κυρία νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 100% του ανωτέρω ακινήτου το πώλησε και το μεταβίβασε στους εναγομένους σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμό ....../2003 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε σε τόμο ........ και αριθμό ..... των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να έχει τέτοιο δικαίωμα ως αποδείχθηκε εφόσον υπήρχαν και άλλοι κληρονόμοι, ήτοι τα τέκνα του συζύγου της. Εν συνεχεία, η ενάγουσα που κληρονόμησε τον θανόντα πατέρα της καλούμενη στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον αυτός δεν άφησε διαθήκη, ως κόρη του σε ποσοστό 3/8 (καθότι ο αδελφός της κληρονόμησε το αντίστοιχο ποσοστό ενώ η εν ζωή σύζυγος κληθείσα με την πρώτη τάξη των εξ αδιαθέτου κληρονόμησε το ., ήτοι 2/8.), προέβη στην με αριθμό 44/2010 δήλωση αποδοχή κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που νόμιμα μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης σε τόμο ...... με αριθμό ...., αποκτώντας έτσι την κυριότητα του άνω ακινήτου κατά ποσοστό 18,75% (=3/8Χ50%) αναδρομικά από το θάνατο του πατέρα της, ήτοι το έτος 1998. Οι εναγόμενοι δε, μετά την αγορά του ανωτέρω ακινήτου το νέμονται και το κατέχουν μέχρι σήμερα χρησιμοποιώντας το ως φοιτητική τους κατοικία όσο σπούδαζαν, από τις 4/9/2012 δε και μετά το έχουν εκμισθώσει για διάρκεια δύο ετών στον ..............., αντί μισθώματος 200 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω αποδείχθηκε η συγγενική σχέση της ενάγουσας με τον πατέρα της .............., το κληρονομικό της δικαίωμα και η αποδοχή της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο, νόμιμα μεταγεγραμμένο, οπότε αυτή πρέπει να αναγνωρισθεί κυρία του ανωτέρω ακινήτου στο ποσοστό του 18,75 % και να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν από τους εναγομένους, απορριπτομένης κατ΄ ουσίαν της ενστάσεως αυτών περί απόκτησης κυριότητας διά της τακτικής χρησικτησίας, καθότι πλήν του νόμιμου τίτλου, δεν πληρώθηκε ως όρος η επί δεκαετίας καλόπιστη νομή του ακινήτου, αφού δεν αποδείχθηκε η καλοπιστία της δικαιοπαρόχου τους .................., ώστε στα χρόνια της δικής τους νομής να προσμετρηθούν και τα χρόνια εκείνης. Περαιτέρω πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ως νομείς να της αποδώσουν το ωφέλημα του ενοικίου που εξάγεται από το ακίνητο, σε ποσοστό 18,75%, ήτοι ποσό 37,5(=200 ευρώ Χ18,75%) ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της αγωγής κι έπειτα, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ενώ δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του Δικαστηρίου για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙ την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης με αρ. κατ. 2435/2013 προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης ως μη ασκηθείσα.

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης με αρ. κατ. 11576/1-8-2011 αγωγή. 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε στο σκεπτικό απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα συγκυρία κατά ποσοστό 18,75 % σε ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 4ου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής επί της οδού .............. αρ. ......, έχον πρόσοψη στην πρασιά της οικοδομής, εμβαδού καθαρού 34 τ.μ. αποτελούμενου από ένα δωμάτιο, σαλόνι, κουζίνα και προχώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 2,19% εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους, η δε οικοδομή κτίσθηκε σε οικόπεδο εμβαδού 285 τ.μ. που συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης βόρεια με οικία ιδιοκτησίας .............., νότια με οικία τέως ανταλλάξιμου ακινήτου και τώρα με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και σήμερα με την οδό ..............και από τις λοιπές πλευρές του με οικοδομές αγνώστων ιδιοκτητών, με προσωρινό ΚΑΕΚ 19 044 27 17 003.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τους εναγομένους να της αποδώσουν το ανωτέρω ποσοστό

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλλουν κατ΄ισομοιρία στην ενάγουσα ως ωφέλημα το ποσό των 37,5 ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της αγωγής κι εφεξής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην πληρωμή των εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε την 1.8.2014 και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 1.9.2014. 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ν.Σ.
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>