Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Πολιτική δικονομία. Ένδικα μέσα. Έφεση. Απαράδεκτη η άσκηση αυτής κατά εν μέρει οριστικής πρωτόδικης απόφασης, ακόμα και κατά των οριστικών διατάξεων αυτής πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης για την όλη δίκη, εκτός και αν συντρέχει περίπτωση απλής ομοδικίας ή..204/2013 ΑΠ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

204/2013 ΑΠ ( 613304) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Πολιτική δικονομία. Ένδικα μέσα. Έφεση. Απαράδεκτη η άσκηση αυτής κατά εν μέρει οριστικής πρωτόδικης απόφασης, ακόμα και κατά των οριστικών διατάξεων αυτής πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης για την όλη δίκη, εκτός και αν συντρέχει περίπτωση απλής ομοδικίας ή αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ..
που συνεκδικάζονται και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς έναν ή ορισμένους ομοδίκους και μη οριστική ως προς τους λοιπούς ή προς άλλη συνεκδικαζόμενη αγωγή. Άσκηση αγωγής εξ αναγωγής μεταξύ περισσότερων συνοφειλετών. Προϋποθέσεις. Διάκριση περιπτώσεων. Ευχέρεια του εναγόμενου της βασικής αγωγής να προσβάλλει με έφεση την εκκαλουμένη τόσο για τη βασική αγωγή, όσο και για την αγωγή εξ αναγωγής, ώστε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να δύναται να ερευνήσει την εξ αναγωγής αγωγή, μόνο αν το οικείο τμήμα της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως έχει πληγεί σχετικώς. Αυτοκινητικό ατύχημα. Εκτροπή ΙΧΕ αυτοκινήτου της πορείας του και πρόσκρουσή του επί παρακείμενων κτισμάτων από αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού. Θανατηφόρος τραυματισμός του οδηγού του ΙΧΕ και δύο εκ των συνεπιβαινόντων. Τραυματισμός λοιπών συνεπιβαινόντων. Αγωγές ψυχικής οδύνης και ηθικής βλάβης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας. Παρεμπίπτουσα αγωγή αυτής κατά έτερης ασφαλιστικής εταιρείας στην οποία κατά τους ισχυρισμούς της είχε ασφαλισθεί το ζημιογόνο όχημα λόγω αυτοδίκαιης λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης με αυτήν και μεταβίβασης του οχήματος σε τρίτον. Παράλειψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει το εμπρόθεσμο άσκησης της έφεσης αναφορικά με την επίδοση της εν μέρει οριστικής απόφασης επί της παρεμπίπτουσας αγωγής, αλλά και το κύρος της ίδιας της επίδοσης. Παρά το νόμο κήρυξη παραδεκτής της έφεσης της αναιρεσίβλητης μόνο ως προς τη μεταγενέστερη δεύτερη εκκληθείσα απόφαση, κατά της οποίας η έφεση είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως. Στοιχειοθέτηση της αναιρετικής πλημμέλειας κατ’ αρ. 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο αναιρεί την υπ` αριθμ. 1750/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 204/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...........", η οποία μετονομάσθηκε σε "..........."που εδρεύει στην ....... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτήριο Καλαμίτση, βάσει δηλώσεως κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "...........", νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην ..... , και η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σπυρίδωνα Χέλμη, βάσει δηλώσεως κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από: 28-12-2000 (2), 10-1-2002, 16-11-2001 αγωγές προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα υπόθεση, την από 2-4-2001 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 1-11-2002 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - αγωγή προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1681/2005 εν μέρει οριστική και 2602/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1750/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-4-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Δημητρούλα Υφαντή, ανέγνωσε την από 27-11-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος της που έκρινε τυπικά δεκτή την από 15-6-2007 έφεση της αναιρεσίβλητης και κατ` ουσίαν, όσο η ίδια έφεση αφορούσε την παραδοχή κατά ένα μέρος της από 2-4-2001 παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσίβλητης κατά της αναιρεσείουσας.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 περίπτωση β` εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ αν η πρωτόδικη απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων της πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για την όλη δίκη. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία (υποκειμενική σώρευση αγωγών) ή αντικειμενική σώρευση αγωγών που συνεκδικάζονται και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς έναν ή ορισμένους ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς ή προς άλλη συνεκδικαζόμενη αγωγή. Διότι από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 §§ 1 και 2, 76 και 517 εδ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή κατά την οποία ενώνονται σε κοινή διαδικασία περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης, που συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να χάνεται ή να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση του καθένα απέναντι στους λοιπούς, η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η ως προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη. Εκτοτε, συνεπώς, η απόφαση είναι ως προς αυτόν εκκλητή, και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων (Ολ.ΑΠ 902/1982, 401/1981). Περαιτέρω, το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνοφειλετών κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας αναλόγως αν (α) ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα η (β) αν ο συνοφειλέτης που ενήχθη είτε μόνος είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και για την περίπτωση ήττας του εγείρει αγωγή αναγωγής κατά των λοιπών συνοφειλετών. Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής εξ αναγωγής στη δεύτερη περίπτωση στηρίζεται στην ΚΠολΔ 69 §1 εδ.ε`. Στην "α"περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη "β"περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή. Εξάλλου για τη γένεση της εξ αναγωγής αξιώσεως δεν απαιτείται προηγούμενη δικαστική διάγνωση της υποχρεώσεως του εναγόμενου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου. Αν συνεκδικάζονται η αγωγή αποζημιώσεως και η αγωγή εξ αναγωγής εκδίδεται μία δικαστική απόφαση. Περιέχει διατάξεις τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη.

Σε περίπτωση που ενάγεται ένας μόνο από τους συνοφειλέτες που καταδικάζεται να πληρώσει στο ζημιωθέντα ολόκληρη αποζημίωση, η καταδίκη του εξ αναγωγής εναχθέντος γίνεται υπό τον όρο (βλ. ΚΠολΔ άρθ. 69 παρ. 1 περ. δ` και ε`) της προηγούμενης καταβολής του ποσού της αποζημιώσεως που υπερβαίνει την αναλογία του αρχικά εναχθέντος στην εξ αναγωγής εσωτερική σχέση απέναντι στον εναγόμενο.

Η δικαστική πρωτόδικη απόφαση που περιέχει διατάξεις τόσο επί της βασικής αγωγής όσο και επί της αγωγής εξ αναγωγής είναι εκκλητή, με τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, αυτοτελώς για καθένα από τα παραπάνω κεφάλαιά της. Αυτό σημαίνει, ότι ο εναγόμενος της βασικής αγωγής μπορεί με έφεση να πλήξει την εκκαλουμένη τόσο για τη βασική αγωγή όσο και για την αγωγή εξ αναγωγής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί κατά νόμο να ερευνήσει τη δεύτερη αν το οικείο τμήμα της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως δεν έχει πληγεί σχετικώς. Και τούτο γιατί δεν έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 1750/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τ` ακόλουθα ως προς τη βασιμότητα του μοναδικού ερευνώμενου αναιρετικού λόγου από τον αριθ.14 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ: Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκαν, εκτός άλλων δικογράφων αγωγών που συνεκδικάσθηκαν τότε αλλά δεν αφορούν την ένδικη αναιρετική δίκη, και: (Α) η από 28-12-2000 (αριθ. κατ. 2239/239/2001) αγωγή των εναγόντων 1) Λ. Τ., 2) Π. συζ. Λ. Τ., 3) Α. θυγ. Λ. Τ.. 4) Κ. Λ. Τ., 5) Κ. Αχ. Κ. και 6) Π. συζ. Κ.. Κ. με την οποία εξέθεταν ότι ο Ι. Τ., γιος των δύο πρώτων, αδελφός της τρίτης και του τέταρτου και εγγονός των πέμπτου και έκτης, επέβαινε στο υπ` αριθ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ασφαλισμένο στις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες με την επωνυμία ".........."η πρώτη και "..........."η δεύτερη, το οποίο οδηγούσε ο Γ. Δ. και στο οποίο συνεπέβαιναν και οι φίλοι τους Θ. Ρ., Ι. Α. και Δ. Κ. και το οποίο εκινείτο επί της Λεωφόρου ............... , με κατεύθυνση από Κερατέα προς Μαρκόπουλο όταν από υπαιτιότητα του οδηγού του (Γ.Δ.) εξετράπη της πορείας του και προσέκρουσε σε παρακείμενα δέντρα και κτίσματα, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό εκτός του ίδιου του οδηγού, του ως άνω συγγενούς τους, Ι. Τ. και του Θ. Ρ. καθώς και τον τραυματισμό των λοιπών συνεπιβαινόντων, Ι. Α. και Δ. Κ.. Ζήτησαν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρίες ως ασφαλίζουσες το ως άνω όχημα να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμιά: 1) στον πρώτο και τη δεύτερη 25.000.000 δρχ στον καθένα, 2) στον καθένα από τους τρίτη και τέταρτο από 20.000.000 δρχ. και 3) στον καθένα από τους πέμπτο και έκτη 5.000.000 δρχ. ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και επιπλέον στη δεύτερη (μητέρα) το ποσό των 1.180.000 δρχ για έξοδα κηδείας και κατασκευή τάφου, νομιμοτόκως τα ως άνω ποσά από την επίδοση της αγωγής (Β) η από 28-12-2000 (αριθ. κατ. 2229/237/2001) αγωγή του Δ. Κ., με την οποία, επικαλούμενος τα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά ως προς το ατύχημα και τον κατ` αυτό βαρύτατο τραυματισμό του, ζήτησε να υποχρεωθούν οι ίδιες ως άνω εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες, στις οποίες ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο αυτοκίνητο να καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον το ποσό των 20.345.387 δρχ ως αποζημίωση του για τις θετικές και αποθετικές ζημίες που υπέστη και ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του. (Γ) η από 2-4-2001 (αριθ. κατ. 46735/3050/2001) παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "...........", με την οποία εξέθετε ότι στις 20-1-2000 το υπ` αριθ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο στερούμενος άδειας ικανότητας οδηγού Γ. Δ. και στο οποίο επέβαιναν οι Θ. Ρ., Ι. Τ., Δ. Κ. και Ι. Α. και προκάλεσε ατύχημα στο ............. .. ...... ............... , εκ των οποίων (επεβαινόντων) τραυματίστηκε θανάσιμα ο οδηγός Γ. Δ., ο Θ. Ρ. και ο Ι. Τ. και βαρειά οι δύο άλλοι, ανήκε στον Α. Σ., ο οποίος το είχε ασφαλίσει στην ίδια (ενάγουσα) με το υπ` αριθ. .../2 ασφαλιστήριο από 6-11- 1999 έως 6-11-2000. Oτι ο Α. Σ. πώλησε έναντι 750.000 δρχ. το εν λόγω όχημα στην εταιρία "........... .................. .....................", στην οποία παρέδωσε το όχημα, κατά μεν τον πωλητή, στις 15-12-1999, κατά δε το νόμιμο εκπρόσωπο της αγοράστριας εταιρίας Κ. Μ., στις 28-12-1999, εκδόθηκε δε σχετικό τιμολόγιο και δελτίο αποστολής και επομένως είχε εκφύγει της κυριότητας του παραπάνω και στη συνέχεια στις 31-12- 1999 η "............."πώλησε το ίδιο όχημα στον Α. Δ.. Οτι η άδεια κυκλοφορίας επ` ονόματι του Α. Δ. εκδόθηκε στις 21-1-2000. Ο τελευταίος όμως είχε ασφαλίσει από 31-12-1999 το όχημα στην ασφαλιστική εταιρία "..... ......", η οποία είχε εκδώσει την υπ` αριθ. 017270 βεβαίωση ασφάλισης. Λόγω του ότι δεν είχε εκδοθεί η νέα άδεια κυκλοφορίας για λόγους που αφορούν το Υπουργείο Συγκοινωνιών, η ασφάλιση έγινε επ` ονόματι του Α. Δ., αλλά και επ` ονόματι του προηγούμενου Α. Σ., εν αγνοία του τελευταίου. Oτι ο Α. Σ.ς στις 22-12-1999 είχε ζητήσει εγγράφως από την ίδια (ενάγουσα) να ακυρώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αυτή δε εξέδωσε πρόσθετη πράξη ακύρωσης ισχύουσα από 22-12-1999. Oτι η μεταξύ αυτής και του Α. Σ. σύμβαση ασφάλισης είχε λυθεί αυτοδικαίως, το αργότερο από 16-1-2000, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση 15 ημερών από την παράδοση του οχήματος στο Δ., άλλως από 8- 1-2000, δηλαδή μετά από πάροδο 16 ημερών από τη λύση της σύμβασης που υπήρχε μεταξύ τους. Oτι, συνεπεία του ότι το ατύχημα συνέβη στις 20-1-2000, δηλαδή μετά την πάροδο των 16 ημερών, το ζημιογόνο όχημα δεν ήταν πλέον ασφαλισμένο σ` αυτή, λόγω λύσεως της ως άνω σύμβασης. Με βάση τα ως άνω περιστατικά και επικαλούμενη το περιεχόμενο των δύο πρώτων από τις παραπάνω αγωγές στις οποίες είναι και η ίδια εναγομένη και στις οποίες ενσωμάτωνε στο δικόγραφο, ζήτησε, ισχυριζόμενη ότι δεν ευθύνεται για τους λόγους που ειδικότερα στην παρεμπίπτουσα αγωγή αναφέρει, αλλά και λόγω του ότι δεν συντρέχει λόγος πολλαπλής ασφάλισης εν προκειμένω, μετά τη μετατροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγομένης να της καταβάλει εντόκως ό,τι υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες των ως άνω δύο (πρώτων) αγωγών ως κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ευδοκίμησης των αγωγών τους, άλλως το 50% του ποσού που θα υποχρεωθεί να τους καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις ως άνω αγωγές, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, κατά την ειδική διαδικασία των διαφόρων για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης του (άρθρα 681, 666, 667 και 670 έως 676 ΚΠολΔ), εξέδωσε κατ` αρχήν την υπ` αριθ. 1681/2005 εν μέρει οριστική του απόφαση με την οποία, κρίνοντας: α) ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού θανάσιμου τραυματισμού των δύο εκ των επιβαινόντων και του τραυματισμού των λοιπών επιβαινόντων είναι ο οδηγός του υπ` αριθ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου Γ. Δ., θανασίμως τραυματισθείς και ο ίδιος, β) ότι δεν υπέχει υποχρέωση προς αποζημίωση των εναγόντων ο Α. Σ. καθόσον αυτός ήταν μεν ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, το είχε όμως ήδη από 28-12-1999 παραδώσει στην εταιρία "......"προς πώληση και δεν ευθύνετο για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των διαδικασιών της μεταβίβασης της κυριότητας του αυτοκινήτου, που περατώθηκε την 21-1-2000 με έκδοση νέας αδείας κυκλοφορίας στο όνομα του Α. Δ. και γ) ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο εκαλύπτετο ασφαλιστικώς κατά το χρόνο του ατυχήματος για την εκ της κυκλοφορίας του αστική ευθύνη του ιδιοκτήτη, κατόχου και οδηγού έναντι τρίτων τόσο από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "........... ............όσο και από την εταιρία με την επωνυμία "...... ....... .." 1) δέχθηκε κατά ένα μέρος την πρώτη από 28-12-2000 αγωγή, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες "...................."και εις ολόκληρον την καθεμία να καταβάλουν στους ενάγοντες, στον πρώτο 73367,57 ευρώ, στη δεύτερη 76.830,52 ευρώ, στους τρίτο και τέταρτο από 29.347 ευρώ και στους πέμπτο και έκτη 14.673,50 ευρώ στον καθένα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, 2) δέχθηκε κατά ένα μέρος τη δεύτερη από 28-12-2000 αγωγή του Δ. Κ., υποχρεώνοντας τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες ("......................") και εις ολόκληρον την καθεμία να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.292,46 ευρώ, ενώ ως προς το αιτούμενο κονδύλιο για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, διατάσσοντας τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος. 3) απέρριψε κατ` ουσίαν την από 2-4-2001 παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "........."κατά την κύρια βάση της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "............"να της καταβάλει το 100% των ποσών που θα υποχρεωθεί να καταβάλει αυτή (η παρεμπίπτως ενάγουσα) στους ενάγοντες των ως άνω δύο πρώτων αγωγών, ενώ δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή αυτή ως προς την επικουρική της βάση, αναγνωρίζοντας ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ήμισυ όσων υποχρεώνεται η τελευταία να καταβάλει, εις ολόκληρον με την εναγομένη, στους ενάγοντες των δύο παραπάνω αγωγών με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής. Στη συνέχεια, και μετά τη διενέργεια της διαταχθείσης ως άνω πραγματογνωμοσύνης το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την υπ` αριθ. 2602/2007 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του Ι. Κ. όσον αφορά το κονδύλιο της ηθικής βλάβης (ΑΚ 932), υποχρεώνοντας τις εναγόμενες εταιρίες ".... ........."να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 35000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κατά των ως άνω αποφάσεων ασκήθηκαν τρεις εφέσεις, οι οποίες ήχθησαν προς κρίση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, και δη: α) η από 3-1-2006 (αριθ. κατ. 119/2006) έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "........ ..."εναγομένης στις δύο κύριες αγωγές με την οποία παραπονέθηκε για την εν μέρει παραδοχή τους και ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της 1681/2005 απόφασης, ώστε να απορριφθούν στο σύνολο τους οι δύο αγωγές, β) η από 27-12-2007 (αριθ. κατ. 34/2008) έφεση της ίδιας ως άνω εταιρίας ως εναγομένης στη δεύτερη των ως άνω αγωγών κατά του ενάγοντος σ` αυτή Δ. Κ. και κατά αμφοτέρων των ως άνω αποφάσεων, με την οποία παραπονέθηκε για την εν μέρει παραδοχή της και ζήτησε την εξαφάνιση των εκκαλουμένων και την απόρριψη της αγωγής και γ) η από 15-6- 2007 (αριθ. κατ. 5925/2007) έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "........."ήδη αναιρεσίβλητη ως εναγομένης και στις δύο πρώτες από τις άνω κύριες αγωγές και ως παρεμπιπτόντως ενάγουσας στην ως άνω υπό στοιχείο (Γ) παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης εναγομένης εταιρείας την επωνυμία "...... ........"και κατά των ως άνω αποφάσεων, με αριθμό 1681/2005 και 2602/2007 ζητώντας την εξαφάνισή τους, ώστε να απορριφθούν οι εναντίον της δύο κύριες αγωγές, άλλως να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της, κατά την απορριφθείσα πρωτοδίκως κυρία βάση της άλλως να περιορισθεί η ευθύνη της μέχρι του ποσού των 2.201 ευρώ που άξιζε το ζημιογόνο αυτοκίνητο. Με βάση τα προαναφερθέντα με την υπ`αριθ. 1681/005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περατώθηκε οριστικά και ως προς όλα τα κεφάλαιά της η ανοιγείσα παρεμπίπτουσα αγωγή της ...... . ... .. δίκη μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας Ασφαλιστικής εταιρείας, αφού εξετάστηκε το σύνολο των αντικειμένων της αγωγής αυτής και κρίθηκαν και τα δύο αιτήματά της, κύριος και επικουρικό, ώστε κανένα κεφάλαιο της δίκης επί της παρεμπίπτουσας αυτής αγωγής δεν παρέμεινε εκκρεμές, παρά τις μη οριστικές διατάξεις της υπ` αριθ. 1861/2005 απόφασης, ως προς τις επί μέρους αξιώσεις του κυρίως ενάγοντος Δ. Κ. και Ι. Α., ο οποίος επίσης άσκησε αυτοτελή αγωγή. Δεν αναιρείται δε η προαναφερθείσα κρίση από το γεγονός ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσίβλητης είχε σαν αντικείμενο τις δύο κύριες αγωγές των κληρονόμων του θανατωθέντος Ι. Τ. και του τραυματισθέντος Δ. Κ., εφ` όσον η παρεμπίπτουσα αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά δικονομικά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 εδ. ε ΚΠολΔ και στο ίδιο πλαίσιο έγινε δεκτή οριστικά με την υπ` αριθ. 1681/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία κρίθηκαν με οριστικές διατάξεις κατά τα προαναφερθέντα: α) η αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού Γ. Δ., β) η ασφαλιστική κάλυψη του ένδικου ατυχήματος και από τις δύο αντίδικες ασφαλιστικές εταιρείες και γ) η απόρριψη κατ` ουσίαν της κύριας βάσης της παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσίβλητης και η παραδοχή της επικουρικής βάσης της. Το γεγονός δε ότι στη διάταξη της 1681/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσίβλητης, γίνεται αναφορά στις κύριες αγωγές Δ. Κ. και κληρονόμων Ι. Τ. δεν αναιρεί τον οριστικό χαρακτήρα της αντίστοιχης διάταξης, παρά την έκδοση τότε παρεμπίπτουσας απόφασης καθόσον αφορά την επί μέρους αγωγική αξίωση του Δ. Κ. από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, για την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αφού και η επί μέρους αυτή αξίωση περιλαμβανόταν στην αναγνωρισθείσα υποχρέωση επί της παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας στο να καταβάλει σ` αυτήν η αναιρεσείουσα το 50% οποιουδήποτε ποσού θα υποχρεωνόταν να καταβάλει συνολικά στους κυρίως ενάγοντες Δ. Κ. και κληρονόμους Ι. Τ.. Για τους προαναφερθέντες άλλωστε λόγους η επακολουθήσασα υπ` αριθ. 2602/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μετά τη διενέργεια της διαπραχθείσας πραγματογνωμοσύνης, δεν είχε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο παρά μόνον τις αγωγικές αξιώσεις του Δ. Κ. από το άρθρο 932 ΑΚ και του Ι. Α. από το άρθρο 931 ΑΚ. Κατά τη συζήτηση στο Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, της από 15-6- 2007 έφεσης της αναιρεσίβλητης, η αναιρεσείουσα προέβαλλε το απαράδεκτό της λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, από το γεγονός ότι η εκκληθείσα υπ` αριθμ. 1681/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ήταν οριστική και εκκλητή αυτοτελώς, παρήλθε δε από την επίδοσή της στην αναιρεσίβλητη ........ η τριακονθήμερου προθεσμία για την προσβολή της με έφεση. Το Εφετείο Αθηνών με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ` αριθμ. 1750/2009 απόφασή του έκρινε την έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα στο σύνολό της, με την αιτιολογία ότι η υπ` αριθ. 1681/2005 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν καθόσον αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά ένα μέρος μόνον οριστική και όχι αυτοτελώς εκκλητή, και ότι οριστική ήταν η μεταγενέστερη δεύτερη εκκληθείσα με αριθμό 2602/2007, η οποία δεν είχε επιδοθεί μέχρι την άσκηση της ίδιας έφεσης, η οποία είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως. Eτσι που έκρινε το Εφετείο, χωρίς να ερευνήσει το εμπρόθεσμο άσκησης της έφεσης της αναιρεσίβλητης σε αναφορά προς την επίδοση της υπ` αριθ. 1681/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και ως προς το κύρος της ίδιας επίδοσης που αμφισβητήθηκε από την αναιρεσίβλητη ως εκκαλούσα, παρά το νόμο κήρυξε παραδεκτή την έφεση της αναιρεσίβλητης σε αναφορά μόνο προς την υπ` αριθμ. 2602/2007 απόφαση. Επομένως, τα όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις 532, 513 §1 περ.β` εδ.α` και 518 παρ.1 ΚΠοινΔ κρίνονται βάσιμα. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που, αφού, έκρινε παραδεκτή και εμπροθέσμως ασκηθείσα την από 15-6-2007 έφεση της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ".........", κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν την από 2-4-2001 παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "... .... ... .."και ήδη μετονομασθείσα σε ".......", εξαφάνισε τις εκκληθείσες αποφάσεις κατά τα κεφάλαια που απέρριψαν ως κατ` ουσίαν αβάσιμη την ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά την κύρια βάση της, στη συνέχεια δε δικάζοντας κατ` ουσίαν την υπόθεση απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ίδια παρεμπίπτουσα αγωγή κατά την κύρια βάση της. Στη συνέχεια η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατόν η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές (άρθρ. 580 παρ.3 εδ.Β` ΚΠολΔ), αφού η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση για ζητήματα που δεν κρίθηκαν από την αναιρούμενη απόφαση, και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ) κατά δε εις το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθ. 1750/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά τα εις το σκεπτικό.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις (3.000) χιλιάδες ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εγγραφή αλλοδαπής, αλβανικής υπηκοότητας στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών και άρνηση διαγραφής της, λόγω χρήσης πλαστής άδειας εργασίας και πλαστής βεβαίωσης για κατάθεση δικαιολογητικών για ανανέωση της άδειας διαμονής της. Νομίμως αιτιολογείται...952/2013 ΣΤΕ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

952/2013 ΣΤΕ ( 610913) 
(ΝΟΒ 2013/1036) Εγγραφή αλλοδαπής, αλβανικής υπηκοότητας στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών και άρνηση διαγραφής της, λόγω χρήσης πλαστής άδειας εργασίας και πλαστής βεβαίωσης για κατάθεση δικαιολογητικών για ανανέωση της άδειας διαμονής της. Νομίμως...
αιτιολογείται η κρίση της εκκαλούμενης αποφάσεως και νομίμως απερρίφθησαν οι προβληθέντες με την αίτηση ακυρώσεως ισχυρισμοί περί αγνοίας της πλαστότητας και περί καλόπιστης χρήσεως των ως άνω πλαστών στοιχείων. Απορρίπτει την έφεση.


  
Αριθμός 952/2013 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΜΗΜΑ Δ΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2012, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαγεωργίου, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ουρ. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Αθανασίου.

Για να δικάσει την από 10 Σεπτεμβρίου 2010 έφεση:

της ......... ... .... , κατοίκου Τιράνων Αλβανίας, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο Σωτηρόπουλο (Α.Μ. 2846), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της υπ’ αριθμ. 8030/2010 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Μιχαλακόπουλου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίσιν εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου με αριθμούς 2733603, 2733596/2010).

2. Επειδή, με την υπό κρίσιν έφεση ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 8030/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσης, αλλοδαπής αλβανικής υπηκοότητας, στρεφομένη κατά των πράξεων εγγραφής της στον εθνικό κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.) και αρνήσεως διαγραφής της (αντιστοίχως, 4/381697/13.3.2006 πράξη του Διευθυντή της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Αστυνομίας και 4/530151 - 261657 Α/28.3.2009 πράξη του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας και Τάξεως).

3. Επειδή, τα ζητήματα σχετικά με τον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών ρύθμιζε κατά τον χρόνο εγγραφής της εκκαλούσης στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. η κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως υπό στοιχεία 4000/2/7-α΄/29.3 - 4.4.2003 (Β΄392) η οποία ετιτλοφορείτο «Καθορισμός των κριτηρίων και της διαδικασίας για την εγγραφή και διαγραφή αλλοδαπών από τον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών» και είχε εκδοθεί με βάση την ειδική εξουσιοδότηση του άρ. 49 παρ. 1 ν. 2910/2001 (Α΄ 91), όριζε δε τα εξής : «Αρθρo 1. Κριτήρια εγγραφής. 1. Στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.) εγγράφονται: α. Οι αλλοδαποί, σε βάρος των οποίων διατάχθηκε η απέλαση από τη Χώρα, βάσει δικαστικής ή διοικητικής απόφασης. β. Αλλοδαποί, των οποίων η παρουσία στο ελληνικό έδαφος, αποτελεί απειλή για την εθνική ή τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Τέτοια απειλή υπάρχει ιδίως όταν σε βάρος του αλλοδαπού υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι τέλεσε σοβαρή αξιόποινη πράξη ή ενδείξεις ότι προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση τέτοιας πράξης (άρθρο 99 ΣΕΣΣ) γ. …», «Άρθρo 3. Διάρκεια ισχύος εγγραφής - Διαγραφή από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α. 1. Η διάρκεια ισχύος της εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. καθορίζεται από το αποφασίζον την εγγραφή όργανο, με κριτήριο τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται. …2. Η εγγραφή παύει αυτοδικαίως να ισχύει: α. … β. ... γ.. 3. Η διαγραφή από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α. επιτρέπεται και πριν τη συμπλήρωση του χρόνου που αναφέρεται στην απόφαση εγγραφής, πλην των περιπτώσεων εγγραφής κατόπιν δικαστικής απέλασης, για λόγους εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή διεθνών υποχρεώσεων της χώρας ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου αλλοδαπού και μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους ως εξής : α. Με απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας και Τάξης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας όταν η εγγραφή έγινε για τους λόγους που αναφέρονται στα εδάφια β και γ της παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης β. …». Επακολούθησε η έκδοση της υπό στοιχεία 4000/4/32 - ιβ`/4-14.9.2006 (Β΄ 1353) κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών, Εθνικής Αμύνης, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, τιτλοφορουμένης «Καθορισμός των κριτηρίων και της διαδικασίας για την εγγραφή και διαγραφή αλλοδαπών από τον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών», η οποία εξεδόθη με βάση την ειδική εξουσιοδότηση του άρθρου 82 παρ. 1 του ν.3386/2005 (Α΄212). Η κανονιστική αυτή απόφαση ήταν εν ισχύι όταν υπεβλήθη το αίτημα διαγραφής της εκκαλούσης. Η απόφαση αυτή στο άρ. 7 αυτής διέλαβε μεταβατικές ρυθμίσεις ως εξής, για τις ήδη γενόμενες, ως εν προκειμένω, εγγραφές : «Αλλοδαποί που έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, βάσει των διατάξεων της υπ` αριθμ. 4000/2/7-α από 29.3.2003 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄. 392), καταχωρούνται στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. με βάση την παρούσα απόφαση, εφόσον κατά την έναρξη ισχύος αυτής, η απόφαση εγγραφής τους εξακολουθεί να ισχύει. Η εγγραφή τους στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. διατηρείται για τον υπόλοιπο χρόνο που απομένει μέχρι να συμπληρωθεί η διάρκεια του επιβληθέντος μέτρου, … ». Περαιτέρω, στο μεν άρ. 1 αυτής, ορίζονται τ΄ ακόλουθα ως προς τις προϋποθέσεις εγγραφής: «Κριτήρια εγγραφής 1. Στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.) εγγράφονται: α. Οι αλλοδαποί σε βάρος των οποίων διατάχθηκε η απέλαση από τη χώρα, βάσει δικαστικής ή διοικητικής απόφασης. β. Αλλοδαποί, των οποίων η παρουσία στο ελληνικό έδαφος, αποτελεί απειλή για την εθνική ή τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Τέτοια απειλή υπάρχει ιδίως όταν σε βάρος του αλλοδαπού υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι τέλεσε σοβαρή αξιόποινη πράξη ή ενδείξεις ότι προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση τέτοιας πράξης [(άρθρο 96 Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν (SCHENGEN) (Σ.Ε.Σ.Σ.), όπως αυτή κυρώθηκε με το ν.2514/1997 (Α΄-140)]. γ. Αλλοδαποί σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι δημόσιας υγείας κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο δ΄ της παρ.1 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005.», στην δε παράγραφο 3 του άρθρου 3 αυτής (τιτλοφορουμένου «Διάρκεια ισχύος εγγραφής - Διαγραφή από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α.») ορίζονται τα εξής, σε σχέση με τους λόγους που δύνανται να δικαιολογήσουν την διαγραφή από τον κατάλογο και τ’ αρμόδια προς τούτο όργανα : «Η διαγραφή από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α. επιτρέπεται και πριν τη συμπλήρωση του χρόνου που αναφέρεται στην απόφαση εγγραφής, πλην των περιπτώσεων εγγραφής κατόπιν δικαστικής απέλασης, για λόγους εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή διεθνών υποχρεώσεων της χώρας ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου αλλοδαπού για ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους, ως εξής: α. Με απόφαση Προϊσταμένου Κλάδου Ασφάλειας και Τάξης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν η εγγραφή έγινε για τους λόγους που αναφέρονται στα εδάφια β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1. β. Με απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν η εγγραφή έγινε για λόγους διοικητικής απόφασης απέλασης».

4. Επειδή, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η εκκαλούσα ήταν κάτοχος αδειών παραμονής και εργασίας που της είχαν χορηγηθεί κατ΄ άρ. 66 ν. 2910/2001 και των οποίων η ισχύς είχε λήξει, εμφανίσθηκε δε στον συνοριακό σταθμό Κακαβιάς την 31.8.2005 και προσπάθησε να εισέλθει στη Χώρα, χρησιμοποιώντας πλαστή άδεια εργασίας και πλαστή βεβαίωση για κατάθεση δικαιολογητικών για ανανέωση της αδείας διαμονής της (Η πλαστότης των στοιχείων αυτών δεν αμφισβητείται). Για τον λόγο αυτό ύστερα από σχετικό σήμα του Αστυνομικού Τμήματος Κακαβιάς εξεδόθη η 4/381697/13.3.2006 πράξη του Διευθυντή της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Αστυνομίας, με την οποίαν κατ’ εφαρμογήν της κ.υ.α. 4000/2/7-α΄/29.3 - 4.4.2003 (Β΄392) η εκκαλούσα ενεγράφη στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, με την ειδικώτερη αιτιολογία ότι αποπειράθηκε να εισέλθει στην χώρα χρησιμοποιώντας πλαστό τίτλο. Συνάμα, η διάρκεια του μέτρου καθορίσθηκε έως 31.3.2016. Μεταγενεστέρως, υπό την ισχύ της κ.υ.α. 4000/4/32 - ιβ`/4-14.9.2006 (Β΄ 1353) η εκκαλούσα υπέβαλε από κοινού με τον σύζυγό της στις 23.2.2009 αίτηση προς το Αρχηγείο της Αστυνομίας, ζητώντας την διαγραφή της από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α., επικαλουμένη άγνοια για την πλαστότητα των εγγράφων και ισχυριζομένη ότι είχε πέσει θύμα πλαστογραφίας και απάτης από πρόσωπα στα οποία είχε αναθέσει την ανανέωση των αδειών της. Ανέφερε, μάλιστα, ότι με το 2749/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών τα άτομα αυτά (μη κατονομαζόμενα) παρεπέμφθησαν σε δίκη, χωρίς, ωστόσο, όπως προκύπτει από τον φάκελο, να προσκομίσει το βούλευμα αυτό και να το θέσει υπ’ όψιν των αστυνομικών οργάνων. Το αίτημά της απερρίφθη με την 4/530151 - 261657 Α/28.3.2009 πράξη του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας και Τάξεως του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την αιτιολογία ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν οι λόγοι της εγγραφής της στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. Έκρινε, ειδικώτερα, ο Προϊστάμενος ότι ο εκκαλούσα χρησιμοποίησε ενώπιον των οργάνων του Α.Τ. Κακαβιάς πλαστή άδεια και πλαστή βεβαίωση, στοιχεία που είχαν έννομες συνέπειες για την εσωτερική έννομη τάξη της χώρας. Έκρινε δε, περαιτέρω, ο Προϊστάμενος ότι με την πράξη αυτήν και ιδίως από τον τρόπο τελέσεώς της (σε σημείο εισόδου σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) αποδεικνυόταν ότι η εκκαλούσα εξακολουθούσε ν΄ αποτελεί σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας, χαρακτηριζομένη ως ιδιαιτέρως επικίνδυνο άτομο.

5. Επειδή, αίτηση ακυρώσεως, που η εκκαλούσα άσκησε κατ’ αυτών των πράξεων στη συνέχεια, απερρίφθη με την ήδη εκκαλουμένη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το δικαστήριο εκείνο απέκρουσε εν πρώτοις ισχυρισμούς της αιτήσεως ακυρώσεως σχετικά με άγνοια της πλαστότητας και εξαπάτηση της εκκαλούσης, στηριζομένους στο -προσκομισθέν για πρώτη φορά ενώπιον του Δ. Πρωτοδικείου- υπ’ αριθμόν 2749/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, παραπέμφθησαν στο ακροατήριο οι ............................. και ......... .................. .......... για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Το βούλευμα αυτό, το περιεχόμενο του οποίου αποδίδει κατά τα ουσιώδη του σημεία η εκκαλουμένη, ανέφερε ότι τα εν λόγω πρόσωπα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004, έναντι αμοιβής που ελάμβαναν από αλλοδαπούς για έκδοση των αναγκαίων αδειών παραμονής στην Ελλάδα, κατήρτιζαν και υπέβαλλαν πλαστά στοιχεία που εχρησιμοποιούντο για τον σκοπό αυτόν. Για λογαριασμό της εκκαλούσης, ειδικώτερα, όπως αναφέρει το βούλευμα, κατά την επίμαχη περίοδο οι ανωτέρω προέβησαν σε πλαστές επικυρώσεις δικαιολογητικών, με πλαστή σφραγίδα και υπογραφή της υπαλλήλου του Α. Τ. Καλλιθέας .......... ............... , τα οποία και κατέθεσαν για έκδοση αδείας εργασίας στην αρμόδια Διεύθυνση Εργασίας (επί της οδού Κατεχάκη 61Α), την 29.6.2004. Απέκρουσε, περαιτέρω, το Διοικητικό Πρωτοδικείο τις από 2.9.2009 (μεταγενέστερες και αυτής της αιτήσεως ακυρώσεως) ένορκες ενώπιον Συμβολαιογράφου καταθέσεις των ............................... , που εφέροντο και αυτοί ως παθόντες από τον παραπεμφθέντα με το πιο πάνω βούλευμα ................. ...... , σύμφωνα με τις οποίες η εκκαλούσα τελούσε σε καλή πίστη για την εγκυρότητα των εγγράφων. Απέκρουσε, ωσαύτως, την από 4.9.2009 (μεταγενέστερη, ομοίως, της αιτήσεως ακυρώσεως) υπεύθυνη δήλωση των δύο θυγατέρων της εκκαλούσης (............. ...... ..), περί του ότι αυτή είχε πέσει θύμα απάτης από τον ......... ...... . Συγκεκριμένα, τους μέν ισχυρισμούς για άγνοια κλπ., που στηριζόταν στο ως άνω βούλευμα, η εκκαλουμένη απόφαση απέκρουσε με την αιτιολογία ότι από το περιεχόμενο του βουλεύματος δεν προέκυπτε ότι η ....... τελούσε σε άγνοια της πλαστότητος. Τούτο δε, όπως συνεπέρανε η απόφαση, εν όψει των απροσφόρων αποπειρών της εκκαλούσης ν’ ανανεώσει τις άδειές της κατά το κρίσιμο διάστημα, προ της αναθέσεως των ενεργειών αυτών στα παραπεμφθέντα πρόσωπα. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εις βάρος της εκκαλούσης εκείνη την περίοδο είχαν εκδοθεί πράξεις απελάσεως [04/000381697/7.5.2004 της Υποδιευθύνσεως Αλλοδαπών Αττικής και -κατόπιν δεκτών γενομένων αντιρρήσεών της- όμοια πράξη υπό στοιχεία 278514/2/20.5.2004], διότι αυτή είχε συλληφθεί την 4.5.2004 χωρίς νομιμοποιητικά της παραμονής της έγγραφα, δεδομένου ότι αυτή κατείχε ληξάσης ισχύος άδεια εργασίας του έτους 2002, εκδοθείσα από την Νομαρχία Αθηνών, την οποία δεν είχε κατορθώσει ν’ ανανεώσει. Το δε πλαστό αντίγραφο βεβαιώσεως για κατάθεση δικαιολογητικών, βεβαιώσεως που εφέρετο ως προερχομένη από τον Δήμο Καλλιθέας και χρησιμοποιήθηκε στην Κακαβιά, εφέρετο εκδοθέν κατά την επίμαχη περίοδο, την 4.7.2004. Τους ισχυρισμούς πάλι, της εκκαλούσης για καλή πίστη στο πρόσωπό της κλπ., που στηριζόταν σε οψιγενείς καταθέσεις και δηλώσεις, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέκρουσε εκτιμώντας ελεύθερα ως μη πειστικό το περιεχόμενο των καταθέσεων και δηλώσεων αυτών. Έκρινε δε, εν κατακλείδι, το Διοικητικό Πρωτοδικείο, ότι κατόπιν αυτών δεν κλονιζόταν η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων που είχαν προσβληθεί ενώπιον του και απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως με την ήδη εκκαλουμένη απόφασή του (8030/2010).

6. Επειδή, με αυτά τα δεδομένα νομίμως αιτιολογείται η κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως και νομίμως απερρίφθησαν οι προβληθέντες με την αίτηση ακυρώσεως ισχυρισμοί περί αγνοίας της πλαστότητος και περί καλόπιστης χρήσεως των ως άνω πλαστών στοιχείων.

Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι όλοι οι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται -κατά μεταφοράν λόγων ακυρώσεως- τ΄ αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση,

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου και

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2013. Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας

Ειρ. Σαρπ Νικ. Αθανασίου

Ιδιωτική ασφάλιση. Αγωγή από λήπτη ασφάλισης προς την ασφαλιστική εταιρεία, για να λάβει αποζημίωση, λόγω ζημίας από την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης, με βάση «ισχυρή» ασφαλιστική σύμβαση και επικουρικά αδικαιολόγητο πλουτισμό. Βάσιμη η αγωγή κατά την κύρια βάση της. Απορριπτέα...3212/2013 ΕΙΡ ΑΘ..

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

3212/2013 ΕΙΡ ΑΘ ( 615381) 
Ιδιωτική ασφάλιση. Αγωγή από λήπτη ασφάλισης προς την ασφαλιστική εταιρεία, για να λάβει αποζημίωση, λόγω ζημίας από την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης, με βάση «ισχυρή» ασφαλιστική σύμβαση και επικουρικά αδικαιολόγητο πλουτισμό. Βάσιμη η αγωγή κατά την ..
κύρια βάση της. Απορριπτέα η επικουρική. Ενστάσεις από την εναγομένη, περί μη τηρήσεως ασφαλιστικού βάρους από τον ενάγοντα, ακυρώσεως του συμβολαίου και εξόφλησης. Παράβαση ασφαλιστικού βάρους από τον ενάγοντα λήπτη, που υποχρεούται κατά τη σύναψη να δηλώσει στην ασφαλιστική εταιρεία, κάθε στοιχείο αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, που αναλαμβάνει η τελευταία και να απαντήσει σε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Ειδικό ερωτηματολόγιο στον ενάγοντα, που απέκρυψε «εκ δόλου» γεγονός, που γνώριζε, ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε πριν την γνώση εκ μέρους του ασφαλιστή της παράβασης του λήπτη της ασφάλισης. Ο νόμος δεν ορίζει ρητά τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή. Κατ ανάλογη εφαρμογή των αρθρ. 3 παρ.6,7 του Ν. 2496/97 ο ασφαλιστής απαλλάσσεται, αμέσως μόλις μάθει το γεγονός, χωρίς να απαιτείται εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης. Οπότε, επέρχεται λύση από τη γνωστοποίηση της εναγομένης, προς την κλινική, ότι η ασφαλιστική περίπτωση δεν καλύπτεται κι η τελευταία απαλλάσσεται της καταβολής αποζημίωσης. Αντενστάσεις του ενάγοντα α)περί μη επίδρασης του γεγονότος που αποκρύφτηκε από τον ίδιο, στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, β)του ότι δεν δεσμεύεται από τους όρους και εξαιρέσεις της ασφαλιστικής σύμβασης, που δεν υπέγραψε, γ) περί καταχρηστικότητας του βάρους. Απορριπτέες: α) ο νόμος δεν ανάγει σε προϋπόθεση την σύνδεση του ασφαλιστικού βάρους με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, για την ελευθέρωση του ασφαλιστή από την παροχή ασφαλίσματος. Αρκεί η απόκρυψη εκ δόλου, περιστατικού, που είναι ουσιώδες για την ανάληψη του κινδύνου, β) εφόσον η σύμβαση είναι ισχυρή και λειτούργησε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται από τους όρους αυτής, άσχετα αν ο λήπτης υπέγραψε ή όχι τους όρους, εφόσον κατά το χρόνο λειτουργίας της αποδέχτηκε αυτή, γ) Τα ασφαλιστικά βάρη είναι διαφορετικά από τις «ρήτρες» προ -διατυπωμένων ΓΟΣ της σύμβασης και δεν υπόκεινται σε έλεγχο για τη διαφάνειά τους, σε σχέση με το ν. 2251/1994 περί καταναλωτή. Ο ενάγων απέκρυψε «εκ δόλου» ότι υπέστη εγχείριση εξεργασίας λάρυγγα, κι απάντησε «όχι» στο σχετικό ερωτηματολόγιο της εναγομένης, κατά την έναρξη της σύμβασης. Υπέστη επέμβαση, άλλες 2 φορές για την ίδια αιτία. Την α φορά η εναγομένη, που δεν γνώριζε την «εκ δόλου» απόκρυψη του γεγονότος, κάλυψε την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Την β φορά, η εναγομένη έλαβε γνώση του γεγονότος, από το ιστορικό του ασθενούς, που λήφθηκε από τον ιατρό της κλινικής, δήλωσε ότι δεν υποχρεούται να καλύψει την επέλευση του κινδύνου και έληξε στη συνέχεια το τμήμα της ασφάλισης, που ήταν σχετικό με την νοσοκομειακή περίθαλψη του ενάγοντα. Η ασφαλιστική σύμβαση ζωής, είχε ήδη λήξει 2 χρόνια πριν την άσκηση της αγωγής, με αίτηση του ενάγοντα προς την εναγομένη, επήλθε εκκαθάριση των μεταξύ τους απαιτήσεων και ο ενάγων αποζημιώθηκε πλήρως. Δεκτές οι ενστάσεις. Απορρίπτει αγωγή.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ 3212/2013

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως ΚΩΤΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16/04/2013, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤOY ΕΝΑΓΟNTA: .................., κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής, οδός .................., αριθ. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Κωνσταντίνο Σταθόπουλο

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Tης Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «..................», που εδρεύει στην Καλλιθέα, .................., αριθ. ..., και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Νικολάου Μαρκόπουλου.

Ο ενάγων με την από 15/10/2008 και αριθ. Κατ. 4185/2009 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, ζήτησε τα κατ αυτή. Δικάσιμος για τη συζήτηση της ορίστηκε η 12/02/10 και μετά από αναβολή η 20/10/11, οπότε και ματαιώθηκε. Με την από 21/10/11 και αριθ. κατ. 10683/2011 κλήση επαναφέρθηκε προς συζήτηση, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Προσκομίστηκαν δε τα υπ αριθ. 13287877/19.04.13 και 22591935/17.04.13 τετραπλότυπα του Δ.Σ.Α αντίστοιχα, όπως και το δικαστικό ένσημο, στο οποίο υπόκειται το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής (βλ τα υπ αριθ. 337049, 337050, 348741 και 348742/16.04.13, σειρά Α, ποσού 6,00 €, 6,00 €, 30,00€ και 30,00€ αντίστοιχα αγωγόσημα με επικολλημένα επί αυτών τα ανάλογα ένσημα για το ΤΝ, ήδη ΤΑΝ, και το ΤΠΔΑ).

Για την προκείμενη συζήτηση της αγωγής αυτής, Το Δικαστήριο αφού:

Ακουσε όσα αναπτύχθηκαν στο ακροατήριο

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το αρθρ. 1 παρ.1 του Ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση, να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, αποζημίωση για τη ζημία που θα υποστεί από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης κατά τη διάρκεια της ασφάλισης. Μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης η υποχρέωση του ασφαλιστή να παρέχει ασφαλιστική προστασία μετατρέπεται σε υποχρέωση χρηματικής παροχής για τον κίνδυνο που πραγματοποιήθηκε.

Σύμφωνα με το αρθρ. 3 του Ν. 2496/1997, παρ. 1, εδα, 6 εδ. α και β, 7 εδ. β και γ, σε συνδυασμό με τα αρθρ. 36 παρ. 24 περ. α ιδίου νόμου και αρθρ. 211 επ, 214 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Σε περίπτωση παράβασης, από δόλο, της υποχρέωσής του, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Ετσι, επέρχεται η λύση της σύμβασης και ο ασφαλιστής δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος. Στην περίπτωση της παρ 6 του αρθρ. αυτού η καταγγελία επιφέρει άμεσα αποτελέσματα. Ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στην περίπτωση που κατά τις παρ. 5 και 6 του άρθρου αυτού περιορίζεται η ευθύνη του ή απαλλάσσεται αυτής.

Περαιτέρω, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες, αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνώση της παράβασης δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης από τον ασφαλιστή, όταν ο τελευταίος αγνοεί την παράβαση, που αποτελεί αιτία καταγγελίας, την οποία απέκρυψε ο λήπτης της ασφάλισης εκ δόλου, έτσι γίνεται δεκτό, ότι επιβάλλεται αναλογική εφαρμογή της διάταξης περί καταγγελίας και ο ασφαλιστής απαλλάσσεται και μάλιστα αμέσως, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, της υποχρέωσής του για καταβολή ασφαλίσματος. Η εκ δόλου παράβαση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους έχει τις συνέπειες, που ορίζει ο νόμος, όπως συνάγεται από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις του Ν. 2496/1997, άσχετα αν το γεγονός που αποκρύφτηκε από το λήπτη της ασφάλισης επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Διότι η σύνδεσή του δεν ανάγεται κατά το νόμο σε προϋπόθεση για την απαλλαγή του ασφαλιστή (ΑΠ 442/2012 ΔΕΕ 2013, 67- ΑΠ 720/2007, Νόμος- ΑΠ 1119/2003 ΕλλΔνη 46,407- ΕφΑθ 3489/2011 ΔΕΕ 2012, 49-ΕφΠειρ 643/2010 ΔΕΕ 2011, 208). Σύμφωνα με τα παραπάνω σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης δόλια δεν γνωστοποίησε στον ασφαλιστή γεγονός, που είναι αντικειμενικά ουσιώδες, για την εκτίμηση του κινδύνου και η ασφαλισμένη περίπτωση επέλθει, πριν ο ασφαλιστής λάβει γνώση της παραπάνω παράβασης, τότε ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης χωρίς να απαιτείται καταγγελία.

Με την από 15/10/08 και αριθ. κατ 4185/09 αγωγή του, εκθέτει ο ενάγων ότι: Με την εναγομένη συνήψε το 1997 την από 05/09/97 ασφάλιση κλάδου ζωής. Η εναγομένη με βάση το υπ αριθ. ......./1997 ασφαλιστήριο συμβόλαιο τον ασφάλισε με βασική ασφάλεια ζωής. Οι καλύψεις που περιλαμβάνονταν στην παραπάνω σύμβαση περιλάμβαναν ισόβια ασφάλεια ζωής, με ρήτρα μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, ασφάλιση απαλλαγής καταβολής ασφαλίστρων εξαιτίας ανικανότητας και ασφάλιση ευρείας νοσοκομειακής περίθαλψης υπό τον τίτλο «ΜΑΧΙΜΑ». Η διάρκεια της ασφάλισης συμφωνήθηκε ισόβια. Οσον αφορούσε την κάλυψη για νοσοκομειακή περίθαλψη περιλάμβανε έξοδα νοσοκομείου και χειρουργικών επεμβάσεων, εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις, φάρμακα, αμοιβές ιατρών συνεπεία ασθενείας ή ατυχήματος καθώς και έξοδα εξωνοσοκομειακών εξετάσεων, χωρίς κανένα περιορισμό ποσού. Στις 26/11/04 εισήχθη στο νοσοκομείο «..................» που αποτελούσε συνεργαζόμενη κλινική με την εναγομένη. Την εισαγωγή του ανήγγειλε αμέσως στην εναγομένη και η δαπάνη νοσηλείας του ανήλθε στο συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ (3.789,00€), όπως το ποσό αυτό αναλύεται ειδικά στην αγωγή. Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε εκ νέου στις 22/12/04 στην ίδια κλινική και η δαπάνη νοσηλείας του ανήλθε στο ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν εβδομήντα οκτώ ευρώ (5.178,00€), όπως και το ποσό αυτό αναλύεται επίσης στο δικόγραφο. Το σύνολο των χρημάτων που κατέβαλε για τις παραπάνω νοσηλείες του ανήλθε τελικά στο ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα επτά ευρώ (8.967,00€). Η εναγομένη, όμως καθυστερούσε την πληρωμή των παραπάνω εξόδων με διάφορες δικαιολογίες και αρνείται να καταβάλλει το παραπάνω ποσό παρά τις οχλήσεις του. Επιδιώκει, δε, με την αγωγή να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει το παραπάνω ποσό, κύρια εξαιτίας της ισχυρής σύμβασης ασφάλισης, άλλως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Ετσι έχουσα η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται στο Δικαστήριο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 14 παρ. 1α, 25 Κ.Πολ.Δ) κατά την τακτική διαδικασία, είναι βάσιμη κατά το νόμο κατά την κύρια βάση της, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 1, 2, 7 παρ. 7, 9, 11 παρ. 1, 2, 19 του Ν. 2.496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως», με τα οποία καταργήθηκαν τα αρθρ. 189 επ ΕμΝ, 293, 361, 340, 345, 341, 346 Α.Κ, 907, 908, 176 Κ.Πολ.Δ, σε όλα τα αιτήματα και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και στην ουσία της, για να αποδειχτεί και η κατ αυτή βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της συζητήσεώς της καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη χαρτοσήμου και τα υπέρ τρίτων ένσημα και προσκομίστηκε το δικαστικό ένσημο, στο οποίο υπόκειται το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής. Ενώ, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που αφορά και στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, είναι απορριπτέα, εφόσον, ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι η ασφαλιστική του σύμβαση με την εναγομένη, ήταν κατά το χρόνο εκείνο για οποιονδήποτε λόγο άκυρη, αλλά αντίθετα ότι ήταν έγκυρη.

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή και προβάλλει τις ενστάσεις: 1) απαλλαγής της υποχρέωσης από την καταβολή του ασφαλίσματος, για την ευρεία νοσοκομειακή περίθαλψη, για το λόγο ότι ο ενάγων εκ δόλου, δεν δήλωσε, αλλά απέκρυψε, κατά την αίτησή του για την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης γεγονότα, που ήταν γνωστά σε εκείνον, που ήταν ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου από την ίδια, 2) ένσταση εξοφλήσεως, διότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ακυρώθηκε και στις 01/09/06 ο ενάγων έλαβε το αντίτιμο εξαγοράς του σχετικού ασφαλιστηρίου, αφού υπολογίστηκαν οι μεταξύ τους ένθεν και ένθεν απαιτήσεις, 3) ένσταση εκ του αρθρ. 332 παρ.α ΑΚ, οι οποίες νόμιμα προβάλλονται (αρθρ. 3 παρ. 6, 7 Ν 2496/97, 416 ΑΚ) και θα πρέπει να εξεταστούν και στην ουσία τους, των λοιπών απορριπτόμενων ως αβασίμων κατά το νόμο. Ενώ, η ένσταση περί απώλειας εκ μέρους του ενάγοντα της προθεσμίας προς εναντίωση του, σε σχέση με τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, και της για ικανό χρόνο διάρκειας και λειτουργίας της, δεν είναι σχετική με την κρίση επί του συγκεκριμένου προκειμένου θέματος.

Από την κατάθεση των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς και τις ομολογίες, που περιλαμβάνονται στις προτάσεις τους και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, τα εξής:

Στις 05/09/1997 ο ενάγων υπέβαλε αίτηση προς την εναγομένη για ασφάλιση ζωής, που περιλάμβανε και επί πλέον καλύψεις, όπως και νοσοκομειακή ευρεία κάλυψη. Στην αίτηση περιλαμβανόταν ερωτηματολόγιο 21 ερωτήσεων, που είχε συνταχθεί από την εναγομένη και ειδικές ερωτήσεις, που αφορούσαν το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντα. Μεταξύ αυτών των ερωτήσεων περιλαμβανόταν η αριθ. 11, αν ο ενάγων έχει ή είχε οποιαδήποτε πάθηση ματιών, αυτιών, μύτης ή ιγμόρειων, λαιμού. Περαιτέρω, στην αριθ. 16 ερώτηση αν έχει κάνει ακτινογραφίες, ηλεκτροκαρδιογραφήματα, εγχειρίσεις ή νοσηλείες σε νοσοκομείο ή κλινικές… Στις ερωτήσεις αυτές ο ενάγων ήταν υπόχρεος, να απαντήσει με κάθε ειλικρίνεια και να αναφέρει τα σχετικά προβλήματα, σε σχέση με τις παραπάνω ερωτήσεις. Για την ειλικρινή, δε, απάντηση με κάθε λεπτομέρεια και τη μη απόκρυψη των περιστατικών, που σχετίζονταν με την κατάσταση της υγείας του και το ιατρικό του ιστορικό, υπήρχε σαφής δήλωση, περιλαμβανόμενη στο ίδιο έντυπο, την οποία υπέγραφε, με δική του ευθύνη, ο ενάγων, ότι απάντησε με κάθε ειλικρίνεια σε όλες τις ερωτήσεις, χωρίς να αποκρύψει τίποτε. Περαιτέρω, υπήρχε και β μέρος που και πάλι αφορούσε το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντα και περιλάμβανε 19 ερωτήσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν η υπ αριθ. 13 Α ερώτηση, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων θα έπρεπε να απαντήσει αν έχει κάνει ακτινογραφίες, ηλεκτροκαρδιογραφήματα, εγχειρίσεις ή νοσηλεία σε νοσοκομείο ή κλινική. Ο ενάγων απάντησε αρνητικά, «όχι». Στην με αριθ. 15 Α ερώτηση, αν είχε κύστη κόκκυγα, αιμορροΐδες, περιεδρικό συρίγγιο, κιρσούς, άλλες παθήσεις, όγκους κλπ, απάντησε και πάλι αρνητικά «όχι». Ωστόσο, ήδη, ο ενάγων είχε υποστεί το 1996 και λίγο πριν υποβάλλει την αίτηση για ασφάλιση στην εναγομένη, σε χειρουργική επέμβαση νέο-εξεργασίας λάρυγγα, λόγω μορφώματος, που εμφανίστηκε, την οποία και απέκρυψε κι αντίθετα με την αλήθεια ανέφερε, ότι δεν είχε υποστεί καμία χειρουργική επέμβαση, ούτε εμφάνισε καμία πάθηση. Το παραπάνω περιστατικό γνώριζε ο ενάγων και όχι μόνο δεν το ανακοίνωσε, αλλά το απέκρυψε. Ηταν, δε, αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, που αναλάμβανε η εναγομένη, και για τον ίδιο λόγο το περιέλαβε στο ερωτηματολόγιό της, όπως και κάθε πάθηση ή χειρουργική επέμβαση. Στις 26/11/04 η εναγομένη πληροφορήθηκε, ότι ο ενάγων είχε εισαχθεί στην «..................», για εξεργασία λάρυγγα. Τότε πληροφορήθηκε, ότι ο ενάγων είχε υποστεί και το 1996 εγχείριση, για την ίδια αιτία, λίγο πριν υποβάλλει, προς αυτήν, την αίτησή του, για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης, από ότι προκύπτει, ο ενάγων είχε υποστεί και το 2001 και πάλι επέμβαση για νέο-εξεργασία λάρυγγα, την οποία και είχε καλύψει η εναγομένη, που κατέβαλε τα έξοδα. Η εναγομένη, που πληροφορήθηκε το παραπάνω γεγονός για πρώτη φορά, από την φόρμα της ιατρικής εκτίμησης, όταν ο ενάγων εισήχθη στην Ευρωκλινική, γνωστοποίησε στην παραπάνω κλινική, ότι η περίπτωση του ενάγοντα δεν καλύπτεται. Στη συνέχεια, κατήγγειλε την μεταξύ αυτής και του ενάγοντα σύμβαση. Εφόσον, δε, η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε πριν από την εκ μέρους της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας γνώση της παράβασης από τον ενάγοντα, του προαναφερόμενου ασφαλιστικού βάρους, επήλθε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση, απαλλαγή της εναγομένης, κατ εφαρμογή της διάταξης του αρθρ. 3 παρ. 6 εδ. β του Ν. 2496/97, από την υποχρέωσή της για καταβολή του ασφαλίσματος, έκτοτε. Συνεπώς, δεν ήταν υπόχρεη να καταβάλλει κανένα ποσό για νοσηλεία του ενάγοντα, από εκεί και πέρα. Η περίπτωση της νοσηλείας του ενάγοντα στις 26/11/04 για επέμβαση εξεργασίας λάρυγγα και χορδεκτομή, συνεπώς, δεν καλυπτόταν από την εναγομένη, που δεν ήταν υπόχρεη να καταβάλλει ασφάλισμα. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν καλυπτόταν ούτε κι η νοσηλεία του ενάγοντα στην ίδια κλινική, στις 26/12/04, άσχετα αν αφορούσε την ίδια ή άλλη πάθηση. Εφόσον, η εναγομένη δεν ήταν έκτοτε υπόχρεη σε καταβολή ασφαλίσματος, αφού πληροφορήθηκε την εκ δόλου απόκρυψη του ενάγοντα και την παράβαση του ασφαλιστικού βάρους, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του, για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Το παραπάνω γεγονός, άλλωστε, ότι η πάθηση αυτή του λάρυγγα του ενάγοντα προϋπήρχε και ο τελευταίος είχε υποστεί επέμβαση, «νέο εξεργασίας λάρυγγα» το 1996, δεν αρνήθηκε ο μάρτυρας του, αλλά αντίθετα. Το πραγματικό αυτό γεγονός, η αναληθής ενημέρωση της εναγομένης εκ μέρους του ενάγοντα, και η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, πριν να πληροφορηθεί την αναλήθεια των δηλώσεων του ενάγοντα, αρκούσαν για τη θεμελίωση της ένστασής της, περί απαλλαγής, ανεξάρτητα από την καταγγελία, που χώρησε στη συνέχεια και την οποία επικαλείται. Αλλωστε, αποδεικνύεται, ότι για τον ίδιο λόγο ο ενάγων είχε υποστεί τρεις φορές επέμβαση. Περαιτέρω, όπως αποδείχτηκε, ο ενάγων ζήτησε, στις 03/08/06, με αίτησή του, την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης και την εξαγορά του συμβολαίου. Οπως προκύπτει, δε, από την από 01/09/2006 απόδειξη, παραλαβής επιταγής, που προσκομίζει η εναγομένη, μετά από σχετική εκκαθάριση των εκατέρωθεν απαιτήσεων, ο ενάγων έλαβε από την ίδια το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και 80 λεπτά (2.255,80€), προς πλήρη εξόφληση του, ως αντίτιμο εξαγοράς του ενδίκου ασφαλιστηρίου. Η εναγόμενη είχε ήδη προβεί μέχρι τότε, από ότι αποδεικνύεται, σε καταβολές προς τον ενάγοντα, όσον αφορούσε το πρόγραμμα υγείας. Με την παραλαβή του παραπάνω ποσού ο ενάγων δήλωσε, ότι είχε εξοφληθεί ολοσχερώς και πλήρως κάθε απαίτησή του, την οποία είχε έναντι της εναγομένης. Στη συνέχεια, όμως, παρά τα παραπάνω, δύο (2) και πλέον έτη, μετά την πλήρη ακύρωση του ασφαλιστηρίου του συμβολαίου, που ζήτησε ο ίδιος ο ενάγων και τέσσερα (4) και πλέον έτη από την γνωστοποίηση της εναγομένης, προς αυτόν, αλλά και προς την «..................», ότι δεν καλύπτει πλέον το παραπάνω πρόγραμμα ευρείας νοσοκομειακής περίθαλψης του, αποφάσισε να ασκήσει την προκείμενη αγωγή κατά της εναγομένης. Στην αγωγή τίποτε από τα παραπάνω δεν ανέφερε. Για τον ίδιο λόγο και δεν προσκόμισε και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που είχε ήδη ακυρωθεί από το 2006. Η σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ωστόσο, η οποία και ήταν ενεργή στις 26/11/04, οπότε η εναγομένη πληροφορήθηκε την εκ δόλου παράβαση του ενάγοντα, αποδεικνύεται από τα λοιπά στοιχεία, όπως και από όσα έγγραφα προσκόμισε η εναγομένη, αλλά και από τις ομολογίες των διαδίκων. Οι αντενστάσεις του ενάγοντα, ότι δεν υπέγραψε τους όρους του ασφαλιστηρίου και συνεπώς δεν υπέχει ευθύνη, είναι αβάσιμες κατά το νόμο και απορριπτέες. Οι γενικοί και ειδικοί όροι του ασφαλιστηρίου δεσμεύουν τον ασφαλιζόμενο, ακόμη και αν δεν τους υπέγραψε (ΕφΑθ 1903/2010 ΔΕΕ 2012, 952), εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση παραμένει σε ισχύ και ο ασφαλισμένος λαμβάνει ωφελήματα εξ αυτού. Περαιτέρω, απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί του, ότι η παραπάνω πάθηση του, που δεν ανέφερε στην εναγομένη, δεν έχει επίδραση στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που δεν οφείλεται στην πάθησή του. Η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος παρέβη το ασφαλιστικό βάρος πληροφόρησής, που είχε, και δεν ανακοίνωσε στον τελευταίο την αλήθεια, επέρχεται εκ του νόμου, που δεν διακρίνει, αν η πάθηση, που προϋπήρχε της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, επέδρασε ή όχι στην ασφαλιστική περίπτωση. Τα ασφαλιστικά βάρη, τέλος, είναι διαφορετικά από τις ρήτρες, που διατυπώνονται ως ΓΟΣ στις συμβάσεις και υπόκεινται σε έλεγχο για τη διαφάνεια τους, όπως και για καταχρηστικότητα σε σχέση με το ν. 2251/1994 περί καταναλωτή. Το ασφαλιστικό βάρος της πληροφόρησης του ασφαλιστή, για το ιατρικό ιστορικό του ασφαλιζόμενου, που γνωρίζει μόνο ο τελευταίος, στο οποίο ο ασφαλιστής δεν έχει πρόσβαση, προκύπτει, από το ότι ο ασφαλιστής πρέπει να γνωρίζει τον κίνδυνο, που αναλαμβάνει, και τα ουσιώδη στοιχεία αυτού. Ως αποτέλεσμα δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση της επιβολής του βάρους στον ασφαλιζόμενο, ενώ όσον αφορά τις συνέπειες από την παράβασή του από τον τελευταίο αυτές διαγράφονται από τον ίδιο το νόμο. Συνεπώς απορριπτέος είναι ο σχετικός ισχυρισμός.

Κατ ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση της εναγομένης, ότι με βάση το νόμο δεν ήταν υπόχρεη να καταβάλλει ασφάλισμα στον εναγόμενο, που εκ δόλου παρέβη την υποχρέωσή του και απέκρυψε το πρόβλημα, που είχε με «νέο- εξεργασία» λάρυγγα, για την οποία και είχε εγχειριστεί το 1996, που ήταν ουσιώδης όρος για την ανάληψη του κινδύνου από τον ασφαλιστή, να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικαστεί ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης κατ αρθρ. 176 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας με δικονομικά παρόντες τους διαδίκους.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στα εκατόν ογδόντα ευρώ (180,00€).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 17 Ιουλίου 2013, ενώ απουσίαζαν οι διάδικοι.



Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΤΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ



Ε.Φ.

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις που συνιστούν άσκηση νομής επί ακινήτου. Διαδοχή στη νομή. Προϋποθέσεις κτήσεως της νομής με παράδοση. Οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν νομότυπα στο πλαίσιο άλλης δίκης μπορούν να εκτιμηθούν ως δικαστικά τεκμήρια. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 134/2009 απόφαση ΕφΚρήτης)....134/2012 ΑΠ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

134/2012 ΑΠ ( 569253) 
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις που συνιστούν άσκηση νομής επί ακινήτου. Διαδοχή στη νομή. Προϋποθέσεις κτήσεως της νομής με παράδοση. Οι ένορκες βεβαιώσεις που...
λήφθηκαν νομότυπα στο πλαίσιο άλλης δίκης μπορούν να εκτιμηθούν ως δικαστικά τεκμήρια. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 134/2009 απόφαση ΕφΚρήτης).


  
Αριθμός 134/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Ερωτόκριτο Καλούδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Δ. Κ. του Ι. και Σ., 2. Α. Κ. του Ι. και Σ., 3. Σ. Κ. του Ι. και Σ., 4. Μ. συζ. Ι. Μ., φυσικού τέκνου Ι. και Σ. Κ., θετού τέκνου Μ. και Μ. Τ., κατοίκων ..., απάντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης αρχικής διαδίκου Σ. χας Ι. Κ., 5. Γ. Τ. του Ε., κατοίκου ... και 6. Α. Τ. του Ε., κατοίκου ........... Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ορφανίδη.

Των αναιρεσίβλητων: 1. Ε. Χ. του Δ., 2. Π. Χ. του Ε., 3. Ι. Χ. του Ε. και 4. Δ. Χ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαρίλαο Βερβενιώτη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-1994 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/1997 μη οριστική, 182/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 254/2004 του Εφετείου Κρήτης. Κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 1631/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Κρήτης. Το Εφετείο Κρήτης εξέδωσε την 134/2009 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-7-2009 αίτησή τους και με τους από 14-10-2010 πρόσθετους λόγους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 12-9-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, συνάγεται, ότι, για τη κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α` ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου ή νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι τη μεταβίβαση νομέα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι: α) η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα, κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ` αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή, β) η κτήση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και εκείνου που μεταβιβάζει τη νομή. Εξάλλου, για μεν την ίδρυση του από το άρθρο 559 αριθμ. 1α ΚΠολΔ λόγω αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ για την ίδρυση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, για στέρηση της απόφασης από τη νόμιμη βάση της και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, να μην προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η Μ. σύζυγος Ε. Π. το 1949 παραχώρησε άτυπα τα παρακάτω ακίνητα, ιδιοκτησίας της, παραδίδοντας τη νομή και κατοχή αυτών στη θυγατέρα της Δ. σύζυγο Ε. Χ. για να τα έχει για να τα έχει για δικά της λόγω του γάμου της τη 17-1-1949 και για αποκατάστασή της, αφού δημιούργησε οικογένεια και διέμενε όχι πλέον στο πατρικό αλλά στο δικό της σπίτι: (ακολουθεί η περιγραφή δέκα -10- ακινήτων, η ταυτότητα των οποίων, άλλωστε, δεν αμφισβητείται) . Η προαναφερόμενη μητέρα της Δ. Χ. στο διάστημα από το 1949 μέχρι το 1967 είχε παραχωρήσει και στα άλλα τέκνα της δικά της ακίνητα με τον ίδιο τρόπο και σκοπό σε άλλες περιοχές και συγκεκριμένα στις Χοχλακιές στο Γ. και Α. Τ. και στα Φαβριανά στη Σ. Τ. (σύζυγο Ι. Κ.), γεγονός που αναφέρεται και στην ίδια την αγωγή, ένας δε από τους λόγους πού συνετέλεσαν να παραχωρήσει στη Δ. Χ. τα ακίνητα στην παραπάνω ευρύτερη περιοχή ήταν το ότι στην περιοχή αυτή είχε ακίνητα και ο σύζυγος της. Όλα τα παραπάνω ακίνητα η Δ. Χ. από το 1949, που τα παρέλαβε στη νομή και κατοχή της, τα νεμόταν για δικό της λογαριασμό, αποκλειστικά και όχι για λογαριασμό της μητέρας της, ούτε η παραχώρηση και η εν συνεχεία κατοχή έγιναν με σύμβαση μίσθωσης αγροτικών ακινήτων με μίσθωμα σε ποσοστό επί των καρπών(επίμορτη αγροληψία) που ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην αγωγή. Ειδικότερα η προαναφερομένη σε όλο το χρονικό διάστημα από το 1949 μέχρι το θάνατο της την 23-11-1984 νεμόταν συνεχώς τα παραπάνω ακίνητα, ασκώντας όλες τις πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό καθενός των ακινήτων αυτών. Από το θάνατο της προαναφερομένης μέχρι την άσκηση, της αγωγής τα ακίνητα αυτά νέμονταν οι εναγόμενοι, ήτοι ο πρώτος εξ αυτών που ήταν ο σύζυγος της και οι λοιποί, τέκνα της, οι οποίοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της απέκτησαν τη νομή επί των ακινήτων αυτών, και ασκούσαν ομοίως όλες τις πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό καθενός των ακινήτων αυτών. Ειδικότερα οι πράξεις νομής που άσκησε η Δ. Χ. στα επίδικα ακίνητα στο παραπάνω διάστημα είναι: Καλλιεργούσε αυτά με δημητριακά και κηπευτικά, δενδροφύτευσε αυτά και προέβη σε οριοθετήσεις με σταθερά ορόσημα, περιφράξεις, βελτιώσεις και αξιοποιήσεις αυτών και ασκούσε όλα τα σχετικά με την καλλιέργεια δικαιώματα. Στο ακίνητο στη θέση Εκκλησιά εκτός του οικισμού Ανάληψης (με α.α. 1 παραπάνω) τοποθέτησε περίφραξη, κατασκεύασε υπόστεγα για ζώα και επέτρεψε διάβαση πλάτους 5 μέτρων στο νότιο μέρος του με συμφωνία με τον ιδιοκτήτη του γειτονικού ακινήτου. Στο. με α.α. 2 παραπάνω ακίνητο, πλησίον του οικισμού Ανάληψης, φύτεψε αμπέλι, μέσα σ` αυτό ελιές και περιμετρικά αγκινάρες, στα με α.α.3 ακίνητο στη θέση Λιόφυτο φύτεψε ελιές πριν από το 1960 και στη δυτική πλευρά του διάνοιξε δρόμο. Στο με αα 4 ακίνητο στη θέση Αποσελέμι φύτεψε ελιές πριν από το 1960. Στο με αριθμό 5 ακίνητο στη θέση Πρινολάγκαδο μπόλιασε χαρουπιές και μάζευε τον καρπό από το 1955. Στο με αα 6 ακίνητο στη θέση Αγκισαρά ή Λούρα φύτεψε ελιές, στο με αα 7, ακίνητο, οικόπεδο, εντός του οικισμού Αναλήψεως φύτεψε και καλλιεργούσε ελιές και μυγδαλιά και περιμετρικά αγκινάρες, στο με αα 8 ακίνητο στη θέση Άγιος Ιωάννης φύτεψε αμπέλι σουλτανί, στη συνέχεια το έβγαλε και φύτεψε ελιές, στην ανατολική δε πλευρά του επέτρεψε και έγινε δρόμος με άσφαλτο πλάτους 8 μέτρων, στο με αα.9 ακίνητο στη θέση Ρεστέμι φύτεψε ελιές και στο με αα 10 ακίνητο στη θέση Γούβες καλλιεργούσε τις ελιές. Οταν, αυτή προέβαινε στις παραπάνω πράξεις νομής δεν υπήρξε καμιά διαμαρτυρία από τη μητέρα της. Αν δεν είχε γίνει η παραχώρηση κατά τα παραπάνω για την αποκατάσταση της Δ. Χ. και υπήρχε συμφωνία μόνο για χρήση, των ακινήτων και απόδοση αυτών όταν θα ζητούνταν, τότε αφενός μεν η Δ. Χ. δεν θα προέβαινε σε αξιοποίηση των ακινήτων με δαπάνες και κόπο για δενδροφυτεύσεις, περιφράξεις κτλ αλλά θα είχε αρκεστεί μόνο στην καλλιέργεια και συγκομιδή των καρπών εν γένει, αφετέρου δε η μητέρα αυτής Μ. Τ. θα είχε αντιδράσει στις βελτιώσεις, δενδροφυτεύσεις των ακινήτων και δημιουργία, δρόμων με παραχώρηση των αναγκαίων λωρίδων εδάφους, αφού αυτές καταδεικνύουν πράξεις νομέα και κυρίου των ακινήτων και όχι μισθωτή ή απλώς χρήστη αυτών. Σημειωτέον ότι σε τέτοιες αξιοποιήσεις είχαν προβεί και τα άλλα τέκνα της Μ. Τ. και ειδικά η Σ. Κ. στα ακίνητα που της είχαν παραχωρηθεί αν όμως της είχαν παραχωρηθεί μόνο προσωρινά, τότε ούτε αυτή θα προέβαινε σε τέτοια αξιοποίηση. Όλες οι άτυπες αυτές παραχωρήσεις προς τα τέκνα της Μ. Τ. με συγκεκριμένα ακίνητα σε καθένα έγιναν από αυτή με σκοπό να περιέλθουν κατά κυριότητα σε καθένα των τέκνων από το χρόνο της παραχώρησης και όχι να διατηρείται η κυριότητα στη μητέρα και να έχει αυτή τη δυνατότητα να παραχωρήσει σε μεταγενέστερο καθένα των ακινήτων σε άλλο τέκνο ή άλλο άτομο ή να τα διαθέσει με άλλο τρόπο με διαθήκη ή να περιέλθουν τα ακίνητα στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της στην περίπτωση που δεν υπάρξει διαθήκη στο χρόνο θανάτου της. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα υπήρχε ανασφάλεια σε καθένα των τέκνων και την οικογένεια που δημιουργούσε όχι μόνο κατά την παραχώρηση των ακινήτων για την αποκατάσταση τους αλλά και σε μεγάλο διάστημα μετά από αυτή εξαρτώμενο κατά τη διάρκεια του από απροσδιόριστους παράγοντες. Η Μ. Τ. με την κατά τα παραπάνω άτυπη παραχώρηση των συγκεκριμένων ακινήτων στα τέκνα της, και δη στη Δ. Χ. το 1949, επιδίωκε την ασφάλεια των τέκνων της για τα δικαιώματα αυτών στα παραχωρούμενα ακίνητα και την πέτυχε για διάστημα 18 περίπου ετών από το 1949 μέχρι το 1967, δίδοντας, έτσι, τη δυνατότητα στα τέκνα της να αξιοποιήσουν επωφελώς για τις οικογένειες τους τα ακίνητα καθιστώντας τα αποδοτικότερα, ώστε, εν τέλει, να επιτευχθεί η σκοπούμενη από το 1949 αποκατάσταση των τέκνων, η οποία διαφορετικά και με άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί. Οι πράξεις νομής στις οποίες ειδικότερα προέβησαν οι εναγόμενοι από το θάνατο της μητέρας τους μέχρι την άσκηση της αγωγής το 1994(κατάθεση την 27-7-1994) είναι ομοίως καλλιέργεια των ακινήτων με δημητριακά και κηπευτικά, καλλιέργεια των δένδρων σ` αυτά και συγκομιδή των καρπών. Οι εναγόμενοι κατείχαν και νέμονταν τα ακίνητα αυτά στο χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και μεταγενέστερα μέχρι σήμερα. Την 20-11- 1967 το πρώτον η Μ. Τ. και Ε. Τ. μητέρα και πατέρας των εναγόντων και της Δ. Χ., επέδωσαν στην τελευταία την από 19-11-1967 "εξώδικη πρόσκληση διαμαρτυρία καταγγελία και δήλωση"στην οποία αναφέρεται ότι αυτοί της παραχώρησαν πριν από δέκα χρόνια περίπου για απλή καλλιέργεια και χρήση ακίνητα ιδιοκτησίας τους σε εννιά θέσεις της κτηματικής περιφερείας των χωρίων Χερσονήσου και Γουβών με επιφύλαξη να τα διανείμουν οριστικά σε όλα τα τέκνα τους, ότι η Δ. Χ. αντιποιείται τα δικαιώματα αυτών και αρνείται να εγκαταλείψει τη χρήση και την κάρπωση των ακινήτων, ότι καταγγέλλουν τη σύμβαση χρήσης και κάρπωσης και ζήτησαν να τους δηλώσει εγγράφως σε προθεσμία 10 ημερών ότι εγκαταλείπει την κατοχή, νομή, χρήση και κάρπωση όλων των ακινήτων, να προσέλθει για εξώδικη διανομή, διαφορετικά θα ασκηθεί αγωγή εναντίον της. Η Δ. Χ. δεν προέβη σε καμιά απόδοση των ακινήτων αυτών και συνέχισε να νέμεται αυτά ως και πρότερον, η δε μητέρα της δεν άσκησε αγωγή απόδοσης των ακινήτων, για τα οποία το εξώδικο. Αν πράγματι η μητέρα της προαναφερομένης δεν είχε παραδώσει το 1949 τα ακίνητα αυτά στην κόρη της με τον παραπάνω σκοπό, για την αποκατάσταση της, αλλά μόνο για απλή καλλιέργεια και χρήση μέχρι να κάνει οριστική διανομή αυτών στα τέκνα της, τότε, μετά την πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε με το εξώδικο για την απόδοση και οπωσδήποτε πριν το 1969 που συμπληρωνόταν η εικοσαετία, θα ασκούσε αγωγή αποδόσεως των ακινήτων ή διεκδικητική αγωγή, δεν άσκησε δε τέτοια αγωγή γιατί η .... είχε και ασκούσε τη νομή των ακινήτων από τότε που της την είχε παραδώσει. Η παραπάνω εξώδικη δήλωση είχε ως αιτία το ότι τα ακίνητα, αγροτεμάχια, που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ. απέκτησαν μεγάλη αξία, οικοπεδική αξία, λόγω της ξαφνικής και μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής που βρίσκονταν και της κατασκευής του εθνικού δρόμου Ηρακλείου-Λασιθίου, ενώ το 1949 και μέχρι τότε είχαν μικρή αξία, ενώ αντίστοιχα η αξία των .ακινήτων που είχαν μέχρι τότε παραχωρηθεί στους ενάγοντες από τη μητέρα τους σε άλλες περιοχές δεν αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό, αν και αυτά είχαν μεγαλύτερη αξία το 1949 σε σχέση με αυτά που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ.. Η σημαντική αύξηση της αξίας των ακινήτων της Δ. Χ. από το 1967 και μεταγενέστερα ήταν ο λόγος που οι ενάγοντες ζήτησαν από τη μητέρα τους την αναδιανομή σε όλα τα τέκνα της όλης της περιουσίας που είχε μέχρι το 1949, μεταξύ δε των ακινήτων αυτών και εκείνων που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ. κατά το γάμο της, και παρά το γεγονός της παρόδου σημαντικού χρόνου από το 1949. Την 25-6-1971, οι γονείς της προαναφερομένης επέδωσαν, σ` αυτήν την με ιδία ημερομηνία εξώδικη πρόσκληση, με την οποία την καλούσαν να συμμετάσχει με τα αδέλφια της σε εξώδικη διανομή της περιουσίας των γονέων της και επιπλέον να εγκαταλείψει τα ακίνητα τους στο μετόχιον Σβούρου Χερσονήσου, άλλως θα ασκήσουν εναντίον της αγωγές στα αρμόδια δικαστήρια. Η Δ. Χ. δεν προέβη σε καμιά απόδοση των ακινήτων αυτών και συνέχισε να νέμεται αυτά ως και πρότερον, η δε μητέρα της για τον ίδιο παραπάνω λόγο δεν άσκησε αγωγή απόδοσης, των ακινήτων, για τα οποία το εξώδικο. Η Μ. Τ. με το .../1972 συμβόλαιο μεταβίβασης κυριότητας αιτία δωρεάς εν ζωή που συντάχθηκε από, το συμβολαιογράφο Τζερμιάδων Λασιθίου Γεώργιο Κοντογιάννη δώρησε στα τέκνα της Σ., Ι., Γ. και Α. Τ. στην μεν πρώτη το ακίνητο στη θέση Λιόφυτο και στους λοιπούς τα ακίνητα στη θέση Αγκισαρά Λούρα και στη θέση Εκκλησία Ανάληψης περιφερείας Σβούρου Μετόχι Χερσονήσου κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Με το συμβόλαιο αυτό δεν μεταβιβάστηκε, όμως, η κυριότητα και η νομή και η κατοχή των ακινήτων αυτών, καθόσον η δωρήτρια δεν είχε τότε κανένα δικαίωμα στα ακίνητα αυτά, ούτε νομή ούτε κατοχή, αφού αυτά ανήκαν ήδη στη Δ. Χ. από το 1969 με τη συμπλήρωση εικοσαετούς τουλάχιστον άσκησης νομής στα ακίνητα αυτά από το έτος 1949 και μέχρι το 1969 κατά τα προαναφερθέντα. Η τελευταία και μετά τη σύναψη του συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως και πρότερον. Το παραπάνω συμβόλαιο δωρεάς ανακλήθηκε τρία χρόνια αργότερα με το .../1975 συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου, έγινε δε αυτό για το λόγο ότι τα ακίνητα που αφορούσε βρίσκονταν στην κατοχή και νομή της Δ. Χ. από το 1949 και της ανήκαν κατά κυριότητα, γι` αυτό και οι δωρεοδόχοι δεν είχαν αποκτήσει με το συμβόλαιο δωρεάς κανένα δικαίωμα. Ο δεύτερος ενάγων στις 20-11-1973, ενεργώντας χωρίς δικαίωμα, αφού γνώριζε ότι η μητέρα του δεν είχε κανένα δικαίωμα στα παραπάνω ακίνητα, ούτε νομή ούτε κατοχή, και ότι αυτός δεν απέκτησε με το .../1972 συμβόλαιο κυριότητα, νομή και κατοχή, έσπειρε δημητριακά στα ακίνητα της Δ. Χ. στη θέση Σβούρο Εκκλησία και Αγκούσακας (Αγκισαρά). Στη δίκη για αυτοδικία που έγινε τη 2-4-1974 ο ενάγων αυτός αναγνώρισε ότι η προαναφερομένη είναι νομέας των ακινήτων και ότι δεν θέλει αποζημίωση για τα καλλιεργητικά του και η ποινική δίωξη έπαυσε λόγω ανακλήσεως και αποδοχής. Τη 16-4-1974, ήτοι λίγες ημέρες μετά την παραπάνω δίκη, οι γονείς και όλα τα αδέλφια της προαναφερομένης επέδωσαν σ` αυτήν και τον πρώτο εναγόμενο, σύζυγο της, εξώδικη δήλωση και την καλούσαν να προσέλθει σε συμβολαιογράφο για να γίνει από τους γονείς διανομή της περιουσίας των γονέων στα τέκνα τους, σε περίπτωση δε που δεν προσέλθουν τους καλούσαν, μεταξύ των άλλων, να εγκαταλείψουν τα ακίνητα στις θέσεις Αγκισαρά και Εκκλησία, άλλως θα ασκήσουν εναντίον τους διεκδικητική αγωγή. Η Δ. Χ. και ο σύζυγός της δεν εγκατέλειψαν κανένα ακίνητο αλλά εξακολούθησαν να κατέχουν, και να νέμονται τα ακίνητα ως και πρότερον. Η Δ. Χ. και ο σύζυγος της, τα αδέλφια της και ο σύζυγος της πρώτης των εναγόντων, την 4-8-1975, και κατόπιν της ανάκλησης του .../1972 προαναφερόμενου συμβολαίου δωρεάς με το .../1975 συμβόλαιο ακύρωσης δωρεάς εν ζωή του ιδίου συμβολαιογράφου, προέβησαν ενώπιον του ιδίου συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Γεωργίου Κοντογιάννη στη σύνταξη του .../1975 συμβολαιογραφικού εγγράφου με τίτλο "δηλωτικό", με το οποίο δήλωσαν ότι οι αξιοποιήσεις, και βελτιώσεις που έχουν γίνει από αυτούς σε ακίνητα κτήματα των γονέων τους στις αγροτικές περιοχές Αναλήψεως Χερσονήσου, Χοχλακιές, Επισκοπής Πεδιάδος και Φαβριανών Μονοφατσίου Ηρακλείου θεωρούνται ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί και παραιτούνται από κάθε απαίτησή τους για αποζημίωση για τις αξιοποιήσεις αυτές κατά οποιουδήποτε και ότι οι γονείς τους δικαιούνται να διαθέσουν τα ακίνητα αυτά κατά πλήρες δικαίωμα. Δεν περιέχεται στο έγγραφο αυτό δήλωση, ότι κανένα από τα τέκνα της Μ. Τ. δεν απέκτησε ή δεν διατήρησε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στα ακίνητα της περιουσίας αυτής, ούτε ότι κάθε προηγούμενη διαφορά ή διένεξη εξώδικη ή δικαστική καταργήθηκε και θεωρήθηκε ότι δεν έγινε ποτέ. Κατά συνέπεια ο αντίθετος ισχυρισμός των εκκαλούντων στον πρώτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμος. Η Δ. Χ. και μετά τη σύναψη του συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως και στο προηγούμενο από το 1949 χρονικό διάστημα, με την παραπάνω δε δήλωση της ότι οι γονείς της έχουν δικαίωμα να διαθέσουν τα ακίνητα τους κατά πλήρες δικαίωμα δεν αναγνώρισε ότι η παραχώρηση σ` αυτήν των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή, όπως αβάσιμα αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, ούτε απέδωσε στη μητέρα της τη νομή των ακινήτων που είχε από το 1949, ούτε απώλεσε αυτήν ούτε αναγνώρισε νομέα τη μητέρα της. Με το .../1981 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Μαρίας συζύγου Εμμανουήλ Πενταράκη η Μ. χήρα Ε. Τ. δώρησε σε όλα τα τέκνα της (τους τρεις ενάγοντες, τον Ι. Τ. και τη Δ. Χ.) τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο ακίνητα, μεταξύ των οποίων και τα επίδικα, στη σύναψη δε του συμβολαίου αυτού συμμετείχαν τα τέκνα της πλην της Δ. Χ., η οποία δεν συμμετείχε, γιατί από την αναδιανομή στην οποία προέβη η μητέρα της δεν έλαβε τα ακίνητα που είχε λάβει το 1949, τα είχε αξιοποιήσει, τα νεμόταν και είχε ήδη καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Στο συμβόλαιο αυτό αναφέρεται ότι η δωρήτρια μεταβιβάζει τα ακίνητα αυτά στα τέκνα της παραδίδοντας τη νομή και την κατοχή αυτών. Ομως με το συμβόλαιο αυτό δεν επήλθε καμιά μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων στους ενάγοντες, καθόσον η δωρήτρια το 1981 δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σ` αυτά, ούτε νομή ούτε κατοχή, ανήκαν δε αυτά στη Δ. Χ. κατά τα προαναφερθέντα. Η τελευταία και μετά τη σύναψη του συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως και πρότερον και δεν προέβη σε απόδοση της νομής κανενός των ακινήτων ούτε στη μητέρα της ούτε στα αδέλφια της. Οι ενάγοντες την 7-11-1983 επέδωσαν ομοίως στη Δ. Χ. και το σύζυγο της εξώδικη δήλωση, με την οποία, αναφερόμενοι στο .../1981 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασηθίου, ζήτησαν να τους δηλώσουν εγγράφως ότι θέλουν να εγκαταλείψουν τα επίδικα ακίνητα και να τους παραδώσουν την κατοχή αυτών. Οι προαναφερόμενοι δεν εγκατέλειψαν κανένα ακίνητο, αλλά εξακολούθησαν να κατέχουν και να νέμονται τα ακίνητα ως και πρότερον. Κατόπιν όλων των προαναφερομένων, οι εναγόμενοι νέμονταν συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής τα παραπάνω ακίνητα επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας με συνυπολογισμό και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Δ. Χ., ειδικότερα αυτή νεμόταν συνεχώς τα ακίνητα από το 1949 μέχρι το θάνατο της την 23-11-1984 και αυτοί στη συνέχεια μέχρι την, άσκηση της αγωγής, ήτοι επί 45 χρόνια τη νομή στα ακίνητα αυτά την ασκούσαν οι προαναφερόμενοι. Η μητέρα των αρχικώς εναγόντων και οι ενάγοντες δεν άσκησαν καμιά πράξη νομής από το έτος 1949 και μέχρι την άσκηση της αγωγής το 1994, αλλά ούτε και μεταγενέστερα μέχρι σήμερα, ούτε είχαν ποτέ στο ίδιο διάστημα την κατοχή σε κάποιο από τα ακίνητα αυτά. Κατά συνέπεια πριν ακόμη ασκηθεί η αγωγή είχε συμπληρωθεί εικοσαετής άσκηση νομής ήδη στο πρόσωπο της Δ. Χ. αυτοτελώς από το 1969, αλλά και των εναγομένων στη συνέχεια μετά το θάνατο της, και απέκτησαν αυτοί με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα όλων των ακινήτων αυτών και κατά τα ποσοστά που αντιστοιχούν στον καθένα των εναγομένων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της προαναφερομένης, της οποίας η νομή προσμετράται στη δική τους νομή. Για την απόκτηση αυτή με έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται ως προϋπόθεση η καλή πίστη κατά την άσκηση της νομής, ο δε ισχυρισμός στους λόγους εφέσεως ότι η Δ. Χ. και οι εναγόμενοι δεν τελούσαν σε καλή πίστη όταν προέβαιναν σε καλλιέργειες των επιδίκων είναι αβάσιμος".Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε βάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας επί των επίδικων ακινήτων που πρόβαλαν οι εναγόμενοι αναιρεσίβλητοι, αβάσιμη δε την ένδικη διεκδικητική αγωγή των εναγόντων αναιρεσειόντων, ακολούθως δε απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση των τελευταίων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προεκτιθέμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να αξιώσει λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από όσα απαιτούν οι διατάξεις αυτές σε σχέση με την απόκτηση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους αναιρεσιβλήτους με έκτακτη χρησικτησία. Η προεκτιθέμενη- του έτους 1967- καταγγελία της σύμβασης για μεταβίβαση της νομής των επιδίκων δεν επέφερε αναστολή ή διακοπή της χρησικτησίας (ΑΚ 1047 και 1048) και το Εφετείο ορθά δέχτηκε, ότι μετά το θάνατο της Δ. Χ.- στο πρόσωπο της οποίας "είχε συμπληρωθεί εικοσαετής άσκηση νομής αυτοτελώς από το 1969"απέκτησαν οι αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα όλων των - επίδικων- ακινήτων και "κατά τα ποσοστά που αντιστοιχούν στον καθένα.. ως κληρονόμοι της εξ αδιαθέτου..., της οποίας η νομή προσμετράται στη δική τους νομή (ΑΚ 1051). Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού ως προς τα ουσιώδη ζητήματα, του τρόπου περιέλευσης, με ειδική διαδοχή, στη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων εναγομένων της νομής και κατοχής των επιδίκων στις 17-1-1949 και της άσκησης έκτοτε επ` αυτών νομής από αυτήν και μετά το θάνατό της -την 23-11-1984- από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της αναιρεσιβλήτους εναγομένους, οι οποίοι και απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, η οποία αποτελούσε και τη βάση της ένστασής τους ιδίας κυριότητας, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ που αναφέρθηκαν. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, και πρώτος και τέταρτος πρόσθετοι, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 και 1, αντίστοιχα, του ίδιου κώδικα, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται με τον τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο έκρινε, ότι η κτήση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τη δικαιοπάροχο των αναιρεσίβλητων εναγομένων- με αφετήριο γεγονός την άτυπη παραχώρηση της νομής αυτών το 1949- είχε ήδη επέλθει με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) με τη συμπλήρωση εικοσαετίας πριν από τη σύνταξη της .../4.8.1975 πράξης του συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου, Γεωργίου Κοντογιάννη, αν και στην πράξη αυτή είχε περιληφθεί δήλωση της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων εναγομένων, με την οποία αυτή δήλωνε, ότι τα ακίνητα ανήκουν στη μητέρα τους, Μ. Τ. πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι, υπό την επίκληση των παραπάνω αιτιάσεων, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). II. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ολ ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την από τον αριθμό 8 περ. β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση το οποίο έκρινε ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, δεν έλαβε υπόψη του αυτοτελή ισχυρισμό τους που θεμελίωνε τη βασιμότητα της ένδικης αγωγής τους, αλλά και την αβασιμότητα της ένστασης ιδίας κυριότητας επί των επιδίκων των αναιρεσιβλήτων, ότι τη δωρεά προς αυτούς από τη μητέρα τους, Μ. Τ., των επίδικων ακινήτων, με το .../1981 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου, Μαρίας συζύγου Εμμανουήλ Πενταράκη, που επικαλέστηκαν με την αγωγή ότι αποτελεί και τον κτητικό τίτλο του δικαιώματος της κυριότητάς τους, την είχε αποδεχθεί (και) η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., αφού η αποδοχή της αυτή επιβεβαιώνει, ότι σ` αυτήν -Δ. Χ.- είχε παραχωρηθεί από τη μητέρα της το 1949 μόνο η χρήση και όχι η νομή των επίδικων ακινήτων. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός αποτελεί πραγματικό επιχείρημα αντλούμενο από τις αποδείξεις, δηλαδή δεν είναι αυτοτελής με την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε.

III. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Σ` αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. β` ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου. Όταν, όμως, αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα, που εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφτηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την ειδική αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ` είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφτηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τον τρίτο των προσθέτων, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ` του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι, ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, με βάση το οποίο έκρινε, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, και ακολούθως απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων εκκαλούντων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη της βάσης της ένδικης αγωγής, ότι οι αρχικοί ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων με παράγωγο τρόπο- με δωρεά, με το πιο πάνω .../1981 συμβόλαιο, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, της μητέρας τους προς αυτούς, η οποία και τα είχε αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείσα αυτά επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας- και συγκεκριμένα τα πιο κάτω έγγραφα, ήτοι 1) τη με χρονολογία 21.3.1975 έκθεση εισήγησης του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, στην οποία περιέχεται η κατάθεση του μάρτυρα Ε. Α. Α., αδελφού της αρχικής διαδίκου Σ. χας Ι. Κ., 2) τη με αριθμό .../4.10.1993 ένορκη βεβαίωση της ως άνω δωρήτριας Μ. χας Ε. Τ., που συνιστά απλό έγγραφο, αφού συντάχθηκε στα πλαίσια προηγούμενης δίκης με τους αναιρεσίβλητους για τα ίδια ακίνητα, με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων, και σύμφωνα με την οποία η προαναφερόμενη δωρήτρια κατέθεσε ενώπιον της συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Εμμανουέλας- Καμπάνη,ότι τα παιδιά της "για να μην μαλώνουν τα φτιάξανε και στη συνέχεια κάθισαν και μοίρασαν την περιουσία (της) και την έκαναν πέντε πάρτες. Έπειτα έκαναν πέντε κλήρους και τράβηξε καθένας τον κλήρο του και στη συνέχεια έκαναν τα συμβόλαια", και 3) το .../1975 συμβόλαιο (δηλωτικό) του τότε συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Γεωργίου Κοντογιάννη, στο οποίο εμπεριέχεται δήλωση της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., ότι "οι γονείς (αυτής και των αρχικά εναγόντων) δικαιούνται να διαθέτουν τα ακίνητα κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας", ήτοι "έστω κατά συνεκδοχή, δήλωση ότι τα ακίνητα είχαν παραχωρηθεί σε αυτή κατά χρήση και κάρπωση και ότι δεν είχε λάβει χώρα παράδοση της νομής". Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν και "από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε αναφέρονται παρακάτω ρητά είτε όχι", από τα οποία μάλιστα το πιο πάνω .../1975 συμβόλαιο ρητά αναφέρεται και σχολιάζεται, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση των λοιπών.

Ειδικότερα, το Εφετείο, αφού εκτίμησε- ανέλεγκτα από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) το περιεχόμενο του πιο πάνω- .../1975- συμβολαίου, έκρινε, ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., με την περιεχόμενη σ` αυτό δήλωσή της, ότι "οι γονείς της έχουν δικαίωμα να διαθέτουν τα ακίνητά τους κατά πλήρες δικαίωμα, δεν αναγνώρισε ότι η παραχώρηση σ` αυτήν των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή, όπως αβάσιμα αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, ούτε απέδωσε στη μητέρα της τη νομή των ακινήτων που είχε από το 1949, ούτε απώλεσε αυτήν ούτε αναγνώρισε νομέα τη μητέρα της", και συνεπώς η περιλαμβανόμενη στον τρίτο των προσθέτων λόγο αναίρεσης αιτίαση, επίσης από τον αριθμό 11 περ. γ`του άρθρου 559, ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των αναιρεσιβλήτων "περί ανυπαρξίας ιδίου δικαιώματος κυριότητας επί των επιδίκων της δικαιοπαρόχου αυτών, Δ. Χ.", η οποία, κατά την αναιρετική αυτή αιτίαση, συνάγεται από την ως άνω δήλωσή της στο προεκτιθέμενο -.../1975- συμβόλαιο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παρακάτω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ολ ΑΠ 2/208).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης μέμφονται οι αναιρεσείοντες την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το προεκτιθέμενο περιεχόμενο του πιο πάνω .../1975 συμβολαίου (δηλωτικού), με το να δεχθεί ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων εναγομένων, Δ. Χ., συνέχισε και μετά τη σύνταξή του να νέμεται τα επίδικα ακίνητα και ότι με τη δήλωση της, η οποία εμπεριέχεται στο συμβόλαιο αυτό, δεν αναγνώρισε- όπως υποστηρίζεται με την ένδικη αγωγή- ότι η παραχώρηση σ` αυτήν των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21-7-2009 αίτηση των Δ. Κ. κ.α. για αναίρεση της 134/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης, καθώς και τους από 14.10.2010 πρόσθετους λόγους.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2011.

Και,

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2012.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρηστά ήθη. Αισχροκερδής δικαιοπραξία. Προϋποθέσεις της ακυρότητας. Εννοια της απειρίας και της κουφότητας. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο. Κριτήρια διάγνωσης της δυσαναλογίας. Στην πώληση η δυσαναλογία κρίνεται...77/2012 ΕΦ ΘΡΑΚ..

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

77/2012 ΕΦ ΘΡΑΚ ( 594292) 
(ΑΡΜ 2012/1661) Χρηστά ήθη. Αισχροκερδής δικαιοπραξία. Προϋποθέσεις της ακυρότητας. Εννοια της απειρίας και της κουφότητας. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο. Κριτήρια διάγνωσης της δυσαναλογίας. Στην..
πώληση η δυσαναλογία κρίνεται μεταξύ του τιμήματος και της αγοραίας αξίας του πράγματος που πωλήθηκε. Πληρεξούσιο του πωλητή προς τον αγοραστή και κατάρτιση της πώλησης από τον αγοραστή με αυτοσύμβαση. Ακυρότητα του πληρεξουσίου και της σύμβασης πώλησης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη. (Παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη, Αρμ 2012/1664) Η περίληψη ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ", εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.


  
ΕφΘρακ 77/2012

Πρόεδρος: Αργυρώ Δριτσάκου. Δικαστές: Χ. Μπάρτζια, Γ. Μίντσης (Εισηγητής). Δικηγόροι: κ. Κιούση - Κ. Χατζόπουλος.

Σύμφωνα με το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 179 του ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178: «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποίαν δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά, ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων, και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής - καταπλεονεκτική και συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. 

Εξάλλου εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισης (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 1244/2005). Η κρίση, όμως, του ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνει, κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, ότι συνέτρεξαν ή όχι τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όταν αντικείμενο της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας είναι πώληση ακινήτου, το στοιχείο της δυσαναλογίας κρίνεται μεταξύ του τιμήματος που καταβλήθηκε και της αγοραίας αξίας του μεταβιβασθέντος ακινήτου. Το ύψος, όμως, της αγοραίας αξίας, μόνο του χρόνου κατάρτισης της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας, κρίνεται κατ` ουσίαν από το ουσιαστικό δικαστήριο με διάφορους προσδιοριστικούς παράγοντες, οικονομικούς πολεοδομικούς κλπ, όπως, προκειμένου για αστικά ακίνητα, η μισθωτική αξία, η οικοδομησιμότητα του οικοπέδου, η θέση του κλπ, η δε σχετική κρίση, ως αναγόμενη σε αποδεικτική αξιολόγηση, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει σε κάποια δικαιοπραξία, και χωρίς τη συνδρομή των όρων της διάταξης του άρθρου 179 του ΑΚ εκμετάλλευση του άλλου μέρους υπό περιστάσεις και συνθήκες που προδίδουν στη δικαιοπραξία ανήθικο χαρακτήρα, συνεπαγόμενο ακυρότητα αυτής κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178ΑΚ. Η δημιουργία, όμως, αυτοτελούς εντεύθεν λόγου ακυρότητας προϋποθέτει τη συνδρομή γεγονότων διαφόρων εκείνων του άρθρου 179 ΑΚ, των οποίων έγινε επίκληση και που κρίθηκαν αβάσιμα κατ` ουσίαν, αφού η τελευταία διάταξη αποτελεί ειδική περίπτωση εφαρμογής εκείνης του άρθρου 178 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 2095/2009 Νόμος και ΑΠ 1272/2004 Νόμος, ΑΠ 1356/1998 ΕλλΔνη 40.303, ΑΠ 307/1998 ΕλλΔνη 35.1295, ΕφΠατρ 1347/1990 ΕλλΔνη 321.1338).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλουσα (συνεχίζουσα τη δίκη μετά το θάνατο του αρχικώς ενάγοντος συζύγου της Σ. Ι. 0., τον οποίο κληρονόμησε), με την από 30.10.07 και υπ` αύξοντα αριθ. εκθ. καταθέσεως 171/30.10.2007 αγωγή, επικαλούμενη κυριότητα ποσοστού 16/30 εξ αδιαιρέτου σε ακίνητο, που επακριβώς κατά θέση, έκταση και όρια περιγραφόταν στην αγωγή, το οποίο η ίδια κληρονόμησε από το σύζυγο της και εκείνος από τους δικούς του δικαιοπαρόχους, εκθέτει ότι ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος και είναι μισθωτής από ετών ενός καταστήματος συγκυριότητας του αρχικού ενάγοντος που βρίσκεται στο συγκεκριμένο ακίνητο. Ότι ο αρχικώς ενάγων συμφώνησε μαζί του (με τον εναγόμενο) να του πωλήσει ποσοστό 1/30 του ακινήτου εξ αδιαιρέτου, για να τον βοηθήσει να παραμείνει μισθωτής του καταστήματος. Ότι με βάση τη συμφωνία τους αυτή, υπογράφηκε μεταξύ τους το από 4.2.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, αντί τιμήματος 3.0008, στο οποίο εσφαλμένα δεν ανεγράφη ποίο ήταν το ποσοστό που θα πωλούνταν. Ότι, στις 5.3.2004, με πρόσκληση του εναγομένου, προσήλθε ενώπιον του συμβολαιογράφου Χ. Ξ, έχοντας την πεποίθηση ότι θα υπογράψει εκεί το οριστικό συμβόλαιο μεταβίβασης και χωρίς να χρησιμοποιήσει διερμηνέα, υπέγραψε, όπως εκ των υστέρων ανακάλυψε, πληρεξούσιο, με το οποίο έδωσε την εντολή στον εναγόμενο να προβεί στην μεταβίβαση (και με αυτοσύμβαση) όλου του μεριδίου του εκ 16/30 και ότι εισέπραξε όλο το τίμημα της πώλησης, ενώ ο ίδιος, κατά την υπογραφή της ως άνω συμβολαιογραφικής πράξης, εσφαλμένα υπελάμβανε ότι μεταβίβαζε στον εναγόμενο μόνο ποσοστό 1/30, πεποίθησης που του είχε δημιουργηθεί από τις διαβεβαιώσεις του εναγομένου λόγω της ελλειπούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του, του προκεχωρημένου της ηλικίας του και των προβλημάτων όρασης και ακοής του. Με βάση το παραπάνω πληρεξούσιο, ο εναγόμενος προέβη στις 22.4.2004 σε πώληση με αυτοσύμβαση ποσοστού μόνο 6/30 του ακινήτου εξ αδιαιρέτου, του οποίου η αντικειμενική αξία υπολογίστηκε από τη ΔΟΥ σε 17.238 ευρώ. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, το ως άνω πληρεξούσιο και η γενόμενη πώληση πάσχει ακυρότητας λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, επικουρικά δε ότι είναι ακυρώσιμες οι συμβολαιογραφικές αυτές πράξεις λόγω απάτης από πλευράς του εναγομένου, ο οποίος τον κάλεσε στο συμβολαιογράφο προκειμένου να υπογραφεί το οριστικό συμβόλαιο πώλησης ποσοστού 1/30, όπως ο ίδιος (ενάγων) υπελάμβανε, λόγω ελλειπούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας, ενώ ο εναγόμενος είχε σκοπό να του αποσπάσει πληρεξουσιότητα για μεταβίβαση μεγαλύτερου τμήματος της περιουσίας του. Βάσει αυτών, ζήτησε να αναγνωρισθεί ως άκυρο, άλλως να κηρυχθεί άκυρο, το ως άνω πληρεξούσιο και να αναγνωρισθεί ως άκυρο το ως άνω συμβόλαιο πώλησης.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή στο σύνολο της ως κατ` ουσία αβάσιμη. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεση της, για τους λόγους που εκτίθενται σ` αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Κατόπιν αυτών, πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι της κρινόμενης έφεσης ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, που προσκομίζονται από τους διαδίκους σε νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που εκδίκασε την ίδια υπόθεση εκδίδοντας την υπ` αριθ. 28/2009 απόφαση του με την οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, τα Πρακτικά δε της δίκης αυτής εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικά τεκμήρια (άρθ. 395 ΚΠο-λΔ), και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη (άρθ. 438 ΚΠολΔ) και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 395 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Ο Σ. 1.0. του Ισά και της Εμινέ, ο οποίος άσκησε την υπό κρίση αγωγή στις 8.11.2007 (βλ. την υπ` αριθμ. 206/8.11.2007 έκθεση επίδοσης της αγωγής) και στη συνέχεια απεβίωσε μετά την άσκηση της (10.12.2007), νόμιμος κληρονόμος του οποίου είναι η εκκαλουσα - σύζυγος του, δυνάμει της υπ` αριθμ. .../18.8.1987 δημόσιας διαθήκης του συμβολαιογράφου Ξάνθης Κ. Κ, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ` αριθμ. 34/20.2.2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε, σιωπηρά, ήταν συγκύριος κατά ποσοστό 16/30 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου και, συγκεκριμένα, ενός οικοπέδου που βρίσκεται στη Γ. Ξάνθης, έκτασης 989,87 τ.μ, στο οποίο υπάρχουν τα παρακάτω κτίσματα: α) μία διώροφη οικοδομή στην βόρεια πλευρά του οικοπέδου που περιλαμβάνει δύο συνεχόμενες οικίες και αποτελείται από οκτώ δωμάτια στον επάνω όροφο, μια αποθήκη και στάβλο στον ισόγειο όροφο, συνολικού εμβαδού ανά όροφο 204,31 τμ. και στο σύνολο 408,62 τμ, β) άλλη διώροφη οικοδομή στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου, η οποία περιλαμβάνει στον ισόγειο όροφο ένα κατάστημα εμβαδού 16,36 τμ. και μία αποθήκη εμβαδού 19,68 τμ. και στον επάνω όροφο μία κατοικία εμβαδού 16,36 τμ. και γ) μία ισόγεια αποθήκη στην νότια πλευρά του οικοπέδου εμβαδού 64,45 τμ. Το παραπάνω οικόπεδο με τα κτίσματα συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησίες Ε. Δ, Σ. Α. και με την πλατεία του χωριού, δυτικά με ακίνητο του ιδίου, βόρεια με δημοτική οδό και νότια με ιδιοκτησίες Γ. Κ. και Φ. Μ. Το παραπάνω ποσοστό των 16/30 εξ αδιαιρέτου απέκτησε ως εξής: α) κατά μερίδιο 6/30 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρα του Ε. χήρα Ι. Μ. το γένος Φ. και Μ. Χ, κατοίκου εν ζωή Γ, η οποία αποβιώσασα το έτος 1981 άφησε την υπ` αριθμ. 13460/1.7.1972 δημόσια διαθήκη του τότε συμβολαιογράφου Κ. Κ, η οποία δημοσιεύτηκε με τα υπ` αριθμ. 72/9.6.1987 πρακτικά του παραπάνω δικαστηρίου και την οποία αποδέχθηκε δυνάμει της υπ` αριθμ. 1334/22.12.1987 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ξάνθης Κ. Σ, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο... και αριθμό ... και β) κατά ποσοστό 10/30 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του πατέρα του Ι. Μ. Ο. του Μ. και της Α, ο οποίος αποβιώσας το έτος 1972, άφησε την υπ` αριθμ. .../20.1.1972 δημόσια διαθήκη του συμβολαιογράφου Ξάνθης Κ. Κ. και την οποία αποδέχθηκε νόμιμα με την υπ; αριθμ. 1331/22.12.1987 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Ξάνθης Κ. Σ, που μεταγραφής νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο... και αριθμό....

Στη δε δικαιοπάροχο του Ε, είχε περιέλθει το παραπάνω ποσοστό των 6/30, κατά ποσοστό 5/30 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία του πατέρα της και κατά ποσοστό 1/30 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία της μητέρας της Φατμέ χήρα Μ. Χ, την οποία κληρονομία αποδέχθηκε για λογαριασμό της ο Σ. Ι. Ο, με βάση την υπ` αριθμ. 1333/22.12.1987 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Ξάνθης, Κ. Σ, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο ... και αριθμό ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι μισθωτής του καταστήματος 35 τμ. περίπου που βρίσκεται στο ανωτέρω ακίνητο από πολλά έτη (περίπου τριακονταετία) και είχε αναπτύξει και φιλικές σχέσεις με τον συνιδιοκτήτη Σ. 1.0. Εξαιτίας ερίδων και διαπληκτισμών που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των συνιδιοκτητών του ακινήτου, οι οποίοι μάλιστα εξέφρασαν τη θέληση τους να αποβάλλουν τον μισθωτή - εναγόμενο από το μίσθιο κατάστημα και προκειμένου ο παραπάνω να τον προστατεύσει, του πρότεινε περί το τέλος του 2003 να του πωλήσει ποσοστό της συνιδιοκτησίας του, ώστε να καταστεί συγκύριος του μισθίου καταστήματος και έτσι να μην μπορούν οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες να τον αποβάλουν. Αυτή η προφορική συμφωνία τους αποτυπώθηκε εγγράφως με το από 4.2.2004 ιδιωτικό χειρόγραφο συμφωνητικό, που συντάχθηκε ενώπιον του δικηγόρου Ξ. Α. Π, με το οποίο ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας Σ. Ι. 0. αναφέρθηκε αόριστα ότι είναι συγκύριος ποσοστού εξ αδιαιρέτου ενός καταστήματος και ότι συμφώνησε να το πωλήσει στον εναγόμενο αντί 3.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζει πόσο ακριβώς είναι το πωλούμενο ποσοστό, ορίσθηκε όμως στο συμφωνητικό ότι εδόθησαν ήδη ως προκαταβολή 2.0008 με την υπόσχεση ότι τα υπόλοιπα 1.0008 να καταβληθούν κατά την υπογραφή του συμβολαίου. Στη συνέχεια, ο αγοραστής προσήλθε στο συμβολαιογράφο Ξάνθης Χ. Ξ. και του ανέθεσε να συντάξει το υπ; αριθ. 8947/5.3.2004 πληρεξούσιο, στο οποίο φέρεται ότι ο Σ. Ι. 0. του έδωσε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να πωλήσει για λογαριασμό του και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα σε οποιονδήποτε, ακόμη και στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, ποσοστό 16/30 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω ακινήτου, ενώ επιπλέον ο πωλητής φέρεται ότι δήλωσε ότι εισέπραξε όλο το τίμημα της πώλησης (δηλαδή και το υπόλοιπο ποσό των 1.0008). Κατόπιν τούτου, ο εναγόμενος συνέταξε ενώπιον του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, με αυτοσύμβαση (ενεργώντας ως πληρεξούσιος του ενάγοντος - πωλητή και για τον εαυτό του - αγοραστή), το υπ` αριθμ. 9094/22.4.2004 οριστικό συμβόλαιο πώλησης, με το οποίο μεταβίβασε λόγω πώλησης στον εαυτό του τα 6/30 του ανωτέρω ακινήτου.

Η αξία του μεριδίου των πωληθέντων 6/30 εξ αδιαιρέτου, που μεταβιβάσθηκε, ανήλθε κατά αντικειμενική εκτίμηση της εφορίας στο ποσό των 17.2388. Επιπλέον, στο ανωτέρω οριστικό συμβόλαιο πώλησης, σε δύο σημεία, αναφέρεται ότι το αληθές τίμημα της πώλησης ήταν 17.2388 το οποίο μάλιστα κατεβλήθη στον πωλητή εκτός γραφείου του συμβολαιογράφου, ενώ στην προκειμένη δίκη και οι δύο πλευρές συνομολογούν ότι το τίμημα της πώλησης ήταν μόλις 3.0008, που πράγματι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα - πωλητή. Από τα παραπάνω στοιχεία, που προκύπτουν από έγγραφα, σαφώς προέκυψε μια προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, αφού ο εναγόμενος κατέβαλε το ποσό μόλις των 3.0008 και απέκτησε ακίνητο αντικειμενικής αξίας 17.2388 και πραγματικής - αγοραίας τριπλάσιας τουλάχιστον. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πωλητής, ηλικίας τότε 78 ετών, με μειωμένη όραση και ακοή, και γνωστής παρά μόνο ελάχιστων στοιχείων της ελληνικής γλώσσας (η θυγατέρα του - μάρτυρας απόδειξης - κατέθεσε ότι διάβαζε μόνο ελληνικές πινακίδες και επιγραφές), διακατέχετο από απειρία περί τις συναλλαγές, με αποτέλεσμα να μην μεριμνήσει να ενημερωθεί για την αντικειμενική και πραγματική (αγοραία) αξία του στο πληρεξούσιο αναφερομένου πωλουμένου μεριδίου, του ακινήτου του, αλλά δέχθηκε το πολύ μικρό ποσό που του πρότεινε ο εναγόμενος - αγοραστής. Επιπλέον, ενώ η βούληση του ενάγοντος ήταν να μεταβιβάσει ποσοστό 1/30 εξ αδιαιρέτου από το ιδανικό μερίδιο του, εντέλει στο μεν 8947/5.3.2004 πληρεξούσιο φέρεται ότι δίδει εντολή μεταβίβασης ποσοστού 16/30 στο δε 9094/22.4.2004 συμβόλαιο πώλησης, τελικά, πωλείται με αυτοσύμβαση ποσοστό 6/30 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ακινήτου. Επίσης, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο εναγόμενος - αγοραστής εκμεταλλεύτηκε την ανωτέρω απειρία του πωλητή, προτείνοντας του ένα πολύ μικρό τίμημα, ενώ του επέβαλε ένα πολύπλοκο σύστημα μεταβίβασης του ακινήτου που ήταν γεμάτο αντιφάσεις (αρχικά ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο δεν αναγραφόταν καθόλου ποσοστό μεταβίβασης, κατόπιν ένα πληρεξούσιο, στο οποίο δεν αναγραφόταν το ύψος του τιμήματος, και, τέλος, ένα οριστικό συμβόλαιο με αυτοσύμβαση, χωρίς τη σύμπραξη και ενημέρωση του πωλητή, στο οποίο αφενός ο πωλητής δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το ύψος της αντικειμενικής αξίας του πωλούμενου μεριδίου, ώστε να αντιδράσει, αφετέρου δε ανακριβώς και ψευδώς ανεγράφη ότι ο πωλητής εισέπραξε όλο το τίμημα (αντικειμενικής αξίας 17.2388). Τα ανωτέρω (άγνοια πραγματικής αξίας ποσοστού, το οποίο θα μεταβιβαζόταν στον εναγόμενο, ελλειπής γνώση της ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του πωλητή συμβαλλομένου, προχωρημένο της ηλικίας του τελευταίου) ήταν σε γνώση του εναγομένου. Κατ` ακολουθία όλων όσων πιο πάνω αποδείχθηκαν, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του ως άνω πληρεξουσίου συμβολαίου και του συμβολαίου και του συμβολαίου πώλησης με αυτοσύμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όμως, με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις.

Μετά τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ` ουσία βάσιμη, αφού έχουν γίνει δεκτοί όλοι οι προταθέντες λόγοι έφεσης (που όλοι έχουν το αυτό περιεχόμενο και κατατείνουν στην αναγνώριση της ακυρότητας του πληρεξουσίου και της δικαιοπραξίας της πώλησης ως αντίθετης στα χρηστά ήθη, κατ` άρθ. 179ΑΚ). Συνακόλουθα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της (και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης). Ακολούθως, αφού κρατηθεί, να δικασθεί η υπόθεση στο σύνολο της (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή, κατά κύρια βάση της, να γίνει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα λόγω αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 179ΑΚ), των υπ` αριθ. 8947/53.2004 πληρεξουσίου και του, βάσει αυτού, συνταγέντος με αυτοσύμβαση, συμβολαίου πώλησης υπ` αριθ. 9094/22.4.2004, αμφοτέρων του συμβολαιογράφου Ξάνθης Χ.

Διοικητική δικονομία. Έννοια ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την μη εμφάνιση του διαδίκου. Συνιστά τέτοιο λόγο η ξαφνική, πριν από την έναρξη της δίκης, ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου, συνισταμένη σε οξείας οσφυαλγία, εφίδρωση, ταχυκαρδία και υπέρταση. Πλήρωση...635/2012 ΔΕΦ ΑΘ (ΑΚΥΡ)

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

635/2012 ΔΕΦ ΑΘ (ΑΚΥΡ) ( 614003) 
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διοικητική δικονομία. Έννοια ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την μη εμφάνιση του διαδίκου. Συνιστά τέτοιο λόγο η ξαφνική, πριν από την έναρξη της δίκης, ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου, συνισταμένη σε οξείας οσφυαλγία, εφίδρωση, ταχυκαρδία και..
υπέρταση. Πλήρωση θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαφόρων ειδικοτήτων σε δημόσιους φορείς. Δεν απαιτείται η βαθμολογούμενη εμπειρία να έχει αποκτηθεί σε καθήκοντα ή έργα της ειδικότητας του κλάδου, αλλά αρκεί η εμπειρία σε απασχόληση απλώς συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως. Ενόψει δε του ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία Προκήρυξη, δεν απαιτείται από την βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα να προκύπτει το είδος, παρά μόνον η διάρκεια της ασφαλιστέας απασχόλησης, αλυσιτελώς ο αιτών προβάλλει ότι η παρεμβαίνουσα είχε ασφαλισθεί ως υπάλληλος γραφείου, δηλαδή σε ειδικότητα διαφορετική από αυτήν του Χειριστή Η/Υ. Και τούτο γιατί, ανεξαρτήτως αν η παρεμβαίνουσα προσελήφθη ως υπάλληλος γραφείου και ασφαλίσθηκε με κωδικό που αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον «οδηγό σύνδεσης κωδικών» (Ο.ΣΥ.Κ.) του Ι.Κ.Α,. στην ειδικότητα «λοιποί υπάλληλοι γραφείου», λαμβάνεται υπόψη και βαθμολογείται η «εν τοις πράγμασι» εμπειρία σε καθήκοντα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως.


  
Αριθμός απόφασης:635/2012

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΑ΄

Με μέλη τους: Ευτυχία Φουντουλάκη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Αθηνά Τσιμπογιάννη και Παρασκευή Καρκαντζού, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων,

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του την 16 Δεκεμβρίου 2011, με γραμματέα την Βασιλική Μπίζα, για να δικάσει την από 27 Οκτωβρίου 2011 αίτηση επανασυζήτησης της από 3 Ιουνίου 2009 αίτηση ακυρώσεως,

τ ο υ .............. ......................, κατοίκου Καρπενησίου (οδός.............. ..................... αρ. ....), που παραστάθηκε με την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Παναγιώτα Πετρόγλου, την οποία διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

κ α τ ά του Α.Σ.Ε.Π., που παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. Ιωάννη Χατζηνέκουρα.

Εξάλλου άσκησε παρέμβαση η ....... ........., κάτοικος Καρπενησίου (οδός ........... ................), που παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Διονυσία Καρούσου, την οποία διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:

τ η ν εισηγήτρια της υπόθεσης Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Αθηνά Τσιμπογιάννη, που διάβασε τη σχετική έκθεσή της και εξέθεσε τα ζητήματα που προκύπτουν,

τ η ν πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους ακύρωσης και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, καθώς και

τ ο ν εκπρόσωπο του Υπουργού και την πληρεξούσια δικηγόρο της παρεμβαίνουσας, που ζήτησαν, αντίθετα, να απορριφθεί η αίτηση.

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, και αφού μ ε λ έ τ η σ ε τη δικογραφία και τις σχετικές διατάξεις, α π ο φ α σ ί ζ ε ι τα εξής:

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως επανασυζητήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ` αριθμ. 1193804, 3017651/27-10-2011 Σειρά Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η επανασυζήτηση της από 3-6-2009 αιτήσεως ακυρώσεως (με αριθμό καταχ. ΑΚ 1313/3-6-2009) του αιτούντος, κατά των υπ’ αριθμ. 804/30-3- 2009 και 1184/13-5-2009 αποφάσεων του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) αντίστοιχα. Η αίτηση αυτή ακυρώσεως είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης-10- 2011, στην οποία όμως ο αιτών δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίσθηκε για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, ούτε προσκόμισε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς την υπογράφουσα το δικόγραφο της αιτήσεως δικηγόρο. Συνεπώς, η αίτηση αυτή ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ακολούθως ο αιτών, άσκησε εμπροθέσμως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, την υπό κρίση αίτηση επανασυζητήσεως και κατόπιν αυτού το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 2430/2011 απόφασή του έκρινε ότι έπρεπε να απόσχει από την εκδίκαση της προμνησθείσας από 3-6-2009 αιτήσεως ακυρώσεως του αιτούντος.

3. Επειδή, στην παράγραφο 5 του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 2 περίπτωση β` του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α΄ 67) και εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την παρούσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α΄ 268), ορίζεται ότι: «Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα, καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα».

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι η πληρεξουσία του δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτα Πετρόγλου, που υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, τις πρωϊνές ώρες της 21ης-10-2011, και περί ώρα 09.00 και ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν από την κατοικία της προς το Δικαστικό Μέγαρο των Διοικητικών Δικαστηρίων, εμφάνισε αιφνιδίως αφόρητους πόνους στη μέση, που καθιστούσαν εξαιρετικά επώδυνη και σχεδόν αδύνατη την παραμικρή της κίνηση καθώς και εντονότατα συνοδά συμπτώματα εφίδρωσης, ταχυκαρδίας και υπέρτασης που την περιήγαγαν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Για την αντιμετώπιση της αιφνίδιας κατάστασης της υγείας της παρεσχέθη ιατρική αρωγή από τον ιατρό .................... ........................, Επίκουρο Καθηγητή Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντή του Αναισθησιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου «......... ..............» και έγινε άμεσα αγωγή με ισχυρά αναλγητικά αντιφλεγμονώδη και ηρεμιστικά φάρμακα. Η κατάσταση αυτή της υγείας της κατέστησε αδύνατη την προγραμματισμένη παράστασή της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αλλά και κάθε δυνατότητα ειδοποίησης του αιτούντος (κατοίκου Καρπενησίου) ή άλλου δικηγόρου ώστε να ενεργήσουν σχετικώς. Προς απόδειξη των παραπάνω ισχυρισμών προσκομίσθηκε η από 21-1-2011 ιατρική γνωμάτευση του Ιατρού .... ......................................, Επίκουρου Καθηγητή Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Διευθυντή Αναισθησιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου « .............. ...............», στην οποία αναφέρεται ότι η πιο πάνω δικηγόρος «προσήλθε σήμερα 21-10-2011 και περί ώρα 09.00 με συμπτωματολογία οξείας οσφυαλγίας και ισχιάδας με κατανομή στην 04-05 νευρική ρίζα ΔΕ και με συνοδό αιμοδυναμική επίπτωση του ισχυρού πόνου (εφίδρωση, ταχυκαρδία, υπέρταση). Έγινε άμεσα αγωγή με ισχυρά αναλγητικά αντιφλεγμονώδη και ηρεμιστικά φάρμακα και συνεστήθη οίκοι κλινοστατισμός, όσο θα ευρίσκεται υπό την κατατασταλτική δράση της εγκεφαλικής λειτουργίας της λόγω των ανωτέρω φαρμάκων. Επίσης συνεστήθη ΜΡΙ ΟΜΣΣ μετά το πέρας της κρίσης και επανέλεγχος». Περαιτέρω, προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο η από 3-12-2011 Μαγνητική τομογραφία «ΜRI Οσφυϊκής Μοίρας ΣΣ» του Ακτινολόγου Ιατρού ............. ....................... της Ανώνυμης Εταιρείας, .............................. Ανατολικής Αττικής», στην οποία αναγράφεται ως Συμπέρασμα «Στένωση του 05-Ι1 μεσοσπονδυλίου διαστήματος. Εκφύλιση και κυκλοτερής προπέτεια του 05-Ι1.μεσοσπονδυλίου δίσκου, ως ανωτέρω περιεγράφη. Χωρίς έτερα ευρήματα. Κλινική συνεκτίμηση»

5. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τα ανωτέρω στοιχεία, κρίνει ότι η προκύπτουσα από αυτά ασθένεια της πληρεξουσίας δικηγόρου του αιτούντος, ενόψει του χρόνου εκδηλώσεώς της, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, καθόσον ήταν ικανή να εμποδίσει την εμφάνισή της στο Δικαστήριο και κατά συνέπεια, τη νομιμοποίησή της, επιπλέον δε ήταν ικανή να την εμποδίσει να μεριμνήσει μέσω άλλων προσώπων, προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος πληρεξούσιος δικηγόρος είτε να ζητηθεί η αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί ο αιτών, ο οποίος διαμένει στο Καρπενήσι, ώστε να εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 980/2007, 3029/2010, 3635/2011 κ.α.). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αποδοθεί στον αιτούντα το παράβολο που κατέβαλε για την άσκηση της αιτήσεως αυτής και να προχωρήσει το Δικαστήριο στην εκδίκαση της ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεως.

6. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τo υπ` αριθμ. 1080019/3-6-2009 Σειρά Α΄ ειδικό έντυπο παραβόλου).

7. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ο αιτών υποψήφιος για την πλήρωση με σειρά προτεραιότητας μιας εκ των προκηρυχθεισών θέσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), ειδικότερα δε του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ , σε φορείς και υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Ν.Ι.Μ.Τ.Σ) και σε λοιπούς φορείς του Δημοσίου και ν.π.δ.δ., βάσει της 6Κ/2007 Προκηρύξεως του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) - ΦΕΚ 485/14-12-2007 Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.-, ζητεί την ακύρωση α) της 804/30-3-2009 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π , με την οποία κυρώθηκε ο πίνακας διοριστέων της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του ενδίκου διαγωνισμού, (ΦΕΚ 253/6-4-2009 Τεύχος Τρίτο), κατά το μέρος που περιελήφθη στον πίνακα αυτόν, για τη θέση με κωδικό 1199 του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ στον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.) Νομού Ευρυτανίας, η υποψήφια ......... ................, κατά παράλειψή του, β) της 1184/13-5-2009 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 24-4- 2009 (αρ. πρωτ. Α.Σ.Ε.Π. 15414/28-4-2009) αίτηση θεραπείας του κατά της 646/12/13-3-2009 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. Με την τελευταία αυτή απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η από 12-11-2008 (αρ. πρωτ. Α.Σ.Ε.Π. 45442/21-11-2008) ένσταση του αιτούντος κατά του οικείων προσωρινών πινάκων κατάταξης. 8. Επειδή, εκ των ως άνω πράξεων μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η 804/30- 3- 2009 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π, με την οποία κυρώθηκε ο πίνακας διοριστέων της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του ενδίκου διαγωνισμού (ΦΕΚ 253/6-4-2009 Τεύχος Τρίτο), κατά το μέρος που περιελήφθη σ’ στον πίνακα αυτόν για τη θέση με κωδικό 1199 του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ στον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου Ν. Ευρυτανίας, η υποψήφια ......... ............, κατά παράλειψή του αιτούντος, ενώ η 1184/13-5-2009 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 24-4-2009 (αρ. πρωτ. Α.Σ.Ε.Π. 15414/28-4-2009) αίτηση θεραπείας του, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται.

9. Επειδή υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως παραδεκτώς παρεμβαίνει, ως έχουσα έννομο συμφέρον, η ........ .............., η οποία διορίσθηκε στην επίμαχη θέση με κωδικό 1199 του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ στον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου Ν. Ευρυτανίας. 10. Επειδή, στο άρθρο 18 του ν. 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στη συνέχεια με τα άρθρα 8 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α΄), 2 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α) και τα άρθρα 2 και 4 του ν. 3320/2005 (ΦΕΚ 48 Α΄), ορίζεται ότι: «1. Με σειρά προτεραιότητας καλύπτονται οι θέσεις τακτικού προσωπικού των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ ….. Για την προκήρυξη θέσεων που πληρούνται με σειρά προτεραιότητας,…… εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν για την πλήρωση θέσεων με γραπτό διαγωνισμό…….. Ο υποψήφιος που δεν αποδεικνύει τα κριτήρια ή τις ιδιότητες που επικαλέστηκε στην αίτησή του και τα οποία εξετάστηκαν για την κατάταξή του στους οικείους πίνακες, διαγράφεται από αυτούς. 2. Οι υποψήφιοι για διορισμό σε θέσεις για τις οποίες απαιτείται τίτλος σπουδών δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατατάσσονται σε πίνακες προτεραιότητας κατά φθίνουσα σειρά συνολικής βαθμολογίας, όπως αυτή προκύπτει από τη βαθμολόγηση των ακόλουθων κριτηρίων: Α. Τίτλοι σπουδών. Τίτλος σπουδών που απαιτείται συμφώνως με την προκήρυξη: οι μονάδες του βαθμού του τίτλου υπολογιζόμενες σε δεκάβαθμη κλίμακα με δύο δεκαδικά ψηφία και πολλαπλασιαζόμενες με τον αριθμό εκατό (100)… Δεύτερος τίτλος σπουδών… Για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης προγραμμάτων ή σεμιναρίων επαγγελματικής κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. σε αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της θέσης: εβδομήντα (70) μονάδες. Δίπλωμα μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης Ο.Ε.Ε.Κ. δωδεκάμηνης τουλάχιστον φοίτησης ή δεύτερος τίτλος σπουδών σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης για την κατηγορία ΔΕ, της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται σύμφωνα με την προκήρυξη: εκατόν πενήντα (150) μονάδες. Β. Εμπειρία στο αντικείμενο της θέσης. Για τους πρώτους δώδεκα μήνες: πέντε μονάδες ανά μήνα. Για τους επόμενους δώδεκα (12) μήνες: οκτώ (8) μονάδες ανά μήνα. Για τους επόμενους δώδεκα (12) μήνες: εννέα (9) μονάδες ανά μήνα. Για τους επόμενους δώδεκα μήνες: οκτώ (8) μονάδες ανά μήνα. Για τους επόμενους δώδεκα μήνες: πέντε (5) μονάδες ανά μήνα. Ως εμπειρία νοείται η απασχόληση με σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα ή άσκηση επαγγέλματος σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο του τίτλου σπουδών ή με το αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και ως προς τις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, μετά τη λήψη της άδειας..... Γ. Γνώση ξένης γλώσσας....Δ. Εντοπιότητα....Ο τελικός βαθμός του υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα όλων των μονάδων που λαμβάνει ο υποψήφιος σύμφωνα με καθένα από τα ανωτέρω κριτήρια.....Για την απόδειξη της εμπειρίας και της γνώσης ξένης γλώσσας εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο Π.Δ.50/2001(ΦΕΚ 39 Α΄) ....».

11. Επειδή, βάσει των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε η προαναφερόμενη 6Κ/2007 Προκήρυξη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού Α.Σ.Ε.Π. για την πλήρωση, μεταξύ των άλλων και 441 συνολικά θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διαφόρων ειδικοτήτων και κλάδων, σε διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις οποίες περιλαμβάνονται και θέσεις του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ. Στο Κεφάλαιο Α΄(σελ. 12141) της Προκηρύξεως ορίζονται οι αποδεκτοί τίτλοι σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και οι κωδικοί τους και ακολούθως παρατίθεται (σελ. 12175) ο πίνακας κατανομής των θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τους αποδεκτούς τίτλους σπουδών και τα απαραίτητα πρόσθετα προσόντα για κάθε θέση. Στο Κεφάλαιο Δ΄ «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ - ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ» (σελ. 12197) της Προκηρύξεως ορίζεται ότι: «Ο κάθε υποψήφιος εφόσον κατέχει τα γενικά και ειδικά προσόντα διορισμού βαθμολογείται με βάση τη βαθμολόγηση των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 8 του ν. 3051/2002 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3320/2005. (Α) ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ (Β) ΕΜΠΕΙΡΙΑ (Γ) ΓΝΩΣΗ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (Δ) ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑ (βλέπε παράρτημα Α΄). ΒΑΘΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Ως βαθμολογούμενη εμπειρία θα ληφθεί υπόψη η απασχόληση με σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου στο Δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή άσκηση επαγγέλματος σε καθήκοντα ή έργα: α) είτε συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, β) είτε του είδους της εξειδικευμένης εμπειρίας που ορίζεται στην προκήρυξη ως τυπικό προσόν διορισμού. Η ως άνω εμπειρία λαμβάνεται υπόψη εφόσον έχει αποκτηθεί στην ημεδαπή ή αλλοδαπή μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών, με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και όπου απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. (2) του παρόντος κεφαλαίου, σε συνδυασμό πάντοτε με την, κατά περίπτωση, ασφαλιστική κάλυψη. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη της κατά περίπτωση βαθμολογούμενης εμπειρίας αναφέρονται αναλυτικά στην παράγραφο 4 του παραρτήματος Δ΄ της προκήρυξης. Συγκεκριμένα αποδεικνύεται: α) Προκειμένου για βαθμολογούμενη εμπειρία σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο των προς πλήρωση θέσεων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 4 ενότητα Β (1) ή Β (2) ή στις Ειδικές Περιπτώσεις ή β)……. Εμπειρία με δικαίωμα προσαυξήσεως (βλέπε προϋποθέσεις παράρτημα Α΄). Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη της εμπειρίας αυτής αναφέρονται αναλυτικά στην παράγραφο 4 ενότητα Γ΄ ή στις Ειδικές Περιπτώσεις του παραρτήματος Δ΄ της Προκήρυξης. ….» Περαιτέρω, στο Παράρτημα Δ΄ της Προκηρύξεως «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ - ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ - ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΟΥΣ» (σελ. 12206 επομ. ) ορίζονται τα εξής: «Οι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλουν με την αίτησή τους τα απαραίτητα δικαιολογητικά επικυρωμένα…. 1. ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ ….. 4. ΕΜΠΕΙΡΙΑ (ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ). Ως εμπειρία νοείται η απασχόληση με σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα ή άσκηση επαγγέλματος σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο του τίτλου σπουδών ή με το αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και ως προς τις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, μετά την λήψη της άδειας. Για την παρούσα προκήρυξη η βαθμολογούμενη εμπειρία ορίζεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ 1. Τρόπος απόδειξης της εμπειρίας. Τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται κατά περίπτωση, για την απόδειξη του είδους και της χρονικής διάρκειας της εμπειρίας είναι τα εξής: Α….… Β. Όταν δεν απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος: Για όλες τις περιπτώσεις είτε ζητείται εξειδικευμένη εμπειρία είτε όχι. (1) Για τους μισθωτούς του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα: Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία να προκύπτει η διάρκεια της ασφάλισης. Χωριστή από την αίτηση υπεύθυνη δήλωση του υποψηφίου, κατά το άρθρο 8 του ν. 1599/1986, στην οποία να δηλώνονται επακριβώς, ο χρόνος και το είδος της εμπειρίας του καθώς και τα στοιχεία του εργοδότη, φυσικού προσώπου ή της επωνυμίας της επιχείρησης αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο. Οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα μπορούν, εναλλακτικά, αντί της βεβαίωσης του ασφαλιστικού φορέα και της υπεύθυνης δήλωσης να προσκομίσουν βεβαίωση του οικείου φορέα του δημοσίου τομέα, από την οποία να προκύπτει και το είδος της εμπειρίας. (2)……2. Επισημάνσεις σχετικά με τον υπολογισμό της εμπειρίας και λοιπές διευκρινήσεις. α. Ο χρόνος εμπειρίας υπολογίζεται μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών που απαιτείται από την προκήρυξη και όταν απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος μετά την απόκτηση της άδειας, εκτός των περιπτώσεων που ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη. β. Ο χρόνος εμπειρίας που δηλώνει ο κάθε υποψήφιος πρέπει να συμφωνεί με τον χρόνο που προκύπτει από την βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα. Χρόνος εμπειρίας που περιέχεται στην υπεύθυνη δήλωση του υποψηφίου και δεν καλύπτεται από ασφαλιστικές εισφορές και το αντίθετο δεν λαμβάνεται υπόψη και αφαιρείται. γ…..».

12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών υπέβαλε την από 28-1-2008 αίτηση συμμετοχής του στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία, επιδιώκοντας την πλήρωση μιας εκ των αναφερομένων στην αίτησή του θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με πρώτη προτίμησή του, την θέση του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ στον Ο.Π.Α.Δ. νομού Ευρυτανίας (κωδικός θέσεως 1199). Βάσει των προσωρινών αποτελεσμάτων ο αιτών κατετάγη στη 4438η σειρά του γενικού πίνακα κατάταξης για τις θέσεις του κλάδου ΔΕ Γραμματέων (1000 -1036), με συνολική βαθμολογία 1249 μονάδων, στη 290η σειρά του γενικού πίνακα κατάταξης για τις θέσεις του κλάδου ΔΕ Προσωπικού Η/Υ (1162-1170), με συνολική βαθμολογία 1249 μονάδων, στη 201η σειρά του γενικού πίνακα κατάταξης για τις θέσεις του κλάδου Προγραμματισμού Η/Υ (1171-1173), με συνολική βαθμολογία 1249 μονάδων, στη 629η σειρά του γενικού πίνακα κατάταξης για τις θέσεις του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ (βασικός τίτλος 945 μονάδες, δεύτερος τίτλος 150 μονάδες, πρόγραμμα κατάρτισης Ο.Α.Ε.Δ. 70 μονάδες και εμπειρία 15 μηνών 84 μονάδες), αναγνωριζομένης της ιδιότητας του δημότη και μόνιμου κατοίκου δήμων ή κοινοτήτων του Νομού Ευρυτανίας με κωδικό εντοπιότητας 03, για τη θέση με κωδικό 1199 και στην 41η σειρά του πίνακα χωρίς εμπειρία για τις θέσεις του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ με συνολική βαθμολογία 1165 μονάδες Στην ίδια διαγωνιστική διαδικασία συμμετείχε και η παρεμβαίνουσα με την από 23-1-2008 αίτηση συμμετοχής της, στην οποία δήλωσε ως πρώτη προτίμησή της τη θέση με κωδικό «1199» και, μεταξύ των άλλων, ότι έχει εμπειρία 138 μηνών. Για την απόδειξη δε της πιο πάνω δηλωθείσας εμπειρίας της η παρεμβαίνουσα συνυπέβαλε με την αίτηση συμμετοχής της: α) την υπ’ αρ. πρωτ. 3174/16-11-2007 βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα Ι.Κ.Α., με την οποία βεβαιώνεται ότι ασφαλίστηκε στο Ι.Κ.Α. για συνολικά 3450 ημέρες εργασίας από 1/1/1996 έως 30/9/2007, για παροχή εξαρτημένης εργασίας στην δικηγόρο ................. ......., β) την από 23-1-2008 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, με την οποία δήλωσε ότι απασχολήθηκε από 1/1/1996 έως 30/9/2007 (138 μήνες) στη δικηγόρο ................. .........., με αντικείμενο απασχόλησης «υπάλληλος γραφείου - χειρίστρια Η/Υ» και γ) την από 14-12-2007 βεβαίωση της δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ευρυτανίας ................ ................., με την οποία βεβαιώνεται ότι η παρεμβαίνουσα εργάζεται στο Δικηγορικό Γραφείο της στο Καρπενήσι «από την 1η Ιανουαρίου του έτους 1996 μέχρι και σήμερα ως Υπάλληλος Γραφείου - Γραμματέας - Χειρίστρια Η/Υ. Κάνει καθημερινή χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή και έχει άριστη γνώση πάνω σε αυτόν». Βάσει των δηλωθέντων προσόντων της η παρεμβαίνουσα ενεγράφη στον πίνακα διοριστέων προς πλήρωση της θέσεως του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ με κωδικό «1199» του Ο.Π.Α.Δ. Ν. Ευρυτανίας, με συνολική βαθμολογία 1270 μονάδων, ήτοι βασικός τίτλος σπουδών 850 μονάδες και εμπειρία άνω των 60 μηνών 420 μονάδες, αναγνωριζομένης της ιδιότητας του δημότη και μόνιμου κατοίκου δήμων ή κοινοτήτων του Νομού Ευρυτανίας με κωδικό εντοπιότητας 3. Κατά των ως άνω προσωρινών αποτελεσμάτων, ο αιτών άσκησε την από 12-11- 2008 (αρ. πρωτ. 45442/21-11-2008) ένταση, με την οποία αμφισβήτησε την βαθμολογία της εμπειρίας συγκεκριμένων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και της παρεμβαίνουσας και ζήτησε τον επανέλεγχο των δικαιολογητικών τους. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 646/12/13-3-2009 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την αιτιολογία ότι: «1ον Βάσει των προσωρινών αποτελεσμάτων η υποψήφια ................... ............ ενεγράφη στον πίνακα διοριστέων, προς πλήρωση της θέσης του κλάδου ΔΕ Χειριστών Η/Υ με κωδ. «1199» του Ο.Π.Α.Δ. Ευρυτανίας, με συνολική βαθμολογία 1270 μονάδες, ήτοι βασικός τίτλος σπουδών 850 μονάδες και εμπειρία άνω των 60 μηνών 420 μονάδες (εντοπιότητα «03»). Από τον έλεγχο των δικαιολογητικών εμπειρίας της διαπιστώνεται ότι κατέθεσε την υπ’ αρ. 3174/16-11-2007 βεβαίωση του Ι.Κ.Α. και υπεύθυνη δήλωση, από τις οποίες προκύπτει ότι εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο από 1/1/1996 έως 30/9/2007, ως υπάλληλος γραφείου και ως χειρίστρια Η/Υ, για 3450 ηµεροµίσθια, ήτοι εµπειρία άνω των 60 µηνών. 2ον Στην οικεία προκήρυξη (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ σελ.12198) ορίζεται ότι το Α.Σ.Ε.Π. ελέγχει τα υποβληθέντα δικαιολογητικά των υποψηφίων που βρίσκονται σε σειρά διορισµού. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα δηλωθέντα προσόντα ή ιδιότητες δεν αποδεικνύονται µε βάση τα δικαιολογητικά που προσκοµίζονται ή δεν υπήρχαν κατά την τελευταία ηµέρα υποβολής των αιτήσεων ή εάν τα δικαιολογητικά δεν προσκοµισθούν, ο υποψήφιος που φέρεται διοριστέος διαγράφεται από τους οικείους πίνακες και αποβάλλεται από την διαδικασία. Στη συνέχεια ελέγχονται τα δικαιολογητικά του αµέσως επόµενου στη σειρά κατάταξης προκειµένου να διαπιστωθεί ότι τα δηλωθέντα προσόντα ή ιδιότητες απoδεικvύoνται και υπήρχαν κατά την τελευταία ηµέρα υποβολής των αιτήσεων και ούτω καθεξής, µέχρις ότου συµπληρωθεί ο αριθµός που απαιτείται για την κάλυψη των θέσεων. Στην προκειµένη περίπτωση οι υποψήφιες ............... ................... ............ .................. και .............. ...................... δεν βρέθηκαν σε σειρά διορισµού και εποµένως έχουν καταταγεί µε βάση τα δηλωθέντα στις αιτήσεις συµµετοχής τους στοιχεία. 3ον Από τον έλεγχο της αίτησης συμμετοχής και των συνηµµένων σε αυτή δικαιολογητικών του ενισταµένου διαπιστώνεται ότι: Α. Στην οικεία προκήρυξη (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α σελ.12201) ορίζεται ότι µε 150 µονάδες βαθµολογείται ο δεύτερος τίτλος σπουδών σε αντικείµενο συναφές µε το γνωστικό αντικείµενο της θέσης και της αυτής εκπαιδευτικής βαθµίδας µε το βασικό τίτλο σπουδών. Εν προκειµένω, ως δεύτερο τίτλο σπουδών, ο ενιστάµενος επικαλείται και κατέθεσε το από 24/5/2006 πτυχίο ΤΕΙ του Τµήµατος Ηλεκτρολογίας, τίτλος ο οποίος δεν αξιολογείται διότι είναι διαφορετικής εκπαιδευτικής βαθµίδας. Β. Στην οικεία προκήρυξη (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ` σελ.12197) ορίζεται, κατ` εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν.3051/2002, ότι ως βαθµολογούµενη εµπειρία θα ληφθεί υπόψη η απασχόληση µε σχέση εργασίας ή σύµβαση έργου στο Δηµόσιο ή Ιδιωτικό τοµέα ή άσκηση επαγγέλµατος σε καθήκοντα ή έργα συναφή µε το γνωστικό αντικείµενο της προς πλήρωση θέσης. Στην προκειµένη περίπτωση προς απόδειξη της επικαλούµενης εµπειρίας 15 µηνών ο ενιστάµενος κατέθεσε: - Την από 19/4/2007 σύµβαση µε τον ΟΑΕΔ που αφορά πρόγραµµα απόκτησης εργασιακής εµπειρίας Stage και µε ειδικότητα ΤΕ Ηλεκτρολόγου µηχανικού. Πέραν του ότι δεν έχει υποβληθεί σχετική βεβαίωση του ΟΑΕΔ το συγκεκριµένο πρόγραµµα δεν λαµβάνεται υπόψη διότι αφορά σε ειδικότητα που δεν είναι συναφής µε το γνωστικό αντικείµενo των προς πλήρωση θέσεων. - Την υπ.αρ.239/22-1-2008 βεβαίωση του ΙΚΑ και υπεύθυνη δήλωση από τις οποίες προκύπτει ότι από 1/12/2003 έως 31/12/2005ι για 154 ηµεροµίσθια (6 μήνες), εργάστηκε ως ταμίας έκδοσης εισιτηρίων καρτών. Η εμπειρία αυτή αξιολογείται ως συναφής μόνον για τις θέσεις του κλάδου ΔΕ Γραμματέων. Ως εκ τούτου, από τη συνολική βαθμολογία του ενισταμένου πρέπει να αφαιρεθούν 150 μονάδες, που αφορούν στο κριτήριο του δεύτερου τίτλου σπουδών. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά στους κλάδους ΔΕ Προσωπικού Η/Υ , ΔΕ Προγραμματιστών και ΔΕ Χειριστών, από τη συνολική του βαθμολογία πρέπει να αφαιρεθούν οι 84 μονάδες της εμπειρίας, ενώ σε ό,τι αφορά στον κλάδο ΔΕ Γραμματέων, αναγνωρίζεται στον ενιστάμενο εμπειρία 6 μηνών (30 μονάδες)». Ακολούθως, με την 804/30-3-2009 απόφαση του Γ΄Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. κυρώθηκε ο πίνακας διοριστέων για την πλήρωση 441 θέσεων με σειρά προτεραιότητας της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της ενδίκου προκηρύξεως, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο αιτών (ΦΕΚ 253/6-4-2009 Τεύχος Τρίτο). Κατά της 646/12/13-3-2009 αποφάσεως του Γ΄Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. ο αιτών άσκησε την από 24-4-2009 (αρ. πρωτ. Α.Σ.Ε.Π. 15414/28-4-2009) αίτηση θεραπείας του, με την οποία προέβαλε ότι εσφαλμένως αναγνωρίσθηκε στην παρεμβαίνουσα εμπειρία 60 μηνών, που αντιστοιχεί σε 420 μονάδες, καθώς η ανωτέρω έχει πρόσληψη «Υπαλλήλου Γραφείου» και όχι «Χειριστού Η/Υ» σε συνδυασμό με την ασφαλιστική της κάλυψη, επικαλέσθηκε δε και συνυπέβαλε με την αίτηση θεραπείας του τα εξής έγγραφα: α) την υπ’ αριθμ. 917/19-3-1996 αίτηση - δήλωση απογραφής εργοδότη με τα στοιχεία της εργοδότριας ................ ............ δικηγόρου και της απασχολούμενης ως μισθωτού παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με την οποία η παρεμβαίνουσα δηλώθηκε στο Ι.Κ.Α. με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου, β) ακριβές φωτοαντίγραφο του οδηγού σύνδεσης κωδικών (Ο.ΣΥ.Κ) του Ι.Κ.Α. σύμφωνα με το οποίο ο κωδικός 419000 με τον οποίο ασφαλίσθηκε η παρεμβαίνουσα αφορά την ειδικότητα «λοιποί υπάλληλοι γραφείου», γ) το υπ’ αριθμ. 1156/14-4-2009 έγγραφο του Ι.Κ.Α., το οποίο χορηγήθηκε στον αιτούντα κατόπιν του υπ’ αριθμ. 190/9-4-2009 εγγράφου της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ευρυτανίας, με το συνημμένο σ’ αυτό από 14-4-2009 απόσπασμα ατομικού λογαριασμού ασφάλισης της παρεμβαίνουσας, χρονικής περιόδου 1/1/2002 έως 30/9/2007, στο οποίο αναφέρεται ότι για τη χρονική αυτή περίοδο, αλλά και για τη χρονική περίοδο από 1/1/1996 έως 31/12/2001, για την οποία ο χρόνος ασφάλισης προκύπτει από Δελτία Ασφαλιστικής Ταυτότητας Εισφορών, η ανωτέρω ασφαλίστηκε στον ίδιο εργοδότη (..................... .................) και με την ίδια ειδικότητα (κωδικός 419000) και δ) καταστάσεις προσωπικού από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, στις οποίες εμφαίνεται ότι η παρεμβαίνουσα απασχολήθηκε στην ανωτέρω εργοδότρια με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου. Με την 1184/13-5-2009 απόφαση του Γ΄Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. η πιο πάνω αίτηση θεραπείας του αιτούντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι «με την άσκηση της από 12/11/2008 ένστασης το δικαίωμά του εξαντλήθηκε και δεν μπορεί να επανέλθει επί του θέματος».

13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών προβάλλει ότι μη νομίμως το Α.Σ.Ε.Π. αναγνώρισε στην παρεμβαίνουσα 60 μήνες εμπειρίας σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως με κωδικό 1199 του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ, ενώ αυτή δεν απέδειξε την εμπειρία της προσηκόντως, καθόσον η δηλωθείσα με την υπεύθυνη δήλωση εμπειρία της ως χειριστή Η/Υ δεν συμφωνεί με την βεβαίωση του ασφαλιστικού της φορέα, δοθέντος ότι είχε ασφαλιστεί κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 έως 30.9.2007 με τον κωδικό ειδικότητας 419000 ως υπάλληλος γραφείου στο δικηγορικό γραφείο της ................ ....................., δηλαδή σε ειδικότητα διαφορετική και πάντως μη συναφή προς αυτή του χειριστή Η/Υ, όπως προκύπτει από τα συνυποβληθέντα με την αίτηση θεραπείας του ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. οψιγενή στοιχεία, τα οποία το Α.Σ.Ε.Π. έπρεπε να λάβει υπόψη του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με όσα ρητώς ορίζονται στην οικεία προκήρυξη, που αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο της οικείας διαγωνιστικής διαδικασίας, για την πλήρωση της θέσεως του κλάδου ΔΕ2 Χειριστών Η/Υ του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου της Νομαρχίας Ευρυτανίας (κωδ. θέσεως 1199), δεν απαιτείται η βαθμολογούμενη εμπειρία να έχει αποκτηθεί σε καθήκοντα ή έργα της ειδικότητας του κλάδου, ήτοι ειδικώς σε απασχόληση με καθήκοντα χειριστή Η/Υ, αλλά αρκεί η εμπειρία σε απασχόληση απλώς συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως. Εφόσον δε η παρεμβαίνουσα συνυπέβαλε με την αίτηση συμμετοχής της τα απαιτούμενα από την οικεία Προκήρυξη δικαιολογητικά για την απόδειξη της πιο πάνω εμπειρίας, ήτοι α) βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία προέκυπτε η διάρκεια της ασφάλισής της (3450 ημέρες εργασίας από 1-1-1996 έως 30-9-2007 στην εργοδότρια......................... .................... - υπηρεσίες δικηγόρου) και β) χωριστή από την αίτηση υπεύθυνη δήλωσή της, κατά το άρθρο 8 του ν. 1599/1986, στην οποία δήλωσε επακριβώς το χρόνο και το είδος της εμπειρίας καθώς και τα στοιχεία της εργοδότριας φυσικού προσώπου, ήτοι ότι απασχολήθηκε από 1-1-1996 έως 30-9- 2007 (138 μήνες ασφάλισης στο Ι.Κ.Α.) στην εργοδότρια ............... ......................, με αντικείμενο Υπάλληλος Γραφείου - Χειρίστρια Η/Υ, νομίμως το Α.Σ.Ε.Π., εκτιμώντας τα ανωτέρω νόμιμα δικαιολογητικά έκρινε ότι η παρεμβαίνουσα αποδεικνύει βαθμολογητέα εμπειρία (σε απασχόληση συναφή με το αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως) άνω των 60 μηνών. Ενόψει δε του ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία Προκήρυξη, δεν απαιτείται από την βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα να προκύπτει το είδος, όπως αβασίμως προβάλλει ο αιτών, παρά μόνον η διάρκεια της ασφαλιστέας απασχόλησης, αλυσιτελώς ο αιτών προβάλλει ότι η παρεμβαίνουσα είχε ασφαλισθεί κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1996 έως 30-9-2007 με τον κωδικό ειδικότητας 419000 ως υπάλληλος γραφείου στο δικηγορικό γραφείο της δικηγόρου ........... ........., δηλαδή σε ειδικότητα διαφορετική από αυτήν του Χειριστή Η/Υ. Και τούτο γιατί, κατά τα προεκτεθέντα, ανεξαρτήτως αν η παρεμβαίνουσα προσελήφθη ως υπάλληλος γραφείου και ασφαλίσθηκε με τον κωδικό 419000 που αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον «οδηγό σύνδεσης κωδικών» (Ο.ΣΥ.Κ.) του Ι.Κ.Α,. στην ειδικότητα «λοιποί υπάλληλοι γραφείου», λαμβάνεται υπόψη και βαθμολογείται η «εν τοις πράγμασι» εμπειρία (βλ. ΣτΕ 3635/2011) σε καθήκοντα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσεως. Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα, νομοτύπως δήλωσε υπευθύνως, σε συνδυασμό και με την ασφαλιστική της κάλυψη, ότι απασχολήθηκε ως «υπάλληλος γραφείου - χειρίστρια Η/Υ», ήτοι ότι απασχολήθηκε εν τοις πράγμασι και με τα καθήκοντα του χειριστή Η/Υ, τα οποία, άλλωστε, ανάγονται στα καθήκοντα του υπαλλήλου γραφείου που παράγονται με ηλεκτρονικό τρόπο, συνδεόμενα εσωτερικά και κατά τρόπο άμεσο με αυτά, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την από 14-12-2007 βεβαίωση της εργοδότριας ........... ......., δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ευρυτανίας, την οποία συνυπέβαλε η παρεμβαίνουσα με την αίτηση συμμετοχής της, μολονότι αυτό δεν απαιτείτο από την οικεία προκήρυξη. Συνεπώς, τα πιο πάνω οψιγενή στοιχεία, σχετικά με την εμπειρία της παρεμβαίνουσας, τα οποία υπέβαλε ο αιτών με την αίτηση θεραπείας του ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π., δεν κλονίζουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και νομίμως δεν ελήφθησαν υπόψη από το Α.Σ.Ε.Π.

14. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, να καταπέσει το παράβολο που καταβλήθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 36 παρ. 4 του π.δ. 18/1989) και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο αιτών από τη δικαστική δαπάνη του Α.Σ.Ε.Π. και της παρεμβαίνουσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. - ν. 2717/1999 - ΦΕΚ Α΄ 97, σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του ν. 3659/2008 - ΦΕΚ Α΄ 77) .

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την από 27-10-2011 αίτηση επανασυζητήσεως και διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου αυτής. 

Εκδικάζει την από 3-6-2009 αίτηση ακυρώσεως και την απορρίπτει.

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου της αιτήσεως ακυρώσεως 

Απαλλάσσει τον αιτούντα από τη δικαστική δαπάνη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και της παρεμβαίνουσας. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2012.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΦΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗΑΘΗΝΑ ΤΣΙΜΠΟΓΙΑΝΝΗ

Δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 2012 με προεδρεύουσα την Εφέτη Δ.Δ. Μαρία Κουδουμνάκη, λόγω διορισμού της Προέδρου Εφετών Δ.Δ. Ευτυχίας Φουντουλάκη, σε θέση Αντεπιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΔΟΥΜΝΑΚΗΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΠΙΖΑ

Υπογράφεται από την αρχαιότερη εκ των Εφετών Δ.Δ. που έλαβαν μέρος στη συζήτηση Αθηνά Τσιμπογιάννη, λόγω διορισμού της Προέδρου σε θέση Αντεπιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.

ΑΘΗΝΑ ΤΣΙΜΠΟΓΙΑΝΝΗ

Π.Β.

Ακίνητα. Προϋποθέσεις μεταβίβασης της κυριότητας επί ακινήτων με σύμβαση. Μεταγραφή της συμβάσεως της πωλήσεως - μεταβιβάσεως εν ζωή. Νομική φύση της μεταγραφής και χρόνος στον οποίο μπορεί να γίνει αυτή. Η μεταγραφή δικαιοπραξίας εν ζωή γίνεται νόμιμα και μετά το θάνατο του κληρονομουμένου πωλητή. Επίσης είναι ομοίως νόμιμη και..173/2012 ΠΠΡ ΒΟΛ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

173/2012 ΠΠΡ ΒΟΛ ( 591745) 
(ΕΦΑΔ 2012/935) Ακίνητα. Προϋποθέσεις μεταβίβασης της κυριότητας επί ακινήτων με σύμβαση. Μεταγραφή της συμβάσεως της πωλήσεως - μεταβιβάσεως εν ζωή. Νομική φύση της μεταγραφής και χρόνος στον οποίο μπορεί να γίνει αυτή. Η μεταγραφή δικαιοπραξίας εν ζωή..
γίνεται νόμιμα και μετά το θάνατο του κληρονομουμένου πωλητή. Επίσης είναι ομοίως νόμιμη και μετά την αποδοχή της κληρονομίας από τους κληρονόμους και τη μεταγραφή αυτής. Λόγοι που δικαιολογούν τη θέση αυτή. Ακυρώσιμη δικαιοπραξία λόγω απάτης. Προϋποθέσεις ακυρότητας αισχροκερδούς δικαιοπραξίας μέσω αντιπροσώπου. Η υπέρβαση της πληρεξουσιότητας καθιστά τη δικαιοπραξία άκυρη. Πώληση με αυτοσύμβαση. (βλ. Παρατηρήσεις Κ. Βούλγαρη, ΕφΑΔ 2012/939).


  
ΠΠρΒόλου 173/2012

Πρόεδρος: Α. Τσιτσιούλα Εισηγητής: Κ. Μαρτίνος Δικηγόροι: Τ. Εμμανουηλίδης, Σ. Μαλακασιώτης, Π. Σδράκα

[...] 2. (Ι) Κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Η δικαιοπραξία της ΑΚ 1033 ολοκληρώνεται με την κατάρτιση της με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της συμβάσεως, πλην όμως δεν αναπτύσσει ενέργεια παρά μόνο από τη μεταγραφή (ΑΚ 1194 παρ. 2), η οποία δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της εμπράγματης σύμβασης, αλλά όρο του ενεργού, αίρεση δικαίου. Η πρακτική σημασία της νομικής φύσης της μεταγραφής είναι καταφανής, κυρίως στην περίπτωση που το ίδιο ακίνητο, προ της μεταγραφής του μεταβιβαστικού τίτλου του, περιέλθει λόγω κληρονομιάς ή κληροδοσίας σε τρίτον και ο τελευταίος μεταγράψει την περί αποδοχής της κληρονομιάς ή κληροδοσίας τούτου δήλωση του. Στην περίπτωση αυτή ορθά γίνεται δεκτό στη νομική φιλολογία και νομολογία ότι η μεταγραφή δικαιοπραξίας εν ζωή γίνεται νόμιμα και μετά το θάνατο του κληρονομούμενου πω λητή, ακόμα και μετά την αποδοχή της κληρονομιάς από τους κληρονόμους του και τη μεταγραφή αυτής. Και τούτο διότι ο δικαιούχος από την εν ζωή πώληση είναι ειδικός διάδοχος του κληρονομουμένου και όχι του κληρονόμου, ο δε τελευταίος δεν αποκτά με την κληρονομική διαδοχή περισσότερα δικαιώματα επί του ακινήτου από ό,τι είχε ο ίδιος ο κληρονομούμενος (Βλ. ΑΠ 645/2003 ΕλλΔνη 45,1047, ΑΠ 942/2000 ΕλλΔνη 42,137, ΕφΛαρ 294/2008 ΑρχΝ 2010,209, ΕφΑΘ 3394/1995 ΝοΒ 44,441, ΕφΑΘ 4544/1992 ΕλλΔνη 35,475).

(II). Κατά τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση Βούλησης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον πεπλανημένη παράσταση με σκοπό να επηρεαστεί η Βούληση του. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ως αληθών ψευδών περιστατικών αναφερομένων στο παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον, είτε στην απόκρυψη ή την ατελή ανακοίνωση ή αποσιώπηση αληθών γεγονότων (ΑΠ 26/2000 ΕλλΔνη 41,690) και η αποκάλυψη της αλήθειας ως προς αυτά ήταν επιβεβλημένη από ιδιαίτερη σχέση ή από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 123/1998 ΕλλΔνη 39,825). Προς ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης προσαπαιτείται να αποσκοπεί η απατηλή συμπεριφορά στην πρόκληση δηλώσεως Βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και να προκλήθηκε πράγματι από την απάτη, χωρίς περαιτέρω να εξετάζεται ούτε το καταλογιστό του απατήσαντος, αφού ο λόγος ακυρώσεως δεν είναι η υπαιτιότητα του, αλλά το ελάττωμα της Βουλήσεως του απατηθέντος, ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης, αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο δηλώσεως της Βουλήσεως (ΑΠ 1734/1998 ΕΕΝ 2000,286, ΑΠ 1587/1990 ΕΕΝ 1991,698, ΕφΑΘ 1392/1997 ΕλλΔνη 38,869, ΕφΠατρ 663/1994 ΑρχΝ 46,51, ΕφΠατρ 658/1992 ΑχΝομ 1993,270, ΠΠρΑΘ 2587/1992 ΕΕμπΔ 43,372). Στοιχεία συνεπώς της απάτης είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος, είτε του μέλλοντος, Β) η πλάνη αυτή να προκλήθηκε από άλλο πρόσωπο σε Βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και παραπλάνηση να γίνει με πρόθεση και σκόπιμα, δ) συνεπεία της πλάνης να προκλήθηκε ελαττωματική Βούληση στον πλανηθέντα και να προέβη σε δήλωση της ελαττωματικής Βούλησης. Εξάλλου, όποιος επικαλείται την ακύρωση δικαιοπραξίας, διότι αυτή είναι προϊόν απάτης, απαιτείται να αναφέρει σαφώς και λεπτομερώς τα προς κατάρτιση δόλια μέσα ή τεχνάσματα και γενικά να εξειδικεύει την αποτελούσα την απάτη συμπεριφορά (ΑΠ 230/1995 ΕΕΝ 1996,504, ΕφΔωδ 309/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 96/2002 ΔωδΝομ 2003,36, ΕφΑΘ 2134/2001 ΕλλΔνη 43,509).

(III). Κατά το άρθρο 179 του ΑΚ «άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 174,178 και 180 του ΑΚ συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια ενοχική ή εμπράγματη δικαιοπραξία ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) η ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από το συμβαλλόμενο μίας ή περισσότερων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου που ήταν γνωστές σ` αυτόν. Ως «ανάγκη» νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη, ως "κουφότητα"νοείται η ολιγωρία (αδιαφορία), εξ αιτίας της οποίας δεν δύναται ο συμβαλλόμενος να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασι`α της πράξης του και τέλος ως "απειρία"νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και για τις συναλλαγές γενικώς ή έστω και ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Ειδικότερα φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία των παροχών κρίνεται με βάση το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και αποτελεί νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (ΑΠ 890/2011ΤΝΠ Νόμος). Αν λείπει η μια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η δικαιοπραξία δεν είναι άκυρη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 179 ΑΚ. Δεν αποκλείεται πάντως και χωρίς τη συνδρομή των όρων του άρθρου 179 ΑΚ να συντρέχουν περιστάσεις και συνθήκες που να προσδίδουν σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία ανήθικο χαρακτήρα, ο οποίος συνεπάγεται ακυρότητα αυτής κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ (Βλ. ΠΠρΠειρ 5050/2005 ΝοΒ 2006,436, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).

(IV). Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ δήλωση Βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 160, 200, 216, 217, 219, 229, 281, 288, 713 και 714 του ΑΚ προκύπτει, ότι η σύμβαση που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου, καθ` υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει, γιατί η υπέρβαση αυτή ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα. Εξάλλου, η πληρεξουσιότητα υπόκειται ως δικαίωμα στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας όταν οι επιχειρηθείσες από τον πληρεξούσιο πράξεις εμπίπτουν τυπικά μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας, αλλά είναι προφανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου ή τον σκοπό για τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, ώστε να προκύπτει ότι ουδέποτε θα επιχειρούσε την πράξη ο αντιπροσωπευόμενος και την αντίθεση αυτή προς το συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου και το σκοπό της πληρεξουσιότητας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο τρίτος, με τον οποίο συνηλλάγη ο πληρεξούσιος. Η από τον πληρεξούσιο με τη δοθείσα πληρεξουσιότητα κατά κατάχρηση δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση καταρτιζόμενη δικαιοπραξία αντίκειται στο νόμο και είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ (ΕφΔωδ 129/2005 ΤΝΠ Νόμος, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).

(V). Σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, ενώ κατά το άρθρο 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πωλήσεως είναι: α) το πράγμα, β) το τίμημα και γ) η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μεταθέσεώς της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος, η οποία προκειμένου περί ακινήτου, πρέπει να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο (άρθρο 369 ΑΚ). Από αυτά παρέπεται ότι δεν ασκεί καμία επιρροή επί του κύρους της καταρτισθείσας σύμβασης πωλήσεως αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και με ποιο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα και ότι επί προσβολής της σύμβασης ως εικονικής δεν έχει μεν σημασι`α για την κρίση περί εικονικότητας η καταβολή ή μη του τιμήματος, ούτε η έλλειψη καταβολής αυτού, αυτή καθεαυτή, προσδίδει το χαρακτήρα της εικονικότητος, αφού μπορεί τούτο να δωρηθεί, αφεθεί ή με άλλον τρόπο αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο αυτό, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας. Η γνώση του μη σοβαρού και της φαινομενικότητας της δήλωσης αποτελεί στοιχείο της εικονικότητας και μάλιστα η γνώση όλων των συμΒληθέντων δηλαδή και από εκείνον στον οποίο απευθύνεται αυτή. Η γνώση μπορεί να είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας των ως άνω προσώπων ή της ανακοίνωσης του δηλούντος κατά τρόπο που εκείνος στον οποίο απευθύνεται να διαγιγνώσκει ανάλογα με τις περιστάσεις, τη φύση και τα εν γένει εξωτερικά στοιχεία ή της δικαιοπραξίας ότι η δήλωση είναι μη σοβαρή, φαινομενική, προσποιητή. Ως γνώση εκλαμβάνεται η θετική γνώση προς την οποία δεν εξομοιώνεται η άγνοια από Βαρεία ή ελαφρά αμέλεια (Βλ. ΠΠρΠειρ 5050/2005 ΝοΒ 2006,436, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).

3. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή τους, δεόντως εκτιμώμενη, οι ενάγουσες εκθέτουν, ότι ο Α.Δ., σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εξ αυτών, με το υπ` αριθμ. „./31.5.2006 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Βόλου Ε.Α. παρέσχε στον εναγόμενο αδελφό του την ειδική εντολή να πωλεί για λογαριασμό του, μεταβιβάζει, παραχωρεί και παραδίδει σε οποιονδήποτε τρίτο, ακόμα και στον εαυτό του (του εναγομένου) με αυτοσύμβαση, και με οποιοδήποτε τίμημα και οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες ήθελε εγκρίνει ο τελευταίος (εναγόμενος), τα λεπτομερώς περιγραφόμενα κατά θέση, όρια και έκταση δύο ακίνητα, την κυριότητα των οποίων είχε αποκτήσει κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος με Βάση το ανωτέρω πληρεξούστο πώλησε τα εν λόγω ακίνητα στον εαυτό του δΓ αυτοσυμβάσεως, δυνάμει του υπ` αριθμ.../22.7.2009 αγωραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λαμίας Γ.Φ., που μεταγράφηκε νόμιμα στις 4.9.2009. Ότι την επομένη ημέρα της καταρτίσεως της άνω συμβάσεως πωλήσεως, ήτοι στις 23.7.2009, απεβίωσε ο άνω σύζυγος και πατέρας τους (Α.Δ.), χωρίς να αφήσει διαθήκη και ότι αυτές, ως μοναδικοί πληστέστεροι συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, με την υπ` αριθμ. .../3.9.2009 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Βόλου A.M., που μεταγράφηκε νόμιμα στις 3.9.2009 (ήτοι μια ημέρα πριν την μεταγραφή του ανωτέρω συμβολαίου πώλησης), αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα ως άνω δύο ακίνητα, γενόμενες έτσι συγκύριες των τελευταίων, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, πλην όμως ο εναγόμενος αμφισβητεί την συγκυριότητα τους επί των επιδίκων ακινήτων, ισχυριζόμενος ότι τα τελευταία περιήλθαν στην κυριότητα του με το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Επικουρικά και για την περίπτωση, που ήθελε κριθεί ότι δεν κατέστησαν συγκύριες των επιδίκων ακινήτων με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), εκθέτουν ότι η περί αυτοσυμβάσεως δήλωση βουλήσεως του δικαιοπαρόχου τους Α.Δ., που διαλαμβάνεται στο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, είναι ακυρώστμη, διότι προκλήθηκε με απάτη. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι ο εναγόμενος συμφώνησε με τον ως άνω δικαιοπάροχο τους να διαχειρίζεται στο όνομα του και για λογαριασμό του τα επίδικα ακίνητα, με σκοπό την πώληση τους μόνο προς τρίτους και ότι ο πρώτος (εναγόμενος), με σκοπό την εξαπάτηση του δεύτερου (δικαιοπαρόχου τους) και τη νόσφιση της περιουσίας του, διαβεβαίωσε τούτον ότι στο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο περιείχοντο οι όροι της ως άνω συμφωνίας τους, αποκρύπτοντας του συγχρόνως ότι το εν λόγω πληρεξούστο περιείχε και ειδική εντολή, με την οποία αυτός (εναγόμενος) θα μπορούσε να μεταβιβάσει με αυτοσύμβαση τα επίδικα ακίνητα στον εαυτό του, γεγονός το οποίο αν γνώριζε ο άνω δικαιοπάροχος τους, δεν θα υπέγραφε το πληρεξούστο, καθώς η αληθής βούληση του ήταν να διορίσει πληρεξούσιο τον εναγόμενο, προκειμένου να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα σε τρίτα πρόσωπα και όχι στον εαυτό του. Το δικαίωμα τους δε προς ακύρωση του άνω συμβολαιογραφικού πληρεξουστ`ου και κατ` επέκταση του άνω πωλητηρίου συμβολαίου δεν έχει αποσβεσθεί, διότι το πρώτον ανακάλυψαν την απάτη του εναγομένου σε Βάρος του δικαιοπαρόχου τους τον Αύγουστο του έτους 2009, έκτοτε δε δεν παρήλθε διετία. • Επικουρικά, επίσης, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το ως άνω πληρεξούστο δεν ήταν προϊόν απάτης, εκθέτουν ότι η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των επίδικων ακινήτων, που περιέχονται στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, είναι άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, διότι ο εναγόμενος, γνωρίζοντας την απερισκεψία του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, ο οποίος, λόγω της ασθένειας του (καρκίνος πνεύμονα), δεν φρόντισε να πληροφορηθεί τις συναλλακτικές συνθήκες πώλησης των ακινήτων της περιοχής, όπου κείνται τα επίδικα, και εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αυτή, πέτυχε την πώληση και μεταβίβαση σ` αυτόν των ενδίκων δύο ακινήτων, συνολικής αξίας 104,092,10 ευρώ, αντί τιμήματος 38.747,16 ευρώ, το οποίο βρίσκεται σε φανερή δυσαναλογία με την πραγματική ως άνω αξία των ακινήτων. Επικουρικά, επιπλέον, εκθέτει ότι η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των επίδικων ακινήτων, που περιέχονται στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, είναι άκυρη λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος πληρεξουστότητας εκ μέρους του εναγομένου, διότι αυτός ως πληρεξούστος του άνω δικαιοπαρόχου τους ενήργησε εν γνώσει του και κατά τρόπο αντίθετο προς τα συμφέροντα του τελευταίου, ορίζοντας το τίμημα της πώλησης στο παραπάνω ποσό, προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος (εναγόμενος) σημαντικά περιουστακά στοιχεία αντί χαμηλού τιμήματος και να αυξήσει την περιουσία του. Τέλος, επικουρικά εκθέτει, ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης, που περιέχεται στο προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, είναι άκυρη ως εικονική, διότι αυτή δεν καταρτίσθηκε σπουδαίως, αλλά αποκλειστικά και μόνο κατά το φαινόμενο, ήτοι χωρίς την πρόθεση αμφοτέρων των συμβαλλομένων να μεταβιβασθεί η κυριότητα των επιδίκων ακινήτων στον εναγόμενο και χωρίς να συμφωνηθεί ή να καταβληθεί τίμημα εις χείρας του δικαιοπαρόχου τους ή εις χείρας τούτων (εναγουσών). Με Βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν να αναγνωρισθούν συγκύριες, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, των επιδίκων ακινήτων. Επικουρικά, ζητούν να ακυρωθούν για τους προαναφερόμενους λόγους (ήτοι λόγω της προεκτιθέμενης απατηλής συμπεριφοράς του εναγομένου), το υπ` αριθμ. .../31.5.2006 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Βόλου Ε.Α. και το υπ` αριθμ. ..722.7.2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Λαμίας Γ.Φ., άλλως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του τελευταίου συμβολαίου για τους λόγους που προεκτέθηκαν (ήτοι λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, άλλως λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος πληρεξουστότητας εκ μέρους του εναγομένου, άλλως λόγω εικονικότητας) και να αναγνωρισθούν αυτές συγκύριες, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, των επιδίκων ακινήτων.

4. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Κατά την κύρια βάση της η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη για τους εξής λόγους: Η μεταγραφή του υπ` αριθμ. .../22.7.2009 συμβολαίου πώλησης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, έγινε εγκύρως από τον εναγόμενο μετά το θάνατο του πωλητή (Α.Δ.), ακόμη και μετά την αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους των εναγουσών κληρονόμων του και τη μεταγραφή αυτής. Και τούτο, διότι ο εναγόμενος, που είναι δικαιούχος από την εν ζωή πώληση, είναι ειδικός διάδοχος του κληρονομουμένου και όχι των εναγουσών κληρονόμων, οι οποίες δεν απέκτησαν με την κληρονομική διαδοχή περισσότερα δικαιώματα επί των επιδίκων ακινήτων απ` όσα είχε ο ίδιος ο κληρονομούμενος. Οι ενάγουσες κληρονόμησαν την υποχρέωση του αποβιώσαντος από την ανωτέρω μεταβιβαστική πράξη προς τον εναγόμενο.Έτσι, ο τελευταίος, με τη μεταγραφή του ανωτέρω μεταβιβαστικού τίτλου του (πωλητηρίου συμβολαίου), έστω και αν ακολούθησε τη γενόμενη εκ μέρους των εναγουσών μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς, απέκτησε την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων (βλ. ιδίως ΕφΑΘ 3394/1995 ΝοΒ 44,441). Περαιτέρω, κατά την επικουρική Βάση της και ειδικότερα κατά το μέρος που δι αυτής διώκεται η ακύρωση του ως άνω ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξούσιου και κατ` επέκταση του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου λόγω απάτης, η αγωγή τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν προσδιορίζονται σ` αυτήν, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για το ορισμένο και την πληρότητα αυτής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η πρόθεση του εναγομένου να παραπλανήσει τον δικαιοπάροχο των εναγουσών και ειδικότερα περιστατικά από τα οποία να εμφαίνεται ότι αυτός γνώριζε το ψευδές των περιστατικών που παρουσι`ασε ως αληθή ή την υποχρέωση του να ανακοινώσει στοιχεία, τα οποία τελικά απέκρυψε, ήτοι να προσδιορίζεται με σαφήνεια και πληρότητα ο δόλος του εναγομένου (Βλ. ΠΠρΡόδου 201/2006 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς τις λοιπές επικουρικές Βάσεις της (αναγνώριση ακυρότητας του υπ` αριθμ. .../22.7.2009 πωλητηρίου συμβολαίου λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, άλλως λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος πληρεξουσιότητας εκ μέρους του εναγομένου, άλλως λόγω εικονικότητας και συνακόλουθα της αναγνώρισης της συγκυριότητας των εναγουσών επί των επιδίκων ακινήτων), η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που προμνημονεύτηκανστη μείζονα σκέψη, καθώς και σ` αυτήν του άρθρου 70 ΚΠολΔ. Συνεπώς, εφόσον η απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς δεν ανάγεται πλέον σε όρο παραδεκτού της συζητήσεως της (Βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν 3994/2011, Χαρ. Απαλαγάκη, Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, σελ. 32), η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική Βασιμότητα της.

5.Ο Α.Δ., αδελφός του εναγομένου και σύζυγος της πρώτης ενάγουσας (Χ. χήρας Α.Δ., το γένος Α.Κ.) και πατέρας των λοιπών εναγουσών (ήτοι της ήδη ενηλικιωθείσας Α.-Χ. Δ., της Α.Δ. και της Ρ.- Ε. Δ.), που απεβίωσε στη Λάρισα στις 23.7.2009, ήταν κύριος: α) μιας παλιάς διώροφης λιθόκτιστης οικοδομής, αποτελούμενης από ισόγειο εμβαδού 72,50 τ.μ. και από πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο εμβαδού 72,50 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Β.» εντός των ορίων του οικισμού του Δημοτικού Διαμερίσματος... Σκοπέλου Μαγνησίας και είναι κτισμένη επί οικοπέδου εκτάσεως 78,12 τ.μ. και β) κατά ίο 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ελαιοπεριβόλου, ξηρικού, εκτάσεως 16.723,81 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Μ.» εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος... Σκοπέλου του Δήμου Σκοπέλου. Ο ανωτέρω αποβιώσας, ενόσω ζούσε, είχε προβεί από κοινού με τον εναγόμενο αδελφό του στην κατασκευή πολυτελούς κέντρου διασκέδασης, με πιστ`νες και καφετέρια-μπαρ, στο ... Σκοπέλου, η λειτουργία του οποίου άρχισε το έτος 2002, οπότε και είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες κατασκευής του, στην ως άνω δε επιχείρηση, που διατηρούσε με τον εναγόμενο αδελφό του, παρέμεινε μέχρι το φθινόπωρο του έτους 2003, οπότε και αποχώρησε. Κατά τη διάρκεια των εργαστών κατασκευής του εν λόγω κέντρου διασκέδασης ο εναγόμενος είχε δανείσει στον, ήδη αποβιώσαντα, ως άνω αδελφό του το ποσό των 47.500 €, προκειμένου ο τελευταίος να καλύψει τις αναλογούσες σ` αυτόν δαπάνες για την αποπεράτωση των ως άνω εργασιών, κατά την αποχώρηση του δε από την ως άνω επιχείρηση (φθινόπωρο του έτους 2003) ο ως άνω αδελφός του εναγομένου υπέγραψε την προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως από 1.9.2003 απόδειξη, με την οποία αναγνώριζε την ύπαρξη του ως άνω δανείου, καθώς και την οφειλή του παραπάνω ποσού προς τον εναγόμενο. Τούτο, ήτοι η κατά τα προεκτεθέντα χορήγηση δανείου ποσού 47.500 € προς τον ανωτέρω αποβιώσαντα, επιβεβαιώνεται και από τις καταθέσεις της μάρτυρος ανταπόδειξης Δ.Δ., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόστας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και του μάρτυρος ανταπόδειξης Δ.Κ., που περιέχεται στην υπ` αριθμ...722.11.2011 ένορκη Βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Βόλου Μ.Γ.. Οι ενάγουσες αμφισβητούν την ως άνω οφειλή του ήδη αποβιώσαντος συγγενούς τους, διατεινόμενες ότι α) το προαναφερόμενο ποσό είχε δοθεί ως δάνειο προς την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «...» και όχι προς τον άνω αδελφό του εναγομένου και β) η προαναφερόμενη απόδειξη είναι πλαστή, διότι η τεθείσα επ` αυτής υπογραφή του συγγενούς τους Α.Δ. δεν είναι δική του.

Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, κρίνεται αβάσιμος κατ` ουστ`αν και απορριπτέος, διότι, μολονότι στην ως άνω απόδειξη αναγράφεται επί λέξει ότι «ο ένας εκ των εταίρων Ι.Δ. (εναγόμενος) δανειοδότησε την ... μέχρι σήμερα 1.9.2003 με το ποσό των 47.500 €», εντούτοις από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων ανταπόδειξης σαφώς και αναντιλέκτως συνάγεται, ότι το προαναφερόμενο ποσό είχε δοθεί ως δάνειο προσωπικά στον άνω ήδη αποβιώσαντα αδελφό του εναγομένου, ο οποίος κατά τον χρόνο λήψης αυτού (άνω ποσού) ετύγχανε διαχειριστής της ως άνω εταιρείας. Τον ισχυρισμό δε τούτο των εναγουσών δεν επιβεβαίωσε ούτε η μάρτυρας απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, αφού η ίδια ουδέν γνώριζε για την ύπαρξη της άνω απόδειξης και την κατά τα προεκτεθέντα οφειλή του άνω αποβιώσαντος προς τον εναγόμενο αδελφό του. Κατά το δεύτερο δε σκέλος του ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγουσών (περί πλαστότητας της άνω απόδειξης) τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι το πρώτον προβλήθηκε με την προσθήκη των προτάσεων τους μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (Βλ. ΕφΠειρ 1157/1996 ΕλλΔνη 1997,892- 893).

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι ο ανωτέρω συγγενής των εναγουσών, Α.Δ., ενόσω ζούσε, με το υπ` αριθμ. ...β 1.5.2006 συμβολαιογραφικό πληρεξούστο της συμβολαιογράφου Βόλου Ε.Α. έδωσε στον εναγόμενο αδελφό του την εντολή και πληρεξουστότητα να πωλεί για λογαριασμό του, μεταβιβάζει και παραδίδει σε οποιονδήποτε και στον εαυτό του ακόμα με αυτοσύμβαση (άρθρο 235 ΑΚ) και με οποιοδήποτε τίμημα και οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει τα δύο ακίνητα του, που περιγράφη-καν ανωτέρω. Στην κατάρτιση δε του εν λόγω συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου προέβη, με σκοπό να εξοφλήσει το προαναφερθέν χρέος του προς τον εναγόμενο αδελφό του διά της πωλήσεως των ως άνω ακινήτων του. Ακολούθως, με Βάση το ως άνω πληρεξούστο ο εναγόμενος με το υπ` αριθμ. .../22.7.2009 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λαμίας Γ.Φ., πώλησε και μεταβίβασε στον εαυτό ίου με αυτοσύμβαση τα προαναφερόμενα δύο ακίνητα, αντί αναγραφέντος τιμήματος 38.747,16 €, που αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξ,ία τους. Το πραγματικό, ωστόσο, τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 47.500 €, όσο δηλαδή ήταν και το ύψος της οφειλής του θανόντος προς τον εναγόμενο αδελφό του. Η μεταβίβαση δε των ακινήτων αυτών, η οποία έλαβε χώρα καθ` ον χρόνο ο άνω αδελφός του εναγομένου έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα και η κατάσταση της υγείας του ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη, έγινε αφ` ενός μεν με τη θέληση του τελευταίου (αδελφού εναγομένου), όπως τούτο σαφώς συνάγεται από το ανωτέρω συμβολαιογραφικό πληρεξούστο, αφ` ετέρου δε προς τον σκοπό εξοφλήσεως του ως άνω χρέους του προς τον εναγόμενο, εξόφληση που, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των άνω αδελφών, επετεύχθη με την προεκτεθείσα πώληση. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η πώληση και μεταβίβαση των ως άνω ακινήτων έλαβε μεν χώρα στις 22.7.2009, ήτοι μια ημέρα προ του θανάτου του ανωτέρω συγγενούς των εναγουσών (23.7.2009), πλην όμως ο εναγόμενος προέβη στην ενέργεια αυτή για το λόγο ότι μετά το θάνατο του ως άνω αδελφού του δεν θα μπορούσε να πωλήσει στον εαυτό του με αυτοσύμβαση τα επίδικα ακίνητα, δοθέντος ότι στο προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούστο δεν υπήρχε πρόβλεψη για μεταθανάτια ισχύ του όρου τούτου. Τον ως άνω δε μεταβιβαστικό τίτλο ο εναγόμενος μετέγραφε νομίμως στις 4.9.2009, ήτοι μια ημέρα μετά την γενόμενη από τις ενάγουσες αποδοχή της κληρονομιάς του άνω θανόντος και τη μεταγραφή αυτής (3.9.2009), με τον τρόπο δε τούτο κατέστη κύριος των επιδίκων ακινήτων, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.

Με Βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, ότι η προαναφερθείσα σύμβαση πώλησης δεν είναι άκυρη ως αισχροκερδής, ως αβασι`μως διατείνονται οι ενάγουσες, καθόσον δεν προέκυψε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για τον χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας αυτής ως τέτοιας (αισχροκερδούς). Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ο άνω θανών κατά τον χρόνο τόσο της κατάρτισης του ως άνω συμβολαιογραφικού πληρεξούσιου (31.5.2006), όσο και της κατάρτισης της άνω σύμβασης πώλησης ήταν πνευματικά υγιής και είχε επίγνωση των συναλλακτικών συνθηκών πωλήσεως των ακινήτων της περιοχής, όπου κείνται τα επίδικα. Συνεπώς, κατά τον χρόνο κατάρτισης τόσο του συμβολαιογραφικού πληρεξούσιου όσο και της σύμβασης πώλησης δεν εμφάνιζε επιπολαιότητα στις συναλλαγές του, ούτε εξαιτίας της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του αντιμετώπιζε με ελαφρότητα και έλλειψη περίσκεψης τις υποθέσεις του, ως αβασίμως διατείνονται οι ενάγουσες. Πέραν τούτου, δεν προέκυψε ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, αφού το ως άνω πραγματικό τίμημα της πωλήσεως των επιδίκων ακινήτων όχι μόνο ανταποκρινόταν στην αντικειμενική αξία τούτων, αλλά και υπερέβαινε αυτήν, ουδόλως δε ήταν δυσανάλογο με την τελευταία. Βέβαια, οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν, ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας ήταν δυσανάλογα μικρό, αφού η αγοραία αξία των άνω ακινήτων ανερχόταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, στο ποσό των 104.092,10 ευρώ. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται Βάσιμος κατ` ουσίαν, εν όψει της παλαιότητας της λιθόκτιστης οικοδομής (Βλ. προσκομιζόμενες μετ` επικλήσεως φωτογραφίες) και της απομειώσεως της όποιας αξίας του ελαιοπεριΒόλου, μετά τον χαρακτηρισμό του ημίσεως περίπου της εκτάσεως του ως δάσους. Σε κάθε δε περίπτωση, η άνω δικαιοπραξία (σύμβαση πώλησης) δεν είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και ως τέτοια άκυρη κατ` άρθρο 178 ΑΚ, όπως αΒάσιμα διατείνονται οι ενάγουσες, αφού η μεταβίβαση των ανωτέρω ακινήτων έγινε, όπως προεκτέθηκε, με τη θέληση του θανόντος και προς τον σκοπό εξοφλήσεως του προαναφερθέντος χρέους του προς τον εναγόμενο αδελφό του (Βλ. σχετ. ΑΠ 1137/2005 ΧρΙΔ 2006,40).

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι επιχειρηθείσες από τον εναγόμενο-πληρεξούσιο πράξεις ενέπιπταν τυπικά μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας και δεν ήταν προφανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου (άνω θανόντος) ή τον σκοπό για τον οποίο δόθηκε σ` αυτόν η πληρεξουσιότητα. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η πώληση στον εαυτό του με αυτοσύμβαση των επιδίκων ακινήτων έγινε σε εκτέλεση σχετικού όρου, που περιείχετο στο προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με την πράξη του δε αυτή δεν έθιξε τα συμφέροντα του ως άνω αντιπροσωπευόμενου αδελφού του ή τον σκοπό για τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, αφού η εν λόγω πώληση έγινε προς το σκοπό εξόφλησης του χρέους του τελευταίου προς αυτόν (εναγόμενο), το πραγματικό δε τίμημα, που αντιστοιχούσε στο ύψος της άνω οφειλής του θανόντος, υπερέβαινε το αναγραφέν στο πωλητήριο συμβόλαιο ποσό. Συνεπώς, ο εναγόμενος δεν ενήργησε κατά κατάχρηση της πληρεξουσιότητας και ως εκ τούτου η καταρτισθείσα ως άνω δικαιοπραξία δεν αντίκειται στο νόμο, ούτε είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, γι` αυτό τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις ενάγουσες τυγχάνουν κατ` ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος, αποδεικνύεται ότι η προαναφερθείσα σύμβαση πώλησης δεν ήταν εικονική, αφού τόσο ο θανών Α.Δ., όσο και ο εναγόμενος ήθελαν να συναφθεί αυτή για τον προεκτεθέντα σκοπό. Τούτο, ήτοι η θέληση σύναψης της άνω πώλησης, προκύπτει σαφώς από το προμνημονευθέν συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης. Συνεπώς, οι ενάντιοι ισχυρισμοί των εναγουσών (περί εικονικότητας του πωλητηρίου συμβολαίου) τυγχάνουν αβάσιμοι κατ` ουσι`αν και απορριπτέοι.

6. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή ως προς τις ανωτέρω επικουρικές Βάσεις της πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά δε έξοδα του εναγομένου πρέπει να επιβληθούν σε Βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. [...]

Α.Σ.

Κτήση κυριότητας παρά μη κυρίου. Εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, αν ο μεταβιβάζων δεν ήταν κύριος. Αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Για την αναγνώριση της έλλειψης παρά του μη κυρίου και της μη κτήσης εν συνεχεία από τρίτο κυριότητας ακινήτου...139/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ.

Next: Βιβλία διεκδικήσεων. Η διαγραφή ενδίκων βοηθημάτων από τα βιβλία διεκδικήσεων, η οποία ισχύει και στα κτηματολογικά βιβλία, δεν αφορά μόνο τα προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά και αυτά που ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να διαγραφούν. Διαγράφεται αγωγή χρησικτησίας, διότι ενώ διατάχθηκε εναντίον του καθ’ου η διεξαγωγή αποδείξεων περί της εικοσαετούς νομής του, παρήλθαν άπρακτα είκοσι δύο έτη, και επιδείχθηκε και από τους κληρονόμους του αδιαφορία για την αποπεράτωση της δίκης.....222/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΕΚΟΥΣΙΑ).
$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

139/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ ( 607985) 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κτήση κυριότητας παρά μη κυρίου. Εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, αν ο μεταβιβάζων δεν ήταν κύριος. Αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Για την αναγνώριση της έλλειψης παρά του μη κυρίου και της μη ...
κτήσης εν συνεχεία από τρίτο κυριότητας ακινήτου μπορεί να σωρευθεί με τη διεκδικητική και αναγνωριστική αρνητική αγωγή. Στην περίπτωση που ζητηθεί εσφαλμένα η αναγνώριση της ακυρότητας του παραπάνω μεταβιβαστικού συμβολαίου η αγωγή ναι μεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου όμως δεν παραπέμπεται αλλά απορρίπτεται.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 139/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρίνα Κρανίτη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και το Γραμματέα Χαράλαμπο Θεοδώρου. 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Οκτωβρίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: (…), κατοίκου Αυστραλίας, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο παραστάθηκε στη δίκη δια της πληρεξουσίας ..

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)…2), αμφοτέρων κατοίκων Μεγίστης Δωδεκανήσου, εκ των οποίων ο μεν πρώτος παραστάθηκε ..... ο δε δεύτερος δεν εμφανίστηκε ούτε και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-02-2010 και με αριθμό κατάθεσης 104/18-02-2010 αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24ης-03-2011 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης και γράφτηκε στο πινάκιο. 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οπως προκύπτει από την από 10-05-2010 έκθεση επίδοσης του Αστυνομικού του Α.Τ. Μεγίστης, (…), ο οποίος τέλεσε την παρούσα επίδοση ελλείψει δικαστικού επιμελητή, κατ` άρθρον 122 § 2 ΚΠολΔ, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εναγόμενο, (…), για την αρχική δικάσιμο της 24-03-2011, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε -εκ του πινακίου για την παρούσα δικάσιμο, οπότε δεν ήταν αναγκαία εκ νέου κλήση αυτού για την παρούσα δικάσιμο, εφόσον κατ` άρθρο 226 § 4 ΚΠολΔ η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 § 2 εδ. β ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3994/2011 και έχει εφαρμογή και στην παρούσα δίκη δυνάμει του άρθρου 72 § 2 αυτού).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθ. 1 και 1198 ΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ακινήτου μεταβιβάζεται με σύμβαση, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται. Για να μεταβιβασθεί όμως με σύμβαση η κυριότητα ακινήτου, για οποιαδήποτε αιτία, χαριστική ή επαχθή, απαιτείται να υπάρχει το δικαίωμα σ` εκείνον, ο οποίος το μεταβιβάζει, κατά το χρόνο μεταγραφής της σχετικής συμβάσεως (ΑΠ 934/2000 ΑρχΝ 2001.490, ΑΠ 888/1977 ΝοΒ 1978.703, ΕφΑθ 4562/1992 ΑρχΝ 1992.464, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΑΚ, υπ` άρθρο 1033 αριθ. 2). Εάν, συνεπώς, εκείνος που μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή η κυριότητα αυτού, σύμφωνα με τη γενική αρχή του β.ρ.δ «ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος» (Πανδ. 50 . 17.54 - Βασ 2.3.54), η οποία έχει διατηρηθεί και υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα (ΕφΔωδ 82/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 1997.1901, ΕφΑθ 7217/1991 ΕλλΔνη 1993.637, Μπαλής, ΓενΑρχ, 8η έκδ., παρ. 30, σελ. 95 και ΕμπρΔικ, 4η έκδ., παρ.61, σελ. 160 επ., Απ. Γεωργιάδης, Εμπρ Δικ, τ. ΙΙ.1, σελ124). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι άκυρη η δικαιοπραξία και μάλιστα τόσο η υποσχετική, όσο και η εκποιητική, η οποία καταρτίζεται σε εκτέλεση της υποσχετικής (ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 38.1900, ΕφΘεσ 2462/1990 ΕλλΔνη 33.1224, ΕφΑθ 1008/1982 Αρμ ΛΣΤ.718, Γαζής στην ΕρμΑΚ, υπ` άρθρο 513, Ζέπος, ΕνοχΔικ, Β` έκδ., σελ. 57), είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι η εκποιητική δικαιοπραξία δεν επιφέρει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το αποτέλεσμα που ήθελαν οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή τη μεταβίβαση της κυριότητος του μεταβιβαζομένου ακινήτου (ΕφΑθ 7217/1991 ΕλλΔνη 34.637, ΕφΘεσ 142/79 Αρμ ΛΕ. 207). Επομένως, όπως συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 ΑΚ, η πώληση, ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου η μεταβίβαση κυριότητας με γονική παροχή, ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (βλ. ΑΠ 729/2011 ΕλλΔνη 2011.1027, ΑΠ 1199/1989 ΕλλΔνη 1991.531, ΕφΑθ 2077/2009 ΕλλΔνη 2010.785, ΕφΔωδ 305/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη 1997. 1901). Εναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτήν απαιτείται (1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος. Συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (ΕφΠειρ 503/1997 ό.π., ΠΠρΑθ 3746/2011 Νόμος). Ο αληθής κύριος έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου» (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, ό.π., παρ. 117, 4δ, σελ. 308), με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης, λόγω της έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάσαντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν μεταβιβάσας δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αποκτών, λόγω της έλλειψης αυτής του δικαιοπαρόχου, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., 117, 4ζ, ΕφΠειρ 503/1997 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του υπ` αριθ. ....../24-07-1979 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ασκούντος καθήκοντα συμβολαιογράφου (…), Συμβούλου Πρεσβείας Α`, του Γενικού Προξενείου του Σιδνεϋ, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μεγίστης, περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα και νομή της από την Α. χήρα Φ. Α., το κάτωθι ακίνητο, ήτοι διώροφη οικία, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Μεγίστης, στην παραλιακή οδό στη θέση «Aγιος Γεώργιος», εμβαδού 50 τ.μ. εκάστου ορόφου, επί οικοπέδου 85 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο από Σεπτέμβριο του έτους 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού (…), σύμφωνα με το οποίο συνορεύει (…). Οτι στην τελευταία είχε περιέλθει λόγω δωρεάς από τη μητέρα της Μ. Σ., η δε τελευταία το είχε αγοράσει, δυνάμει του υπ` αριθ. ...../1928 συμβολαίου του εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου γενικού γραμματέα της Δημαρχίας Καστελλορίζου. Οτι τόσο η ίδια όσο και οι δικαιοπάροχοί της ασκούσαν επ` αυτού τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από κανέναν. Οτι στις 09-05-1978 η δικαιοπάροχός της Α. Α. εξεμίσθωσε το επίδικο στον πρώτο εναγόμενο Ε. Μ., μετά δε το θάνατο αυτής, συνήφθη νέα μίσθωση μεταξύ της ιδίας και του ως άνω. Πλην όμως, ο τελευταίος δολίως, προκειμένου να διευκολύνει την ιδιοποίηση του επιδίκου από τον δεύτερο εναγόμενο και εν γνώσει αυτού μεταβίβασε δια γονικής παροχής, δυνάμει της υπ` αριθ. ....../2006 πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου, (…), νομίμως μεταγεγραμμένου, σ` αυτόν το επίδικο ακίνητο. Ο δε πρώτος των εναγομένων εξακολουθεί να διαμένει στο επίδικο και μάλιστα αναζητεί υποψήφιους αγοραστές. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατ` ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ζητεί: α) να αναγνωριστεί ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τυχόν τρίτος που έλκει δικαιώματα εξ αυτών να της αποδώσουν αυτό, β) να κηρυχθεί άκυρη, ανυπόστατη και ως ουδέν αποτέλεσμα επάγουσα η υπ` αριθ. ......./2006 πράξη γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου, (…), λόγω της έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάσαντος, γ) να απαγγελθεί κατά των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης και μη συμμόρφωσης προς αυτήν, και για κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητας από τους εναγόμενους, δ) να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και δ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το ιστορικό και αυτά τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή, στην οποία σωρεύονται διεκδικητική αγωγή και αγωγή ακύρωσης συμβολαίου, αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπο φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (α. 7, 9, 11 περ. 1, 14 § 2, όπως αυτό ίσχυε πριν το ν. 3994/2011 και το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα δίκη δυνάμει του άρθρου 72 § 2 αυτού και 29 ΚΠολΔ), όσον αφορά την διεκδικητική αγωγή. Πλην όμως όσον αφορά την αγωγή ακύρωσης της ως άνω πράξεως γονικής παροχής, αυτή αναρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της συμβάσεως γονικής παροχής του επιδίκου ακινήτου, που αφορά το κύρος της δικαιοπραξίας αυτής, συνιστά διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, η οποία υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 18 αρ. 1 του ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αφού εν προκειμένω δεν έχει έδαφος εφαρμογής το άρθρο 9 του ίδιου ως άνω Κώδικα (ΑΠ 137/1971 ΝοΒ 22.926, ΠΠρΘηβ 203/1986 ΕΕΝ 1986.481, ΠΠρΙωαν 335/1996 ΑρχΝ 1997.190, ΠΠρΙωαν 19/1997 Αρμ 1997.773). Επομένως θα έπρεπε να διαταχθεί ο χωρισμός της αγωγής αυτής και η παραπομπή της στο αρμόδιο (καθ` ύλην και κατά τόπο) Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου για να δικαστεί κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΕφΠειρ 285/1998 ΕλλΔνη 39.894, ΕφΘεσ 57/1991 Αρμ 45.876). Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει και από τη προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι νόμιμο το αίτημα ακυρότητας συμβολαίου λόγω έλλειψης κυριότητας, αλλά νόμιμο μόνο ως αρνητική αναγνωριστική κυριότητας (ΕφΔωδ 305/2007), και επομένως η αγωγή αυτή, βασιζόμενη στην ως άνω βάση, είναι μη νόμιμη. Τυχόν δε παραπομπή της υπόθεσης σε άλλη συζήτηση προκειμένου να απορριφθεί για το λόγο αυτό, θα επέφερε αδικαιολόγητα έξοδα και καθυστερήσεις. Επομένως επιβάλλεται για λόγους οικονομίας της δίκης, να μην παραπεμφθεί η υπόθεση, αλλά να απορριφθεί από το Δικαστήριο τούτο η σχετική αγωγή (ΕφΔωδ 128/2007 ό.π., ΠΠρΘηβ 75/2004 Δίκη 2004.1101). Κατά τα λοιπά η αγωγή, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 974, 1094 ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα επαπείλησης εις βάρος των εναγομένων προσωπικής κράτησης διάρκειας έξι (6) μηνών και χρηματικής ποινής ύψους τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€), για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως και μη συμμόρφωσης προς αυτήν, και για κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητας της ενάγουσας από αυτούς, διότι το αίτημα αυτό συνιστά αίτημα των αγωγών διατάραξης της νομής, με αξίωση παραλείψεως ή ανοχής εκ μέρους του οφειλέτη, ενώ η απόδοση εξασφαλίζεται με την άμεση εκτέλεση του άρθρου 943 Κ.Πολ.Δ (βλ. Παπαδόπουλο, ό.π. σελ. 307, παρατ. β`). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία, δεδομένου ότι ενεγράφη νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ` άρθρο 220 ΚΠολΔ στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Μεγίστης στον τόμο δεκαεπτά (17) και με αύξοντα αριθμό πενήντα τέσσερα (54). Ο πρώτος εναγόμενος παρέστη στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Κ. Βαϊνά, και με τις προτάσεις του, που κατέθεσε εμπρόθεσμα, συνομολογεί τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή. Δυνάμει δε του άρθρου 352 ΚΠολΔ η γραπτή ομολογία του διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε ως προς τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή και ως εκ τούτων πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη ως προς αυτόν. Οσον δε αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, λόγω της ερημοδικίας αυτού, οι λοιποί περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι και ως προς αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 271 § 3, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 το ν. 3994/2011 και έχει εφαρμογή και στην παρούσα δίκη σύμφωνα με το άρθρο 72 § 2 αυτού. Επομένως, και επειδή δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσία και να αναγνωριστεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του επιδίκου ακινήτου, όπως λεπτομερώς αναφέρεται αυτό στο διατακτικό της παρούσας. Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 § 1 ΚΠολΔ), γι` αυτό το σχετικό αίτημα θα πρέπει να γίνει δεκτό στην ουσία του. Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσον αφορά στον δεύτερο εναγόμενο, και να καταδικαστούν οι εναγόμενoι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου σε διακόσια πενήντα ευρώ (250,00€). 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος μιας διώροφης οικίας, κείμενης στη νήσο Κατελλορίζου, αποτελούμενη εξ ενός ισογείου και πρώτου ορόφου και συνορευόμενη (…), όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται στο υπ` αριθ. ......./24-07-1979 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του ασκούντος καθήκοντα συμβολαιογράφου (…), Συμβούλου Πρεσβείας Α`, του Γενικού Προξενείου του Σιδνεϋ, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μεγίστης, στον τόμο ... και με αριθμό .... 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αποβολή των εναγομένων και παντός τρίτου έλκοντος από αυτούς δικαιώματα από το παραπάνω ακίνητο και την απόδοσή του στην ενάγουσα. 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την αμέσως προαναφερομένη διάταξη. 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200,00€). 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ρόδο, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 27-12-2012.



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ε.Φ.

Βιβλία διεκδικήσεων. Η διαγραφή ενδίκων βοηθημάτων από τα βιβλία διεκδικήσεων, η οποία ισχύει και στα κτηματολογικά βιβλία, δεν αφορά μόνο τα προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά και αυτά που ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να διαγραφούν. Διαγράφεται αγωγή χρησικτησίας, διότι ενώ διατάχθηκε εναντίον του καθ’ου η διεξαγωγή αποδείξεων περί της εικοσαετούς νομής του, παρήλθαν άπρακτα είκοσι δύο έτη, και επιδείχθηκε και από τους κληρονόμους του αδιαφορία για την αποπεράτωση της δίκης.....222/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΕΚΟΥΣΙΑ).

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

222/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΕΚΟΥΣΙΑ) ( 587906) 
Βιβλία διεκδικήσεων. Η διαγραφή ενδίκων βοηθημάτων από τα βιβλία διεκδικήσεων, η οποία ισχύει και στα κτηματολογικά βιβλία, δεν αφορά μόνο τα προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά και αυτά που ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να διαγραφούν. Διαγράφεται αγωγή χρησικτησίας, διότι..
ενώ διατάχθηκε εναντίον του καθ’ου η διεξαγωγή αποδείξεων περί της εικοσαετούς νομής του, παρήλθαν άπρακτα είκοσι δύο έτη, και επιδείχθηκε και από τους κληρονόμους του αδιαφορία για την αποπεράτωση της δίκης.


  
ΑΠΟΦΑΣΗ 222/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή, Ελένη Θεοδωρίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Ρόδου και από τον Γραμματέα Βασίλειο Σοφιανόπουλο. 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στη Ρόδο, την 26η Ιανουαρίου 2012, για να δικάσει την από 20106/2011 και με αριθμό κατάθεσης 533/23-06-2011 αίτηση, με αντικείμενο την διαγραφή αγωγής: 

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ....., κατοίκου Αυστραλίας, που παραστάθηκε δια ...η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΤΩΝ ΚΑΘ` ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) ...8), τέως κατοίκων Σύμης και ήδη αγνώστου διαμονής, ως καθολικών διαδόχων του αρχικού διαδίκου και ήδη αποβιώσαντος στις 06/08/1998 Ε. Κ., κατοίκου όσο ζούσε Σύμης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ.2 ΚΠολΔ «Αν οι αγωγές και ανακοπές που εγγράφηκαν στα βιβλία διεκδικήσεων είναι φανερά αβάσιμες, διατάσσεται η διαγραφή τους, κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 επ.. Στη συζήτηση κλητεύεται υποχρεωτικά αυτός που έχει καταθέσει την αγωγή η ανακοπή που πρέπει να διαγραφεί. Μετά την παρέλευση δεκαετίας από την κατάθεση, η διαγραφή μπορεί να διαταχθεί και χωρίς κλήτευση, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτή είναι δύσκολη». Από τη διάταξη αυτή, η οποία ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως έχει εφαρμογή και επί των, κατά το άρθρο 51 του 132/1929 Κυβερνητικού Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη θεσπισθέντος στη Δωδεκάνησο και δια του άρθρου 8 του ν. 510/47 διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα της Δωδεκανήσου Κτηματολογικού Κανονισμού, εγγραπτέων στο Κτηματολόγιο αγωγών και ανακοπών, και του σκοπού για τον οποίον αυτή (διάταξη) θεσπίστηκε (της δυνατότητας δηλονότι αποφυγής μετατροπής της εις τα βιβλία διεκδικήσεων εγγραφής αγωγών όλως αβασίμων ως μέσον πιέσεως και εκβιασμού των δι` αυτών εναγομένων -βλ. αιτιολογική έκθεση Επιτροπής τροποποιήσεως του ΑΝ 44/67 υπ` άρθρο 223 αυτού), προβλέπεται διαγραφή της αγωγής και πριν από την τελεσίδικη κρίση της (ΑΠ 315/74, ΝοΒ 22 σελ.1289, Μπέης ΠολΔ άρθρο 220, σελ.988, ο ίδιος Δ. 8 σελ.528) και ανεξάρτητα από το εάν αυτή είναι εκκρεμής ή έχει εκδοθεί οριστική περί απορρίψεως της απόφαση, αφού από τη διατύπωση της διατάξεως δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αγωγών εκκρεμών, απλώς, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (αυτών δηλ. που δεν έχουν εισαχθεί προς εκδίκαση) ή αγωγών επί των οποίων η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει ή εκείνων επί των οποίων έχει ήδη εκδοθεί οριστική απορριπτική απόφαση (ΕφΚερκ 3/1993, Δίκη 1994, σελ.838). Η διαγραφή αυτή δεν εμποδίζει τη συζήτηση της αγωγής κανονικά κατά την τακτική διαδικασία, ούτε προδικάζει τη νομική ή ουσιαστική της κρίση, ούτε ματαιώνει το σκοπό του νόμου (προστασία των συναλλασσομένων τρίτων), αφού ο μέλλων αγοραστής μπορεί να πληροφορηθεί από τα βιβλία την ύπαρξη της εκκρεμούς δίκης (ΕφΠειρ 497/1972, ΝοΒ 23 σελ.216), διατάσσεται δε από το δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη διάταξη (220 παρ. 2) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 740-781 ΚΠολΔ, όταν η αγωγή είναι (προδήλως) φανερά αβάσιμη, είτε νομικά, γεγονός για το οποίο δεν υπάρχει ανάγκη αποδείξεως, είτε ουσιαστικά οπότε μπορεί το δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση αποκλειστικά και μόνο από την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, της οποίας ζητείται η διαγραφή και δεν έχει υποχρέωση να διατάξει αποδείξεις ή ερευνήσει άλλα έγγραφα που επικαλέστηκαν προσκόμισαν οι διάδικοι. Δεν αποκλείεται όμως η δυνατότητα του δικαστηρίου να εκτιμήσει και τα άλλα έγγραφα, επικληθέντα και προσκομισθέντα ή τους τυχόν εξεταζόμενους μάρτυρες για να κρίνει αν η αγωγή, που είναι νομικά βάσιμη, είναι προφανώς αβάσιμη κατ` ουσίαν (ΑΠ 11/2003 στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1406/1998, ΕλλΔνη 1999 σελ.85, ΑΠ 315/1974 ο.π. ανωτέρω, ΕφΑθ 271/2002, ΕλλΔνη 2002 σελ.787, ΕφΑθ 9809/1998, ΕλλΔνη 1999 σελ.1580, ΕφΠειρ 1318/1996, Δ 28 σελ.612) και όχι μόνο, όταν υπάρχει πασίδηλο (άρθρο 336 παρ.1 ΚΠολΔ) περί του αβασίμου της αγωγής. Διότι, με την τελευταία εκδοχή, θα περιορίζονταν υπέρμετρα η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, εφόσον είναι γνωστό ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η αγωγή είναι πασίδηλα αβάσιμη, δεν είναι συνήθεις και τέτοιο περιορισμό δεν φαίνεται να θέλησε ο νομοθέτης (ΕφΔωδ 180/2006 στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1602/1977, Δ 8 σελ.525). 

Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί να διαγραφεί η από 25/04/1989 και με αριθμό κατάθεσης 1776/350IΤΟ/27-04-1989 αγωγή του αρχικού διαδίκου και δικαιοπαρόχου των καθ` ων η αίτηση Ε. Κ. που απευθύνεται εναντίον του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, από τα βιβλία διεκδικήσεων του Δήμου Σύμης (8` Διεκ.) με αριθμό πράξης 86/02-05-1989 του Κτηματολογίου Σύμης, για το λόγο ότι είναι προδήλως αβάσιμη. Ζητεί, επίσης, να καταδικασθούν οι καθ` ων η αίτηση στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 220 παρ.2, 739 και 740 παρ.1 ΚΠολΔ), άνευ κλητεύσεως των καθ` ων η αίτηση, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, δεδομένου ότι παρήλθε δεκαετία από την κατάθεση της αγωγής, της οποίας ζητείται η διαγραφή και επιπλέον, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η κλήτευσή τους είναι δύσκολη (αγνώστου διαμονής). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 220 παρ.2 και 746 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. 

Από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ο Ε. Κ. (αποβιώσας στις 06/08/1998 και κληρονομούμενος εξ αδιαθέτου από τους καθ` ων η αίτηση ως σύζυγος της πρώτης καθ` ης και πατέρας των λοιπών καθ` ων) άσκησε την από 25/04/1989 και με αριθμό κατάθεσης 1776/350IΤΠ/27-04-1989 αγωγή σε βάρος του αιτούντος, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι στο πρόσωπό του συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής δια της εκτάκτου χρησικτησίας του άρθρου 1045 ΑΚ επί του λεπτομερώς περιγραφόμενου στο δικόγραφο της αγωγής ακινήτου και να ακυρωθεί το υπ` αριθμ. 2634/10-08-1967 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σύμης Δωδεκανήσου Α. Σ. Η αγωγή αυτή, της οποίας ζητείται η διαγραφή, ενεγράφη εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Δήμου Σύμης (8 Διεκδικήσεων) με αριθμό πράξης 86/02-05-1989. Ακολούθως, ο αιτών άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την από 27/10/1989 και με αριθμό κατάθεσης 4207/879ΤΠ/10-11-1989 αγωγή σε βάρος του Ε. Κ., με την οποία ζητούσε μεταξύ άλλων να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα του προαναφερόμενου συμβολαίου αγοραπωλησίας και η ανυπαρξία οποιουδήποτε δικαιώματος του αντιδίκου του στο επίδικο ακίνητο. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 148/1990 πράξη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία διέταξε την διεξαγωγή αποδείξεων και ειδικότερα υποχρέωσε τον αρχικό διάδικο και δικαιοπάροχο των καθ` ων να αποδείξει με κάθε νόμιμο μέσο και με μάρτυρες τις πράξεις νομής και κατοχής, τις οποίες κατά τους ισχυρισμούς του ασκούσε στο επίδικο ακίνητο, ενώ δεν τάχθηκαν αποδείξεις για την ακύρωση του προαναφερόμενου συμβολαίου αγοραπωλησίας. Περαιτέρω, από το υπ` αριθμ. 162/17-03-2011 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης με συνημμένο το υπ` αριθμ. 162/2011 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος αποδεικνύεται ότι κύριος του επίδικου ακινήτου με αρ. ΚΑΕΚ 100710546024/010 βάσει του προαναφερόμενου συμβολαίου αγοραπωλησίας, νομίμως μεταγραμμένο στον Τόμο Γ` και αριθμό 285 των βιβλίων μεταγραφών Σύμης είναι ο αιτών, ο οποίος, για τον λόγο αυτό, έχει άμεσο έννομο συμφέρον να ζητήσει τη διαγραφή της ως άνω αγωγής. Ήδη, μετά την παρέλευση είκοσι δύο (22) ετών από την έκδοση της παραπάνω πράξης, δεν έχουν διεξαχθεί αποδείξεις και δεν έχει κατατεθεί αίτηση ή κλήση προς διεξαγωγή αυτών, όπως αποδεικνύεται από την υπ` αριθμ.πρωτ. 37/16-01-2012 υπηρεσιακή βεβαίωση του Πρωτοδικείου Ρόδου, ούτε έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής, της οποίας ζητείται η διαγραφή. Απ` όλα τα ανωτέρω και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποδεικνύεται το προφανώς αβάσιμο της από 25/04/1989 και με αριθμό κατάθεσης 1776/350ΠΠ/27 - 04-1989 αγωγής, η δε κρίση του Δικαστηρίου περί της φανερούς αβασιμότητάς της ενισχύεται από το γεγονός ότι η εκκρεμότητα αυτή και η οριστική διευθέτηση της διαφοράς από τον ενάγοντα Ε. Κ. μέχρι τον θάνατό του στις 06/08/1998 και στη συνέχεια από τους κληρονόμους του - καθ` ων η αίτηση, οι οποίοι αδιαφόρησαν για την περάτωση της δίκης και την έκδοση οριστικής απόφασης, υπερβαίνει την εικοσαετία. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η διαγραφή της προαναφερόμενης αγωγής από τα βιβλία διεκδικήσεων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για τους ερημοδικασθέντες καθ` ων, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 501, 741, 764 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, εναντίον των αποφάσεων των πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων, που εκδίδονται ερήμην κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο (ΕφΠατρ 820/1996 ΑρχΝ ΜΗ σελ.639, ΕφΘεσ 516/1990 ΕλλΔνη 31 σελ.1330 και Μαργαρίτης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 501, αρ.3, σελ.891), ούτε να επιβληθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος των καθ` ων η αίτηση, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος, διότι με αυτά βαρύνεται ο αιτών, προς το συμφέρον του οποίου διεξήχθη η παρούσα δίκη, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 746 εδ.α ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ` ων η αίτηση. 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση. 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διαγραφή της από 25/04/1989 και με αριθμό κατάθεσης 1776/350ΠΠ/27-04-1989 αγωγής του Ε. Κ. κατά του αιτούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου από τα βιβλία διεκδικήσεων του Δήμου Σύμης (Β` Διεκδικήσεων) με αριθμό πράξης 86/02-05-1989 του Κτηματολογίου Σύμης. 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ρόδο, στις 30 Μαρτίου 2012 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, χωρίς να είναι παρών ο αιτών και η πληρεξούσια δικηγόρος του.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Π.Β.


ΠΙΘΑΝΟΝ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
120/2014 ΔΕΦ ΘΕΣΣΑΛ ( 642055)
23318/2013 ΣΤΕ ( 617846)
3142/2013 ΔΕΦ ΑΘ (ΑΝΑΣΤ) ( 624487)
4806/2013 ΔΕΦ ΑΘ ( 640613)
54/2013 ΜΠΡ ΚΕΦΑΛ (ΑΣΦ) ( 622161)
6416/2013 ΕΙΡ ΧΑΝ ( 600901)

Διεκδικητική αγωγή. Ενωση αλλοτρίου κινητού σε ξένο ακίνητο. Αξιώσεις του νομέα του κινητού (ιδίως απόδοση της ωφελείας λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού). Προϋποθέσεις αναζήτησης της επωφελούς δαπάνης κατ΄ αρ. 1103 ΑΚ. Διοίκηση αλλοτρίων. Πότε ζητούνται αξιώσεις λόγω διοίκησης αλλοτρίου πράγματος. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1077/2006 απόφαση ΕφΘεσ/κης)..1259/2011 ΑΠ..

Previous: Βιβλία διεκδικήσεων. Η διαγραφή ενδίκων βοηθημάτων από τα βιβλία διεκδικήσεων, η οποία ισχύει και στα κτηματολογικά βιβλία, δεν αφορά μόνο τα προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά και αυτά που ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να διαγραφούν. Διαγράφεται αγωγή χρησικτησίας, διότι ενώ διατάχθηκε εναντίον του καθ’ου η διεξαγωγή αποδείξεων περί της εικοσαετούς νομής του, παρήλθαν άπρακτα είκοσι δύο έτη, και επιδείχθηκε και από τους κληρονόμους του αδιαφορία για την αποπεράτωση της δίκης.....222/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΕΚΟΥΣΙΑ).
$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

1259/2011 ΑΠ ( 571454) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2012/266) Διεκδικητική αγωγή. Ενωση αλλοτρίου κινητού σε ξένο ακίνητο. Αξιώσεις του νομέα του κινητού (ιδίως απόδοση της ωφελείας λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού). Προϋποθέσεις αναζήτησης της ..
επωφελούς δαπάνης κατ΄ αρ. 1103 ΑΚ. Διοίκηση αλλοτρίων. Πότε ζητούνται αξιώσεις λόγω διοίκησης αλλοτρίου πράγματος. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1077/2006 απόφαση ΕφΘεσ/κης).


  
Αριθμός 1259/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη και Δημήτριο Τίγγα , Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Π. συζ. Η. Σ., κατοίκου .... . ... , η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...

Των αναιρεσιβλήτων:1. Χ. Μ. του Γ. και 2. Ο. συζ. Χ. Μ. το γένος Π. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Μαΐου 2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελούς Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11962/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1077/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Τίγγας ανέγνωσε την από 12 Σεπτεμβρίου 2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1103 ΑΚ, για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες), έχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνον ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα και μόνον εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά τον χρόνο της απόδοσης του πράγματος, κατά δε το άρθρο 1104 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για το πράγμα που ενώθηκε με άλλο, ως συστατικό του, ο νομέας έχει το δικαίωμα της αφαίρεσης, το οποίο όμως αποκλείεται μόνον στις περιπτώσεις που αυτό το άρθρο ρητώς ορίζει. Κατά τα άρθρα 1057 και 1063 ΑΚ, αν το κινητό ενωθεί με ακίνητο, έτσι ώστε να γίνει συστατικό του, η κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται και στο κινητό (άρθρο 1057), εκείνος όμως που έχασε την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα εξαιτίας της ένωσης, έχει απαίτηση εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με επιφύλαξη του τυχόν δικαιώματός του για αποζημίωση από αδικοπραξία ή για απόδοση δαπανών ή για αφαίρεση κατασκευάσματος.

Αξίωση για επαναφορά της προηγουμένης καταστάσεως αποκλείεται (άρθρο1063 ΑΚ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση που κινητό πράγμα ενωθεί με αλλότριο (ξένο) ακίνητο, κατά τρόπο που να καταστεί συστατικό αυτού (άρθρα 953 και 954 ΑΚ), γεγονός που συμβαίνει και στην περίπτωση που ο νομέας του χάνει τη κυριότητα των υλικών αυτών, λόγω της ενώσεώς των με το ξένο ακίνητο δικαιούται, ανεξαρτήτως της καλής ή κακής πίστεώς του και του χρόνου επιδόσεως της διεκδικητικής αγωγής, να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφέλειας που απέκτησε από τη μετάθεση σ` αυτόν της κυριότητας των υλικών, όχι όμως και την απόδοση της ωφέλειας από την εργασία του νομέα ή των προσληφθέντων από αυτόν εργατοτεχνιτών, εργολάβου, μηχανικού κλπ., γιατί η διάταξη του άρθρου 1063 ΑΚ ορίζει μόνον για απαίτηση από την απώλεια της κυριότητας κινητού πράγματος, λόγω ενώσεώς του με ξένο ακίνητο και όχι για δαπάνες. Επιφυλάσσει όμως το άρθρο 1063 ΑΚ στον νομέα κινητού ή ακινήτου πράγματος το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανεγέρσεως της οικοδομής στο ξένο ακίνητο, όταν πρόκειται για ακίνητο, με τους όρους, όμως, και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1103 ΑΚ, ήτοι να πρόκειται για καλόπιστο νομέα, η δαπάνη να είναι επωφελής, δηλαδή να επήλθε από αυτήν αύξηση της αξίας του πράγματος, η αύξηση αυτή να σώζεται κατά τον χρόνο της απόδοσης του πράγματος, η δε δαπάνη να έγινε το διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής. (Ολ.ΑΠ 1220/1975, ΑΠ 1882/1999, 480/2008). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 740 ΑΚ, κατά την οποία "οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων δεν εφαρμόζονται, αν κάποιος διεξάγει ξένη υπόθεση νομίζοντας ότι πρόκειται πως είναι δική του", συνάγεται ότι, αν κάποιος, διοικεί ξένη υπόθεση, αγνοώντας -αναιτίως ή υπαιτίως- ότι είναι ξένη και νομίζοντας ότι είναι δική του, δεν ευθύνεται με τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων, αλλά (ευθύνεται) κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή (και) των αδικοπραξίων, τα δικαιώματά του όμως έναντι του κυρίου της υποθέσεως, εφόσον αφορούν δαπάνες επί νεμόμενου πράγματος, ρυθμίζονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1103, 1104 παρ. 1, 1057 και 1063 του ΑΚ. Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά τη διάταξη αυτή, συντελείται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή, η οποία γίνεται, όταν εφαρμόζεται ο κανόνας δικαίου, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είτε δεν εφαρμόζεται ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως ελέγχεται και η νομική αοριστία της αγωγής, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξιώνει περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος ή αρκείται σε λιγότερα (Ολ.ΑΠ 18/1998).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 8-5-2001 αγωγής της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που αφορούσε τους αναιρεσιβλήτους, ιστορούσε σ` αυτή η αναιρεσείουσα ότι στο επίδικο ακίνητο, το οποίο αυτή αποπεράτωσε, υπολαμβάνοντας εαυτή αποκλειστική κυρία τούτου, ως αποτελούντος το εργολαβικό της αντάλλαγμα, ενήργησε δαπάνες ως καλόπιστη νομέας, χωρίς όμως να διαχωρίζει ποίες από τις δαπάνες αφορούσαν τα συνενωθέντα με το ακίνητο υλικά που κατέστησαν συστατικά του και ποιές αφορούσαν αμοιβές εργατοτεχνητών, καθιστώντας έτσι μη νόμιμο το αίτημα απόδοσης των δαπανών για τα χρησιμοποιηθέντα υλικά που ενώθηκαν με το ακίνητο και κατέστησαν συστατικά του, ανεξάρτητα από την καλή ή κακή πίστη της, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 1063 σε συνδυασμό με 904 επ. ΑΚ, εφόσον δεν προσδιόριζε τις για την αιτία αυτή γενόμενες δαπάνες, κατά τις οποίες κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι οι αναιρεσίβλητοι.

Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε την αγωγή, κατά την ανωτέρω περί αποδόσεως επωφελών δαπανών από κακόπιστο νομέα πράγματος νομική βάση της, ως μη νόμιμη και την έκρινε νόμιμη ως προς τη νομική βάση της από τις διατάξεις των άρθρων 1103 σε συνδυασμό με 904 επ. ΑΚ, που προϋποθέτουν καλή πίστη, την οποία επεκαλείτο η αναιρεσείουσα, δεν προέβη σε εσφαλμένη μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1063 και 904 επ. ΑΚ και ο πρώτος, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (Ολ.ΑΠ 1/1999), Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑ.Π. 661/1984).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με το υπ` αριθμ. .../1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευθυμίας Γερασιμίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι πέντε πρώτοι εναγόμενοι κατέστησαν αποκλειστικοί κύριοι ενός οικοπέδου, προερχόμενου από συνένωση γειτονικών οικοπέδων, συνολικού εμβαδού 589,80 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού ... και ... αριθμ. 70-72-74 του Δήμου ....... Με το υπ` αριθμ. .../1983 εργολαβικό συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, οι προαναφερόμενοι ανέθεσαν στον εργολάβο Α. Σ. την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής στο ως άνω ακίνητο τους, κατά το σύστημα της αντιπαροχής, υποσχόμενοι να μεταβιβάσουν σε αυτόν ή σε πρόσωπα που αυτός θα υποδείκνυε τα 399,37‰ εξ αδιαιρέτου ποσοστά του ενιαίου οικοπέδου τους με τους αντίστοιχους σε αυτά δίπορτους χώρους της υπό ανέγερση οικοδομής, ως αντάλλαγμα για τη δαπάνη ανοικοδομήσεως. Ο προαναφερόμενος εργολάβος άρχισε την κατασκευή του έργου φθάνοντας μέχρι του σταδίου των επιχρισμάτων, οπότε στις 16-10-1985, με εξώδικο καταγγελία τους οι οικοπεδούχοι κήρυξαν αυτόν έκπτωτο από τα δικαιώματα του, διότι, όπως ανέφεραν στην εξώδικο τους, αυτός καθυστερούσε υπαίτια την κατασκευή και παράδοση της οικοδομής μέσα στις συμφωνημένες προθεσμίες και δεν κατέβαλε τις καταπεσούσες ποινικές ρήτρες. Στη συνέχεια, α) με την υπ` αριθμ. ...../9-1-1986 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Χατζησιαφαρίκα, οι πέντε πρώτοι εναγόμενοι (οικοπεδούχοι) και ο προαναφερόμενος εργολάβος ακύρωσαν το υπ` αριθμ. .../1983 προσύμφωνο και εργολαβικό, ο δε εργολάβος απαλλάχθηκε από κάθε ευθύνη και υποχρέωση έναντι αυτών και β) με το αμέσως επόμενο υπ` αριθμ. .... ... ....../9-1-1986 προσύμφωνο και εργολαβικό της ιδίας συμβολαιογράφου, οι πέντε πρώτοι εναγόμενοι ανέθεσαν στην ενάγουσα ως εργολάβο και αυτή ανέλαβε να αποπερατώσει την ως άνω οικοδομή, που αποτελείτο από πιλοτή, 4 κύριους ορόφους και ρετιρέ με δώμα. Με το τελευταίο προσύμφωνο οι προαναφερόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν στην ενάγουσα ή σε τρίτα από αυτήν υποδειχθησόμενα πρόσωπα, ως εργολαβική αμοιβή της, τα 197,014/1000 εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου με τους αντιστοιχούντες σ` αυτά διαιρετούς χώρους, ήτοι ολόκληρο τον 4° όροφο, αποτελούμενο από ένα διαμέρισμα μικτού εμβαδού 181,11 τ.μ. και καθαρού 161,12 τ.μ. και τον υπόγειο χώρο της οικοδομής, εξαιρουμένων των έξι αποθηκών. Μετά καθυστέρηση μηνών η ενάγουσα εγκαταστάθηκε στο έργο το οποίο αποπεράτωσε. Ο αρχικός εργολάβος, Α. Σ., με το υπ` αριθμ. .../3-3-1983 προσύμφωνο πωλήσεως της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Εξαδακτύλου, ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στους έκτο και έβδομη των εναγομένων (αναιρεσιβλήτων) κατ` ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου τον τέταρτο όροφο της ως άνω οικοδομής, που αποτελείτο από ένα διαμέρισμα μικτού εμβαδού 181,11 τ.μ. και καθαρού 161,12 τ.μ., δηλαδή το διαμέρισμα το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, οι οικοπεδούχοι υποσχέθηκαν, στη συνέχεια, να μεταβιβάσουν στην ενάγουσα. Ως τίμημα ορίστηκε το ποσό των 6.300.000 δρχ., έναντι του οποίου οι προαναφερόμενοι κατέβαλαν σ` αυτόν τμηματικά το ποσό των 3.910.000 δρχ. Με το ίδιο προσύμφωνο ορίστηκε ότι το οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας θα γινόταν όταν θα τελείωνε η επικάλυψη του σκελετού του τετάρτου ορόφου της οικοδομής, ταυτόχρονα δε ο εργολάβος εκχώρησε στους ως άνω αγοραστές όλα τα δικαιώματα κατά των παραπάνω οικοπεδούχων, που απέρρεαν από το ως άνω εργολαβικό συμβόλαιο και είχαν σχέση με το διαμέρισμα που υποσχέθηκε να πωλήσει σ` αυτούς. Την εκχώρηση δε αυτή των δικαιωμάτων του εργολάβου κατά των οικοπεδούχων, στους αγοραστές, ανήγγειλαν οι τελευταίοι στους οικοπεδούχους με την από 25-9-1985 αναγγελία τους, που επιδόθηκε μαζί με το άνω .../1983 προσύμφωνο, στις 27-9-1985 (βλ. τις υπ` αριθμ. 533γ`, 534γ`, 535γ`, 536γ` και 537γ727-9-1985 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...), ενώ την ίδια αναγγελία επέδωσαν στις 27-9-1985 και στον εργολάβο Α. Σ. (βλ. την υπ` αριθμ. 532γ727-9-1985 έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή). Ταυτόχρονα, κάλεσαν τους οικοπεδούχους να προσέλθουν στο συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Ευάγγελο Βαντσίδη για την κατάρτιση και υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, πλην όμως οι οικοπεδούχοι αρνήθηκαν να προσέλθουν και συμπράξουν στην οριστική μεταβίβαση του ως άνω διαμερίσματος στους αγοραστές, αν και συνέτρεχαν όλοι οι όροι για τη μεταβίβαση αυτή. Μετά την άρνηση αυτή των οικοπεδούχων, οι αγοραστές του διαμερίσματος αυτού (αναιρεσεσίβλητοι), προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικαιώματα τους σ` αυτό ζήτησαν τη μεσεγγύηση του, η οποία διατάχθηκε με την υπ` αριθμ. 3758/13-11-1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ, όμως, ο ανωτέρω εργολάβος, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του που ανέλαβε έναντι των πιο πάνω αγοραστών με το ως άνω προσύμφωνο (.../1983), αποφάσισε να πωλήσει το ίδιο διαμέρισμα για δεύτερη φορά στην ενάγουσα (Π. Σ.). Για το λόγο αυτό, με την από 16-10-1985 πρόσκλησή του κάλεσε τους οικοπεδούχους να προσέλθουν στις 18-10-1985 στη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Γραμματική Καμπά και να υπογράψουν το σχετικό συμβόλαιο, πλην όμως αυτοί, προσελθόντες στο γραφείο της συμβολαιογράφου αρνήθηκαν να συμπράξουν στη μεταβίβαση του άνω διαμερίσματος (βλ την υπ` αριθμ. .../18-10-1985 πράξη της άνω συμβολαιογράφου), για το λόγο ότι τούτο είχε προσυμφωνηθεί να πωληθεί στους προαναφερόμενους, (αναιρεσιβλήτους) πράγμα που εκείνοι γνώριζαν από την επιδοθείσα σ` αυτούς αναγγελία της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων του εργολάβου έναντι αυτών. Οπως προαναφέρθηκε, την ίδια όμως ημέρα (16-10- 1985) που επιδόθηκε στους οικοπεδούχους η ως άνω εξώδικη πρόσκληση του εργολάβου, για την εκ νέου πώληση του άνω διαμερίσματος, αυτοί, με ταυτόχρονη εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία προς τον εργολάβο, που επιδόθηκε σ` αυτόν αυθημερόν, τον κήρυξαν έκπτωτο από τα δικαιώματά του από το ως άνω προσύμφωνο και εργολαβικό. Και στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, στις 9- 1-1985, οι μεν οικοπεδούχοι και ο εργολάβος υπέγραψαν την υπ` αριθμ. .../9-1-1985 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Χατζησιαφαρίκα, με την οποία ακύρωναν το άνω προσύμφωνο και εργολαβικό (...../1983), ενώ οι οικοπεδούχοι με το αμέσως επόμενο .../9-1-1986 προσύμφωνο και εργολαβικό της ιδίας συμβολαιογράφου, ανέθεσαν στην ενάγουσα την εκτέλεση των υπολοίπων εργασιών αποπερατώσεως της οικοδομής, με εργολαβικό αντάλλαγμα το άνω διαμέρισμα. Σημειώνεται ότι, στο τελευταίο τούτο συμβόλαιο, η ενάγουσα συνομολογεί και αποδέχεται ότι το ως άνω διαμέρισμα είχε τεθεί υπό μεσεγγύηση και ότι σε περίπτωση που το βάρος αυτό δεν αρθεί εντός διετίας, οι οικοπεδούχοι είχαν υποχρέωση να της καταβάλουν 8.500.000 δρχ. Περαιτέρω μετά τη σύμφωνα με τα παραπάνω άρνηση των οικοπεδούχων (α` έως ε` εναγομένων) να προσέλθουν και συμπράξουν στην οριστική μεταβίβαση του ως άνω διαμερίσματος στους αγοραστές στ` και ζ` εναγόμενους (αναιρεσιβλήτους) οι τελευταίοι, αφού έθεσαν τούτο υπό δικαστική μεσεγγύηση, στη συνέχεια, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ` αριθμ. 4962/12-12-1985 αγωγή τους κατά των οικοπεδούχων, περί καταδίκης αυτών σε δήλωση βουλήσεως για τη μεταβίβαση σ` αυτούς των εν λόγω ιδανικών μεριδίων του οικοπέδου, στα οποία περιλαμβάνεται το άνω διαμέρισμα. Επί της αγωγής τους αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1550/1986 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, και στη συνέχεια, μετά την άσκηση εφέσεως, απορρίφθηκε με την υπ` αριθμ. 1779/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Κατά της τελευταίας αποφάσεως άσκησαν αναίρεση οι παραπάνω αγοραστές, η οποία έγινε δεκτή με την υπ` αριθμ. 368/1939 απόφαση του Αρείου Πάγου και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Εφετείο Λάρισας προς περαιτέρω εκδίκαση. Ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής η ενάγουσα άσκησε κύρια παρέμβαση, με αίτημα να καταδικασθούν οι οικοπεδούχοι σε δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως σ` αυτήν του ως άνω διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου, το οποίο, σύμφωνα με το υπ` αριθμ. ...../1986 εργολαβικό αποτελούσε την εργολαβική της αμοιβή, και να απορριφθεί η αγωγή των τότε εναγόντων. Ακολούθως, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που διατάχθηκαν με την υπ` αριθμ. 832/1991 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 130/1994 αμετάκλητη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (βλ. την υπ` αριθμ. 95/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η κατ` αυτής αίτηση αναιρέσεως), η οποία έκρινε ότι τα υπ` αριθμ. ... και ......./1986 συμβόλαια είναι άκυρα ως εικονικά και ακολούθως, αφού απέρριψε την κύρια παρέμβαση της ενάγουσας, απέρριψε και την έφεση κατά της υπ` αριθμ. 1550/1986 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Οπως δέχθηκε το άνω Εφετείο, τόσο η πράξη ακυρώσεως του αρχικού εργολαβικού συμβολαίου, όσο και το καταρτισθέν νέο εργολαβικό συμβόλαιο με τη (νυν) ενάγουσα, δεν έγιναν σπουδαίως, αλλά κατ` επίφαση και μόνο, με απώτερο σκοπό να ζημιώσουν και να περιγράψουν τα δικαιώματα των ανωτέρω αγοραστών επί του άνω διαμερίσματος, και έτσι, από κοινού και εκ δόλου ορμώμενοι μεθόδευσαν την ανωτέρω λύση, επιλέγοντας και αναθέτοντας την αποπεράτωση των υπολοίπων εργασιών στην εργολάβο Π. Σ. (ενάγουσα), όπισθεν της οποίας με βεβαιότητα κρυπτόταν τόσο ο σύζυγος της Η. Σ., όσο και κυρίως ο έκπτωτος εργολάβος Α. Σ.. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα, ότι η ενάγουσα τόσο κατά το χρόνο καταρτίσεως του ως άνω εργολαβικού συμβολαίου, με το οποίο ανατέθηκε σ` αυτήν η αποπεράτωση της άνω οικοδομής με εργολαβικό αντάλλαγμα το εν λόγω διαμέρισμα, όσο και κατά το χρόνο αποπερατώσεως της οικοδομής και ειδικότερα του διαμερίσματος αυτού, γνώριζε πολύ καλά ότι τούτο είχε μεταβιβασθεί προηγουμένως από τον αρχικό εργολάβο, με προσύμφωνο, στους στ ` και ζ` των εναγομένων.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ότι ήταν καλής πίστεως, θεωρήσασα εαυτήν αποκλειστική κυρία τούτου, αφού είχε δημιουργηθεί σ` αυτήν η πεποίθηση ότι τούτο θα αποτελούσε το εργολαβικό της αντάλλαγμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Χαρακτηριστικό της, σύμφωνα με τα παραπάνω, κακόπιστης συμπεριφοράς της είναι το γεγονός ότι, ενώ στις 18-10-1985 ο αρχικός εργολάβος προσπάθησε να πωλήσει σ` αυτήν το εν λόγω διαμέρισμα για δεύτερη φορά, πράγμα που δεν έγινε λόγω της αρνήσεως των οικοπεδούχων (α` έως ε` των εναγομένων), μετά από λίγο καιρό, και συγκεκριμένα στις 9-1-1986, συμφώνησε με τους τελευταίους και ανέλαβε την αποπεράτωση της οικοδομής, με αντάλλαγμα το εν λόγω διαμέρισμα, αν και γνώριζε, όπως η ίδια ομολογεί στο εργολαβικό συμβόλαιο, ότι τούτο διεκδικείται και έχει τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση και με την ειδικότερη συμφωνία, σε περίπτωση που δεν αρθούν μέσα σε 24 μήνες τα παραπάνω κωλύματα, αυτή θα λάβει από τους οικοπεδούχους το ποσό των 3.500.000 δρχ. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι, το γεγονός ότι η ως άνω αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Λάρισας (130/1994), η οποία έκρινε ως εικονικό το ως άνω εργολαβικό προσύμφωνο, εκδόθηκε μετά οκτώ έτη από την κατάρτισή του, ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή, δεδομένου ότι το εν λόγο Δικαστήριο δεν έκανε τίποτε άλλο από του να διαπιστώσει την υφιστάμενη, κατά το χρόνο υπογραφής του ως άνω εργολαβικού συμβολαίου, κακή πίστη και δόλια συμπεριφορά της ενάγουσας. Επομένως, ο ισχυρισμός της, που αποτελεί και τη βάση της αγωγής της, ότι δηλαδή ήταν καλής πίστεως και συνεπώς δικαιούται να απαιτήσει τις αναφερόμενες σ` αυτήν δαπάνες, με τις οποίες επήλθε αύξηση στην αξία του διαμερίσματος των έκτου και έβδομης των εναγομένων, (αναιρεσιβλήτων) είναι αβάσιμος και απορριπτέος, όπως και η αγωγή της, κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον των τελευταίων. Για το λόγο αυτό, το πρωτοβάθμιο Δικαστήρια που δέχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το χρόνο αποπερατώσεως του ως άνω διαμερίσματος τους ήταν καλής πίστεως και στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει κατ` ουσία την αγωγή της κατ` αυτών, έσφαλε, κατά το βάσιμο λόγο της εφέσεώς τους". Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των διατάξεων των άρθρων 1103 σε συνδυασμό με 904 επ. ΑΚ, που εφήρμοσε, καθ` όσον διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για τη μη ύπαρξη καλής πίστης της αναιρεσείουσας από τότε που απέκτησε τη νομή του ακινήτου, επί του οποίου ισχυρίζεται ότι διενήργησε δαπάνες, τις οποίες αφορούν οι προβαλλόμενες αγωγικές αξιώσεις. Συνιστούσε δε την αποκλείουσα την ευδοκίμηση της αγωγικής αξιώσεως της αναιρεσείουσας, περί αποδόσεως επωφελών δαπανών επί νεμηθέντος ακινήτου, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μη καλή (κακή) πίστη της, η γνώση της ότι το ακίνητο που είχε δοθεί σ` αυτή ως εργολαβικό αντάλλαγμα, είχε προηγουμένως προσυμφωνηθεί να πωληθεί στους αναιρεσιβλήτους. Η κακή πίστη της αναιρεσείουσας από την κτήση της νομής του ακινήτου εκ μέρους της, ως ενδιάθετη πραγματική κατάσταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξέλιπε εξαιτίας της εσφαλμένης ως άνω υπ` αριθ. 1779/1987 αποφάσεως του Εφετείου Θεσ/κης, η οποία, άλλωστε, ανατράπηκε στη συνέχεια μετά την άσκηση αναιρέσεως κατ` αυτής και διαγνώσθηκε τελικά αμετάκλητα η σύμπραξη της αναιρεσείουσας, σε συμπαιγνία με τους οικοπεδούχους και τον προηγούμενο εργολάβο, σε εικονική μεταβίβαση του ακινήτου σ` εκείνη προς περιγραφή των δικαιωμάτων των αναιρεσιβλήτων.

Επομένως, όσα αντίθετα προβάλλει η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο και τελευταίο, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμα.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6-11-2006 αίτηση της Π. Σ. για αναίρεση της 1077/2006 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2011.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης. Έννοια πλάνης, προϋποθέσεις ακύρωσης. Υπογραφή συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου από ηλικιωμένη, η οποία γνώριζε επακριβώς το τι υπέγραφε, η απόφασή της περί μεταβιβάσεως του ακινήτου της ήταν απόφαση ενός φυσιολογικού και λογικά..1270/2011 ΑΠ.

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

1270/2011 ΑΠ ( 564293) 
Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης. Έννοια πλάνης, προϋποθέσεις ακύρωσης. Υπογραφή συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου από ηλικιωμένη, η οποία γνώριζε επακριβώς το τι υπέγραφε, η απόφασή της περί μεταβιβάσεως του ακινήτου της ήταν απόφαση ενός φυσιολογικού και ..
λογικά σκεπτομένου ανθρώπου, καθώς δεν προέκυψε, ιατρικώς, ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου έπασχε από κάποια ψυχική ή άλλη σχετική νόσο, δεν κατέληξε στην απόφασή της αυτή από πλάνη, καθόσον το συμβόλαιο διαβάστηκε καθαρά και δυνατά στους συμβαλλόμενους από τη συμβολαιογράφο που το συνέταξε και δεν είχε την πεποίθηση ότι απλώς θα υπέγραφε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο θα τροποποιούσε προγενέστερο πληρεξούσιο. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που υπέγραφε κάποιο συμβόλαιο, ενώ ταυτόχρονα την περιεχομένη στο συμβόλαιο πράξη μεταβίβασης την είχε εκφράσει και έμπρακτα με άλλες σχετικές πράξεις, αλλά και με την ιδιόγραφη διαθήκη της που είχε συντάξει νωρίτερα. Έγκυρη η σχετική δικαιοπραξία. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 5779/2009 απόφασης ΕφΑθηνών).


  
Αριθμός 1270/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο Αθανασίου και Νικόλαο Μπιχάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. συζ. Α. Π., το γένος Β. Π., κατοίκου ..., 2. Ε. θυγ. Β. Π., κατοίκου ..., 3. Δ. Π. του Β., κατοίκου ..., ως κληρονόμων εξ αδιαθέτου της αρχικής διαδίκου Ε. χας Μ. Ν., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους .....

Των αναιρεσίβλητων: 1. Α. Π. του Γ., 2. Κ. συζ. Α. Π., το γένος Κ. Κ., κατοίκων ... και 3. Ι. συζ. Γ. Π., το γένος Π. Β., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους .....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-6-2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ε. χας Μ. Ν., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1731/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 4580/2004 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 463/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 5779/2009 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-2-2010 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 4-1-2001 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, "αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή τον δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας", κατά δε τη διάταξη τον άρθρου 141 του ίδιου Κώδικα, "η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πλάνη κατά τη δήλωση βουλήσεως, ήτοι η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης γνώσεως από τον δηλούντα της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, η οποία (πλάνη) μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ), παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ συνάγεται ότι, απάτη αποτελεί κάθε από πρόθεση συμπεριφορά πού τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει σε άλλον εσφαλμένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να προκαλέσει απόφασή του. Για την ακύρωση δε της δικαιοπραξίας λόγω απάτης προσαπαιτείται δόλια προαίρεση του μετελθόντος την απάτη, χωρίς την οποία ο απατηθείς δεν θα προέβαινε στη δήλωση της βουλήσεώς του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη δικαιοπραξία, δεν έχει δε σημασία αν η παραχθείσα πλάνη είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αυτή αφορά τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί να υπάρχει αυτή κατά το χρόνο της δηλώσεως της βουλήσεως του απατηθέντος. Η δόλια παράσταση μπορεί να συνίσταται και σε υπόσχεση τον απατήσαντος για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσης του προς τον απατηθέντα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη αγωγή, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του .../1960 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Καρζή, που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αμαρουσίου, η αρχική ενάγουσα Ε. Ν. κατέστη κυρία ενός οικοπέδου 319,77 τ.μ., που βρίσκεται στα ... και στη διασταύρωση των οδών ... και ... αριθμ. .. , επί του οποίου το έτος 1978 ανήγειρε υπόγεια οικία 70 τ.μ. Διαρκούσης της εκκρεμοδικίας η ενάγουσα απεβίωσε στις 5-11-2003 σε ηλικία 93 ετών (έτος γεννήσεως 1910) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα εγγόνια της Ε. Π., Ε. Π. και Δ. Π., τέκνα της προαποβιωσάσης το έτος 1998 θετής θυγατέρας της Α. συζ. Β. Π., που συνεχίζουν τη διακοπείσα λόγω του θανάτου της δίκη. Η ως άνω θετή θυγατέρα, όσο ζούσε, κατοικούσε με την οικογένειά της στην πιο πάνω οικία, την οποία κατά χρήση είχε σε αυτούς παραχωρήσει η μητέρα της, που είχε την κατοικία της στον Πειραιά. Η αρχική ενάγουσα σπάνια συναντούσε τη θετή θυγατέρα της, λόγω της απόστασης που τις χώριζε αλλά και των προβλημάτων υγείας που η τελευταία αντιμετώπιζε, έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, ασθένεια η οποία προκάλεσε το θάνατο της στην ηλικία των 45 ετών. Μετά το γεγονός αυτό οι σχέσεις της με την οικογένεια της θυγατέρας της (γαμβρό και εγγόνια) διακόπησαν, δεδομένου ότι οι σχέσεις της με τον γαμβρό της Β. Π. δεν ήσαν ποτέ καλές. Αποδεικνύεται ακόμη, ότι η τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη Ι. συζ. Γ. Π. από το έτος 1942, σε ηλικία 16 ετών, γνώρισε την ενάγουσα μέσω του αδελφού της Α. Β., ο οποίος ήταν συνάδελφος στην Πολεμική Αεροπορία του συζύγου της Μ. Ν.. Ετσι, εν όψει ότι οι δύο οικογένειες έμεναν στην ίδια περιοχή του Πειραιά, ανέπτυξαν οικογενειακές σχέσεις. Η ενάγουσα μετά το θάνατο του συζύγου της ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία με την εν λόγω εναγομένη, στα πλαίσια της οποίας κυρίως η ίδια, αλλά και ο σύζυγος της Γ. Π., την εξυπηρετούσαν στις καθημερινές της ανάγκες. Συγκεκριμένα, η ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη την βοηθούσε να μεταφέρει τα πράγματα που αγόραζε, τη συνόδευε στις επισκέψεις της στους διάφορους ιατρούς και διαγνωστικά κέντρα, ενώ ο σύζυγός της τη συνόδευε στις τράπεζες και τις δημόσιες υπηρεσίες για τη διεκπεραίωση υποθέσεών της και επίσης τις λίγες φορές που επισκεπτόταν τη θυγατέρα της, πρόθυμα τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του. Έτσι, οι σχέσεις της ενάγουσας με το ζεύγος Π. με την πάροδο του χρόνου έγιναν περισσότερο στενές, αφού στα πρόσωπα αυτά η ενάγουσα έβρισκε συμπαράσταση, αγάπη και φροντίδα. Έχοντας, έτσι, απεριόριστη προς αυτούς εμπιστοσύνη, επειδή λόγω της ηλικίας της δεν μπορούσε να μετακινείται, με το .../25-1-1995 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Β. Π., έδωσε σ` αυτούς ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, μεταξύ των άλλων, ο καθένας χωριστά ή και μαζί να εισπράττουν από το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας ή οποιοδήποτε Δημόσιο Ταμείο, Τράπεζα ή Οργανισμό, τη μηνιαία σύνταξή της, καθώς επίσης τα μερίσματα, τις χορηγούμενες κάθε φορά αναδρομικές αυξήσεις, τα δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων, επιδόματα, νοσήλια. Αποδεικνύεται επίσης, ότι η αρχική ενάγουσα με το .../13-12-2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Χ. Π., που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, το παραπάνω αναφερόμενο ακίνητο στους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, και ήδη πρώτο και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων Α. Π. και Κ. Κ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ο πρώτος από τους οποίους είναι γιος και η δεύτερη νύφη της τρίτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης, αντί τιμήματος 38.969.026 δραχμών, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο, καταβλήθηκε σε μετρητά εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου. Το συμβόλαιο αυτό, το οποίο, όπως βεβαιώνει η συμβολαιογράφος που το συνέταξε, διαβάστηκε καθαρά και δυνατά στους συμβαλλομένους, υπογράφηκε στο κείμενο επί της οδού ... ...... ., στον Πειραιά, συμβολαιογραφείο της. Κατά την κατάρτιση και υπογραφή της πιο πάνω σύμβασης η μεν αρχική ενάγουσα εμφανίστηκε η ίδια, οι δε άνω εναγόμενοι - αναιρεσίβλητοι αγοραστές εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια και αντιπρόσωπό τους τρίτη εναγομένη-αναιρεσίβλητη, δυνάμει του .../2001 ειδικού πληρεξουσίου της ίδιας συμβολαιογράφου, και η οποία συμβλήθηκε κατ` εντολή και για λογαριασμό τους. Ωστόσο, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατά την ημέρα που υπογράφηκε η επίμαχη σύμβαση πωλήσεως μετέβη στο εν λόγω συμβολαιογραφείο, έχοντας την πεποίθηση ότι θα υπέγραφε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο θα τροποποιούσε κατά το περιεχόμενο το προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, που είχε στο παρελθόν χορηγήσει στην τρίτη αναιρεσίβλητη και το σύζυγό της, προκειμένου να διευρυνθούν οι εντολές, που είχε δώσει σ` αυτούς. Σημειωτέον, ότι η αρχική ενάγουσα δεν διευκρινίζει σε τι θα αφορούσαν οι τροποποιήσεις αυτές, αφού το πληρεξούσιο, που από το 1995 είχε χορηγήσει, έδιδε ήδη διευρυμένες δυνατότητες στους ανωτέρω πληρεξουσίους και εντολοδόχους της. Άλλωστε η συμβολαιογράφος Χ. Π. που συνέταξε το προσβαλλόμενο πωλητήριο συμβόλαιο ήταν επιλογή της ίδιας της αρχικής ενάγουσας, αφού ο πατέρας της Β. Π. ήταν για περισσότερα από 25 έτη συμβολαιογράφος της, είχε δε για λογαριασμό της συντάξει αρκετά συμβόλαια, μεταξύ των οποίων το .../1982 δωτηρήριο συμβόλαιο προς τη θετή θυγατέρα της ενός αγροτεμαχίου, το .../1984 δωρητήριο συμβόλαιο ενός διαμερίσματος προς την εγγονή της Ε. Π. και το .../1984 δωρητήριο συμβόλαιο ενός διαμερίσματος προς την εγγονή της Ε.. Με τα δεδομένα αυτά η εν λόγω συμβολαιογράφος δεν θα μπορούσε να συμπράξει στην εναντίον της ενάγουσας απάτη, την οποία αυτή εκ των υστέρων επικαλείται. Εξάλλου, η αρχική ενάγουσα, η οποία είχε εμπειρία από συμβολαιογραφικές πράξεις, αφού στο παρελθόν είχε υπογράψει δωρητήρια συμβόλαια, εργολαβικά, αλλά και πληρεξούσια, εάν ήταν αληθή τα όσα περί εξαπατήσεώς της εκ των υστέρων ισχυρίζεται, οπωσδήποτε θα είχε αντιληφθεί, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, ότι δεν υπέγραψε πληρεξούσιο, αλλά πωλητήριο συμβόλαιο και προφανώς θα ζητούσε αμέσως να της δοθούν εξηγήσεις, καθόσον το πωλητήριο συμβόλαιο που υπέγραψε, σε αντίθεση με το πληρεξούσιο, ήταν πολυσέλιδο και απαιτούσε πολλές υπογραφές, καθώς και την παρουσία δικηγόρων. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι η βούληση της ενάγουσας, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης συμβάσεως, ήταν να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στους δύο πρώτους εναγομένους και ήδη αναιρεσιβλήτους, επιβεβαιώνοντας έτσι έμπρακτα τα συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης που έτρεφε για τους γονείς τους, αφού εκείνοι τη φρόντιζαν και την περιποιούνταν επί πολλά έτη και όχι τα εγγόνια της και ο γαμβρός της, με τον οποίον δεν διατηρούσε καλές σχέσεις, γεγονός που ενισχύεται και από το ότι τη διαχείριση των χρημάτων της είχε αναθέσει όχι σε αυτούς, αλλά στην τρίτη εναγομένη-αναιρεσίβλητη και το σύζυγό της. Αλλωστε, η ενάγουσα τη βούλησή της να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στην τρίτη αναιρεσίβλητη είχε εκφράσει και πριν από την ένδικη σύμβαση στην από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη της, με την οποία την εγκαθιστά κληρονόμο της στο επίδικο ακίνητο, διότι, όπως αναφέρει κατά λέξη σε αυτήν "της χρωστάω πάρα πολλά αφού επί 25 χρόνια μου προσφέρει προσωπικές και άλλες παροχές και με φροντίζει σαν πραγματική μάνα χωρίς καμία αμοιβή και αυτά που της αφήνω είναι πολύ λίγα, στα εγγόνια μου Ε. και Ε. έδωσα πάρα πολλά και στην κόρη μου". Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 26-3-2004 και κηρύχθηκε κυρία με την 299/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Και ναι μεν η ενάγουσα διατείνεται, ότι δεν θυμάται πότε και κάτω από ποιες συνθήκες συντάχθηκε η διαθήκη, όμως, η δικαστική γραφολόγος Χ. Τ. έπειτα από γραφολογική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί διά χειρός της διαθέτιδας, είναι δηλαδή γνήσια. Για την πραγματική βούληση της ενάγουσας, ότι επιθυμούσε να μεταβιβάσει κατά κυριότητα το επίδικο ακίνητο στους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους, καθώς και ότι γνώριζε για το περιεχόμενο του συμβολαίου που υπογράφει, ότι δηλαδή πρόκειται για πωλητήριο συμβόλαιο, κατηγορηματικά και με σαφήνεια καταθέτει ο μάρτυρας Η. Φ., που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος παραστάθηκε κατά την υπογραφή του προσβαλλόμενου πωλητηρίου συμβολαίου ως πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, καταθέτει ότι μετά την υπογραφή του συμβολαίου και αφού προηγήθηκαν "κεράσματα"και "καλορίζικα"η ενάγουσα είπε στην τρίτη εναγομένη "να το χαρούν με υγεία τα παιδιά". Γνώριζε δηλαδή η ενάγουσα όχι μόνο ότι μεταβίβαζε το επίδικο αλλά και σε ποιους το μεταβιβάζει. Σχετικά με τη συμπεριφορά της ενάγουσας πριν από την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης και την πρόθεσή της να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στους άνω εναγομένους-αναιρεσιβλήτους, καταθέτει με σαφήνεια ο συνταξιούχος συμβολαιογράφος Β. Π. στην ..../3-12-2002 ένορκη βεβαίωση, που έδωσε στη συμβολαιογράφο Πειραιά Ζωή Κατράκη εξ αφορμής άλλης δίκης και όχι επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη. Συγκεκριμένα, δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των αυτών διαδίκων με αντικείμενο τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας των ήδη αναιρεσιβλήτων, προκειμένου η αρχική ενάγουσα να εξασφαλίσει την απαίτησή της από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως. Τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν σχετικά με τη βούληση της ενάγουσας δεν αναιρούνται, κατά τρόπο που να μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική δικαστική κρίση, από τη δοθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας Β. Π., η οποία δεν κρίνεται πειστική, αφού δεν διατηρούσε σχέσεις με την πεθερά του και συνεπώς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την επιθυμία της σχετικά με τη διάθεση της περιουσίας της. Εξάλλου, το γεγονός της καταβολής ή μη του τιμήματος, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στο προσβαλλόμενο συμβόλαιο, καταβλήθηκε εκτός συμβολαιογραφείου, δεν επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου, διότι την κρινόμενη υπόθεση ενδιαφέρει, εάν η ενάγουσα προήλθε στη σύναψη της ένδικης σύμβασης λόγω της απατηλής συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων. Επίσης, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ότι δεν αντιλήφθηκε τι υπέγραφε γιατί έπασχε από μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα, καθώς και γιατί η κατάσταση της υγείας της ήταν βεβαρημένη δεν αποδεικνύονται, καθόσον οι ιατρικές βεβαιώσεις που προσκομίζει αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου της κατάρτισης της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας, ενώ σε κάθε περίπτωση από την εξέτασή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου κλήθηκε να δώσει διασαφήσεις, δεν προκύπτει ότι αυτή στερείτο των αισθήσεών της, ούτε ότι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον, αλλά απλή μείωση της νόησης και των αισθήσεών της, που συνήθως συνοδεύει τη γήρανση και είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό.

Συνεπώς, η απόφασή της να μεταβιβάσει με το επίμαχο πωλητήριο συμβόλαιο το πιο πάνω ακίνητο στους δύο πρώτους εναγομένους-αναιρεσιβλήτους ήταν απόφαση ενός φυσιολογικού και λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου, την οποία είχε επανειλημμένα εκφράσει και στο παρελθόν και δεν κατέληξε στην υπογραφή του πλανηθείσα από τις απατηλές παραστάσεις της τρίτης εναγομένης- αναιρεσίβλητης, επειδή στη συνέχεια για άγνωστο λόγο μετανόησε. Σημειωτέον, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά έπειτα από μήνυση της ενάγουσας με το 1284/2004 βούλευμά του, που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο, αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ι. Π., Α. Π., Κ. Κ. ήδη αναιρεσιβλήτων, Χ. Π. συμβολαιογράφου, καθώς και των παραστάντων κατά την υπογραφή του επίμαχου συμβολαίου δικηγόρων Η. Φ. και Ν. Κ. για τις αξιόποινες πράξεις, κατά τα αναφερόμενα για καθένα ειδικότερα στο βούλευμα, της κακουργηματικής απάτης, πλαστογραφίας με χρήση, υπεξαιρέσεως, ψευδούς βεβαιώσεως, απιστίας και άμεσης συνέργειας στην απάτη και ψευδή βεβαίωση. Εξάλλου με την ΕΓ/06/148/25Δ διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών απορρίφθηκε η εναντίον του συνταξιούχου συμβολαιογράφου Β. Π. από 10- 10-2005 έγκληση της Ε. Π. για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία φέρεται ότι τέλεσε με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση που έδωσε, ενώ με την 803/2006 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών απορρίφθηκε η ασκηθείσα, κατά της πιο πάνω απορριπτικής της έγκλησης διάταξης, προσφυγή της εγκαλούσας". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο, έκρινε, ότι η βούληση της ενάγουσας, στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθαν εξαιτίας του επισυμβάντος κατά τη διάρκεια της δίκης θανάτου της οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και ήδη αναιρεσείοντες, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης, ήταν να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στους δύο πρώτους εναγομένους και ήδη αναιρεσιβλήτους, και, ότι δεν κατέληξε στην υπογραφή του συμβολαίου αυτού πλανηθείσα από την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχθηκε, και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα, ότι η βούληση της αρχικής ενάγουσας, κατά το χρόνο κατάρτισης του αναφερομένου συμβολαίου, ήταν να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στους δύο πρώτους των αναιρεσιβλήτων, ότι η απόφασή της να μεταβιβάσει στους ανωτέρω το επίδικο ακίνητο ήταν απόφαση ενός φυσιολογικού και λογικά σκεπτομένου ανθρώπου, ότι δεν κατέληξε στην απόφασή της αυτή πλανηθείσα από τις απατηλές παραστάσεις της τρίτης αναιρεσίβλητης, ότι το συμβόλαιο αυτό διαβάστηκε καθαρά και δυνατά στους συμβαλλόμενους από τη συμβολαιογράφο που το συνέταξε και ότι ουδόλως αποδείχτηκε, ότι η αρχική ενάγουσα μετέβη στο συμβολαιογραφείο, έχοντας την πεποίθηση, ότι απλώς θα υπέγραφε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο θα τροποποιούσε προγενέστερο πληρεξούσιο. Επομένως, ο τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται περαιτέρω η αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης με το να δεχτεί, ότι "η βούληση της ενάγουσας, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης συμβάσεως, ήταν να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στους δύο πρώτους εναγομένους και ήδη αναιρεσιβλήτους, επιβεβαιώνοντας έτσι έμπρακτα τα συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης που έτρεφε για τους γονείς τους, αφού εκείνοι τη φρόντιζαν και την περιποιούνταν επί πολλά έτη και όχι τα εγγόνια της και ο γαμβρός της, με τον οποίον δεν διατηρούσε καλές σχέσεις, γεγονός που ενισχύεται και από το ότι τη διαχείριση των χρημάτων της είχε αναθέσει όχι σε αυτούς, αλλά στην τρίτη εναγομένη-αναιρεσίβλητη και το σύζυγό της. Άλλωστε, η ενάγουσα τη βούλησή της να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στην τρίτη αναιρεσίβλητη είχε εκφράσει και πριν από την ένδικη σύμβαση στην από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη της, με την οποία την εγκαθιστά κληρονόμο της στο επίδικο ακίνητο, διότι, όπως αναφέρει κατά λέξη σε αυτήν "της χρωστάω πάρα πολλά αφού επί 25 χρόνια μου προσφέρει προσωπικές και άλλες παροχές και με φροντίζει σαν πραγματική μάνα χωρίς καμία αμοιβή και αυτά που της αφήνω είναι πολύ λίγα, στα εγγόνια μου Ε. και Ε. έδωσα πάρα πολλά και στην κόρη μου". Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 26-3-2004 και κηρύχθηκε κυρία με την 299/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Και ναι μεν η ενάγουσα διατείνεται, ότι δεν θυμάται πότε και κάτω από ποιες συνθήκες συντάχθηκε η διαθήκη, όμως, η δικαστική γραφολόγος Χ. Τ. έπειτα από γραφολογική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί διά χειρός της διαθέτιδας, είναι δηλαδή γνήσια", είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν προσβάλλεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Περαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β` του ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 131 ΑΚ, όπως ίσχυε, κατά τον χρόνο κατάρτισης της ένδικης δικαιοπραξίας (13-12-2001), ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996, "η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών δεν είχε συνείδηση των πράξεων ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, καταστάσεις που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον ο νόμος δεν το αποκλείει. Ο δηλών, δηλαδή, κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε εύλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτή. Η ρύθμιση αναφέρεται στην ανικανότητα κατά την στιγμή της δήλωσης βουλήσεως για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία που προσβάλλεται εκάστοτε.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.1 εδαφ. β` ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι "οι ισχυρισμοί της ενάγουσας, ότι δεν ήξερε τι υπέγραφε, γιατί έπασχε από μεγάλου βαθμού βαρηκοϊα, καθώς και γιατί η κατάσταση της υγείας της ήταν βεβαρημένη δεν αποδεικνύονται, καθόσον οι ιατρικές βεβαιώσεις που προσκομίζει, αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου της κατάρτισης της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας, ενώ σε κάθε περίπτωση από την εξέτασή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου κλήθηκε να δώσει διασαφήσεις, δεν προκύπτει, ότι αυτή στερείτο των αισθήσεών της, ούτε ότι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον, αλλά απλή μείωση της νόησης και των αισθήσεών της, που συνήθως συνοδεύει τη γήρανση και είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό", παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνίστανται στο ότι "πέραν του προβλήματος στην ακοή της ενάγουσας, αυτή κατά το επίμαχο διάστημα διήγαγε ήδη το 90ο έτος της ηλικίας της και το προχωρημένο της ηλικίας, η γεροντική ηλικία και η εξ αυτής διανοητική εξάντληση αρκούν από μόνα τους για τη στέρηση της ικανότητας αντίληψης του ατόμου". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 131 ΑΚ, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες ή την υπαγωγή σ` αυτή των πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο ( Ολ.ΑΠ 1/1999).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου προσκομισθέντος από τους αναιρεσείοντες εγγράφου, ήτοι της από 22-11-2002 βεβαίωσης του ιατρού χειρούργου ωτορινολαρυγγολόγου, στην οποία αναγράφεται, ότι η αρχική ενάγουσα "ευρέθη πάσχουσα από μεγάλου βαθμού βαρηκοϊα". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η παραδοχή του Εφετείου, "ότι η κατάσταση της υγείας της αρχικής ενάγουσας ήταν βεβαρημένη δεν αποδεικνύεται, καθόσον οι ιατρικές βεβαιώσεις που προσκομίζει, αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου της κατάρτισης της επίμαχης συμβολαιογραφικής σύμβασης", δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου του ανωτέρω εγγράφου. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό, που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, αλλά και τελευταίο λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους αυτοτελείς αγωγικούς ισχυρισμούς τους, ότι η απάτη σε βάρος της αρχικής ενάγουσας μεθοδεύτηκε σταδιακά από την τρίτη αναιρεσίβλητη, η οποία από το 1999 άρχισε να προβαίνει σε αυθαίρετες ενέργειες ερήμην αυτής, και ότι παρέστησε ψευδώς σ` αυτή ότι δήθεν χρειαζόταν να τροποποιηθεί το παλιότερο πληρεξούσιο συντάξεως. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς των ήδη αναιρεσειόντων και τους απέρριψε ρητά ως κατ` ουσίαν αβάσιμους. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19-2-2010 αίτηση των Ε. συζ. Α. Π. για αναίρεση της 5779/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2011.

Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2011.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

$
0
0

Ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα. Αν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με....350/2015 ΑΠ.

4656/2011 ΣΤΕ ( 580156) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή..
στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, που επιλύουν αμφισβητήσεις ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων και κρίνουν περί της υπάρξεως ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων, ασκούν επιρροή στο χαρακτηρισμό τους ως δασικών ή μη. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.


  
Αριθμός 4656/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Ιω. Μαντζουράνης, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Ολ. Παπαδοπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.

Για να δικάσει την από 23 Μαΐου 2007 αίτηση:

της .............. , κατοίκου Δ.Δ. Μαλετιάνων Δήμου Κύμης Ν. Ευβοίας, η οποία παρέστη ...), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κηπουρό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 1261/20.3.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας περί κηρύξεως ως αναδασωτέας έκτασης 342,70 τ.μ. στη θέση «Τσίλαρος-Λιβάδι» Περιφέρειας Δ.Δ. Κύμης, Δήμου Κύμης Ν. Ευβοίας, β) το υπ’ αριθμ. 679/2.3.2007 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής του Δασάρχη Αλιβερίου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ολ. Παπαδοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2745976/2007 και 3692762/2007 έντυπα γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση (α) της υπ’ αριθμ. 1261/20.3.2007 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος (Δ΄ 131), με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση εμβαδού 342,70 τμ, φερόμενη ως δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση, στη θέση «Τσίλαρος-Λιβάδι» περιφερείας του Δημοτικού Διαμερίσματος Κύμης του Δήμου Κύμης Νομού Ευβοίας και (β) του υπ’ αριθμ. 679/2.3.2007 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη ..... , με το οποίο αποβλήθηκε η αιτούσα από την ανωτέρω έκταση.

3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής που εκδίδεται από την αρμόδια δασική αρχή κατ’ άρθρο 61 του ν.δ. 86/1969 (Α΄ 7) γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο και, ακολούθως, με έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΑΕΔ 85 - 87/1991 , ΣΕ 2996/2003). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του 679/2.3.2007 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη .... είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη.

4. Επειδή, το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 998/1989, «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφ’ όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών …», ενώ, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου, «Η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι’ αποφάσεως του οικείου νομάρχου [και, ήδη, του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, ν. 2503/1997 (Α΄ 107)], καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979, «Ειδικώς προκειμένου περί κηρύξεως εκτάσεων ως αναδασωτέων ένεκα μερικής ή ολικής καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως εκ πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας εκ των εν άρθρω 38 παρ. 1 αναφερομένων, η κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου απόφασις […] εκδίδεται μετά εισήγησιν της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικώς εντός τριών μηνών [ήδη, δύο μηνών κατ’ άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2040/1992, (Α΄ 70)] από της καταστολής της πυρκαϊάς ή της διαπιστώσεως της εξ άλλης αιτίας καταστροφής …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη. Η απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει, όμως, να αιτιολογείται πλήρως ως προς το χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως, η αιτιολογία δε μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 4418/2009 κ.ά.).

5. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Από το Δασαρχείο ...... διαπιστώθηκε ότι στη θέση «Τσίλαρος-Λιβάδι» περιφερείας του Δημοτικού Διαμερίσματος Κύμης του Δήμου Κύμης, έλαβε χώρα κατάληψη και εκχέρσωση δασικής εκτάσεως και κατασκευή αυθαιρέτων κτισμάτων, κατά παράβαση της δασικής νομοθεσίας. Ενόψει της διαπιστώσεως αυτής, η αιτούσα ........................ ........................... στους οποίους αποδίδονται οι ανωτέρω ενέργειες, κλήθηκαν, με το 1856/28.9.2005 έγγραφο του Δασάρχη ........ , να εκθέσουν τις απόψεις τους, προκειμένου να ληφθούν τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία μέτρα για την προστασία της καταληφθείσης και εκχερσωθείσης εκτάσεως, που φέρεται ως τμήμα του δημόσιου διακατεχόμενου δάσους της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, συγκεκριμένα δε προκειμένου να εκδοθούν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και διαταγή κατεδαφίσεως των κτισμάτων και να κηρυχθεί αναδασωτέα η ανωτέρω έκταση. Σε απάντηση του εγγράφου αυτού, οι προαναφερθέντες γνωστοποίησαν στο Δασαρχείο, την 5.10.2005, ότι η επίδικη έκταση τους ανήκει και ότι δεν προέβησαν σε κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος. Ακολούθως συνετάγη η από 15.2.2007 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών της δασολόγου του Δασαρχείου ..................... , στην οποία αναφέρονται τα εξής για την ανωτέρω έκταση, εμβαδού 342,70 τμ: Από στερεοσκοπική παρατήρηση Α/Φ των ετών 1945 και 1960 προκύπτει ότι το 1945 η έκταση αυτή καλύπτεται από δασική βλάστηση αειφύλλων-πλατυφύλλων, σε ποσοστό 30-40%, αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής εκτάσεως περιμετρικά αυτής, δεν φέρει ίχνη καλλιέργειας και το έδαφός της είναι βραχώδες. Το 1960 το ποσοστό της δασικής βλαστήσεως εμφανίζεται αυξημένο σε 80-100%. Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω έκταση, που έχει έδαφος μετρίως βαθύ έως βραχώδες και κλίση 2%-10%, είναι εκχερσωμένη και υπάρχουν σ’ αυτήν αυθαίρετα κτίσματα, ενώ η ευρύτερη περιοχή εξακολουθεί να διατηρεί τον δασικό της χαρακτήρα. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η ανωτέρω έκθεση της δασολόγου ............ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη έκταση ποτέ δεν υπήρξε καλλιεργούμενη, ότι συνορεύει με δασικές εκτάσεις και ότι τα αείφυλλα-πλατύφυλλα δενδρώδους μορφής, συγκεκριμένα τα σχίνα, οι αγριελιές και τα φιλίκια που την κάλυπταν, σε ποσοστό τουλάχιστον 80%, αποτελούσαν οργανική ενότητα με τις όμορες εκτάσεις δασικού χαρακτήρα. Την 27.2.2007 διενεργήθηκε και νέα αυτοψία, από την δασοπόνο του Δασαρχείου .................... , στην επίδικη έκταση. Στη σχετική, από 28.2.2007 έκθεση αυτοψίας διαλαμβάνονται τα εξής: Η ...... ................ κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1987-2003 προέβη στις κατωτέρω ενέργειες: (α) εκχέρσωση δασικής εκτάσεως, εμβαδού 342,70 τμ, και διαμόρφωση της εκτάσεως σε δύο ανισόπεδα επίπεδα, (β) κατασκευή εντός της εκτάσεως αυτής αυθαίρετου κτίσματος από τσιμεντόλιθους, που χρησιμοποιείται ως παραθεριστική κατοικία, αυθαίρετου ξύλινου στέγαστρου με κεραμίδια, τσιμεντένιας βάσεως, περιφράξεως με συρμάτινο πλέγμα και σιδερένιους πασσάλους στη βόρεια και στη νοτιοδυτική πλευρά της εκχερσωμένης εκτάσεως, περιφράξεως με πέτρινο τοίχο και συρμάτινο πλέγμα στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά της εκχερσωμένης εκτάσεως, καθώς και πέτρινου τοίχου με συρμάτινο πλέγμα στο σημείο όπου διαχωρίζονται τα δύο ανισόπεδα επίπεδα, (γ) φύτευση οπωροφόρων δένδρων εντός της εκχερσωθείσης εκτάσεως (πέντε μουριές και μια ροδακινιά). Όπως αναφέρεται και σε αυτήν την έκθεση, η επίδικη έκταση εκαλύπτετο πριν από την εκχέρσωσή της από αείφυλλα-πλατύφυλλα δενδρώδους μορφής [σχίνα, αγριελιές και φιλίκια], σε ποσοστό περίπου 80%, απέχει από τη θάλασσα 20,00 μ, έχει «μεγάλη οικοπεδική αξία» και συνορεύει ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νοτιοανατολικά με δημόσιο διακατεχόμενο δάσος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και νοτιοδυτικά με έκταση για την οποία έχει εκδοθεί το 604/1/2007 ΠΔΑ του Δασαρχείου .................. . Στη συνέχεια εκδόθηκε για την επίδικη έκταση το 679/2/2.3.2007 ΠΔΑ του Δασαρχείου ............ , εις βάρος της αιτούσας, ενώ με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1261/20.3.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος η έκταση αυτή κηρύχθηκε αναδασωτέα, «με σκοπό αφενός μεν τη διατήρηση του δασικού της χαρακτήρα, ώστε να αποκλεισθεί η διάθεσή της για άλλο προορισμό, αφετέρου δεν την επαναδημιουργία της δασικής βλάστησης με φυσική αναγέννηση». Η προσβαλλομένη, που συνοδεύεται από διάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνεται η επίδικη έκταση με τα στοιχεία 1-2-3-4-5- 6-7-8-9-10-11-12-1, αναφέρει την θέση και το εμβαδόν της αναδασωτέας εκτάσεως και προσδιορίζει τον χαρακτήρα των όμορων αυτής εκτάσεων. 6. Επειδή, η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 τρίμηνη [ήδη δίμηνη, κατ’ άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2040/1992, (Α΄ 70)] προθεσμία από την αποψίλωση ή καταστροφή της δασικής βλάστησης, εντός της οποίας κηρύσσεται υποχρεωτικά η αναδάσωση, έχει την έννοια της έντονης υποδείξεως προς τη Διοίκηση να κινήσει και ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία το ταχύτερο δυνατό και, πάντως, είναι ενδεικτική. Είναι, επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη μη νομίμως εκδόθηκε μετά πάροδο χρονικού διαστήματος μείζονος του τριμήνου από τη διαπίστωση της καταστροφής της δασικής βλαστήσεως.

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου που παρατίθενται σε προηγούμενη σκέψη (βλ. σκέψη 5) και ιδίως από τις εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας Α/Φ ετών λήψεως 1945 και 1960 των αρμοδίων υπαλλήλων του Δασαρχείου ........... προκύπτει ότι η επίδικη έκταση, εμβαδού 342,70 τμ, η οποία έχει έδαφος βραχώδες και περιβάλλεται από δασικές εκτάσεις, εκαλύπτετο προ της εκχερσώσεώς της, που έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 1987 και 2003, από αείφυλλα-πλατύφυλλα δενδρώδους και θαμνώδους μορφής, συγκεκριμένα δε από σχίνα, αγριελιές και φιλίκια, όπως και οι όμορές της, σε ποσοστό τουλάχιστον 80%, και αποτελούσε οργανική ενότητα με τις όμορες αυτές εκτάσεις δασικού χαρακτήρα. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή προκύπτει ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης εκτάσεως προ της άνευ αδείας εκχερσώσεώς της, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία η έκταση αυτή κηρύσσεται αναδασωτέα, με σκοπό την διατήρηση του δασικού της χαρακτήρα, την αποκατάσταση της καταστραφείσης δασικής βλαστήσεως και τον αποκλεισμό της διαθέσεώς της για άλλη χρήση, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, είναι δε αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της την 682/ 1.3.2007 σχετική πρόταση του Δασαρχείου ........... ..... και την 998/8.3.2007 εισήγηση της Διευθύνσεως Δασών, που μνημονεύονται στο προοίμιό της, και συνεπώς είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος.

Αβασίμως επίσης προβάλλεται ότι δεν προσδιορίζονται η ταυτότητα και τα όρια της εκτάσεως, εφόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο διάγραμμα που την συνοδεύει η επίδικη έκταση προσδιορίζεται επακριβώς ως προς τη θέση και τα όριά της. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση ορίζεται ότι «η επαναδημιουργία της δασικής βλάστησης [θα γίνει] με φυσική αναγέννηση», ενώ δεν απαιτείται κατά νόμον μνεία των «ειδικών προγραμμάτων αναδάσωσης», όπως αβασίμως προβάλλει η αιτούσα. Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι παρά τον νόμο η έκθεση φωτοερμηνείας στηρίζεται σε «μέτριας έως κακής ποιότητας» Α/Φ του έτους 1945, προεχόντως διότι, όπως προεκτέθηκε, ελήφθησαν υπόψη και οι Α/Φ έτους 1960. Ο προβαλλόμενος δε από την αιτούσα ισχυρισμός ότι η επίδικη έκταση είναι βραχώδης, «δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα» και ότι σ’ αυτήν «φύονται μόνο μικροί θάμνοι» και αγριελιές, ουδόλως αποδεικνύει τον μη δασικό χαρακτήρα της εκτάσεως, αλλά αντιθέτως επιστηρίζει τις κρίσεις της προσβαλλομένης. Εξ άλλου, την αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζουν (α) τίτλοι κτήσεως της επίδικης εκτάσεως, προεχόντως διότι ο χαρακτηρισμός εκτάσεων από τους ιδιώτες, κατά την κατάρτιση των μεταξύ τους συμφωνιών, δεν δεσμεύει τη σχετική κρίση της Διοικήσεως, αλλά και διότι, όπως συνομολογεί άλλωστε η αιτούσα στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, στο σχετικό συμβόλαιο το μείζον ακίνητο, τμήμα του οποίου αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας το επίδικο, περιγράφεται ως αποτελούμενο εξ αγρού και «δασώδους, πετρώδους και θαμνώδους τόπου χρησίμου προς βοσκήν και ξύλευσιν», (β) το προσκομισθέν από την αιτούσα απόσπασμα αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας, στο οποίο αναφέρεται απλώς ότι το δικαστήριο την κηρύσσει αθώα του αδικήματος της εκ προθέσεως κατασκευής αυθαιρέτου κτίσματος, και (γ) βεβαίωση του Δημάρχου Κύμης περί του χρόνου κατασκευής του εντός της επίδικης εκτάσεως κτίσματος. Την αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζει ούτε η υπ’ αριθμ. 46/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κύμης, εκδοθείσα επί ανακοπής κατά του προαναφερθέντος 679/2/2.3.2007 ΠΔΑ του Δασαρχείου ... . Καθόσον, όπως παγίως γίνεται δεκτό, αρμόδια όργανα για να εκφέρουν κρίση ως προς τον δασικό ή μη χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως είναι οι οικείες δασικές αρχές, η επίλυση δε των διαφορών που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση των σχετικών πράξεων των αρχών αυτών ανήκει στην αρμοδιότητα του ακυρωτικού δικαστή. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, που επιλύουν αμφισβητήσεις οι οποίες ανακύπτουν ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων, κρίνουν περί της υπάρξεως ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν ασκούν επιρροή στον χαρακτηρισμό τους ως δασικών ή μη από τα οικεία διοικητικά όργανα, εκτός εάν βεβαιώνουν την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών, ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της σχετικής διοικητικής κρίσεως. Η ανωτέρω δε υπ’ αριθμ. 46/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κύμης, η οποία δέχεται, κατ’ εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ότι «η επίδικη έκταση καλύπτεται από αραιή θαμνώδη βλάστηση και όχι από αείφυλλα-πλατύφυλλα δενδρώδους μορφής πυκνότητας 80% περίπου ως ισχυρίζεται το Δασαρχείο, είναι βραχώδης και πετρώδης και συνορεύει με τη θάλασσα και με ιδιοκτησία .. και όχι με δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση», δεν περιέχει, πάντως, στοιχεία ικανά να κλονίσουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης, που στηρίζεται σε ειδική έκθεση φωτοερμηνείας Α/Φ του αρμόδιου δασικού οργάνου. Τέλος, η ιδιωτική «Έκθεση πραγματογνωμοσύνης και φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών» έτους 2009 των .............. ........... , την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις της εκθέσεως φωτοερμηνείας των αρμοδίων δασικών αρχών, την οποία όπως προεκτέθηκε έλαβε υπόψη της η προσβαλλόμενη απόφαση. Και τούτο διότι η ιδιωτική αυτή έκθεση, η οποία ουδόλως αναφέρεται στις περιβάλλουσες την επίδικη έκταση δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, που αποτελούν με αυτήν ενιαίο οργανικό σύνολο, δέχεται μεν ότι η επίδικη είναι βραχώδης και φέρει θαμνώδη βλάστηση, αλλά χαρακτηρίζει τη βλάστηση αυτή κατά κύριο λόγο «χορτολιβαδική» και αμφισβητεί το ποσοστό δασοκαλύψεως.

8. Επειδή, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δημόσια, αλλά ιδιωτική, εφόσον το μέτρο της αναδασώσεως επιβάλλεται υποχρεωτικώς, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το Σύνταγμα και τον νόμο, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της εκτάσεως ως δημόσιας ή ιδιωτικής.

9. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα [460] ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2011

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας

Αγγ. Θεοφιλοπούλου Ε. Δασκαλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Δεκεμβρίου 2011.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Αγγ. Θεοφιλοπούλου Π. Μερτζανάκη

Αγωγή κήρυξης συμβολαίου γονικής παροχής ως πλαστού και αναγνώρισης της ακυρότητάς του. Σώρευση διεκδικητικής και περί κλήρου αγωγής. Παθητική νομιμοποίηση στη περί κλήρου αγωγή μόνο εκείνου που νέμεται τα κληρονομιαία αντικείμενα με κληρονομικό δικαίωμα και όχι εκείνου που τα έλαβε εν ζωή από τον κληρονομούμενο. Συνεισφορά...813/2011 ΠΠΡ ΑΘ.

$
0
0

Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης. Έννοια πλάνης, προϋποθέσεις ακύρωσης. Υπογραφή συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου από ηλικιωμένη, η οποία γνώριζε επακριβώς το τι υπέγραφε, η απόφασή της περί μεταβιβάσεως του ακινήτου της ήταν απόφαση ενός φυσιολογικού και λογικά..1270/2011 ΑΠ.

813/2011 ΠΠΡ ΑΘ ( 633755) 
Αγωγή κήρυξης συμβολαίου γονικής παροχής ως πλαστού και αναγνώρισης της ακυρότητάς του. Σώρευση διεκδικητικής και περί κλήρου αγωγής. Παθητική νομιμοποίηση στη περί κλήρου αγωγή μόνο εκείνου που νέμεται τα κληρονομιαία αντικείμενα με κληρονομικό δικαίωμα και όχι εκείνου που τα έλαβε εν ζωή από τον κληρονομούμενο. Συνεισφορά..
μεταξύ των κατιόντων που κληρονομούν εξ αδιαθέτου. Υπολογισμός της συνεισφοράς. Η υποχρέωση της συνεισφοράς μεταβιβάζεται και στον αγοραστή οποίος γίνεται εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον πωλητή έναντι του δανειστή μόνο επί εκποιήσεως της επαχθείσας στον εκποιούντα κληρονομίας ή ποσοστού της όχι όμως και επί μεταβιβάσεως συγκεκριμένου αντικειμένου της κληρονομίας. Απόδειξη. Δημόσια έγγραφα. Συμβόλαιο γονικής παροχής. Συμβολαιογραφικά έγγραφα. Αποδεικτική ισχύς αυτών. Προϋποθέσεις για το επιτρεπτό της ανταπόδειξης. Διάκριση περιπτώσεων. Αδυναμία υπογραφής συμβολαιογραφικού εγγράφου. Περιπτώσεις. Η επίκληση της ακυρότητας του συμβολαιογραφικού εγγράφου δεν υπόκειται σε παραγραφή αλλά στη διάταξη του αρ. 281 ΑΚ. Έγκυρη η σύσταση γονικής παροχής δια συμβολαιογραφικού εγγράφου καθώς η μετέπειτα αποβιώσασα δεν είχε απολέσει εντελώς την όρασή της, ώστε να είναι εφαρμοστέες οι πρόσθετες διατυπώσεις κατά τη κατάρτιση του συμβολαίου. Υποχρέωση των εναγόμενων καθολικών διαδόχων του αποβιώσαντος προς συνεισφορά. Το δικαστήριο δέχεται την επικουρική βάση της αγωγής περί συνεισφοράς. Βλ. την απόφαση 1427/2015 ΕφΑθ με την οποία απερρίφθη κατ` ουσίαν η έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.


  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης

813/2011

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Μαρία Σωμαράκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία- Ελένη Βαργιά Πρωτόδικη- Εισηγήτρια, Κωνσταντίνο Αδαμαντόπουλο Πρωτόδικη και από την γραμματέα Μαρία Τότσικα.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουάριου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της ενάγουσας: ....... του ......., το γένος ....... και ......., κάτοικος ......., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου .....

Των εναγόμενων: 1) ....... χήρας ......., 2) ....... του ......., καιοίκων Αθηνών και 3) ....... του ......., κατοίκου Αθηνών, οι οποίες παραστάθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ....... του ......., δια της πληρεξούσιας τους.....

Η ενάγουσα εταιρία ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-10-2007 αγωγή της ( αριθμ. καταθ. 9798/2007) η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 5-2-2009 κατά την οποία οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτά ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιον του, εάν το πρόσωπο αυτό είναι καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά το άρθρο 440 του ίδιου κώδικα τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς οσα βεβαιώνονται σε αυτό, οτι έγιναν από το συμβολαιογράφο ή ότι έγιναν ενώπιον του όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος. Στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός εάν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό από δικηγόρο εφοδιασμένο με ειδικό πληρεξούσιο ενώ στη δεύτερη περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τη διατύπωση αυτή. Αυτή η διαφοροποίηση υπάρχει διότι ως προς τα γεγονότα του άρθρου 440 ΚΠολΔ, δηλαδή αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συμιβολαιογράφος, περιέχονται στο συμβόλαιο υποκειμενικές κρίσεις σχηματισθείσες σύμφωνα με την αντίληψη του (ΑΠ 507/2003, ΑΠ 88/2003, ΑΠ 1428/2000, ΑΠ 426/2000, AΠ 443/ 1992, Ηλεκτρονική τράπεζα δεδομένων Νόμος). Στα γεγονότα του άρθρου 440 ΚΠολΔ συγκαταλέγεται και η κρίση του συμβολαιογράφου ότι οι συμβαλλόμενοι γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα. Αντίθετη ερμηνεία, δηλαδή παραδοχή όχι η κρίση αυτή ανήκει στα γεγονότα του άρθρου 438 ΚΠολΔ θα εισήγαγε στο σύστημα αποδείξεως των δημοσίων εγγράφων την έννοια της διανοητικής πλαστογραφίας, καθιστώντας κενό περιεχομένου το άρθρο 438 ΚΠολΔ παρά την αντίθετη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος θεσπίζοντας τις δύο ως άνω διατάξεις διαφορετικού περιεχομένου κατέστησε σαφές, ότι το περιεχόμενο των συμβολαιογραφικών εγγράφων που αφορά σε γεγονότα, τα οποία δεν έγιναν από το συμβολαιογράφο ή ενώπιον του δεν προσβάλλεται ως πλαστό αλλά ανατρέπεται ανταποδεικτικώς. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρ. 9 Ν. 670/1977 η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωσιν και υπογραφήν συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνον επί αδυναμίας υπογραφής παρά τινός των εμφανιζόμενων δι` οιονδήποτε λόγον. Εξάλλου, κατά το εδάφιο α` του άρθρ. 455 ΚΠολΔ, τα δημόσια έγγραφα θεωρούνται γνήσια και επιτρέπεται μόνο να προσβληθούν ως πλαστά.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 670/1977, που αφορά τον Κώδικα Συμβολαιογράφων, η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου η δύο μαρτύρων, κατά την ανάγνωση και υπογραφή συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνο στη περίπτωση αδυναμίας υπογραφής από κάποιον εμφανιζόμενο εξ αιτίας οποιουδήποτε λόγου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αδυναμία υπογραφής συμβολαιογραφικού εγγράφου μπορεί να υπάρξει τις ακόλουθες περιπτώσεις: α ) Αν ο συμβαλλόμενος η εμφανιζόμενος είναι αγράμματος, β ) Αν επίσης ο ίδιος αδυνατεί να υπογράψει εξαιτίας της ύπαρξης προσωρινού η διαρκούς σωματικού κωλύματός του, όπως λ.χ. όταν πρόκειται για πάθηση του χεριού του, η των χεριών του από κάποιο ατύχημα που του στερεί τη δυνατότητα θέσεως υπογραφής του. γ`) Αν κάποιος από τους συμβαλλόμενους είναι τυφλός, είχε προσωρινά εξ αιτίας ατυχήματος, είτε επειδή υπάρχει διαρκής ολική τύφλωσή του. Τούτο επειδή ο τυφλός δεν μπορεί να ελέγξει μόνος του την ταυτότητα της πράξεώς του. Η υπογραφή όμως του τυφλού δεν βλάπτει σε περίπτωση που συμπράττει και δεύτερος συμβολαιογράφος ή δύο μάρτυρες, οπότε και αποσοβείται η πλοστογραφία, και δ`) Αν τέλος κάποιος από τους συμβαλλόμενους ή του εμφανισθέντες δηλώσει στο συμβολαιογράφο ότι είναι κουφός, άλαλος ή κωφάλαλος. Μάλιστα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται πως η μη τήρηση της παραπάνω σημειούμενης διάταξης του άρθρου θ παρ. 2 επιφέρει ακυρότητα του συμβολαίου. Κατά την παράγραφο 3 του άρρθρου 12 Συμβολαιογραφικόν έγγραφον άκυρον κατά τας διατάξεις του παρόντος, ισχύει ως ιδιωτικόν, εάν φέρη τας υπογραφάς των συμβαλλόμενων. Το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας, για την οποία δεν απαιτείται κήρυξη με δικαστική απόφαση δεν υπόκειται σε χρονική οριοθέτηση, δηλαδή παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία αλλά στην ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, Γενικές Αρχές, τ.Α`, έκδ.2001, άρθρο 180, αρ.6). Κατά το άρθρο 147 ν. 2830/2000 (ισχύων Κώδικας Συμβολαιογράφων) συμβολαιογραφικές πράξεις άκυρες ή ακυρώσιμες, κατά τον Κώδικα Συμβολαιογράφων που προϊσχυσε, θεωρούνται από τη δημοσίευση του ν. 2830/2000 έγκυρες, εκτός, εάν έχει εκδοθεί αντίθετη τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Τέλος, με την αγωγή κήρυξης συμβολαίου γονικής παροχής πλάστου και αναγνώρισης της ακυρότητας του σωρεύονται νομιμως η διεκδικητική (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, τ. Α`, σελ.308, περ. δ ) και η περί κλήρου αγωγή (Κ.Παπαδόπουλος, Αγωγές κληρονομικού δικαίου, τ. Α`, σελ. 430, περ. στ`) πλην όμως στην περί κλήρου αγωγή εναγόμενος μπορεί να είναι μόνον όποιος νέμεται τα αντικείμενα της κληρονομιάς ως κληρονόμος ή με άλλον τρόπο που προβλέπει το κληρονομικό δίκαιο ή δυνάμει δικαιώματος που έλκει από τον νεμόμενο ως κληρονόμο και όχι ο λαβών με δωρεά εν ζωή από τον κληρονομούμενο (Κ.Παπαδόπουλος, Αγωγές κληρονομικού δικαίου, τ. A`, σελ 398-399) Σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1895 του ΑΚ (όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το ν. 1329/1983 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η παροχή έγινε πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 88 αυτού, ΕφΑθ 3304/1986 Δνη 27.1183), οι κατιόντες που κληρονομούν εξ αδιαθέτου υποχρεούνται κατά τη διανομή της κληρονομιάς να συνεισφέρουν μεταξύ τούς, ανάμεοα στις άλλες παροχές που απαριθμεί το άρθρο αυτό και εκείνη που έγινε προς αυτούς από τον κληρονομούμενο με πράξη του, όταν ζούσε, είτε με σύσταση προίκας, είχε για την αποκατάσταση δικού τους οίκου, έκτος αν κατά την παροχή της ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά, καθώς και κάθε δωρεά προς αυτούς εφόσον ο κληρονομούμενος διέταξε τη συνεισφορά ή τον καταλογισμό της στην κληρονομική τους μερίδα. Η μεταξύ των κατιόντων συνεισφορά γίνεται κατά το άρθρο 1899 ΑΚ λογιστικά και αθροιστικά, αφού πρώτα αποτιμάται η αξία της κληρονομιάς καιά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στο ποσό που προκύπτει αθροίζονται οι παροχές, που έγιναν σε καθένα από τους κατιόντες και συνεισφέροντες, σύμφωνα με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Στο σύνολο αυτό του αθροίσματος υπολογίζεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του κατιόντος και έπειτα αφαιρειται απ`αυτήν η αξία της παροχής που ο κατιών είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει (ΑΠ 615/74 ΝοΒ 23.171, ΕφΠ 341/1986 ΝοΒ 35.565, ΕφΑθ 392/1982 Δνη 23.592, Παπαδόπουλος, Αγωγές Κληρ. Δικ., παρ. 255, σελ. 369-370). Εάν όμως από το χρόνο που έγινε η παροχή μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο οποίος χρόνος αυτός είναι και ο κρίσιμος κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ, για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση, υποτίμηση ή σοβαρή διακύμανση, πρέπει, κατά την καθιερούμενη από το 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστεως, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογιστεί σε δραχμές της αυτής πραγματικής αξίας την οποία αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Η αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα αναχθεί, με βάση την άνω αρχή του άρθρου 288 ΑΚ, στο ισάξιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο της παροχής και ακολούθως του θανάτου του κληρονομουμένου και η μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και η αύξηση στο μεταξύ του τιμαρίθμου (ΑΠ 1924/ 1988 ΝοΒ 37.738, ΑΠ 615/1974 ΝοΒ 23.171, ΕφΠ 341/1986 ΝοΒ 35.565). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1871, 1884, 1895, 1897, 1899 και 1900 ΑΚ, ο κατιών που έχει αξίωση σε συνεισφορά, που συνεπάγεται τον περιορισμό ή το μηδενισμό του μεριδίου του κατιόντος που έχει υποχρέωση συνεισφοράς, μπορεί να την προβάλει με ένσταση κατά τη διανομή ή ν` ασκήσει, πριν από αυτήν, αναγνωριστική αγωγή, ή να την αξιώσει με την περί κλήρου αγωγή (ΑΠ 1081/ 1990 Δνη 83.77, Παπαδόπουλος, Αγωγές Κληρον. Δικ., παρ. 249, περ. 3, σελ. 363, Παπαντωνίου, Κληρ. Δίκ., σελ. 372, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. Αστ. Κωδ., άρθρο 1895, υελ. 237δ(. Ακόμη η αγωγή υποχρεώσεως συνεισφοράς μπορεί να σωρευθεί με αγωγή αναγνωρίσεως κληρονομικού δικαιώματος, αφού η πρώτη εισάγει παρεμπίπτον ζήτημα για το κληρονομικό δικαίωμα (Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 347, ΑΠ 547/1968 ΝοΒ 17.158). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1900 ΑΚ, αν η αξία της παροχής που πρέπει να συνεισφέρει ο κατιών είναι μεγαλύτερη από τη μερίδα που του ανήκει, δεν έχει υποχρέωση για το επιπλέον. Σε τέτοια περίπτωση η κληρονομιά διανέμεται μεταξύ των λοιπών κληρονόμων, χωρίς να υπολογίζεται η παροχή που έπρεπε να συνεισφέρει ο κατιών. Η υποχρέωση συνεισφοράς είναι ενοχική και μεταβιβάζεται και στον αγοραστή, που καθίσταται εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον πωλητή, έναντι του δανειστή, μόνο σε περίπτωση εκποιήσεως της επαχθείσας στον εκποιούντα κληρονομιάς ή ποσοστού αυτής. Δεν ισχύει όμως αυτό επί μεταβιβάσεως συγκεκριμένου αντικειμένου της κληρονομιάς ή ποσοστού επί του αντικειμένου αυτού (Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 363, Βαθρακοκοίλης, ό.π., σελ. 2377, Πολ ΠρΠειρ 5070/1966 ΝοΒ 14.1156).Τέλος, στην αγωγή αναγνωρίσεως υποχρεώσεως συνεισφοράς ενάγων είναι ο κατιών που είχε συμφέρον να ζητήσει τη συνεισφορά της παροχής ή των παροχών που έκανε ο κληρονομούμενος άπο ζούσε σε άλλον κατιόντα ή κατιόντες και εναγόμενος είναι ο κατιών που πήρε παροχή από τον κληρονομούμενο όσο ζούσε (Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 367).Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή της ότι είναι τέκνο της αποβιωσάσης κατά την 12-11-2004 μητέρας της ....... χήρας ....... το γένος ....... και ....... και αδελφή του αποβιώσαντος κατά την 22-9-2006 ......., στον οποίο η μητέρα της μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα λόγω γονικής παροχής με το υπ` αριθμ. 629/3-4-2003 συμβόλαιο σύστασης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ......., της περιγραφόμενες κατά θέση έκταση και όρια οριζόντιες ιδιοκτησίες. Ότι το συμβόλαιο γονικής παροχής , με το οποίο μεταβιβάσθηκαν οι περιγραφόμενες στην αγωγή οριζόντιες ιδιοκτησίες από την μητέρα τους στον αποβιώσαντα ως άνω αδελφό της ....... και στην συνέχεια μετά την επέλευση του θανάτου του στις εναγόμενες ως μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, είναι πλαστό διότι αφενός η συμβολαιογράφος ψευδώς βεβαίωσε ότι η συμβαλλόμενη μητέρα της ήταν πρόσωπο μη εξαιρούμενο από το νόμο παρά το γεγονός ότι είχε άμεση αντίληψη ότι ήταν τυφλή ( άρθρο 460 ΚΠολΔ) και αφετέρου ότι η μία εκ των συμβαλλόμενων δεν μπορούσε με τις δικές της αισθήσεις να αντιληφθεί και να βεβαιωθεί για το περιεχόμενο των δικών της δηλώσεων που καταχωρήθηκαν και επικουρικώς ότι είναι άκυρο διότι συντάχθηκε χωρίς την σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων καίτοι η συμβαλλόμενη σε αυτό παρέχουσα ήταν τυφλή ( άρθρο 9παρ.1 του Ν. 2830/2000). Επίσης, ισχυρίζονται ότι με την ακύρωση του συμβολαίου γονικής παροχής καθίσταται άκυρη και η συνταχθείσα μεταγενεστέρως υπ` αριθμ. 6253/31-5-2007 πράξη αποδοχής κληρονομίας κατά το μέρος που θίγει το κληρονομικό της δικαίωμα, ήτοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που περιγράφονται σε αυτήν, καθώς και ότι η πρώτη των εναγομένων καθώς και η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων εν διαστάσει σύζυγος και τέκνα αντιστοίχως του ακύρως παρέχοντος καθίστανται συγκύριοι λόγω καθολικής διαδοχής του επιδίκου κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών και κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστη εκ των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων έκαστος υπό την ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος κατά την 22-9- 2000 αδελφού της ενάγουσας ....... καθώς και ότι οι εναγόμενοι την παροχή που ο δικαιοπάροχός τους ....... έλαβε πρέπει να την συνεισφέρουν στην κληρονομιαία περιουσία της μητέρας της ......., συνεκτιμώμενου του γεγονότος ότι η αξία της επίδικης παροχής υπερκαλύπτει την μερίδα του στην κληρονομιά της μητρός του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό αιτείται να αναγνωριστεί ως πλαστό το ανωτέρω αναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας με παρακράτηση της επικαρπίας και επικουρικός να αναγνωριστεί άκυρο, να κηρυχθεί άκυρη η υπ` αριθμ. 6353/31-5- 2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου ....... κατά το μέρος που θίγει το κληρονομικό της δικαίωμα ήτοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου των περιγραφομένων σε αυτή ακινήτων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη, 3/8 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη και 3/8 εξ αδιαιρέτου η Τρίτη να της αποδώσουν την νομή του 1/2 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που αναφέρονται στην υπ` αριθμ. 629/3-4-2003 πράξη της ανωτέρω συμβολαιογράφου τα οποία νέμονται αντιπτοιούμενες κληρονομικό της δικαίωμα. Αλλως, επικουρικός σε περίπτωση που δε γίνει δεκτή η κύρια βάση της αγωγής της ζητεί να αναγνωριστεί α) η υποχρέωση των εναγομένων ως καθολικών διαδόχων του ....... του ....... να συνεισφέρουν στην κληρονομιαία περιουσία της μητέρας της ....... την παροχή που περιήλθε στο δικαιοπάροχό τους δυνάμει της υπ` αριθμ. 629/2003 πράξης σύστασης γονικής παροχής, β) ότι η αξία των ακινήτων που έλαβε ως γονική παροχή ο δικαιοπάροχος των εναγομένων ....... υπερκαλύπτει την μερίδα του στην ως άνω κληρονομιά, γ) το κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της καταληφθείσης από την μητέρα της κληρονομιάς, δ) η ακυρότητα της υπ` αριθμ. 6252/31-5- 2007 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου ....... και τέλος να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της αποδώσουν την νομή του 1/8 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Α5 οριζόντιας ιδιοκτησίας που περιγράφεται στο ιστορικό το οποίο και παρακρατούν αντιποιούμενες κληρονομικό της δικαίωμα και συγκεκριμένα 2/64 η πρώτη, 3/64 η δεύτερη και 3/64 η τρίτη και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα το αγωγικό δικόγραφο παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ` ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 18 περ. 1, 22, 25 παρ.2, 29 και 30 ΚΠολΔ) τυγχάνει δε ορισμένη και κατ` ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου νομικά βάσιμη σύμφωνα με τις διατάζεις των άρθρων 70, 438, 440, 441 και 176 ΚΠολΔ ως προς το κύριο αίτημα, διότι αυτό κατατείνει όχι στην κήρυξη του συμβολοίου γονικής παροχής πλαστού, όπως αναφέρεται στην αγωγή, αλλά στην αναγνώριση ότι η παρέχουσα δεν έβλεπε και συνεπώς δεν εξέφρασε τη δικαιοπρακτική βούληση που αναφέρεται στο συμβόλαιο και ουδέποτε χώρησε η προαναφερθείσα μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής, δεδομένου ότι η αναγνώριση αυτή είναι έλασσον αίτημα σε σχέση με την κήρυξη της πλαστότητας, και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1813, 1820, 1871, 1094 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ οι αγωγές περί κλήρου και διεκδικητικής που σωρεύονται αντικειμενικά. Σημειωτέον ότι η σώρευση των ανωτέρω αγωγών στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο δεν δημιουργεί πρόβλημα, διότι πληρούνται όλοι οι όροι του άρθρου 218 ΚΠολΔ και ιδίως οι αγωγές δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, εφ` όσον από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής συνάγεται ότι αμφότερες ασκούνται για την περίπτωση που γίνει δεκτό ένα από τα δύο αιτήματα που βάλλουν κατά της εγκυρότητας του συμβολαίου. Αναφορικά με τη διεκδικητική αγωγή, δεν τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 220 ΚΠολΔ, δηλαδή περίληψη αυτής εγγράφηκε εμπρόθεσμα στο οικείο βιβλίο διεκδικήσεων του Κτηματολογίου Ρόδου (αύξων αριθμός εγγραφής 1326/26.22004) μόνον σε ό,τι αφορά στη διεκδίκηση του πρώτου επιδίκου με αριθμό κτηματολογικής μερίδας 765Γ όχι όμως και του δευτέρου με αριθμό κτηματολογικής μερίδας 765 ενώ αναφορικά και με τις δύο αγωγές δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 106 ν. 2961/2001 (δεν προσκομίσθηκε πιστοποιητικό δήλωσης φόρου κληρονομιάς), αν και κατ` άρθρο 227 παρ.1 ΚΠολΔ ειδοποιήθηκε σχετικά ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων τη Δευτέρα, 20.3.2006 και ώρα 12.30, να συμπληρώσει τις ανωτέρω τυπικές παραλείψεις εντός τριών ημερών, όπως αποδεικνύεται από τη σημείωση της γραμματέως του Δικαστηρίου σε φύλλο συνημμένο στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας. Επομένως, είναι απαράδεκτη η συζήτηση των σωρευομένων διεκδικητικής και περί κλήρου αγωγών. Τέλος, προσκομίζεται και η από 10.2.2005 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων για την αποτυχία της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (άρθρο 214Α παρ.7 ΚΠολΔ) και επομένως πρέπει στο μέτρο που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νομικά βάσιμη να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτής καταχωρήθηκε στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου Αθηνών ( βλ. το υπ` αριθμ. 52464/19-10-2007 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και β) καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος Δικαστικού Ενσήμου Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, λαμβανομένων υπ’ όψη και των υπ` αριθμ. 420/14-1- 2009, 421/14-1-2009, 422/14-1-2009 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εναγομένων ......., ....... συζ. ....... και ......., που συντάχθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου ....... του ....... οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεμης κλήτευσης της ενάγουσας εντός δύο τουλάχιστον ημερών πριν από την σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης κατά τα επιτασσόμενα στο άρθρο επιδόσως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Γ. Πάπαρη) καθώς και της υπ` αριθμ. 229/2009 ένορκης βεβαίωσης που συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, εντός δύο τουλάχιστον ημερών πριν από την σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ ( βλ. τις υπ` αριθμ. 8513/9-1- 2009 και 85145/9-1-2009 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ανδρέα Μιχόπουλου), σε συνδυασμό με τα έγγραφα που έχουν νομίμως μετ` επικλήσεως προσκομισθεί και λαμβάνονται υπόψη, όσα από αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ.1, 270 ππρ. 2, 393, 394, 395 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), και από τα διαμειβόμενα με τις προτάσεις των διαδίκων μερών σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 12 Νοεμβρίου 2004 απεβίωσε αδιάθετη η μητέρα της ενάγουσας ....... χήρα ......., το γένος ....... και ......., πού γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13-8-1933, η οποία κατοικούσε κατά την διάρκεια της ζωής της. Κατά το χρόνο του θανάτου της κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς της την ενάγουσα και τον ......., τέκνα της από το γάμο της με τον ....... που είχε προαποβιώσει αυτής. Στις 22-9-2006 απεβίωσε αδιάθετος ο αδελφός της ενάγουσας ....... του ....... που είχε γεννηθεί το έτος 1951 και κατοικούσε όσο βρισκόταν εν ζωή στην Αθήνα και επί της οδού ....... . Κατά το χρόνο θανάτου του κατελειπε ως μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την πρώτη εναγόμενη εν διαστάσει από το 1993 σύζυγό του σε ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου και τις θυγατέρες του δεύτερη και τρίτη εκ των εναγόμενων σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου την κάθε μία. Από το 1984 περίπου η μητέρα της ενάγουσας αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας οφειλόμενα κυρίως στον σακχαρώδη διαβήτη από τον οποίο έπασχε. Το έτος 1998 ακρωτηριάστηκε στο αριστερό της πόδι στο ύψος μεσότητας μηρού, λόγω διαβητικής γάγγραινας και της τοποθετήθηκε τεχνητό μέλος. Εκτοτε μετακινείτο σε αναπηρικό αμαξίδιο και μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος μετακινείτο μόνο με την βοήθεια περιπατητήρα. Επιπλέον ο διαβήτης είχε πλήξει και την όρασή της η οποία ήδη από το έτος 1983 είχε μειωθεί σημαντικά και εξ αυτού του λόγου υποβλήθηκε σε επανειλημμένες θεραπείες στην οφθαλμολογική κλινική του ....... «.......». Παράλληλα έπασχε από στεφανιαία νόσο τριών αγγείων, υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια ενώ ταυτόχρονα είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και οξύ πνευμονικό οίδημια. Από το 2001 έπασχε και από διαβητική νεφροπάθεια. Το 1998 έλαβε επίδομα απόλυτης αναπηρίας οπό ιο ΙΚΑ λόγω τυφλότητας. Κατά την εξέτασή της στις 15-1-2003 από την 8η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ η οποία με την υπ` αριθμ. 68/2003 γνωμάτευσή της διαπίστωσε απώλεια όρασης και εκτός των προαναφερόμενων παθήσεων αναγράφει ότι αυτή δεν προσανατολίζεται στο χώρο και ότι δεν αναγνωρίζει επιδεικνυόμενα αντικείμενα. Περαιτέρω της αναγνώρισε ποσοστό αναπηρίας 80% εφόρου ζωής και επιπλέον βοήθημα για την πρόσληψη ετέρου προσώπου επίσης εφόρου ζωής. Η ως άνω γνωμάτευση έγινε δεκτή με την από 27-1-2003 πράξη της διευθύντριας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων Αθηνών ΙΚΑ μέχρι το θάνατό της που επήλθε περίπου 2 χρόνια μετά. Η ως άνω αποβιώσασα είχε στην κυριότητά της α) το με στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δεύτερου πάνω από το ισόγειο- πυλωτή ορόφου, αποτελούμενο από έναν ημιυπαίθριο χώρο, εξώστη, σαλόνι- κουζίνα, δύο υπνοδωμάτια, διάδρομο λουτρό και WC, το οποίο συνορεύει βόρεια με το Β2 διαμέρισμα του ίδιου ορόφου, πλατύσκαλο ορόφου και φρέαρ ανελκυστήρα, νότια με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών, ανατολικά με εξώστη προς ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν αυτού με την οδό ....... και δυτικά εν μέρει με ημιυπαίθριο χώρο και πέραν αυτού με τον πίσω ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Έχει επιφάνεια 87 τ.μ. ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 51,40/1000 εξ αδιαιρέτου, επιφάνεια οικοπέδου σε 28,10 τ.μ. και ποοοστό συμμετοχής στις δαπάνες κοινοχρήστων 52/1000, β) την με στοιχεία Ρ-9 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου- πυλωτής που έχει τεθεί σε συνεχή εξυπηρέτηση του διαμερίσματος αυτού και συνορεύει βόρεια με όριο οικοπέδου και πέραν αυτού με την οδό ......., νότια με κοινόχρηστο χώρο πυλωτής, ανατολικά εν μέρει με κοινόχρηστο χώρο πυλωτής και εν μέρει με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και δυτικά με την Ρ-8 θέση στάθμευοης αυτοκινήτου όπως εμφαίνεται αναλυτικά στο από 20-2- 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου του ίδιου μηχανικού, επιφάνειας 10,12 τμ, με ποσοστό συμμετοχής στις δαπάνες κοινοχρήστων 2/1000, γ) την με στοιχεία ΑΠ-7 αποθήκη του υπογείου ορόφου, που συνορεύει βόρεια με την Ρ18 θέοη στάθμευσης αυτοκινήτου, νότια με κοινόχρηστο διάδρομο υπογείου, ανατολικά με την ΑΠ-8 αποθήκη και δυτικά με την Α-6 αποθήκη, όπως η τελευταία εμφαίνεται στο από 20-2-2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου του ίδιου μηχανικού, επιφάνειας 3,60 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 1/1000 εξ αδιαιρέτου το οποίο αναλογεί σε επιφάνεια οικοπέδου 0,50 τ.μ. και ποσοστό συμμετοχής σε δαπάνες κοινοχρήστων 2/1000. Τα ως άνω περιγραφόμενα ακίνητα βρίσκονται σε πολυκατοικία που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου έκτασης 541,05 τμ το οποίο βρίσκεται στην διασταύρωση των οδών ....... και ....... ( πρώην .......) ....... στην περιοχή ....... του Δήμου Αθηναίων. Τα ανωτέρω ακίνητα είχαν περιέλθει στην κληρονομούμενη με ιην υπ` αριθμ. 543/2-8- 2002 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ....... που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων. Η ως άνω αποβιώσασα μεταβίβασε τις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες στον υιό της και αδελφό της ενάγουσας λόγω γονικής παροχής κατ` άρθρο 1509 ΑΚ δυνάμει του υπ` αριθμ. 629/3-4-2003 συμβολαιογραφικού εγγράφου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ....... το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα. Η συμβολαιογράφος βεβαίωσε στην πρώτη σελίδα του ανωτέρω συμβολαίου ότι στις 3 Απριλίου 2003 προσήλθε στο διαμέρισμα της ....... χήρας ......., που βρίσκεται στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας, στην οδό ......., όπου και εμφανίσθηκε εκτός από την ....... χήρα ......., και αφετέρου ο ....... του ....... και της ....... . Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και απ` όσα αναφέρει η εν λόγω Συμβολαιογράφος στην υπ` αριθμ. 422/14-1-2009 ένορκη βεβαίωοή της, στην οποία μεταξύ άλλων εκθέτει ότι όταν πήγε στην οικία της αποβιωσάσας την υποδέχθηκε η ίδια στην πόρτα του διαμερίσματος και την συνόδεψε στο σαλόνι του σπιτιού, όπου και διαπίστωσε ότι εκινείτο μόνη μέσα στο σπίτι στηριζόμενη στο γνωστό ΠΙ, επέμεινε δε να την κεράσει και να την περιποιηθεί. Τονίζει δε ότι άρχισε την ανάγνωση του συμβολαίου, το οποίο διάβασε από την αρχή μέχρι το τέλος καθαρά και δυνατά και στην συνέχεια υπέγραψαν οι συμβαλλόμενοι το τέλος κάθε φύλλου όπως τους υπέδειξε. Η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος διευκρινίζει ότι σε όλη την διάρκεια της ανάγνωσης και της υπογραφής του συμβολαίου δεν διαπίστωσε καμία απολύτως αδυναμία υπογραφής των συμβαλλόμενων και ιδιαίτερα της παρέχουσας ......., η οποία υπέγραψε με χέρι σταθερό, χωρίς να ξεφύγει εκτός της σελίδας ή εκτός των περιθωρίων του συμβολαιογραφικού κειμένου γεγονός που θα την έκανε να ανησυχήσει για την δυνατότητα όρασης της παρέχουσας. Εξάλλου όπως τονίζει η εν λόγω Συμβολαιογράφος η γνησιότητα της υπογραφής της δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν και προσθέτει ότι το βλέμμα της ήταν στραμμένο στα μάτια της κάθε φορά που της απευθυνόταν. Επιπλέον υποστηρίζει ότι δεν αντιλήφθηκε κανένα πρόβλημα το οποίο θα μπορούσε να επηρεάζει την κρίση της αποβιώσάσης μητέρας της, η οποία αντιλαμβανόταν πλήρως τι ήταν το έγγραφο που υπέγραφε και η ίδια της είχε ζητήσει να συντάξει. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση του συζύγου της τρίτης εναγόμενης ......., ο οποίος μεταξύ άλλων καταθέτει ότι επισκέπτονταν τακτικά στην οικία της την ....... και την έβλεπε να διαβάζει να παρακολουθεί τηλεόραση, να ανοίγει λογαριασμούς και να έχει πλήρη αντίληψη του χώρου και του προσανατολισμού. Το ότι η ως άνω αποβιώσασα δεν ήταν εντελώς τυφλή επιβεβαιώνει και η νονά της τρίτης των εναγομένων. Εξάλλου όπως προκύπτει από το επικυρωμένο αντίγραφο του υπ αριθμ. 629/2003 επίδικου συμβολαίου φαίνεται πίσω από κάθε σελίδα του συμβολαίου να έχει τεθεί η υπογραφή της ......., η οποία χαρακτηρίζεται για την σταθερότητά της και υποδεικνύει άτομο που βλέπει και τι υπογράφει και σε ποιο σημείο χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή τρεμούλιασμα. Πέραν των προεκτεθέντων πρέπει να λεχθεί ότι η ως άνω αποβιώσασα όπως άλλωστε αναγράφεται και στο φύλλο υπ` αριθμό 4 του υπ` αριθμ. 629/2003 συμβολαίου είχε συμμετάσχει το έτος 1999 στο υπ` αριθμ. 29926/11-3-1999 συμβόλαιο συνένωσης οικοπέδων με ανταλλαγή ποσοστών εξ αδιαιρέτου αυτών το οποίο είχε, συνταχθεί ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ......., δηλαδή ένα χρόνο μετά την επικαλούμενη από την ενάγουσα ολική τύφλωση, το οποίο συμβόλαιο είχε υπογράφει απ` όλους τους οικοπεδούχους, συμπεριλαμβονομένης και της ως άνω οναφερομένης αποβιωσάσης. Το προαναφερόμενο συμβόλαιο διορθώθηκε αργότερα με την υπ` αριθμ. 495/30-4- 2002 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ......., η οποία υπογράφηκε απ` όλους τούς οικοπεδούχους. Από τους παρισταμένους κατά την υπογραφή τον ανωτέρω συμβολαίων κάποιος θα αντιλαμβανόταν ότι η ....... έπασχε από ολική τύφλωση. Συνεπώς, εγκύρως η ....... προέβη στην υπ` αριθμ.629/3-4-2003 σύσταση γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ......., χωρίς να έχει συμπράξει κατά την κατάρτισή του ανωτέρω συμβολαίου δεύτερος συμβολαιογράφος ή να έχουν παραστεί δύο μάρτυρες, όπως ορίζει ο νόμος, αφού αποδείχθηκε πλήρως ότι η ως άνω αποβιώσασα δεν ήταν εντελώς τυφλή. Πέραν των προεκτεθειμένων αφού στο συμβόλαιο δεν γίνεται μνεία για τέτοια αδυναμία της, αλλ` αντίθετα η πωλήτρια φέρεται ότι το υπέγραψε και τούτο δεν προσβλήθηκε ως πλαστό από τον αντισυμβαλλόμενο υιό της, παράγεχαι από το συμβόλαιο ως δημόσιο έγγραφο πλήρης απόδειξη ως προς τη δυνατότητα υπογραφής του από εκείνη, την οποία εξ επαγγέλματος οφείλε να εξετάσει η συμβολαιογράφος. Το προσκομιζόμενο εκ μέρους της ενάγουσας έγγραφο του ΙΚΑ στο οποίο εμφανίζεται τυφλή η ως άνω αποβιώσασα δεν απεικονίζει την πραγματική κατάσταση, αφού σύμφωνα με όση αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων ο υιός της ....... πέτυχε να λαμβάνει η μητέρα επίδομα ολικής αναπηρίας για το λόγο της τυφλότητας με παρουσίαση πολύ μεγαλύτερου ποσοστού απώλειας όρασης απ` όσο είχε πραγματικά. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές θα πρέπει να απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής ως ουσία αβάσιμη. Ακολούθως, θα πρέπει να ερευνηθεί η επικουρική βάση της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 1871 ΑΚ στρν οποία σωρεύεται ως παρεμπίπτουσα σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην μείζονα σκέψη της παρούσας και η αγωγή συνεισφοράς η οποία στηρίζεται στο άρθρο 1895 ΑΚ. Η άνω ....... χήρα ....... που πέθανε χωρίς ν` αφήσει διαθήκη, άφησε ως μοναδικούς κληρονόμους του τα δύο παιδιά της, ήτοι την ενάγουσα και τον υιό της ....... του ......., ο οποίος απεβίωσε στις 22-9-2006 και μετά τον θάνατό του υπεισήλθαν στην κληρονομική του μερίδα η πρώτη των εναγομένων και εν διαστάσει σύζυγός του από το 1993 και οι θυγατέρες του δεύτερη και τρίτη των εναγομένων. Η κληρονομούμενη κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν κυρία κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου μιας αυτοτελούς, διαιρεμένης και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας μιας πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί το 1975, σε οικόπεδο έκτασης 890 τ.μ. επί των οδών ....... και ....... στο Δήμο ....... Αττικής, εντός των Ο.Τ. με αριθμούς ....... και ....... και συγκεκριμένα του με στοιχεία Α5 διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, αποτελούμενου από σαλόνι, τραπεζαρία κουζίνα λουτροαποχωρητήριο, οφφίς και κοιτώνα που συνορεύει ΒΑ με οδό ......., ΝΑ με οδό ......., ΝΔ με ιδιοκτησία κληρονόμων ....... και ΒΔ με ιδιοκτησία ....... . Το διαμέρισμα αυτό έχει επιφάνεια 63,51 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 21,747/1000 εξ αδιαιρέτου και αναλογούσα επιφάνεια οικοπέδου 19.379 τ.μ., αξίας κατά το χρόνο θανάτου της 33.710,71 ευρώ το όλο και 8.427,67 το 1/4 εξ αδιαιρέτου και εμπορικής αξίας ποσού (8.427,67 + 30 %) 10.955,97 ευρώ. Το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο περιήλθε στην αποβιώσασα από κληρονομιά του συζύγου της και πατέρα των εναγομένων ....... του ......., ο οποίος είχε προαποβιώσει στις 25-12-1991 αδιάθετος και κληρονομήθηκε από την ως άνω αποβιώσασα κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου από τα τέκνα του ( ενάγουσα και .......). Από την σύσταση της υπ` αριθμ 629/3-4-2003 γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ......., μέχρι το θάνατο της ....... χήρας ......., το γένος ....... και ....... που έλαβε χώρα στις 12-11-2004 δεν επήλθε ουσιώδης υποτίμηση της δραχμής η οποία να πρέπει να συνυπολογιστεί. Έτσι το άθροισμα της αξίας της κληρονομιάς και της γονικής παροχής(πλασματική ομάδα) με βάση το οποίο υπολογίζεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα των κατιόντων, ανέρχεται στο ποσό των 90.772,16 ευρώ [79.816,19 ( 85.596 για το στοιχείο Β1 διαμέρισμα, 1580,54 ευρώ για την θέση στάθμευσης και 533,27 ευρώ για την αποθήκη= 87.710,11 ευρώ X 7/10= 61.397,07+ 30% ) +10.955,97), η δε εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα των κατιόντων ανέρχεται στο ποσό τον 45.386,08 ευρώ (90.772.16 :2= 45.386,08 ). Συνεπώς, εφόσον ο ....... έλαβε παροχή αξίας 79.816,19 ευρό, ήτοι περισσότερο από τη μερίδα που του ανήκει, δεν δικαιούται να λάβει κληρονομικό μερίδιο από την πραγματική ομάδα της κληρονομιάς, η οποία ανήκει μετά από αυτά μόνο στην ενάγουσα. Παρά τούτα οι εναγόμενες που υπεισήλθαν στην θέση του ....... μετά τον επισυμβάντα στις 22-9-2006 θάνατό του με την υπ` αριθμό δήλωση αποδοχής κληρονομιάς την αναφερόμενη πράξη αποδοχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκαν το 1/8 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω διαμερίσματος A5 το οποίο έκτοτε νέμονται. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Α5 διαμερίσματος που βρίκσεται στο ....... Αττικής. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέιιει να γίνει δεκτή κατά την επικουρική βάση αυτής ως ουσία βάσιμιη και να αναγνωριστεί α) η υποχρέωση των εναγομένων ως καθολικών διαδόχων του ....... του ....... να συνεισφέρουν στην κληρονομιαία περιουσία της μητέρας της ....... την παροχή που περιήλθε στο δικαιοπάροχό τους δυνάμει της υπ` αριθμ. 629/2003 πράξης σύστασης γονικής παροχής, β) ότι η αξία των ακινήτων που έλαβε ως γονική παροχή ο δικαιοπάροχος των εναγόμενων ....... υπερκαλύπτει την μερίδα του στην ως άνω κληρονομιά, γ) το κληρονομικό του δικαίωμα στο σύνολο της καταληφθείσης από την μητέρα του κληρονομιάς, 6) η ακυρότητα της υπ` αριθμ. 6252/31-5-2007 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Καλλιθέας ....... και τέλος να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της αποδώσουν την νομή του 1/8 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Α5 οριζόντιας ιδιοκτησίας που περιγράφεται στο ιστορικό το οποίο και παρακρατούν αντιποιούμενες κληρονομικό της δικαίωμα και συγκεκριμένα 2/64 η πρώτη, 3/64 η δεύτερη και 3/64 η τρίτη εξ αυτών. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους( άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει όχι κρίθηκε στο σκεπτικό ότι πρέπει να απορρκρθεί.

Δέχεται την αγωγή κατά την επικουρική βάοη αυτής.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ως καθολικοί διάδοχοι του ....... του ....... να συνεισφέρουν στην κληρονομιαία περιουσία της μητέρας της ....... την παροχή που περιήλθε στο δικαιοπάροχό τους δυνάμει της υπ` αριθμ. 629/2003 πράξης σύστασης γονικής παροχής, β) ότι η αξία των ακινήτων που έλαβε ως γονική παροχή ο δικαιοπάροχος των εναγόμενων ....... υπερκαλύπτει την μερίδα του στην ως άνω κληρονομία, γ) το κληρονομικό του δικαίωμα στο σύνολο της καταληφθείσης από την μητέρα του κληρονομιάς, δ) η ακυρότητα της υπ` αριθμ. 6252/31-5- 2007 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Καλλιθέας ....... και τέλος να υποχρεωθούν οι εναγόμενες της αποδώσουν την νομή του 1/8 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Α5 οριζόντιας ιδιοκτησίας που περιγράφεται στο ιστορικό το οποίο και παρακρατούν αντιποιούμενες κληρονομικό της δικαίωμα και συγκεκριμένα 2/64 η πρώτη, 3/64 η δεύτερη και 3/64 η τρίτη εξ αυτών.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγόμενων τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στη Αθήνα στις 1 Μαρτίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κ.Α.

Αναγνωριστική αγωγή (κληρονόμου-υιού του μεταβιβάσαντος) ακύρωσης συμβολαίου πωλήσεως και δωρεάς. Μεταβίβαση με δωρεά εν ζωή, από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, ακινήτου σε ανιψιό και πώληση ακινήτου σε ανίψια. Εικονικότητα. Δικαιοπραξία αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ειδικότερη περίπτωση δικαιοπραξίας αντίθετης στα χρηστά ήθη. Εκμετάλλευση ....20312/2011 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ

$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

20312/2011 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 595450) 
Αναγνωριστική αγωγή (κληρονόμου-υιού του μεταβιβάσαντος) ακύρωσης συμβολαίου πωλήσεως και δωρεάς. Μεταβίβαση με δωρεά εν ζωή, από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, ακινήτου σε ανιψιό και πώληση ακινήτου σε ανίψια. Εικονικότητα. Δικαιοπραξία αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ειδικότερη περίπτωση δικαιοπραξίας ...
αντίθετης στα χρηστά ήθη. Εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας κάποιου. Απόλυτη ακυρότητα. Ακυρότητα δηλώσεως βουλήσεως προσώπου με ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Δεν είναι απαραίτητη η αναφορά νόσου, αλλά αρκεί η απόδειξη συγκεκριμένων περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η έλλειψη συνείδησης. Προσβολή των μη χαριστικών δικαιοπραξιών από τους κληρονόμους. Προϋποθέσεις (ά. 131§2 ΑΚ). Αοριστία αγωγής. Απορρίπτει αίτημα ακύρωσης της συμβάσεως πωλήσεως λόγω ψυχικής διαταραχής του μεταβιβάσαντος, καθ΄όσον δεν εκτίθενται στο δικόγραφο η συνδρομή μίας έστω προϋπόθεσης του ά. 131§2 ΑΚ. Απορρίπτει αγωγή, αφού η πώληση έγινε με καταβολή τιμήματος και, ως εκ τούτου, δεν είναι εικονική και δεν απεδείχθη καμία ψυχική ή διανοητική διαταραχή του κληρονομουμένου, ούτε και ότι είχε οικονομική ανάγκη ή απειρία ή κουφότητα. Προς επίρρωση του επιχειρήματος αυτού αναφέρεται το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος στη δωρεά κράτησε την επικαρπία για τον εαυτό του.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 20312/2011

(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως κλήσεως 9053/2010) (Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως αγωγής 38513/2008)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ευφροσύνη Φουκαράκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Πρωτοδίκη, Κωνσταντίνο Καλαϊτζίδη, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Μαρία Ναλμπάντη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Νοεμβρίου 2010 για να δικάσει την αγωγή με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 38513/2008, με αντικείμενο αγωγή διανομής ακινήτου, η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την ως άνω κλήση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ................. .................... του ................., κατοίκου ................... Θεσσαλονίκης, οδός .......... αριθμ......., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου....η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ............. ................ του ..............., κατοίκου ............ Θεσσαλονίκης, οδός .................. ................ αριθμ. ......, και 2) ........ ............... του ..............., κατοίκου......................., οδός ............... αριθμ. ..., οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του .... η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

Ο ΕΝΑΓΩΝ ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23-9-2008 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 38513/23-9-2008 και η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 6ης-4-2009, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 1ης-3- 2010, κατά την οποία ματαιώθηκε.

ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, κατατέθηκε η με ημερομηνία 1-3-2010 και με αριθμό καταθέσεως 9053/2010 κλήση του καλούντος - ενάγοντος, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, επαναφέροντας προς συζήτηση την παρούσα υπόθεση και η οποία γράφτηκε στο πινάκιο, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 29ης-11-2010, οπότε και συζητήθηκε.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της ως άνω υποθέσεως, με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω σημειώνεται, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 1-3-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. 9053/2010) κλήση, η από 23-9-2008 (με αριθμό εκθ. καταθ. 38513/2008) αγωγή, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της, κατά τη δικάσιμο της 1ης-3-2010.

Κατά το άρθρο 138 εδ. α΄ ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του ΑΚ "αδικοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που εκίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν. Κατά δε το επόμενο άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178: "άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποίαν δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά, ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή". Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων, και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής - καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (βλ. ΑΠ 1291/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2095/2009 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία του άλλου συμβαλλομένου για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (βλ. ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 1291/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2095/2009 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1244/2005). Η κρίση, όμως, του ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνει, κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, ότι συνέτρεξαν ή όχι τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ’ άρθρ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, όταν αντικείμενο της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας είναι πώληση ακινήτου, το στοιχείο της δυσαναλογίας κρίνεται μεταξύ του τιμήματος που καταβλήθηκε και της αγοραίας αξίας του μεταβιβασθέντος ακινήτου. Το ύψος, όμως, της αγοραίας αξίας, μόνο του χρόνου κατάρτισης της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας, κρίνεται κατ’ ουσίαν από το ουσιαστικό δικαστήριο με διαφόρους προσδιοριστικούς παράγοντας, οικονομικούς, πολεοδομικούς κλπ., όπως, προκειμένου για αστικά ακίνητα, η μισθωτική αξία, η οικοδομησιμότητα του οικοπέδου, η θέση του κλπ., η δε σχετική κρίση, ως αναγόμενη σε αποδεικτική αξιολόγηση, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει σε κάποια δικαιοπραξία, και χωρίς τη συνδρομή των όρων της διάταξης του αριθ. 179 του ΑΚ εκμετάλλευση του άλλου μέρους υπό περιστάσεις και συνθήκες που προδίδουν στη δικαιοπραξία ανήθικο χαρακτήρα, συνεπαγόμενο ακυρότητα αυτής κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ. Η δημιουργία, όμως, αυτοτελούς εντεύθεν λόγου ακυρότητας προϋποθέτει τη συνδρομή γεγονότων διαφόρων εκείνων του άρθρου 179 ΑΚ, των οποίων έγινε επίκληση και που κρίθηκαν αβάσιμα κατ’ ουσίαν, αφού η τελευταία διάταξη αποτελεί ειδική περίπτωση εφαρμογής εκείνης του άρθρου 178 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 2095/2009 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, την ακυρότητα αυτή, η οποία είναι απόλυτος, δικαιούται να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και επομένως και οι κληρονόμοι του θύματος της εκμετάλλευσης, με την έγερση αγωγής για τη βεβαίωση - αναγνώριση της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑθ 5506/2001 ΑρχΝ 2002, 470 και εκεί περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 131 ΑΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο κατάρτισης της ένδικης δικαιοπραξίας (28-11-2005), ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996, "η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του", ενώ πριν την ως άνω νομοθετική μεταβολή το δεύτερο εδάφιο της διάταξης διατυπώνονταν ως "η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο ... δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια". Στην ανωτέρω λεκτική μεταβολή, ο νομοθέτης προέβη (όπως και στην αντίστοιχη νέα διάταξη του άρθρου 1666 ΑΚ για τη δικαστική συμπαράσταση) με το σκοπό χρήσης της ορθής ορολογίας "ψυχική ή διανοητική διαταραχή", αντί της "πνευματικής ασθενείας"και "περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του", αντί της "δεν είχε τη χρήση του λογικού", έτσι ώστε να είναι κατανοητό το κείμενο του νόμου από τους μη ειδικούς, συγχρόνως όμως να εκφράζουν οι νέοι όροι όλες τις καταστάσεις που στο προϊσχύσαν δίκαιο αποδίδονταν με αυτούς. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν, κατά τον χρόνο που έγινε, ο δηλών, από τις άνω αιτίες, δεν είχε συνείδηση των πράξεων ή από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον ο νόμος δεν το αποκλείει, δεν είχε εύλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρίσκονταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή. Η ρύθμιση αναφέρεται στην ανικανότητα κατά την στιγμή της δήλωσης βουλήσεως για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία που προσβάλλεται εκάστοτε. Κατά τη διάταξη αυτή (ΑΚ 131) αρκεί η ύπαρξη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που να αποκλείει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς κατά τον κρίσιμο χρόνο, χωρίς να είναι απαραίτητο ο δικαιοπρακτών να έχει κηρυχθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Η ακυρότητα των δικαιοπραξιών του κατά τα παραπάνω ανικάνου λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχων έννομο συμφέρον προς τούτο δύναται να την προσβάλει. Για το ορισμένο της αγωγής (αναγνωριστικής), με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν είναι απαραίτητη η αναφορά νόσου ειδικώς, η οποία μπορεί να είναι οιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 131 ΑΚ, το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και δη της στερήσεως της συνειδήσεως των πράξεών του και της βουλήσεώς του. Ο ισχυριζόμενος την ακυρότητα οφείλει να αποδείξει τα συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η έλλειψη συνείδησης των πράξεων και η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεώς του κατά τον χρόνο της δηλώσεως. Το δε δικαστήριο κρίνει περί της εννοίας της ελλείψεως της συνειδήσεως των πράξεων και του περιορισμού αποφασιστικά της λειτουργίας της βούλησής του, με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, κάνοντας χρήση κατά την εκτίμηση αυτών και συναγωγή του εντεύθεν πορίσματος και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, που κάθε νουνεχής άνθρωπος και επομένως και ο δικαστής κατέχει. Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας, κατά το άρθρο 131 ΑΚ, απαγγέλλεται συνεπεία ελαττώματος στη βούληση του δικαιοπρακτούντος, και δεν έχει σημασία η γνώση ή η άγνοια της κατάστασης αυτής από τον αντισυμβαλλόμενο, ούτε απαιτείται εκμετάλλευση της κατάστασης αυτής από τον άλλον (βλ. ΑΠ 1291/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 131 του ΑΚ, οι κληρονόμοι του ως άνω προσώπου μπορούν, μέσα σε μία πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για ένα από τους προηγουμένους λόγους τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, τότε μόνο: 1) αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία, 2) αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε, ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας ή 3) αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία που προσβάλλεται. Τα ανωτέρω περιστατικά πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής (βλ. ΕφΛαρ 274/2002 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002, 441). 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή του, όπως παραδεκτά παραιτήθηκε μ’ αυτήν από το δικόγραφο της υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 31793/2008 αγωγής του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ), ο ενάγων, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, εκθέτει ότι ο πατέρας του, στις 28-11-2005, πώλησε κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία στους εναγόμενους, με το υπ’ αριθμ. 14516/2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Θεανώς Μαρέτη, που μεταγράφηκε νομίμως, το περιγραφόμενο λεπτομερώς στο δικόγραφο διαμέρισμα, την αυτή δε ημέρα μεταβίβασε, κατά ψιλή κυριότητα, κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, στους εναγόμενους, ένεκα δωρεάς εν ζωή, με το υπ’ αριθμ. 14517/2005 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, το περιγραφόμενο λεπτομερώς διαμέρισμα, παρακρατώντας για τον εαυτό του την επικαρπία εφ’ όρου ζωής του, αναγράφοντας στο συμβόλαιο ότι στη δωρεά αυτή προβαίνει εξ ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος και εκ λόγων ευπρεπείας. Περαιτέρω, εκθέτει ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 14-8-2007, στις ................... ......................., χωρίς να αφήσει διαθήκη, με μόνο πλησιέστερο συγγενή τον ενάγοντα, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός του, με την μνημονευόμενη στο δικόγραφο δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Παπάζογλου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Ότι η πώληση δεν έγινε με αντάλλαγμα (δεν καταβλήθηκε τίμημα) και η δωρεά δεν έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι αγοραστές - δωρεοδόχοι, αντιστοίχως, ήταν συγγενείς τρίτου βαθμού εκ πλαγίου εξ αίματος με τον αποβιώσαντα πατέρα του, ήτοι ανίψια του, τέκνα του αδελφού του ............................. ............... Ότι ο αποβιώσας ήταν παντελώς άπειρος στη σύναψη τέτοιων δικαιοπραξιών, οι οποίες είναι αντίθετες προς τα χρηστά ήθη και καθ’ ολοκληρίαν άκυρες, καθόσον οι ενάγοντες εκμεταλλεύθηκαν την απειρία του πατρός του, ο οποίος δεν γνώριζε τι πράττει, ούτε τις εύλογες συνέπειες των πράξεων και παραλείψεών του, και τον έπεισαν να προβεί στις ως άνω δικαιοπραξίες, με τις οποίες μεταβίβασε τα προαναφερθέντα ακίνητα. Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο αποβιώσας πατέρας του έπασχε από νεαρής ηλικίας από μια σειρά σοβαρών ασθενειών που εκτίθενται λεπτομερώς στο δικόγραφο, μεταξύ των οποίων, κατάθλιψη σε αποδρομή, αγχώδη νεύρωση και υδροκέφαλο - εκπτώσεις μνήμης, οι οποίες υπήρχαν και κατά το χρόνο των ως άνω μεταβιβάσεων και τον καθιστούσαν απολύτως ανίκανο για οποιαδήποτε δικαιοπραξία. Με βάση τα περιστατικά αυτά, και επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον ως κληρονόμος του θύματος της εκμετάλλευσης, ζητεί, κατ’ εκτίμηση του αιτήματος, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων, ήτοι των δύο συμβολαίων πωλήσεως και δωρεάς, ως προς μεν την πώληση, διότι είναι άκυρη ως εικονική, ως προς δε αμφότερες (πώληση και δωρεά), διότι είναι άκυρες ως αντίθετες στα χρηστά ήθη και καταπλεονεκτικές, λόγω εκμετάλλευσης της απειρίας και της κουφότητας του μεταβιβάζοντος, καθώς και διότι, κατά το χρόνο κατάρτισης των συμβολαίων, έπασχε από τις ως άνω ψυχοσωματικές διαταραχές, που τον καθιστούσαν ανίκανο προς οποιαδήποτε δικαιοπραξία, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. 

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η αγωγή ως αναγνωριστική της ακυρότητας των ως άνω δικαιοπραξιών, παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 18 αριθμ. 1 και 29 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη ως προς μεν το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας της συμβάσεως της δωρεάς στις διατάξεις των άρθρων 178, 179, 130, 131 και 180 του ΑΚ, 68, 70 και 176 του ΚΠολΔ, ως προς δε το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας της συμβάσεως πωλήσεως στις διατάξεις των άρθρων 139, 178, 179, 130 και 180 του ΑΚ, 68, 70 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί ακυρώσεως της συμβάσεως πωλήσεως, για το λόγο ότι, κατά το χρόνο καταρτίσεώς της, ο μεταβιβάζων βρισκόταν σε ψυχική διαταραχή, το οποίο κρίνεται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον πρόκειται εν προκειμένω για μη χαριστική δικαιοπραξία και δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο η συνδρομή μίας των διαζευκτικώς προαναφερθεισών περιπτώσεων που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 131 § 2 του ΑΚ (βλ. ανωτέρω ΕφΛαρ 274/2002 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002, 441). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το ανωτέρω αίτημα, ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η εγγραφή περιλήψεώς της στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, καθόσον πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή και δεν ασκείται εν προκειμένω σωρευτικά και διεκδικητική αγωγή (βλ. ΕφΑθ 5506/2001 ΑρχΝ 2002, 470) και β) για το παραδεκτό της συζητήσεώς της τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ (βλ. την από 22-10-2010 μονομερή δήλωση διαπίστωσης αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατ’ άρθρ. 214Α §§ 7 και 8 του ΚΠολΔ και τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. 12050/4-3-2010 και 12051/4-3-2010 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Στοΐλα). 

Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, με τις νόμιμα κατατεθείσες την 5η-11-2010 προτάσεις τους, αρνούνται τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού έχει επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 811/2008 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι υιός του .................... ..................., ο οποίος απεβίωσε, στις 14-8-2007, στις ..................... ....................., χωρίς να αφήσει διαθήκη, με μόνο πλησιέστερο συγγενή τον ίδιο, δεδομένου ότι ο έγγαμος βίος της μητέρας του ενάγοντος με τον πατέρα του διασπάσθηκε από 20-10-1992 και ο γάμος τους λύθηκε, με την υπ’ αριθμ. 2453/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη. Ο ενάγων αποδέχθηκε την επαχθείσα κληρονομία του πατέρα του, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 11186/2008 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Παπάζογλου, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών των Υποθηκοφυλακείων Θεσσαλονίκης, Νεαπόλεως, Καλαμαριάς και Εδέσσης. Στις 28-11-2005, ο ως άνω κληρονομούμενος πώλησε και μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα, κατ’ ισομοιρία, στους εναγόμενους, τέκνα του αδελφού του,.......... ................., ένα διαμέρισμα (οροφοδιαμέρισμα) του ημιυπογείου ορόφου της οικοδομής, εμβαδού 70 τ.μ., αποτελούμενο από τρία (3) δωμάτια, κουζίνα και WC, με πρόσοψη στην ανώνυμη οδό, ήδη ............ αριθμ. .., του Δήμου .............. Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο (εμβαδού 172 τ.μ.) και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη, χώρους και εγκαταστάσεις, 1/3 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 14516/2005 συμβολαίου πωλήσεως της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Θεανώς Μαρέτη, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο 2360 και με αύξοντα αριθμό 124, εισπράττοντας ως τίμημα το ποσό των 23.950 ευρώ, η οποία ήταν η αντικειμενική του αξία. Την ίδια δε ημέρα, ο ως άνω κληρονομούμενος μεταβίβασε, ένεκα δωρεάς εν ζωή, κατά ψιλή κυριότητα, κατ’ ισομοιρία, στα ίδια ως άνω ανίψια του, ένα διαμέρισμα (οροφοδιαμέρισμα) του 2ου πάνω από το ημιυπόγειο ορόφου, εμβαδού 70 τ.μ., αποτελούμενο από τρία (3) δωμάτια, κουζίνα και WC, με πρόσοψη στην οδό ............ αριθμ. 3 του Δήμου ............ Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο (εμβαδού 172 τ.μ.) και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη, χώρους και εγκαταστάσεις, 1/3 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 14517/2005 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 2360 και με αύξοντα αριθμό 125. Με το συμβόλαιο αυτό, ο δωρητής παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία εφ’ όρου ζωής του, δήλωσε δε ότι προέβη στη δωρεά αυτή εξ ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος και εκ λόγων ευπρεπείας, όπως ρητά αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό. Τα ανίψια του ανωτέρω κατέβαλαν από 11.975 ευρώ ο καθένας, στον πωλητή θείο τους, την ίδια ημέρα που καταρτίσθηκε και υπογράφηκε το συμβόλαιο πωλήσεως, όπως αυτό προκύπτει τόσο από σχετική μνεία στο ίδιο το συμβόλαιο, όσο και από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους δύο δελτία αναλήψεως της Τράπεζας .............., ποσού 11.975 ευρώ το καθένα, με ημερομηνία 25-11-2005, που φέρουν το καθένα την υπογραφή του αντίστοιχου εναγομένου, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως. Συνεπώς, η πώληση που πραγματοποιήθηκε με το επίδικο συμβόλαιο έγινε με καταβολή τιμήματος και δεν είναι εικονική, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με το αγωγικό του δικόγραφο. Αποδείχθηκε επίσης ότι: α) το διαμέρισμα που μεταβιβάσθηκε προς τα εναγόμενα ανίψια του, με την ως άνω επίδικη πώληση, περιήλθε στον ............... ................, κατά ψιλή κυριότητα, κατά ποσοστό 100%, ένεκα δωρεάς από τον πατέρα του ........... ................ του ................., ο οποίος παρακράτησε την επικαρπία εφ’ όρου ζωής του και υπέρ της συζύγου του ......................, το γένος .................... ............., δηλαδή όρισε μονομερώς ότι μετά το θάνατό του επιθυμεί το ακίνητο αυτό να περιέλθει κατά την επικαρπία στην ως άνω σύζυγό του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 15052/1981 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Πανταζίδη, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης. Στις 23 δε Ιουλίου 1985 απεβίωσε ο ως άνω επικαρπωτής ................. ................... Περαιτέρω στο ως άνω επίδικο (υπ’ αριθμ. 14516/2005) συμβόλαιο πωλήσεως συμβλήθηκε, εκτός από τον .................... ............... και τους εναγόμενους, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη η μητέρα του μεταβιβάζοντος .................. .................... και γιαγιά όλων των διαδίκων .................. χήρα ............ ........................, το γένος .................. ................, η οποία δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την πρόταση δωρεάς της επικαρπίας που της εγένετο με το υπ’ αριθμ. 15052/1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Πανταζίδη. Με αυτό το σκεπτικό, στο επίδικο συμβόλαιο πωλήσεως, ο πωλητής ................... ................ θεωρήθηκε αποκλειστικός κύριος, κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό 100%, αντί για ψιλός κύριος, κατά ποσοστό 100%, δεδομένου ότι η επικαρπία, κατά ποσοστό 100%, ανήκε στη μητέρα του εφ’ όρου ζωής της, και μπόρεσε έτσι να μεταβιβάσει περαιτέρω, κατά πλήρη κυριότητα, το διαμέρισμα στα ανίψια του. β) το διαμέρισμα επίσης που μεταβιβάσθηκε, με την ως άνω επίδικη δωρεά, περιήλθε στον ............ ................, κατά ψιλή κυριότητα, κατά ποσοστό 100%, ένεκα δωρεάς από τον πατέρα του. .. ......................... του ....................., ο οποίος παρακράτησε την επικαρπία εφ’ όρου ζωής του και υπέρ της συζύγου του ......................., το γένος .................. ..............., δηλαδή όρισε μονομερώς ότι μετά το θάνατό του επιθυμεί το ακίνητο αυτό να περιέλθει κατά την επικαρπία στην ως άνω σύζυγό του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 15052/1981 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Πανταζίδη, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης. Στις 23 δε Ιουλίου 1985 απεβίωσε ο ως άνω επικαρπωτής ................. ................ . Περαιτέρω στο ως άνω επίδικο συμβόλαιο δωρεάς, συμβλήθηκε, εκτός από τον ............ ............... και τους εναγόμενους, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη, η μητέρα του μεταβιβάζοντος .......................... ............... και γιαγιά όλων των διαδίκων .................. χήρα ............ ..............., το γένος ................. ..........., η οποία ομοίως δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την πρόταση δωρεάς της επικαρπίας που της εγένετο με το υπ’ αριθμ. 15052/1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης. Με αυτό το σκεπτικό, στο επίδικο συμβόλαιο δωρεάς, ο δωρητής ............................... ................. θεωρήθηκε αποκλειστικός κύριος, κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό 100%, αντί για ψιλός κύριος, κατά ποσοστό 100%, δεδομένου ότι η επικαρπία, κατά ποσοστό 100%, ανήκε στη μητέρα του εφ’ όρου ζωής της, κατά τα προεκτεθέντα, και μπόρεσε έτσι να μεταβιβάσει περαιτέρω, κατά πλήρη κυριότητα, το διαμέρισμα στα ανίψια του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το χρονικό διάστημα του τελευταίου έτους προ της καταρτίσεως των ως άνω συμβολαίων, ήτοι από 1-11-2004 έως 28-11- 2005, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον ίδιο τον ενάγοντα από 13-9-2007 βεβαίωση της ................ ............., με την οποία ο ............... ................... είχε σύμβαση καλύψεως, ο τελευταίος εξεταζόταν από συνεργαζόμενους με την επιχείρηση ιατρούς και βρέθηκε να πάσχει από τις εξής ασθένειες, οι οποίες αντιμετωπίζονταν με κατάλληλη κάθε φορά αγωγή και θεραπεία, ήτοι στις 2-1-2005 από φλεβική ανεπάρκεια κάτω άκρων, στις 3-1-2005 από άτονο έλκος δεξιάς κνήμης άκρου ποδός, στις 23-4-2005 από αιματουρία, στις 24-5-2005 από οσφυαλγία, στις 31-7-2005 από κατάθλιψη σε αποδρομή, στις 25-9-2005 από αγχώδη νεύρωση και στις 3-11- 2005 από εξάνθημα δεξιού κάτω άκρου, ενώ κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, ήτοι από 3-11- 2005 μέχρι 18-9-2006, δηλαδή για διάστημα 11 περίπου μηνών, μετά την υπογραφή από αυτόν των ως άνω συμβολαίων, δεν βρέθηκε να πάσχει από καμία απολύτως ασθένεια, απλώς του γίνονταν αιμοληψίες (προφανώς για εξετάσεις αίματος) και συνταγογραφήσεις φαρμάκων, που ελάμβανε λόγω των χρόνιων προβλημάτων υγείας. Από το ως άνω, λοιπόν, έγγραφο επιβεβαιώνεται ότι ο ................... ................... δεν έπασχε από κάποια ασθένεια που να τον καθιστά ανίκανο για δικαιοπραξία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, και είχε πνευματική και διανοητική διαύγεια, τόσο πριν την κατάρτιση των συμβολαίων, όσο και κατά την κατάρτιση και μέχρι το τέλος της ζωής του, γεγονός που ελέγχθηκε και από τη συμβολαιογράφο που συνέταξε τα επίδικα συμβόλαια πωλήσεως και δωρεάς. Αυτό, δηλαδή το ότι είχε πνευματική και διανοητική διαύγεια, ενισχύεται και από το γεγονός ότι με το συμβόλαιο δωρεάς παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου εφ’ όρου ζωής του, οπότε θα μπορούσε να το εκμεταλλεύεται για το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του (π.χ. εκμισθώνοντάς το και εισπράττοντας μισθώματα). Πολλά χρόνια πριν, και συγκεκριμένα το έτος 1991, ο ...................... ......................... υποβλήθηκε σε επέμβαση αντικατάστασης αορτικής βαλβίδας και το έτος 1998 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου, όπου κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε μεγάλου βαθμού υδροκέφαλο που προκαλεί κινητικές βλάβες και ακράτεια ούρων. Από καμία γνωμάτευση όμως δεν προκύπτει ότι οι παθήσεις αυτές προκάλεσαν οποιαδήποτε ανικανότητα για δικαιοπραξία στον ανωτέρω. Συνεπώς, οι επίδικες δικαιοπραξίες είναι έγκυρες. Ακολούθως πρέπει να επισημανθεί ότι η οικοδομή, στην οποία βρίσκονται τα δύο επίδικα διαμερίσματα, είναι διώροφη με ημιυπόγειο και αποτελούσε την πατρική οικία του ............................ ................. (πατρός του ενάγοντος), του ................ ..........πατρός ων εναγομένων), ο οποίος έχει την κυριότητα του πρώτου πάνω από το ημιυπόγειο ορόφου, και της γιαγιάς τους, είχε δε αποκτηθεί από τον πατέρα των δύο πρώτων και σύζυγο της ............, ............. .............., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4191/29-8- 1938 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Ευαγγελόπουλου, που μεταγράφηκε νομίμως. Στον πρώτο όροφο αυτής κατοικεί μέχρι και σήμερα η γιαγιά των διαδίκων, μαζί της δε διέμενε όλα τα χρόνια, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του με τη σύζυγό του, το έτος 1992, και ο ..................... ................. . Ο ενάγων, ο οποίος είναι γεννημένος το έτος 1988, δεν είχε αναπτύξει σχέσεις με τον πατέρα του, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής αυτού, καθόσον, από το έτος 1992 που ήταν τεσσάρων ετών, η μητέρα του εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, παίρνοντας το ανήλικο τέκνο μαζί της, ενώ δεν επισκέφθηκε ποτέ τη γιαγιά του, η οποία είχε να τον δει από το 1992. Αντιθέτως, μεταξύ του .......... .................., των ανιψιών του και του πατέρα τους υπήρχε δεσμός αμοιβαίας αγάπης. Τα ανίψια του, όπως και ο αδελφός του, τον επισκέπτονταν συχνά και του συμπαραστέκονταν όλα αυτά τα χρόνια, λόγω των κινητικών προβλημάτων και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε με την καρδιά του. Για τους λόγους αυτούς, νιώθοντας ευγνωμοσύνη, ο ........................ .................. επιθυμούσε η πατρική οικία και συγκεκριμένα τα δύο διαμερίσματα που είχε στην ψιλή του κυριότητα, κατά ποσοστό 100%, να περιέλθουν στους εναγόμενους, γεγονός που το έπραξε, προβαίνοντας σε δωρεά εν ζωή του ενός εκ των δύο διαμερισμάτων, από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρεπείας, και σε πώληση του άλλου, αυτή δε την έννοια είχε και η παραίτηση της γιαγιάς των διαδίκων από το δικαίωμα επικαρπίας της, κατά ποσοστό 100%, επί των ως άνω διαμερισμάτων στα προμνησθέντα επίδικα συμβόλαια. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ............... ................... (γεν. το έτος 1945) εργάσθηκε μετά το Γυμνάσιο σε εργαστήριο χρυσοχοΐας και ακολούθως το έτος 1964 φοίτησε με τετράμηνη υποτροφία του Ελληνικού Οργανισμού Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (ΕΟΜΜΕΧ), στη Σχολή ............................ του ..................... της Ιταλίας, σε θέματα αργυροχρυσοχοΐας. Στη συνέχεια, λειτούργησε δικό του εργαστήριο χρυσοχοΐας, με αντικείμενο επιδιορθώσεις κοσμημάτων. Μεταξύ της 17ης-4-1965 και 1ης-2-1967 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, οπότε προσβλήθηκε από σηπτική ενδοκαρδίτιδα και ακολούθως έλαβε αναπηρική σύνταξη, με ποσοστό αναπηρίας 40%, λόγω ανεπάρκειας αορτής καλώς αντιρροπουμένη και ελαφρών υπολειμμάτων αριστεράς ημιπληγίας εγκεφαλικής αρχής μετά μετρίας δυσκαμψίας συστοίχου αγκώνος. Ακολούθως, προσλήφθηκε ως υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού και συγκεκριμένα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, όπου εργάσθηκε από τον Ιούνιο του 1969 έως και τον Ιούλιο του 1993, ήτοι επί 24 συναπτά έτη, αρχικώς μεν ως βοηθός συγκολλητή, στη συνέχεια δε, από το έτος 1981 έως το 1993, ως μόνιμος υπάλληλος του κλάδου Συντηρητών Έργων Τέχνης, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Μετά τη συνταξιοδότησή του ασκούσε ως επάγγελμα τη μεταπώληση χρυσαφικών που προμηθευόταν από χρυσοχόους και την επιδιόρθωση κοσμημάτων και έργων τέχνης, έχοντας οικονομικές δοσοληψίες με μεγάλο αριθμό εμπόρων και πελατών. Επίσης, επί σειρά ετών, ο ίδιος είχε συμβληθεί, σε μεγάλο αριθμό συμβολαίων και ιδιωτικών συμφωνητικών και συγκεκριμένα: 1) στο από 12-5-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως μεταξύ του ιδίου, ως εκμισθωτή, και της ..................... ................. ως μισθώτριας, 2) στο υπ’ αριθμ. 15062/1981 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή ψιλής κυριότητας ακινήτων του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Πανταζίδη, ως δωρεοδόχος, 3) στο υπ’ αριθμ. 4577/1992 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Έδεσσας Χριστίνας Δολγέρα, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 5067/1993 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ως οικοπεδούχος, 4) στο υπ’ αριθμ. 5068/1993 συμβόλαιο διανομής πριν την ανέγερση διαιρετών χώρων οικοδομής της συμβολαιογράφου Έδεσσας Χριστίνας Δολγέρα, ως οικοπεδούχος, 5) στο υπ’ αριθμ. 6768/1998 συμβόλαιο πωλήσεως της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Θεανώς Μαρέτη, ως αγοραστής, 6) στο υπ’ αριθμ. 16796/1999 προσύμφωνο εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Στυλιανής Πουργάνη - Λεπέση, όπως διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 18.228/2001 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ως οικοπεδούχος, 7) στο υπ’ αριθμ. 18262/2001 συμβόλαιο σύστασης κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομή ακινήτων πριν από την ανέγερση της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Στυλιανής Πουργάνη - Λεπέση. Αποδείχθηκε δε ακόμη ότι ο ................ .................. κατέλειπε στον ενάγοντα υιό του, ως κληρονομιαία περιουσία, την οποία ο τελευταίος αποδέχθηκε, δυνάμει της προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. 11186/2008 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Παπάζογλου, τα εξής ακίνητα: 1) ένα κατάστημα του ισογείου ορόφου της πολυώροφης οικοδομής πολυκατοικίας, που βρίσκεται στο Δήμο ................. Θεσσαλονίκης, επί της διασταυρώσεως των οδών ....................... αριθμ. ... και .............., εμβαδού 58 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων 7,20% εξ αδιαιρέτου, 2) από ένα συγκρότημα κατοικιών που βρίσκεται στο Δήμο ............. (...........) Θεσσαλονίκης και επί των οδών............... και ............., μία αυτοτελή και διαιρεμένη οριζόντια ιδιοκτησία του κτιρίου (αυτοτελούς κάθετης ιδιοκτησίας) Κ4, αποτελούμενη από υπόγειο, εμβαδού 51,16 τ.μ., και ισόγειο όροφο, εμβαδού 46,20 τ.μ., που επικοινωνούν με εσωτερική σκάλα, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων 101,092/1000 εξ αδιαιρέτου, 3) ποσοστό 4,008% εξ αδιαιρέτου από έναν αγρό, εμβαδού 5.040 τ.μ., που βρίσκεται εντός της κτηματικής περιοχής ....... ........... του Δήμου ................ Ν. Θεσσαλονίκης, 4) ένα αυτοτελές και διαιρετό κατάστημα του ισογείου ορόφου της οικοδομής που βρίσκεται στο 179ο Ο.Τ. της πόλεως της Έδεσσας, εμβαδού 16 τ.μ. μικτά, επί της συμβολής των οδών .............. και .........................., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και τους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους 88/1000, 5) ένα αυτοτελές και διαιρετό διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της ιδίας ως άνω οικοδομής που βρίσκεται στο 179ο Ο.Τ. της πόλεως της Έδεσσας, εμβαδού 28 τ.μ. μικτά, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και τους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους 106/1000, 6) ποσοστό 2/4 επί ποσοστού 12/1000 εξ αδιαιρέτου για τη μελλοντική καθ’ ύψος επέκταση της ιδίας ως άνω (υπό στοιχείο 5) οικοδομής, και 7) ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί μίας αμπέλου, εμβαδού 1.000 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Σμαρέκα» της κτηματικής περιοχής Έδεσσας Ν. Πέλλας. Από όλα τα προεκτεθέντα καθίσταται ολοφάνερο ότι ο ............... ............ είχε λάβει μόρφωση και εκπαίδευση και είχε πολύ μεγαλύτερη της συνήθους πείρας, ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, καθώς και μεγάλη επαγγελματική και κοινωνική πείρα, και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άπειρος σε κανένα τομέα της ζωής. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι με το συμβόλαιο δωρεάς παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου εφ’ όρου ζωής του, οπότε θα μπορούσε να το εκμεταλλεύεται για το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του (π.χ. εκμισθώνοντάς το και εισπράττοντας μισθώματα). Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τελούσε σε κουφότητα, διότι δεν αδιαφορούσε για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του, δεδομένου ότι συνεβλήθη σε σωρεία συμβολαιογραφικών πράξεων και ιδιωτικών συμφωνητικών, πριν την κατάρτιση των επίδικων συμβολαίων, με διαφορετικές κάθε φορά ιδιότητες (εκμισθωτής ακινήτου, οικοπεδούχος, αγοραστής, πωλητής κλπ.), στις οποίες πράξεις αποκτούσε ή μεταβίβαζε δικαιώματα, αντιλαμβανόμενος απολύτως τη σημασία τους. Περαιτέρω δε, κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής των συμβολαίων, δεν βρισκόταν καν σε οικονομική ανάγκη, πολλώ δε μάλλον σε άμεση και επιτακτική, δεδομένου ότι ελάμβανε τη σύνταξή του από την Υπηρεσία, στην οποία εργαζόταν, ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία μαζί με τη μητέρα του, εκμίσθωνε, από 1-6-2002 έως 30- 5-2005, ήτοι λίγους μήνες προ των επίδικων συμβολαίων, την ιδιόκτητη οικία του στα ................ ....................., εισπράττοντας μίσθωμα 300 ευρώ μηνιαίως, εκμίσθωνε το κατάστημα στη ........... ............., στις ........ Θεσσαλονίκης, θα μπορούσε, όπως προεκτέθηκε, να εκμισθώνει το δωρηθέν διαμέρισμα των 70 τ.μ., του οποίου κράτησε την επικαρπία, και να εισπράττει μισθώματα, και ήταν κύριος σχετικά μεγάλης ακίνητης περιουσίας, και συγκεκριμένα όλων των προαναφερθέντων ακινήτων, ήτοι των δύο που μεταβίβασε στα ανίψια του και όλων των υπολοίπων που κατέλειπε ως κληρονομιαία περιουσία στον ενάγοντα υιό του, από τα οποία θα μπορούσε να πωλήσει, εάν όντως βρισκόταν σε άμεση και επιτακτική οικονομική ανάγκη. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ της παροχής (μεταβίβασης, αιτία πωλήσεως, του ημιυπογείου διαμερίσματος, του οποίου την επικαρπία, κατά ποσοστό 100%, όπως προεκτέθηκε, είχε η μητέρα του και γιαγιά των διαδίκων) και της αντιπαροχής (του τιμήματος που εισέπραξε από τα εναγόμενα ανίψια του), και λαμβανομένων υπόψιν των κάτωθι παραγόντων, ήτοι: της συγγενικής σχέσεως εξ αίματος μεταξύ των συμβαλλομένων, της ευγνωμοσύνης του ................. ....................... προς τα ανίψια του, της θέσεως του ακινήτου, του ορόφου, στον οποίο βρίσκεται το διαμέρισμα (ημιυπόγειο), της παλαιότητάς του, η οποία είναι μη επακριβώς προσδιορισθείσα από τα προσκομισθέντα στοιχεία, πάντως προ του έτους 1981 που έγινε η δωρεά του από τον .................. ............. προς τον ................... ..............., καθώς και του γεγονότος ότι ο μεταβιβάζων είχε μόνο την ψιλή κυριότητα και όχι την επικαρπία.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. 

Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο ενάγων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176 και 191 § 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ κλπ.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Π.Β.

Κτήση κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Νομή. Έννοια. Κτήση νομής. Στοιχεία αυτής. Πώληση ακινήτου από μη κύριο. Αποτελέσματα. Προστασία του αληθινού κυρίου έναντι του πωλητή και του αγοραστή του ακινήτου του. Πολιτική δικονομία. Διεκδικητική αγωγή. Περιεχόμενο αυτής. Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου». Αίτημα αυτής. Άσκηση αγωγών από την ενάγουσα....1429/2010 ΠΠΡ ΑΘ.

$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

1429/2010 ΠΠΡ ΑΘ ( 608840) 
Κτήση κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Νομή. Έννοια. Κτήση νομής. Στοιχεία αυτής. Πώληση ακινήτου από μη κύριο. Αποτελέσματα. Προστασία του αληθινού κυρίου έναντι του πωλητή και του αγοραστή του ακινήτου του. Πολιτική δικονομία. Διεκδικητική αγωγή. Περιεχόμενο αυτής. Η αρνητική αναγνωριστική ..
αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου». Αίτημα αυτής. Άσκηση αγωγών από την ενάγουσα εναντίον των εναγομένων. Κτήση κυριότητας επί του ακινήτου από την ενάγουσα κατά ποσοστό ½ λόγω κληρονομικής διαδοχής και κατά ποσοστό ½ λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Εσφαλμένη η καταχώρηση στις πρώτες εγγραφές του οικείου κτηματολογικού φύλλου ενός εκ των εναγομένων ως κυρίου του επίδικου γεωτεμαχίου δυνάμει συμβολαίου πώλησης των λοιπών εναγομένων καθώς οι εναγόμενοι ουδέποτε απέκτησαν τη κυριότητα επί του ακινήτου. Απαράδεκτη η από τους εναγόμενους υποβολή αιτημάτων παροχής αυτοτελούς έννομης προστασίας με τις προτάσεις τους και όχι στο πλαίσιο άσκησης ανταγωγής. Το δικαστήριο δέχεται εν μέρει την αγωγή.


  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 1429/2010

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΠΝΩΝ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Τόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Σαργιώτη, Πρωτοδίκη Κτηματολογικό Δικαστή - Εισηγητή, Αναστασία Παρούση, Πρωτοδίκη - Κτηματολογική Δικαστή και από την Γραμματέα Παναγιώτα Κουτσουμπέλη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Οκτωβρίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της ενάγουσας - καλούσας: ............ χήρας .............................., το γένος ............... και .................., κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της .... Του εναγομένου καθ` ου η κλήση: .............................., πρώην κατοίκου Αθηνών και ήδη αγνώστου διαμονής, ο οποίος ήταν απών και δεν παραστάθηκε.

Β) Της ενάγουσας: .................. χήρας ..............................., το γένος .......... και ........... ......, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της .....

Του εναγομένου: .................. του ..... και της .............., κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του .....

Γ) Της ενάγουσας: .................. χήρας ........................, το γένος ............................... ......., κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της .....

Των εναγομένων: 1) .......................... και της ............, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ..., 2) ................... του .............., κατοίκου Σαλαμίνας, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ...., 3) ................... και της ........, κατοίκου Πεύκης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Χ.....

Η ενάγουσα - καλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Α από 8-5-2006 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/450679-5- 2006, προσδιορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 5-12-2006, μετ` αναβολή η 17-4-2007 και μετά νέα αναβολή η 11-12-2007, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-12-2007 κλήση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 276120/35Ί6/21-12-2007, προσδιορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 6-5-2008 και μετ` αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η ενάγουσα ζητεί vα γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Β από 18-9-2008 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 177336/8891/26-9-2008, προσδιορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 27-1-2009 και μετ` αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Γ από 11-3-2009 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65234/4419/22-4-2009, προσδιορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ` αριθμ. 516Ε/23-6-2006 και την υπ` αριθμ. 4899Ε/15-1-2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αννας Κουτλίδου, τα από 27-7-2006 φύλλα των εφημερίδων .... και ............, και τα από 1-2-2008 φύλλα των αυτών εφημερίδων, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 8-5-2006 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/4506/9-5- 2006, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο και κλήση προς απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, καθώς και της κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση αγωγή αυτή, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση θα προχωρήσει ωστόσο, σα να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρθρ. 270 παρ. 1,226§4Κ..Πολ.Δ).

Οι κρινόμενες από 8-5-2006 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/4506/9-5-2006, η από 18-9-2008 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 177336/8891/26-9-2008 και η από 11- 3-2009 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65234/4419/22-4-2009 πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν αφού πρόκειται για δίκες που υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (αρθρ. 246 Κ.Π.ολ.Δ.).

Επειδή, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του αυτού Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κάτοχος) είναι νομέας, αν αυτή την εξουσία έχει με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής, η οποία κατά το άρθρο 983 του ίδιου Κώδικα μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα επί ακινήτου αποτελούν εμφανείς πράξεις επ αυτού που είναι δηλωτικές της βουλήσεως του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά την βούληση του νομέως προορισμό του πράγματος. Τέλος εκ των διατάξεων των άρθρων 980, 981, 982, 984 και 994 ΑΚ συνάγεται ότι ο συννομεύς ή οι συννομείς αν κατέχουν ολόκληρο το κοινό θεωρούνται κατέχοντες τούτο και επ` ονόματι των λοιπών και δεν μπορούν να αποκτήσουν την κυριότητα τούτου δια χρησικτησίας και κατά το ανήκον στους λοιπούς κοινωνούς ποσοστό πριν ή καταστήσουν σ` εκείνους γνωστό ότι νέμονται ολόκληρο το κοινό πράγμα, ήτοι και κατά το ανήκον εις εκείνους ποσοστό, ώστε της αποφάσεως των αυτής να λάβουν γνώση καθ` οιονδήποτε τρόπον οι λοιποί κοινωνοί. Τέτοια γνωστοποίηση, δεν απαιτείται όταν οι λοιποί, μη ευρισκόμενοι στην κατοχή του κοινού συννομείς, εξεδήλωσαν καθ` οιονδήποτε τρόπο την βούληση να μην είναι νομείς (συννομείς) πράγμα το οποίο συμβαίνει και επί εκούσιας αποξενώσεώς των από το κοινό (Α.Π. 1386/2002 ΝΟΜΟΣ).

Κάθε διεκδικητική αγωγή πρέπει να περιέχει τα παρακάτω στοιχεία, για να είναι πλήρης και ορισμένη: α΄) κυριότητα του ενάγοντος επί του ακινήτου, ανεξαρτήτως του εάν αυτή έχει αποκτηθεί με παράγωγο τρόπο ή με πρωτότυπο τρόπο (χρησικτησία), β`) αντικείμενο της αγωγής και ακριβής περιγραφή του. γ`) κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο και νομή ή κατοχή από αυτόν, δ΄) αξία του πράγματος και ε` ) αίτημα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαραίτητο στοιχείο της βάσεως της διεκδικητικής αγωγής είναι και η αναφορά ότι ο εναγόμενος κατέλαβε το επίδικο ακίνητο και ότι το νέμεται και το κατέχει κατά την επίδοση της αγωγής (βλ. ΑΠ 1092/1980 ΝοΒ 29.497). Επίσης, δεν απαιτείται να αναφέρει ότι η ενέργεια του εναγομένου είναι αυθαίρετη ή παράνομη ή υπαίτια, ούτε ότι ο εναγόμενος κατέχει ως κληρονόμος ή απλός κάτοχος. Την έλλειψη του παραπάνω στοιχείου, ότι δηλαδή ο εναγόμενος κατέλαβε το επίδικο ακίνητο και το νέμεται ή το κατέχει κατά την επίδοση της αγωγής, δεν μπορούν να αναπληρώσουν ούτε οι προτάσεις ούτε η ομολογία του εναγομένου ούτε η απόδειξη. Τέλος, η απλή αμφισβήτηση του δικαιώματος του ενάγοντος δεν νομιμοποιεί για την άσκηση της διεκδικητικής αγωγής (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, παρ. 194, σελ. 241). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, που ορίζει ότι "όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία στο πράγμα είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου", συνάγεται ότι για την απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνύπαρξη δύο στοιχείων: α. του πνευματικού (υποκειμενικού βουλητικού) και β. του υλικού. Το πνευματικό στοιχείο είναι η θέληση του προσώπου να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος (animus domini animus dominandi), δηλαδή ψυχή δεσπόζοντος διάνοια κυρίου (ΑΠ 1025/2002 Δνη 43.1680. ΑΠ 974/1977 ΝοΒ 26.897, ΑΠ 598/ 1979 ΝοΒ 27.1612). Η θέληση αυτή, που πρέπει να είναι σαφής, μπορεί να εκδηλώνεται ρητά ή σιωπηρά, δηλαδή να προκύπτει από τις περιστάσεις, που συνοδεύουν την κατάληψη και προσιδιάζουν συνήθως στον ιδιοκτήτη του (ΑΠ 5/1997 Δνη 38.1574, ΑΠ 974/1977, 598/1979 βλ. πιο πάνω). Το υλικό (αντικειμενικό σωματικό) στοιχείο (corpus), είναι ο φυσικός εξουσιασμός του πράγματος. Ως φυσική εξουσία νοείται ότι ένα πράγμα ετέθη κατά τρόπο σταθερό και διαρκή στη διάθεση του αποκτώντος, έτσι ώστε να μπορεί αυτός να ενεργεί πάνω στο πράγμα ακωλύτως και κατά βούληση, πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του (ΑΠ 5/1997 Δνη 38.1574, ΑΠ 1272/1997 Δνη 40.156), χωρίς να απαιτείται να βρίσκεται το πρόσωπο σε διαρκή επαφή προς το πράγμα (ΔΠ 393/1999 Δνη 40.1743, ΑΠ 1602/1981 ΝοΒ 30.927, Εφ.Αθ. 4254/1977 ΝοΒ 25.1347). Οι υλικές αυτές πράξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση για εξουσίαση του πράγματος, συνιστούν άσκηση νομής, κατά την έννοια του άρθρου 974 ΑΚ (ΑΠ 29/2000 Δνη 41.762), πρέπει δε να περιγράφονται στο δικόγραφο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1272/1997 Δνη 40.156) (Εφ.Πειρ. 411/2003 ΑΡΧΝ 2003/665). 

Από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της (ενοχικής) σύμβασης (βλ. ΑΠ 1199/89 ΕλλΔνη 32.531, ΕφΘεσ 2977/1989 ΕλλΔνη 31.1297, ΕφΘεσ 1059/1987 Αρμ MB 568, ΕφΘεσ 623/1983 Αρμ ΑΗ 535, ΕφΑθ 7217/91 ΕλλΔνη 34.637, Εφθεσ 246/90 ΕλλΔνη 33.1224). Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτήν απαιτείται (1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος. Συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (Γ. Μπαλής, ΕμπρΔ παρ. 61, Γεωργιάόης, ΕμπρΔ παρ. 175, Α. Παπαχρήστου, ΕμπρΔ, αρθρ. 1033, σελ. 243). Ο αληθής κύριος, στην περίπτωση μεταβίβασης του ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή (1094 ΑΚ), την οποία όμως, εφόσον αυτό το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να την στρέψει μόνον κατ` αυτού και όχι κατά του πωλητή. Κατά του τελευταίου (πωλητή), εφόσον και αυτός αμφισβητεί το εμπράγματο αυτό δικαίωμα του, μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή (1094 ΑΚ, βλ. AΠ 243/1996 ΕλλΔνη 37. 1543). Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή ακυρότητας του συμβολαίου (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές ΕμπρΔικ, 1989, παρ. 117, 48, σελ. 308), με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης πώλησης του ακινήτου, λόγω της έλλειψης κυριότητας του πωλητή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν πωλητής δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αγοραστής, λόγω της έλλειψης αυτής του πωλητή, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή (70 Κ.ΙΙολ.Δ.). με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., 117, 4ζ, ΕφΠειρ 503/1997 ΕλλΔνη38. 1001).

Με την υπό κρίση υπό στοιχείο Α αγωγή της, όπως το περιεχόμενο αυτής ορθά εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι κυρία των αναλυτικά περιγραφόμενων ακινήτων και δη ενός γεωτεμαχίου μετά την υπάρχουσας σε αυτό οικίας, επί της οδού ................ στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, καθώς και τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών σε πολυκατοικία επί της οδού ..... .... Ότι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου απέκτησε τα ανωτέρω ακίνητα δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος στις 10-3-1984 συζύγου της .........................., την κληρονομιά του οποίου έχει νόμιμα αποδεχθεί δυνάμει της 464/2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ................., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα υποθηκοφυλακεία Αθηνών και Αμαρουοίου, ενώ σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου την κυριότητα των επιδίκων απέκτησε δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται και κατέχει τα επίδικα, από το έτος 1984, οπότε απεβίίύσε ο δικαιοπάροχος της, ασκώντας σε αυτά τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται, με διάνοια αποκλειστικής κυρίας, με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της. Ότι οι λοιποί εξ αδιαιρέτου συγκληρονόμοι του αποβιώσαντος συζύγου της, μεταξύ των οποίων και ο ήδη εναγόμενος, εκδήλωσαν την πρόθεση τους να μην αναμιχθούν στην κληρονομιά, αφού άσκησαν αγωγή με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η εκ του νόμου επαγωγή της κληρονομιάς λόγω παρέλευσης του τετράμηνου αποποίησης της κληρονομιάς και χορήγησης νέας προθεσμίας αποποίησης. Οτι επί της αγωγής εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία κατέστη ήδη αμετάκλητη, με την οποία χορηγήθηκε νέα προθεσμία αποποίησης, πλην όμως μόνο οι λοιποί, εκτός του εναγόμενου, συγκληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομιά. Ο εναγόμενος, λόγω του ότι μετά την τελεσιδικία της απόφασης είχε αναχωρήσει σε άγνωστη διεύθυνση, δεν ανευρέθηκε και δεν αποποιήθηκε την κληρονομιά, με αποτέλεσμα να φέρεται ως συγκληρονόμος των επίδικων ακινήτων σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμα της ως αποκλειστικής κυρίας των επίδικων ακινήτων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει τα επίδικα ακίνητα, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας περίληψη της καταχωρήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου (βλ. ιο υπ` αριθμ. 30034/7-6-2006 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών και το 4062/8-6-2006 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου) και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, αφενός μεν έχει υποβληθεί δήλωση φόρου κληρονομιάς για το επίδικο ακίνητο, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Ν. 2961/2001 «Κώδικας διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών και κερδών από λαχεία», όπως τούτο προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. 2538/616/10-12-1984 δήλωση φόρου κληρονομιάς για τα επίδικα ακίνητα και το από 18-8-1989 σχετικό πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, αφετέρου δε προσκομίζεται η προβλεπόμενη από το άρθρο 214Α § 8 Κ.Πολ.Δ. από 19-9-2006 δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας περί αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, λόγω της μη προσέλευσης του εναγομένου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του κατά την ορισθείσα προς τούτο ημερομηνία, αρμοδίως, καθ` ύλη και κατά τόπο (άρθρα 7. 9, 10, 11 αρ. 1, 18 αρ. 1, 29, 31 § 2 Κ.Πολ.Δ.), φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία. Η αγωγή όμως θα πρέπει ν` απορριφθεί αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, για έλλειψη έννομου συμφέροντος, αφού από το περιεχόμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν προκύπτει προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας, είτε με αποβολή της και κατάληψη του επιδίκου, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας, που έπρεπε να γίνει, είτε και με απλή αμφισβήτηση, που δημιουργεί σύγχυση ή αμφιβολία για το δικαίωμα τούτο (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, τομ. Α`, σελ. 344 - ΑΠ 1447/83 Δ 15, 718 - ΕφΑθ 7574/98 ΕλλΔνη 40, 1103, Β Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ, αρθρ. 1094αριθμ. 1"). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν επικαλείται οποιοδήποτε γεγονός που να συνιστά αμφισβήτηση, έστω και προφορική, της κυριότητας της στα επίδικα ακίνητα από τον συγκεκριμένο εναγόμενο, αλλά αντίθετα επικαλείται πράξεις του ιδίου, με τις οποίες ο ίδιος φέρεται να εκδήλωσε την πρόθεση του να μην είναι συννομέας των κοινών ακινήτων.

Με την υπό στοιχείο Β αγωγή της, όπως το περιεχόμενο αυτής ορθά εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι πλήρης και αποκλειστική κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής επί της οδού .......... και δη ενός γεωτεμαχιου μετά την υπάρχουσας σε αυτό οικίας. Ότι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου απέκτησε το ανωτέρω ακίνητο δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος στις 10-3-1984 συζύγου της ............................................., την κληρονομιά του οποίου έχει νόμιμα αποδεχθεί, ενώ σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου απέκτησε δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται και κατέχει το επίδικο από τον θάνατο του δικαιοπάροχου της, ασκώντας σε αυτό τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται, με διάνοια αποκλειστικής κυρίας. Ότι οι λοιποί εξ αδιαιρέτου συγκληρονόμοι του αποβιώσαντος συζύγου της, μεταξύ των οποίων και ο ήδη εναγόμενος, εκδήλωσαν την πρόθεση τους να μην αναμιχθούν στην κληρονομιά, αφού άσκησαν αγωγή με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η εκ του νόμου επαγωγή της κληρονομιάς λόγω παρέλευσης του 4μηνου αποποίησης της κληρονομιάς και χορήγησης νέας προθεσμίας αποποίησης. Ότι επί της αγωγής εκδόθηκα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη με την οποία χορηγήθηκε νέα προθεσμία αποποίησης, πλην όμως μόνο οι λοιποί, εκτός του εναγόμενου, συγκληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομιά. Ο εναγόμενος, λόγω του ότι είχε αποχωρήσει σε άγνωστη διεύθυνση, δεν ανευρέθηκε και δεν αποποιήθηκε την κληρονομιά με αποτέλεσμα να φέρεται ως συγκληρονόμος των επίδικων ακινήτων σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Ότι το επίδικο έχει καταχωρηθεί με KAΕK 05 014 11 20 007/0/0 και φέρεται ως ιδιοκτησία του εναγόμενου σε ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου. Ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 181.290,20 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα ως προς τα δικαστικά έξοδα, να αναγνωριστεί το δικαίωμα της ως πλήρους και αποκλειστικής κυρίας των επίδικων ακινήτων, να διορθωθούν οι πρώτες εγγραφές.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτητικό η υπό κρίση αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο καθ` ύλη (άρθρα 6 παρ. 2 ν.2664/1998 σε συνδυασμό με 9, 10, 11 αρ. 1,18 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπο (άρθρο 29 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, κοινοποιήθηκε στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.2664/1998 (βλ. την υπ` αριθμ. 638Γ/6-10-2008 έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ιβ` του ν. 2664/1998 (βλ. το 6768/1-10-2008 πιστοποιητικό του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου), ενώ προσκομίζεται η από 17-12-2008 δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας περί αποτυχίας της απόπειρας συμβιβασμού, κατ` άρθρο 214 Α παρ. 8 εδ. β` του Κ.Πολ.Δ.. Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 § 1 και 2 Ν 2664/98, 1710, 1820, 1846 επ., 1045 Α.Κ. 70 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ` ουσία.

Με την υπό στοιχείο Γ αγωγή της η ενάγουσα, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, εκθέτει ότι όσο αφορά το επίδικο ακίνητο που περιγράφεται αμέσως ανωτέρω και στην υπό στοιχείο Β αγωγή, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων πώλησαν το ακίνητο στον πρώτο των εναγομένων, δυνάμει του αναφερόμενου συμβολαίου πώλησης, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, με αποτέλεσμα να φέρεται ως κύριος του επιδίκου ο πρώτος των εναγομένων, καίτοι κυρία αυτού ήταν η ίδια (ενάγουσα), κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Ότι οι λοιποί εναγόμενοι, δικαιοπάροχοι του πρώτου των εναγομένων, φέρονται να απέκτησαν την κυριότητα δυνάμει άτυπης δωρεάς του εν ζωή συζύγου της και η συγκυριότητα τους αναγνωρίστηκε στα πλαίσια προγενέστερης δίκης, η οποία καταργήθηκε δυνάμει εξώδικου συμβιβασμού, ο οποίος επικυρώθηκε με το 88/2001 πρακτικό του Δικαστηρίου τούτου, και ότι προβάλλοντας τον ισχυρισμό αυτύ οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα της. Ότι η ίδια ασκεί την νομή και κατέχει το πράγμα από το χρόνο θανάτου του δικαιοπαρόχου της, και κανείς από τους εναγόμενους δεν άσκησε ποτέ πράξεις νομής ή κατοχής επί του πράγματος. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της με τις έγγραφες προτάσεις της ως προς τα δικαστικά έξοδα, α) να αναγνωριστεί το δικαίωμα της, β) να ακυρωθεί το συμβόλαιο πώλησης από τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων προς τον πρώτο εξ αυτών, γ) vα διαταχθεί η αποβολή του πρώτου των εναγομένων από το ακίνητο και να αποδοθεί το ακίνητο στην ίδια.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς σωρεύεται αφενός μεν διεκδικητική αγωγή κατά του πρώτου των εναγομένων και αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή κατά του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων, αφετέρου δε αναγνωριστική αγωγή της ακυρότητας του πωλητηρίου συμβολαίου, λόγω έλλειψης κυριότητας στο πρόσωπο των πωλητών, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 8, 9 εδ. 1, 11 στοιχ. 1, 14 παρ. 2, 18 και 20 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Όσο αφορά την διεκδικητική αγωγή που ασκείται κατά του πρώτου των εναγομένων, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού, όπως ρητά αναφέρεται στην αγωγή, ο πρώτος των εναγομένων δεν είναι νομέας ούτε κάτοχος του επίδικου ακινήτου, ούτε άσκησε ποτέ πράξεις νομής επ` αυτού, με την έννοια του φυσικού εξουσιασμού του πράγματος, που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της διεκδικητικής αγωγής. Επίσης η σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας του πωλητηρίου συμβολαίου, είναι, σύμφωνα με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον η έλλειψη κυριότητας του πωλητή στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την ακυρότητα της σύμβασης, στην δε υπό κρίση αγωγή δεν υπάρχει αίτημα για αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο. Όσο αφορά την αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, που στρέφεται κατά του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων, αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 1710, 1820, 1846 επ., 1045, 1051 Α.Κ. 70 Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο στις 8-5-2009 με αριθμό 2637 (βλ. το 2637/8-5-2009 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου), ενώ για το παραδεκτό της συζητήσεως της τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, αφού έγινε απόπειρα εξώδικης επίλυσης της, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 214 Α"Κ.Πολ.Δ., με νόμιμη και εμπρόθεσμη πρόσκληση των εναγομένων να παραστούν στο γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας στις 2-9-2009, η οποία απέτυχε, διότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία δεν προσήλθαν ούτε οι εναγόμενοι ούτε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, όπως προκύπτει από την από 2-9-2009 δήλωση αποτυχίας της απόπειρας του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, που κατέθεσε μαζί με τις προτάσεις της.

Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις τους συνομολογούν την αγωγή και αναφέρουν ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε το από 18-7-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού που προσκομίζεται. Επίσης ζητούν, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο των προτάσεων από το Δικαστήριο, να εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού, καθώς και να διαταχθεί η ανάκληση του 88/2001 πρακτικού επικύρωσης συμβιβασμού, να διαταχθεί η διαγραφή και ακύρωση της μεταγραφής του πρακτικού επικύρωσης συμβιβασμού από τα βιβλία μεταγραφών, να διαταχθεί η ακύρωση του συμβολαίου πώλησης του επίδικου ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση των σχετικών κτηματολογικών εγγραφών, να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα οφείλει στον πρώτο των εναγομένων το ποσό των 60.000 ευρώ που αντιστοιχεί στις δαπάνες που πραγματοποίησε ο τελευταίος επ` ωφελεία του επίδικου ακινήτου, να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη, ενώ με το από 13-10-2009 συμπληρωματικό υπόμνημα υπέβαλαν και το αίτημα να διαταχθεί από το Δικαστήριο αφενός η απόδοση στον πρώτο των εναγομένων του φόρου μεταβίβαση του ακινήτου, αφετέρου στους λοιπούς των εναγομένων του αντίστοιχου φόρου που πλήρωσαν όταν προέβησαν στις αντίστοιχες μεταβιβάσεις. H υποβολή των αιτημάτων αυτών με τις προτάσεις, οι οποίες δεν κατατέθηκαν 30 ημέρες πριν την συζήτηση αλλά στις 22-9-2009, κατά το μέρος που δεν αποτελούν άμυνα στην ένδικη αγωγή ή δεν ταυτίζονται με το αντικείμενο των ένδικων αγωγών, αλλά αποτελούν αυτοτελή αίτηση για παροχή έννομη προστασίας, συνεπάγεται την απόρριψη τους (των αιτημάτων) ως απαράδεκτη, αφού τέτοια αίτηση (παροχής αυτοτελούς έννομης προστασίας) μόνο με ανταγωγή μπορεί να υποβληθεί από τον εναγόμενο στα πλαίσια ήδη εκκρεμούς δίκης, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 268 § Ι και 3 Κ.ΠολΔ.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ........................................., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, την ομολογία των εναγομένων ως προς τους αγωγικούς ισχυρισμούς, που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις τους και δηλώθηκε και με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους ενώπιον του ακροατηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και η οποία (δικαστική ομολογία) αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον τους (αρθρ. 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα εξής: στις 10-3-1984 απεβίωσε στο Πειραιά ο .................. .................................. , κάτοικος εν ζωή Αμαρουσίου Αττικής. Λόγω του ότι δεν άφησε διαθήκη, κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου /διαδοχή από την ενάγουσα σύζυγο του, σε ποσοστό 1/2 ή 3/6 εξ αδιαιρέτου, καθώς και από τα πρώτα εξαδέλφια του: α) ....................., εναγόμενο της υπό στοιχείο Α αγωγής, σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, β) τον .............., σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου και, γ) ....................., το γένος ......., σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου. Η ενάγουσα, κατά το ανωτέρω ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου αποδέχθηκε την κληρονομιά δυνάμει της 464/28-2-2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών .................., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου στον τόμο 432 με αριθμό 446, ενώ υπέβαλε την υπ` αριθμ. 2538/616/10-12-1984 δήλωση φόρου κληρονομιάς και κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο. Όσο αφορά το υπόλοιπο ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς, οι ως άνω εξάδελφοι του κληρονομούμενου φέρονταν να την όχουν αποδεχθεί, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης. Οι ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι εξαδέλφια του αποβιώσαντος, άσκησαν κατά του ελληνικού δημοσίου που είχε την ιδιότητα του δανειστή της κληρονομιάς, την από 27-3-1986 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3713/86 αγωγή τους, με την οποία ανέφεραν ότι από πλάνη είχαν αφήσει να περάσει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης και ζήτησαν να ακυρωθεί η αποδοχή της κληρονομιάς και να τους χορηγηθεί νέα προθεσμία αποποίησης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 7242/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η αποδοχή της κληρονομιάς. Κατά της απόφασης ασκήθηκαν ένδικα μέσα από το εναγόμενο και εκδόθηκαν η 14603/1988 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση, και, τέλος, η με αριθμό 1533/1991 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα αναίρεση και κατέστη αμετάκλητη η απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Στη συνέχεια, οι δύο από τους τρεις τότε ενάγοντες, ήτοι ο ............................... και η ............................... προέβησαν στην αποποίηση της κληρονομιάς του ως άνω αποβιώσαντος, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 254/89 έκθεση του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ο δε ....................................................., λόγω του ότι μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση, δεν κατέστη δυνατό να ειδοποιηθεί προκειμένου να προβεί στην αποποίηση της κληρονομιάς. Εξάλλου, οι τότε ενάγοντες, με την ως άνω αγωγή τους, καθίσταται σαφές ότι εκδήλωσαν και ρητά την πρόθεση τους να μην είναι συγκληρονόμοι και συννομείς της κληρονομιάς. Στην κληρονομιαία αυτή περιουσία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, ένα γεωτεμάχιο μειά της επ` αυτού πεπαλαιωμένης οικίας στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, επί της οδού ............, που έχει καταχωρηθεί με ΚΑΕΚ 05 014 11 20 007/0/0. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στον κληρονομούμενο δυνάμει κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας στις 7-4-1977 μητέρας του ........... ή .................... θυγατέρας ............... και ...................., πρώην συζ. ................... .................., φυσικού τέκνου του .................. και της .........................., την κληρονομιά της οποίας είχε νόμιμα αποδεχθεί με την 23681/1977 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών ......................., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών στον τόμο 2967 με αριθμό 364. Στο ακίνητο αυτό η ενάγουσα κατοικούσε όσο ακόμα ζούσε ο σύζυγος της, ενώ μετά τον θάνατο του συνέχισε να κατοικεί σε αυτό μαζί με την μητέρα της και τον αδερφό της, έως το έτος 1989, οπότε μετακόμισε σε άλλο κληρονομιαίο ακίνητο. Έκτοτε εκμίσθωνε το επίδικο ακίνητο και εισέπραττε η ίδια το μίσθωμα. Η ενάγουσα, από τον χρόνο του θανάτου του συζύγου της, νέμονταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο με διάνοια πλήρους και αποκλειστικής κυρίας, ασκώντας τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις νομής, γεγονός που ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους λοιπούς συγκληρονόμους της. και έτσι κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 100%, προσμετρώντας και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπάροχου της, χωρίς να χρειάζεται να γνωστοποιήσει στον συγκληρονόμο της ότι νέμεται τα κληρονομιαία ως μοναδική κληρονόμος αφού, όπως εκτίθεται ανωτέρω, ο τελευταίος σαφώς εκδήλωσε την πρόθεση του να μην είναι κληρονόμος, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα κατά το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου απέκτησε αυτό δυνάμει κληρονομικής διαδοχής του συζύγου της, και κατά το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Παρά ταύτα στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως κύριος του επίδικου γεωτεμαχίου στις πρώτες εγγραφές έχει καταχωρηθεί ο εκ των εναγομένων ..................... του ..................., δυνάμει του 4908/18-12-2003 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου ....................., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου στον τόμο 416 με αριθμό 239, ενώ πωλητές του ακινήτου κατά το συμβόλαιο αυτό φέρονταν οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, ήτοι ο ........................... του .............. και της .............. και η ................ Όμως, με βάση τα ανωτέρω, αν και φέρονταν ο προαναφερόμενος ως κύριος του ακινήτου κατά το κτηματολογικό φύλλο ουδέποτε απέκτησε αυτός την κυριότητα επί του ακινήτου, αφού οι δικαιοπάροχοι του δεν ήταν κύριοι αυτού κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση, ούτε απέκτησαν την κυριότητα του μεταγενέστερα. Οι εναγόμενοι, οι οποίοι ουδέποτε άσκησαν επί του επίδικου ακινήτου πράξεις νομής ή κατοχής, συνομολόγησαν τα ανωτέρω, τόσο με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που έχει καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, όσο και με τις έγγραφες προτάσεις τους. καθώς και με το προσκομιζόμενο, σε αντίγραφο, από 18-7-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού, που έχει υπογραφεί από τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Δυνάμει της υπ` αριθμ. 24414/4876/8.9.1997 απόφασης του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ο Δήμος Αμαρουσίου του Νομού Αττικής (ΦΕΚ 836/Β717.9.1997). Σύμφωνα με την 381/1/28.6.2006 απόφαση του Δ.Σ του Ο.Κ.Χ.Ε., διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα της περιοχής του Δήμου Αμαρουσίου του Νομού Αττικής και ορίστηκε ως χρόνος λειτουργίας του Κτηματολογίου στη περιοχή η 10-7-2006 με την υπ` αριθμ. 382/2 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β 854/10.7.2006).

Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει, αφού συνεκδικαστούν οι υπό κρίση αγωγές: α) να απορριφθεί η από 8-5-2006 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/4506/9-5-2006, β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 18-9-2008 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 177336/8891/26-9-2008, να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως κυρία του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα επίδικα κτηματολογικά φύλλα, γ) να γίνει εν μέρει δεκτή η από 11-3-2009 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65234/4419/22-4-2009 και να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως κυρία του επίδικου ακινήτου. Διάταξη περί επιβολής ή μη δικαστικών εξόδων δεν θα τεθεί, ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος (πρβλ. άρθρο 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) όσο αφορά την πρώτη από τις ανωτέρω αγωγές και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 8-5-2006 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/4506/9-5-2006, την από 18-9-2008 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 177336/8891/26-9-2008 και την από 11-3-2009 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65234/4419/22-4-2009, ερήμην του εναγομένου ....................................... και της ................. και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Απορρίπτει την από 8-5-2006 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 85104/4506/9-5-2006.

Δέχεται την από 18-9-2008 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 177336/8891/26-9-2008 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την από 11-3-2009 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65234/4419/22-4-2009.

Αναγνωρίζει την ενάγουσα ........... χήρα ......................, το γένος ..................., ως πλήρη και αποκλειστική κυρία ενός γεωτεμαχίου στο Δήμο Αμαρουσίου, το οποίο έχει καταχωρηθεί στο κτηματολογικό βιβλίο Αμαρουσίου με ΚΑΕΚ 05 014 11 20 007/0/0 και φέρεται ως ιδιοκτησία του εναγομένου ...................

Διατάσσει την διόρθωση των αρχικών εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο Αμαρουσίου προκειμένου να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως πλήρης και αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου κατά το χρόνο καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στο Κτηματολογικό Βιβλίο του Δήμου Αμαρουσίου. 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων που παραστάθηκαν

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19-1-2010

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 10 ΜΑΡ. 2010

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.


Πώληση ακινήτου. Δικαιοπραξία ακυρώσιμη λόγω πλάνης. Προθεσμία για την ακύρωσή της. Εναρξή της από το χρόνο αποκάλυψης της πλάνης. Ελαττώματα πράγματος. Ευθύνη του πωλητή και αντίστοιχα δικαιώματα του αγοραστή. Αναστροφή πωλήσεως ακινήτου. Στην περίπτωση..3808/2010 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ.

$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

3808/2010 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 545816) 
Πώληση ακινήτου. Δικαιοπραξία ακυρώσιμη λόγω πλάνης. Προθεσμία για την ακύρωσή της. Εναρξή της από το χρόνο αποκάλυψης της πλάνης. Ελαττώματα πράγματος. Ευθύνη του πωλητή και ..
αντίστοιχα δικαιώματα του αγοραστή. Αναστροφή πωλήσεως ακινήτου. Στην περίπτωση αυτή επιστρέφεται ολόκληρο το τίμημα που έλαβε ο πωλητή, αναγραφόμενο και μη στο συμβόλαιο. Συρροή αξιώσεων στην περίπτωση αναστροφής λόγω ελαττώματος. Αδικοπραξία. Πρόστηση. Αστική ευθύνη. Ευθύνη Τραπεζών κατά τον έλεγχο ακινήτου εν όψει συμβάσεως χορήγησης στεγαστικού δανείου. Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Ανεύθυνο δημσίων υπαλλήλων. Υπάλληλοι ΔΟΥ που ελέγχουν δήλωση ΦΜΑ. Περίπτωση αγοράς ακινήτου ως πρώτης κατοικίας, η οποία αρχικώς είχε ανεγερθεί νομίμως και είχε πολεοδομική άδεια ως αποθήκη και στην συνέχεια είχε μεταβληθεί σε διαμέρισμα, στοιχείο όμως το οποίο δεν είχε αποκρυφτεί δολίως από τους πωλητές, αφού αναφερόταν σε όλα τα σχετικά συμβόλαια. Ζημία του αγοραστή συνισταμένη, μεταξύ άλλων, στην άρση απαλλαγής πρώτης κατοικίας και στην επιβολή φόρου μεταβίβασης και στο πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου κτίσματος. Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων για την παράλειψη των εφοριακών υπαλλήλων να διαγνώσουν την ορθή χρήση του πωληθέντος ακινήτου και τη συνακόλουθη επιβολή φόρου, παρά την αρχική απαλλαγή του αγοραστή λόγω αγοράς πρώτης κατοικίας. Ελλειψη ευθύνης της Τράπεζας που χορήγησε το στεγαστικό δάνειο εφόσον οι προστηθέντες υπάλληλοί της δεν είχαν υποχρέωση ούτε αρμοδιότητα να ερευνήσουν τη νομιμότητα της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας ή της αλλαγής της χρήσης του ακινήτου ούτε να προβούν σε ενημέρωση του αγοραστή-πελάτη της Τράπεζας για την ανωτέρω αλλαγή χρήσης. Έγκυρη η προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο που είχε αρχικώς ανεγερθεί νομίμως και στη συνέχεια μεταβλήθηκε σε αυθαίρετο. Πλειστηριασμός και πώληση. Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα. Μη νόμιμη η προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή από τους εναγόμενους πωλητές κατά της Τράπεζας που είχε επισπεύσει πλειστηριασμό όπου κατακυρώθηκε σε αυτούς το επίδικο ακίνητο. Δεν υφίσταται πλάνη ως προς την υπογραφή της σχετικής δικαιοπραξίας, υφίσταται όμως ευθύνη των πωλητών από πραγματικό ελάττωμα, δεδομένου ότι υποσχέθηκαν την παράδοση του ακινήτου απαλλαγμένο από κάθε ελάττωμα νομικό ή πραγματικό. Νόμιμη επομένως η μόνη η άσκηση του δικαιώματος της υπαναχωρήσεως εκ μέρους του αγοραστή.


  
ΑΠΟΦΑΣΗ: 3808/2010 (Αριθμός καταθέσεως αγωγής: 39938/6-10-2008) (Αριθμός καταθέσεως ανακοίνωσης δίκης και προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσας αγωγής: 542/9-1-2009)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αναστασία Παπαδοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αννα Κουσιοπούλου, Πρωτοδίκη και Νεκταρία Σουκαρά, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ιουλία Τσαβέ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 24-9-2009, για να δικάσει την υπ` αριθμ. καταθέσεως 39938/6-10-2008 αγωγή, καθώς και την υπ` αριθμ. καταθέσεως 542/9-1-2009 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: .........., κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ευστράτιου Κωνσταντινίδη (AM: 1866), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ........., κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2) ........ σύζ. ....., το γένος .........., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Θεόδωρου Δελέρη (AM 1685), 3) ........, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου Χρήστου Αποστολίδη (AM 6444), 4) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ".........."και διακριτικό τίτλο ".........", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Κλεοπάτρας Διαμαντή (AM 6670), 5) ..........., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου Παναγιώτη Κυνηγόπουλου (AM 1336), 6) .........., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου Αναστάσιου Μαυροδόντη (AM 5806), 7) Του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εν προκειμένω εκπροσωπούμενου υπό του κ. Υπουργού Οικονομικών, κάτοικο Αθηνών, που παραστάθηκε δια της δικαστικής αντιπροσώπου Αννας Μαλλιαρά, άπαντες δε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΟΥΝΤΩΝ ΤΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ........, κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2) ........ σύζ. ........, το γένος .........., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Θεόδωρου Δελέρη (AM 1685), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «.........», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Νούσιου (AM 3964), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως στο ακροατήριο στην σημερινή μετ` αναβολή δικάσιμο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση στην παραπάνω δικάσιμο, η υπ` αριθμ. καταθέσεως 39938/6-10-2008 αγωγή, καθώς και η υπ` αριθμ. καταθέσεως 542/9-1-2009 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι είναι συναφείς, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (αρθρ. 31, 246 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 174 ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Επίσης, με το άρθρο 17 του Ν. 1337/1933 προβλέπονται σωρευτικώς κυρώσεις για τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές που ανεγείρονται μετά την 31-1-1983, όπως πρόστιμα, κατεδάφιση κ.ά. Ειδικότερα, στην παράγραφο 10, ορίζεται ως κύρωση η επί ποινή ακυρότητας απαγόρευση της μεταβιβάσεως του αυθαιρέτου ή της συστάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτού ή του οικοπέδου επί του οποίου έχει κατασκευασθεί. Ομως κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής οι παραπάνω απαγορεύσεις δεν επεκτείνονται και στα οικοδομήματα που είχαν ανεγερθεί νόμιμα, αλλά μεταγενέστερα έγιναν σε αυτά αυθαίρετες μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες, διότι στις περιπτώσεις αυτές το αυθαίρετο περιορίζεται σε μόνη την χωρίς άδεια προσθήκη κλπ., η οποία και μόνον υπόκειται σε κατεδάφιση, αν δεν νομιμοποιηθεί ή δεν συντρέχει περίπτωση νομιμοποιήσεως της (ΑΠ 304/1998 ΝοΒ 38, 59, ΕφΘεσ 2007/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 73/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2902/2001 ΕλλΔνη 43,190). Εξάλλου, με το πρώτο εδάφιο της παραγρ. 4 του άρθρου 22 του μεταγενέστερου Ν. 1577/1985 (ΓΟΚ) η αλλαγή της χρήσεως κτιρίου ή μέρους αυτού χωρίς άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας χαρακτηρίζεται ως αυθαίρετη. Ομως ο νόμος διαφοροποιείται όσον αφορά τις κυρώσεις για την εν λόγω μορφή αυθαιρέτου. Διότι στα επόμενα εδάφια της ως άνω παραγράφου 4 ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της αλλαγής χρήσεως, εφαρμόζονται κατ` αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, μόνον όμως ως προς την επιβολή προστίμου, ή αν για την αλλαγή της χρήσεως έχουν εκτελεσθεί δομικές κατασκευές, μόνον ως προς την επιβολή προστίμου και την κατεδάφισή τους. Ακόμη, με τα άρθρα 40 και 41 του νέου Ν. 3775/2009 τροποποιούνται διατάξεις του ΓΟΚ (Ν. 1557/1985) που αφορούν ημιυπαίθριους ή κλειστούς χώρους κτιρίων (όπως χώρους σταθμεύσεως ή αποθήκες) και ρυθμίζονται αποκλειστικά θέματα αλλαγής της χρήσεως των χώρων αυτών. Ειδικότερα, με την παραγρ. 5 δε του άρθρου 41 ορίζεται ότι, υπό ανάλογες προϋποθέσεις, υπέργειοι και υπόγειοι κλειστοί χώροι κτιρίου (όπως χώροι σταθμεύσεως, αποθήκες κ.λ.π.), βάσει οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί ή αναθεωρηθεί μέχρι 2 Ιουλίου 2009, σε περίπτωση αλλαγής χρήσεως επιτρέπεται και αυτοί να διατηρήσουν τη νέα τους χρήση. Επομένως, σε καμία περίπτωση αλλαγής χρήσεως και μάλιστα είτε η αλλαγή αυτή συνοδεύεται από δομικές κατασκευές είτε όχι, δεν προβλέπεται από το νόμο ως κύρωση η απαγόρευση της μεταβιβάσεως του ακινήτου και μάλιστα με τη συνέπεια της ακυρότητας (ΓνωμΕισΑΠ 10/2009 ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, "αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση τον δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας", κατά δε τη διάταξη τον άρθρου 141 του ίδιου Κώδικα, "η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για, την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πλάνη κατά τη δήλωση βουλήσεως, ήτοι η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης γνώσεως από τον δηλούντα της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, η οποία (πλάνη) μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ), παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως (ΑΠ 463/2008 ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης επέρχεται με (διαπλαστική) δικαστική απόφαση και δικαιούται να τη ζητήσει με αγωγή ή ένσταση εκείνος που απατήθηκε ή ο κληρονόμος του (άρθρ. 154 και 155 ΑΚ), η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία όταν ακυρωθεί εξομοιώνεται προς άκυρη εξ αρχής και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρ. 180 και 184 ΑΚ), με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία τρίτος απέκτησε από τη σύμβαση που ακυρώθηκε (ΑΠ 77/1991 ΝοΒ 40, 1014). Μπορεί δε να ζητηθεί η ακύρωση λόγω πλάνης και της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, χωρίς να απαιτείται η προσβολή αυτού κατ` άρθρο 438 ΚΠολΔ ως πλαστού (ΑΠ 1771/1986 ΝοΒ 35, 1062). Κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ το δικαίωμα για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 § 1 ΑΚ), στην περίπτωση όμως που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βουλήσεως του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής (ΑΠ 674/1993 ΕλλΔνη 35, 1352). Κατά δε το άρθρο 280 ΑΚ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος, η δε παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΕφΑθ 9153/2006 ΝΟΜΟΣ). Ετσι το δικαστήριο, εφόσον από αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγομένου απορρίπτει την αγωγή που στηρίζεται στο δικαίωμα που έχει αποσβεστεί. Αλλωστε η τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνεπώς απ` αυτήν προκύπτουν οι ημεροχρονολογίες (ΕφΑθ 9153/2006, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη η ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρ. 280, σελ. 1121).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 534 ΑΚ, ο πωλητής ευθύνεται αν, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, το πράγμα που πουλήθηκε έχει πραγματικά ελαττώματα που αναιρούν ή μειώνουν ουσιωδώς την αξία ή την χρησιμότητά του. Ως πραγματικό ελάττωμα νοείται η επί τω χείρω παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, που οφείλεται κατά κανόνα στον ατελή τρόπο κατασκευής και που έχει ως συνέπεια αρνητική επίπτωση στην αξία του πράγματος στη χρησιμότητα αυτού. Ανεξάρτητα δε από την ύπαρξη ελαττωματικότητας στην υλική κατάσταση του πράγματος, ελάττωμα πραγματικό υπάρχει και όταν η ατέλεια αυτού ανάγεται στη νομική του κατάσταση, εφόσον τούτο δεν προέρχεται από δικαίωμα τρίτου. Συνιστά δε πραγματικό ελάττωμα ακινήτου πράγματος η αυθαίρετη αλλαγή χρήσης υπογείου χώρου οικοδομής από αποθήκη, σύμφωνα με την πολεοδομική άδεια, σε κατοικία (ΑΠ 1341/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 540 του ίδιου ως άνω κώδικα, όπως το τελευταίο έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν 3034/2002, ο οποίος, κατά το άρθρο 14 τούτου, άρχισε να ισχύει από τις 21.8.2002 που ο νόμος αυτός δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 192), στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνση του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Υπό το νέο δίκαιο, μετά και την κατάργηση των άρθρων 559-561 ΑΚ, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση, ενιαίως για κάθε πώληση, είτε γένους, είτε είδους, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα (ΑΠ 202/2007 ΝΟΜΟΣ). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών, η ευθύνη του πωλητή πλέον στην πώληση, ανεξάρτητα αν το πράγμα ορίζεται κατ` είδος ή κατά γένος, αποτελεί ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης. Η παράδοση παροχής ελαττωματικής ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες συνιστά αθέτηση της υποχρέωσης προσήκουσας εκπλήρωσης που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ. Η ευθύνη του πωλητή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν προϋποθέτει πταίσμα του πωλητή, είναι ευθύνη αντικειμενική. Αρκεί δηλαδή απλώς η διασάλευση της συμβατικά καθορισμένης αντιστοιχίας παροχής και αντιπαροχής από την ύπαρξη του ελαττώματος. Το δικαίωμα υπαναχώρησης εντάσσεται στις έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων.

Ειδικότερα, για τη σχέση του δικαιώματος υπαναχώρησης της διάταξης του άρθρου 540 ΑΚ με το γενικό δικαίωμα υπαναχώρησης, στην αιτιολογική έκθεση του Ν 3043/2002 γίνεται λόγος για μια σημαντική "ορολογική ενοποίηση υπαναχώρησης και αναστροφής υπό τον όρο υπαναχώρηση", η οποία έχει ως σκοπό να εξαλειφθεί "η ορολογική διάσπαση της ίδιας κατά βάση ρύθμισης". Ετσι σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση "η αναστροφή θα ονομάζεται εφεξής υπαναχώρηση και θα ισχύουν πλέον σε αυτή συμπληρωματικά, όπου δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στις διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ, οι γενικοί κανόνες του δικαίου της υπαναχώρησης". Δηλαδή ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 387, 389 επ. ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης που έγινε εγκύρως και νομίμως η συμβατική ενοχή καταργείται αυτοδικαίως και αναδρομικώς και κάθε συμβαλλόμενο μέρος υπέχει υποχρέωση να αποδώσει στην παροχή που τυχόν έλαβε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 328/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4794/2008 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 547 του ίδιου ως άνω κώδικα στην περίπτωση της υπαναχώρησης από τη σύμβαση ο αγοραστής υποχρεώνεται να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που του προσέθεσε ο ίδιος καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε, ο δε πωλητής υποχρεώνεται στην επιστροφή του συμφωνηθέντος τιμήματος με τα έξοδα της πώλησης καθώς και ό,τι άλλο δαπάνησε ο αγοραστής για το πράγμα, έντοκα από την ημέρα εκάστης καταβολής (ΕφΑθ 520/2002 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση κατά την οποία το πωληθέν είναι ακίνητο και στο πωλητήριο συμβόλαιο αναγράφηκε τίμημα μικρότερο εκείνου που πράγματι συμφωνήθηκε, αν αναστραφεί η πώληση, ήτοι πλέον αν ο αγοραστής υπαναχωρήσει από την πώληση, ο τελευταίος, ο οποίος κατέβαλε στον πωλητή ολόκληρο το συμφωνημένο τίμημα δηλαδή τόσο το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο όσο και εκτός συμβολαίου, δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του μεν μέρους του τιμήματος που αναγράφεται στο συμβόλαιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 547 εδάφ. β ΑΚ, ενώ του μη αναγραφομένου στο συμβόλαιο μέρους, ως προς το οποίο δεν υπήρχε έγκυρη συμφωνία, επειδή αυτή δεν υποβλήθηκε στον απαιτούμενο από το άρθρο 369 ΑΚ συμβολαιογραφικό τύπο, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.), αφού μετά την ανατροπή της πώλησης, λόγω της υπαναχώρησης, είναι πλέον χωρίς νόμιμη αιτία η κατοχή από τον πωλητή του μέρους του τιμήματος που ατύπως συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε σ` αυτόν (ΑΠ 524/2001 ΝΟΜΟΣ).

Στην περίπτωση δηλαδή της υπαναχώρησης από την πώληση ακινήτου κατά την οποία ο αγοραστής επιστρέφει στον πωλητή αυτούσιο το ακίνητο, ο πλουτισμός του πωλητή συνίσταται σε ολόκληρο το τίμημα που έλαβε (αναγραφόμενο και μη στο συμβόλαιο). Επομένως στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός δεν συναρτάται πλέον προς την πραγματική αξία του ακινήτου, όπως τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση πωλήσεως δεν ανατρέπεται αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και αναζητείται κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού η απόδοση του εκτός συμβολαίου καταβληθέντος μέρους του τιμήματος (ΟλΑΠ 560/1974, ΑΠ 524/2001 ο.π.). Επομένως στην αγωγή του αγοραστή πωλήσεως που αναστράφηκε, με την οποία ζητείται η απόδοση του εκτός συμβολαίου καταβληθέντος τιμήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται η αγοραία αξία του πωληθέντος, ακινήτου, γιατί το στοιχείο αυτό δεν ασκεί πλέον έννομη επιρροή (ΑΠ 524/2001 ο.π.). Εξάλλου, αν ο εναγόμενος αποκρύψει δολίως από τον ενάγοντα ότι το πράγμα είχε κατά την παράδοση του πραγματικό ελάττωμα, η συμπεριφορά του αυτή συνιστά αδικοπραξία και συγκεκριμένα αστική απάτη (ΑΚ 147, 149 σχ. ΕφΑθ 520/2002 ο.π., contra ΕφΠατρ 684/2003 ΝΟΜΟΣ). Πρόκειται δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, συνιστά αδικοπραξία και χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης (Φ. Δωρή στο Γεωργιάδη- Σταθόπουλο εισ. παρατηρήσεις στα άρθρα 534-562 αριθ. 37, σελ. 136, ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22 505, ΑΠ 1058/77 ΝοΒ 26, 929, ΕφΑθ 520/2002 ο.π.). Επί συρροής δε αξιώσεων που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων και η ικανοποίηση της μιας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, οπότε σώζονται μόνο ως προς αυτό (ΕφΑθ 520/2002 ο.π., ΕφΠειρ 198/1998 ΕλλΔνη 39, 932, βλ. για την έννοια συρροής αξιώσεων: Μπαλή Γεν. Αρχές § 139, ΕφΑθ 3488/1980 ΝοΒ 29, 100).

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 επ. του ΑΚ συνάγεται σαφώς ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αποτελούν: α) υπαίτια συμπεριφορά του προσώπου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, β) παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, που, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνον σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εάν στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη καλή πίστη, δηλαδή είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη υποχρέωση προστασίας) με την οποία παράνομη συμπεριφορά προσβάλλεται κάποιο απόλυτο δικαίωμα, εφόσον αυτή καθεαυτή ενέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία του δικαιούχου, γ) επέλευση ζημίας και δ) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της κατά τα άνω συμπεριφοράς και της ζημίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου είναι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορεί αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 50/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2000, ΑΠ 1128/2000 ΕλλΔνη 42, 386 και 1281, ΕφΑθ 3178/2003, ΔΕΕ 2004, 1033, ΕφΑθ 2214/2001 ΕΕμπΔ 2002, 859, ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ. 2001, 46). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος) ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία) που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητας του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής κλπ).

Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια διευρύνει και τη δυνατότητα κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιούμενων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Αλλωστε με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος, η οποία είναι αντικειμενική, εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν έναν επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν (ΕφΑθ 1997/1988 ΕλλΔνη 1988, 1239, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. Δίκαιο, Γεν. Μέρος, 1999, σελ. 625, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχ. Δίκαιο, 1998, σελ. 136, Δεληγιάννη -Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο, σελ. 1681). Η εκπροσώπηση από τον προστηθέντα των συμφερόντων του προστήσαντος δεν απαιτείται να είναι εμφανής στους τρίτους, η δε σχέση προστήσεως έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής στη βάση της σχέσης πρόστησης, μπορεί να είναι και οποιαδήποτε άλλη βιοτική σχέση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, σημειουμένου ότι είναι αδιάφορο αν η ανωτέρω σχέση στην οποία βασίζεται η πρόστηση είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ή αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή ευκαιριακή ενόψει τέλεσης συγκεκριμένης πράξης (ΑΠ 121/2002 ΕλλΔνη 2002, 1614, ΑΠ 380/1979 ΝοΒ 27, 1437, ΑΠ 194/1976 ΝοΒ 24, 718, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΝ 2001, 1107, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμ. IV, άρθρο 922, αρ. 14).

Εξάλλου, τόσο ο προστήσας όσο και ο προστηθείς είναι δυνατόν να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ό.π., άρ. 29, Αγαλλοπούλου-Ζερβογιάννη, θέματα αστικής ευθύνης, σελ 54 επ.), σημειουμένου ακόμη ότι για την εξάρτηση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος δεν απαιτείται η παροχή δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας, αλλά αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών ή μας γενικής εποπτείας (ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 32, 765, ΑΠ 300/1980 ΝοΒ 28, 1723). Τέλος, ο προστήσας ευθύνεται, εφόσον η πράξη του προστηθέντος δεν είναι άσχετη ή ξένη, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής ενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα και αν ακόμη προήλθαν από κατάχρηση των καθηκόντων του προστηθέντος ή υπέρβαση των διαταγών και οδηγιών που του δόθηκαν, δηλαδή όταν ο προστηθείς ενεργεί κατά παράβαση των δοθεισών σε αυτόν διαταγών και οδηγιών ή καθ` υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων αυτού (ΑΠ 651/2001 Αρμ. 2001, 1475, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33, 607, ΑΠ 691/1978 ΝοΒ 27, 525, ΕφΑθ 2909/2002 ΔΕΕ 2002, 610, Εφθεσ 2518/2000 Αρμ. 2001, 46, ΕφΠατρ 136/2002 ΔΕΕ 2003, 545). Περί της αδικοπρακτικής ευθύνης των Τραπεζών και των προστηθέντων αυτών προσώπων πρέπει να επισημανθεί ότι οι Τράπεζες γενικά, εκτός από επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος, ασκούν παραλλήλως και δημόσια λειτουργία (υπό την ευρύτατη έννοια του όρου), αφού η δραστηριότητα τους αυτή αντανακλά ευθέως στην Εθνική Οικονομία, γι` αυτό και η Τράπεζα κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της απέναντι στον πελάτη της, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288) έχει τις αποκαλούμενες "υποχρεώσεις πρόνοιας"και ειδικότερα την υποχρέωση προστασίας των περιουσιακών αγαθών του πελάτη της (ΑΠ 846/2003 ΕΕμπΔ 2003, 839, ΕφΑθ 2214/2001, ΔΕΕ 2001, 620, ΕφΘεσ 2518/2000, Αρμ. 2001,46).

Τέλος, στο άρθρο 94 § 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια", περαιτέρω ορίζεται ότι "από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος...". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. 1 και 2 ν. 1406/1983 "υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ` αυτήν. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά α)... η`) την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα". Κατά το άρθρο δε 9 § 1 του ιδίου πιο πάνω νόμου, η εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 1 από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει για μεν εκείνες που ειδικά αναφέρονται σ` αυτό από τις αντίστοιχες τους ημερομηνίες, για δε τις λοιπές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτές της περιπτώσεως η` (ευθύνη του Δημοσίου, ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ) από 11-6-1985. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (αρθρ. 9 § 2). Τέλος, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: "Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών", κατά το άρθρο δε 85 § 1 και 86 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος ισχύει και σ` αυτούς που υπηρετούν στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ΔΟΥ, ο δημόσιος υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ που προαναφέρθηκε, ερμηνευόμενη ενόψει και του άρθρου 1 § 2 περ. η` του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας που στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της διοίκησης γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι παρά τη συσταλτική διατύπωση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου (ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ) για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, υπαγόμενη ήδη, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέχεται βάσει της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημόσιου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του, ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείρηση της περιουσίας του δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου του, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995 ΕλλΔνη 36, 563, ΕφΘεσ 2111/91 Αρμ. 1992,898).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά ως προς τον τόμο μεταγραφής του αναφερομένου υπ` αριθμ. 11217/11.11.2004 πωλητηρίου συμβολαίου του ενταύθα συμβολαιογράφου Κων/νου Γωγάκου, εκθέτει ότι, δυνάμει του συμβολαίου αυτού, νομίμως μεταγραφέντος, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι της μεταβίβασαν κατά κυριότητα τη, διαλαμβανόμενη στο δικόγραφο υπόγεια αποθήκη διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα, της οποίας είχαν τη συγκυριότητα εξ αδιαιρέτου και κατ` ισομοιρίαν, αντί αναγραφομένου στο ως άνω συμβόλαιο τιμήματος 65.000 ευρώ, πράγματι δε συνομολογηθέντος 75.000 ευρώ, για την κατάρτιση δε της μεταξύ τους σύμβασης αγοραπωλησίας του ακινήτου αυτού μεσολάβησε ως μεσίτης ο τρίτος εναγόμενος. Προς εξόφληση του τιμήματος κατέβαλε στους δύο πρώτους εναγομένους εξ ιδίων το μη αναγραφέν στο συμβόλαιο ποσό των 10.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό των 65.000 ευρώ από προϊόν ισόποσου στεγαστικού δανείου που έλαβε από την τέταρτη εναγόμενη τράπεζα, δυνάμει της υπ` αριθμ. 0711- 001392711/29.12.2004 δανειακής σύμβασης, υπεγράφη δε μεταξύ της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων η υπ` αριθμ. 11341/31.12.2004 πράξη εξόφλησης και άρσης του όρου μη διάθεσης του ίδιου ως άνω συμβ/φου. Τα έξοδα του δανείου εκ 2.000 ευρώ προστέθηκαν στο ποσό της δανειοδότησης, ανερχόμενο έτσι αυτό στο ποσό των 67.000 ευρώ, υπεγράφη δε προς τούτο η από 29.12.2004 σχετική πρόσθετη πράξη της άνω κύριας δανειακής σύμβασης. Προς ασφάλεια της απαιτήσεως της τέταρτης εναγομένης από την προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ".........."το υπ` αριθμ. 198704-9/ 21.1.2005 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, διάρκειας 20 ετών, για κεφάλαιο 65.000 ευρώ, έναντι μηνιαίου καταβαλλόμενου καθαρού ασφαλίστρου 54,80 ευρώ και μικτού 62,26 ευρώ, με δικαιούχους τη θυγατέρα της ενάγουσας και την τέταρτη εναγόμενη τράπεζα, ενεγράφη δε στα βιβλία υποθηκών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 80.400 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, δυνάμει της υπ` αριθμ. 3005/2.2.2005 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Για τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου υποβλήθηκε στην Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης η υπ` αριθμ. 2380/2004 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου, την οποία υπέγραψαν οι πωλητές. Βάσει δε της δήλωσης αυτής, την οποία ήλεγξαν και προσυπέγραψαν οι πέμπτος και έκτος των εναγομένων, ενεργούντες στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους ως εφοριακοί υπάλληλοι, προστηθέντες του έβδομου εναγομένου στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, και κατόπιν της από 9.11.2004 αυτοψίας επί του ακινήτου, που διενήργησε ο πέμπτος εναγόμενος και έκρινε ότι πράγματι το υπό μεταβίβαση ακίνητο είναι κατοικία, της χορηγήθηκε πλήρης απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης για την αγορά του εν λόγω ακινήτου ως αγορά πρώτης κατοικίας.

Προκειμένου δε να λάβει την, κατά τα άνω, απαλλαγή πρώτης κατοικίας για το συγκεκριμένο ακίνητο, υπέβαλε την υπ` αριθμ. 3478/2004 συμπληρωματική δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου στη Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως, ώστε να αρθεί η απαλλαγή εκ του Φ.Μ.Α. για αγορά πρώτης κατοικίας, που της είχε χορηγηθεί για την αναφερόμενη στην αγωγή προγενέστερη αγορά έτερου διαμερίσματος, με την οποία (συμπληρωματική δήλωση) της επιβλήθηκε, ως φόρος μεταβίβασης ακινήτου για το προγενεστέρως αποκτηθέν διαμέρισμα, το ποσό των 2.950 ευρώ, που κατέβαλε στην άνω Δ.Ο.Υ. Οτι, στις αρχές του 2007, η ενάγουσα για πρώτη φορά πληροφορήθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο δεν είχε άδεια χρήσης κατοικίας, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνον ως αποθήκη, όταν, στις 8.2.2007, υπάλληλοι του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης, κατόπιν σχετικής καταγγελίας, ενήργησαν αυτοψία και διαπίστωσαν παράνομη αλλαγή χρήσης χώρου από υπόγειο-αποθήκη σε κατοικία, χαρακτηρίζοντας το εν λόγω ακίνητο ως αυθαίρετο. Κατά της με ίδια ημεροχρονολογία έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής και υπολογισμού προστίμων η ενάγουσα υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Εύοσμου Θεσσαλονίκης, η οποία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή και τελικώς της επιβλήθηκε ως πρόστιμο ανέγερσης το ποσό των 1.207,13 ευρώ και ως πρόστιμο διατήρησης το ποσό των 241,42 ευρώ ανά έτος, από το έτος 2003 και εφεξής, ήδη δε βεβαιώθηκε εις βάρος της, στις 1-2-2008, στη Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως και κατέβαλε το συνολικό ποσό των 2.414,22 ευρώ, το οποίο συνίσταται στο πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου για τα έτη 2003 έως και 2007 εκ 1.207,10 ευρώ και στο εφ άπαξ πρόστιμο ανέγερσης εκ 1.207,13 ευρώ. Οτι, ακολούθως, με την υπ` αριθμ. 2/14.1.2008 εντολή του προϊσταμένου της Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης έγινε έλεγχος της ως άνω 2380/2004 δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτου, βάσει της οποίας είχε λάβει απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης του ακινήτου ως πρώτη κατοικία, και συντάχθηκε η από 14.1.2008 έκθεση ελέγχου, σύμφωνα με την οποία της επιβλήθηκε τελικά με το υπ` αριθμ. πρωτ. 1/14.1.2008 φύλλο ελέγχου μεταβίβασης ακινήτου της Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης φόρος μεταβίβασης για την αγορά του, ποσού 5.470,50 ευρώ.

Οτι, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, μολονότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως εγνώριζαν πως το πωληθέν ακίνητο είναι αυθαίρετο, εντούτοις, ενεργώντας δολίως, απέκρυψαν το περιστατικό αυτό, το οποίο η ίδια αν το εγνώριζε ουδέποτε θα κατήρτιζε τη σύμβαση πωλήσεως. Οτι η τέταρτη εναγόμενη τράπεζα, ενεργώντας δια των προστηθέντων αυτής προσώπων (Δ/ντού, υπαλλήλων, νομικών συμβούλων, μηχανικών) νομικό και τεχνικό έλεγχο στο ακίνητο για την προέγκριση και τη σύναψη της ως άνω αναφερόμενης σύμβασης στεγαστικού δανείου, παράνομα και υπαίτια, παρέλειψε να προβεί στην άμεση λήψη μέτρων ελέγχου και ενημέρωσης, κατάλληλων για την προστασία της καλόπιστης τρίτης ενάγουσας πελάτισσας της, όπως τα ειδικότερα περιστατικά μνημονεύονται αναλυτικά. Οτι οι πέμπτος και έκτος των εναγομένων, που εργάζονται ως υπάλληλοι του έβδομου εναγομένου Δημοσίου, που τους έχει προστήσει στις υπηρεσίες του, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, με θετικές πράξεις και παραλείψεις τους, που διεξοδικότερα τους αποδίδονται από την ενάγουσα, της χορήγησαν την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή φόρου μεταβίβασης για την αγορά πρώτης, πλην, όμως, αυθαίρετης, κατοικίας. Οτι συνεπεία της ως άνω απατηλής συμπεριφοράς των εναγομένων, οι οποίοι δολίως της απέκρυψαν το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο ήταν αποθήκη, παρουσιάζοντας το ως διαμέρισμα, πλανήθηκε ως προς την παραπάνω ουσιώδη ιδιότητα του ακινήτου και κατέληξε στην υπογραφή του αγοραπωλητήρίου συμβολαίου, ενώ αν εγνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Οτι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου ως αυθαιρέτου συνιστά πραγματικό ελάττωμα αυτού, οι δε δύο πρώτοι εναγόμενοι, που το υποσχέθηκαν το πωληθέν ελεύθερο από κάθε βάρος, ευθύνονται άλλως έναντι αυτής κατά τις διατάξεις περί της αγορανομικής ευθύνης του πωλητή και δικαιούται να υπαναχωρήσει από την πώληση, η οποία συνεπεία τούτου λύεται και οι εναγόμενοι οφείλουν να της επιστρέψουν το τίμημα της πωλήσεως, καθώς και να της καταβάλουν τα έξοδα αυτής και όσα δαπάνησε για το ακίνητο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο.

Ενόψει όλων αυτών, ζητά, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτά μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά: Α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του ως άνω αναφερομένου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ως δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου (αρθρ. 17 παρ. 10 ν. 1337/1983), άλλως να ακυρωθεί το συμβόλαιο αυτό λόγω πλάνης της ως προς την παραπάνω ουσιώδη ιδιότητα του ακινήτου, συνεπεία της ως άνω απατηλής συμπεριφοράς των εναγομένων και να αναγνωρισθεί ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον το τίμημα της πώλησης συνολικού ποσού 75.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς έγιναν σε βάρος της πλουσιότεροι χωρίς νόμιμη αιτία, άλλως να αναγνωρισθεί η συντέλεση της υπαναχώρησης από την πώληση που έλαβε χώρα με την αγωγή, λόγω πραγματικού ελαττώματος του πωληθέντος ακινήτου και ότι οι δύο πρώτοι των εναγομένων οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό των 75.000 ευρώ, α) λόγω της συντελεσθείσας υπαναχώρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις περί της αγορανομικής ευθύνης του πωλητή και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επομένη καταβολής κάθε επιμέρους ποσού, ήτοι το ποσό των 10.000 ευρώ από την 11.11.2004 και το ποσό των 65.000 ευρώ από 31.12.2004, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και β) λόγω της αδικοπραξίας ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, άλλως και όλως επικουρικώς, λόγω της υπαναχώρησης ως έξοδα για την πώληση και το ελαττωματικό πράγμα, το συνολικό ποσό των 29.422,79 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής κάθε επιμέρους ποσού, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και ειδικότερα:

1) το ποσό των 500 ευρώ που κατέβαλε την 25.8.2004 και το ποσό των 885 ευρώ που κατέβαλε, την 12.11.2004, ως μεσιτική αμοιβή, 2) το ποσό των 2.950 ευρώ που κατέβαλε, την 8.11.2004, στην Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, 3) το ποσό 851,44 ευρώ που κατέβαλε την 11.11.2004 για τέλη και δικαιώματα του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κων/νου Γωγάκου για τη σύνταξη του 11217/11.11.2004 συμβολαίου του, 4) το ποσό των 548,60 ευρώ, που κατέβαλε, την 11.11.2004, ως αμοιβή του παραστάντα στο προαναφερόμενο συμβόλαιο δικηγόρου Θεσσαλονίκης Χρήστου Αποστολίδη, 5) το ποσό 29,77 ευρώ που κατέβαλε, την 31.12.2004, για τέλη και δικαιώματα του ιδίου Συμβολαιογράφου για τη σύνταξη της 11341/31.12.2004 πράξης εξόφλησης, 6) το ποσό 2.414,22 ευρώ, το οποίο βεβαιώθηκε εις βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως και κατέβαλε, την 1.2.2008, ως πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης του αυθαιρέτου ακινήτου, 7) το ποσό των 5.470,50 ευρώ, που της επιβλήθηκε από την Α` Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης, ως φόρος μεταβίβασης για την αγορά του υπό κρίση ακινήτου, καθώς δεν ήταν κατοικία, 8) το ποσό των 1.656,86 ευρώ, που κατέβαλε στην ασφαλιστική εταιρία «..........» συνολικά για τα έτη 2005, 2006 και 2007 ως ασφάλιστρα δανείου και δη 531,26 ευρώ για το 2005, 562,80 ευρώ για το 2006 και 562,80 ευρώ για 2007, την 1-1-2006, 1-1-2007 και 1-1-2008, αντίστοιχα και 9) το ποσό των 14.116,40, που συνίσταται στην πλέον του τιμήματος των 65.000 ευρώ ζημία της από την δανειοδότηση της για την αγορά του αυθαίρετου ακινήτου, ήτοι στις μέχρι σήμερα συνολικές καταβολές προς την τέταρτη εναγομένη ποσού 13.357,86 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο και στο ποσό των 65.758,54 που οφείλει να καταβάλει για την ολοσχερή εξόφληση του ληφθέντος δανείου (64.138,26 + 1620,28 = 65.758,54), αφαιρουμένου του τιμήματος των 65.000 ευρώ (13.357,86 + 65.758,54 - 65.000 = 14.11640), Γ) να αναγνωρισθεί ότι οι τρίτος, τέταρτη, πέμπτος, έκτος και έβδομο των εναγομένων οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, λόγω της αδικοπραξίας, το ως άνω ποσό 29.422,79 ευρώ, όπως αυτό αναλύθηκε, νομιμοτόκως από την επομένη καταβολής του κάθε επί μέρους ποσού, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, Δ) να αναγνωρισθεί ότι η τέταρτη εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ και έκαστος των λοιπών εναγομένων το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την επικαλούμενη αδικοπραξία και δη νομιμοτόκως από την επομένη επίδοση της αγωγής και Ε) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω προσημείωσης υποθήκης που ανεγράφη επί του επιδίκου και να διαταχθεί η εξάλειψη της, λόγω της εκ του νόμου απαγόρευσης σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυθαιρέτων κτισμάτων. Τέλος ζητά να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, ν` απαγγελθεί προσωπική κράτηση εις βάρος των πρώτων έξι εναγομένων, λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας και να καταδικαστούν στα δικαστικά της έξοδα.

Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δ/ριο αυτό με την προκειμένη τακτική διαδικασία (αρθρ. 18 αριθμ. 1 και 22 ΚΠολΔ) ως προς τους 1°, 2η, 3° και 4η των εναγομένων, σύμφωνα όμως με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, αναφορικά με τους πέμπτο, έκτο και έβδομο των εναγομένων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της περιστατικά ήσαν κατά το χρόνο τέλεσης της σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας σε διατεταγμένη του Δημοσίου (7ου) υπηρεσία, πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας αλλά και παθητικής νομιμοποίησης αυτών. Ειδικότερα, η υπό κρίση διαφορά, η οποία, αναφορικά με τους προαναφερόμενους εναγομένους, αφορά την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και αρθρ. 914 επ. ΑΚ, που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας, η οποία ενόψει του χρόνου γέννησης της αξίωσης (μετά την 11.6.1985) υπάγεται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, οι δε πέμπτος και έκτος των εναγομένων, ως δημόσιοι υπάλληλοι, σύμφωνα με τα άρθρα 85 παρ. 1 και 86 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεν ευθύνονται έναντι των τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, αναφορικά με τη νομιμότητα της αγωγής λεκτέα τα ακόλουθα: Οπως ήδη αναφέρθηκε, η κατ` αρθρ. 17 παρ. 10 ν. 1337/1983 απαγόρευση μεταβίβασης αυθαίρετων κτισμάτων, στην οποία η ενάγουσα θεμελιώνει την κύρια βάση της αγωγής της, δεν εκτείνεται στα οικοδομήματα τα οποία έχουν μεν νομίμως ανεγερθεί, αλλά μεταγενέστερα έγιναν σε αυτά μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες (όπως είναι η αλλαγή χρήσης ενός χώρου αποθήκης σε διαμέρισμα). Συνεπώς, η επικαλούμενη μεταβιβαστική δικαιοπραξία του επιδίκου ακινήτου είναι νόμιμη και έγκυρη, η δε σύσταση επί του ακινήτου αυτού του εμπράγματου βάρους της προσημείωσης υποθήκης δεν πάσχει, κατά τα ανωτέρω, από ακυρότητα λόγω της επικαλούμενης αυθαίρετης μεταβολής της χρήσης του ακινήτου, η οποία δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας της προσημείωσης, αφού το κτίσμα δεν είναι αυθαίρετο. Επομένως, τόσο η μία εκ των κυρίως και σωρευτικώς ασκουμένων βάσεων της αγωγής (περί ακυρότητας του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, κατ` άρθρ. 174 ΑΚ και 17 παρ. 10 ν. 1337/1983), όσο και το συνακόλουθο με αυτήν αίτημα της αγωγής περί αποδόσεως του τιμήματος της πωλήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει ν` απορριφθούν ως μη νόμιμα. Για τον ίδιο ως άνω λόγο πρέπει ν` απορριφθούν και τα αιτήματα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της προσημείωσης υποθήκης που ενεγράφη επί του επιδίκου, όπως και της εξάλειψης της από τα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ως μη νόμιμα.

Κατά τα λοιπά η αγωγή, ήτοι ως προς τις επικουρικά σωρευόμενες βάσεις της της ακυρότητας λόγω πλάνης και της υπαναχώρησης λόγω πραγματικού ελαττώματος καθώς και της σωρευόμενης βάσης της αδικοπραξίας είναι ορισμένη ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, στηριζόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, στις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 147, 154, 155, 297, 298, 299, 341, 345, 346, 480, 481 επ., 513, 516, 534, 535, 540, 542, 547, 904 επ., 914, 926 παρ. 1 εδ. α` , 932 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, πλην των συναφών με αυτές αιτημάτων: α) περί καταβολής των ασφαλίστρων λόγω δανείου και των καταβολών λόγω αυτού πέραν του τιμήματος των 65.000 ευρώ από την δανειοδότηση της ενάγουσας, τα οποία πρέπει πρωτίστως ν` απορριφθούν ως αόριστα, αφού δεν προσδιορίζεται στο δικόγραφο αν αποτελούν έξοδα πώλησης ή άλλη δαπάνη για το πράγμα, β) περί της εις ολόκληρον ενοχής των δύο πρώτων εναγομένων το οποίο είναι νόμιμο μόνον κατά το μέρος που αφορά την αδικοπρακτική ευθύνη τους, καθόσον σε κάθε άλλη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 481 ΑΚ) προς τούτο, ενόψει και του χαρακτήρα της παροχής ως διαιρετής, γ) περί καταβολής νομίμων τόκων, αναφορικά με τις αξιώσεις της ενάγουσας λόγω της αδικοπραξίας από την επομένη της καταβολής κάθε ποσού, το οποίο είναι μη νόμιμο, διότι σε ενοχή από αδικοπραξία τόκοι επιδικάζονται όχι από την επέλευση της ζημίας, αλλά από την όχληση του υπόχρεου, άλλως από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής και εν προκειμένω η ενάγουσα δεν επικαλείται σχετική όχληση (ΕφΘεσ 822/1989 Αρμ. 43, 447). Αναφορικά με το νόμιμο τόκο των αξιώσεων της ενάγουσας λόγω της υπαναχώρησης, για μεν τα ποσά του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος, των εξόδων της πώλησης και των δαπανών για το πράγμα το εν λόγω αίτημα κρίνεται νόμιμο από τον χρόνο διενέργειας αυτών (βλ. σχετ. και Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, κατ` άρθρο ερμηνεία, τομ. IΙΙ, άρθρο 547, σελ. 194, αρ. 17) για δε του εκτός συμβολαίου τιμήματος της πώλησης από της επιδόσεως της αγωγής (αρθρ. 910, 911 ΑΚ), δ) περί προσωρινής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, μετά τα κατά τα άνω γενόμενο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθώς η προσωρινή εκτέλεση προϋποθέτει καταψηφιστική απόφαση (ΕφΑθ 2273/1975 Αρμ. 29, 675), δηλαδή απόφαση που περιέχει διάταξη για καταδίκη και επομένως δεν είναι δεκτικές προσωρινής εκτέλεσης οι αναγνωριστικές, όπως εν προκειμένω, αποφάσεις, (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, αρθρ. 904-981, σελ. 48, αρ. 30). Για τον ίδίο λόγο απορριπτέο είναι και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως σε βάρος των έξι πρώτων εναγομένων. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το παραπάνω περιεχόμενο της αγωγής και τις αναφερόμενες κρίσιμες ημεροχρονολογίες προκύπτει ότι η πλάνη της ενάγουσας περί της ύπαρξης αυθαίρετης αλλαγής χρήσης του επιδίκου διήρκεσε μέχρι την 8.2.2007, όταν για πρώτη φορά έλαβε γνώση του εν λόγω πραγματικού ελαττώματος του επιδίκου κατόπιν της διενεργηθείσας αυτοψίας από τους υπαλλήλους της αρμόδιας Πολεοδομίας, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε το 2008, δηλαδή πριν την πάροδο διετίας. Επομένως, δεν αποσβέστηκε το δικαίωμα της για ακύρωση του μεταβιβαστικού συμβολαίου λόγω πλάνης ως προς το παραπάνω ελάττωμα του επιδίκου ακινήτου και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους δύο πρώτους εναγομένους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία, δεδομένου ότι προσκομίζεται η από 29.10.2008 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, ότι δεν επετεύχθη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, κατ` άρθρ. 214Α ΚΠολΔ, μετά δε την μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 199, 513 επ., 175 ΑΚ και 1005 ΚΠολΔ παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση δημοσίου δικαίου, η οποία εξομειώνεται με την πώληση (ΑΠ 265/2004 ΝΟΜΟΣ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. 11, 5 59 αρ. 2). Η ιδιορρυθμία της ως πώληση έγκειται πρώτα στο γεγονός ότι δεν συνάπτεται με τη βούληση του πωλητή (καθ` ου η εκτέλεση), αλλά από δημόσιο όργανο (υπάλληλο του πλειστηριασμού) που ενεργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας και κατά δεύτερο ότι δεν υπάρχει ευθύνη του πωλητή (καθ` ου η εκτέλεση), αλλά μόνο περιορισμένη ευθύνη του επισπεύδοντος δανειστή. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1017 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε πλειστηριασμό πράγματος κινητού ή ακινήτου δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα. Υπάρχει ευθύνη του επισπεύδοντος δανειστή μόνο για νομικά ελαττώματα του πράγματος και μόνο εάν αυτός γνώριζε, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξή τους. Αντίστοιχα δεν υπάρχει ευθύνη ούτε για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, αφού η ίδια η έννοια της συνομολόγησης ιδιοτήτων του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος δεν είναι νοητή, η δε περιγραφή του πράγματος στην κατασχετήρια έκθεση δεν θεωρείται ως συνομολόγηση ιδιοτήτων (ΕφΑθ 2742/1972 Αρμ ΚΖ, 228, ΕφΑθ 222/1973 ΕΕΝ 41, 206, Π. Γέσιου Φάλτση ό.π. παρ. 61, Μπρίνιας. Αν. Εκτέλ., αρθρ. 1017, αρ. 652 II, σελ. 2148]. Οσον αφορά τα πολεοδομικώς αυθαίρετα κτίσματα διαπιστώνεται αφενός μεν ότι η κατ` αρθρ. 17 ν. 1337/1983 απαγόρευση μεταβίβασης τους αφορά μόνο την εκούσια εκποίηση τους και όχι την περίπτωση μεταβίβασης τους με αναγκαστικό πλειστηριασμό (ΑΠ 265/2004 ο.π.), αφετέρου δε η αμέσως προαναφερθείσα απαγόρευση δεν εκτείνεται στα οικοδομήματα τα οποία έχουν μεν νομίμως ανεγερθεί, αλλά μεταγενέστερα έγιναν σε αυτά με διαρρυθμίσεις ή προσθήκες ή αλλαγή χρήσης τους (όπως είναι η αλλαγή χρήσης ενός χώρου αποθήκης σε διαμέρισμα) [ΕφΘεσ 2007/2006, ΕφΑθ 2902/2001, ΕφΙωαν 73/2006 ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, κατ` άρθρ. 993 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να μεταβεί στον τόπο όπου βρίσκεται το προς κατάσχεση ακίνητο και να το περιγράφει "με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκταση του ώστε να μη χωρεί αμφιβολία την ταυτότητά του". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η περιγραφή του κατασχεθέντος εντοπίζεται «είδος, θέση, όρια και έκταση αυτού», συνδυάζεται δε με την αμφιβολία για την «ταυτότητα του». Ομως, στον όρο της "ταυτότητας του ακινήτου, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, περιλαμβάνεται όχι μόνο οποιαδήποτε αμφιβολία για την τοπική, αλλά για την οικονομική ταυτότητα του (ΕφΘεσ 356/1979 ΝοΒ 29, 571, Μπρίνια Αναγκ.Εκτελ., άρθρ. 993, σελ. 1575-1580).

Με το δεύτερο από τα παραπάνω δικόγραφα οι δύο πρώτοι εναγόμενοι της ως άνω κύριας αγωγής άσκησαν προσεπίκληση κατά της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "...........». Με αυτήν εκθέτουν ότι εναντίον τους ασκήθηκε η προαναφερόμενη κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτολεξεί, και την προσεπικαλούν να παρέμβει στη δίκη για να τους υποστηρίξει απέναντι στην αντίδικο τους και με παρεμπίπτουσα αγωγή, την οποία ενώνουν στο ίδιο δικόγραφο με την προσεπίκληση, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει κάθε ποσό που θα υποχρεωθούν οι ίδιοι να καταβάλουν στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, αφού με επίσπευση της παρεμπιπτόντως εναγομένης κατασχέθηκε αναγκαστικά το επίδικο ακίνητο και δια του προστηθέντος από αυτήν και εντολοδόχου της δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο αυτό Θεόδωρου Παπαηλιάδη περιγράφηκε στην υπ` αριθμ. 1407/2002 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του ως υπόγεια αποθήκη διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για υπόγεια αποθήκη, σύμφωνα με τον αναφερόμενο αρχικό τίτλο κτήσης, εκπληστειριάστηκε δε και κατακυρώθηκε σε αυτούς με το ελάττωμα που αναφέρεται στην κύρια αγωγή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, και συνεπώς η προσεπικαλούμενη φέρει την ευθύνη για τυχόν ελαττώματα τούτου. Ομως, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή που ενώνεται μ` αυτή δεν είναι νόμιμες και πρέπει ν` απορριφθούν, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη, ο πλειστηριασμός δεν εξομοιούται προς πώληση του ιδιωτικού δικαίου, αλλά αποτελεί ιδιόρρυθμης μορφής πώληση που υπόκειται σε ρυθμιστικούς του ΚΠολΔ κανόνες και εντάσσεται στο χώρο του δημοσίου δικαίου, τα δε όργανα της εκτέλεσης ενεργούν ως αντιπρόσωποι όχι του επισπεύδοντος ή του οφειλέτη ή του υπερθεματιστή, αλλά ως δημόσια όργανα, σύμφωνα με τη νόμιμη εντολή, με ενάσκηση υπηρεσιακής εξουσίας, η δε τύχη του γενομένου πλειστηριασμού για τα ελαττώματα πραγματικά και νομικά του πλειστηριασθέντος πράγματος ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 1017 του ΚΠολΔ και συνεπώς η επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό του επιδίκου Τράπεζα δεν φέρει ευθύνη για τα πραγματικά ελαττώματα αυτού. Ο πλειστηριασμός του ακινήτου υπήρξε καθ` όλα έγκυρος ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι το επίδικο ήταν πολεοδομικά αυθαίρετο, γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, ο δικαστικός επιμελητής που διενεργεί την κατάσχεση του ακινήτου, δεν αρκείται σε μία τυπική επανάληψη της περιγραφής του κατά τον τίτλο κτήσης του, αλλά περιγράφει στην οικεία κατασχετήρια έκθεση οποιοδήποτε στοιχείο διαπιστώσει κατά την επιτόπια μετάβασή του στο ακίνητο, το οποίο συντελεί στην με ακρίβεια απόδοση της οικονομικής του ταυτότητας, όπως συνέβη εν προκειμένω. Οι ανακοινούντες τη δίκη -προσεπικαλούντες σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπιπτόντως εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοίνωση δίκης - προσεπικαλούμενης σε αναγκαστική παρέμβαση -παρεμπιπτόντως εναγομένης λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Οι τέσσερις πρώτοι εναγόμενοι στην κύρια αγωγή, απαντώντας στην τελευταία με τις έγγραφες προτάσεις τους, συνομολογούν την κατάρτιση της πωλήσεως, από την εκτίμηση δε του συνόλου των ισχυρισμών τους και ειδικότερα από την μη ειδική αμφισβήτηση του ύψους του πράγματι καταβληθέντος σ` αυτούς, ως τιμήματος, ποσού των 75.000 ευρώ, συνάγεται ομολογία τους ως προς το περιστατικό αυτό (αρθρ. 262 ΚΠολΔ - βλ. σχετ. ΑΠ 1537/1997 ΕλλΔνη 39, 1321, ΑΠ 180/1998 ΕλλΔνη 39, 851). Περαιτέρω όμως αρνούνται την ιστορική της βάση και ειδικότερα το δόλο τους, επιπροσθέτως δε ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα τελούσε εν γνώσει του πραγματικού ελαττώματος του επιδίκου ακινήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις τους.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, και όλα τα έγγραφα που, μετ` επικλήσεώς τους, προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρ. 339, 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 154/92, ΕλλΔνη 33, 814),, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), και την ως άνω ομολογία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα περιστατικά: Με το υπ` αριθμ. 11217/11.11.2004 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Γωγάκου, νομίμως μεταγραφέντος, η ενάγουσα έγινε κυρία ενός ημιυπόγειου διαμερίσματος, εμβαδού μικτού 84,79 τ.μ., καθαρού 83,25 τ.μ. αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και διάδρομο, ευρισκόμενο στην υπό στοιχείο Κ4 διώροφη οικοδομή του υπ` αρ. Π 92 Ο.Τ. στη συμβολή της οδού ........ αρ. ... και δύο ανωνύμων οδών, στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Πωλητές και ιδιοκτήτες του παραπάνω ακινήτου και δη κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας ήταν οι δύο πρώτοι των εναγομένων. Ως τίμημα της εν λόγω αγοραπωλησίας αναγράφηκε στο ως άνω συμβόλαιο το ποσό των 65.000 ευρώ, ενώ το συμφωνηθέν πραγματικό τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 75.000 ευρώ. Για την κατάρτιση της αγοραπωλησίας αυτής μεσολάβησε ως μεσίτης ο τρίτος εναγόμενος, εκπρόσωπος της μεσιτικής εταιρίας «.........». Ο τελευταίος είχε δημοσιεύσει αγγελία του ακινήτου, την 25.07.2004, στο περιοδικό «.......» της εφημερίδας ............., με το εξής περιεχόμενο: «ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟ ακίνητο πωλείται 80 τ.μ. ισόγειο 2 ΔΣΚΛ 10 ετίας τζάκι σε καλή κατάσταση 75.000 Ευρώ (κωδ. Π-Δ 799), τηλ. . ». Η ενάγουσα είδε την αγγελία και ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον τρίτο εναγόμενο, προκειμένου να επισκεφθεί το ακίνητο. Ετσι περί τα μέσα Αυγούστου 2004 μετέβη στο ακίνητο, όπου ο τρίτος εναγόμενος της υπέδειξε το ακίνητο, ήτοι ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα με δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και διάδρομο, και η ενάγουσα έλαβε ιδία γνώση της διαμόρφωσης του χώρου του. Περί τα τέλη Αυγούστου 2004 και καθώς ανάμεσα στα διάφορα διαμερίσματα που είχε δει μέχρι τότε το εν λόγω ακίνητο ήταν περισσότερο της αρεσκείας της και κάλυπτε τις στεγαστικές της ανάγκες, καθώς και τις οικονομικές της δυνατότητες, ήρθε εκ νέου σε επαφή με τον τρίτο εναγόμενο, προκειμένου να ξαναδεί το ακίνητο.

Στη δεύτερη αυτή συνάντησή τους, που έλαβε χώρα την 25.08.2004, η ενάγουσα συμφώνησε να αγοράσει το ακίνητο, έναντι τιμήματος 75.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 10.000 ευρώ θα κατέβαλε εξ ιδίων την ημέρα υπογραφής του συμβολαίου και το ποσό των 65.000 ευρώ θα προέρχονταν από δάνειο, που θα ελάμβανε από Τράπεζα. Την ίδια ημέρα κατέβαλε στον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 500 ευρώ ως προκαταβολή, που δόθηκε στους ιδιοκτήτες του ακινήτου. Καθώς η ενάγουσα δεν είχε γνωστό δικηγόρο προκειμένου να διενεργήσει νομικό έλεγχο στο ακίνητο, αλλά και συμβολαιογράφο, προκειμένου να συντάξει το σχετικό συμβόλαιο, ο τρίτος εναγόμενος της υπέδειξε δικηγόρο και συμβολαιογράφο, καθώς και ασφαλιστική εταιρία προκειμένου να λάβει δάνειο από Τράπεζα, της παρέδωσε δε και κάθε σχετικό έγγραφο που αφορούσε το ακίνητο (τίτλο κτήσης, διαγράμματα κ.λ.π.). Ετσι η ενάγουσα απευθύνθηκε στην ασφαλιστική εταιρία «........» (υποκατάστημα Μ. Καλού Θεσσαλονίκης), η οποία θα αναλάμβανε τις διαδικασίες της δανειοδότησης της από την ........ Τράπεζα και την ασφάλιση του ποσού της δανειοδότησής της. Κατόπιν δε της από 29.9.2004 αίτησής της, συνήφθη το υπ` αριθμ. 198704-9/21.1.2005 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής μεταξύ της παραπάνω ασφαλιστικής εταιρίας και της ενάγουσας ως ασφαλιζόμενης, χρονικής διάρκειας 20 ετών, για ασφαλισμένο κεφάλαιο ύψους 65.000 ευρώ, ισόποσο με το προϊόν του χορηγηθησόμενου στην ενάγουσα δανείου από την ........ Τράπεζα, έναντι μηνιαίου καταβαλλόμενου καθαρού ασφαλίστρου ποσού 54,80 ευρώ και μικτού 62,26 ευρώ, με δικαιούχους του ασφαλίσματος τη θυγατέρα της .......... και την ........ Τράπεζα. Σε συνέχεια των προπαρασκευαστικών ενεργειών για τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, την 10.11.2004, υποβλήθηκε από την ενάγουσα και τους πωλητές του ακινήτου στην Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης η υπ` αριθμ. 2380/2004 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου (Φ.Μ.Α.), με την οποία δηλώθηκε ως μεταβιβαζόμενο ακίνητο μια ημιυπόγεια αποθήκη διαμορφωμένη σε διαμέρισμα. Με την δήλωση συνυποβλήθηκε για την αντικειμενική αξία του ακινήτου το φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου κατοικίας ή διαμερίσματος και όχι το φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου αποθήκης. Η αντικειμενική αξία βάσει του φύλλου υπολογισμού αξίας ακινήτου κατοικίας ή διαμερίσματος ήταν 43.936,02 ευρώ, ενώ παράλληλα στην ως άνω δήλωση υπήρχε το αίτημα της απαλλαγής από τον φόρο α` κατοικίας και συνυποβλήθηκαν όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την χορήγηση της απαλλαγής. Για την χορήγηση δε της απαλλαγής η ενάγουσα υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως την υπ` αριθμ. 3478/2004 συμπληρωματική δήλωση φόρου ακινήτου, ώστε να αρθεί η απαλλαγή εκ του Φ.Μ.Α. για αγορά πρώτης κατοικίας, που της είχε χορηγηθεί για προγενέστερη αγορά άλλου διαμερίσματος στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης και κατέβαλε, την 8.11.2004, ποσό 2.950 ευρώ, λόγω άρσης της απαλλαγής.

Βάσει των ανωτέρω δηλώσεων, τα στοιχεία των οποίων αναγράφονται με ευθύνη των δηλούντων και καταρχήν θεωρούνται ειλικρινή από την εκάστοτε Δ.Ο.Υ., και κατόπιν της από 9.11.2004 αυτοψίας επί του ακινήτου χορηγήθηκε από τον προϊστάμενο της Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης στην ενάγουσα η απαλλαγή φόρου α` κατοικίας. Κατά την υπογραφή του ως άνω πωλητήριου συμβολαίου που ακολούθησε (11.11.2004) ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Γωγάκου, παρέστησαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ενάγουσα και οι δύο πρώτοι των εναγομένων) και οι δικηγόροι τους, καθώς και ο τρίτος εναγόμενος ως μεσίτης. Στο περιεχόμενο του συμβολαίου, που αναγνώσθηκε και υπογράφηκε από αυτούς, αναφέρεται (5η σελίδα του εγγράφου) ότι μεταβιβάζεται "...μία υπόγεια αποθήκη, διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα....όπως τούτο εμφαίνεται ...στο θεωρημένο από το Τμήμα Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης με αριθμό πρωτ. 10844/4.10.2004 σχεδιάγραμμα κάτοψης υμιϋπογείου κτιρίου που επισυνάπτεται στο παρόν και υπογράφεται από τους εδώ συμβαλλόμενους.....". Στο προαναφερόμενο δε σχεδιάγραμμα κάτοψης, καθώς και στην υπ` αριθμ. 4191/11.3.1996 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης, όπως αυτή αναθεωρήθηκε με την υπ` αριθμ. 5535/2.10.1996 πράξη και προσαρτήθηκε στο εν λόγω συμβόλαιο, το πωλούμενο διαμέρισμα εμφαίνεται ως αποθήκη. Επίσης, στο ίδιο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το ακίνητο περιήλθε στους πωλητές δυνάμει της υπ` αριθμ. 92.266/14.3.2003 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννας Μπιλίση - Χρουσαλά, νομίμως μεταγραφείσας, στην δε δικαιοπάροχο αυτών, ........ συζ. ......., δυνάμει του υπ` αριθμ. 11784/16.12.1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευφημίας Δούκα Μητσαλά, σε συνδυασμό με την υπ` αριθμ. 12355/25.2.1999 πράξη (άρση διαλυτικής, αίρεσης) της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Στην προαναφερόμενη δε περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου το τελευταίο περιγράφεται ως υπόγεια αποθήκη, διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα, ενώ στο προαναφερόμενο συμβόλαιο (11784/1997) ως υπόγεια αποθήκη. Την ίδια ημέρα της υπογραφής του συμβολαίου, η ενάγουσα κατέβαλε στους δύο πρώτους εναγομένους -πωλητές, εκ του συνολικού συμφωνηθέντος τιμήματος των 75.000 ευρώ, το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο, ως εκτός συμβολαίου τίμημα, δεν αναγράφηκε στο συμβόλαιο, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 65.000 ευρώ ανέλαβε την υποχρέωση να τους το καταβάλει μέχρι την 12.1.2005 από προϊόν δανείου χορηγηθησομένου από την Τράπεζα ........ Επίσης, την αυτή ημέρα, κατέβαλε στο συμβολαιογράφο Κωνσταντίνο Γωγάκο το ποσό των 851,44 ευρώ για τέλη και δικαιώματα του, ως και τη νόμιμη αμοιβή του παραστάντος δικηγόρου της εκ 548,60 ευρώ.

Ακολούθως, στις 12.11.2004, κατέβαλε στον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 885 ευρώ, μετά του ΦΠΑ 18%, εκδόθηκε δε η υπ` αριθμ. 15/12.11.2004 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εταιρίας «............», στην οποία αναγράφεται ως αιτιολογία «Εξόφληση μεσιτείας αγοράς αποθηκευτικού χώρου στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης». Στη συνέχεια και αφού η ενάγουσα είχε ήδη λάβει προέγκριση από την ......... Τράπεζα (υποκατάστημα Κ. Τούμπας Θεσσαλονίκης) για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου ύψους 65.000 ευρώ, προς εξόφληση του αντίστοιχου υπόλοιπου τιμήματος της αγοραπωλησίας, συνήψε, την 29.12.2004, με την εν λόγω Τράπεζα, τέταρτη εναγομένη, την υπ` αριθμ. 0711-001392711 σύμβαση στεγαστικού δανείου. Για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής η ενάγουσα προσκόμισε στην Τράπεζα τα απαιτούμενα έγγραφα, ήτοι το ως άνω συμβόλαιο; στον τίτλο του οποίου αναφερόταν "αγοραπωλησία ημιυπόγειου διαμερίσματος (κατοικία)"και έφερε τη βεβαίωση απαλλαγής φόρου α` κατοικίας από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., καθώς και τα συνοδευτικά αυτού πιστοποιητικά μεταγραφής, ιδιοκτησίας βαρών και μη διεκδίκησης από το αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, η δε Τράπεζα διενήργησε δια του προστηθέντος μηχανικού της αυτοψία στο ακίνητο για την εκτίμηση της αξίας του. Τα έξοδα του δανείου (δικαστικά, ελέγχου τίτλων, εγγραφής υποθήκης, προσημειώσεως κ.λ.π.) εκ 2.000 ευρώ προστέθηκαν στο ποσό της δανειοδότησης, ανερχόμενο έτσι αυτό στο ποσό των 67.000 ευρώ, υπεγράφη δε προς τούτο η από 29-12-2004 σχετική πρόσθετη πράξη της άνω κύριας δανειακής σύμβασης. Εξάλλου, προς ασφάλεια της απαιτήσεως της τέταρτης εναγομένης Τράπεζας από την προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 80.400 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, δυνάμει της υπ` αριθμ. 3005/2-2-2005 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Εν τω μεταξύ, υπεγράφη μεταξύ της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων η υπ` αριθμ. 11341/ 31-12-2004 πράξη εξόφλησης και άρσης του όρου μη διάθεσης του ίδιου ως άνω συμβ/φου, αφού η ενάγουσα εξόφλησε το υπόλοιπο οφειλόμενο τίμημα, καταβάλλοντος το ποσό των 65.000 ευρώ στους δύο πρώτους εναγομένους και το ποσό των 29,77 ευρώ για τέλη και δικαιώματα του ιδίου συμβολαιογράφου για τη σύνταξη της πράξης αυτής.

Στο εν λόγω συμβολαιογραφικό έγγραφο, κατά τη σύνταξη του οποίου παρέστησαν τα συμβαλλόμενα μέρη, αναφέρθηκε εκ νέου "ότι με το υπ` αρ. 11217/11-11-2004 συμβόλαιο του ως άνω συμβολαιογράφου αγοραπωλησίας ημιυπόγειου διαμερίσματος οι πωλητές παραχώρησαν και μεταβίβασαν στην ενάγουσα μια υπόγεια αποθήκη, διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα .... αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και διάδρομο, όπως τούτο φαίνεται ανάμεσα στα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο θεωρημένο από το Τμήμα Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης με αρ. πρωτ. 10844/4-10-2004 σχεδιάγραμμα κάτοψης ημιυπόγειου .. και στην οποία αποθήκη - διαμέρισμα αναλογεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο και στα λοιπά κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη, χώρους πράγματα και εγκαταστάσεις της με στοιχεία οικοδομής ενός εκατοστού και ενενήντα δύο εκατοστών του εκατοστού (1,92%)..". Στις 8.2.2007, υπάλληλοι του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης, κατόπιν σχετικής καταγγελίας, ενήργησαν αυτοψία και διαπίστωσαν παράνομη αλλαγή χρήσης χώρου από υπόγειο - αποθήκη σε κατοικία, ήτοι χωρίς την προηγούμενη άδεια από το αρμόδιο Πολεοδομικό γραφείο, χαρακτηρίζοντας το εν λόγω ακίνητο ως αυθαίρετο. Κατά της με ίδια ημεροχρονολογία έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής και υπολογισμού προστίμων η ενάγουσα υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Εύοσμου Θεσσαλονίκης, εκθέτοντας την άγνοια της περί της συντελεσθείσας, πριν το ακίνητο αυτό περιέλθει στην κυριότητά της, αυθαίρετης μεταβολής χρήσεως του ακινήτου, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή και τελικώς της επιβλήθηκε ως πρόστιμο ανέγερσης το ποσό των 1.207,13 ευρώ και ως πρόστιμο διατήρησης το ποσό των 241,42 ευρώ ανά έτος, από το έτος 2003 και εφεξής, ήδη δε βεβαιώθηκε εις βάρος της, στις 1.2.2008, στη Δ.Ο.Υ. Νεαπόλεως και κατέβαλε το συνολικό ποσό των 2.414,22 ευρώ, το οποίο συνίσταται στο πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου για τα έτη 2003 έως και 2007 εκ 1.207,10 ευρώ και στο εφ άπαξ πρόστιμο ανέγερσης εκ 1.207,13 ευρώ.

Εξάλλου, με την υπ` αριθμ: 2/14.1.2008 εντολή του προϊσταμένου της Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης έγινε έλεγχος της ως άνω 2380/2004 δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτου, βάσει της οποίας είχε λάβει απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης του ακινήτου ως πρώτη κατοικία, και συντάχθηκε η από 14.1.2008 έκθεση ελέγχου, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να χορηγηθεί απαλλαγή α` κατοικίας λόγω του ότι η άδεια οικοδομής εκδόθηκε στις 11-3-1996 και ο ημιυπόγειος χώρος που μεταβιβάστηκε είναι χαρακτηρισμένος ως αποθηκευτικός χώρος και μέχρι την υποβολή της δήλωσης μεταβίβασης και την υπογραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου, δεν είχε γίνει τροποποίηση της οικοδομικής αδείας ως προς τη χρήση του υπογείου, από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Βάσει της έκθεσης αυτής επιβλήθηκε τελικά στην ενάγουσα με το υπ` αριθμ. πρωτ. 1/14.1.2008 φύλλο ελέγχου μεταβίβασης ακινήτου της Α` Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης φόρος μεταβίβασης για την αγορά του, ποσού 5.470,50 ευρώ, που βεβαιώθηκε με Α.Χ.Κ 42/08/19.6.2008. Εν τω μεταξύ, η ενάγουσα υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την από 16.10.2007 έγκληση της εξαιτούμενη την τιμωρία παντός υπευθύνου για την καθοιονδήποτε τρόπο συμμετοχή του στην μεταβίβαση του αυθαίρετου ακινήτου, η οποία απορρίφθηκε στη συνέχεια με την υπ` αριθμ. 1895/3/09 Διάταξη του άνω Εισαγγελέως. Στο σκεπτικό της προαναφερθείσας Διατάξεως αναφέρεται ότι "... Σε κάθε περίπτωση η εγκαλούσα ήταν γνώστρια του καθεστώτος του ακινήτου που αγόραζε, τέθηκαν υπόψην της τόσο τα προγενέστερα συμβόλαια όσο και η κατακυρωτική έκθεση που το αφορούσαν στα οποία ρητά αναφέρεται ότι πρόκειται για αποθηκευτικό χώρο που έχει μετατραπεί σε κατοικία και κανένας δεν παρέστησε σε αυτήν κάποιο ψευδές γεγονός σχετικά με το ακίνητο, ώστε να θεωρηθεί ότι εξαπατήθηκε και υπέστη περιουσιακή βλάβη...". Η ενάγουσα υπέβαλε κατά αυτής την υπ` αριθμ. 24/2009 "προσφυγή της ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, η οποία, επίσης, απορρίφθηκε με την υπ` αριθμ. 69/09 Διάταξη του για τους ίδιους ως άνω λόγους. Από τα προεκτεθέντα περιστατικά προκύπτει ότι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι γνώριζαν ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο ήταν υπόγεια αποθήκη διαμορφωμένη σε ημιυπόγειο διαμέρισμα, ουδόλως, όμως, απέκρυψαν δολίως το γεγονός αυτό από την ενάγουσα, ούτε και προέβησαν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προκειμένου να την εξαπατήσουν κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας, όπως αβάσιμα η τελευταία ισχυρίζεται. Αντίθετα, το γεγονός αυτό της διαμόρφωσης της υπόγειας αποθήκης σε διαμέρισμα και εντεύθεν της ύπαρξης αλλαγής χρήσης αυτού, ρητά αναφέρεται τόσο στη μεταβιβαστική του ακινήτου δικαιοπραξία, όσο και στη δήλωση φόρου μεταβίβασης του, η δε ενάγουσα σε κάθε περίπτωση μπορούσε να ελέγξει την αυθαίρετη αλλαγή της χρήσης του δια του νομικού παραστάτη της, αφού τέθηκαν υπόψη της τόσο τα προγενέστερα συμβόλαια και η κατακυρωτική έκθεση που το αφορούσαν, όσο και το σχεδιάγραμμα κάτοψης του κτιρίου και η πολεοδομική του άδεια, που επίσης αναφέρονται στην επίδικη μεταβιβαστική δικαιοπραξία.

Εξάλλου, οι προστηθέντες υπάλληλοι της τέταρτης εναγόμενης Τράπεζας δεν είχαν υποχρέωση ούτε αρμοδιότητα να ερευνήσουν τη νομιμότητα της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας ή της αλλαγής της χρήσης του μεταβιβαζόμενου ακινήτου και να συμβουλεύσουν την δανειολήπτρια κατά την επιλογή του αγορασθέντος από αυτήν ακινήτου, αλλά να ελέγξουν και να εκτιμήσουν την αξία του ώστε να εξασφαλίσουν την Τράπεζα για την χορήγηση του δανείου. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν κατέληξε στην υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου πλανηθείσα ως προς την παραπάνω ιδιότητα του ακινήτου από απατηλή συμπεριφορά των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, η οποία δεν αποδείχθηκε. Εντούτοις, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το πωληθέν ακίνητο παρουσιάζει ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα (αυθαίρετη αλλαγή χρήσης υπογείου χώρου οικοδομής από αποθήκη σε κατοικία), ένεκα του οποίου εγκύρως η ενάγουσα άσκησε με την κρινόμενη αγωγή το δικαίωμα της υπαναχώρησης από την πώληση, αφού οι δύο πρώτοι των εναγομένων -πωλητές εγγυήθηκαν και υποσχέθηκαν ότι παραδίδουν το επίδικο ακίνητο απαλλαγμένο από κάθε νομικό και πραγματικό ελάττωμα (7η σελίδα του συμβολαίου), από τα ανωτέρω δε αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα γνώριζε κατά το χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης αγοράς την ύπαρξη του ως άνω πραγματικού ελαττώματος, δηλαδή την αυθαίρετη αλλαγή της χρήσης του επιδίκου, απορριπτόμενου στο σημείο αυτό του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Μετά την κατά τα άνω υπαναχώρηση της ενάγουσας από τη σύμβαση η πώληση ανετράπη αναδρομικώς και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι υπέχουν υποχρέωση να αποδώσουν στην ενάγουσα το τίμημα που έλαβαν (ΑΚ 547), τα έξοδα της πώλησης καθώς και ό,τι άλλο δαπάνησε η ενάγουσα για το ακίνητο ένεκα αυτής (πώλησης), έντοκα από την ημέρα εκάστης καταβολής (ΑΚ 547), για το εκτός συμβολαίου δε καταβληθέν μέρος του τιμήματος κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.) επειδή έγιναν πλουσιότεροι ως προς αυτό χωρίς νόμιμη αιτία, έντοκα από της επιδόσεως της αγωγής. Η ενάγουσα δε υπέχει την αμοιβαία υποχρέωση να παραδώσει το επίδικο ακίνητο σε αυτούς ελεύθερο από το εμπράγματο βάρος της εγγραφείσας σε αυτό προσημείωσης υποθήκης.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει ν` απορριφθεί η αγωγή ως προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων ως αβάσιμη κατ` ουσία και να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά την επικουρική της βάση της αναγνώρισης της υπαναχώρησης και καταβολής αποζημίωσης λόγω πραγματικού ελαττώματος ως και κατ` ουσία βάσιμη ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους, αναγνωριζομένης ως εγκύρου και νομίμου της υπαναχωρήσεως της ενάγουσας από τη συναφθείσα μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων εναγομένων συμβάσεως πωλήσεως και να αναγνωρισθεί ότι οι τελευταίοι οφείλουν να της καταβάλουν, κατ` ισομοιρία, το συνολικό ποσό των 88.649,53 ευρώ (65.000 + 10.000 + 500 + 885 + 2.950 + 851, 44 + 548, 60 + 29, 77 + 2.414, 22 + 5.470,50) με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό από τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους και μέχρις εξοφλήσεως και ειδικότερα για το ποσό των 65.000 ευρώ από 31.12.2004 και για το ποσό των 10.000 ευρώ από της επιδόσεως της αγωγής, για το ποσό των 500 ευρώ από 25.8.2004, για το ποσό των 885 ευρώ από 12.11.2004, για το ποσό των 2.950 ευρώ από 8.11.2004, για το ποσό 851,44 ευρώ από 11.11.2004, για το ποσό των 548,60 ευρώ από 11.11.2004, για το ποσό των 29,77 ευρώ από 31.12.2004, για το ποσό 2.414,22 ευρώ από 1.2.2008 και για το ποσό των 5.470,50 ευρώ από 19.6.2008. Τα δικαστικά έξοδα πράττει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με τη νίκη και ήττα αυτών και μέρος αυτών της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων (αρθρ. 178 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των λοιπών εναγομένων λόγω της ήττας της (αρθρ. 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό κατάθεσης 39938/2008 κύρια αγωγή, καθώς και την με αριθμό κατάθεσης 542/2009 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, καθώς και την ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακοινούντες τη δίκη - προσεπικαλούντες σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπιπτόντως ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοίνωση δίκης - προσεπικαλούμενης σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπιπτόντως εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους πέμπτο, έκτο και έβδομο των εναγομένων 

και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των προαναφερομένων εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο διακοσίων ενενήντα (290,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των ως άνω εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ:

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους, κατά την επικουρική της βάση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ως έγκυρη και νόμιμη την υπαναχώρηση της ενάγουσας από τη συναφθείσα μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων εναγομένων επίδικη σύμβαση πωλήσεως ακινήτου, καταρτισθείσα με το υπ` αριθμ. 11217/2004 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσ/νίκης Κων/νου Γωγάκου.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν κατ` ισομοιρία στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ογδόντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (88.649,53), ήτοι το ποσό των 44.324,76 ευρώ ο καθένας, με το νόμιμο τόκο για κάθε παρακάτω αναφερόμενο επιμέρους ποσό από τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους και μέχρις εξοφλήσεως και ειδικότερα για το ποσό των 65.000 ευρώ από 31.12.2004 και για το ποσό των 10.000 ευρώ από της επιδόσεως της αγωγής, για το ποσό των 500 ευρώ από 25.8.2004, για το ποσό των 885 ευρώ από 12.11.2004, για το ποσό των 2.950 ευρώ από 8.11.2004, για το ποσό 851,44 ευρώ από 11.11.2004, για το ποσό των 548,60 ευρώ από 11.11.2004, για το ποσό των 29,77 ευρώ από 31.12.2004, για το ποσό 2.414,22 ευρώ από 1.2.2008 και για το ποσό των 5.470,50 ευρώ από 19.6.2008, με τον όρο απόδοσης του περιγραφομένου στο ιστορικό ακινήτου εκ μέρους της ενάγουσας ελεύθερου από το επιβληθέν βάρος της προσημείωσης υποθήκης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (2.640,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε την 10-12-2009 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη την 29-1-2010.



Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.

Δικονομία πολιτική. Εγγραφα στα βιβλία διεκδικήσεων των ενδίκων βοηθημάτων με εμπράγματο αντικείμενο. Η αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος με κληρονομιαίο ακίνητο εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Νόμιμη μοίρα. Προσδιορισμός του ποσοστού αυτής. Μέμψη αστόργου δωρεάς για την .....491/2009 ΑΠ..

$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

491/2009 ΑΠ ( 494598) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΧΡΙΔ 2010/125) Δικονομία πολιτική. Εγγραφα στα βιβλία διεκδικήσεων των ενδίκων βοηθημάτων με εμπράγματο αντικείμενο. Η αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος με κληρονομιαίο ακίνητο εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διαφορετικά..
είναι απαράδεκτη. Νόμιμη μοίρα. Προσδιορισμός του ποσοστού αυτής. Μέμψη αστόργου δωρεάς για την κάλυψη της νόμμης μοίρας. Γονική παροχή. Διάκρισή της με τη δωρεά. Προϋποθέσεις με τις οποίες άλλοτε η γονική παροχή ανατρέπεται και άλλοτε όχι. Προϋποθέσεις ορισμένου της αγωγής με αίτημα την ανατροπή της γονικής παροχής. Αναιρετικοί λόγοι με τους οποίους ελέγχεται η κρίση περί αοριστίας της αγωγής. (Επικυρώνει την 509/2004 ΕφΑθ).


  
Αριθμός 491/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Μίμη Γραμματικούδη, Ιωάννη Σίδερη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη και Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος-καλούντος: ...., κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ....

Των αναιρεσιβλήτων-καθών η κλήση: 1. ...., 2. .... και 3. ...., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-4-1990 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 774/1991, 6219/1998 μη οριστικές, 3572/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 509/2004 του Εφετείου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 21-1-2006 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1601/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη.

Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση ο καλών με την από 2-7-2007 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μιτσιάλης ανέγνωσε την από 26-4-2007 έκθεση του αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ζήση Βασιλόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της 509/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών καθόσον αυτή αφορά την επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αγωγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μεικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και η αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος, αν στην κληρονομία περιέχονται και ακίνητα, διότι ο λόγος, για τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, δηλαδή η προστασία των τρίτων, συντρέχει και στην περίπτωση που ασκείται η προαναφερόμενη αγωγή (Α.Π. 1290/2002). Στην προκείμενη υπόθεση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτει ότι το κύριο αίτημα της αγωγής αυτής ήταν η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, επί δύο ακινήτων και επί ποσού 1.800.000 δραχμών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, με την 3572/2002 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος ως απαράδεκτη, διότι δεν έγινε εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων, και το Εφετείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου ο αναιρεσείων παραπονέθηκε για την απόρριψη της αγωγής του, επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., που επικουρικά προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, και με τον οποίο μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή του, κατά το προαναφερόμενο αίτημα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος με τον οποίο προβάλλεται κυρίως πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άνω άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η διάταξη του άρθρου 220 Κ.Πολ.Δ., που φέρεται ότι παραβιάστηκε, είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου (Α.Π. 1821/1984), που προϋποθέτει η πλημμέλεια του άρ. 1 του άρθρου 559.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1825 και 1831 έως 1834 ΑΚ προκύπτει, ότι ο προσδιορισμός του ποσοστού της νόμιμης μοίρας επιτυγχάνεται είτε με τη διαίρεση του ποσοστού της εξ αδιαιρέτου κληρονομικής μερίδας δια του αριθμού 2, είτε με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1831 έως 1834 ΑΚ. Εξάλλου, με τη διάταξη μεν του άρθρου 1835 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται, ότι κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 1509 εδάφ. α` του πιο πάνω κώδικα ορίζεται, ότι η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές, οι οποίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ. 2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομία, όπως αυτό ορίζεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 1835 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν. 1329/1983. Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδάφ. α` ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές. Με τα δεδομένα αυτά, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται γονική παροχή που έγινε προς μεριδούχο είτε για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθενται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ. (ΑΠ 518/2006). Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας, για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, για τη θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, είτε αρκέστηκε σε λιγότερο από τα απαιτούμενα στοιχεία. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων με την τέταρτη επικουρική βάση της αγωγής του, εκθέτει ότι η γινόμενη προς τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, αρχικό εναγόμενο - αδελφό του, που ήδη έχει αποβιώσει, γονική παροχή από τη μητέρα τους, με το .... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Ποδηματά, αποτελεί δωρεά και ζητεί την ανατροπή της κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Ότι η αγωγή, ως προς τη βάση μέμψης άστοργης δωρεάς είναι αόριστη, και γι` αυτό απορριπτέα, διότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά μόνο κατά το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται με την αγωγή. Ετσι, που έκρινε το Εφετείο, ενόψει και του ότι δεν προβάλλεται στην αγωγή ότι η επίμαχη γονική παροχή έγινε όχι για κάποιο σκοπό, από εκείνους που αναφέρει το άρθρο 1509 ΑΚ, δεν αξίωσε τούτο για τη νομική θεμελίωση της αξίωσης για ανατροπή της άνω γονικής παροχής και την απόδοση της μητρικής περιουσίας στον αναιρεσείοντα, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, στοιχεία περισσότερα από εκείνα που απαιτεί προς τούτο ο νόμος, και συγκεκριμένα οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1835 και 1831 ΑΚ και, συνεπώς, δεν παραβίασε τις εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Επομένως ο λόγος από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την προαναφερόμενη αιτίαση, είναι αβάσιμος και πρέπει, γι` αυτό ν` απορριφθεί.

ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αρ. 8α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι στην αγωγή του εκθέτει ότι το 1989 απεβίωσε η μητέρα αυτού και του αρχικού εναγομένου, δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, χωρίς ν` αφήσει διαθήκη. Αυτή εν ζωή διέθεσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχε, μεταβιβάζοντάς τα στον εναγόμενο. Συγκεκριμένα, με το ...πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τήνου Αναστ. Πλυτά μεταβίβασε το ακίνητο το οποίο είχε στην .... και με το συμβόλαιο .... της συμβολαιογράφου Αθήνας Μαρίας Ποδηματά μεταβίβασε το ακίνητο που είχε στο ...., λόγω γονικής παροχής. Ότι το πρώτο από τα ανωτέρω συμβόλαια είναι εικονικό και ότι υπό την πώληση κρύπτεται δωρεά και ότι το δεύτερο, κατά πρώτο λόγο είναι άκυρο, διότι κατά το χρόνο της σύνταξής του η μητέρα του ήταν λόγω ψυχικής νόσου, ανίκανη προς δικαιοπραξία, άλλως ακυρώσιμο ως προϊόν απάτης. Ότι με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί με την αγωγή την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος επί της ανωτέρω μητρικής περιουσίας κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, άλλως ν` ανατραπεί η προαναφερόμενη γονική παροχή και ν` αναγνωριστεί το δικαίωμά του επί της μητρικής περιουσίας κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας. Ότι το Εφετείο ενώ απέρριψε την αγωγή, ως προς το πρώτο -κύριο αίτημά της, για αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος ως απαράδεκτη διότι δεν έχει εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων και ως προς το επικουρικό αίτημά της, που βάση έχει τη μέμψη άστοργης δωρεάς, ως αόριστη, διότι δεν προσδιορίζεται σ` αυτή το μέρος κατά το οποίο η γονική παροχή αποτελεί δωρεά, έκρινε παράλληλα κατ` ουσίαν ότι δεν υπάρχει εικονικότητα ως προς το πρώτο συμβόλαιο, ότι η αξίωση για ακύρωση του δεύτερου συμβολαίου, λόγω απάτης, υπέκυψε στη διετή αποσβεστική προθεσμία (άρθρο ευρώ59 ΑΚ) η δε μητέρα είχε κατά το χρόνο σύνταξης του συμβολαίου αυτού πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Ετσι το Εφετείο έλαβε παρά το νόμο, πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο τρίτος λόγος από τον αρ. 8α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει τόσο από το αναιρετήριο όσο και από την προσβαλλόμενη απόφαση και την αγωγή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ο αναιρεσείων πρόβαλε τους ισχυρισμούς εικονικότητας του πρώτου συμβολαίου και ακυρότητας άλλως ακυρωσίας του δεύτερου συμβολαίου και δεν προτάθηκαν αποκλειστικώς σε σχέση, με τον προσδιορισμό του πραγματικού μεγέθους της κληρονομίας και σε συνάρτηση με τα αιτήματα για αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματός του κατά το 1/2 στη βάση της εξ αδιαθέτου διαδοχής, άλλως του δικαιώματός του στη νόμιμη μοίρα, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει. Κατ` ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21-1-2006 αίτηση του .... για αναίρεση της 509/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2009. 

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ακίνητα. Πώληση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή υπό κατασκευή. Σύμβαση μεταξύ του εργολάβου και του αγοραστή. Φύση της συμβάσεως αυτής. Συνιστά τόσο τη σύμβαση της πωλήσεως όσο και της μισθώσεως έργου. Φύση της πώλησης. Ερμηνεία συμβάσεων. Κρίση ότι η επίδικη σύμβαση φέρει αμιγώς το χαρακτήρα της πώλησης. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 7092/2004 ΕφΑθ)...1051/2009 ΑΠ

Next: Αίτηση ακύρωσης. Υποβολή αίτησης επανασυζητήσεως της υπόθεσης λόγω συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που εμπόδισαν τη νομιμοποίηση του υπογράφοντος δικηγόρου. Ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως σχηματισμός απέχει από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως, επί της οποίας οριστική απόφαση εκδίδεται από τον επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επανασυζητήσεως σχηματισμό. Η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όμως μετά την κατάθεση αίτησης επανασυζητήσεως αυτής, το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως..........136/2009 ΣΤΕ..
$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

1051/2009 ΑΠ ( 501882) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΝΟΒ 2011/285) Ακίνητα. Πώληση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή υπό κατασκευή. Σύμβαση μεταξύ του εργολάβου και του αγοραστή. Φύση της συμβάσεως αυτής. Συνιστά τόσο τη σύμβαση της πωλήσεως όσο και της μισθώσεως έργου. Φύση..
της πώλησης. Ερμηνεία συμβάσεων. Κρίση ότι η επίδικη σύμβαση φέρει αμιγώς το χαρακτήρα της πώλησης. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 7092/2004 ΕφΑθ).


  
Αριθμός 1051/2009 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1` Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Βασίλειο Φούκα και Γεώργιο Χρυσικό, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .... Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ψ1, κατοίκου .... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .., με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ.2ΚΠολΔ και 2. Ψ2, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της ... Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 16 Οκτωβρίου 2002 ανακοπή, από 20 Απριλίου 2003 ανακοπή - πρόσθετοι λόγοι και από 12 Μαΐου 2003 ανακοπή - πρόσθετοι λόγοι των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5082/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 7092/2004 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες, με την από 15 Μαρτίου 2005 αίτησή τους ως και τους από 26 Μαρτίου 2007 πρόσθετους επ` αυτής λόγους αναίρεσης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Φούκας, ανέγνωσε την από 30 Απριλίου 2007 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως. 

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως ως και των πρόσθετων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 361, 513 και 681 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση οριζοντίου ιδιοκτησίας σε πολυκατοικία υπό κατασκευή, αν με τη σύμβαση ο πωλητής και συγχρόνως κατασκευαστής του διαμερίσματος αναλαμβάνει την υποχρέωση να ολοκληρώσει αυτό και το παραδώσει έτοιμο προς χρήση στον αγοραστή, φέρει, κατ` αρχήν, τον χαρακτήρα μικτής συμβάσεως, ήτοι της συμβάσεως πωλήσεως και της συμβάσεως μισθώσεως έργου, εκτός εάν κατά την αληθή δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων πωλητού και αγοραστού και εν όψει όλων των επί μέρους περιστάσεων η σύμβαση αυτή φέρει αμιγώς τον χαρακτήρα της πωλήσεως, οπότε η σύμβαση αυτή διέπεται από τις περί πωλήσεως διατάξεις. Κατά δε το άρθρο 513 ΑΚ με την κατάρτιση της συμβάσεως της πωλήσεως ο μεν πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πωλήσεως και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Η γέννηση της αξιώσεως του πωλητού κατά του αγοραστού προς καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν εξαρτάται από την προηγούμενη από αυτόν προσήκουσα εκπλήρωση ή προσφορά της δικής του παροχής, ήτοι της παραδόσεως του πωληθέντος πράγματος, προς τον αντισυμβαλλόμενο αγοραστή, ο οποίος στην περίπτωση της μη εκπληρώσεως της παροχής από τον πωλητή, μπορεί να του προβάλει την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατ` άρθρο 374 ΑΚ στην περίπτωση κατά την οποία αυτός επιδιώξει την καταβολή του τιμήματος. Αντίθετα, επί συμβάσεως μισθώσεως έργου ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος εις προεκπλήρωση της ιδικής του παροχής. Η αξίωσή του κατά του εργοδότου προς καταβολή της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής, εφόσον δεν συμφωνήθηκε κάτι το αντίθετο, γεννάται μόνο αν κατασκεύασε και παρέδωσε στον εργοδότη το συμφωνηθέν έργο ή του το προσέφερε προσηκόντως. Εξάλλου κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγκειται στην ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ δεν υφίστανται οι πραγματικές προϋποθέσεις του, ή αντιστρόφως, όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ υφίστανται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Και κατά την έννοια του εδαφίου 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 12-13/95). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε, ανελέγκτως, μετ` εκτίμηση των αποδείξεων, τα εξής: πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ` αριθ. ... συμβόλαιο της Συμ/φου Αθηνών Αργυρώς Καλλιάτσου, που έχει νομίμως μεταγραφεί οι ΑΑ και ΒΒ, (κύριοι οριζοντίων ιδιοκτησιών κειμένων σε πολυκατοικία του Δήμου ..., επί της εκεί οδού ... αριθ. ... , που είχε ανεγείρει σε οικόπεδό τους η Ψ1, σύζυγος του πρώτου εξ αυτών και συγκεκριμένα διαμερίσματος υπό στοιχεία Ε-1, αποθήκης υπό στοιχεία Υ-5 και θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου οχήματος υπό στοιχεία P- 5), καθώς και η ανωτέρω εργολάβος Ψ1 πώλησαν και μεταβίβασαν κατά κυριότητα, οι ανωτέρω ΑΑ και ΒΒ τις εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες τους στους ανακόπτοντες. Ως τίμημα των πωλήσεων αυτών συμφωνήθηκε το ποσό των δρχ. 26.728.380, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί αποκλειστικά στην παραπάνω εργολάβο Ψ1, από αμφοτέρους τους αγοραστές εις ολόκληρο από καθένα τούτων, τμηματικά, σε πέντε άτοκες δόσεις, ήτοι 1) δρχ. 6.500.000 την 30-7-2001, 2) δρχ. 6.500.000 την 30-9-2001, 3) δρχ. 6.500.000 την 30-10-2001, 4) δρχ. 6.500.000 την 15-12-2001 και 5) δρχ. 728.380 την 30-12-2001. Συμφωνήθηκε δε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι αγοραστές καθυστερήσουν την πληρωμή δύο συνεχών από τις ανωτέρω δόσεις του τιμήματος, η Ψ1 θα δικαιούταν να εισπράξει από τους αγοραστές, εντόκως, τόσο τις ληξιπρόθεσμες δόσεις όσο και εκείνες που δεν θα έχουν γίνει ληξιπρόθεσμες, με αναγκαστική εκτέλεση του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου, το οποίο, τα μέρη, με κοινή συμφωνία τους, όρισαν ότι θα είναι τίτλος εκτελεστός και εκκαθαρισμένος. Με το ίδιο συμβόλαιο, οι αγοραστές κατήρτισαν και σύμβαση μισθώσεως έργου γιατί, στον ανωτέρω χρόνο της πωλήσεως των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, αυτές δεν ήταν πλήρως αποπερατωμένες και συγκεκριμένα ευρίσκονταν στο στάδιο των ελαιοχρωματισμών. Με την εργολαβική αυτή σύμβαση, η ανωτέρω Ψ1, ως εργολάβος, ανέλαβε έναντι των αγοραστών, ως εργοδοτών, να αποπερατώσει πλήρως τις ιδιοκτησίες αυτές, με δαπάνες της και να τις παραδώσει στους εργοδότες μέχρι την 30-6-2001, δηλαδή μέσα σε προθεσμία δύο μηνών και δέκα ημερών από την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης ακόμη δε και να αποπερατώσει πλήρως την κατασκευή των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων της πολυκατοικίας και να τους παραδώσει έτοιμους προς χρήση, μέχρι και την 30-6- 2001. Περαιτέρω, με την ίδια εργολαβική σύμβαση, συμφωνήθηκε και ότι:1) όταν οι ιδιοκτησίες θα ήταν έτοιμες προς παράδοση, τότε η εργολήπτρια θα έπρεπε να καλέσει τους εργοδότες να τις παραλάβουν σε ορισμένη ημέρα και ώρα με πρόσκληση που θα έπρεπε να επιδοθεί στους αγοραστές τουλάχιστον πριν πέντε (5) ημέρες από την ημεροχρονολογία της παραλαβής τους, 2) κατά την παράδοση / παραλαβή θα υπογραφόταν σχετικό πρωτόκολλο και 3) σε περίπτωση κατά την οποία οι εργοδότες δεν θα παρουσιάζονταν κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα για να παραλάβουν το έργο, τότε θα θεωρούνταν ότι το είχαν παραλάβει ανεπιφύλακτα, έστω και χωρίς υπογραφή του ανωτέρω πρωτοκόλλου. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχεται ότι οι ανακόπτοντες δεν κατέβαλαν τις δόσεις του τιμήματος κατά τις προαναφερόμενες τακτές ημερομηνίες και η καθ` ης η ανακοπή /εργολάβος επέσπευσε εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση, προς ικανοποίηση της ανωτέρω απαιτήσεώς της, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο (αριθ. ...) ως εκτελεστό τίτλο, αφού περιέχει αξίωση δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης, κοινοποιώντας στην δικηγόρο Αθηνών Παναγιώτα Πέτρογλου, ως πληρεξούσιο και αντίκλητο των ανακοπτόντων, ήδη αναιρεσειόντων, όπως προκύπτει από το με αριθ. ... επιδοτήριο του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ..., αντίγραφο εξ απογράφου του συμβολαίου αυτού με επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση στο περιεχόμενό του. Οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίση από 16-10- 2002 ανακοπή τους, υποστηρίζουν ότι η αντίδικός τους δεν είχε από το παραπάνω συμβόλαιο απαιτητή και ληξιπρόθεσμη αξίωση προς καταβολή του τιμήματος, επειδή - σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους του συμβολαίου - η πληρωμή τούτου τελούσε υπό τους όρους, άλλως, αναβλητικές αιρέσεις, ότι προηγουμένως: 1) η καθ` ής η ανακοπή θα περάτωνε την κατασκευή των οριζοντίων ιδιοκτησιών εμπροθέσμως, δηλαδή το αργότερο μέχρι την 30 Ιουνίου 2001 και 2) θα καλούσε τους ανακόπτοντες προς παραλαβή τους σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, με πρόσκλησή τους πέντε τουλάχιστον ημέρες, πριν από την ημερομηνία παράδοσης, γιατί από τα ποσά των δόσεων, τμήμα μόνον είναι τίμημα της πώλησης, το δε υπόλοιπο ύψους δρχ. 7.000.000, είναι εργολαβική αμοιβή. 

Επομένως, κατά τους ανακόπτοντες, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 915 του ΚΠολΔικ και συγκεκριμένως γιατί κατά την επίδοση του απογράφου δεν αποδεικνύονταν με δημόσιο έγγραφο ότι πληρώθηκαν οι συμβατικοί όροι, άλλως αναβλητικές αιρέσεις, υπό τους οποίους τελούσε το απαιτητό της αξιώσεως της Ψ1 και, για το λόγο αυτό ακύρως η συμβολαιογράφος κήρυξε το συμβόλαιό της αυτό εκτελεστό, κατά το άρθρο 918 παρ. 2 περιπτ. Β` ΚΠολΔικ. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο έκρινε ότι: 1) με το εν λόγω συμβόλαιο εμφανίζονται να καταρτίζονται δύο συμβάσεις και συγκεκριμένα αφενός πώληση των οριζοντίων ιδιοκτησιών (ΑΚ 513) και αφετέρου σύμβαση έργου (ΑΚ 681) προς αποπεράτωσή τους, ότι στη σύμβαση πωλήσεως, εμφανίσθηκαν ως πωλητές, αφενός οι οικοπεδούχοι, 1. ΑΑ και ΒΒ, αφού αυτοί ήταν οι κύριοι των ιδιοκτησιών αυτών και αφετέρου η Ψ1, (που είχε ανεγείρει ως εργολάβος την οικοδομή, με το σύστημα της αντιπαροχής) για μόνον τον λόγο ότι οι ιδιοκτησίες αυτές έπρεπε να της μεταβιβασθούν κατά κυριότητα, ως συμφωνημένο εργολαβικό αντάλλαγμα (αντιπαροχή), κατά τις διατάξεις των άρθρων 681 και 694 παρ. 1 ΑΚ, ότι συνεπώς, - εφόσον αυτές θα πωλούνταν προς τρίτους, που υπέδειξε στους οικοπεδούχους, - αυτή δικαιούνταν κατ` ουσίαν και να λάβει το τίμημα από την πώλησή τους και για το λόγο αυτό εμφανίσθηκε στην πώληση ως (συμ) πωλήτρια και συμφωνήθηκε ότι σ` αυτήν και μόνον θα καταβάλλονταν το εξής αυτής τίμημα, κατόπιν εκχωρήσεως των οικείων αξιώσεων των άλλων πωλητών προς την Ψ1, ενώπιον των οφειλετών, οι οποίοι πληροφορήθηκαν με τον τρόπο αυτόν την μεταβολή του δανειστή, δηλαδή έλαβε χώρα η αναγγελία της εκχώρησης σ` αυτούς με τα εντεύθεν έννομα αποτελέσματα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 455 και 460 του ΑΚ. Από το άλλο μέρος, εμφανίζεται στο ίδιο συμβόλαιο να συνάπτεται και εργολαβική σύμβαση, για την αποπεράτωση της κατασκευής των πωληθέντων ακινήτων με μόνη συμβαλλομένη την εργολάβο Ψ1. Ειδική για την εργολαβία αμοιβή της τελευταίας δεν καθορίσθηκε, γιατί είχε συνυπολογισθεί στην τιμή πώλησης των ακινήτων, αφού η ίδια ήταν στην ουσία και μόνη πωλήτριά τους προς τους ήδη ανακόπτοντες, ότι από το κείμενο του συμβολαίου αυτού δεν προκύπτει, αμέσως ή εμμέσως, ότι οι συμβληθέντες είχαν εξαρτήσει την καταβολή του τιμήματος της πωλήσεως από την προηγούμενη παράδοση του έργου στους αγοραστές/εργοδότες, αλλά αντίθετα, από το κείμενο αυτό, προκύπτει ότι, κατά την σαφή βούληση των μερών - στην ουσία πρόκειται για μία σύμβαση και συγκεκριμένα αυτήν της πωλήσεως των οριζοντίων ιδιοκτησιών και μάλιστα με μόνη πωλήτρια την εργολάβο, γιατί οι οικοπεδούχοι τυπικά μόνον εμφανίσθηκαν ως πωλητές, αφού αυτή είναι η συνήθης πρακτική στις περιπτώσεις αυτές - την οποία, συνήθη τακτική γνωρίζει το δικαστήριο ως πασίδηλο, ώστε ν` αποφεύγεται η προηγούμενη μεταβίβαση των ιδιοκτησιών της αντιπαροχής στον εργολάβο, προκειμένου αυτός στην συνέχεια να τις μεταβιβάσει στους αγοραστές, γιατί με τον τρόπο αυτόν ο εργολάβος αποφεύγει να καταβάλει τον φόρο της προς αυτόν μεταβίβασης στο Δημόσιο, αφού επρόκειτο για ιδιοκτησίες της αντιπαροχής στην Ψ1 και τα χρήματα από τις πωλήσεις αυτές της ανήκαν, σύμφωνα με το περιεχόμενο της εργολαβικής συμβάσεως. Γι` αυτό και, με ειδική ρήτρα στο συμβόλαιο, το τίμημα από τις εν λόγω πωλήσεις εκχωρήθηκε σ` αυτήν. Με βάση αυτά το Εφετείο έκρινε ότι σαφής ήταν η βούληση των συμβαλλομένων να συνάψουν στην ουσία μία μόνον σύμβαση και ειδικότερα πώληση μελλόντων (ελπιζομένων) πραγμάτων, γιατί αυτός ήταν ο κύριος σκοπός τους, με συνέπεια οι ερμηνευτικοί κανόνες του άρθρου 683 ΑΚ να είναι ανεφάρμοστοι, επειδή προϋποθέτουν ότι είναι αμφίβολη η βούληση των μερών, γεγονός το οποίο εν προκειμένω δεν συμβαίνει, εν όψει και του ότι: 1) η κατασκευή των ιδιοκτησιών αυτών από την Ψ1 δεν ήταν αποτέλεσμα εργολαβικής συμβάσεως μεταξύ αυτής και των ανακοπτόντων, αλλά μεταξύ αυτής και των οικοπεδούχων, δηλαδή είχε αποφασισθεί ανεξαρτήτως της συμβάσεως πωλήσεώς τους στους ήδη ανακόπτοντες, κατά συνέπεια δε της παραδοχής αυτής η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως πώληση ελπιζομένου πράγματος κι όχι ως μικτή σύμβαση, στην οποία μετέχει ισοτίμως και η εργολαβική, αφού - περαιτέρω - δεν απέμενε για την περάτωση της κατασκευής τους παρά ελάχιστο χρονικό διάστημα, γι` αυτό και η παράδοσή τους συμφωνήθηκε να συντελεσθεί εντός προθεσμίας μόλις ογδόντα ημερών από τη σύναψη της συμβάσεως και ακολούθως προκύπτει ότι τα πωλούμενα ήταν στην ουσία αποπερατωμένα, γι` αυτό και η σύναψη εργολαβικής συμβάσεως κατασκευής τους παρίστατο ως άνευ αντικειμένου και, 2) η συμφωνία αποπερατώσεως των πωλουμένων ακινήτων δεν ήταν αυτοτελής, ως εργολαβική σύμβαση, πλήρως αυτονομημένη από την πώληση, αλλά είχε αποκλειστικώς παρακολουθηματικό και συνεπώς δευτερεύοντα χαρακτήρα, εν σχέσει προς αυτόν της πωλήσεώς τους, η οποία αποτέλεσε και τον κύριο σκοπό των συμβληθέντων. 

Oτι κατ` ακολουθίαν τούτων, αφού δηλαδή πρόκειται κατ` ουσίαν για μία σύμβαση (την εκ της πωλήσεως) και όχι και για εργολαβική σύμβαση, παρέπεται ότι ουδεμία υπήρχε πρόθεση των συμβαλλομένων να εξαρτήσουν την καταβολή του τιμήματος από την προηγούμενη παράδοση των διαμερισμάτων, ως όρο ή αναβλητική αίρεση καταβολής του τιμήματος, και γι` αυτό - όπως προαναφέρθηκε - ουδεμία σχετική μνεία γίνεται στο συμβόλαιο ούτε άλλως πως συνδέεται η καταβολή του τιμήματος με την κλήση των αγοραστών από μέρους της πωλήτριας Ψ1 προς παράδοση των πωλουμένων σ` εκείνους. Προσθέτει δε το Εφετείο ότι κατά το άρθρο 513 ΑΚ, στην πώληση χωρίς την συνομολόγηση αναβλητικής αίρεσης, ως προς την καταβολή του τιμήματος, τούτο είναι αμέσως καταβλητέο (ΑΚ 323), γιατί η αξίωση του πωλητή είναι αμέσως απαιτητή και μάλιστα χωρίς να απαιτείται για την γέννηση της αξιώσεως αυτής ο πωλητής να έχει εκπληρώσει την δική του υποχρέωση, προς παράδοση του πωληθέντος στον αγοραστή, αφού στην περίπτωση αυτή απλώς δίδεται στον τελευταίο το δικαίωμα ν` αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του, μέχρις ότου ο πωλητής εκπληρώσει την δική του, δηλαδή να προβάλει την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, κατά το άρθρο 374 του ΑΚ, αλλά όμως στη προκειμένη περίπτωση δεν ασκείται η ένσταση αυτή, γιατί οι ανακόπτοντες δεν προβάλλουν ότι δεν τους παραδόθηκε το πράγμα, παρά υποβάλλουν τελείως διαφορετικόν ισχυρισμό και συγκεκριμένα ότι δεν είχαν συμβατική υποχρέωση να καταβάλουν το τίμημα, επειδή η υποχρέωσή τους αυτή τελούσε υπό την προδιαληφθείσα αναβλητική αίρεση. Αντιθέτως, ότι στη σύμβαση έργου, κατά παρέκκλιση βασικής αρχής των αμφοτεροβαρών συμβάσεων, που ορίζει πως οι εκατέρωθεν αξιώσεις εκπληρώνονται αμοιβαδόν το άρθρο 694 παρ. 1 εδαφ. α` του ΑΚ, ορίζει ότι η αξίωση του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής καθίσταται, κατά κανόνα, πλην εξαιρέσεων που εν προκειμένω δεν συντρέχουν-(ΑΚ 699 και 700), απαιτητή, μόνον εφόσον αυτός παραδώσει στον αντισυμβαλλόμενό του εργοδότη ολοκληρωμένο το συμφωνημένο έργο, υπό άλλη διατύπωση : ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος σε προεκπλήρωση. Ότι επομένως, αφού στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για κατάρτιση καθαράς πωλήτριας σύμβασης, δεν έχει εφαρμογή η τελευταία αυτή διάταξη του ΑΚ για προεκπλήρωση της παροχής από μέρους της Ψ1, ως εργολάβου και πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής των αγοραστών, γιατί δεν στηρίζεται ούτε στις νόμιμες, αλλά ούτε και στις συμβατικές ρυθμίσεις και συγκεκριμένως στο κείμενο του εν λόγω συμβολαιογραφικού εγγράφου."Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο: 1) Δεν παραβίασε τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (άρθρα 513 και 681 ΑΚ), του άρθρου 201 ΑΚ και αυτή του άρθρου 915 ΚΠολΔ, η οποία είναι ουσιαστικού δικαίου (Ολομ. ΑΠ 2/1995), και ούτε στέρησε, ως προς αυτές, την απόφαση από νομική βάση, λόγω, δήθεν, αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε στην απόφασή του, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και με σαφήνεια το από τις αποδείξεις πόρισμα, στο οποίο οδηγήθηκε και τα πραγματικά γεγονότα που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες και εφήρμοσε. 2) Δεν παρέλειψε να κηρύξει άκυρες τις επίσης προαναφερόμενες πράξεις εκτελέσεως που έγιναν με βάση το παραπάνω πωλητήριο ως εκτελεστό τίτλο, αφού δεν πρόκειται για απαίτηση, τελούσα υπό αναβλητική αίρεση ή όρους και μπορούσε να γίνει η εκτέλεση με βάση αυτό, χωρίς πλήρωση τέτοιας αιρέσεως ή όρου και απόδειξη της πληρώσεως αυτής με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Επομένως, οι περί των αντιθέτων πρώτος, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1,19 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Επίσης το Εφετείο με την απόρριψη της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και την, κατ` ακολουθίαν απόρριψη των ενδίκων ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως ως απαραδέκτων, λόγω της εκπροθέσμου ασκήσεώς των, δεν στέρησε τους ανακόπτοντες αναιρεσείοντες του δικαιώματος ακροάσεως και της παροχής δικαστικής προστασίας και έτσι δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1, 25 του Συντάγματος ούτε και εκείνες του άρθρου 6 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο δε γιατί από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον νομοθέτη να θέτει όρους και περιορισμούς, υπό τους οποίους ασκείται το κατοχυρούμενο από τις ανωτέρω διατάξεις δικαίωμα προς παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, όπως και ορισμός προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιστέλλουν τη δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του. (Ολ ΑΠ 8/2003). Στην προκειμένη δε περίπτωση το Εφετείο έκρινε ως επελθούσα την έκπτωση από δικονομικού δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς άσκηση αυτού, που δεν οφειλόταν σε γεγονός που συνιστά ανώτερη βία. Eτσι όμως που έκρινε το Εφετείο, δε παραβίασε τις άνω ουσιαστικές διατάξεις και ο έβδομος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος ουσιώδους πράγματος, προϋποθέτει πράγμα παραδεκτώς προταθέν, αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρέπεται να το λάβει υπόψη (Ολ.ΑΠ 2/01 και 12/00). "Πράγματα"θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή ασκούν επιρροή για την άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων. 

"Πράγμα"επομένως αποτελεί και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της κρίσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 11/96). Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (OλΑΠ 25/03). Εξάλλου, κατά το άρθρο 152 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου του έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Τούτο υπό την έννοια προσδόσεως, με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη, της εννόμου ενεργείας που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη. Ως ανώτερη βία νοείται το παρακωλυτικό της τηρήσεως της προθεσμίας γεγονός, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως (ΟλΑΠ 29/1992). Στην προκειμένη περίπτωση με τους τέταρτο, πέμπτο και έκτο προσθέτους λόγους αναιρέσεως, που συμπληρώνουν τους τρίτο και τέταρτο λόγους του κυρίου δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό, των αναιρεσειόντων προς θεμελίωση της υποβληθείσης αιτήσεώς των για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ότι δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την νόμιμη προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της υπ` αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του ακινήτου τους του δικαστικού επιμελητού ... από λόγο ανωτέρας βίας, συνισταμένης στο ότι η πραγματική επίδοση της εν λόγω κατασχετηρίου εκθέσεως, έγινε σ` αυτούς, που ήταν κάτοικοι ... στις 7.4.03, ενώ πληροφορήθηκαν την εν λόγω πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως στις 9.4.03, ήτοι κατά την ημέρα της διενεργείας του πλειστηριασμού. Προς θεμελίωση δε του λόγου αυτού ανωτέρας βίας επικαλέσθηκαν και το ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του με αριθμό 1348/2000 Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη όχι ο χρόνος της πλασματικής επιδόσεως της κατασχετηρίου εκθέσεως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (8.1.03), όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλ` εκείνος της πραγματικής επιδόσεως και γνώσεως αυτής. Δεδομένου δε ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός έγινε στις 9.1.03, ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτη η τήρηση της προθεσμίας για την άσκηση της ένδικης ανακοπής. Από τις αιτιολογίες όπως της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο απήντησε στον ανωτέρω λόγο εφέσεως, κρίνοντας ως απαράδεκτο τον σ` αυτό διαλαμβανόμενο λόγο ανωτέρας βίας, αλλά και ως κατ` ουσίαν αβάσιμο, με την παραδοχή ότι η μη έγκαιρη γνώση των αναιρεσειόντων της γενομένης κατασχέσεως δεν συνιστά λόγο, καθ` εαυτή ανωτέρας βίας που να καθιστά βάσιμη την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και ότι για την έναρξη της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής κατά της εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως δεν απαιτείται και η προηγούμενη αυτής επίδοση. 

Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. 

Κατ` ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Μετά από αυτά, δεν συντρέχει λόγος υποβολής, κατά το άρθρο 234 Συνθ.ΕΚ, προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί του εάν η πλασματική επίδοση, του άρθρου 134 ΚΠολΔ συμβιβάζεται με τον υπ` αριθμό 1348/2000 Κανονισμό της Ε.Ε. και την απαγόρευση διακρίσεων που καθιερώνονται με τις διατάξεις περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας και ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων και ευρωπαίων πολιτών.

Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αυτό των αναιρεσειόντων. Οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς 

Απορρίπτει την από 21-3-2005 αίτηση και τους από 26-3-2007 προσθέτους λόγους των Χ1, κλπ περί αναιρέσεως της υπ` αριθμό 7092/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αίτηση ακύρωσης. Υποβολή αίτησης επανασυζητήσεως της υπόθεσης λόγω συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που εμπόδισαν τη νομιμοποίηση του υπογράφοντος δικηγόρου. Ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως σχηματισμός απέχει από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως, επί της οποίας οριστική απόφαση εκδίδεται από τον επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επανασυζητήσεως σχηματισμό. Η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όμως μετά την κατάθεση αίτησης επανασυζητήσεως αυτής, το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως..........136/2009 ΣΤΕ..

Next: Αγωγή αναγνωριστική. Αγωγή νομής. Αβάσιμες οι αγωγές εναντίον των δικαιοπαρόχων του πωλητή και εναντίον του τελευταίου, διότι οι πρώτοι είχαν αποκτήσει κυριότητα και νομίμως τη μεταβίβασαν στο δεύτερο. Έφεση. Έννομο συμφέρον. Είναι απαράδεκη η άσκηση εφέσεως εκ μέρους του νικήσαντος διαδίκου, εάν προσβάλλονται αιτιολογίες, οι οποίες δεν δημιουργούν δυσμενές σε βάρος του δεδικασμένο. Εν μέρει οριστική απόφαση. Σε ανάκληση δεν υπόκεινται οι οριστικές διατάξεις. Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιον. Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο μέχρι της 30.12.1947 επί των κληρονομικών σχέσεων των Δωδεκανησίων Χριστιανών Ορθοδόξων. Η εκδήλωση βούλησης απαιτείτο για την απόκτηση της συννομής επί κληρονομιαίων ακινήτων..187/2009 ΕΦ ΔΩΔ.
$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

136/2009 ΣΤΕ ( 538002) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΔΙΚΗ 2010/873) Αίτηση ακύρωσης. Υποβολή αίτησης επανασυζητήσεως της υπόθεσης λόγω συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που εμπόδισαν τη νομιμοποίηση του υπογράφοντος δικηγόρου. Ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως σχηματισμός...
απέχει από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως, επί της οποίας οριστική απόφαση εκδίδεται από τον επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επανασυζητήσεως σχηματισμό. Η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όμως μετά την κατάθεση αίτησης επανασυζητήσεως αυτής, το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως.


  
Αριθμός 136/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008, με την εξής σύνθεση : Π.Ν. Φλώρος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Χρ. Ντουχάνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ευαγ. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος. 

Για να δικάσει την από 20 Ιουλίου 2006 αίτηση : του ...... ....., κατοίκου Αθηνών, .... ..., αριθμός ..., ο οποίος δεν παρέστη, 

κατά των: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ..., που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος δεν παρέστη. 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 20154/2.2.2006 πράξη του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία ανακλήθηκε η 91290/26.4.1996 άδεια λειτουργίας συνεργείου του επισκευής και συντήρησης ηλεκτρικών συστημάτων και οργάνων αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων επί της .... ...... .. των Αθηνών, β) η υπ’ αριθμ. 20015/2.2.2006 πράξη του ίδιου Νομάρχη, με την οποία αποφασίσθηκε η σφράγιση του ως άνω συνεργείου και γ) η υπ’ αριθμ. 23596 + 21154/Σχετ. 18754/26.4.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του κατά των ως άνω πράξεων του Νομάρχη Αθηνών. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Ντουχάνη. 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1660028, 771177/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου). 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της 20154/2.2.2006 πράξης του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία ανακλήθηκε η 91290/26.4.1996 άδεια λειτουργίας συνεργείου επισκευής και συντήρησης ηλεκτρικών συστημάτων και οργάνων αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων του αιτούντος επί της .... .... .. των Αθηνών, β) της 20015/2.2.2006 πράξης του ίδιου Νομάρχη, με την οποία αποφασίσθηκε η σφράγιση του ως άνω συνεργείου και γ) της 23596 + 21154/ Σχετ. 18754/26.4.2006 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος κατά των ως άνω πράξεων του Νομάρχη Αθηνών. 

3. Επειδή, στην παράγραφο 5 του άρθρου 27 του Π.Δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 2 περίπτ. β του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α΄), ορίζεται ότι : «Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση που, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης, υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως, ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως σχηματισμός εκδίδει απόφαση, με την οποία, αφού διαπιστώσει τη μη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, θέμα για το οποίο αποτελεί τον μόνο αρμόδιο κατά το Σύνταγμα δικαστή, και την κατάθεση της αιτήσεως επανασυζητήσεως, απέχει, κατά τα λοιπά, από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως, επί της οποίας οριστική απόφαση εκδίδεται από τον επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επανασυζητήσεως σχηματισμό, ο οποίος δεσμεύεται από τη διαπίστωση του αρχικώς επιληφθέντος σχηματισμού περί νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος (πρβλ. ΣτΕ 482/2007, 2551/2005, 1263/2005 Ολομ.).

4. Επειδή, το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως υπογράφεται από δικηγόρο ως πληρεξούσιο του αιτούντος. Κατά τη συζήτηση, όμως, στο ακροατήριο, η οποία έλαβε χώρα στις 7.5.2008, ο αιτών δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίσθηκε για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως ούτε προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 27 του Π.Δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2479/1997. Επειδή, όμως, ο αιτών κατέθεσε στις 15.5.2008 αίτηση επανασυζητήσεως της ως άνω αιτήσεώς του, ισχυριζόμενος ότι η νομιμοποίηση του υπογράφοντος την αίτηση δικηγόρου κατά τη δικάσιμο της 7.5.2008 δεν κατέστη δυνατή για λόγους ανωτέρας βίας, το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη. 

Διά ταύτα 

Απέχει από την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με το αιτιολογικό. 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2008 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος   Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος   Π.Ν. Φλώρος         Ευαγ. Κουμεντέρη 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 14 Ιανουαρίου 2009. 

Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος   Η Γραμματέας   Κ. Μενουδάκος        Π. Μερτζανάκη   Π.Β.                 



Αγωγή αναγνωριστική. Αγωγή νομής. Αβάσιμες οι αγωγές εναντίον των δικαιοπαρόχων του πωλητή και εναντίον του τελευταίου, διότι οι πρώτοι είχαν αποκτήσει κυριότητα και νομίμως τη μεταβίβασαν στο δεύτερο. Έφεση. Έννομο συμφέρον. Είναι απαράδεκη η άσκηση εφέσεως εκ μέρους του νικήσαντος διαδίκου, εάν προσβάλλονται αιτιολογίες, οι οποίες δεν δημιουργούν δυσμενές σε βάρος του δεδικασμένο. Εν μέρει οριστική απόφαση. Σε ανάκληση δεν υπόκεινται οι οριστικές διατάξεις. Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιον. Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο μέχρι της 30.12.1947 επί των κληρονομικών σχέσεων των Δωδεκανησίων Χριστιανών Ορθοδόξων. Η εκδήλωση βούλησης απαιτείτο για την απόκτηση της συννομής επί κληρονομιαίων ακινήτων..187/2009 ΕΦ ΔΩΔ.

Next: ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 19/2014 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ Εκουσία Δικαιοδοσία (Ν. 3869/2010, 4161/2013)..Η απόφαση του 19/2014 του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης (εκουσία), εκδίκασε αίτηση ατόμου με σοβαρή ψυχική διαταραχή, στερούμενου κάθε περιουσίας, για την ρύθμιση των οφειλών του από καταναλωτικά δάνεια, κατά τα οριζόμενα στον ν.3869/2010. Το δικαστήριο καθόρισε μηδενικές καταβολές επί 4ετία και οριστική απαλλαγή του αιτούντα, διότι δεν θα μπορέσει να εργαστεί στο μέλλον, τα δε δάνειά του κινούνται σε ποσά χαμηλότερα του μέσου δανεισμού και δεν βλάπτωνται τα συμφέροντα των τραπεζών. Στηρίζει δε την κρίση του στην Συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύσει τα άτομα με αναπηρία
Previous: Αίτηση ακύρωσης. Υποβολή αίτησης επανασυζητήσεως της υπόθεσης λόγω συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που εμπόδισαν τη νομιμοποίηση του υπογράφοντος δικηγόρου. Ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως σχηματισμός απέχει από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως, επί της οποίας οριστική απόφαση εκδίδεται από τον επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επανασυζητήσεως σχηματισμό. Η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όμως μετά την κατάθεση αίτησης επανασυζητήσεως αυτής, το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως..........136/2009 ΣΤΕ..
$
0
0

Δάση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, με αιτιολογημένη απόφαση. Από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο Ειρηνοδικείο. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 προθεσμία για την κήρυξη της αναδάσωσης είναι ενδεικτική. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Πότε...4656/2011 ΣΤΕ..

187/2009 ΕΦ ΔΩΔ ( 510833) 
Αγωγή αναγνωριστική. Αγωγή νομής. Αβάσιμες οι αγωγές εναντίον των δικαιοπαρόχων του πωλητή και εναντίον του τελευταίου, διότι οι πρώτοι είχαν αποκτήσει κυριότητα και νομίμως τη μεταβίβασαν στο δεύτερο. Έφεση. Έννομο συμφέρον. Είναι απαράδεκη η ..
άσκηση εφέσεως εκ μέρους του νικήσαντος διαδίκου, εάν προσβάλλονται αιτιολογίες, οι οποίες δεν δημιουργούν δυσμενές σε βάρος του δεδικασμένο. Εν μέρει οριστική απόφαση. Σε ανάκληση δεν υπόκεινται οι οριστικές διατάξεις. Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιον. Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο μέχρι της 30.12.1947 επί των κληρονομικών σχέσεων των Δωδεκανησίων Χριστιανών Ορθοδόξων. Η εκδήλωση βούλησης απαιτείτο για την απόκτηση της συννομής επί κληρονομιαίων ακινήτων.


  
Αριθμός απόφασης:187/2009

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

(Μεταβατική έδρα Κω)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ευριπίδη Λαγουδιανάκη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Φραγκάκη [Εισηγήτρια], Χαρίδημο Πρατικάκη, Εφέτες, και τη Γραμματέα Κυριακή Χρυσοπούλου, δικαστική υπάλληλο του Πρωτοδικείου Κω.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Κω την 11.2.2009, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

[Α] Των Καλούντων (εναγόντων): 1) ...4), κατοίκων Αθήνας, παραστάθηκαν οι 1ος, 2η, 3η διά και ο 4ος μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους .....

Των Καθών η Κλήση (εναγομένων): 1) ...3), κατοίκων Αθήνας, παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους .....

[Β] Των Καλούντων: 1) ...4), κατοίκων Αθήνας, παραστάθηκαν οι 1ος, 2η, 3η διά και ο 4ος μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους .....

Των Καθών η Κλήση: 1) ...2) κατοίκων Αθήνας, παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους ..., και 3) Π. Β., κατοίκου Πάτμου, παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του .....

[Α] Οι ενάγοντες άσκησαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κω κατά του εναγομένου την από 17.12.1997 και με αριθ. εκθ. κατ. 1509/ΠΤ 236/29.12.1997 αγωγή τους. Ο εναγόμενος (Π.Β.) με την από 12.4.1998 και με αριθ. εκθ. κατ. 499/ΠΤ 74/4.5.1998 ανακοίνωση δίκης προσεπικάλεσε σε αναγκαστική παρέμβαση τις Λ. Τ. και Μ. Χ., οι οποίες παρενέβησαν προσθέτως υπέρ αυτού με την από 3.6.1998 και με αριθ. εκθ. κατ. 682/ΠΤ 107/5.6.1998 πρόσθετη παρέμβασή τους. Το Δικαστήριο εκείνο με την 75/1999 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, την προσεπίκληση με την σωρευόμενη σ` αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν στο δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν την από 24.4.2000 και με αριθ. εκθ. κατ. 48/24.4.2000 ένδικη έφεσή τους, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η με αριθ. 52/2004 μη οριστική απόφαση του παρόντος, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και τάχθηκαν αποδείξεις. Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με την από 14.4.2008 και με αριθ. εκθ. κατ. 47/24.4.2008 κλήση των εναγόντων, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. [Β] Οι ενάγοντες άσκησαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κω: (1) Κατά των εναγομένων την από 31.5.1993 και με αριθ. εκθ. κατ. 445/ΠΤ 50/31.5.1993 αγωγή τους και (2) Κατά του εναγομένου την από 5.7.1995 και με αριθ. εκθ. κατ. 803/ΠΤ 117/13.7.1995 αγωγής τους. Ο εναγόμενος στην με αρ. (2) αγωγή, με την από 22.12.1995 και με αριθ. εκθ. κατ. 70/ΠΤ 8/17.1.1996 ανακοίνωση δίκης, προσεπικάλεσε σε αναγκαστική παρέμβαση τις Λ. Τ. και Μ. Χ. οι οποίες παρενέβησαν προσθέτως υπέρ αυτού με την από 15.9.1996 και με αριθ. εκθ. κατ. 15/ΠΤ 2/1997 πρόσθετη παρέμβασή τους. Το Δικαστήριο εκείνο με την 20/2005 οριστική απόφασή του, απέρριψε τις αγωγές, την προσεπίκληση με την σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή και δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, οι διάδικοι άσκησαν: 1) Ο Π. Β. την από 19.5.2005 και με αριθ. εκθ. κατ. 50/23.5.2006, ένδικη έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Κω) με αριθ. εκθ. κατ. 91/20.6.2006 και 2) Οι Ι. Γ. κλπ. την από 21.3.2006 και με αριθ. εκθ. κατ. 36/22.3.2006 ένδικη έφεσή τους αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Κω) με αριθ. εκθ. κατ. 79/29.5.2006. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η 16.5.2007, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή τους. Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με την από 14.4.2008 και με αριθ. εκθ. κατ. 48/24.4.2008 κλήση των εκκαλούντων στην με στοιχ. (2) έφεση. Για τη συζήτηση δε αυτής (κλήσης) που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν νόμιμα με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 14.4.2008 και αρ. κατ. 48/2008 κλήση νόμιμα εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, μετά από ματαίωσή τους, οι με αρ. κατ. 36/2006 (αριθ. εκθ. κατ. Εφ. 79/2006) και 50/2006 (αριθ. εκθ. κατ. Εφ. 91/2006) εφέσεις κατά της με αρ. 20/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και κατ` αντιμωλία των διαδίκων. Εξάλλου, με τη με αρ. κατ. 47/2008 κλήση εισάγεται για περαιτέρω μετ` απόδειξη συζήτηση η με αρ. κατ. 1509/197 αγωγή νομής και οι με αυτήν συνεκδικασθείσες με αρ. κατ. 499/1998 και 682/1998 προσεπίκληση και πρόσθετη παρέμβαση, αντιστοίχως μετά το πέρας των αποδείξεων που τάχθηκαν με τη με αρ. 52/2004 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε επί της με αρ. κατ. 48/2000 εφέσεως (αριθ. εκθ. κατ. Εφ. 37/2001) κατά της με αρ. 75/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω. Οι ως άνω ένδικες εφέσεις οι οποίες βάλλουν κατά αποφάσεως που εκδόθηκε επί δύο αγωγών που συνεκδικάσθηκαν στη μετ` απόδειξη συζήτηση και αφορούσαν η πρώτη την έναντι των εναγομένων αναγνώριση της κυριότητας του ακινήτου και η δεύτερη την επ` αυτού προσβολή της νομής των εναγόντων από τον τρίτο των εναγομένων, και η ως άνω, προς μετ` απόδειξη συζήτηση φερομένη στο Δικαστήριο αυτό με αρ. κατ. 1509/1997 αγωγή, περί προσβολής της νομής των ίδιων εναγόντων σε άλλο τμήμα του ακινήτου αυτού από τον ίδιο εναγόμενο, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους καθόσον με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η διεξαγωγή της δίκης, αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και επέρχεται μείωση των εξόδων.

II. Οι ενάγοντες στη με αρ. κατ. 445/1993 απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Κω αγωγή τους, εξέθεσαν ότι οι τρείς πρώτοι, τόσο με παράγωγο και ειδικότερα με τα αναφερόμενα σ` αυτή νόμιμα μετεγγραμμένα συμβόλαια γονικής παροχής, όσο και με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με έκτακτη χρησικτησία, η οποία συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους δια προσαυξήσεως της νομής τους, με την υπερεικοσαετή αδιάλειπτη νομή της δικαιοπαρόχου των, κατέστησαν κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό 1/15 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια περιγραφομένου σ` αυτή ακινήτου που βρίσκεται στη θέση «Βουρλιές» της Νετιάς Σκάλας της νήσου Πάτμου. Ότι η πέμπτη εξ αυτών με πρωτότυπο τρόπο, απέκτησε κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο δικόγραφό της, την πλήρη κυριότητα των 3/15 εξ αδιαιρέτου στο ίδιο ακίνητο και περαιτέρω ότι, αφού παρακράτησε την επικαρπία μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ποσοστού της στον τέταρτο εναγόμενο γιό της, με νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο γονικής παροχής. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες, Ε. χα Ν. Κ. και Μ. Χ. με τη με αρ. πράξη 91412/19.1.1976 δήλωσης αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Π., με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά του συζύγου της Ν. Κ. η πρώτη, και τη με αρ. 240359/23.6.1977 πράξη δήλωσης αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Χ. με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα της η δεύτερη, που μετέγραψαν νόμιμα, εμφανίστηκαν ως μόνες, αποκλειστικές εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό ½ η κάθε μία κυρίες του ακινήτου αυτού, το οποίο στη συνέχεια πώλησαν με το με αρ. 575/3.7.1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα, στον τρίτο εναγόμενο Π. Β. 

Επειδή δε με τον τρόπο αυτό άπαντες οι εναγόμενοι αμφισβητούν τα επί του αναφερομένου ακινήτου δικαιώματα του καθενός των εναγόντων, οι τελευταίοι ζήτησαν οι τρεις πρώτοι την επί του ακινήτου αυτού αναγνώριση της κυριότητάς τους και ο τέταρτος την ψιλή κυριότητα κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή εξ αδιαιρέτου ποσοστά ο καθένας και η πέμπτη των εναγομένων Ε. Κ., την αναγνώριση του επ` αυτού δικαιώματος της επικαρπίας της κατά τα 3/15 εξ αδιαιρέτου επ` αυτού ποσοστού. Ζήτησαν δε και την αναγνώριση της ακυρότητας των παραπάνω συμβολαιογραφικών αποδοχών και του μεταβιβαστικού συμβολαίου, καθώς και τη σε βάρος τους απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής τους κράτησης για κάθε διατάραξη. Επ` αυτής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ` αρχήν τη με αρ. 80/1995 εν μέρει οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας των αποδοχών και του συμβολαίου αγοράς του επιδίκου και το παρεπόμενο αίτημα της επιβολής ποινών και στη συνέχεια, ανέβαλλε την έκδοση της οριστικής απόφασης τάσσοντας σε βάρος της κάθε διάδικης πλευράς τις σχετικές για το θέμα της κυριότητας του επιδίκου αποδείξεις.

III. Ακολούθως, ενώπιον του ίδιου Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι ίδιοι ενάγοντες άσκησαν εναντίον του τρίτου εναγομένου στην προηγούμενη αγωγή και αγοραστή του επιδίκου Π. Β. τη με αρ. καταθ. 803/1995 αγωγή τους, στην οποία, επικαλούμενοι την επί του ως άνω στην πρώτη αγωγή περιγραφέντος ακινήτου σύννομη τους, κατά τα αναφερόμενα σ` αυτή για τον καθένα τους ποσοστά, εξέθεσαν ότι ο σ` αυτή εναγόμενος περί τα τέλη Ιουλίου έως 10 Αυγούστου 1994 προέβη σε εκχέρσωση, ισοπέδωση και διαμόρφωση του σ` αυτήν λεπτομερώς προσδιορισμένου κατά πλευρές, σχήματος τριγώνου τμήματος αυτού, επιφανείας 600 τ.μ. ότι οι ενέργειες αυτές του εναγομένου συνιστούν διατάραξη της επί του συγκεκριμένου τμήματος συννομής τους, άλλως αποβολή τους απ` αυτήν και ζήτησαν α) την αναγνώριση της συννομής τους κατά τα ανήκοντα στον καθένα εξ αδιαιρέτου ποσοστά στο παραπάνω τμήμα του ακινήτου, β) την παύση της διατάραξης και την παράλειψη από μέρους του διαταρακτικών ενεργειών στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπική του κράτηση, για κάθε παραβίαση της σχετικής διάταξης της απόφασης, γ) επικουρικά την αποβολή του εναγομένου από το καταληφθέν τμήμα και την εγκατάστασή τους σ` αυτό, και τέλος ε) να καταβάλλει στον καθένα απ` αυτούς για αποζημίωση τους λόγω ηθικής βλάβης 6.000.000 δρχ. εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αυτή συνεκδικάστηκε με την με αρ. κατ. 70/1996 προσεπίκληση, που άσκησε ο εναγόμενος προς τις δικαιοπαρόχους του Ε. χα Ν. Κ. και τη Μ. Χ., που ήταν συνεναγόμενες του στην πρώτη με αρ. κατ. 445/1993 αγωγή και με τη με αρ. κατ. 15/1997 πρόσθετη παρέμβαση που άσκησαν υπέρ αυτού οι τελευταίες. Επ` αυτών το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αρ. 140/1997 προδικαστική απόφαση του με την οποία έταξε σε βάρος των εναγόντων αποδείξεις.

βIV. Α) Μετά το πέρας της διεξαγωγής των αποδείξεων που τάχθηκαν με τις παραπάνω επί των αγωγών αυτών εκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και οι δυο αυτές αγωγές εισήχθησαν και πάλι προς δεύτερη μετ` απόδειξη συζήτηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού συνεκδίκασε αυτές εξέδωσε την με αρ. 20/2005 απόφαση του με την οποία απέρριψε αυτές ως αβάσιμες στην ουσία τους. 

Β) Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την πρώτη των συνεκδικαζομένων έφεσή τους οι ηττηθέντες ενάγοντες και ζητούν για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνουν δεκτές οι αγωγές τους. Κατ` αυτής όμως άσκησε έφεση και ο από τους νικήσαντες διαδίκους εναγόμενος Π. Β. παραπονούμενος για τις αιτιολογίες αυτής.

V. Εξάλλου η με αρ. καταθ. 1509/1997 αγωγή που είχαν ασκήσει οι ενάγοντες εναντίον του ίδιου εναγομένου, επικαλούμενοι προσβολή της νομής τους σε άλλο τμήμα του επιδίκου ακινήτου, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού μετά το πέρας της διεξαγωγής των αποδείξεων που διατάχθηκαν από με τη με αρ. 52/2004 απόφασή του. Επί της αγωγής αυτής και των μ` αυτή συνεκδικασθεισών με αρ. 499/1998 προσεπίκλησης ενωμένης με παρεμπίτουσα αγωγή κατά των δικαιοπαρόχων του εναγομένου και τη με αρ. κατ. 682/1998 πρόσθετη υπέρ του τελευταίου, παρέμβαση των τελευταίων, εκδόθηκε η με αρ. 75/1999 απορριπτική επ` αυτών απόφαση του Πολυμελούς Δικαστηρίου Κω, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή ήταν αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη. Το δε Εφετείο επί εφέσεως όπου ασκήθηκε κατ` αυτής, εξέδωσε την παραπάνω εν μέρει οριστική απόφασή του με την οποία, αφού εξαφάνισε την με αυτήν εκκαλουμένη κράτησε προς εκδίκαση την αγωγή, την προσεπίκληση και την πρόσθετη παρέμβαση και στη συνέχεια ανέβαλλε την οριστική του απόφαση και έταξε αποδείξεις. 

VI. Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 516 §§ 1-2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την άσκηση εφέσεως, απαιτείται να έχει ο εκκαλών έννομο συμφέρον προς τούτο, που κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως και υπάρχει όταν με αυτό απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντος ή γίνονται δεκτές αιτήσεις ή προτάσεις του αντιδίκου του. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της εφέσεως, με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφοροι σ` αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το κρίσιμο της αποφάσεως είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής (Σ.Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε, § 313, ΑΠ 274/2003 ΕΔΠ 2004.51, ΕφΑθ. 4195/2004 ΝοΒ 2005.102, ΕφΑθ 2242/2003 ΕλΔνη 47.257, ΕφΑθ 8232/1986 ΕλλΔνη 28.1095). Κατ` ακολουθίαν βλάβη του διαδίκου από τις δυσμενείς γι` αυτόν αιτιολογίες της αποφάσεως μπορεί να προέρχεται μόνο, όταν από αυτές προκύπτει δεδικασμένο εις βάρος του, οπότε αυτός, αν και νίκησε, έχει έννομο συμφέρον ασκήσεως εφέσεως για αποτροπή αυτού (Κεραμεύς: Το προς έφεσιν δικαίωμα του νικήσαντος διαδίκου ΤιμΤΧ. Φραγκίστα 1968/356 επ., Μπέης, Το έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκησιν εφέσεως ή αντεφέσεως, ΑΠ 405/1981 Δ. 12.91, ΕΑ 4950/1982 ΝοΒ 30.1095, ΕΑ 304/1983 ΕλλΔνη 24.515, ΕΑ 8485/1997 ΝοΒ 46.1084). Β) Στην προκειμένη περίπτωση, η από τον εναγόμενο Π. Β. ασκηθείσα έφεση είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη απαράδεκτη, διότι λείπει το έννομο συμφέρον στον νικήσαντα αυτό διάδικο για την άσκησή της, καθόσον με τους λόγους της στρέφεται κατά των αιτιολογιών της εκκαλουμένης. Συγκεκριμένα το παράπονο του εναγομένου ότι σ` αυτή εσφαλμένα αναφέρεται ότι το επίδικο ανήκε στην κληρονομιαία περιουσία του Γ. Κ., ενώ το ορθό είναι ότι συμπεριλαμβανόταν σ` εκείνην του Ε. Κ. και περαιτέρω, ότι, δεδομένης της κρίσεως ότι τούτο ανήκε στον Γ. Κ., δεν αιτιολογείται επαρκώς η από μέρους των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους γνώση, ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων ασκούσαν αποκλειστικά τη νομή όλου του επιδίκου για δικό τους λογαριασμό, δεν επηρεάζουν το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, σχετικά με το ότι οι ενάγοντες δεν απέκτησαν την ποτέ την κυριότητα, ούτε και τη νομή του επιδίκου κατά αναφερόμενα στις αγωγές τους ποσοστά. Επομένως πρέπει αυτή ν` απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αυτά θα καθοριστούν στο διατακτικό. Γ) Αντίθετα η πρώτη των συνεκδικαζομένων ασκηθείσα κατά της ίδιας απόφασης έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (αρ. 499, 518 § 1 ΚΠολΔ), από τους ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντες κατά των εναγομένων (αρ. 516 § 1, 517 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται δε ότι η ένδικη έφεση είναι παραδεκτή και κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρώτης και δεύτερης των εφεσίβλητων αφού τόσο η πρώτη που υπεισήλθε στη θέση της δικαιοπαρόχου της αρχικής πρώτης εναγομένης Ε. χας Ν. Κ., όσο και η δεύτερη ήσαν αντίδικοι των εκκαλούντων-εναγόντων στην επί της πρώτης αγωγής δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση της κυριότητάς τους στο επίδικο και οι λόγοι έφεσης αφορούν την επ` αυτής διάταξη της εκκαλουμένης. Επομένως, νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της (αρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στη συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (αρ. 533 § 1 ΚΠολΔ).

VII. Α) Στη συνέχεια, από τώρα, σε σχέση με το περιεχόμενο και τα αιτήματα της αγωγής, τις παραδοχές της εκκαλουμένης και τους λόγους της έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 533 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων βάσεων, ή αιτημάτων ή συνεκδίκασης περισσότερων αγωγών, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 § 2 Κ.Πολ.Δ). Η απόφαση αυτή, που είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, δεν υπόκειται σε ανάκληση ως προς τις οριστικές τις διατάξεις (ΑΠ 1821/2008 σε ΝΟΜΟΣ). Β) Επομένως ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι ενάγοντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη δεν ανακάλεσε τη με αρ. 80/1995 εν μέρει οριστική του απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας των συμβολαιογραφικών πράξεων αποδοχής κληρονομιάς των αντιδίκων τους και το συμβόλαιο της αγοραπωλησίας των περί ακυρώσεως των συμβολαιογραφικώς γενομένων αποδοχών είναι αλυσιτελής και πρέπει ν` απορριφθεί. Γ) Τέλος, κατά το μέρος που οι ενάγοντες παραπονούνται για σφάλμα του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου σχετικά με την επί της ως άνω οριστικής διατάξεως κρίση του, θα πρέπει και πάλι ο λόγος αυτός της έφεσης ν` απορριφθεί ως απαράδεκτος αφού, η ως άνω προεκδοθείσα με αρ. 80/1995 απόφαση δεν θεωρείται ότι εκκαλείται και ως προς την οριστική της διάταξη, διότι η ένδικη έφεση δεν απευθύνεται ρητά κατ` αυτής (ΑΠ 708/2003, ΑΠ 203/2001 σε ΝΟΜΟΣ). 

VIII. Κατά το αρθρ. 92 του ΕισΝΑΚ, ο οποίος εισήχθη στα Δωδεκάνησα με το αρθρ. 2 § 1 εδ. α` του ν. 510/1947 «περί της εν Δωδεκανήσω εφαρμοστέας δικαστικής νομοθεσίας», από της 30.12.1947, ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρθρ. 14 αυτού). Οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται και στο εξής κατά το έως τώρα δίκαιο. Κατά δε το Σουλτανικόν Φιρμάνιον του 1856 Χάτι-Χουμαγιούν, και τα Διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτου των Νήσων του Αιγαίου 200/1931, 54/1941 και 170/1942, επί κληρονομικών σχέσεων των Δωδεκανησίων Χριστιανών Ορθοδόξων, ίσχυε μέχρι της 30.12.1947 το βυζαντινορωμαϊκόν δίκαιον (ΑΠ 860/1979 ΝοΒ 28.255). Τέλος, από τις διατάξεις του ν. 3 κωδ. 734, ν. 42 πανδ. 41, 2, ν. 7 § 5, πανδ. 10.3, ν. 28 πανδ. 10.3, ν. 8 § 1 πανδ. 7.39, ν. 9 § 1, 3α (50.14) που προϊσχυσαν, όσο και των άρθρων 787, 980, 981, 982 και 994 Α. Κ. προκύπτει ότι ο συγκοινωνός που νέμεται το κοινό πράγμα λογίζεται ότι νέμεται τούτο επ` ονόματι και των λοιπών κοινωνών και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστή τη θέλησή του να νέμεται ολόκληρο το πράγμα ως κύριος μόνο για τον εαυτό του. Το στοιχείο όμως αυτό της γνωστοποιήσεως δεν είναι απαραίτητο, όταν ο καθ` ού προτείνεται η αποσβεστική ή κτητική παραγραφή συγκύριος δεν είχε στην πραγματικότητα γίνει ποτέ συννομέας του πράγματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις του Β.Ρ.Δ. ο συγκληρονόμος που απέκτησε την συγκυριότητα του ακινήτου από το θάνατο του κληρονομουμένου, δεν απόκτησε και τη σύννομη του αυτοδικαίως, όπως συμβαίνει υπό την ισχύ του Α.Κ., αλλά θα την αποκτούσε από τότε που πραγματικά εκδήλωνε γι αυτό τη βούλησή του και άρχιζε να την ασκεί. Επομένως, ο συγκληρονόμος που μόνο αυτός επιλήφθηκε και ασκεί τη νομή, δεν θεωρείται ότι νέμεται και το μερίδιο εκείνου που δεν νέμεται, αλλά θεωρείται ότι εξακολουθεί να το νέμεται για δικό τους λογαριασμό (ΑΠ 1194/2006, ΑΠ 621/2004, σε Νόμος, ΑΠ 1606/1980 ΝοΒ 29.201, ΑΠ 641/1980 ΝοΒ 28.1992).

IX. Από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, που περιέχονται στις εισηγητικές εκθέσεις α) με αρ. 197/1997 και 6/1998 των Ειρηνοδικών Αθηνών και Νικαίας αντιστοίχως που διορίστηκαν εντεταλμένοι δικαστές με τη με αρ. 80/445/ΠΤ 50/1995 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω β) με αρ. 62/1999, 2/2001 και 14/2002 των Ειρηνοδικών Αθηνών, Νικαίας και Πάτμου αντιστοίχως που διορίστηκαν εντεταλμένοι δικαστές με τη με αρ. 140/803/ΠΤ 117/1997 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω και γ) με αρ. 57/2005, 1/2007, και 4/2006 των Ειρηνοδικών Αθηνών, Νικαίας και Πάτμου αντιστοίχως που διορίστηκαν εντεταλμένοι δικαστές με τη με αρ. 52/2004 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα - είτε αυτά χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων- που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία, πρέπει να σημειωθεί, ότι συμπεριλαμβάνονται οι προσκομιζόμενες εκατέρωθεν, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες του επιδίκου, αποδείχθηκαν τα εξής: Α) Αντικείμενο της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας αποτελεί ένα ακίνητο πρώην αγρός και ήδη οικόπεδο, που βρίσκεται στη θέση ΒΟΥΡΛΙΕΣ ΝΕΤΙΑΣ ΣΚΑΛΑΣ της νήσου Πάτμου Δωδεκανήσου, εμβαδού 2.735,60 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 52 μ. με κοινοτική οδό, νότια επί πλευράς μήκους 2 μ. με κοινοτική οδό προς Μ., ανατολικά επί πλευράς μήκους 95 μ. με ιδιοκτησία Θ. Γ. και δυτικά επί πλευράς μήκους 107,50 μ. με κοινοτική οδό και πέραν αυτής με παραλία. Το ακίνητο αυτό στους παλαιότατους χρόνους ανήκε στην Ε. συζ. Ν. Κ., στην οποία είχε περιέλθει από κληρονομιά του αυταδελφού της Ι. Κ. και σε αυτόν από κληρονομιά του πατέρα του Ν. Κ. δυνάμει της από 19.8.1873 διαθήκης αυτού, στον δε τελευταίο είχε περιέλθει με αγορά από την Ιερά Μονή Πάτμου (βλ. την υπ` αρ. 493/12.2.1919 πιστοποίηση της Δημογεροντίας Πάτμου). Η Ε. Κ. ήταν η μητέρα μεταξύ των άλλων και των αδελφών Γ. και Ε. Κ., που φέρονται, ο μεν πρώτος ως απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, ο δε δεύτερος ως απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων. Δεν αποδείχθηκε ωστόσο ότι η παραπάνω αναφερόμενη αρχική κοινή, απώτατη δικαιοπάροχος Ε. Κ. δώρισε άτυπα το ακίνητο αυτό στον γιό της Ε. Κ., μεγάλο μέρος της ακίνητης και κινητής περιουσίας του οποίου περιήλθε μετά το θάνατό του, το έτος 1936 με την από 25.1.1930 ιδιόγραφη-μυστική διαθήκη, η οποία δημοσιεύτηκε στις 20.2.1937, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στους γιούς του αδελφού του, Γ. Κ., τους αδελφούς Π. και Ν. Κ., που είναι οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων. Και τούτο διότι δεν συμπεριλαμβάνεται στα ακίνητα, που, με βάση τη διαθήκη αυτή κληρονόμησαν οι παραπάνω. Δεν υπάρχει επίσης κανένα στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι τούτο περιήλθε δυνάμει άτυπης διανομής της μητρικής περιουσίας στον, φερόμενο από τους ενάγοντες ως απώτατο δικαιοπάροχο όλων των διαδίκων, επίσης γιό της Γ. Κ., που πέθανε το έτος 1931 χωρίς διαθήκη και, κατά την επίκληση των εναγόντων, φέρεται να έχει κληρονομηθεί εξ αδιαιρέτου και ισομερώς από τα πέντε τέκνα του Π., Ν., Α., Μ. και Ε. από τους οποίους, οι δύο πρώτοι είναι δικαιοπάροχοι των εναγομένων, η τρίτη δικαιοπάροχος των πρώτου δεύτερης και τρίτης των εναγόντων και η πέμπτη δικαιοπάροχος του τέταρτου ενάγοντα. Πρέπει να σημειωθεί ότι από την επικαλούμενη με αρ. 493/12.2.1919 πιστοποίηση της Δημογεροντίας Πάτμου, δεν συνάγεται ότι υπήρξε άτυπη διανομή μεταξύ των κληρονόμων της Ε. Κ., καθ` όσον σ` αυτή αναφέρεται ότι το επίδικο ανήκει στους κληρονόμους της, στους οποίους περιλαμβάνονται οι αδελφοί Γ. και Ε. Κ., χωρίς ν` αποκλείονται τα υπόλοιπα τέκνα αυτής. 

Επίσης, καμιά από τις καταθέσεις των μαρτύρων δεν συνεισφέρει στοιχεία που να οδηγούν με ασφάλεια στην πεποίθηση ότι προηγήθηκε άτυπη διανομή της περιουσίας της Ε. Κ., καθώς η γνώση της μάρτυρος Χ. Μ. που, όπως αναφέρει προέρχεται από τους δικαιοπαρόχους των διαδίκων, δεν ενισχύεται από κανένα άλλο στοιχείο, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η Ε. Κ., ήταν κάτοχος και άλλης, πλην του επιδίκου, ακίνητης περιουσίας, την οποία έλαβαν τα άλλα τέκνα, ώστε να γίνει λόγος για κτήση από άτυπη διανομή ολοκλήρου του επιδίκου από το ένα τέκνο. Εξάλλου από την κατάθεση της ίδιας μάρτυρος συνάγεται ότι και η ίδια δεν ήταν βέβαιη για την άτυπη διανομή της περιουσίας της Ε. Κ., αφού σε μία αποστροφή της καταθέσεώς της αναφέρει επί λέξει: «…Ποτέ το κτήμα αυτό δεν ανήκε εξ ολοκλήρου στο Μ. Κ.» (βλ. φύλλο 16 της με αρ. 197/1997 εισηγητικής). Β) Ωστόσο, οι αδελφοί Π. και Ν. Κ. έχοντας την πεποίθηση, ότι το επίδικο ανήκε στην κληρονομιά του θείου τους Ε. Κ., από το έτος 1937 νέμονταν και κατείχαν αποκλειστικά για λογαριασμό τους τούτο. Είναι αληθές ότι το ακίνητο δεν προσεφέρετο για καλλιέργεια αφού, κατά το μεγαλύτερο μέρος του είχε πάντα λιμνάζοντα νερά. Εξάλλου παρά την, κατά τις επικρατούσες τα χρόνια εκείνα συναλλακτικές αντιλήψεις, επικαλούμενη από τους ενάγοντες μειονεξία του ακινήτου, τούτο ήταν εξ αρχής περιφραγμένο και επιπλέον απετέλεσε αντικείμενο έριδος μεταξύ των φερομένων ως μόνων εξ αδιαιρέτου και ισομερώς συνιδιοκτητών του, Ν. και Π. Κ. και του Δήμου της Πάτμου. Αρχικά τούτο ήταν περιφραγμένο με ξερολιθιά, την οποία οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων Π. και Ν. Κ. κατά καιρούς ανανέωναν. Συγκεκριμένα το έτος 1966 κατασκεύασαν νέα περίφραξη από συρματόπλεγμα, τοποθέτησαν καινούργια πόρτα και πλατφόρμα προσπέλασης από το επίδικο προς τον δρόμο, ενώ επιβαρύνοντο ισομερώς κατά ποσοστό ½ ο καθένας με τις δαπάνες επίβλεψης και συντήρησής του (βλ. την από 15.2.1968 χειρόγραφη εκκαθάριση δαπανών του Ν. Κ.).

Ακόμη μόνοι αυτοί, απευθύνονταν προς τις Αρχές για την οποιαδήποτε σχετική με την επί του επιδίκου αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τους, (βλ. τα από 10.9.1966 τηλεγραφήματα, την από 31.10.1966 αναφορά του Ν. Κ. προς τον Υπουργό Εσωτερικών, το από 27.1.1967 έγγραφο απευθυνόμενο προς τον Δήμαρχο Πάτμου), και μόνον εκείνοι εξ αρχής εξεμίσθωναν τούτο σε τρίτους. Η κρίση αυτή ενισχύεται από την ύπαρξη των από 4.9.1973 και 29.10.1975 ιδιωτικών συμφωνητικών με τα οποία ο Π. Κ., ενεργώντας αφενός για τον εαυτό του και αφετέρου κατ` εντολήν και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης Ε. Κ., χήρας του θανόντος το έτος 1971 αδελφού του Ν. Κ., εξεμίσθωνε την ευρισκόμενη στην Πάτμο αγροτική περιουσία, που κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε σε εκείνον και στον αδελφό του, στους Π. Π. και Ε. Π. αντιστοίχως στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο. Ουδείς λόγος περί εικονικότητας των συγκεκριμένων μισθωτηρίων ιδιωτικών εγγράφων μπορεί να γίνει, αφού α) από τις με επίκληση προσκομιζόμενες ταχυδρομικές αποδείξεις αποστολής χρημάτων προκύπτει ότι, ο μισθωτής Ε. Π. έστελνε στην από τους συνεκμισθωτές του Ε. Κ. το μίσθωμα και β) η σύνταξη των μισθωτηρίων αυτών έγινε σε χρόνο, που ακόμη δεν είχαν διαφανεί οι προθέσεις των εναγόντων για τη διεκδίκηση του μεριδίου τους από την περιουσία του θανόντος Γ. Κ. στην οποία, κατ` επίκλησή τους, περιλαμβάνεται το επίδικο. Εξάλλου ο Δήμος Πάτμου με το από 19.12.1966 έγγραφό του απευθύνεται προς τον Π. Κ. για τη διευθέτηση του ζητήματος που αφορά το επίδικο. Οι αδελφοί επομένως Π. και Ν. Κ. είχαν στην αδιαμφισβήτητη νομή και κατοχή τους το επίδικο ισομερώς και εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό ½ ο καθένας από το έτος 1937 επί τριάντα και πλέον έτη έως το θάνατό τους, που επισυνέβη το έτος 1971 για τον Ν. και το έτος 1976 για τον Π. Γ) Αντιθέτως δεν αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα εκείνο ασκήθηκαν διακατοχικές πράξεις με διάνοια συγκυρίων στο επίδικο από μέρους των τριών θυγατέρων του Γ. Κ. και αδελφών των Π. και Ν., από τις οποίες η Α. σύζυγος Σ. Γ. και η Ε. σύζυγος Γ. Κ. είναι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων. Ακολούθως και οι ενάγοντες, για τους οποίους πρέπει να επισημανθεί ότι στην πρώτη με αρ. κατ. 445/1993 αναγνωριστική αγωγή τους δεν επικαλούνται καμιά πράξη νομής στο επίδικο, επιχειρώντας το πρώτον να προσδιορίσουν αυτές με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών τους, δεν απέδειξαν ότι επελήφθησαν ποτέ της κατοχής του επιδίκου με διάνοια κυρίων κατά το επικαλούμενο ποσοστό της κληρονομιάς τους. Τα όσα δε καταθέτουν περί τούτου οι μάρτυρές τους, δεν ενισχύονται από κανένα άλλο στοιχείο, σε αντίθεση με την πλευρά των εναγομένων η θέση των οποίων ενισχύεται από τα στοιχεία που παρέχουν τα παραπάνω αναφερόμενα έγγραφα, οι ιδιόχειρες σημειώσεις των δαπανών και τα ιδιωτικά συμφωνητικά εκμίσθωσης. Επιπλέον, η μέσω μαρτυρικών καταθέσεων διαφαινόμενη θέση των εναγομένων, σχετικά με το ότι η εκ των θυγατέρων Ε. Κ. ενεργούσε ως αντιπρόσωπος όλων των αδελφών Κ. στο επίδικο, ανατρέπεται από την από 13.9.1966 επιστολή της Μ. Κ. στην οποία, είχε ανατεθεί από τους αδελφούς Π. και Ν. η επιστασία του σπιτιού της Σκάλας Πάτμου και τους οποίους εκείνη αναγνωρίζει ως μόνους κυρίους του σπιτιού τη φύλαξη του οποίου και τη φροντίδα έχει αναλάβει. Ειδικότερα στην επιστολή εκείνη με την οποία η Μ. Κ. απευθύνεται προς τον Π. Κ., καθίσταται σαφές ότι εκείνη θεωρεί αποκλειστικούς κυρίους του επιδίκου τους αδελφούς Π. και Ν.. Αν όμως ήταν αληθές το γεγονός ότι η Ε. Κ., για την οποία δεν αμφισβητείται ότι μετέβαινε συνεχώς και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη Πάτμο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος όλων των τέκνων του Γ. Κ., επιμελούμενη την πατρική περιουσία για λογαριασμό τους, τότε θα ήταν σύνηθες για τη Μ. Κ. προς διευθέτηση των αναφερομένων στην επιστολή ζητημάτων ν` απευθυνθεί, σ` εκείνην και όχι στον Π. Κ.. Πέραν τούτου δε και εκ της αλληλογραφίας του Ν. Κ. συνάγεται ότι, παρά την συχνή κατ` έτος παρουσία των θυγατέρων Κ. και των οικογενειών τους στην Πάτμο σε σχέση με τους Ν. και Π., των οποίων η παρουσία δεν ήταν συχνή, για τα ζητήματα που αφορούσαν το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο οι δημοτικές αρχές απευθυνόταν σ` αυτούς. Τέλος δεν απεδείχθη ότι η μητέρα τους Μ. Κ. ενήργησε πράξεις διαχείρισης που αφορούσαν το συγκεκριμένο ακίνητο. Η επικαλούμενη από τους ενάγοντες διενεργηθείσα μέτρηση του επιδίκου από τον πρώτο των εναγόντων, γιο της Α. Γ., το γένος Γ. Κ. το έτος 1970 και γενικά σε προγενέστερο του θανάτου του Π. Κ. χρόνο, δεν αποδεικνύει την επ` αυτού νομή τους αφού, έγινε κατόπιν εντολής του θείου του Π. Κ., δοθέντος ότι ο Ι. Γ. είναι πολιτικός μηχανικός και σ` αυτόν συνήθιζε, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης, (θείος και από αδελφή ανηψιός), να αναθέτει τις εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν από μηχανικό (βλ. κατάθεση του εξετασθέντος από την πλευρά των εναγομένων μάρτυρος Ι. Α. στη με αρ. 197/1997 εισηγητική- φύλλο 46). Επομένως, οι δικαιοπάροχοι της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων κατά το χρόνο του θανάτου τους είχαν καταστεί ισομερώς και εξ αδιαιρέτου αποκλειστικοί κύριοι του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο. Έως τότε οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, αδελφές Α. Γ. και Ε. Κ. δεν αμφισβητούσαν τα δικαιώματα των αδελφών τους Π. και Ν. επί των ευρισκόμενων στην Πάτμο, προερχομένων από την πατρική ακίνητη περιουσία ακινήτων τους, στα οποία θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο.

Δ) Μετά το θάνατο των αδελφών Π. και Ν. Κ. την κυριότητα του επιδίκου απέκτησαν με κληρονομική διαδοχή οι δύο πρώτες εναγόμενες στην πρώτη με αρ. κατ. 445/1993 αγωγή, Ε. χα Ν. Κ. και Μ. θυγατέρα Π. Κ., σύζυγο Δ. Χ., οι οποίες αποδέχθηκαν νόμιμα τη σ` αυτές επαχθείσα κληρονομιά των παραπάνω, με συμβολαιογραφική πράξη που μετέγραψαν, και, ενόψει της προϋφισταμένης στα πρόσωπα των παραπάνω κληρονομουμένων κυριότητας του επιδίκου, όπως αναφέρθηκε, μετήχθη σ` αυτές η κυριότητα του επιδίκου από πραγματικούς κυρίους με παράγωγο τρόπο. Ειδικότερα στην πρώτη εξ αυτών το επίδικο περιήλθε κατά κυριότητα σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, μετά το θάνατο του συζύγου της Ν. Κ., στις 7.12.1971, με τη αρ. 27454/24.4.1964 δημοσία διαθήκη αυτού, που δημοσιεύτηκε με το 2075/16.12.1971 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία εν συνεχεία εκείνη αποδέχτηκε με την με αρ. 91412/19.1.1976 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Π. της που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πάτμου (τόμος 16 αρ. 2198). Στην δεύτερη τούτων περιήλθε το υπόλοιπο εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί του επιδίκου κυριότητας στις 19.7.1976 μετά το θάνατο του πατέρα της Π. Κ., τον οποίο αυτή κληρονόμησε ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος (μετά την αποποίηση από την σύζυγό του Ε. χα Π. Κ. για την οποία συνετάγη η υπ` αρ. 1099/18.10.1976 έκθεση αποποίησης), αποδεχόμενη την κληρονομιά με την με αρ. 240359/23.6.1977 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Χ., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πάτμου (τόμος 20 αρ. 2599). Τόσο η πρώτη των εναγομένων από το έτος 1971 που πέθανε ο σύζυγός της, όσο και η δεύτερη τούτων, μετά το θάνατο του πατέρα της το 1976, συνέχισαν την επί του επιδίκου φυσική τους εξουσία συνεχώς, αδιαλείπτως μέχρι το και έτος 1979, χωρίς ποτέ οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων να αμφισβητήσουν μέχρι τότε την επί του επιδίκου κυριότητά τους. Η έναντι των κληρονόμων του Π. και Ν. Κ. αμφισβήτηση της αποκλειστικής κυριότητας του επιδίκου, έγινε για πρώτη φορά το έτος 1979 από τις αδελφές τους Μ. Π. και την εν ζωή ευρισκομένη κατά την άσκηση των κρινόμενων αγωγών πέμπτη ενάγουσα Ε. Κ. το γένος αμφοτέρων Γ. Κ., με την από 1.6.1979 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση που κοινοποίησαν σ` αυτές στις 14.7.1979, με την οποία καλούσαν τις εναγόμενες να συναινέσουν στη με εξώδικη διανομή λύση της μεταξύ τους υφισταμένης κοινωνίας στα ακίνητα που προέρχονται από την κληρονομιά του πατέρα τους, Γ. Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το επίδικο. Το γεγονός όμως αυτό, δεν διέκοψε την άσκηση της επί του επιδίκου νομής των δύο πρώτων εναγομένων, οι οποίες εξακολούθησαν να ασκούν διακατοχικές πράξεις με διάνοια αποκλειστικών κυρίων στο επίδικο, εκμισθώνοντας αυτό μαζί με άλλα ακίνητά τους στον Ε. Π. (βλ. το από 15.7.1983 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως) από τον οποίο εισέπρατταν μίσθωμα (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση αποδείξεις ταχυδρομικής αποστολής χρημάτων από τον συγκεκριμένο μισθωτή στην Ε. χα Ν. Κ. των ετών 1980 έως και 1987), και γενικά επιβλέποντας επισκεπτόμενες οι ίδιες, ή τρίτοι κατ` εντολήν τους αυτό, προκειμένου να διαπιστώνουν την εκάστοτε πραγματική κατάστασή του, μέχρι το 1992 που με το με αρ. 575/3.7.1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασαν τούτο στον Π. Β. τρίτο εναγόμενο της πρώτης αγωγής και μόνο εναγόμενο στις περί προσβολής νομής ένδικες αγωγές. Στον τελευταίο από της μεταγραφής του συμβολαίου παραδόθηκε άμεσα η νομή και η κατοχή του ακινήτου από τις πωλήτριες. Έτσι η διαμόρφωση χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων τον Αύγουστο του έτους 1994 και η κατασκευή κτίσματος σε διαφορετικό τμήμα αυτού στις αρχές Δεκεμβρίου του έτους 1997, συνιστούν από μέρους του νόμιμη άσκηση νομής στο επίδικο, η οποία του παραδόθηκε μαζί με την εξαιτίας πωλήσεως μεταβίβαση της κυριότητάς του από τις πωλήτριες δικαιοπαρόχους του, συνεναγόμενες στην αρχική αγωγή και προσθέτως παρεμβαίνουσες στις ένδικες, εναντίον του στρεφόμενες με αρ. κατ. 803/1995 και 1509/1997 αγωγές νομής. 

Ε) Οι ενάγοντες στις δύο αυτές αγωγές νομής επικαλέστηκαν τις ίδιες πράξεις νομής, που οι εναγόμενες δικαιοπάροχοι του αντιδίκου τους και ο ίδιος παρέθεσαν στις προτάσεις τους αμυνόμενοι στην πρώτη (με αρ. κατ. 445/1995) των ενδίκων αγωγών. Στην αγωγή εκείνη οι ενάγοντες, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν αναφέρουν ουδεμία πράξη νομής μέχρι το έτος 1993 και ούτε προσδιορίζουν συγκεκριμένα αυτές με τις προτάσεις τους, αλλά μόνο με την προσθήκη αντίκρουση τούτων και αφού στο μεταξύ έλαβαν γνώση των πράξεων νομής που παρέθεσαν οι εναγόμενοι, βασιζόμενοι (οι ενάγοντες), κατά όσα οι ίδιοι εξέθεσαν στο δικόγραφό της και επαναλαμβάνουν και στις άλλες δύο ένδικες αγωγές, στο νομικό καθεστώς της ex lege από τον ΑΚ αυτοδίκαιης μεταβίβασης της νομής επιδίκου στους κληρονόμους του Γ. Κ. κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής του καθενός, στους οποίους περιλαμβάνονται οι δικαιοπάροχοι όλων των διαδίκων. Η επίκληση όμως αυτή, ακόμη και για τα ανήκοντα στην κληρονομιαία περιουσία του Γ. Κ. ακίνητα, στα οποία κατ` αυτούς περιλαμβάνεται και το επίδικο, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού, κατά τα όσα ήδη εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που παρατέθηκε, σύμφωνα με το ισχύον κατά τον θάνατο του Γ. Κ. το έτος 1931 νομικό καθεστώς στα Δωδεκάνησα και ειδικότερα του εφαρμοζομένου στις κληρονομικές σχέσεις Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου (ΒΡΔ), δεν ισχύει η αυτοδίκαιη μεταβίβαση της νομής των κληρονομιαίων ακινήτων στους κληρονόμους, αλλά αυτή περιέρχεται σε εκείνον που εξεδήλωσε την βούλησή του γι` αυτήν και επομένως,ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίδικο ανήκει στην περιουσία του Γ. Κ., οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων, αδελφές Α. Γ. και Ε. Κ., δεν κατέστησαν αυτοδικαίως συννομείς του επιδίκου. Ως εκ τούτου οι πράξεις νομής που άσκησαν οι αδελφοί Π. και Ν. Κ., απώτεροι δικαιοπάροχοι του εναγομένου αγοραστή Π. Β. και άμεσοι δικαιοπάροχοι των πωλητριών στο επίδικο, ακόμη και με την εκδοχή ότι τούτο περιλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του Γ. Κ., προσπόρισε την κυριότητα του επιδίκου σ` αυτούς, με χρησικτησία, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί η προς τούτο γνωστοποίηση στις τρεις αδελφές τους, οι οποίες σημειωτέον σε καμία από τις αγωγές τους δεν επικαλούνται ότι ανεμείχθησαν στην κληρονομιά, ούτε και ότι άλλος κανείς, πλην των Π. και Ν. Κ. άσκησε εξ ονόματός τους νομή στο επίδικο. 

ΣΤ) Περαιτέρω, κατά τα όσα ήδη έχουν αναφερθεί, ούτε οι ίδιοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, ούτε άλλος κανείς για λογαριασμό τους άσκησαν τις επικαλούμενες στις ένδικες αγωγές νομής, διακατοχικές πράξεις, για τις οποίες σημειωτέον δεν παρατίθενται στα δικόγραφά τους χρονολογίες, αλλά οι πράξεις αυτές ταυτιζόμενες με εκείνες, που ο αντίδικός τους εξ αρχής στις προτάσεις του αναλυτικά παρέθεσε, ως διακατοχικές ενέργειες στο επίδικο των απωτέρων δικαιοπαρόχων του Π. και Ν. Κ. μέχρι το θάνατο του εξ αυτών Π. το έτος 1976, αφορούσαν μόνο τη με διάνοια κυρίου κατοχή του επιδίκου από τους τελευταίους. Η προς τους δικαιοπαρόχους του Π. Β. κοινοποίηση το έτος 1979 της εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης για εξώδικη διανομή μεταξύ των άλλων και του επιδίκου, όσο και η μέτρηση του επιδίκου και η αποτύπωσή του σε τοπογραφικά διαγράμματα από μέρους και κατ` εντολήν των δικαιοπαρόχων των εναγόντων τα έτη 1978, 1979 και 1980, δεν αποτελούν εμφανείς υλικές πράξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση εξουσιάσεως του ακινήτου (ΑΠ 966/2007 σε Νόμος), ενώ δηλωτική εξουσιάσεως πράξη δεν αποτελεί η εκ περιστάσεως στάθμευση των αυτοκινήτων τους στο επίδικο όταν επισκεπτόταν την περιοχή, αφού, όπως από τα παραπάνω επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ο χώρος αυτός του ακινήτου για κάποιο χρονικό διάστημα πριν την πώληση του και μετά απ` αυτήν, χρησιμοποιείτο, με την ανοχή των εναγομένων, ως ελεύθερος χώρος στάθμευσης και άλλων, πλην εκείνων των εναγόντων, αυτοκινήτων. Επομένως οι ενάγοντες ουδέποτε και ιδίως τον τελευταίο πριν την κατάληψή του από τον εναγόμενο χρόνο, κατέστησαν έστω και επιληψίμως νομείς του επιδίκου.

Ζ) Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως το οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις με αρ. 445/1993 και 803/1995 ένδικες αγωγές σωστά κατ` αποτέλεσμα, αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία εκτίμησε τις αποδείξεις και οι εναγόμενοι σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων λόγοι της πρώτης των συνεκδικαζομένων εφέσεων πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση στο σύνολό της, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της προσβαλλομένης με αυτήν με αρ. 20/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω. Ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και με αρ. 1509/1997 συνεκδικαζομένη με τις εφέσεις, περί νομής αγωγή των ίδιων, η οποία μαζί με τις ήδη συνεκδικασθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσεπίκληση, την παρεμπίπτουσα αγωγή και την υπέρ του εναγομένου πρόσθετη παρέμβαση, είχαν κρατηθεί προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο με την με αρ. 52/2004 εξαφάνισε την επ` αυτών με αρ. 75/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω. Ακολούθως πρέπει ν` απορριφθεί και η ενωμένη με την προσεπίκληση του παρεμπίπτουσα αγωγή του εναγομένου κατά των προσεπικαλουμένων, αφού δεν έχει πλέον αντικείμενο. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους στη δίκη της έφεσης και στους ίδιους, με την ιδιότητα των εναγόντων πρέπει λόγω της ήττας τους να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 176, 180, 183, 189, 191 Κ.Πολ.Δ. 99 επ. Κωδ. Δικηγόρων).

Για τους λόγους αυτούς

· Συνεκδικάζει τις με αρ. καταθ. 36/2006 (αριθ. εκθ. κατ. Εφ. 79/2006) και 50/2006 (αριθ. εκθ. κατ. Εφ. 91/2006) εφέσεις κατά της με αρ. 20/2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω και τη με αρ. κατ. 1509/1997 αγωγή κατ` αντιμωλία των διαδίκων.

· Δικάζοντας επί των εφέσεων.

· Απορρίπτει τη με αρ. καταθ. 50/2006 (αριθ. εκθ. καταθ Εφ. 91/2006) έφεση.

· Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων τα οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

· Δέχεται τυπικά τη με αρ. καταθ. 36/2006 (αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. 79/2006).

· Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

· Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων τα οποία καθορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.

· Δικάζοντας επί των με αρ. 1509/1997 αγωγής, της με αρ. καταθ. 499/1998 προσεπίκλησης ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή κατά των δικαιοπαρόχων του εναγομένου και τη με αρ. καταθ. 682/1998 πρόσθετη υπέρ του τελευταίου παρέμβαση των τελευταίων.

· Απορρίπτει αυτήν και την ενωμένη με την προσεπίκληση παρεμπίτουσα αγωγή.

· Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

· Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 1.6.2009 σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 3.6.2009, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με γραμματέα την Αικατερίνη Διακοκολιού, δικαστική υπάλληλο του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Π.Β.

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>